21 Απρ 2019

Ξαναδιαβάζοντας τον «Μεγάλο Ανήφορο» του Νίκου Κυτόπουλου Το έπος της ΕΑΜικής Αντίστασης στον Εβρο



Ο Νίκος Κυτόπουλος
Ο Νίκος Κυτόπουλος
«Σκύψε απάνω στο μεγάλο ανοιχτό βιβλίο της ζωής του λαού να γίνεις σοφός. Μάθε να βρεις το δρόμο της καρδιάς του να γίνεις δυνατός»
Ο Μεγάλος Ανήφορος του Νίκου Κυτόπουλου εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1957 στο Βουκουρέστι κι επανεκδόθηκε το 1977 και το 1983. Είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που απαρτίζεται ακόμη από τα έργα Η δοκιμασία (1982) και Ασβηστη ελπίδα (1998) και αναφέρεται στα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης, της λευκής τρομοκρατίας και του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού στον νομό Εβρου. Αποτελεί έναν λεπτομερή πίνακα της ζωής στην περιοχή αυτή, που, μολονότι δεν διαφέρει πολύ από της υπόλοιπης ελληνικής επαρχίας, έχει σημαντικές ιδιαιτερότητες: Μεγάλη απόσταση από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, ιδιαίτερο καθεστώς κατοχής από Βούλγαρους και Γερμανούς και γειτνίαση με Βουλγαρία και Τουρκία, στοιχεία που καθόρισαν τις συνθήκες δράσης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο Νίκος Κυτόπουλος (1916 - 2011), αγωνιστής του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού και λογοτέχνης με πλούσιο έργο, πρωτότυπο και μεταφραστικό, πρόσφυγας σε μικρή ηλικία από το Σοχούμι του Καυκάσου στο χωριό Μελία της Αλεξανδρούπολης, γνώρισε καλά την περιοχή ως δάσκαλος κι έπειτα ως αντάρτης του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Με γλαφυρή πένα και βαθιά συνείδηση του ρόλου του ως καλλιτέχνη, παρουσιάζει έντεχνα τα βιώματά του από τον τόπο, τη ζωή και τους πολυποίκιλους αγώνες των ανθρώπων.
Η υπόθεση του βιβλίου
Κέντρο της δράσης αποτελεί το χωριό Μελίκη, μικρό χωριό με κατοίκους πρόσφυγες από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη και Σαρακατσάνους. Ολοι οι ήρωες του έργου, όπως κι ο πρωταγωνιστής, ο Δημήτρης Τσαλίκης, είναι απλοί άνθρωποι του λαού, χωρικοί, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ένας υπάλληλος, ένας δάσκαλος, πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές κι από την άλλη άνθρωποι της εξουσίας, αστυνόμοι και χωροφύλακες, μεγαλέμποροι και δοσίλογοι συνεργάτες των κατακτητών, που επιπλέουν σε όλες τις πολιτικές εξελίξεις, μεγαλοαστοί και μαγαζάτορες.
Στην αρχή, γνωρίζουμε τη σκληρή δουλειά των ανθρώπων στα καπνοχώραφα και, κυρίως, την άγρια εκμετάλλευσή τους από τους εμπόρους, που κατορθώνουν πάντα να επιβάλλουν τις τιμές που επιθυμούν. Κάποιοι αγρότες προσπαθούν να τους αντιμετωπίσουν συνασπισμένοι αλλά χωρίς επιτυχία και σε μια τέτοια προσπάθεια ο βασικός ήρωας οδηγείται στη φυλακή κατηγορούμενος για απόπειρα δολοφονίας και εκβιασμό. Σ' αυτήν θα έρθει σε επαφή με πολιτικούς κρατούμενους της μεταξικής δικτατορίας, που αποτελούν τους δεύτερους κατηχητές του μετά από τον δάσκαλο του χωριού, ο οποίος έχει ήδη φυλακιστεί για τις ιδέες του. Με την έναρξη του πολέμου βλέπει από κοντά την άρνηση των αρχών να επιτρέψουν στους κομμουνιστές να πολεμήσουν, διότι θεωρούνται «άκρως επικίνδυνοι διά την δημοσίαν ασφάλειαν».
Με τον ερχομό των Γερμανών στην Αλεξανδρούπολη, ο Δημήτρης απελευθερώνεται, ενώ στον Εβρο επικρατεί το χάος. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά ο Κυτόπουλος για το νομό και την πρωτεύουσά του πως ήταν «ένα τόσο δα κλουβί ανάμεσα Τουρκιάς και Βουλγαρίας, που το κρατούσαν οι γερμανοί. Κι εδώ στην "Ουδετέρα" όπως την λέγαν, ερχόταν και σταλίζαν και σταυρώνουνταν κάθε λογής ανθρώποι και κόσμος. [...] μαυραγορίτες με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, μαυραγορίτες με τα νησιά [...] πρόσφυγες από τη Βουλγάρικη ζώνη [...] πράχτορες της Οχράνα, γερμανοί κατάσκοποι, άνθρωποι του Προξενείου, [...] άνθρωποι που οργάνωναν το φευγιό αντίκρα, που ξέραν τα [...] τα περάσματα στον Εβρο, ύποπτοι "πατριώτες" που περνούσαν τους αφελείς πέρα και μαζί με τους τούρκους τους ξεκάναν για να τους ληστέψουν, κατάσκοποι με τριπλές υπηρεσίες». Κι όμως. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες θεριεύει και το αντάρτικο του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. «Τινάζουνταν στον αέρα γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές, χαλνούσαν δημοσιές, τηλεφωνικές γραμμές. Ο ΕΛΑΣ έδινε ολούθε το παρών».
Παράλληλα, αναπτύσσονται και τα σκοτεινά σχέδια της αντίδρασης. Ο μεγαλέμπορος Μουρτζούκος, συνεργάτης των Γερμανών και των Βουλγάρων αλλά και των Αγγλων και του ελληνικού προξενείου της Αδριανούπολης, βάζει κατασκόπους στο αντάρτικο, στρατολογεί προδότες, εξοπλίζει συμμορίες, προετοιμάζει επιδρομές Γερμανών στα χωριά. Ο στόχος του για τους αγωνιστές σαφής, όπως και η αναφορά του στον εγκληματία Αντών-Τσαούς: «Αυτούς πρέπει να τους τσαλαπατήσουμε σαν τα σκουλήκια. Ούτε κουρνιαχτός τους πρέπει να μείνει... [...] Θα τους κάνουμε μια νύχτα όπως τους έκανε ο Αντών-Τσαούς στην Ανατολική Μακεδονία», δηλαδή και με «σμπαράλιασμα από τα μέσα. Θα τους στήνουμε τρικλοποδιές και παγίδες για να ξεσηκώσουμε τον κόσμο ενάντιά τους. [...] Να βουίζουν και τα κλαδιά πως ετούτοι δω δεν είναι παρά ληστές, πλιατσικολόγοι και δολοφόνοι».
Δυστυχώς, τα σχέδιά του βοηθούν και κάποια λάθη του καθοδηγητή του ΕΑΜ, που παρασύρεται από τον εγωισμό του κι εμπιστεύεται τους κόλακες απορρίπτοντας την κριτική των γνήσιων αγωνιστών. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να δείξει κι αυτές τις αδυναμίες του κινήματος, που γρήγορα διορθώνονται με την αποπομπή του συγκεκριμένου ανθρώπου και την τοποθέτηση του δασκάλου Φάνη, που αποτελεί ηρωικό πρότυπο αγωνιστή.
Ακολουθεί δεύτερη σύλληψη του ήρωα, από τους Γερμανούς, και κλείσιμό του στις φυλακές του Διδυμοτείχου, απ' όπου απελευθερώνεται με την επίθεση του ΕΛΑΣ και την απελευθέρωση της πόλης. Παρακολουθούμε παράλληλα τους αγώνες και τα σαμποτάζ των ΕΛΑΣιτών στο νομό, τις εκτελέσεις αγωνιστών αλλά και το ακατάβλητο φρόνημά τους, την εμψύχωσή τους από τις νίκες των Σοβιετικών στη Ρωσία, τη σταδιακή συνειδητοποίηση των απλών ανθρώπων του χωριού: Παιδιά, νέοι, γυναίκες, μετατρέπονται σε μαχητές της λευτεριάς και του Κομμουνιστικού Κόμματος μέσα από την καθημερινή πάλη, την αντιμετώπιση των δυσκολιών, το πάθος τους για τη δικαιοσύνη, την ελπίδα ενός καινούργιου καλύτερου κόσμου.
Οι Συμφωνίες Λιβάνου, Καζέρτας και Βάρκιζας, με τη θλιβερή σκηνή παράδοσης των όπλων, αποτελούν ερεθίσματα για ακόμη βαθύτερη συνειδητοποίηση του κόσμου αλλά και κριτική των λαθών, στοιχείο που αποκαλύπτεται στις κομματικές και λαϊκές συγκεντρώσεις. Η λευκή τρομοκρατία, με συμβολικό πρόλογο το αιματοκύλισμα του κόσμου ήδη στην υποδοχή των Αγγλων στην πόλη, οι νυχτερινές επιδρομές των παρακρατικών συμμοριών, που ληστεύουν, βιάζουν, δέρνουν, συλλαμβάνουν και σκοτώνουν, και κατόπιν της ίδιας της αστυνομίας και της χωροφυλακής, αποκαλύπτουν την αδυναμία ειρηνικής αντιμετώπισης των βιαιοτήτων. Οι άνθρωποι ζητούν όπλα για αυτοάμυνα ή καταφεύγουν φυγόδικοι στο βουνό. Ετσι ξεκινά, ουσιαστικά, το καινούργιο αντάρτικο, «ένας μεγάλος ανήφορος, ένας ατέλειωτος ανήφορος γεμάτος αγκομαχητά, που στρίβει και χάνεται μέσα σε σκοτεινά κι αξεδιάλυτα σύννεφα».
Ο «Μεγάλος Ανήφορος» δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα
Είναι ένα έργο για τον αγώνα των ανθρώπων στις πιο συγκλονιστικές στιγμές της πρόσφατης Ιστορίας μας, με όλα τα εχέγγυα της αυθεντικότητας, της πιστότητας και του σεβασμού στην ιστορική αλήθεια. Δίνει μια ζωντανή εικόνα της εποχής για όσους γνωρίζουν την Ιστορία της περιοχής αλλά αποτελεί και πολύτιμο οδηγό για όσους την αγνοούν.
Είναι αναμφισβήτητη η λογοτεχνική αξία του έργου. Αριστουργηματικές είναι οι περιγραφές της φύσης και των ασχολιών των ανθρώπων και αξιοπαρατήρητος ο τρόπος με τον οποίο ψυχογραφούνται οι ήρωες, ζωντανοί και ποτέ μονοδιάστατοι, με τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές τους, τη σταδιακή συνειδητοποίησή τους σύμφωνα με τις καταστάσεις και τις ανάγκες, τους προβληματισμούς τους, δοσμένα όλα με ειλικρίνεια και βαθιά γνώση του ανθρώπου.
Το έργο προβάλλει τις μεγάλες αξίες της αδερφοσύνης, της ειρήνης, της πανανθρώπινης φιλίας, μιλώντας για τον Αρμένη αγωνιστή, τους Βούλγαρους αντάρτες που πολεμούν μαζί με τους Ελληνες, το ξεκλήρισμα των Εβραίων του Διδυμοτείχου, την ανθρωπιά απέναντι στον αιχμάλωτο Γερμανό. Συμβολική τέμνουσα των γεγονότων αποτελεί ο έρωτας δύο νέων, που αναβάλλουν διαρκώς τον γάμο τους περιμένοντας καλύτερες μέρες και τη λευτεριά.
Η γραμμική αφηγηματική πορεία διακόπτεται έντεχνα από σύντομες αναδρομές που αποκαλύπτουν το παρελθόν των ηρώων κι αποκρυπτογραφούν τη συμπεριφορά τους. Η αφήγηση, δραματική αλλά καθόλου μελοδραματική, διανθίζεται με το πηγαίο χιούμορ του λαού, προβάλλοντας παράλληλα την ομορφιά της φύσης και τη χαρά της ζωής πλάι στον αγώνα των ανθρώπων, το γλέντι πλάι στο μοιρολόι. Η γλώσσα, λιτή και απλή, διατηρεί όλη τη ζωντάνια της λαϊκής λαλιάς, με εσωτερικό μονόλογο και διαλόγους αντιπροσωπευτικούς των χαρακτήρων και των καταστάσεων.
Ενα έργο γεμάτο μηνύματα και αξίες για τον σύγχρονο αναγνώστη. Ειδικά στην εποχή μας και απέναντι στις προσπάθειες διαστρέβλωσης της Ιστορίας της Αντίστασης.

Στέλιος ΦΩΚΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ