Οι αυτοαποκαλούμενες «αντικαπιταλιστικές»-«αριστερές» δυνάμεις που
απορρίπτουν συλλήβδην το σοβιετικό καθεστώς, που αρνούνται τα τεράστια
κοινωνικά επιτεύγματά του –συνυφασμένα με τις νέες μορφές ιδιοκτησίας
και σχέσεις παραγωγής που εγκαθιδρύθηκαν– τον κρίσιμο ρόλο του στους
μεγάλους απελευθερωτικούς αγώνες (αντι-φασιστικούς, αντι-αποικιακούς,
αντι-ιμπεριαλιστικούς, αντι-καπιταλιστικούς) των εργαζομένων ανά τον
κόσμο, που δεν αναγνωρίζουν καμία βάση υπεράσπισής του (με όποια
στοιχεία αναγκαίας –αυστηρής, σφοδρής– κριτικής στις αντιφάσεις του,
στις παλινωδίες και υποχωρήσεις των ηγεσιών του), διαστρεβλώνουν με
άθλιο τρόπο τις βασικές ταξικές διαχωριστικές γραμμές και μέτωπα που
σημάδεψαν τον 20ο αιώνα, απαξιώνουν την τεράστια κοινωνική πρόοδο που
επιτεύχθηκε χάρη, οπωσδήποτε, και στην αποφασιστική συμβολή της ΕΣΣΔ,
και εν τέλει de facto υπηρετούν την προωθούμενη από όλο τον συρφετό των
αστικών δυνάμεων της ιμπεριαλιστικής Ε.Ε. πολιτική ταύτισης του
σοβιετικού σοσιαλισμού με το φασισμό. Πολιτική η οποία κάτω από το
κάλυμμα του ιδεολογήματος περί ολοκληρωτισμού, αποσκοπεί στην ταύτιση
της αναγκαίας (αναπόφευκτα εκτενούς στις συνθήκες του σοβιετικού
εγχειρήματος) επαναστατικής βίας για την αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας
προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας-του εργαζόμενου λαού με τη βία
του φασισμού, δια της οποίας η κοινωνική μειοψηφία-η τάξη των
εκμεταλλευτών επέβαλε την εξουσία της στους εργαζόμενους, στρατεύοντάς
τους σε ληστρικούς, κατακτητικούς πολέμους εναντίον άλλων λαών.
Η ταύτιση της βίας που άσκησε το σοβιετικό καθεστώς (στη συντριπτική
πλειονότητα των περιπτώσεων εναντίον των εκμεταλλευτικών ταξικών
δυνάμεων στο εσωτερικό και εξωτερικό, καθώς και εναντίον των ποικίλων
πολιτικών-ιδεολογικών υπηρετών τους και κοινωνικών συμμάχων τους) με τη
βία του φασισμού αποτελεί σε κάθε περίπτωση εγχείρημα απονομιμοποίησης
της επαναστατικής βίας των καταπιεσμένων εναντίον των αφεντικών τους
και, εν τέλει, των αγώνων τους για κοινωνική χειραφέτηση.
Δεδομένου μάλιστα ότι τα τυπικά χαρακτηριστικά και οι αντιφάσεις του σοβιετικού σοσιαλισμού δεν ήταν αποτέλεσμα απλώς κάποιων τυχαίων-προσωπικών επιλογών των ηγεσιών του, αλλά εξέφραζαν κατ’ ουσίαν τις αναπόφευκτες αντιφάσεις των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών κοινωνικών σχέσεων σε συνθήκες αναπόδραστης διατήρησης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, η συλλήβδην άρνηση του σοβιετικού καθεστώτος (της κοινωνικής προόδου που επέτυχε στο πλαίσιο των δεδομένων αντιφάσεών του) κλείνει το δρόμο στην κατανόηση των αντικειμενικών δυσκολιών και προβλημάτων που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού μετασχηματισμού της εργασίας, στην ανίχνευση των προϋποθέσεων και δυνατοτήτων που επιτρέπουν την υπέρβασή τους. Μια τέτοια στάση μετατρέπει τελικά τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική θεωρία σε ασκήσεις επαναστατικού βερμπαλισμού (των οποίων βρίθουν δυστυχώς τα ποικίλα τμήματα του αντικαπιταλιστικού κινήματος), που συχνά δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από ουτοπικές ονειροπολήσεις.
Δεδομένου μάλιστα ότι τα τυπικά χαρακτηριστικά και οι αντιφάσεις του σοβιετικού σοσιαλισμού δεν ήταν αποτέλεσμα απλώς κάποιων τυχαίων-προσωπικών επιλογών των ηγεσιών του, αλλά εξέφραζαν κατ’ ουσίαν τις αναπόφευκτες αντιφάσεις των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών κοινωνικών σχέσεων σε συνθήκες αναπόδραστης διατήρησης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, η συλλήβδην άρνηση του σοβιετικού καθεστώτος (της κοινωνικής προόδου που επέτυχε στο πλαίσιο των δεδομένων αντιφάσεών του) κλείνει το δρόμο στην κατανόηση των αντικειμενικών δυσκολιών και προβλημάτων που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού μετασχηματισμού της εργασίας, στην ανίχνευση των προϋποθέσεων και δυνατοτήτων που επιτρέπουν την υπέρβασή τους. Μια τέτοια στάση μετατρέπει τελικά τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική θεωρία σε ασκήσεις επαναστατικού βερμπαλισμού (των οποίων βρίθουν δυστυχώς τα ποικίλα τμήματα του αντικαπιταλιστικού κινήματος), που συχνά δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από ουτοπικές ονειροπολήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου