Ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στη
Βραζιλία, μετά την επικράτηση του ακροδεξιού Ζαΐρ Μπολσονάρο στον α’
γύρο την Κυριακή, βέβαιο είναι πως η απήχηση των ιδεών του αγκαλιάζει
ευρύτατα τμήματα της βραζιλιάνικης κοινωνίας, που μαστίζεται από
φτώχεια, εγκληματικότητα και διαφθορά εδώ και δεκαετίες, με την
κατάσταση να επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο.
Ένα από τα στοιχεία της προεκλογικής εκστρατείας που συγκέντρωσε ιδιαίτερα τα φώτα της δημοσιότητας ήταν η υποστήριξη που έλαβε ο Μπολσονάρο από μεγάλα αστέρια του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, με πρώτο και καλύτερο το Ροναλντίνιο, που ήδη από τις αρχές του χρόνου είχε εκφράσει τη στήριξή του στον ακροδεξιό υποψήφιο, αλλά και τους Ριβάλντο, Εντμούντο, Φελίπε Μέλο, Καφού και άλλους. Ιδιαίτερα αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως οι περισσότεροι εξ αυτών είναι έγχρωμοι, τη στιγμή που ο Μπολσονάρο έχει μέσα στα χρόνια της πολιτικής του δραστηριότητας συνεχόμενες φορές αναφερθεί ρατσιστικά και απαξιωτικά στους μαύρους της χώρας, που μαζί με τους μιγάδες αποτελούν πάνω από το μισό του βραζιλιάνικου πληθυσμού.
Ειδικότερα για το Ροναλντίνιο, πέρα από την καταγωγή του από φαβέλα του Πόρτο Αλέγκρε, ισχύει ότι και ο ίδιος προσωπικά έχει πέσει θύμα ρατσιστικής επίθεσης, όταν τοπικός πολιτικός τον είχε χαρακτηρίσει “μαϊμού”, μετά την υπογραφή συμβολαίου με την μεξικανική ομάδα Κερέταρο. Επίσης, δεν είχε διστάσει να εκφράσει την αλληλεγγύη του στον τότε συμπαίκτη του από το Καμερούν Σάμουελ Έτο στη Μπαρτσελόνα, όταν ο τελευταίος έγινε στόχος ρατσιστικών συνθημάτων από οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, απειλώντας να αποχωρήσει από το γήπεδο αν δε σταματούσαν.
Είναι επίσης γεγονός πως το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είχε μέχρι σχετικά πρόσφατα μια “προοδευτική” ιστορία. Δύο από τις σημαντικότερες ομάδες της χώρας, η Παλμέιρας και η Κορίνθιανς, προερχόμενες από εργατογειτονιές και γεμάτες μετανάστες στην ίδρυσή τους, άφησαν ιστορία όταν το 1945 διοργάνωσαντο λεγόμενο “κόκκινο ματς” για την οικονομική ενίσχυση του ΚΚ Βραζιλίας, σε ένα στάδιο όπου κυριαρχούσε το σφυροδρέπανο.
Η Κορίνθιανς εξάλλου συνδέθηκαν αργότερα, τη δεκαετία του ’80, με τη λεγόμενη “Κορινθιανή δημοκρατία” του θρυλικού μέσου Σόκρατες. Στο αμεσοδημοκρατικό αυτό πείραμα, το σύνολο των αποφάσεων λαμβάνονταν με καθολική ψηφοφορία και συμμετοχή όλης της ομάδας, ενώ η ομάδα εκείνη δε δίστασε να τα βάλει και με τη δικτατορία της περιόδου, φορώντας μπλουζάκια με αναποδογυρισμένα νούμερα ή συνθήματα υπέρ της δημοκρατίας και των ελεύθερων εκλογών.
Ακόμα νωρίτερα, σε μια εποχή που η στρατιωτική χούντα βρισκόταν στα “μολυβένια χρόνια” της (1968-1974) ο παίκτης της Μποταφόγκο Αφοζίνιο άφησε εποχή με το θαρραλέο του αγώνα για τα δικαιώματα των συμπαικτών του κατά του αυταρχικού διοικητικού καθεστώτος, το οποίο αντιμετώπιζε τους παίκτες ως ιδιοκτησία του συλλόγου μέσω “αδειών παίκτη”. Το 1970, όταν ο Αφοζίνιο ζήτησε τα δεδουλευμένα του για λογαριασμό και των συμπαικτών του, “εξορίστηκε” ως δανεικός στο μικρό κλαμ της Ολάρια, διάστημα κατά το οποίο ολοκλήρωσε τις ιατρικές του σπουδές.
Επέστρεψε στην Μποταφόγκο με μακριά μαλλιά και μούσια κάτι που σήμανε τον αποκλεισμό του από το ρόστερ της ομάδας, λόγω της “κομμουνιστικής” του εμφάνισης. Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω, πήγε στα δικαστήρια και κέρδισε τον έλεγχο πάνω στο συμβόλαιό του. Έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, φλέρταρε με την ιδέα να μπει στο ένοπλο αντάρτικο μετά τη δολοφονία του 18χρονου φοιτητή Έντσον Λουίς Σόουτου από τη στρατιωτική αστυνομία του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1968.
Πολύ γνωστή είναι και η περίπτωση του Ζουάου Σαλντάνια προπονητή της Εθνικής Βραζιλίας που κατέκτησε το μουντιάλ του 1970, με ονόματα θρύλους όπως ο Ζαϊρζίνιο, Τοστάο, Πελέ (που εκείνα τα χρόνια ερευνούνταν από τις υπηρεσίες για τυχόν φιλοαριστερές συμπάθειες, αν και μετέπειτα έγινε γνωστός κυρίως για τις συντηρητικές απόψεις του) και Ριβελίνο. Ο Σαλντάνια, μέλος του ΚΚ της χώρας, ανέλαβε την ομάδα μετά την αποτυχία πρόκρισής της πέραν των ομίλων του μουντιάλ το 1966, οδηγώντας σε πρόκριση – όνειρο στην επόμενη διοργάνωση, σημειώνοντας 23 γκολ και με μόνο 2 τέρματα παθητικό. Ως προπονητής της Σελεσάο, ο Σαλντάνια προσπάθησε να περιορίσει τον έλεγχο της δικτατορίας στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας, κάτι που τελικά είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθεί τις παραμονές του Μουντιάλ του 1970, για την επιτυχημένη έκβαση του οποίου είχε θέσει τα θεμέλια.
Πέρα από την περίπτωση Πελέ, ενδεικτική της σταδιακής στροφής σημαντικών εκπροσώπων του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία σε συντηρητικότερες θέσεις, είναι εκείνη του επιθετικού Ρομάριο, που πολιτεύεται εδώ και χρόνια ως γερουσιαστής με δυνάμεις της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας αρχικά και του κέντρου στη συνέχεια. Στις προεδρικές εκλογές του 2014, σούπερσταρ του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου όπως ο Νεϋμάρ και ο Ρονάλντο στήριξαν τον “κεντρώο” Αέσιο Νέβες, που στήριζε ένα σκληρό νεοφιλεύθερο οικονομικό πρόγραμμα.
Όπως φαίνεται, η πλάστιγγα γέρνει ολοένα και πιο δεξιά, κι αυτό δεν μπορεί να είναι άσχετο με τη μετατροπή του ποδοσφαίρου σε μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων, με ολοένα και πιο δυσθεώρητες αμοιβές για τα μεγάλα αστέρια της. Προφανώς αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές είναι συντηρητικοί ή και φασίστες. Χαρακτηριστική είναι η φωνή διαμαρτυρίας που ύψωσε ο λευκός πρώην παίκτης της Λυών Ζουνίνιο Περναμπουκάνο έναντι των συμπαικτών του: “Στενοχωριέμαι όταν βλέπω έναν δεξιό παίκτη ή πρώην παίκτη. Προερχόμαστε απ’τα χαμηλά, είμαστε λαός. Πώς τασσόμαστε με εκείνη την πλευρά; Πώς γίνεται να στηρίζεις Μπολσονάρο αδελφέ;” Ο Ζουνίνιο εδώ και καιρό εκφράζει την ανησυχία του για την άνοδο της ακροδεξιάς στη Βραζιλία, και δε δίστασε να έρθει σε δημόσια αντιπαράθεση με έναν από τους γιους του Μπολσονάρο, κατηγορώντας τον για προκατάληψη και έλλειψη σεβασμού στην ισότητα.
Αν μη τι άλλο όμως, αποδεικνύεται πως ο φασισμός δε σταματά μπρος σε χρώματα ή εθνοτική καταγωγή. Επιπλέον, σε μια χώρα της οποίας η κοινωνία προσιδιάζει πολύ πιστά στην εικόνα που οι απέξω γνωρίζουμε μέσα από ταινίες όπως “Η πόλη του Θεού”, τα κηρύγματα περί πάταξης της διαφθοράς και της εγκληματικότητας βρίσκουν ευήκοα ώτα σε ανθρώπους που έζησαν εξ απαλών ονύχων στο πετσί τους τις συνέπειες αυτής της κατάστασης. Πολλώ δε μάλλον τώρα που, έχοντας πια αλλάξει κοινωνική τάξη, μπορεί να αισθάνονται και πάλι υποψήφια θύματα βίας, για διαφορετικό λόγο απ’ό,τι στα παιδικά τους χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, επιλέγουν να ταυτιστούν με την κυρίαρχη πολιτική επιλογή των ανθρώπων της τάξης τους, επιβεβαιώνοντας μονότονα το θείο Μαρξ και την χιλιοειπωμένη, μα πάντα επίκαιρη ρήση του πως το “κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση”.
Ένα από τα στοιχεία της προεκλογικής εκστρατείας που συγκέντρωσε ιδιαίτερα τα φώτα της δημοσιότητας ήταν η υποστήριξη που έλαβε ο Μπολσονάρο από μεγάλα αστέρια του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, με πρώτο και καλύτερο το Ροναλντίνιο, που ήδη από τις αρχές του χρόνου είχε εκφράσει τη στήριξή του στον ακροδεξιό υποψήφιο, αλλά και τους Ριβάλντο, Εντμούντο, Φελίπε Μέλο, Καφού και άλλους. Ιδιαίτερα αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως οι περισσότεροι εξ αυτών είναι έγχρωμοι, τη στιγμή που ο Μπολσονάρο έχει μέσα στα χρόνια της πολιτικής του δραστηριότητας συνεχόμενες φορές αναφερθεί ρατσιστικά και απαξιωτικά στους μαύρους της χώρας, που μαζί με τους μιγάδες αποτελούν πάνω από το μισό του βραζιλιάνικου πληθυσμού.
Ειδικότερα για το Ροναλντίνιο, πέρα από την καταγωγή του από φαβέλα του Πόρτο Αλέγκρε, ισχύει ότι και ο ίδιος προσωπικά έχει πέσει θύμα ρατσιστικής επίθεσης, όταν τοπικός πολιτικός τον είχε χαρακτηρίσει “μαϊμού”, μετά την υπογραφή συμβολαίου με την μεξικανική ομάδα Κερέταρο. Επίσης, δεν είχε διστάσει να εκφράσει την αλληλεγγύη του στον τότε συμπαίκτη του από το Καμερούν Σάμουελ Έτο στη Μπαρτσελόνα, όταν ο τελευταίος έγινε στόχος ρατσιστικών συνθημάτων από οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, απειλώντας να αποχωρήσει από το γήπεδο αν δε σταματούσαν.
Είναι επίσης γεγονός πως το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είχε μέχρι σχετικά πρόσφατα μια “προοδευτική” ιστορία. Δύο από τις σημαντικότερες ομάδες της χώρας, η Παλμέιρας και η Κορίνθιανς, προερχόμενες από εργατογειτονιές και γεμάτες μετανάστες στην ίδρυσή τους, άφησαν ιστορία όταν το 1945 διοργάνωσαντο λεγόμενο “κόκκινο ματς” για την οικονομική ενίσχυση του ΚΚ Βραζιλίας, σε ένα στάδιο όπου κυριαρχούσε το σφυροδρέπανο.
Η Κορίνθιανς εξάλλου συνδέθηκαν αργότερα, τη δεκαετία του ’80, με τη λεγόμενη “Κορινθιανή δημοκρατία” του θρυλικού μέσου Σόκρατες. Στο αμεσοδημοκρατικό αυτό πείραμα, το σύνολο των αποφάσεων λαμβάνονταν με καθολική ψηφοφορία και συμμετοχή όλης της ομάδας, ενώ η ομάδα εκείνη δε δίστασε να τα βάλει και με τη δικτατορία της περιόδου, φορώντας μπλουζάκια με αναποδογυρισμένα νούμερα ή συνθήματα υπέρ της δημοκρατίας και των ελεύθερων εκλογών.
Ακόμα νωρίτερα, σε μια εποχή που η στρατιωτική χούντα βρισκόταν στα “μολυβένια χρόνια” της (1968-1974) ο παίκτης της Μποταφόγκο Αφοζίνιο άφησε εποχή με το θαρραλέο του αγώνα για τα δικαιώματα των συμπαικτών του κατά του αυταρχικού διοικητικού καθεστώτος, το οποίο αντιμετώπιζε τους παίκτες ως ιδιοκτησία του συλλόγου μέσω “αδειών παίκτη”. Το 1970, όταν ο Αφοζίνιο ζήτησε τα δεδουλευμένα του για λογαριασμό και των συμπαικτών του, “εξορίστηκε” ως δανεικός στο μικρό κλαμ της Ολάρια, διάστημα κατά το οποίο ολοκλήρωσε τις ιατρικές του σπουδές.
Επέστρεψε στην Μποταφόγκο με μακριά μαλλιά και μούσια κάτι που σήμανε τον αποκλεισμό του από το ρόστερ της ομάδας, λόγω της “κομμουνιστικής” του εμφάνισης. Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω, πήγε στα δικαστήρια και κέρδισε τον έλεγχο πάνω στο συμβόλαιό του. Έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, φλέρταρε με την ιδέα να μπει στο ένοπλο αντάρτικο μετά τη δολοφονία του 18χρονου φοιτητή Έντσον Λουίς Σόουτου από τη στρατιωτική αστυνομία του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1968.
Πολύ γνωστή είναι και η περίπτωση του Ζουάου Σαλντάνια προπονητή της Εθνικής Βραζιλίας που κατέκτησε το μουντιάλ του 1970, με ονόματα θρύλους όπως ο Ζαϊρζίνιο, Τοστάο, Πελέ (που εκείνα τα χρόνια ερευνούνταν από τις υπηρεσίες για τυχόν φιλοαριστερές συμπάθειες, αν και μετέπειτα έγινε γνωστός κυρίως για τις συντηρητικές απόψεις του) και Ριβελίνο. Ο Σαλντάνια, μέλος του ΚΚ της χώρας, ανέλαβε την ομάδα μετά την αποτυχία πρόκρισής της πέραν των ομίλων του μουντιάλ το 1966, οδηγώντας σε πρόκριση – όνειρο στην επόμενη διοργάνωση, σημειώνοντας 23 γκολ και με μόνο 2 τέρματα παθητικό. Ως προπονητής της Σελεσάο, ο Σαλντάνια προσπάθησε να περιορίσει τον έλεγχο της δικτατορίας στην Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας, κάτι που τελικά είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθεί τις παραμονές του Μουντιάλ του 1970, για την επιτυχημένη έκβαση του οποίου είχε θέσει τα θεμέλια.
Πέρα από την περίπτωση Πελέ, ενδεικτική της σταδιακής στροφής σημαντικών εκπροσώπων του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία σε συντηρητικότερες θέσεις, είναι εκείνη του επιθετικού Ρομάριο, που πολιτεύεται εδώ και χρόνια ως γερουσιαστής με δυνάμεις της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας αρχικά και του κέντρου στη συνέχεια. Στις προεδρικές εκλογές του 2014, σούπερσταρ του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου όπως ο Νεϋμάρ και ο Ρονάλντο στήριξαν τον “κεντρώο” Αέσιο Νέβες, που στήριζε ένα σκληρό νεοφιλεύθερο οικονομικό πρόγραμμα.
Όπως φαίνεται, η πλάστιγγα γέρνει ολοένα και πιο δεξιά, κι αυτό δεν μπορεί να είναι άσχετο με τη μετατροπή του ποδοσφαίρου σε μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων, με ολοένα και πιο δυσθεώρητες αμοιβές για τα μεγάλα αστέρια της. Προφανώς αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές είναι συντηρητικοί ή και φασίστες. Χαρακτηριστική είναι η φωνή διαμαρτυρίας που ύψωσε ο λευκός πρώην παίκτης της Λυών Ζουνίνιο Περναμπουκάνο έναντι των συμπαικτών του: “Στενοχωριέμαι όταν βλέπω έναν δεξιό παίκτη ή πρώην παίκτη. Προερχόμαστε απ’τα χαμηλά, είμαστε λαός. Πώς τασσόμαστε με εκείνη την πλευρά; Πώς γίνεται να στηρίζεις Μπολσονάρο αδελφέ;” Ο Ζουνίνιο εδώ και καιρό εκφράζει την ανησυχία του για την άνοδο της ακροδεξιάς στη Βραζιλία, και δε δίστασε να έρθει σε δημόσια αντιπαράθεση με έναν από τους γιους του Μπολσονάρο, κατηγορώντας τον για προκατάληψη και έλλειψη σεβασμού στην ισότητα.
Αν μη τι άλλο όμως, αποδεικνύεται πως ο φασισμός δε σταματά μπρος σε χρώματα ή εθνοτική καταγωγή. Επιπλέον, σε μια χώρα της οποίας η κοινωνία προσιδιάζει πολύ πιστά στην εικόνα που οι απέξω γνωρίζουμε μέσα από ταινίες όπως “Η πόλη του Θεού”, τα κηρύγματα περί πάταξης της διαφθοράς και της εγκληματικότητας βρίσκουν ευήκοα ώτα σε ανθρώπους που έζησαν εξ απαλών ονύχων στο πετσί τους τις συνέπειες αυτής της κατάστασης. Πολλώ δε μάλλον τώρα που, έχοντας πια αλλάξει κοινωνική τάξη, μπορεί να αισθάνονται και πάλι υποψήφια θύματα βίας, για διαφορετικό λόγο απ’ό,τι στα παιδικά τους χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, επιλέγουν να ταυτιστούν με την κυρίαρχη πολιτική επιλογή των ανθρώπων της τάξης τους, επιβεβαιώνοντας μονότονα το θείο Μαρξ και την χιλιοειπωμένη, μα πάντα επίκαιρη ρήση του πως το “κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου