Τα
όσα είπε κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεών του με τον Τούρκο Πρόεδρο
ο πρωθυπουργός, ότι ούτε εκείνος ούτε ο Ερντογάν «δεχόμαστε τη λογική
της αδράνειας και της συμμόρφωσης με την πεπατημένη», γιατί
«αναγνωρίζουμε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην εποχή μας και
στην περιοχή μας δεν μας επιτρέπουν να παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε
αδιέξοδα», γεννούν πρόσθετα ερωτήματα και ανησυχίες για το τι συζητήθηκε
πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Γιατί βεβαίως τα περί «αδράνειας» και «ενεργητικής» εξωτερικής πολιτικής τα έχει ξανακούσει ο ελληνικός λαός όλο το προηγούμενο διάστημα από τα κυβερνητικά χείλη, την ώρα ακριβώς που η κυβέρνηση αναλάμβανε ρόλο «σημαιοφόρου» στα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και προχωρούσε στη ΝΑΤΟική συμφωνία των Πρεσπών, την ώρα που έστηνε επικίνδυνα σχήματα ευρωατλαντικής «σταθερότητας» στην Ανατολική Μεσόγειο, μεταξύ άλλων και με το κράτος - δολοφόνο του Ισραήλ, και αναλάμβανε νέες επικίνδυνες ΝΑΤΟικές αποστολές, μετατρέποντας όλη την Ελλάδα σε στόχο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Αυτή είναι η «ενεργητική» εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση για την αναβάθμιση της αστικής τάξης στην περιοχή, ενώ αντίστοιχα και στην άλλη μεριά του Αιγαίου η τουρκική αστική τάξη όντως δεν μπορεί να κατηγορηθεί για «αδράνεια», αφού κλιμακώνει την επιθετικότητά της και προβάλλει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση τις γνωστές απαράδεκτες διεκδικήσεις της σε Αιγαίο και Νοτιοανατολική Μεσόγειο, διατηρεί στρατούς κατοχής σε τρεις χώρες κ.ο.κ.
Από έναν τέτοιο διάλογο είναι φανερό ότι οι λαοί δεν έχουν να περιμένουν τίποτα καλό, πόσο μάλλον που οι «προκλήσεις» οι οποίες τον δρομολογούν και τον επιταχύνουν δεν είναι άλλες από τα «μαχαίρια» που έχουν βγει για τον έλεγχο του ενεργειακού πλούτου της περιοχής και των δρόμων μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τα επικίνδυνα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, την προσπάθεια για μείωση της ρωσικής και της κινεζικής επιρροής, το κουβάρι δηλαδή των ανταγωνισμών που μπλέκεται όλο και πιο πολύ και όλο και πιο γρήγορα και στο οποίο συμμετέχουν οι αστικές τάξεις των δύο χωρών, η καθεμιά με το «ειδικό βάρος» της.
Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που η κυβέρνηση, ως «προτιμώμενος εταίρος» των ΗΠΑ, αναλαμβάνει το ρόλο «διαύλου» προς τον «ισχυρό και κρίσιμο» εταίρο τους στην περιοχή, την Τουρκία, κατά τις διατυπώσεις των πρόσφατων εκθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων γίνεται δηλαδή στοιχείο των παζαριών για να παραμείνει η Τουρκία στο ΝΑΤΟικό στρατόπεδο. Εξάλλου τα σχέδια συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου και της μοιρασιάς των ενεργειακών κυπριακών θαλάσσιων ζωνών με νέα διχοτομική «λύση» είναι ζωντανά. Ερωτήματα υπάρχουν και για άλλα ζητήματα, όπως η Θράκη κ.ά. Οι ανησυχίες λοιπόν είναι εύλογες.
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι μιλάμε για διάλογο από χέρι εχθρικό και επικίνδυνο για τους δύο λαούς, που όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά τώρα είναι η ώρα να δυναμώσουν ακόμα περισσότερο την αλληλεγγύη τους και την κοινή τους δράση ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των δύο αστικών τάξεων, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Γιατί βεβαίως τα περί «αδράνειας» και «ενεργητικής» εξωτερικής πολιτικής τα έχει ξανακούσει ο ελληνικός λαός όλο το προηγούμενο διάστημα από τα κυβερνητικά χείλη, την ώρα ακριβώς που η κυβέρνηση αναλάμβανε ρόλο «σημαιοφόρου» στα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και προχωρούσε στη ΝΑΤΟική συμφωνία των Πρεσπών, την ώρα που έστηνε επικίνδυνα σχήματα ευρωατλαντικής «σταθερότητας» στην Ανατολική Μεσόγειο, μεταξύ άλλων και με το κράτος - δολοφόνο του Ισραήλ, και αναλάμβανε νέες επικίνδυνες ΝΑΤΟικές αποστολές, μετατρέποντας όλη την Ελλάδα σε στόχο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Αυτή είναι η «ενεργητική» εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση για την αναβάθμιση της αστικής τάξης στην περιοχή, ενώ αντίστοιχα και στην άλλη μεριά του Αιγαίου η τουρκική αστική τάξη όντως δεν μπορεί να κατηγορηθεί για «αδράνεια», αφού κλιμακώνει την επιθετικότητά της και προβάλλει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση τις γνωστές απαράδεκτες διεκδικήσεις της σε Αιγαίο και Νοτιοανατολική Μεσόγειο, διατηρεί στρατούς κατοχής σε τρεις χώρες κ.ο.κ.
Από έναν τέτοιο διάλογο είναι φανερό ότι οι λαοί δεν έχουν να περιμένουν τίποτα καλό, πόσο μάλλον που οι «προκλήσεις» οι οποίες τον δρομολογούν και τον επιταχύνουν δεν είναι άλλες από τα «μαχαίρια» που έχουν βγει για τον έλεγχο του ενεργειακού πλούτου της περιοχής και των δρόμων μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τα επικίνδυνα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, την προσπάθεια για μείωση της ρωσικής και της κινεζικής επιρροής, το κουβάρι δηλαδή των ανταγωνισμών που μπλέκεται όλο και πιο πολύ και όλο και πιο γρήγορα και στο οποίο συμμετέχουν οι αστικές τάξεις των δύο χωρών, η καθεμιά με το «ειδικό βάρος» της.
Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που η κυβέρνηση, ως «προτιμώμενος εταίρος» των ΗΠΑ, αναλαμβάνει το ρόλο «διαύλου» προς τον «ισχυρό και κρίσιμο» εταίρο τους στην περιοχή, την Τουρκία, κατά τις διατυπώσεις των πρόσφατων εκθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων γίνεται δηλαδή στοιχείο των παζαριών για να παραμείνει η Τουρκία στο ΝΑΤΟικό στρατόπεδο. Εξάλλου τα σχέδια συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου και της μοιρασιάς των ενεργειακών κυπριακών θαλάσσιων ζωνών με νέα διχοτομική «λύση» είναι ζωντανά. Ερωτήματα υπάρχουν και για άλλα ζητήματα, όπως η Θράκη κ.ά. Οι ανησυχίες λοιπόν είναι εύλογες.
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι μιλάμε για διάλογο από χέρι εχθρικό και επικίνδυνο για τους δύο λαούς, που όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά τώρα είναι η ώρα να δυναμώσουν ακόμα περισσότερο την αλληλεγγύη τους και την κοινή τους δράση ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των δύο αστικών τάξεων, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου