18 Νοε 2018

Χίλια φερετράκια…

Το 1848, έγραφαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς: «Οι αστικές φλυαρίες για την οικογένεια και τη διαπαιδαγώγηση, για τις προσφιλείς σχέσεις των γονιών με τα παιδιά, γίνονται τόσο πιο αηδιαστικές, όσο περισσότερο, εξαιτίας της μεγάλης βιομηχανίας, σπάνε όλοι οι οικογενειακοί δεσμοί για τους προλετάριους και τα παιδιά μεταβάλλονται σε απλά εμπορικά είδη και όργανα εργασίας.»[1] Μα δεν επρόκειτο μόνο για τη διάλυση της προλεταριακής οικογένειας και τη χρησιμοποίηση των παιδιών της ως εργαλείων στη βιομηχανική παραγωγή. Η λεγόμενη «βιομηχανική επανάσταση» στην καπιταλιστική Δύση, από τα μέσα του 18ου ως τα μέσα του 19ου και περισσότερο, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο στην παιδική εργασία, αλλά και στην καταστροφή της υγείας και στην ανελέητη εξόντωση της ίδιας της ζωής των παιδιών του προλεταριάτου και εν γένει των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων.
Ένα παράδειγμα της εφιαλτικής ζωής των παιδιών αυτών μας το δίνει ένα ποίημα της εποχής εκείνης, που αφορά τα παιδιά που εξαναγκάστηκαν να καθαρίζουν τις καμινάδες που υψώθηκαν κατά χιλιάδες στις στέγες των μεγάρων και των εργοστασίων της Αγγλίας και τελικά όλου του κόσμου:
«Όταν πέθανε η μαμά μου,/ ήμουνα πολύ μικρό/ και με πούλησε ο μπαμπάς μου,/ πριν αρχίσω να τσιρίζω./ Τζάκια τώρα καθαρίζω / και κοιμάμαι όπου βρω / στάχτη, σκόνη και καπνό…» Τσίριζε ο μικρός ο Δάκρης / που του κόβαν τα μαλλιά. /
«Είναι όμορφα» του είπα, / «και σγουρά, μα μη σε νοιάζει. / Κάτσε, Δάκρη, δεν πειράζει./ Στα μαλλιά δε θα ’χεις πια / στάχτη, σκόνη και καπνιά!»
Έκατσε, λοιπόν, ο Δάκρης / και του κόψαν τα μαλλιά,/ μα το βράδυ, στ᾿ όνειρό του,/ είδε χίλια φερετράκια / με κατάμαυρα καπάκια.
Είχαν όλα τους παιδιά / πεθαμένα απ᾿ την καπνιά…» [2]
Η περίπτωση του μικρού καπνοδοχοκαθαριστή Δάκρη και των φτωχών παιδιών που καταναγκασμένα να δουλεύουν σε  απάνθρωπες συνθήκες για να επιζήσουν κατέληγαν να πεθάνουν απ’ την καπνιά, απασχόλησε ως ασθένεια και ως κοινωνικό πρόβλημα τον γιατρό Πέρσιβαλ Ποτ (Percivall Pott, 1714-1788), που «οι ασθενείς του ήταν σχεδόν στο σύνολό τους καπνοδοχοκαθαριστές, τα “παιδιά των καμινάδων” όπως ήταν γνωστά — φτωχά ορφανά που μάθαιναν να καθαρίζουν καμινάδες, στις οποίες ανέβαιναν συχνά ημίγυμνα και αλειμμένα με λάδι για να γλιστρούν.» [3]
Το 1775, καθώς εξέταζε τα άρρωστα αυτά παιδιά που συνέρρεαν στην κλινική του στο Λονδίνο, ο Πέρσιβαλ Ποτ παρατήρησε μια ευρύτερη τάση: απειροελάχιστα, αόρατα σωματίδια της αιθάλης μπορούσαν να βρεθούν εγκατεστημένα επί μέρες κάτω από το δέρμα των παιδιών που έρχονταν επί ώρες σε σωματική επαφή με τη μουτζούρα και τη στάχτη. Η συνέπεια ήταν να αρρωστήσουν από ένα είδος καρκίνου που συνήθως εκδηλωνόταν με μια επιφανειακή πληγή του δέρματος, την οποία οι τεχνίτες αποκαλούσαν «κρεατοελιά της αιθάλης». Τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζονταν στη γεωργιανή Αγγλία «ως εστίες μόλυνσης —βρόμικα, φυματικά, συφιλιδικά, σημαδεμένα από την ευλογιά— και ως “τραχιά, αποκρουστική πληγή”· εύκολα λοιπόν μπορούσαν να τους καταλογιστούν κάποιες σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες, στις οποίες χορηγούνταν συνήθως τοξικά χημικά με βάση τον υδράργυρο, και κατά τα άλλα δεν απασχολούσαν απολύτως κανέναν.»[4]
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς αφελώς ότι, αφού με τις παρατηρήσεις και τα επιστημονικά συμπεράσματα του Ποτ είχε βρεθεί πια ότι η αιθάλη, η «καπνιά» που σκότωνε τα παιδιά στη ζωή και στον εφιάλτη του Δάκρη, ήταν η αιτία που προκαλούσε τον καρκίνο των παιδιών-καπνοδοχοκαθαριστών, τότε ο θάνατός τους θα μπορούσε να αποτραπεί, απλώς με τη νομική απαγόρευση απασχόλησής τους σ’ αυτή την καρκινογόνο εργασία. Κάτι τέτοιο σκέφτηκε κι ο Πέρσιβαλ Ποτ, αγνοώντας ότι τα συμφέροντα των καπιταλιστών ήταν εκείνα που μετρούσαν πάνω από τις παιδικές ζωές. Η Αγγλία της εποχής εκείνης «ήταν μια χώρα με εργοστάσια, άνθρακα και καμινάδες — κατ’ επέκταση, χώρα εκμετάλλευσης του παιδικού μόχθου»[5] από τους διάφορους εργοστασιάρχες και όχι μόνο εκμετάλλευσης μέχρι θανάτου στις καπνοδόχους των εργοστασίων. Κι ενώ θα περίμενε, ίσως, κανείς που πιστεύει στον «αστικό ευρωπαϊκό πολιτισμό» και στις «ανθρωπιστικές ιδέες»  της άρχουσας αστικής τάξης ότι θα απαγορευόταν έστω και τυπικά μια τέτοια δολοφονική εργασία για τη ζωή των παιδιών, αντιθέτως στα μέσα του επόμενου αιώνα, δηλαδή το 1851, τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα από τότε που διαπιστώθηκε επιστημονικά η αιτία του θανάτου των παιδιών των καμινάδων, «η Βρετανία διέθετε έντεκα χιλιάδες καπνοδοχοκαθαριστές περίπου ηλικίας μικρότερης  των 15 ετών», γεγονός εμβληματικό για μια οικονομία που βασιζόταν στην παιδική εργασία. «Τα ορφανά, συχνά από την ηλικία των τεσσάρων ή πέντε ετών μάθαιναν να καθαρίζουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις καπνοδόχους με ελάχιστα χρήματα.» [6] Τελικά, έπρεπε να φτάσει το 1875, για ν’ απαγορευτεί «τυπικά» η χρησιμοποίηση των νεαρών αγοριών για το θανατηφόρο καθάρισμα των καμινάδων.
Οι πρώτες νομοθετικές πράξεις στην Αγγλία για τη ρύθμιση των συνθηκών απασχόλησης στη βιομηχανία (Factory Acts) [7] αφορούσαν συγκεκριμένα τη ρύθμιση των ωρών της εργασίας των μικρών παιδιών που απασχολούνταν σε βαμβακομηχανές, αλλά ουσιαστικά δεν εκτελέστηκαν μέχρις ότου ο νόμος του 1833 καθιέρωσε μια επαγγελματική επιθεώρηση εργοστασίων. Η επιβολή των νομοθετικών πράξεων πριν από το νόμο του 1833 είχε αφεθεί στους τοπικούς δικαστές, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ότι η συμμόρφωση με αυτές τις πράξεις στο πλαίσιο της βιομηχανίας βαμβακιού ήταν πραγματικά εθελοντική. Ο αρχικός ρόλος της Εργοστασιακής Επιθεώρησης ήταν να εξασφαλίσει την τήρηση των ορίων ηλικίας και των ωρών εργασίας των παιδιών στη βιομηχανία βαμβακιού, προστατεύοντάς τα έτσι από την υπερβολική εργασία και τους τραυματισμούς.
Αυτό, όμως, που διαπιστωνόταν συνέχεια στις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας για τα εργοστάσια (factory reports) και στις αντίστοιχες εκθέσεις για τα ορυχεία (reports of mines) ήταν ακριβώς η εγκληματική αδιαφορία και η παραβίαση των ωραρίων και των οποιωνδήποτε κανόνων προστασίας της παιδικής εργασίας. Οι εργοστασιάρχες παραβίαζαν με κάθε μέσο όχι μόνο τους νομοθετικούς κανόνες που θεσπίστηκαν το 1833 αλλά και όλους όσοι εκδόθηκαν τις επόμενες δεκαετίες προς «βελτίωση» των συνθηκών εργασίας στο σύνολο των τομέων της παραγωγής. Αυτό που αποδείχτηκε στην πράξη και πιστοποιείται στις δικαστικές αποφάσεις και στις διάφορες εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας ήταν ότι η τυπική απαγόρευση και γενικότερα η οποιαδήποτε αστική νομική ρύθμιση, στο βαθμό που έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ξεχωριστών καπιταλιστών, συναντάει πάντα στην πράξη την παραβίαση του νόμου εκ μέρους τους και την καταπάτηση του οποιουδήποτε δικαιώματος. Κι ύστερα, δεν ήταν μόνο η εργασία στις καπνοδόχους που προκαλούσε τον θάνατο των παιδιών, αλλά και πλήθος άλλων εργασιών, ακόμα και εκείνες, για παράδειγμα, που είχαν ως αντικείμενο την «ευγενή» παραγωγή δαντελών, μεταξωτών υφασμάτων και πολυτελών ενδυμάτων. Κι αν σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπήρχε η «καπνιά», για να ενοχοποιηθεί ως νοσογόνος και θανατηφόρος αιτία, υπήρχαν στην πράξη οι ίδιες οι παραγωγικές σχέσεις υπερεκμετάλλευσης και οι συνθήκες εργασίας που επέβαλαν οι ιδιοκτήτες των βιομηχανιών, που επέφεραν σε πλείστες περιπτώσεις την θανάσιμη βλάβη της υγείας των παιδιών και τελικά το θάνατό τους.
«[Το 1833 οι εργοστασιάρχες επεξεργασίας μεταξιού] είχαν κλαψουρίσει απειλητικά», γράφει ο Μαρξ, «ότι “εάν τους στερηθεί η ελευθερία να καταπονούν παιδιά κάθε ηλικίας 10ώρες καθημερινά, τότε κλείνουν τα εργοστάσιά τους” («if the liberty of working children of any age for 10 hours a day was taken away, it should stop their works»). Ήταν αδύνατο γι’ αυτούς να αγοράσουν επαρκή αριθμό παιδιών άνω των 13 ετών. Εκβίασαν την παροχή του απαιτούμενου προνομίου. Η πρόφαση αποδείχτηκε σε μια κατοπινή έρευνα σκέτο ψέμα, πράγμα το οποίο, όμως, δεν τους εμπόδισε επί μία δεκαετία να κλώθουν καθημερινά μετάξι επί 10 ώρες από το αίμα μικρών παιδιών, τα οποία για να επιτελέσουν την εργασία τους έπρεπε να σταθούν πάνω σε καρέκλες. Ο νόμος του 1844 τους «έκλεβε» μεν την «ελευθερία» να απασχολούν παιδιά κάτω των 11 ετών περισσότερο από 6½ ώρες, αλλά απεναντίας τους εξασφάλιζε το προνόμιο να απασχολούν παιδιά μεταξύ 11 και 13 επί 10 ώρες την ημέρα, και ακύρωνε την απαραίτητη παρακολούθηση του σχολείου που ήταν υποχρεωτική για τα άλλα εργοστασιακά παιδιά. Αυτή τη φορά η πρόφαση ήταν ότι: “Το εύθραυστο των ινών απαιτεί μια λεπτότητα δακτύλων η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με είσοδο στο εργοστάσιο από μικρή ηλικία”.
»Για τα ευαίσθητα δάκτυλά τους τα παιδιά σφαγιάζονταν ολόκληρα, όπως τα κερασφόρα ζώα στη νότια Ρωσία σφάζονται για το δέρμα και το λίπος τους. Τέλος, το 1850 το προνόμιο που είχε παραχωρηθεί το 1844 περιορίστηκε στα τμήματα των μεταξοκλωστηρίων και του μεταξοτυλίγματος, εδώ όμως, προς υποκατάστατο της ζημίας του κεφαλαίου που είχε στερηθεί την “ελευθερία” του, ο εργάσιμος χρόνος των παιδιών μεταξύ 11 και 13 ετών αυξήθηκε από 10 σε 10½ ώρες. Πρόφαση: “Η εργασία είναι ελαφρότερη σε μεταξουργεία απ’ ό,τι σε άλλα εργοστάσια, και δεν είναι επ’ ουδενί τόσο βλαβερή για την υγεία”. Μια επίσημη ιατρική έρευνα απέδειξε αργότερα ότι, αντιστρόφως “ο μέσος όρος θνησιμότητας στις μεταξουργικές περιφέρειες είναι εξαιρετικά υψηλός, μεταξύ δε του γυναικείου τμήματος του πληθυσμού είναι υψηλότερος ακόμη και από τις βαμβακουργικές περιφέρειες του Λάνκασιαρ”. Παρά τις ανά εξάμηνο επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες των εργοστασιακών επιθεωρητών η παρεκτροπή διαρκεί ακόμη στο παρόν».[8]
Και τα χρόνια περνούσαν, οι νόμοι που «προστάτευαν» την παιδική εργασία άλλαζαν, αλλά η καταστροφή της υγείας και οι θάνατοι από τις συνθήκες εργασίας στους «ευγενείς» κλάδους παραγωγής, όπως αυτός των δαντελών, συνεχίζονταν. Σε δημοσίευμα της Daily Telegraph, Λονδίνο, 17 Ιανουαρίου 1860, αναφέρεται: «Ο κύριος Μπρόουτον, ένας ειρηνοδίκης κομητείας, ανακοίνωσε ως πρόεδρος μιας συγκέντρωσης που πραγματοποιήθηκε στο δημοτικό μέγαρο του Νότιγκχαμ στις 14 Ιανουαρίου 1860, ότι στα τμήματα του αστικού πληθυσμού που ασχολούνται με την κατασκευή δαντελών κυριαρχεί αθλιότητα και στέρηση σε βαθμό άγνωστο στον πολιτισμένο κόσμο… Στις 2, 3, 4 η ώρα το πρωί αρπάζονται από τα βρώμικα κρεβάτια τους παιδιά από 9 έως 10 ετών και αναγκάζονται να εργάζονται για την απλή επιβίωση μέχρι τις 10, 11, 12 η ώρα τη νύχτα, ενώ τα σωματικά μέλη τους φθείρονται, η μορφή τους συρρικνώνεται, τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους αμβλύνονται και η ανθρώπινη οντότητά τους απολιθώνεται τελείως με τρόπο ο οποίος προκαλεί φρίκη στο απλό αντίκρισμά τους. […] Διαδηλώνουμε ενάντια στους ιδιοκτήτες φυτειών της Βιρτζίνια και της Καρολίνας. Είναι, όμως, το πυρακτωμένο σημάδι που επιβάλλουν στους Νέγρους, με όλες τις φρικωδίες του μαστιγίου και του παζαρέματος ανθρώπινης σάρκας, πιο τερατώδες από αυτή την αργή ανθρώπινη σφαγή που πραγματοποιείται για να παράγονται πέπλα και γιακάδες προς όφελος των κεφαλαιοκρατών;» [9]
Για τους θανάτους από υπερεργασία στο κλάδο παραγωγής των πολυτελών ενδυμάτων σχετική είναι η ακόλουθη είδηση που παραθέτει ο Μαρξ: «Τις τελευταίες εβδομάδες του Ιουνίου 1863 όλα τα ημερήσια φύλλα του Λονδίνου είχαν μια είδηση με τον “sensational” τίτλο: “Death from simple Overwork” (Θάνατος από απλή υπερβολική εργασία). Επρόκειτο για το θάνατο της κορδελιάστρας Μαίρη Αν Γουόκλυ, είκοσι ετών, απασχολούμενης σε μια περιώνυμη βιοτεχνία που προμήθευε την αυλή, εκμεταλλευόμενη από μια κυρία με το χαριτωμένο όνομα Ελίζε. Είχε ανακαλυφθεί εκ νέου η παλιά χιλιοειπωμένη ιστορία, ότι αυτά τα κορίτσια εργάζονταν κατά μέσο όρο 16½ ώρες, αλλά κατά τη διάρκεια της σαιζόν εργάζονταν συχνά 30 ώρες χωρίς διάλειμμα, ενώ διατηρούσαν τη φθίνουσα “εργασιακή δύναμή” τους ρευστή με την παροχή σέρυ, πόρτο ή καφέ. Και ήταν ακριβώς στο μέσο της σαιζόν. Έπρεπε να ετοιμαστούν εν ριπή οφθαλμού οι τουαλέτες των ευγενών κυριών για το χορό που θα δινόταν προς τιμήν της νεοαφιχθείσης από το εξωτερικό Πριγκήπισσας της Ουαλίας. Η Μαίρη Αν Γουόκλυ είχε εργαστεί χωρίς παύση 26½ ώρες μαζί με άλλες 60 κοπέλες, ανά 30 σε ένα δωμάτιο που δεν είχε καν το 1/3 των απαραίτητων κυβικών μέτρων αέρα, ενώ τη νύχτα μοιράζονταν ανά δύο ένα κρεβάτι σε μια από τις ασφυκτικές τρύπες όπου είναι χωμένος ένας κοιτώνας χωρισμένος με διάφορες σανίδες. Και αυτός ήταν ένας από τους καλύτερους οίκους υψηλής ραπτικής του Λονδίνου. Η Μαίρη Αν Γουόκλυ αρρώστησε την Παρασκευή και πέθανε την Κυριακή χωρίς, προς έκπληξη της κυρίας Ελίζε, να έχει αποτελειώσει την τελευταία τουαλέτα.
»Ο γιατρός, κύριος Κιζ, που κλήθηκε πολύ αργά στο νεκροκρέββατο, ομολόγησε στην “Coroner’s Jury” με λιτά λόγια: “Η Μαίρη Αν Γουόκλυ πέθανε λόγω πολλών ωρών εργασίας σε υπερπλήρη χώρο εργασίας και λόγω της διαμονής σε ένα στενότατο κοιτώνα που είχε κακό εξαερισμό”, Οι “λευκοί δούλοι” μας, φώναζε η Morning Star [την 23η Ιουνίου 1863], το όργανο των οπαδών του ελεύθερου εμπορίου Cobden και Bright, “ωθούνται με την εργασία μέχρι το χείλος του τάφου, εξαθλιώνονται και πεθαίνουν χωρίς επικήδειο”» [10]
«Η παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από τα όρια της φυσικής ημέρας μέσα στη νύχτα δρα μόνο ως καταπραϋντικό, σβήνει μόνο κατά προσέγγιση τη δίψα του βαμπίρ για ζωντανό εργατικό αίμα. Ως εκ τούτου η ιδιοποίηση εργασίας κατά τη διάρκεια όλων των 24 ωρών της ημέρας είναι η εγγενής ορμή της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής», γράφει ο Μαρξ. «[…] Εκτός από τις 24 ώρες των 6 εργάσιμων ημερών η εργασιακή διαδικασία περιλαμβάνει εδώ σε μεγάλο βαθμό και τις 24 ώρες της Κυριακής. Οι εργάτες είναι άνδρες και γυναίκες, ενήλικοι και παιδιά και των δύο φύλων. Η ηλικία των παιδιών και των νεαρών ατόμων διατρέχει όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες από το 8ο (σε ορισμένες περιπτώσεις από το 6ο) μέχρι το 18ο έτος» [11]
Η φυσική συνέπεια για όσους εργάζονταν τόσες ώρες ήταν να «πεθαίνουν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα», έγραψε ο E. G. Wakefield, προσθέτοντας ότι «οι θέσεις εκείνων που πεθαίνουν πληρούνται αμέσως, και μία συχνή εναλλαγή των προσώπων δεν επιφέρει καμία αλλαγή στο σκηνικό». [12]
Θα λέγαμε ότι καμιά αλλαγή στο παραπάνω σκηνικό δεν επήλθε στους δυο αιώνες που πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα, αν κοιτάξουμε το θέμα της παιδικής εργασίας και της καταστροφής της υγείας και της ζωής τον παιδιών στο παγκόσμιο πια επίπεδο, όπου κυριάρχησε ο ιμπεριαλισμός και οι καπιταλιστικές σχέσεις εργασίας και εκμετάλλευσης σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Και μπορεί στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και, κυρίως, όσον αφορά τα παιδιά της αστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων να τηρείται σε μεγάλο βαθμό η προστασία της υγείας και της ζωής, όπως και γενικότερα των λεγόμενων παιδικών δικαιωμάτων, αλλά το κεφάλαιο στην αποικιοκρατική και στην ιμπεριαλιστική του φάση που συνεχίζει να επικρατεί μέχρι σήμερα, μετέφερε και επέβαλε το παραπάνω σκηνικό παιδικής εργασίας, αρρώστιας και θανάτου στα παιδιά των εξαρτημένων και υποταγμένων φτωχών χωρών κυρίως της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής και, μάλιστα, συχνά επιβαρυμένο με συνθήκες δουλοκτητικής εκμετάλλευσης.
Η έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών (2016) έδειξε ότι 151.600.000 παιδιά είναι θύματα παράνομης ως και δουλοκτητικής εργασίας σε όλο τον κόσμο. Και ένα παράδειγμα, όσον αφορά τις καπιταλιστικές εταιρείες στις οποίες παρέχουν τα παιδιά την εργασία τους, μια έρευνα του 2016 από την Διεθνή Αμνηστία έδειξε ότι παιδιά ηλικίας έως επτά ετών εργάζονται σε επικίνδυνες συνθήκες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για να εξορύξουν κοβάλτιο που καταλήγει σε smartphones, αυτοκίνητα και υπολογιστές που πωλούνται σε εκατομμύρια σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα ορυχεία προμηθεύουν εταιρείες όπως η Apple, η Microsoft και η Vodafone…» [13]
Σύμφωνα με τη μελέτη, λιγότερο από το ήμισυ των παιδιών στην παιδική εργασία (72,5 εκατομμύρια) εκτελούν επικίνδυνες εργασίες που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, την ασφάλεια και την ηθική τους ανάπτυξη. Πάνω από 19 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας μεταξύ 5 και 11 ετών, πάνω από 16,3 εκατομμύρια μεταξύ 12 και 14, και 37 εκατομμύρια μεταξύ 15 και 17 εμπλέκονται σε επικίνδυνες εργασίες. Περίπου το 63,3% των παιδιών μεταξύ 15 και 17 ετών που ασκούν παιδική εργασία αναγκάζονται να εργαστούν 43 ώρες ή περισσότερο την εβδομάδα.
Από το παραπάνω παράδειγμα των παιδιών της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό καταλαβαίνει κανείς ότι το δουλοκτητικό καθεστώς και γενικότερα οι επικίνδυνες συνθήκες εργασίας των παιδιών σε όλο τον κόσμο συνδέεται άμεσα με το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης. Κι αυτό παρά τους νόμους που έχουν θεσπιστεί διεθνώς για την προστασία της ζωής και των δικαιωμάτων των παιδιών. Έτσι, η 20ή του Νοέμβρη κάθε έτους που έχει οριστεί ως «Παγκόσμια ημέρα για τα δικαιώματα του παιδιού» είναι, στην πραγματικότητα, ημέρα καπιταλιστικής εξόντωσης εκατομμυρίων παιδιών, αν σκεφτεί κανείς τις συνθήκες ζωής και εργασίας που ζουν τα εκατομμύρια των φτωχών παιδιών σε όλον τον κόσμο και ιδιαιτέρως στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική: δουλοκτητικές και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας εκατομμυρίων παιδιών, «παράπλευρες απώλειες» χιλιάδων παιδιών από νατοϊκές επιδρομές, πνιγμοί εκατοντάδων παιδιών που προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο για να ξεφύγουν με τους δικούς τους απ’ τους πολέμους και την πείνα, χιλιάδες καθημερινοί θάνατοι παιδιών από πολέμους, λιμούς και ασθένειες… Έτσι, η σχετική διεθνής σύμβαση των παιδικών δικαιωμάτων Επιβίωσης, Ανάπτυξης, Προστασίας και άλλων ηχηρών μπλα-μπλα…, έχουν πραγματική ισχύ μόνο για τα παιδιά των μεσαίων και ανώτερων τάξεων.
Όσον αφορά τα παιδιά της εργατικής τάξης, των χαμηλόμισθων, της φτωχής αγροτιάς και των άλλων λαϊκών στρωμάτων,  αν και τα ίδια ακόμα δεν το ξέρουν, αλλά θα το μάθουν αύριο που θα ψάχνουν για δουλειά και δε θα βρίσκουν, και που αν βρουν δε θα φτάνει για την επιβίωσή τους (κι ας μην κάνουμε λόγο για την υγεία, τη στέγη… και τις άλλες «πολυτελείς» τους ανάγκες, όπως θα είναι η σύνταξη), τέτοιες διεθνείς συμβάσεις και τέτοιοι αστικοί νόμοι που τις επικυρώνουν έχουν την αξία του ψευδεπίγραφου, εκτός και αν προλάβουν οι λαοί και ανατρέψουν όλο αυτό το βρόμικο σύστημα κι αποκτήσουν πραγματικό νόημα όλα αυτά τα σημερινά αστικοπολιτικά μπλα μπλα περί παιδικών αλλά και γενικότερα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994, σελ. 39 Βλ. και μετάφραση του ίδιου αποσπάσματος στην έκδοση του ίδιου βιβλίου από Ερατώ, Αθήνα 1997, σελ. 61: «Οι αστικές φλυαρίες περί οικογενείας και ανατροφής, περί προσφιλών και καθαγιασμένων σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών γίνονται όλο και πιο αηδιαστικές όσο πιο πολύ σπάνε οι οικογενειακοί δεσμοί στη μάζα των προλεταρίων εξαιτίας της σύγχρονης βιομηχανίας, και τα παιδιά μετατρέπονται σε απλά εμπορευματικά είδη και σε απλά εργαλεία παραγωγής».
2. Απόσπασμα από το ποίημα του William Blake (1757-1827), «The chimney sweeper» (Ο καπνοδοχοκαθαριστής) (1789), σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα. Βλ. William Blake, Τα τραγούδια της αθωότητας, Ερατώ, Αθήνα 2002.
3. Όπως παρατίθεται από τον Σιντάρτα Μούκερτζι (Siddhartha Mukherjee) ερευνητή ογκολόγο, καθηγητή ιατρικής στο πανεπιστήμιο Columbia, στο βιβλίο του The Emperor of All Maladies, A Biography of Cancer, Scribner, New York 2011, (ελληνική έκδοση Η Μεγάλη Ασθένεια, Βιογραφία του Καρκίνου, μτφρ. Στέλλα Τσιλεδάκη, Νέλλη Φασούλη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013, σελ. 279)
4. Στο ίδιο.
5. Μούκερτζι ό.π., σελ. 281
6. Στο ίδιο.
7. Βλ. Αγγλική Βικιπαίδεια, «Factory Acts».
8. Καρλ Μαρξ, α) «Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος, μτφρ. Παναγιώτη Μαυρομάτη, 8ο κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002. Ολόκληρο το 8ο κεφάλαιο («Η Εργάσιμη Ημέρα») σελ. 242-316, βρίθει, μεταξύ άλλων, από παραπομπές και παραθέσεις των αναφορών αυτών των Επιτροπών Επιθεώρησης Εργασίας, όπου καταγράφεται το πλήθος των εγκληματικών παραβάσεων των βιομηχάνων σε βάρος της εργασίας, της υγείας και της ίδιας της ζωής των παιδιών.
β) «Το Κεφάλαιο», πρώτος τόμος, Εκδόσεις ΚΨΜ , μτφρ. Θανάσης Γκιούρας, Αθήνα 2016, σελ. 291-293. Οι παραθέσεις αποσπασμάτων από τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» σχετικά με την παιδική εργασία έγιναν από αυτή την έκδοση.
9. Μαρξ, ό.π. σελ. 223-224, υποσημ. 187.
10. ό.π., σελ. 240-241.
11. «Children’s Employment Commission. Third Report, Λονδίνο 1864, σελ. IV, V, VI», (βλ. Μαρξ, ό.π., σελ. 243-244 υποσημ. 214).
12. E. G. Wakefield England and America, Λονδίνο 1833, τόμος I, σελ. 55, όπως παρατίθεται από τον Μαρξ, ό.π., σελ. 260 υποσημ. 233.
13. Βλ. α) έκθεση «Global Estimates of Child Labour», στη διεύθυνση:
https://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/@dgreports/@dcomm/documents/publication/wcms_575499.pdf και
β) Global Research https://www.globalresearch.ca/nearly-200-million-people-are-modern-slaves-or-child-laborers/5619242

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ