Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, τα δυτικά μέσα έκαναν λόγο για το
“Milagro Mexicano”, το Μεξικανικό θαύμα δηλαδή, που συνοψίζονταν στους
μεγάλους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και τη φαινομενική
κοινωνικοπολιτική σταθερότητα. Αποκορύφωμα αυτής της φαινομενικής
“άνοιξης” της μεξικανικής οικονομίας ήταν η επιλογή της πόλης του
Μεξικού για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων του 1968. Θέατρο της
προβολής του Μεξικού ως μοντέρνας και εύπορης χώρας επρόκειτο να γίνει
το Ολυμπιακό Στάδιο στις εγκαταστάσεις της πανεπιστημιούπολης της
Ουνιβερσιδάδ Νασιονάλ Αουτόνομα ντε Μέχικο (UNAM), όπου κάποια χρόνια
νωρίτερα ο τροτσκιστής ζωγράφος Ντιέγκο Ριβέρα είχε ζωγραφίσει την
τοιχογραφία που ενσάρκωνε τα ιδανικά της θεσμοποιημένης πια Μεξικανικής
Επανάστασης: “Το πανεπιστήμιο, η μεξικανική οικογένεια, η ειρήνη και η
αθλητική νεολαία”. Πίσω από την επιφάνεια όμως η δυσαρέσκεια έβραζε,
παρά τις διαβεβαιώσεις του προέδρου Ντίαζ Ορντάζ στα τέλη Ιούλη του
1968, πως το Μεξικό ήταν “ανέγγιχτη νησίδα” εν μέσω της έκρηξης του
φοιτητικού κινήματος σε όλο τον κόσμο.
Τα γεγονότα έμελε να τον διαψεύσουν πανηγυρικά λίγες μόνο μέρες αργότερα. Στςι 22 Ιούλη, στη διάρκεια ενός καβγά μεταξύ νεαρών που έπαιζαν αμερικανικό φούτμπολ στους δρόμους της πόλης, η μονάδα άμεσης δράσης της αστυνομίας με τίτλο “Λος Γκραναδέρος” επιτέθηκε με βία στους νεαρούς που βρήκαν καταφύγιο στα κτίρια του Πολυτεχνείου. Χωρίς να πτοηθούν από το άσυλο, οι αστυνομικοί εισέβαλλαν και με μπαστούνια ξυλοκόπησαν τους απείθαρχους νέους. Ως απάντηση ριζοσπαστικές φοιτητικές οργανώσεις οργάνωσαν έντονες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τις επόμενες μέρες.
Όταν οι φοιτητές επιχείρησαν να διαδηλώσουν στην κεντρική πλατεία Ζόκαλο, η αστυνομία παρεμπόδισε την πρόσβασή τους και συνέλαβε πάνω από 94 άτομα. Την επόμενη μέρα η οργή των φοιτητών πήρε μορφή ανοιχτής εξέγερσης, με μάχες να διεξάγονται γύρω από την πανεπιστημιούπολη. Η αδυναμία της αστυνομίας να ελέγξει την κατάσταση προκάλεσε την επέμβαση του στρατού στο πανεπιστήμιο και τη σύλληψη 68 ακόμα ανθρώπων. Τα γεγονότα έγιναν αφορμή για ένα απεργιακό κύμα σε σχεδόν όλα τα πανεπιστήμια του Μεξικού, με πρωτοβουλία του πρύτανη του UNAM Χαβιέρ Μπάρος Σιέρα, με τις αντιδράσεις πλέον να αγκαλιάζουν κόσμο πολύ πέρα από τις μαρξιστικές οργανώσεις.
Αιτήματα του φοιτητικού κινήματος ήταν η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, η διάλυση των “Λος Γκραναδέρος” και η απόλυση των αρχηγών της αστυνομίας Ραούλ Μεντιολέα και Λουίς Κουέτο, η αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων με τιμωρία των υπευθύνων της καταστολής, και η κατάργηση της νομοθεσίας περί “κοινωνικής αποσάθρωσης”, που ήταν βάση για την κατασταλτική πολιτική του πρακτικά μονοκομματικού καθεστώτος του Μεξικού κατά φοιτητών και εργαζομένων τα προηγούμενα χρόνια. Σε γενικές γραμμές, τα αιτήματα απαιτούσαν απλώς εφαρμογή κράτους δικαίου και τήρηση της αστικής νομιμότητας, παρά το σύνθημα “Δε θέλουμε Ολυμπιακούς, θέλουμε επανάσταση!”. Αυτό δε σημαίνει πως το καθεστώς τους αντιμετώπιζε ως λιγότερο επικίνδυνους. Κατά την προσφιλή της τακτική σε κάθε περίπτωση κοινωνικών αναταραχών, η κυβέρνηση έστρεψε τα βέλη της ΚΚ Μεξικού, το οποίο από την ίδρυσή του το 1919 δρούσε σε καθεστώς ημιπαρανομίας. Στην πραγματικότητα, πέρα από ορισμένους – προβεβλημένους είναι η αλήθεια – νεολαίους που συμμετείχαν στο Εθνικό Απεργιακό Συμβούλιο που είχε συγκροτηθεί στο μεταξύ, το ΚΚ μικρή επιρροή είχε στο συγκεκριμένο κίνημα, όπου τον τόνο έδιναν μαοϊκές, τροτσκιστικές, ακόμα και αριστερές καθολικές δυνάμεις, με τη μεγαλύτερη μάζα των φοιτητών να προέρχεται πάντως από ένα εντελώς απολίτικο υπόβαθρο.
Λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη των αγώνων, τεράστιες διαδηλώσεις συντάραξαν την πρωτεύουσα τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, με συμμετοχή 50.000 ως 150.000 ανθρώπων. Ο Ντιάς, πεπεισμένος ότι οι εκδηλώσεις ήταν κομμουνιστικός δάχτυλος για τη “δυσφήμιση” του Μεξικού στο εξωτερικό και προσπάθεια παρεμπόδισης των αγώνων, δήλωσε την 1η Σεπτέμβρη στο Κογκρέσο πως “Είμασταν τόσο ανεκτικοί, που μας επέκριναν γι’αυτό, αλλά όλα έχουν τα όριά τους”.
Αρχικά η κυβέρνηση προσπάθησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις κάτω από το τραπέζι με την ηγεσία της Εθνικού Απεργιακού Συμβουλίου, το οποίο όμως αντιπρότεινε δημόσιο διάλογο, τον οποίο δεν επιθυμούσε με τίποτε η κυβέρνηση. Ο δρόμος προς τη βίαιη καταστολή είχε ανοίξει. Αυτός ο ρόλος ανατέθηκε στο στρατό, που στις 18 Σεπτέμβρη κατέλαβε την UNAM. Πιο δύσκολη αποδείχτηκε η παραβίαση του ασύλου στο Πολυτεχνείο το βράδυ της 23ης Σεπτέμβρη. Οι φοιτητές αντιστάθηκαν με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να ανοίξουν πυρ και να σκοτώσουν τρία άτομα επί τόπου, ενώ δώδεκα τραυματίστηκαν και πολλοί συνελήφθηκαν. Ολόκληρη η πόλη θύμιζε εμπόλεμη ζώνη, ενώ οι στρατός επιτέθηκε και σε άλλα πανεπιστήμια υπό κατάληψη. Αστυνομικοί με πολιτικά πυροβολούσαν με αυτόματα όπλα από διερχόμενα οχήματα πάνω σε απεργούς, ενώ η πολιτική αστυνομία κινήθηκε εναντίον των ηγετών του Εθνικού Απεργιακού Συμβουλίου.
Παρά την εμμονή του ΕΑΣ σε ανοιχτή συζήτηση με την κυβέρνηση, εκπρόσωποι φοιτητικών οργανώσεων δέχτηκαν τελικά στις 2 Οκτώβρη 1968 να συναντήσουν μυστικά εκπροσώπους της. Η διαπραγμάτευση απέβη άκαρπη και το ίδιο απόγευμα διοργανώθηκε διαδήλωση στην πλατεία των Τριών Πολιτισμών στη συνοικία Τλατελόλκο, η τρίτη μέσα σε ένα μήνα. Χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν στο σημείο, όπου στις 17.30 ξεκίνησε ομιλία. Μισή ώρα αργότερα άρχισαν να πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Φοβισμένοι οι διαδηλωτές άρχισαν να σκορπίζουν, πέφτοντας όμως πάνω στο στρατό, ο οποίος πυροβολούσε στον αέρα, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και στο ψαχνό, αφήνοντας έναν αρχικά αδιευκρίνιστο αριθμό νεκρών και τραυματιών στο σημείο.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ξεκίνησαν δέκα μέρες αργότερα χωρίς άλλες διαμαρτυρίες, την ώρα που οι φυλακές γέμιζαν με διαδηλωτές. Πάνω από 200 μέλη του φοιτητικού κινήματος έμειναν για δυο χρόνια και παραπάνω στις φυλακές χωρίς να καταδικαστούν ποτέ για κάτι. Τα ΜΜΕ της χώρας διέδιδαν για μέρες μετά το μακελειό πως οι φοιτητές ήταν οπλισμένοι και είχαν οι ίδιοι προκαλέσει τους πυροβολισμούς. Μέχρι σήμερα είναι άγνωστο υπό ποιες ακριβώς συνθήκες δόθηκε η εντολή ν’ανοίξει πυρ κατά των φοιτητών. Ο στρατηγός Γκαρσία Μπαραγκάν, του οποίου γραπτά δημοσιεύτηκαν το 1999 από το δημοσιογράφο Χούλιο Σέρερ, ισχυρίζεται πως ο πρόεδρος έδωσε δυο διαφορετικές εντολές στον ίδιο και την προεδρική φρουρά. Σύμφωνα με εκείνον δική του εντολή ήταν να συλλάβει απλώς τους φοιτητές, ενώ η προεδρική φρουρά είχε εντολή να πυροβολήσει.
Η ίδια η μεξικανική κυβέρνηση τήρησε σιγή ιχθύος για το ζήτημα ως και το 1977, όταν για πρώτη φορά ο Γκουστάβο Ντίαζ Ορντάζ παραδέχτηκε σε συνέντευξη τύπου πως είχαν σκοτωθεί 30 ως 40 άτομα, ανάμεσά τους “στρατιώτες, ταραχοποιοί και περίεργοι”. Αργότερα δημοσιεύτηκαν αναφορές της αστυνομίας που κάνουν λόγο για 26 νεκρούς, 100 τραυματίες και πάνω από 1000 συλληφθέντες. Στο μνημείο που αφιερώθηκε στην πλατεία των Τριών Πολιτισμών το 1993 αναφέρονται ονομαστικά 20 θύματα, αλλά ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος.
Μετά από 30 χρόνια, όταν το κυβερνών κόμα PRI έχασε την απόλυτη πλειοψηφία συγκροτήθηκε για πρώτη φορά εξεταστική επιτροπή για το ζήτημα. Η έρευνα ωστόσο δεν κατέληξε πουθενά, και η δίωξη κατά των κατηγορούμενων αξιωματούχων ανεστάλη από την κρατική εισαγγελία το 2007. Το 2011 η μέρα της σφαγής ανακηρύχθηκε “μέρα εθνικού πένθους στο Μεξικό”, ενώ κάθε χρόνο λαμβάνει χώρα διαδήλωση με σύνθημα “Η 2η Οκτώβρη δε θα ξεχαστεί”. Στη διάρκεια μάλιστα μιας από αυτές τις διαδηλώσεις το 2014, φοιτητές του Παιδαγωγικού τμήματος από την πόλη Αγιοτζινάπα έκαναν πειρατεία σε λεωφορείο για να φτάσουν στην πρωτεύουσα και να συμμετέχουν. 43 εξ αυτών συνελήφθησαν κι έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Μετά την άνοδο της κεντροαριστερής κυβέρνησης του Μορένα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ελπίζουν σε απόδοση ευθυνών σε όσους ενόχους βρίσκονται ακόμα στη ζωή. Προς το παρόν έγινε γνωστό πως η Εκτελεστική Επιτροπή Περίθαλψης των θυμάτων επιδότησε τις δραστηριότητες ενόψει της μέρας μνήμης για τα 50 χρόνια της σφαγής με έξι εκατομμύρια πέσος, δηλαδή περίπου 270.000 ευρώ. Εκείνο όμως που χρειάζεται επειγόντως το Μεξικό ωστόσο είναι, πέρα από τέτοιες ενέργειες, να μπει τέλος στην ατιμωρησία.
Με πληροφορίες από jungewelt.de
Τα γεγονότα έμελε να τον διαψεύσουν πανηγυρικά λίγες μόνο μέρες αργότερα. Στςι 22 Ιούλη, στη διάρκεια ενός καβγά μεταξύ νεαρών που έπαιζαν αμερικανικό φούτμπολ στους δρόμους της πόλης, η μονάδα άμεσης δράσης της αστυνομίας με τίτλο “Λος Γκραναδέρος” επιτέθηκε με βία στους νεαρούς που βρήκαν καταφύγιο στα κτίρια του Πολυτεχνείου. Χωρίς να πτοηθούν από το άσυλο, οι αστυνομικοί εισέβαλλαν και με μπαστούνια ξυλοκόπησαν τους απείθαρχους νέους. Ως απάντηση ριζοσπαστικές φοιτητικές οργανώσεις οργάνωσαν έντονες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τις επόμενες μέρες.
Όταν οι φοιτητές επιχείρησαν να διαδηλώσουν στην κεντρική πλατεία Ζόκαλο, η αστυνομία παρεμπόδισε την πρόσβασή τους και συνέλαβε πάνω από 94 άτομα. Την επόμενη μέρα η οργή των φοιτητών πήρε μορφή ανοιχτής εξέγερσης, με μάχες να διεξάγονται γύρω από την πανεπιστημιούπολη. Η αδυναμία της αστυνομίας να ελέγξει την κατάσταση προκάλεσε την επέμβαση του στρατού στο πανεπιστήμιο και τη σύλληψη 68 ακόμα ανθρώπων. Τα γεγονότα έγιναν αφορμή για ένα απεργιακό κύμα σε σχεδόν όλα τα πανεπιστήμια του Μεξικού, με πρωτοβουλία του πρύτανη του UNAM Χαβιέρ Μπάρος Σιέρα, με τις αντιδράσεις πλέον να αγκαλιάζουν κόσμο πολύ πέρα από τις μαρξιστικές οργανώσεις.
Αιτήματα του φοιτητικού κινήματος ήταν η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, η διάλυση των “Λος Γκραναδέρος” και η απόλυση των αρχηγών της αστυνομίας Ραούλ Μεντιολέα και Λουίς Κουέτο, η αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων με τιμωρία των υπευθύνων της καταστολής, και η κατάργηση της νομοθεσίας περί “κοινωνικής αποσάθρωσης”, που ήταν βάση για την κατασταλτική πολιτική του πρακτικά μονοκομματικού καθεστώτος του Μεξικού κατά φοιτητών και εργαζομένων τα προηγούμενα χρόνια. Σε γενικές γραμμές, τα αιτήματα απαιτούσαν απλώς εφαρμογή κράτους δικαίου και τήρηση της αστικής νομιμότητας, παρά το σύνθημα “Δε θέλουμε Ολυμπιακούς, θέλουμε επανάσταση!”. Αυτό δε σημαίνει πως το καθεστώς τους αντιμετώπιζε ως λιγότερο επικίνδυνους. Κατά την προσφιλή της τακτική σε κάθε περίπτωση κοινωνικών αναταραχών, η κυβέρνηση έστρεψε τα βέλη της ΚΚ Μεξικού, το οποίο από την ίδρυσή του το 1919 δρούσε σε καθεστώς ημιπαρανομίας. Στην πραγματικότητα, πέρα από ορισμένους – προβεβλημένους είναι η αλήθεια – νεολαίους που συμμετείχαν στο Εθνικό Απεργιακό Συμβούλιο που είχε συγκροτηθεί στο μεταξύ, το ΚΚ μικρή επιρροή είχε στο συγκεκριμένο κίνημα, όπου τον τόνο έδιναν μαοϊκές, τροτσκιστικές, ακόμα και αριστερές καθολικές δυνάμεις, με τη μεγαλύτερη μάζα των φοιτητών να προέρχεται πάντως από ένα εντελώς απολίτικο υπόβαθρο.
Λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη των αγώνων, τεράστιες διαδηλώσεις συντάραξαν την πρωτεύουσα τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, με συμμετοχή 50.000 ως 150.000 ανθρώπων. Ο Ντιάς, πεπεισμένος ότι οι εκδηλώσεις ήταν κομμουνιστικός δάχτυλος για τη “δυσφήμιση” του Μεξικού στο εξωτερικό και προσπάθεια παρεμπόδισης των αγώνων, δήλωσε την 1η Σεπτέμβρη στο Κογκρέσο πως “Είμασταν τόσο ανεκτικοί, που μας επέκριναν γι’αυτό, αλλά όλα έχουν τα όριά τους”.
Αρχικά η κυβέρνηση προσπάθησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις κάτω από το τραπέζι με την ηγεσία της Εθνικού Απεργιακού Συμβουλίου, το οποίο όμως αντιπρότεινε δημόσιο διάλογο, τον οποίο δεν επιθυμούσε με τίποτε η κυβέρνηση. Ο δρόμος προς τη βίαιη καταστολή είχε ανοίξει. Αυτός ο ρόλος ανατέθηκε στο στρατό, που στις 18 Σεπτέμβρη κατέλαβε την UNAM. Πιο δύσκολη αποδείχτηκε η παραβίαση του ασύλου στο Πολυτεχνείο το βράδυ της 23ης Σεπτέμβρη. Οι φοιτητές αντιστάθηκαν με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να ανοίξουν πυρ και να σκοτώσουν τρία άτομα επί τόπου, ενώ δώδεκα τραυματίστηκαν και πολλοί συνελήφθηκαν. Ολόκληρη η πόλη θύμιζε εμπόλεμη ζώνη, ενώ οι στρατός επιτέθηκε και σε άλλα πανεπιστήμια υπό κατάληψη. Αστυνομικοί με πολιτικά πυροβολούσαν με αυτόματα όπλα από διερχόμενα οχήματα πάνω σε απεργούς, ενώ η πολιτική αστυνομία κινήθηκε εναντίον των ηγετών του Εθνικού Απεργιακού Συμβουλίου.
Παρά την εμμονή του ΕΑΣ σε ανοιχτή συζήτηση με την κυβέρνηση, εκπρόσωποι φοιτητικών οργανώσεων δέχτηκαν τελικά στις 2 Οκτώβρη 1968 να συναντήσουν μυστικά εκπροσώπους της. Η διαπραγμάτευση απέβη άκαρπη και το ίδιο απόγευμα διοργανώθηκε διαδήλωση στην πλατεία των Τριών Πολιτισμών στη συνοικία Τλατελόλκο, η τρίτη μέσα σε ένα μήνα. Χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν στο σημείο, όπου στις 17.30 ξεκίνησε ομιλία. Μισή ώρα αργότερα άρχισαν να πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Φοβισμένοι οι διαδηλωτές άρχισαν να σκορπίζουν, πέφτοντας όμως πάνω στο στρατό, ο οποίος πυροβολούσε στον αέρα, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και στο ψαχνό, αφήνοντας έναν αρχικά αδιευκρίνιστο αριθμό νεκρών και τραυματιών στο σημείο.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ξεκίνησαν δέκα μέρες αργότερα χωρίς άλλες διαμαρτυρίες, την ώρα που οι φυλακές γέμιζαν με διαδηλωτές. Πάνω από 200 μέλη του φοιτητικού κινήματος έμειναν για δυο χρόνια και παραπάνω στις φυλακές χωρίς να καταδικαστούν ποτέ για κάτι. Τα ΜΜΕ της χώρας διέδιδαν για μέρες μετά το μακελειό πως οι φοιτητές ήταν οπλισμένοι και είχαν οι ίδιοι προκαλέσει τους πυροβολισμούς. Μέχρι σήμερα είναι άγνωστο υπό ποιες ακριβώς συνθήκες δόθηκε η εντολή ν’ανοίξει πυρ κατά των φοιτητών. Ο στρατηγός Γκαρσία Μπαραγκάν, του οποίου γραπτά δημοσιεύτηκαν το 1999 από το δημοσιογράφο Χούλιο Σέρερ, ισχυρίζεται πως ο πρόεδρος έδωσε δυο διαφορετικές εντολές στον ίδιο και την προεδρική φρουρά. Σύμφωνα με εκείνον δική του εντολή ήταν να συλλάβει απλώς τους φοιτητές, ενώ η προεδρική φρουρά είχε εντολή να πυροβολήσει.
Η ίδια η μεξικανική κυβέρνηση τήρησε σιγή ιχθύος για το ζήτημα ως και το 1977, όταν για πρώτη φορά ο Γκουστάβο Ντίαζ Ορντάζ παραδέχτηκε σε συνέντευξη τύπου πως είχαν σκοτωθεί 30 ως 40 άτομα, ανάμεσά τους “στρατιώτες, ταραχοποιοί και περίεργοι”. Αργότερα δημοσιεύτηκαν αναφορές της αστυνομίας που κάνουν λόγο για 26 νεκρούς, 100 τραυματίες και πάνω από 1000 συλληφθέντες. Στο μνημείο που αφιερώθηκε στην πλατεία των Τριών Πολιτισμών το 1993 αναφέρονται ονομαστικά 20 θύματα, αλλά ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος.
Μετά από 30 χρόνια, όταν το κυβερνών κόμα PRI έχασε την απόλυτη πλειοψηφία συγκροτήθηκε για πρώτη φορά εξεταστική επιτροπή για το ζήτημα. Η έρευνα ωστόσο δεν κατέληξε πουθενά, και η δίωξη κατά των κατηγορούμενων αξιωματούχων ανεστάλη από την κρατική εισαγγελία το 2007. Το 2011 η μέρα της σφαγής ανακηρύχθηκε “μέρα εθνικού πένθους στο Μεξικό”, ενώ κάθε χρόνο λαμβάνει χώρα διαδήλωση με σύνθημα “Η 2η Οκτώβρη δε θα ξεχαστεί”. Στη διάρκεια μάλιστα μιας από αυτές τις διαδηλώσεις το 2014, φοιτητές του Παιδαγωγικού τμήματος από την πόλη Αγιοτζινάπα έκαναν πειρατεία σε λεωφορείο για να φτάσουν στην πρωτεύουσα και να συμμετέχουν. 43 εξ αυτών συνελήφθησαν κι έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Μετά την άνοδο της κεντροαριστερής κυβέρνησης του Μορένα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ελπίζουν σε απόδοση ευθυνών σε όσους ενόχους βρίσκονται ακόμα στη ζωή. Προς το παρόν έγινε γνωστό πως η Εκτελεστική Επιτροπή Περίθαλψης των θυμάτων επιδότησε τις δραστηριότητες ενόψει της μέρας μνήμης για τα 50 χρόνια της σφαγής με έξι εκατομμύρια πέσος, δηλαδή περίπου 270.000 ευρώ. Εκείνο όμως που χρειάζεται επειγόντως το Μεξικό ωστόσο είναι, πέρα από τέτοιες ενέργειες, να μπει τέλος στην ατιμωρησία.
Με πληροφορίες από jungewelt.de
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου