7 Φεβ 2019

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο Στέλιος ο άπατρις»

 του Φώντα Λάδη


Ο Φώντας Λάδης γεννήθηκε το 1943 στη Σπάρτη. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε Ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά και συνεργάστηκε με έντυπα του εξωτερικού. Την περίοδο 1967 – 1973 έζησε στη Ρώμη.
Συνεκδότης με τον Δημήτρη Γκιώνη του περιοδικού “Τετράδιο” από το 1974 ως το 1976.
Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, ταξιδιωτικό, πολιτικό και ιστορικό δοκίμιο, καθώς και βιβλία για παιδιά. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Μάριο Τόκα, τον Λίνο Κόκοτο, τον Δημήτρη Λάγιο και άλλους Έλληνες συνθέτες.
Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – Στιχουργών Ελλάδας (ΕΜΣΕ) και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρείας Αρχείου και Μελετών “Μνήμες”.
Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο Στέλιος ο άπατρις» του Φώντα Λάδη
Φώντας Λάδης
Η συλλογή «Μπίρα με γρεναδίνη» (εκδ. Άγκυρα, 2001) του Φώντα Λάδη, περιέχει 16 διηγήματα «της πόλης». Πρόκειται για «ένα σπονδυλωτό αφήγημα, με φόντο γνωστές και άγνωστες τοποθεσίες της πρωτεύουσας και άλλων πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού», όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Ο Στέλιος ο άπατρις
του Φώντα Λάδη
ΠΡΩΙ. Φτάνει. Ξεκλειδώνει. Ανεβάζει τα ρολά. Βγάζει τα γαριδάκια, τα καλαθάκια με τα διάφορα είδη. Ξεκλειδώνει το ψυγείο. Ανάβει τα φώτα. Αν χρειάζεται. Ανοίγει το δέμα με τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Συμπληρώνει το δελτίο. Μπαίνει στο περίπτερο για να γράψει τις παραγγελίες. Τακτοποιεί τα τσιγάρα στα ράφια. Ετοιμάζει τις επιστροφές με τον εφημεριδοπώλη. Παραλαβαίνει το γάλα, τα γιαούρτια. Επιστρέφει τα παλιά. Παραλαμβάνει αναψυκτικά. Περιμένει τους επιθεωρητές πωλήσεων τσιγάρων. Τους ψιλικατζήδες που του φέρνουν ζαχαρώδη και χαρτομάντιλα. Και τους πλανόδιους, κάτι συνταξιούχους που του φέρνουν προφυλακτικά, αναπτήρες, χαρτοκόπτες, αλυσίδες, καρτποστάλ, μπρελόκ, τσιγαρόχαρτα, τσατσάρες, καθρεφτάκια, σαπουνάκια, τσόντες.
Επτά με τέσσερις. Κάθε μέρα ως την αλλαγή βάρδιας. Ή τέσσερις με μία. Και τις επτά μέρες. Πενήντα δύο βδομάδες. Σε αυτό το περίπτερο, τρία χρόνια. Στο προηγούμενο, άλλα εφτά.
Θες να γίνεις περιπτεράς; Μήπως όταν ήσουνα μικρός, στο σχολείο, ήθελες να είσαι μέσα σε ένα περίπτερο για να έχεις όλα τα περιοδικά τζάμπα και να διαβάζεις και -άμα ήθελες- να απλώνεις τα χέρια σου στις καραμέλες, τις τσίχλες και τις σοκολάτες και να ‘χεις τριγύρω σου, δικά σου, όλα αυτά τα πολύχρωμα, μικρά και χρήσιμα πράγματα; Αν ναι, έλα στο περίπτερο του Στέλιου του Παλιού από την Ίμβρο και κάτσε στη θέση του. Έτσι και αλλιώς το πουλάει ο Στέλιος το περίπτερο.
Πρέπει να ‘χεις όμως στην μπάντα δέκα εκατομμύρια. Γιατί; Τόσα θέλει ο Στέλιος κι ο συνέταιρός του ο Πέτρος, ο πρώην ναυτικός από τα Μέθανα, που δώσανε οκτώ για τον “αέρα”, που λένε, στον προηγούμενο ενοικιαστή. Συν δυο εκατομμύρια ο καινούριος “αέρας”. Και κράτα και κάτι ακόμα για τον ιδιοκτήτη του περίπτερου, τον ανάπηρο, που έχει την άδεια. Και παρακάλα, να μην πεθάνει. Γιατί ο νέος ιδιοκτήτης θα σου ζητήσει κι άλλα, γιατί θα έχει δημιουργηθεί, λέει, στο μεταξύ, πρόσθετος ενδιάμεσος “αέρας”. Και τον τσιγαρά; Πού τον βάζεις; Αν σε συστήσει αυτός στο Στέλιο, τα λεφτά θα περάσουν υποχρεωτικά απ’ τα χέρια του. Κάτι θα του χρωστάει ο Στέλιος, κάτι θα κρατήσει κι αυτός  για τον κόπο του. Και το νοίκι; Διακόσιες το μήνα. Χιλιάδες. Χώρια οι εφοριακοί, που θέλουν κι αυτοί λεφτά για την “υπεραξία”. Έτσι λένε αυτοί τον “αέρα”. Χωρίς απόδειξη. Με απόδειξη, τι αέρας θα ‘ταν;
Αριστερά το ραδιόφωνο, δεξιά η τηλεόραση. Πέντε ιντσών. Αρχίζουν οι ειδήσεις. Έντεκα. Ώρα για καφέ. Ρίχνει ο Στέλιος νερό στο μπρίκι, ανάβει το καμινέτο. Η αδερφή του. Χτυπάει το κινητό. Απαντάει. Κατουριέται. Παίρνει το πλαστικό, άδειο μπουκάλι. Κάνει τη δουλειά του. Προλαβαίνει τον καφέ, πριν χυθεί.
Λέει στην αδερφή του να τον πάρει αργότερα. Μιλάει στο κινητό. Δίνει σε κάποιον τσιγάρα. Σε άλλον χαρτόσημο. Σε άλλον ένα περιοδικό. Σε έναν άλλον ένα αναψυκτικό.
Τα χέρια του παίρνουν και δίνουν ρέστα, χωρίς να κοιτάει, με την αφή.
Ένας ταξιτζής. Θέλει να χαλάσει πεντοχίλιαρο. Ο Στέλιος δεν έχει. Εκείνος μουτρώνει. Άσ’ τον να μουτρώνει. Με τους πελάτες δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο. Αν δείξεις τη στεναχώρια σου, στεναχωριούνται κι αυτοί.
Θες ακόμα να γίνεις περιπτεράς;
Το περίπτερο που δουλεύει ο Στέλιος με το συνέταιρό του είναι έξω από το Τζάνειο. Στον Πειραιά. Ζαννή και Αφεντούλη. Καλή πιάτσα. Όλοι κάτι ψωνίζουν από τα τρία περίπτερα που είναι κοντά στην είσοδο.
Η μέρα κυλάει δύσκολα. Έχει όμως και την πλάκα του. Και ποιος δεν περνάει από εδώ. Τι οι γιατροί, με την ποδιά και τα ακουστικά, τι οι νοσοκόμες -οι νυχτερινές κάνουν και ξόδεψη στις τσόντες- τι οι αποκλειστικές, τι ο Μάκης, το πρεζόνι που κάθε τόσο ζητάει -αν είναι δυνατόν- να βάλει τη σύριγγα με τη δόση στο ψυγείο, τι ο Παπαοικονόμου με το καβουράκι και την τσάκιση στην τρίχα, που νοικιάζει πέντε διαμερίσματα και κάνει και τον ψιλοτοκογλύφο, τι η Αννέτ η ντιζέζ που ξέμεινε απ’ το πενήντα στην Ελλάδα, τι ο Σταμάτης ο μισότυφλος, ο ψιλικατζής  με το καροτσάκι, τι ο Αντώνης, ο συνταξιούχος νοσοκόμος, που την έχει τη δόση του.
Καλά ως εκεί. Αλλά οι ληστείες; Όχι αυτές που γίνονται στις τράπεζες. Οι άλλες που γίνονται στα περίπτερα. Κάθε μέρα και μία. Πρώτα ο Στέλιος είχε καλού-κακού ένα λοστό. Στα πόδια του. Τυλιγμένο σ’ ένα πανί. Τώρα έχει ένα πιστόλι. Του το έφερε ο Μάκης, το πρεζόνι. Πού το βρήκε; Το έκρυψε ο Στέλιος κάτω απ’ τις κόλλες αναφοράς, δίπλα στα χαρτόσημα. Και μήπως ξέρει τι θα πει πιστόλι; Δεν έχει πάει στρατό.
Τι να κλέψεις, ρε παλιοπούστη, από ένα περίπτερο; Νυχοκόπτες και αλυσιδίτσες; Όχι βέβαια. Εδώ μιλάμε για ληστεία. Εσύ θες την είσπραξη της μέρας, τις τριακόσιες, τετρακόσιες χιλιάδες, που είναι να πάνε στον τσιγαρά, στον εφημεριδοπώλη, στον ψιλικατζή. Ή λες πως ο Στέλιος τα ‘χει για να προικίσει την κόρη του;
Δεν έχει κόρη. Είναι ανύπαντρος. Σαραντάρης. Μένει με την αδερφή του και τον πατέρα του στη Νέα Σμύρνη. Εκεί που μένουν οι περισσότεροι Ίμβριοι.
Ο Στέλιος είναι από το Σχοινούδι, το μεγαλύτερο χωριό του νησιού. Αν ήταν από τον Άγιο Θόδωρο, αν όχι Πατριάρχης, παπάς πάντως θα ήταν σίγουρα στο Φανάρι, στην Αμερική, κάπου.
Καθόταν ο Στέλιος, παιδί, στο σπίτι του κι έβλεπε μπροστά του ν’ απλώνεται ένα λιβάδι όσο η Νέα Σμύρνη. Τώρα; Νάτος, μέσα σ’ ένα περίπτερο, ανάμεσα σε προφυλακτικά κι αλυσιδίτσες.
Όταν μετά τα Σεπτεμβριανά, το 1955, άρχισαν τα πράγματα να ζορίζουν για τους Ίμβριους, άρχισαν κι αυτοί καλού-κακού να τα μαζεύουν για να φύγουν στην Ελλάδα. Άλλοι από Λήμνο και Σαμοθράκη με βάρκες κι άλλοι, όπως η δική του οικογένεια, με πλοίο της γραμμής στην Καλλίπολη. Από εκεί με λεωφορείο στη Σμύρνη. Εφτά μήνες -πέντε άτομα, με τα μπαγκάζια “παρά πόδας”, περίμεναν να τους περάσει ένας Τουρκοκρητικός απ’ το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη. Τέλος, το πήραν απόφαση και πέρασαν με το πλοίο της γραμμής, σαν τουρίστες. Στο Κέντρο Αλλοδαπών, όμως, ήθελαν να τους διώξουν. Ποιους; Αυτούς. Αρνήθηκαν, βέβαια. Και νάτος ο Στέλιος κι άλλοι, χιλιάδες, στην Αθήνα. Από αγρότες, μαρμαράδες. Κι από σφουγγαράδες, οικοδόμοι. Κι αυτός περιπτεράς. Και άπατρις. Χωρίς πατρίδα. Έτσι γράφει το διαβατήριό του.
Θα το πουλήσει το περίπτερο. Κουράστηκε. Θ’ αλλάξει δουλειά. Θέλει να ‘χει καιρό, ένα στα τόσα καλοκαίρια, να γυρίζει στο νησί. Να πιάνει το πλοίο στο παλιό λιμάνι, στο Κάστρο, κι από εκεί, περνώντας από την Παναγιά, να φτάνει στο Σχοινούδι. Κι ας είναι το σπίτι ρημαγμένο απ’ τους ανατολίτες, τους αραβόφωνους και τους ποινικούς, που κουβάλησαν εκεί οι Τούρκοι.
Θα γυροφέρνει ο Στέλιος στις δύο πλατείες, στο πέρα Χωριό και το Χάλακα. Θα ξαναφτιάχνει τα παράθυρα, που τα ‘καψαν το χειμώνα οι Τουρκαλάδες στο τζάκι. Θα κάνει τα μπάνια του στον Πύργο. Και μετά θα λέει “γεια” στους γέροντες που απόμειναν και θα γυρίζει πίσω. Αυτό θέλει ο Στέλιος. Ο άπατρις.
Μεσάνυχτα Πέμπτης. Απόψε είναι βραδινός. Ετοιμάζεται να κλείσει. Η κίνηση έξω απ’ το νοσοκομείο λιγοστή. Βγαίνει απ’ το περίπτερο. Αρχίζει να μαζεύει.
Ήρθε ένας. Γύρω στα είκοσι. Ζήτησε τσιγάρα. Ένας άλλος με μούτρο μαυριδερό -τον είδε με την άκρη των ματιών- στεκόταν στη γωνία με την Αφεντούλη. Πήγε να μπει στο περίπτερο, όταν είδε στην άλλη γωνία έναν τρίτο.
Μπήκε. Έσκυψε. Έπιασε το πιστόλι. Σήκωσε το κεφάλι. Ο άλλος είχε χώσει ένα στιλέτο μέσα στο περίπτερο. “Βγάλε τα λεφτά εδώ μπροστά! Γρήγορα!” Σήκωσε το πιστόλι. Ο άλλος τα ‘χασε. Πάτησε τη σκανδάλη. Ο κρότος ακούστηκε σ’ όλο το Τζάνειο. Έπεσε.
Ο Στέλιος βγήκε. Δεξιά κανείς. Έτρεξε αριστερά. Ο άλλος -ένας κοντός αδύνατος με μπλουτζίν και φουσκωτό μπουφάν- στάθηκε αναποφάσιστος και μετά άρχισε να τρέχει προς την Ευεργετών.
Ο Στέλιος έφτασε στη γωνία. Πυροβόλησε. Τίποτα. Ξαναπυροβόλησε. Γύρισε προς το περίπτερο.
Αν δεν είχαν μαζευτεί -δύο ταξιτζήδες, ένας θυρωρός απ’ το νοσοκομείο και κάποιοι άλλοι- θα ‘ριχνε και τις υπόλοιπες πάνω στο μελαχρινό, αξύριστο παιδί, που κουλουριαζόταν στο πεζοδρόμιο -με μια περίεργη βαριά ανάσα- πάνω στην κατακόκκινη από τα αίματα κοιλιά του.
Δεν άφηνε ο Στέλιος το πιστόλι. Έτρεμε. Πολύ. Κι έβριζε.
“Παράδες ήθελες, οροσπού τσοτζούκ*; Πάρε παράδες!”
Ξέσπασε σ’ ένα βροντερό κλάμα.
(*Πουτάνας γιε)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ