Ο Ρ. Μπράιαν Φέργκιουσον είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο Ράτγκερς στο Νιούαρκ των ΗΠΑ και έχει αφιερώσει την ακαδημαϊκή του καριέρα στην προσπάθεια να εξηγήσει γιατί συμβαίνουν οι πόλεμοι. Δεν είναι μαρξιστής, αλλά μελετώντας την ανθρώπινη προϊστορία και ιστορία καταλήγει σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, που μπορεί να τον κακοχαρακτηρίσουν στους αστικούς κύκλους. Πριν τα εξετάσουμε, ας δούμε τι γράφει ένας από τους κλασικούς του μαρξισμού, ο Φρίντριχ Ενγκελς, στο μνημειώδες έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους»: «Η αύξηση της παραγωγής μεγάλωσε ταυτόχρονα την καθημερινή ποσότητα εργασίας, που αναλογούσε στο κάθε μέλος του γένους, της οικιακής συντροφιάς ή της ατομικής οικογένειας. Εγινε επιθυμητή η προσέλκυση νέων εργατικών δυνάμεων. Τις πρόσφερε ο πόλεμος: Οι αιχμάλωτοι πολέμου μετατράπηκαν σε δούλους. Ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, μαζί με την αύξηση της παραγωγικότητας της δουλειάς, δηλαδή του πλούτου, και με τη διεύρυνση του παραγωγικού πεδίου, είχε σαν αναγκαία συνέπεια, κάτω από τις δοσμένες συνολικές ιστορικές συνθήκες, τη δουλεία. Από τον πρώτο μεγάλο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας ξεπήδησε η πρώτη μεγάλη διάσπαση της κοινωνίας σε δύο τάξεις: σε κυρίους και δούλους, σε αυτούς που ασκούσαν εκμετάλλευση και αυτούς που τη δέχονταν».
Ο στόχος
Ανάμεσα στις άλλες ανοησίες, που έχει γράψει ο περιώνυμος «πολιτικός επιστήμων» Φράνσις Φουκουγιάμα, όπως εκείνη περί του «τέλους της Ιστορίας», έγραψε ότι οι ρίζες των πρόσφατων πολέμων και γενοκτονιών πηγαίνουν πίσω δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, έως τους κυνηγούς - τροφοσυλλέκτες προγόνους μας, ακόμη και έως τον κοινό πρόγονό μας με τους χιμπατζήδες. Ενας άλλος μελετητής, ο Μπράντλεϊ Θάιερ, ισχυρίζεται ότι η εξελικτική θεωρία εξηγεί γιατί η ενστικτώδης τάση να προστατεύσει κανείς τη φυλή του, μορφοποιήθηκε στο πέρασμα του χρόνου σε ομαδική ξενοφοβία και εθνοκεντρισμό στις διεθνείς σχέσεις. Αν οι πόλεμοι είναι φυσικές εκρήξεις ενστικτώδους μίσους, τότε γιατί να ψάξει κανείς για άλλες απαντήσεις, αναρωτιέται δίκαια ο Μπ. Φέργκιουσον. Παρ' όλα αυτά εκείνος έψαξε και μελέτησε τις τέσσερις κατηγορίες αποδείξεων που μπορεί να αναζητήσει κανείς σχετικά με το αν ο πόλεμος είναι συνυφασμένος με τον άνθρωπο ως βιολογικό είδος.
Αναζήτηση αποδείξεων
Κάποιες
τοιχογραφίες από την παλαιολιθική περίοδο, πριν από 25.000 χρόνια, που
ανακαλύφθηκαν σε σπηλιές στη Γαλλία, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι
δείχνουν μάχες μεταξύ ανθρώπων, αλλά οι αρχαιολόγοι δεν είναι σύμφωνοι
ως προς το τι εικονίζεται, καθώς μπορούν να δοθούν και άλλες ερμηνείες.
Αλλες σπηλαιογραφίες, όπως εκείνες σε μια σπηλιά στην Ιβηρική Χερσόνησο,
που πιθανόν κατασκευάστηκαν πριν από μόλις 5.000 χρόνια, από
καλλιεργητές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, δείχνουν με μεγαλύτερη
σαφήνεια μάχες και εκτελέσεις.Το δεύτερο αρχαιολογικό εύρημα που μπορεί να πιστοποιήσει πολεμική δραστηριότητα είναι τα όπλα, π.χ. τα πέτρινα ρόπαλα με προεξοχές της Εγγύς Ανατολής. Ομως αυτά τα ρόπαλα χρησιμοποιούνταν και ως σκήπτρα, ενώ τα περισσότερα δεν ήταν κατασκευασμένα έτσι που να αντέξουν πέρα από ένα χτύπημα σε μάχη. Απ' την άλλη, μάχες μπορούν να γίνουν χρησιμοποιώντας εργαλεία της δουλειάς αντί για όπλα, όπως οι σφαγές στη νότια Γερμανία πριν από 7.000 χρόνια, που έγιναν με σκεπάρνια.
Πέρα από τις τοιχογραφίες και τα όπλα, οι αρχαιολόγοι αναζητούν ενδείξεις πολεμικών συγκρούσεων και στις αμυντικές δομές των αρχαίων οικισμών. Τα χωριά που σχηματίστηκαν στη νεολιθική Ευρώπη περιβάλλονταν από αναχώματα, αλλά αυτό μπορεί να σηματοδοτεί απλώς διαχωρισμό διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Ενδείξεις βίαιων επιθέσεων στους σκελετούς αρχαίων ανθρώπων θα μπορούσαν επίσης να σηματοδοτήσουν μάχες και πολέμους. Ομως μόνο ένα στα τρία ή τέσσερα τραύματα που προκαλούνται από κάποιο είδος βλήματος (π.χ. πέτρα) αφήνουν σημάδια σε οστά. Μύτες βελών ή ακοντίων, που βρίσκονται θαμμένες μαζί με πτώματα, μπορεί να τοποθετήθηκαν εκεί για τελετουργικούς λόγους και να μην ήταν η αιτία θανάτου. Θανατηφόρα τραύματα σε ένα πτώμα μπορεί να είναι αποτέλεσμα ατυχήματος, εκτέλεσης ή ανθρωποκτονίας. Η ανθρωποκτονία δεν ήταν σπάνια στην προϊστορική εποχή, αλλά η ανθρωποκτονία δεν είναι πόλεμος. Ακόμη και τα κρανία που βρίσκονται με κάποια θλάση, συνήθως η θλάση είναι τέτοια που δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτία θανάτου.
Συνήθως τα συμπεράσματα της αρχαιολογικής έρευνας είναι ασαφή και δύσκολο να ερμηνευτούν. Πολλά επιμέρους στοιχεία πρέπει να βρεθούν και να συντεθούν, ώστε να σχηματιστεί η υποψία ή η πιθανότητα πολεμικής δραστηριότητας. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν άραγε ενδείξεις ότι οι άνθρωποι πολεμούσαν μεταξύ τους σε ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του ανθρώπινου είδους; Αν κανείς εξετάσει μόνο αρχαιολογικούς χώρους με πολλούς σκελετούς, που έχουν δεχτεί θανατηφόρο πλήγμα, τότε θα βγάλει λαθεμένα συμπεράσματα. Ετσι προκύπτουν αριθμοί όπως ότι το 25% των θανάτων την προϊστορική περίοδο ήταν βίαιοι. Φυσικά, κάθε εύρημα τάφων με βίαια δολοφονημένους κερδίζει μεγάλους τίτλους στα ΜΜΕ. Αντίθετα, οι αμέτρητες ανασκαφές με ευρήματα χωρίς καμία ένδειξη βίας, μένουν στην αφάνεια. Μια ενδελεχής μελέτη των αρχαιολογικών αναφορών από μια συγκεκριμένη περιοχή και χρονική περίοδο για ενδείξεις πολέμου, λέει ο Φέργκιουσον, δίνει τελείως διαφορετική εικόνα. Ο πόλεμος κάθε άλλο παρά πανταχού παρών είναι και δεν φτάνει πέρα από ένα χρονικό σημείο στο παρελθόν. Ο πόλεμος μεταξύ ανθρώπων δεν υπήρχε ανέκαθεν.
Πόλεμοι για τους πόρους
Πολλοί
αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι ο πόλεμος πρωτοεμφανίστηκε σε μερικές περιοχές
κατά τη μεσολιθική περίοδο, που άρχισε μετά την τελευταία εποχή των
παγετώνων, γύρω στο 9700 π.Χ., όταν κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες στην Ευρώπη
εγκαταστάθηκαν μόνιμα σ' αυτές και δημιούργησαν πιο σύνθετες κοινωνίες.
Ο πόλεμος εμφανίστηκε σε διαφορετική χρονική στιγμή σε διαφορετικά
μέρη. Ερείπια εγκαταστάσεων, όπλα και ταφικά ευρήματα από την περιοχή
της Μεσοποταμίας στον βόρειο Τίγρη, υποδείχνουν πόλεμο μεταξύ κυνηγών -
τροφοσυλλεκτών την περίοδο 9750 - 8750 π.Χ. Η πρώτη κατάκτηση πόλης στην
ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας έγινε μεταξύ 3800 και 3500 π.Χ.
Αντίθετα, οι αρχαιολόγοι δεν βρήκαν ενδείξεις πολεμικών συγκρούσεων πριν
το 3200 π.Χ. στην περιοχή του Λεβάντ (από το Σινά έως το νότιο Λίβανο
και τη Συρία).Με την ανάπτυξη της καλλιέργειας του ρυζιού γύρω στο 300 π.Χ. εμφανίζονται σκελετοί με σημάδια βίαιου θανάτου σε τουλάχιστον 10 περιοχές. Στη Βόρεια Αμερική, αλλού η πολεμική βία εμφανίζεται νωρίτερα (Φλόριντα το 5400 π.Χ.) και αλλού αργότερα (στα βορειοδυτικά το 2200 π.Χ. και στις Μεγάλες Πεδιάδες του νότου το 500 μ.Χ.).
Ο Φέργκιουσον θεωρεί ότι οι συνθήκες που έκαναν τον πόλεμο πιο πιθανό ήταν η σταθερή συγκέντρωση πληθυσμού, η συγκέντρωση πόρων (όπως κοπάδια), η πιο πολύπλοκη κοινωνική δομή, η ύπαρξη προϊόντων προς ανταλλαγή και το συνακόλουθο εμπόριο, η καθιέρωση χωρικών ορίων και συλλογικών ταυτοτήτων. Επειδή τα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν όρια στο τι μπορούν να δείξουν, έψαξε το θέμα και από πλευράς εθνογραφίας. Σημειώνει ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος ύπαρξης της ανθρωπότητας, τουλάχιστον 200.000 χρόνια πίσω, οι κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες ζούσαν σε μικρές ομάδες, που συνεργάζονταν μεταξύ τους, ψάχνοντας για τροφή σε αραιοκατοικημένες περιοχές, ενώ είχαν ελάχιστα υπάρχοντα ο καθένας. Οταν άρχισαν να συγκεντρώνονται και στις περισσότερες περιπτώσεις με την ανάπτυξη της γεωργίας, εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά περιορισμοί στην πρόσβαση στα αποθέματα τροφής με βάση το γένος, ενώ εμφανίστηκε και η έννοια της πολιτικής κυριαρχίας. Αργότερα, εμφανίστηκαν και τα κράτη, που δημιούργησαν στρατούς στην περιφέρειά τους και στους δρόμους του εμπορίου.
Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου