15 Νοε 2018

Γεώργιος Τσολάκογλου- Ο πρώτος δοσίλογος πρωθυπουργός και οι απόπειρες ξεπλύματος της δράσης του

Συμπληρώνονται σήμερα 70 χρόνια από το θάνατο του Γεωργίου Τσολάκογλου, το πρώτου κατά σειρά πρωθυπουργού κυβέρνηση κουίσλιγκ στην κατοχική Ελλάδα (θα ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις Λογοθετόπουλου και Ράλλη). Παρότι ακόμα και το μεταδεκεμβριανό κράτος, γενικά επιεικές με τους δοσιλόγους, αναγκάστηκε να επιβάλει αυστηρές ποινές στον Τσολάκογλου, έστω μετατρέποντας τη θανατική καταδίκη άμεσα σε ισόβια δεσμά. κατά καιρούς, αλλά με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια γίνεται από διάφορες πλευρές μια προσπάθεια μερικής τουλάχιστον αποκατάστασης, αν όχι της ίδιας της πρωθυπουργίας του, τουλάχιστον των κινήτρων που οδήγησαν στην ανάληψή της εκ μέρους του.
Εμφανίζεται λοιπόν εμμέσως πλην σαφώς συνήθως, αλλά και πιο φανερά ενίοτε ως μια επιλογή αν όχι “πατριωτική”, τουλάχιστον “αναγκαστική” στα πλαίσια του “μικρότερου κακού”. Έχει λοιπόν κάποια αξία να θυμηθεί κανείς αναλυτικότερα το βίο και την πορεία του στρατηγού Τσολάκογλου, για να κατανοήσει αυτό που κι ο ίδιος εξάλλου στα απομνημονεύματά του παραδεχόταν ανοιχτά, δηλαδή πως ήταν “υπερήφανος” για την πράξη του, και συνειδητά αποδέχτηκε να γίνει όργανο της γερμανικής πολιτικής. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς εξάλλου, ότι παρά την ηγεμονική θέση της Βρετανίας στην Ελλάδα, ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα της αστικής τάξης είχε γερμανόφιλες τάσεις ήδη από το μεσοπόλεμο, ιδιαίτερα την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, όταν οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών άγγιξαν το απόγειο στην ως τότε ιστορία τους.
Ο Τσολάκογλου (ή Τσολάκογλους, επί το ορθότερον) γεννήθηκε τον Απρίλη του 1886 στη Ρεντίνα Καρδίτσας και καταγόταν από παλιά αγραφιώτικη οικογένεια προκρίτων.
Κατατάχθηκε στο στρατό το 1906, αποφοιτώντας το 1912 από τη Σχολή Υπαξιωματικών ως ανθυπολοχαγός πεζικού. Πολέμησε σε όλες τις αναμετρήσεις της εποχής, τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο μέτωπο του Στρυμόνα, την ιμπεριαλιστική εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919 και στη Μικρασιατική Εκστρατεία μέχρι και την κατάρρευση του μετώπου το 1922. Συνέχισε την ανοδική του πορεία στο στράτευμα, φτάνοντας στο βαθμό του υποστράτηγου το 1934. Η στενή του σύνδεση με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου τον οδήγησε σε ακόμα υψηλότερα αξιώματα, καθώς το 1938 διορίστηκε γενικός διοικητής Κρήτης και ένα χρόνο μετά διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, ενώ λίγο πριν τον πόλεμο του ’40 προήχθη σε αντιστράτηγο. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο η παρουσία του χαρακτηρίζεται θετικά από στρατιωτικής πλευράς, αλλά μετά την γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας στις 6 Απρίλη 1941, ο Τσολάκογλου επέλεξε να αγνοήσει τις εντολές του αρχηγού του ΓΕΣ, Αλεξάνδρου Παπάγου ( ο οποίος πρέπει να τονιστεί ωστόσο πως δεν ήταν γενικά κατά της συνθηκολόγησης, αλλά είχε διατάξει να μη γίνει τουλάχιστον μέχρι και την αναχώρηση του τελευταίου Βρετανού στρατιώτη από την Ελλάδα) και σε συνεργασία με άλλους ανώτερους αξιωματικούς και το μητροπολίτη Ιωαννίνων, παραμέρισε παράνομα το διοικητή της στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία.
O Τσολάκογλου υπέγραψε αρχικά ανακωχή με τους Γερμανούς στις 20 Απρίλη, ενώ την επόμενη μέρα υπέγραψε τη συνθηκολόγηση στη Λάρισα και δυο μέρες μετά στη Θεσσαλονίκη ξεχωριστή συνθηκολόγηση με τους Ιταλούς, κατόπιν απαίτησής τους. Ανέλαβε την πρωθυπουργία στις 30 Απρίλη, με την ορκωμοσία να τελείται από έναν απλό ιερέα, λόγω της αντίδρασης του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου. Ο ίδιος ο Τσολάκογλου προέβαλε τις ελλείψεις του στρατού και την επιθυμία του να αποτρέψει την αιχμαλωσία των Ελλήνων στρατιωτών ως πρόσχημα για τις πράξεις του.

Με άρθρα και διαγγέλματά του προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να ενισχύσει προπαγανδιστικά την εικόνα του, χρησιμοποιώντας την φυγή των αστικών πολιτικών δυνάμεων (βασιλιά Γεωργίου Β’ και πρωθυπουργού Τσουδερού) για να νομιμοποιήσει τη συνεργασία με τον κατακτητή. Τους κατηγόρησε για την κατάρρευση του μετώπου καθώς και για την είσοδο στον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Αρχικά προσπάθησε να διαχωρίσει τον πόλεμο κατά της Ιταλίας ως δίκαιο, αργότερα όμως, μπρος στην ατιμωτική κατάληψη εδαφών από τους πρώην ηττημένους Ιταλούς φασίστες από τις 11 Ιουνίου του 1941 κι εξής, χαρακτηρίζει συλλήβδην λάθος τον πόλεμο κατά των δυνάμεων του Άξονα. Την ευθύνη βέβαια δεν την έφεραν εκείνες, αλλά η Βρετανία και οι συνεργάτες της στην Ελλάδα.
Ο Τσολάκογλου όμως δεν παρουσίαζε απλά ως λύση ανάγκης τη συνεργασία με τους ναζί, αλλά τους προέβαλε πρακτικά ως σωτήρες του έθνους, ασπαζόμενος και τα ιδανικά τους. Με αφορμή την απελευθέρωση των Ελλήνων αιχμαλώτων στις 6 Μάη, υπενθύμισε στους στρατιώτες που αφέθηκαν ελεύθερη πως έπρεπε να συμμορφώνονται προς τις συστάσεις της κυβέρνησης και να ενστερνιστούς τις αρχές του εθνικοσοσιαλισμού, “της νέας αυτής πολιτικής θρησκείας”. Όφειλαν επίσης να ευγνωμονούν το Φύρερ και το στρατό του που είχαν έρθει ως φίλοι, με μόνο στόχο την εκδίωξη των Άγγλων από την Ελλάδα. Από νωρίς διαφάνηκε κι η αντικομμουνιστική στόχευση της κυβέρνησης Τσολάκογλου, καθώς σε συνέντευξή του σε γερμανικό κίνδυνο σχετικά με τις επιχειρήσεις στο ανατολικό μέτωπο τόνιζε τη σημασία της εξάλειψης του κομμουνισμού. Όλα αυτά μάλιστα σε μια εποχή πριν ο αντικομμουνισμός γίνει κι επίσημα το δόγμα των κατοχικών κυβερνήσεων, με αποκορύφωμα την τρίτη και τελευταία πρωθυπουργία, εκείνη του Ιωάννη Ράλλη, ιδρυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο Τσολάκογλου επιτέθηκε με σφοδρότητα τόσο στον κρητικό λαό που αντιστάθηκε στον εισβολέα κατά τη μάχη της Κρήτης το Μάη του 1941, όσο και στους Αθηναίους που αποχαιρέτισαν με θέρμη τις φάλαγγες των Βρετανών αιχμαλώτων, καλώντας τον ελληνικό λαό “να προσγειωθεί εις την σκληράν πραγματικότηταν” και να στρέψει όλη του την ευγνωμοσύνη στις γερμανικές κατοχικές αρχές.
Ανίκανος να αντιμετωπίσει την επισιτιστική κρίση του χειμώνα ’41-’42, με τους χιλιάδες νεκρούς κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, ο Τσολάκογλου κήρυξε μια δημοκοπική εκστρατεία κατά των μαυραγοριτών, συστήνοντας αγορανομικό δικαστήριο και προβαίνοντας σε φυλακίσεις ή εκτελέσεις ορισμένων επιφανών μαυραγοριτών, χωρίς φυσικά να δίνει έστω κι ακροθιγώς λύση στο πρόβλημα. Παρότι αρχικά προσπάθησε να διατηρήσει τις γέφυρές του με τον αγροτικό πληθυσμό, αργότερα του επιτέθηκε με σφοδρότητα για την άρνησή του να συνεργαστεί με τις κατοχικές αρχές, παραδίδοντας το μέρος της σοδειάς που προβλεπόταν. Κάπως πιο εφεκτική ήταν η στάση του έναντι των απέργων δημοσίων υπαλλήλων, που από πολύ νωρίς, άρχισαν να προβαίνουν σε κινητοποιήσεις με κύριο αίτημα τις μισθολογικές αξίες. Αν κι αρχικά τους εξομοίωσε με τους μαυραγορίτες, αργότερα μετρίασε τις αιχμές του, αποδίδοντας τις απεργίες σε μερικούς “άφρονες” υπαλλήλους που παρέσυραν τους υπόλοιπους κι εκφράζοντας την κατανόησή του για τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπιζαν. Οι δημόσιοι υπάλληλη βέβαια δε θα κατευνάζονταν τόσο εύκολα, και θα συνέχιζαν ως κλάδος να πρωτοστατούν δυναμικά σε κινητοποιήσεις καθ’όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Η αδυναμία του Τσολάκογλου να ελέγξει την κατάσταση, περιλαμβανομένης της σταδιακής ανόδου του εαμικού κινήματος Αντίστασης, οδήγησε τους Γερμανούς στην απόφαση αντικατάστασής του από τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, στις 2 Δεκέμβρη 1942, ο οποίος επίσης δε θα μακροημέρευε στο αξίωμα του πρωθυπουργού.  Μετά την Απελευθέρωση τον Οκτώβρη του 1944 ο Τσολάκογλου συνελήφθη και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Από τις 21 Φλεβάρη 1945 ως τις 21 Μάη του 1945 διεξήχθη η πρώτη δίκη των δοσιλόγων, όπου και καταδικάστηκε σε θάνατο για “συνθηκολόγηση σε ανοιχτό τόπο”, “διευκόλυνση έργου ξένης κατοχής” και “προπαγάνδα”. Μετά από προσφυγή του, τον Αύγουστο του 1945 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. με το ελαφρυντικό της “στρατιωτικής προσφοράς προς το έθνος”. Ήταν ένα δείγμα ότι το αστικό κράτος είχε σαφώς διαφορετικές προτεραιότητες, που αφορούσαν περισσότερα τους πολέμιους παρά τους συνεργάτες των κατακτητών, αν και όπως είπαμε άλλοι δοσίλογοι είχαν πολύ καλύτερη τύχη από τον Τσολάκογλου. Πέθανε όντας κρατούμενος στο ΝΙΜΤΣ, σαν σήμερα στις 22 Μάη 1948, από λευχαιμία που τον είχε προσβάλει στην αρχή της κατοχής. Το 1959 κυκλοφόρησαν τα “Απομνημονεύματα” του Τσολάκογλου, στα οποία σημείωνε αμετανόητος τα εξής:
 “Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος : Ή ν’ αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν’ αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… “Τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ