Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία – τρεις από τις
ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης – συγκεντρώνουν πάνω
από τους μισούς ανέργους στην ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Αν και η έκθεση βασίζεται σε στοιχεία του 2018, η κατάσταση – σημειώνεται – παραμένει η ίδια έως και τον περασμένο Οκτώβρη. Οι απασχολούμενοι στην ΕΕ ανέρχονταν τότε σε 241,5 εκατ., θριαμβολογώντας πως πρόκειται για «το υψηλότερο επίπεδο που έχουμε επιτύχει ποτέ», την ώρα που η μερική απασχόληση και άλλες ελαστικές εργασιακές σχέσεις έχουν «εκτοξευτεί». Στον όρο «απασχολούμενοι» συγκαταλέγονται και όσοι έχουν εργαστεί λίγες ώρες τη βδομάδα.
Βάσει αυτών των στοιχείων, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία καταγράφουν 8,3 εκατ. ανέργους, που αντιστοιχεί στο 53,3% του συνολικού αριθμού ανέργων στην ΕΕ. Παράλληλα, υπογραμμίζονται οι «μεγάλες διαφορές σε περιφερειακό επίπεδο», εφόσον ορισμένες ζώνες σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία καταγράφουν ποσοστά ανεργίας άνω του 20%. Από την άλλη, κάποιες από τις χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Τσεχία και Βρετανία) έχουν ποσοστά ανεργίας ακόμη και κάτω του 4%, καταγράφοντας και έλλειψη εξειδικευμένου – κυρίως – εργατικού δυναμικού.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος της ανεργίας στο 7% – και μάλιστα σε μια περίοδο που έχει ξεπεραστεί η οικονομική ύφεση και υπάρχει ανάκαμψη στις οικονομίες της ΕΕ – αναδεικνύει πως το φαινόμενο της ανεργίας είναι σύμφυτο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Ως προς την «ποιότητα της εργασίας» και παρά την αλματώδη επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη, η εποχιακή και η μερική εργασία είναι μορφές εργασίας που «θα αποτελέσουν το εφαλτήριο των εργασιακών σχέσεων για το μέλλον». Σύμφωνα με τη Eurostat, η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό τέτοιων μορφών εργασίας είναι η Ισπανία (πάνω από τους μισούς εργαζόμενους).
Επίσης – επισημαίνεται στην έκθεση – «η ισχυρή ανάκαμψη» όχι μόνο δεν μείωσε «το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας», αλλά αντιθέτως σημειώθηκε αύξηση, κατά 1 εκατ. ανθρώπους, μέσα στο 2018. Συνολικά, 86 εκατ. άνθρωποι (17,1%) στην ΕΕ διαβιούν με εισοδήματα κάτω του 60% του εθνικού μέσου εισοδήματος. Μάλιστα, σε κάποιες χώρες (Ρουμανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Ιταλία) δεν μειώθηκε ο αριθμός των «φτωχών εργαζομένων», ακόμη κι αν αυξήθηκε ο λεγόμενος «κατώτατος μισθός».
Αλλο ένα σημαντικό πρόβλημα για τους λαούς της Ευρώπης είναι το κόστος της στέγασης, με 1 στους 10 Ευρωπαίους να πληρώνει «υπερβολικές δαπάνες» για την κατοικία, διαθέτοντας τουλάχιστον το 40% του εισοδήματός του. Για την Ελλάδα, η έκθεση συμπεραίνει πως είναι μία από τις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό εξόδων για στέγαση, με το 40% των νοικοκυριών να δαπανά άνω του 40% των εισοδημάτων του για στέγη. Πάνω από τον μέσο όρο βρίσκονται επίσης η Βουλγαρία, η Βρετανία, η Δανία, η Γερμανία και η Ρουμανία, όπου φυσικά οι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι πλήττονται περισσότερο.
Αν και η έκθεση βασίζεται σε στοιχεία του 2018, η κατάσταση – σημειώνεται – παραμένει η ίδια έως και τον περασμένο Οκτώβρη. Οι απασχολούμενοι στην ΕΕ ανέρχονταν τότε σε 241,5 εκατ., θριαμβολογώντας πως πρόκειται για «το υψηλότερο επίπεδο που έχουμε επιτύχει ποτέ», την ώρα που η μερική απασχόληση και άλλες ελαστικές εργασιακές σχέσεις έχουν «εκτοξευτεί». Στον όρο «απασχολούμενοι» συγκαταλέγονται και όσοι έχουν εργαστεί λίγες ώρες τη βδομάδα.
Βάσει αυτών των στοιχείων, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία καταγράφουν 8,3 εκατ. ανέργους, που αντιστοιχεί στο 53,3% του συνολικού αριθμού ανέργων στην ΕΕ. Παράλληλα, υπογραμμίζονται οι «μεγάλες διαφορές σε περιφερειακό επίπεδο», εφόσον ορισμένες ζώνες σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία καταγράφουν ποσοστά ανεργίας άνω του 20%. Από την άλλη, κάποιες από τις χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Τσεχία και Βρετανία) έχουν ποσοστά ανεργίας ακόμη και κάτω του 4%, καταγράφοντας και έλλειψη εξειδικευμένου – κυρίως – εργατικού δυναμικού.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος της ανεργίας στο 7% – και μάλιστα σε μια περίοδο που έχει ξεπεραστεί η οικονομική ύφεση και υπάρχει ανάκαμψη στις οικονομίες της ΕΕ – αναδεικνύει πως το φαινόμενο της ανεργίας είναι σύμφυτο με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Ως προς την «ποιότητα της εργασίας» και παρά την αλματώδη επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη, η εποχιακή και η μερική εργασία είναι μορφές εργασίας που «θα αποτελέσουν το εφαλτήριο των εργασιακών σχέσεων για το μέλλον». Σύμφωνα με τη Eurostat, η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό τέτοιων μορφών εργασίας είναι η Ισπανία (πάνω από τους μισούς εργαζόμενους).
Επίσης – επισημαίνεται στην έκθεση – «η ισχυρή ανάκαμψη» όχι μόνο δεν μείωσε «το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας», αλλά αντιθέτως σημειώθηκε αύξηση, κατά 1 εκατ. ανθρώπους, μέσα στο 2018. Συνολικά, 86 εκατ. άνθρωποι (17,1%) στην ΕΕ διαβιούν με εισοδήματα κάτω του 60% του εθνικού μέσου εισοδήματος. Μάλιστα, σε κάποιες χώρες (Ρουμανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Ιταλία) δεν μειώθηκε ο αριθμός των «φτωχών εργαζομένων», ακόμη κι αν αυξήθηκε ο λεγόμενος «κατώτατος μισθός».
Αλλο ένα σημαντικό πρόβλημα για τους λαούς της Ευρώπης είναι το κόστος της στέγασης, με 1 στους 10 Ευρωπαίους να πληρώνει «υπερβολικές δαπάνες» για την κατοικία, διαθέτοντας τουλάχιστον το 40% του εισοδήματός του. Για την Ελλάδα, η έκθεση συμπεραίνει πως είναι μία από τις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό εξόδων για στέγαση, με το 40% των νοικοκυριών να δαπανά άνω του 40% των εισοδημάτων του για στέγη. Πάνω από τον μέσο όρο βρίσκονται επίσης η Βουλγαρία, η Βρετανία, η Δανία, η Γερμανία και η Ρουμανία, όπου φυσικά οι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι πλήττονται περισσότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου