Θυμάμαι όταν ήμουν μαθητής στο Δημοτικό Σχολείο, ο δάσκαλος στο
μάθημα της Ιστορίας μάς είχε μιλήσει για το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις
συνέπειές του. Ο λόγος του δασκάλου, όμως, ήταν ανούσιος – στερεότυπος –
στεγνός και σύντομος. Ο δάσκαλος, παρά τις καλές του προθέσεις, με τη
σύντομη αναφορά του, δεν έδωσε τη δυνατότητα σε εμάς τους μικρούς του
μαθητές να καταλάβουμε:
Ποια τα αίτια – ποιο το μέγεθος, ποια τα δεινά του πολέμου. Ίσως φοβόταν τον επιθεωρητή, ίσως δεν ήθελε να ξεφύγει από τα αυστηρά πλαίσια του τότε αναλυτικού προγράμματος, ίσως φοβόταν, και, βέβαια, στη δεκαετία του 1950 τα πράγματα ήταν δύσκολα για έναν δάσκαλο να πει κάποιες αλήθειες, πολύ πιο δύσκολα από σήμερα.
Εγώ ήμουν, όμως, παιδί με πνευματικές ανησυχίες και είχα πάντα απορίες, έτσι όταν το μεσημέρι γύρισα στο σπίτι ρώτησα τον πατέρα μου: «Τι είναι πόλεμος, πατέρα;». Ο πατέρας, κουρασμένος απ’ τη δουλειά, γύρευε να φάει μια μπουκιά, να ξαποστάσει λίγο και να συνεχίσει τη 2η απογευματινή βάρδια μέχρι το βράδυ στο μικρό το μαραγκούδικο. Όμως, δε μου χάλαγε το χατίρι, πάντα μου έλυνε τις απορίες και έδινε απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
– «Το βράδυ σαν τελειώσω απ’ τη δουλειά, θα σου εξηγήσω, παιδί μου, τι είναι πόλεμος».
Και ήρθε το βράδυ και όταν τελειώσαμε το βραδινό φαγητό μας και η μάνα μάζεψε τα πιάτα, ο πατέρας μού μίλησε για τον πόλεμο, τον πόλεμο, όπως τον εξήγησε η γενιά του, η γενιά του 1920. Εκείνο το βράδυ, αλλά και άλλα βράδια, μου μίλησε για το ΟΧΙ του ελληνικού λαού το ’40 – το έπος της Αλβανίας, την Εθνική Αντίσταση, το ΕΑΜ – τον ΕΛΑΣ – την ΕΠΟΝ, τα βάσανα του λαού μας από το Δεκέμβρη του ’44 και μετά, το μεγάλο πατριωτικό πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στο φασισμό, τα 20.000.000 νεκρούς της ΕΣΣΔ, το πιο ακριβό τίμημα για να συντριβεί ο ναζισμός κι ο φασισμός. Με τα πιο απλά λόγια, ο φτωχός ξυλουργός πατέρας μου περιέγραφε τον πόλεμο και τα δεινά του κι απ’ τα λόγια ενός απλού εργάτη και όχι απ’ τον δάσκαλο έμαθα τι σημαίνει πόλεμος. Ο πατέρας όμως, πολύ διαβασμένος και με πολλές ιστορικές γνώσεις για την περίοδο του Μεσοπολέμου – το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο – την ηρωική Εθνική Αντίσταση – και τον Εμφύλιο πόλεμο, μου αγόρασε βιβλία, είδαμε μαζί κινηματογραφικές ταινίες της εποχής του ’60, αντιπολεμικές ταινίες – «αριστουργήματα» από την ΕΣΣΔ. Θυμάμαι την ταινία του Καλατόζοφ: «Οταν περνούν οι γερανοί», του Τσουχράι: «Η μπαλάντα ενός στρατιώτη», του Μπονταρτσούκ: «Η μοίρα ενός ανθρώπου» και άλλες αντιπολεμικές ταινίες.
Μέσα από τα λόγια του πατέρα, τα βιβλία, τις ταινίες, είδα τις βομβαρδισμένες πόλεις, τα καμένα χωριά, τα κατεστραμμένα νοσοκομεία – σχολεία – εργοστάσια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ναζί, γνώρισα τη φρίκη του πολέμου. Σαν μεγάλωσα, συνέχισα την έρευνα και το διάβασμα και τότε κατάλαβα την αξία της ειρήνης, συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του αγώνα ενάντια στο φασισμό και έκανα κομμάτι της ζωής μου τα πανανθρώπινα ιδανικά της αγάπης προς τον άνθρωπο. Έκανα μέρος της ζωής μου τον αγώνα για την ειρήνη, τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο.
Ο πατέρας τότε ήταν νέος και παρά την κούραση και τα βάσανα της ζωής έστεκε όρθιος και βάδιζε μπροστά μαζί με τους άλλους λαϊκούς ανώνυμους αγωνιστές της χώρας. Εσμιγε το βήμα του με το βήμα των άλλων ανθρώπων, στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, για το ψωμί και το δίκιο του εργάτη, μαζί και εγώ. Σ’ ένα πράγμα, όμως, έπεσε έξω, στη διαβεβαίωση που μου έδωσε:
– «Παιδί μου, όσο υπάρχει η μεγάλη χώρα των Σοβιέτ και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, οι ιμπεριαλιστές δε θα τολμήσουν καταστροφικούς πολέμους. Η Σοβιετική Ένωση είναι δυνατή, είναι το αντίπαλο δέος στα πολεμοχαρή σχέδιά τους, δε θα τολμήσουν».
Κι όμως, ο πατέρας έπεσε έξω στη διαβεβαίωση που μου ‘δωσε τότε, ότι η ανθρωπότητα δε θα ξαναζούσε πολέμους και ότι οι άνθρωποι θα ζούσαν καλύτερα. Ήρθαν οι ανατροπές του ’89, ’91. Ήρθε η τραγωδία του 20ού αιώνα μετά από τη μεγαλύτερη προδοσία του αιώνα, ήρθε το πάνω – κάτω και ήρθαν ξανά οι πόλεμοι – η φρίκη – η καταστροφή σε πολλά μέρη του πλανήτη.
Έπεσε το Μεγάλο Κάστρο του Σοσιαλισμού από τους έξω εχθρούς και τους «εφιάλτες», που δούλευαν υποχθόνια από τα μέσα. Ο πατέρας πικράθηκε πολύ από την τραγική διάψευση των προσδοκιών και ελπίδων για ένα ανέφελο και ειρηνικό μέλλον, δεν το ‘βαλε όμως κάτω, εξακολουθεί να είναι όρθιος, παρά τη μεγάλη ηλικία και τα σοβαρά προβλήματα υγείας, εξακολουθεί να ελπίζει στον άνθρωπο και στο καλύτερο μέλλον που θα ‘ρθει!
Ορθοστατώντας και ορθοβαδίζοντας, ξέρω ότι όσο μπορώ – όσο αναπνέω – όσο ζω έχω χρέος να αγωνίζομαι, ενώνοντας το βήμα μου με το βήμα των εκατομμυρίων αγωνιστών της ειρήνης και της προόδου.
Ο σπόρος που έπεσε δε θα πάει χαμένος, θα πάρουμε νέα φυτά, νέους καρπούς, νέους σπόρους. Οι νεότερες γενιές θα σπείρουν τους νέους σπόρους και θα θρέψουν οι νεότερες γενιές την ΕΙΡΗΝΗ και το μέλλον που δεν μπορεί παρά να είναι Κόκκινο (!).
Ποια τα αίτια – ποιο το μέγεθος, ποια τα δεινά του πολέμου. Ίσως φοβόταν τον επιθεωρητή, ίσως δεν ήθελε να ξεφύγει από τα αυστηρά πλαίσια του τότε αναλυτικού προγράμματος, ίσως φοβόταν, και, βέβαια, στη δεκαετία του 1950 τα πράγματα ήταν δύσκολα για έναν δάσκαλο να πει κάποιες αλήθειες, πολύ πιο δύσκολα από σήμερα.
Εγώ ήμουν, όμως, παιδί με πνευματικές ανησυχίες και είχα πάντα απορίες, έτσι όταν το μεσημέρι γύρισα στο σπίτι ρώτησα τον πατέρα μου: «Τι είναι πόλεμος, πατέρα;». Ο πατέρας, κουρασμένος απ’ τη δουλειά, γύρευε να φάει μια μπουκιά, να ξαποστάσει λίγο και να συνεχίσει τη 2η απογευματινή βάρδια μέχρι το βράδυ στο μικρό το μαραγκούδικο. Όμως, δε μου χάλαγε το χατίρι, πάντα μου έλυνε τις απορίες και έδινε απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
– «Το βράδυ σαν τελειώσω απ’ τη δουλειά, θα σου εξηγήσω, παιδί μου, τι είναι πόλεμος».
Και ήρθε το βράδυ και όταν τελειώσαμε το βραδινό φαγητό μας και η μάνα μάζεψε τα πιάτα, ο πατέρας μού μίλησε για τον πόλεμο, τον πόλεμο, όπως τον εξήγησε η γενιά του, η γενιά του 1920. Εκείνο το βράδυ, αλλά και άλλα βράδια, μου μίλησε για το ΟΧΙ του ελληνικού λαού το ’40 – το έπος της Αλβανίας, την Εθνική Αντίσταση, το ΕΑΜ – τον ΕΛΑΣ – την ΕΠΟΝ, τα βάσανα του λαού μας από το Δεκέμβρη του ’44 και μετά, το μεγάλο πατριωτικό πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης ενάντια στο φασισμό, τα 20.000.000 νεκρούς της ΕΣΣΔ, το πιο ακριβό τίμημα για να συντριβεί ο ναζισμός κι ο φασισμός. Με τα πιο απλά λόγια, ο φτωχός ξυλουργός πατέρας μου περιέγραφε τον πόλεμο και τα δεινά του κι απ’ τα λόγια ενός απλού εργάτη και όχι απ’ τον δάσκαλο έμαθα τι σημαίνει πόλεμος. Ο πατέρας όμως, πολύ διαβασμένος και με πολλές ιστορικές γνώσεις για την περίοδο του Μεσοπολέμου – το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο – την ηρωική Εθνική Αντίσταση – και τον Εμφύλιο πόλεμο, μου αγόρασε βιβλία, είδαμε μαζί κινηματογραφικές ταινίες της εποχής του ’60, αντιπολεμικές ταινίες – «αριστουργήματα» από την ΕΣΣΔ. Θυμάμαι την ταινία του Καλατόζοφ: «Οταν περνούν οι γερανοί», του Τσουχράι: «Η μπαλάντα ενός στρατιώτη», του Μπονταρτσούκ: «Η μοίρα ενός ανθρώπου» και άλλες αντιπολεμικές ταινίες.
Μέσα από τα λόγια του πατέρα, τα βιβλία, τις ταινίες, είδα τις βομβαρδισμένες πόλεις, τα καμένα χωριά, τα κατεστραμμένα νοσοκομεία – σχολεία – εργοστάσια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ναζί, γνώρισα τη φρίκη του πολέμου. Σαν μεγάλωσα, συνέχισα την έρευνα και το διάβασμα και τότε κατάλαβα την αξία της ειρήνης, συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του αγώνα ενάντια στο φασισμό και έκανα κομμάτι της ζωής μου τα πανανθρώπινα ιδανικά της αγάπης προς τον άνθρωπο. Έκανα μέρος της ζωής μου τον αγώνα για την ειρήνη, τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο.
Ο πατέρας τότε ήταν νέος και παρά την κούραση και τα βάσανα της ζωής έστεκε όρθιος και βάδιζε μπροστά μαζί με τους άλλους λαϊκούς ανώνυμους αγωνιστές της χώρας. Εσμιγε το βήμα του με το βήμα των άλλων ανθρώπων, στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, για το ψωμί και το δίκιο του εργάτη, μαζί και εγώ. Σ’ ένα πράγμα, όμως, έπεσε έξω, στη διαβεβαίωση που μου έδωσε:
– «Παιδί μου, όσο υπάρχει η μεγάλη χώρα των Σοβιέτ και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, οι ιμπεριαλιστές δε θα τολμήσουν καταστροφικούς πολέμους. Η Σοβιετική Ένωση είναι δυνατή, είναι το αντίπαλο δέος στα πολεμοχαρή σχέδιά τους, δε θα τολμήσουν».
Κι όμως, ο πατέρας έπεσε έξω στη διαβεβαίωση που μου ‘δωσε τότε, ότι η ανθρωπότητα δε θα ξαναζούσε πολέμους και ότι οι άνθρωποι θα ζούσαν καλύτερα. Ήρθαν οι ανατροπές του ’89, ’91. Ήρθε η τραγωδία του 20ού αιώνα μετά από τη μεγαλύτερη προδοσία του αιώνα, ήρθε το πάνω – κάτω και ήρθαν ξανά οι πόλεμοι – η φρίκη – η καταστροφή σε πολλά μέρη του πλανήτη.
Έπεσε το Μεγάλο Κάστρο του Σοσιαλισμού από τους έξω εχθρούς και τους «εφιάλτες», που δούλευαν υποχθόνια από τα μέσα. Ο πατέρας πικράθηκε πολύ από την τραγική διάψευση των προσδοκιών και ελπίδων για ένα ανέφελο και ειρηνικό μέλλον, δεν το ‘βαλε όμως κάτω, εξακολουθεί να είναι όρθιος, παρά τη μεγάλη ηλικία και τα σοβαρά προβλήματα υγείας, εξακολουθεί να ελπίζει στον άνθρωπο και στο καλύτερο μέλλον που θα ‘ρθει!
Ορθοστατώντας και ορθοβαδίζοντας, ξέρω ότι όσο μπορώ – όσο αναπνέω – όσο ζω έχω χρέος να αγωνίζομαι, ενώνοντας το βήμα μου με το βήμα των εκατομμυρίων αγωνιστών της ειρήνης και της προόδου.
Ο σπόρος που έπεσε δε θα πάει χαμένος, θα πάρουμε νέα φυτά, νέους καρπούς, νέους σπόρους. Οι νεότερες γενιές θα σπείρουν τους νέους σπόρους και θα θρέψουν οι νεότερες γενιές την ΕΙΡΗΝΗ και το μέλλον που δεν μπορεί παρά να είναι Κόκκινο (!).
Αντώνης Βλαστάρης
Ριζοσπάστης, 25 Απρίλη 2004
(Ο Αντώνης Βλαστάρης γεννήθηκε το 1947 στο Περιστέρι Αττικής, από
φτωχή εργατική οικογένεια, όπου και τέλειωσε το Λύκειο. Εδωσε εξετάσεις
και γράφτηκε στο Φυσιογνωστικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από
το 1977 εργάζεται ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Συνεργάζεται με την
εφημερίδα «Νέο Εμπρός» της Λέσβου. Στην αρθρογραφία του ασχολείται με
θέματα Παιδείας – λόγω ιδιότητας -, αλλά και με άλλα θέματα, όπως
εσωτερικά, διεθνή και οικονομικά. – Τα βιογραφικά στοιχεία από το δημοσίευμα της εφημερίδας.)Ριζοσπάστης, 25 Απρίλη 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου