Ο
«ευρωκομμουνισμός» είναι η οπορτουνιστική πολιτική που ακολούθησαν μια
σειρά από κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης από τη δεκαετία του
1960.
Την
ονομασία του την πήρε από έναν Ιταλό δημοσιογράφο το 1975 και
υιοθετήθηκε στη συνέχεια και από τους ίδιους τους «ευρωκομμουνιστές»
[1]. Το ζήτημα της διαφορετικής στάσης των κομμουνιστικών κομμάτων πάνω
στο δίλημμα επανάσταση ή μεταρρύθμιση, δηλαδή ανατροπή ή διαχείριση του
συστήματος, κάνει και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη την αποτίμηση του
«ευρωκομμουνισμού». Επιδιωκόμενος στόχος αυτού του άρθρου είναι μια
κριτική του «ευρωκομμουνισμού» υπό το πρίσμα του μαρξισμού – λενινισμού.
Η ανάλυση εστιάζει στη δραστηριότητα των τριών κύριων κομμουνιστικών
κομμάτων που θεωρούνται βασικοί εκφραστές του «ευρωκομμουνιστικού»
ρεύματος (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα,
Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα). Επιχειρείται η κωδικοποίηση της
επιχειρηματολογίας των «ευρωκομμουνιστών» και η ανάλυση της κοινωνικής
τους βάσης. Σε ένα δεύτερο μέρος δίνεται η σύνδεση με την ελληνική
εκδοχή του «ευρωκομμουνισμού» («ΚΚΕ Εσωτερικού»), στη γέννηση και την
ιστορική διαδρομή της.
1. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ “ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ”
Πρώτα
απ’ όλα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως τα καινούρια ρούχα του
«ευρωκομμουνισμού» δεν είναι τόσο καινούρια, όσο παρουσιάστηκαν. Η
υπερτίμηση των μεταρρυθμίσεων και των οικονομικών αγώνων, η αμφισβήτηση
της πρωτοπορίας του προλεταριάτου, η αποκήρυξη της δικτατορίας του, η
αποδοχή της δυνατότητας ειρηνικής μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε
σοσιαλισμό κλπ., αποτελούν στην ουσία τον πυρήνα των αναθεωρητικών
θεωριών, που εμφανίστηκαν αρχικά στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσα από την
αντιπαράθεση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τον Μπερνστάιν [2].
Η θεωρητική απόρριψη της οπορτουνιστικής παρέκκλισης του Μπερνστάιν από
τη Β΄ Διεθνή δε συνδυάστηκε με μια ιδεολογική και οργανωτική θωράκιση
των κομμάτων απέναντι στον οικονομισμό και στον οπορτουνισμό (με
εξαίρεση το κόμμα των μπολσεβίκων στη Ρωσία), ενώ υποτιμήθηκε η
κοινωνική βάση της διαμόρφωσης του οπορτουνισμού στα πλαίσια της
ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Έτσι,
ο «εφιάλτης» για την εργατική τάξη έγινε πραγματικότητα στα χρόνια του
Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των
σοσιαλδημοκρατών ηγετών συνέδραμε στους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς των
αστικών τάξεων των χωρών τους, κραδαίνοντας τα θεωρητικά όπλα του
οπορτουνισμού [3]. Η Κομμουνιστική Διεθνής, που ιδρύθηκε το 1919,
εξέφραζε την ανάγκη κάθαρσης του εργατικού κινήματος από τον
οπορτουνισμό και προσανατολισμού του στην επαναστατική πάλη για την
κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην εποχή του
ιμπεριαλισμού, εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων [4]. Ωστόσο,
η περίπτωση του «ευρωκομμουνισμού» έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον
μελέτης σε σχέση με τον οπορτουνισμό της Β΄ Διεθνούς και την κλασική
σοσιαλδημοκρατία, επειδή εμφανίζεται στο εσωτερικό των κομμουνιστικών
κομμάτων, δηλαδή των επαναστατικών κομμάτων «νέου τύπου», που προήλθαν ως αποτέλεσμα της ρήξης με την παλιά σοσιαλδημοκρατία.
Μια
προσπάθεια ανεύρεσης των «πηγών» του «ευρωκομμουνισμού» στο διεθνές
κομμουνιστικό κίνημα απαιτεί μια βαθύτερη και εκτενέστερη μελέτη. Παρ’
όλα αυτά θα πρέπει να μας προβληματίσει η επίδραση που είχε στην
εμφάνισή του η αδυναμία πολλών κομμουνιστικών κομμάτων την περίοδο του
Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου να συνδέσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό και
αντιφασιστικό αγώνα με την πάλη για την εργατική εξουσία και μάλιστα σε
καιρό επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά από χώρες [5]. Ιδιαίτερα η
συμμετοχή των κομμουνιστικών κομμάτων της Ιταλίας και της Γαλλίας στις
μεταπολεμικές κυβερνήσεις (1945-1948) [6] είναι έκφραση αυτής της
αδυναμίας. Τα συγκεκριμένα κομμουνιστικά κόμματα, μάλιστα, δέχτηκαν
κριτική από την Κομινφόρμ (Γραφείο Πληροφοριών). Μια
πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια μετάλλαξης της κομμουνιστικής στρατηγικής
με το πρόσχημα των «εθνικών ιδιομορφιών» έγινε από το ΚΚ Μεγάλης
Βρετανίας, το οποίο το 1951 υιοθέτησε τη θέση για ένα «βρετανικό δρόμο
προς το σοσιαλισμό».
Παρά
τη μικρή επιρροή του κόμματος και τη ρεφορμιστική παράδοση του
εργατικού κινήματος στη χώρα (από τον καιρό της Α΄ Διεθνούς), η θέση
αυτή έχει ξεχωριστή σημασία για την κατανόηση της κοινωνικοταξικής υφής
του «ευρωκομμουνισμού». Η αλληλεπίδραση των οπορτουνιστικών αντιλήψεων
στο πλαίσιο των κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης και των
κομμουνιστικών κομμάτων των σοσιαλιστικών χωρών θα αποτυπωθεί στην
πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον καπιταλισμό, που υιοθετήθηκε
στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (και σε ένα βαθμό είχε διατυπωθεί και στο 19ο
Συνέδριο) και στην αντίληψη για μια ειρηνική και κοινοβουλευτική
μετάβαση στο σοσιαλισμό στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης [7]. Η
παγκόσμια συνδιάσκεψη των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων [8]
(Νοέμβρης 1957) υιοθέτησε τη λογική του ειρηνικού περάσματος, ενώ το 22ο
Συνέδριο του ΚΚΣΕ προχώρησε στην αποδοχή της θεωρίας του «παλλαϊκού
κράτους», η οποία δηλώνει εμμέσως την παύση της ταξικής πάλης στα
πλαίσια της Σοβιετικής Ένωσης και των υπόλοιπων σοσιαλιστικών κρατών
[9]. Από εκεί και πέρα θα αρχίσει με μια διαφορετική επιτάχυνση
η πορεία των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών της Δυτικής Ευρώπης προς
τον «ευρωκομμουνισμό». Σημαντικές στιγμές, οι οποίες αξιοποιήθηκαν από
τους «ευρωκομμουνιστές» αντιπαραθετικά προς τη Σοβιετική Ένωση, είναι
τόσο η διαμάχη των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Κίνας και της ΛΔ της
Κορέας και του Εργατικού Κόμματος Αλβανίας με το ΚΚΣΕ (1961), όσο και η
διεθνιστική βοήθεια των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην
Τσεχοσλοβακία (1968).
2. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Οι
«ευρωκομμουνιστές», όπως και γενικά οι οπορτουνιστές, δεν παρουσίασαν
ποτέ μια ολοκληρωμένη συνεκτική αντίληψη για τη στρατηγική, γεγονός που
εξηγείται από τους ίδιους στο όνομα της εθνικής ιδιομορφίας. Ακόμα
και κριτικοί του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος επισημαίνουν την
αοριστία των θέσεών του, μη αντιλαμβανόμενοι ότι ο υποκειμενισμός και ο
εκλεκτικισμός είναι στοιχεία της ιδεολογίας και πολιτικής του
οπορτουνισμού που «παντρεύει» το μαρξισμό με αστικές θεωρήσεις. Αν
δούμε όμως τα πράγματα με λίγη περισσότερη προσοχή και αν διακρίνουμε
κάτω από τις υπαρκτές διαφορές κουλτούρας, ιστορίας, συμφερόντων,
πολιτικής συγκυρίας [10] κλπ. τον πολιτικό λόγο των «ευρωκομμουνιστών»,
μπορούμε να εντοπίσουμε τους βασικούς πυλώνες μιας πολιτικής αντίληψης, η
οποία – αντίθετα με ό,τι διατείνεται – έρχεται σε σύγκρουση με τον
πυρήνα της ταυτότητας του κομμουνιστικού κινήματος και των στόχων του.
Συγκεκριμένα,
ενώ η εργατική τάξη αυξάνεται, ως συνέπεια της ένταξης στις γραμμές της
μικροαστικών στρωμάτων που καταστρέφονται, αλλά κι εξαιτίας επέκτασης
των καπιταλιστικών σχέσεων σε νέους κλάδους της βιομηχανίας, οι
«ευρωκομμουνιστές» θεωρούσαν ότι η εργατική τάξη μειωνόταν, επειδή
μειωνόταν ο αριθμός των χειρώνακτων εργατών. Και ταυτόχρονα,
ότι ο μειωμένος – όπως εκτιμούσαν – ρόλος της στην παραγωγική διαδικασία
έφερνε στην πρωτοπορία τους διανοούμενους. Με άλλα λόγια, η νόθευση του
εργατικού χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος εκφράζεται στην
αναθεώρηση της μαρξιστικής θέσης για την ιστορική αποστολή της εργατικής
τάξης στην κοινωνική εξέλιξη. Η απώλεια της ταξικής ουσίας και
αποστολής του κομμουνιστικού κόμματος έχει ως συνέπεια ο ρόλος των
«ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων να αναλώνεται σε κενές φράσεις και να
οδηγείται σε μια συνύπαρξη της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά
στοιχεία στην κοινωνική του σύνθεση και της μαρξιστικής παράδοσης με τη
ρεφορμιστική ταυτότητα στην ιδεολογική του αναφορά.
Ως
αποτέλεσμα, η οποιαδήποτε κομμουνιστική φρασεολογία αποσκοπούσε απλά
και μόνο στην κάλυψη της ανάγκης για διαφοροποίηση από τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Οι «ευρωκομμουνιστές» παρουσιάζουν την
τεχνολογική πρόοδο και την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη ως στοιχεία
μεταρρύθμισης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, δίχως τη σοσιαλιστική
επανάσταση και την αντίστοιχη κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική
τάξη (προλεταριακή εξουσία) [11], η οποία θα λύσει την αντίφαση
ανάμεσα στις «γέρικες» σχέσεις παραγωγής και τις διαρκώς αναπτυσσόμενες
παραγωγικές δυνάμεις που ασφυκτιούν μέσα σε αυτές, αντιστοιχίζοντας την
κοινωνικοποίηση της εργασίας με την κοινωνική ιδιοκτησία. Πρόκειται για
μια γνωστή από την εποχή του Μπερνστάιν μεταρρυθμιστική αντίληψη που
αντιστρατεύεται την επαναστατική πάλη και το διαλεκτικό υλισμό
γενικότερα.
Κάτω
από το φως της «ευρωκομμουνιστικής» ανάλυσης, ο σοσιαλισμός
παρουσιάζεται ως απότοκος μιας μακρόχρονης πορείας μεταρρυθμίσεων στο
οικονομικό και το πολιτικό πεδίο [12].Ο Λένιν επισήμαινε για τις
μεταρρυθμίσεις: «Οι
οπαδοί των μεταρρυθμίσεων θα εξαπατούνται από τους υπερασπιστές του
παλιού, εφόσον δε θα καταλάβουν ότι κάθε παλιός θεσμός, όσο παράλογος
και σάπιος και αν φαίνεται, κρατιέται από τις δυνάμεις τούτων ή εκείνων
των κυρίαρχων τάξεων. Και για να σπάσουμε την αντίσταση αυτών των τάξεων
υπάρχει μόνο ένα μέσο: να βρούμε μέσα στην ίδια την κοινωνία που μας
περιβάλλει, να διαφωτίσουμε και να οργανώσουμε για την πάλη τις δυνάμεις
εκείνες, που μπορούν – και λόγω της κοινωνικής τους θέσης οφείλουν – να
αποτελέσουν τη δύναμη την ικανή να σαρώσει το παλιό και να δημιουργήσει
το νέο» [13].
Οι
«ευρωκομμουνιστές», προσπαθώντας να διαχωριστούν από τον κλασικό
ρεφορμισμό, μιλούσαν για «βαθιές μεταρρυθμίσεις», για «μετασχηματισμούς»
στην οικονομία. Όμως στην πράξη αναγόρευαν – με μια φωνή μαζί με τους
σοσιαλδημοκράτες – τις «εθνικοποιήσεις» (κρατικοποιήσεις κάποιων
μονοπωλίων) ως πορεία προς το σοσιαλισμό, αποκρύπτοντας ότι οι
εθνικοποιήσεις δεν είναι έξω από την αστική διαχείριση, στην εποχή του
μονοπωλιακού καπιταλισμού μπορούν να γίνονται, υπηρετώντας τα συμφέροντα
των μονοπωλίων. Τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα δεν πρότειναν την
κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, πάνω στην οποία θα
στηριχτεί ο κεντρικός σχεδιασμός και ο εργατικός έλεγχος, αλλά μια «πιο
δίκαιη συναινετική ανακατανομή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία».
Κατ’
αυτό τον τρόπο, το αστικό κρατικό εποικοδόμημα εμφανίζεται ως ρυθμιστής
της ταξικής πάλης, αφού αρκούν κάποιες πολιτικές επιλογές για την
οικονομία για να καθορίσουν την έκβασή της. Έτσι ανατρέπεται η
διαλεκτική σχέση βάσης και εποικοδομήματος και το κράτος προβάλλεται ως
όργανο που μπορεί να κατακτηθεί από «τις ζημιούμενες τάξεις».[14]Αυτή
η προσέγγιση αντιστρατεύεται την πεμπτουσία της μαρξιστικής διδασκαλίας
για την πάλη των τάξεων που στον καπιταλισμό κορυφώνεται με το τσάκισμα
του αστικού κράτους. Επακόλουθο αυτής της προσέγγισης είναι μια αταξική
προβολή της δημοκρατίας, η οποία βρίσκεται υπεράνω των σχέσεων
παραγωγής και του «γενετικού υλικού» του κράτους. Η δημοκρατία
παρουσιάζεται ως εγγυητής της κοινωνικής προόδου και της δυνατότητας του
προλεταριάτου να κατακτήσει την εξουσία, αποκαθαρμένη από τις ταξικές
της δεσμεύσεις. [15] Στο όνομα μιας πραγματικής δημοκρατίας, μιας
«καθαρής» δημοκρατίας που θα είναι η έκφραση της μεγάλης πλειοψηφίας του
πληθυσμού, εσκεμμένα λησμονείται ότι η αστική δημοκρατία ήταν και
παραμένει μορφή της ταξικής κυριαρχίας (δικτατορίας) και πως όταν τα
οικονομικά βάθρα της κυριαρχίας του κεφαλαίου αμφισβητούνται, η αστική
δημοκρατία γρήγορα αποκαλύπτει ανοιχτά τον πραγματικό χαρακτήρα της,
διεξάγοντας έναν ταξικό αγώνα ζωής ή θανάτου για την επιβίωση της
κυριαρχίας του κεφαλαίου.[16] Ως απόρροια αυτής της λογικής, αντί ο
σοσιαλισμός να συνιστά δημοκρατία για τους εργάτες και τους
εκμεταλλευόμενους, της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού,
καταπιέζοντας τους καταπιεστές, ταυτίζεται με τη διεύρυνση της αστικής
δημοκρατίας.[17]
Τα
«ευρωκομμουνιστικά» κόμματα, μπολιασμένα με τα αστικά ιδεολογήματα για
τη δημοκρατία, δε βλέπουν τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις ως
καταλύτη για τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης που θα φέρει τη
σοσιαλιστική επανάσταση στην ημερήσια διάταξη, αλλά καλούν την εργατική
τάξη να συμμορφωθεί στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, μπροστά στο
φόβο της βίαιης αντίδρασης της αστικής τάξης.[18] Ως άμεση
συνέπεια, οι «ευρωκομμουνιστές» μιλούν για την ανάγκη η εργατική τάξη να
φορτωθεί από κοινού με τους αστούς το βάρος των αδιεξόδων του
καπιταλισμού.[19] Αποτέλεσμα είναι η επανάσταση να λοιδορείται ως
«ξεπερασμένο» μέσο, το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί μόνο μέσα στο
πλαίσιο προγενέστερων οικονομικοκοινωνικών συστημάτων, ενώ η πάλη μέσα
από τα αστικά κοινοβούλια να υπερτιμάται και να απολυτοποιείται και η
αστική νομιμότητα να εξυμνείται.[20] Η δε πάλη των κομμουνιστικών
κομμάτων για την προλεταριακή εξουσία αντικαθίσταται – από τους
«ευρωκομμουνιστές» – με την από τα μέσα κατάκτηση των θεσμών του
καπιταλιστικού συστήματος, όπως προαναφέρθηκε.
Στο
επίπεδο των διεθνών σχέσεων, οι «ευρωκομμουνιστές», αξιοποιώντας την
οπορτουνιστική αντίληψη για «ειρηνική συνύπαρξη» του σοσιαλισμού και του
καπιταλισμού που είχε επικρατήσει εκείνη την περίοδο στο κομμουνιστικό
κίνημα, οδηγήθηκαν στο μικροαστικό πασιφισμό, «ξεχνώντας» πως ο
Λένιν υποστήριζε ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο
από τη συνέχεια της ιμπεριαλιστικής ειρήνης και κατά συνέπεια, μόνο η
μετατροπή του σε σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να χτυπήσει τη ρίζα του
«κακού».[21]
Πώς
όμως οι «ευρωκομμουνιστές» θα υπερασπιστούν τη διαφορετική τους
υπόσταση μέσα σε μια Ευρώπη χωρισμένη σε «δύο αντίπαλους
στρατιωτικοπολιτικούς σχηματισμούς», όπως οι ίδιοι επανειλημμένα
καταγγέλλουν, αναπαράγοντας τις αντιλήψεις περί δύο υπερδυνάμεων, που
σήμαινε ότι στην πράξη εξομοίωναν τα σοσιαλιστικά κράτη με τα
ιμπεριαλιστικά; Σε
πολιτικό επίπεδο επιχειρηματολογούσαν με εκλεκτικισμό υπέρ ενός
εναλλακτικού σχεδίου για μια ανεξάρτητη «Ευρώπη των λαών», η οποία θα
μπορούσε να επιβιώσει ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (τις
δύο αντίπαλες συμμαχίες). Διακήρυσσαν μια συμμαχία των
καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης, παρακάμπτοντας το πραγματικό ερώτημα
του Λένιν για το αν θα πρόκειται για μια καπιταλιστική – επομένως
αντιδραστική – ή σοσιαλιστική ένωση της Ευρώπης.[22]
Στην
πραγματικότητα και πέρα από το επίπεδο των διακηρύξεων, οι
«ευρωκομμουνιστές» ξεπέρασαν και την προβεβλημένη θέση της
ουδετερότητας. Στήριξαν την είσοδο των χωρών τους στο ΝΑΤΟ, προς χάριν
της «ισορροπίας», ενώ η φιλειρηνική και ανεξάρτητη Ευρώπη ταυτίστηκε με
την ΕΟΚ. Σε όχι λίγες περιπτώσεις τα λευκά περιστέρια της
ειρήνης γίνονταν γεράκια του πολέμου για να υπερασπιστούν τις χώρες
τους, «παραλείποντας» το ιμπεριαλιστικό παρελθόν και παρόν τους [23],
προτάσσοντας την υπεράσπιση της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων και
εγκαταλείποντας το δίκαιο πόλεμο της εργατικής τάξης.
Σαφώς
οι παραπάνω στρεβλώσεις των «ευρωκομμουνιστών» δεν έγιναν από τη μια
μέρα στην άλλη, αλλά ήταν αποτέλεσμα σταδιακών παρεκκλίσεων και
διολισθήσεων προς τη γραμμή ενός διαφορετικού δρόμου προς το σοσιαλισμό,
ο οποίος ευνοούνταν, δήθεν, από τη μεταπολεμική αποδυνάμωση του
καπιταλισμού. Ας δούμε όμως και τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της
στρατηγικής τους.
3. Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΗΣ «ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ» ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Φυσικά,
μέσα στο πλαίσιο αυτού του άρθρου δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε
ολοκληρωμένα την ιστορία των τριών κομμάτων (Ιταλικό ΚΚ, Γαλλικό ΚΚ και
Ισπανικό ΚΚ) και κατ’ επέκταση την πολιτική ιστορία τριών χωρών. Στην
παρούσα φάση παρουσιάζονται άξονες με τους σταθμούς της πορείας των
τριών κομμάτων με σκοπό να βοηθήσουν στην περαιτέρω κατανόηση του
ζητήματος.
TO ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Μετά
την εκδίωξή του από την κυβέρνηση (1948) και αργότερα, το Ιταλικό
Κομμουνιστικό Κόμμα ακολούθησε μια εξαιρετικά νομιμόφρονη στάση (το
διάστημα 1948 – 1968 ψήφισε τα νομοσχέδια που κατατέθηκαν στην ιταλική
Βουλή [24]), προωθώντας διαρκώς την εικόνα του παράγοντα σταθερότητας.
Αρχικά,
το κόμμα διατήρησε σχέσεις φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση. Το 1964
πεθαίνει ο ιστορικός Γραμματέας Παλμίρο Τολιάτι και λίγο μετά το θάνατό
του δημοσιεύεται το γράμμα του προς τον Χρουστσόφ, όπου τάσσεται υπέρ
του «πολυκεντρισμού», βασικό σημείο αναφοράς στην πολιτική των
«ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων.[25] Την ίδια στιγμή, το Ιταλικό
Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το μόνο αντιπολιτευόμενο κόμμα, μετά το
σχηματισμό κυβέρνησης από τους χριστιανοδημοκράτες σε συνεργασία με τους
σοσιαλδημοκράτες, τους «σοσιαλιστές» και τους ρεπουμπλικάνους. Το
κρίσιμο δίλημμα που τέθηκε ήταν: μια πολιτική ρήξης με το αστικό
πολιτικό σύστημα, με σκοπό την ανατροπή του καπιταλισμού ή μια
προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος στο πλαίσιό
του; Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα επέλεξε ξεκάθαρα το δεύτερο δρόμο.
Το
φθινόπωρο του 1969 σημειώνονται διευρυμένες κινητοποιήσεις στα
εργοστάσια της Ιταλίας, οι οποίες αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη κοινωνική
κρίση που γνώρισε η Ιταλία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [26]. Οι
καταληψίες ξεπέρασαν τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι
οποίες στο σύνολό τους υιοθετούσαν τη λογική της διαχείρισης, και
συσπείρωσαν το 80% των εργατών. Παρ’ όλα αυτά, κάτω από την έλλειψη
οποιουδήποτε πολιτικού στόχου και την απουσία κομμουνιστικού πολιτικού
φορέα, οι εργατικές κινητοποιήσεις έληξαν με την ικανοποίηση κάποιων
οικονομικών αιτημάτων.
Στο
13ο Συνέδριο (1972) το κόμμα για πρώτη φορά διακηρύσσει ότι δεν είναι
αρκετή μια πολιτική συνεργασιών με την αριστερά για την αλλαγή του
πολιτικού σκηνικού. Τα
γεγονότα της Χιλής (1973) [27] αποτέλεσαν το πρόσχημα για την εμφάνιση
του «ιστορικού συμβιβασμού». Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με ηγέτη
τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης της «Λαϊκής
Ενότητας» από τη δικτατορία του Πινοσέτ, δεν οδηγείται στο συμπέρασμα
για ανάγκη προετοιμασίας του κινήματος για την αξιοποίηση όλων των
μορφών πάλης και της ένοπλης ενάντια στην άσκηση βίας από την αστική
τάξη και το διεθνή ιμπεριαλισμό, αλλά, αντίθετα, καταλήγει στο
συμπέρασμα για την ανάγκη μιας ευρύτερης συμμαχίας κομμουνιστών –
σοσιαλδημοκρατών – χριστιανοδημοκρατών (ιδεολόγημα του «ιστορικού
συμβιβασμού»), η οποία δε θα φοβίζει την αστική τάξη [28]. Είναι
φανερό από την πολιτική αυτή τοποθέτηση ότι το Ιταλικό Κομμουνιστικό
Κόμμα δεν αποσκοπούσε να αξιοποιήσει την οικονομική κρίση για να
φανερώσει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, αλλά για να αναβαθμίσει το ρόλο
του στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης και γι’ αυτό το λόγο ο
Μπερλίνγκουερ κάλεσε τους εργάτες να επωμιστούν από κοινού την κρίση.
Στις εκλογές του 1976 το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε το 34,4% των
ψήφων, γεγονός που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εκλογική του επιτυχία. Το
αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας ήταν η στήριξη της κυβέρνησης το 1977, με
αντάλλαγμα την προεδρία στο Κοινοβούλιο και σε κάποιες από τις
σημαντικότερες επιτροπές του.
Μέσα
σε αυτό το κλίμα το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να
διαμορφώσει μια κοινή στρατηγική με τα υπόλοιπα «ευρωκομμουνιστικά»
κόμματα στις συναντήσεις του 1975 και στη συνδιάσκεψη των κομμουνιστικών
κομμάτων της Ευρώπης στο Βερολίνο το 1976 [29]. Αποκορύφωμα αυτής της
διαδικασίας ήταν η κοινή συνάντηση των τριών βασικών
«ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων στη Μαδρίτη το 1977.
Η
συμμετοχή στην κυβέρνηση όμως δεν αποτέλεσε τη δικαίωση, αλλά τη
χρεοκοπία των «ευρωκομμουνιστικών» θεωριών, τουλάχιστον με αυτή τη
μορφή. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αντί να διαβρώσει την αστική
εξουσία, διαβρώθηκε το ίδιο. Το περιβόητο σύνθημα του Ιταλικού
Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι αποτελεί ταυτόχρονα κόμμα διαμαρτυρίας και
κόμμα εξουσίας, έγινε σμπαράλια στη μέγγενη του κυβερνητισμού, μέλη και
ψηφοφόροι του άρχισαν να απογοητεύονται, γεγονός με άμεσο αντίκρισμα στα
εκλογικά του ποσοστά. Οι προσπάθειες «διάσωσης» του κύρους του κόμματος
στηρίζονταν στην όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από το μαρξισμό –
λενινισμό, αναπαράγοντας τα πολιτικά του αδιέξοδα [30]. Ως νέα πρόταση
εξουσίας σερβιρίστηκε ξαναζεσταμένη η πολιτική συνεργασίας με τους
σοσιαλδημοκράτες. Η πορεία ταχύτατης σοσιαλδημοκρατικοποίησης
ολοκληρώθηκε με τη διάλυση του κόμματος στις αρχές της δεκαετίας του
1990, υπό το φως των αντεπαναστατικών εξελίξεων στην ΕΣΣΔ και στην
Ανατολική Ευρώπη και το βάρος των οικονομικών σκανδάλων που συντάραξαν
και τα τρία κόμματα (που θα ενσάρκωναν, κατά τον Μπερλίνγκουερ, τον
ιστορικό συμβιβασμό) [31].
ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Η
πορεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος προς τον «ευρωκομμουνισμό»
αρχίζει το 1964, όταν κατά τη διάρκεια του 17ου Συνεδρίου του
αποκηρύσσονται η δικτατορία του προλεταριάτου και η βίαιη κατάληψη της
εξουσίας [32]. Το 1965 κοινός υποψήφιος κομμουνιστών και
σοσιαλδημοκρατών ορίζεται ο Φρανσουά Μιτεράν. Για τα γεγονότα
της Τσεχοσλοβακίας το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα άσκησε ήπια κριτική
στην ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, γεγονός που δεν εμπόδισε την
αποχώρηση του ηγέτη των «ανανεωτικών» Γκαροντί, αλλά που οδήγησε σε
παραίτηση από την άλλη πλευρά τη χήρα του Μορίς Τορέζ.
Τα
γεγονότα του Μάη του 1968, τα οποία διογκώθηκαν με τη συμμετοχή της
εργατικής τάξης και τις καταλήψεις εργοστασίων, βρήκαν το Γαλλικό
Κομμουνιστικό Κόμμα – παρά τη συμμετοχή του στις κινητοποιήσεις – να μην
μπορεί να αποδείξει την ιδεολογικοπολιτική του πρωτοπορία. Υιοθέτησε
την πρόταση των σοσιαλδημοκρατών για μεταβατική κυβέρνηση και όταν ο Ντε
Γκολ αποφάσισε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, έχοντας ως εχέγγυο τα
προηγούμενα εκλογικά του αποτελέσματα, ρίχτηκε στην εκλογική μάχη,
συμβάλλοντας στο σταμάτημα των κινητοποιήσεων. Δεν προσπάθησε
να θέσει αιτήματα πέραν του οικονομισμού και της διαχείρισης. Από την
άλλη πλευρά, η έλλειψη σαφούς επαναστατικής στρατηγικής ήταν η τροφή της
υπερεπαναστατικής φρασεολογίας και ταυτόχρονα αντικομμουνιστικής δράσης
των ηγετών των αριστεριστών φοιτητών. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το
πολιτικό καθεστώς κατόρθωσε εύκολα να διαχειριστεί την κρίση μέσω των
εκλογών και να οδηγήσει σε απογοήτευση τους αγωνιζόμενους φοιτητές και
εργάτες. Η αντιπαράθεση του Γαλλικού ΚΚ με τις αριστερίστικες ομάδες (οι
οποίες ανέπτυξαν θεωρίες περί κατάργησης της ιστορικής αποστολής της
εργατικής τάξης και προωθούσαν τον αντισοβιετισμό) δεν αφορούσε την πάλη
για το σωστό πολιτικό προσανατολισμό και την αντιμετώπιση των
στρεβλώσεών τους, αλλά γινόταν στο όνομα της υπεράσπισης της «κοινωνικής
ειρήνης». Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τη διακήρυξη του Σαμπινί
(1969), αλλά και από το
κοινό εκλογικό πρόγραμμα κομμουνιστών – σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές
του 1972, όπου, ανάμεσα στα άλλα, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα
συμμετοχής της χώρας στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ [33].
Στις
προεδρικές εκλογές του 1974 η συνεργασία κομμουνιστών –
σοσιαλδημοκρατών πέτυχε ένα καλό αποτέλεσμα. Το 1976 το Γαλλικό
Κομμουνιστικό Κόμμα, κατά τη διάρκεια του 22ου Συνεδρίου, εναρμονίζει
τις θέσεις του με τον «ευρωκομμουνισμό» και αποδέχεται τον
πολυκομματισμό μέσα στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, ενώ δεν παρίσταται στο
25ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ αντιπρόσωπος του κόμματος [34]. Το 1977 συμμετέχει
στην κοινή διακήρυξη των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων στη Μαδρίτη.
Την
επόμενη όμως χρονιά, στις εκλογές και τις ευρωεκλογές, καταγράφεται
εξασθένιση των κομμουνιστών σε σχέση με τους σοσιαλδημοκράτες. Από την
άλλη, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να επαναπροσεγγίσει τη
Σοβιετική Ένωση, δραστηριότητα που θα κορυφωθεί μέσω της διακοπής της
συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες και της υποστήριξης της Σοβιετικής
Ένωσης στον πόλεμο του Αφγανιστάν (1979). Η νέα στάση απέναντι στη
Σοβιετική Ένωση επιβεβαιώνεται και στο 23ο Συνέδριο του Γαλλικού
Κομμουνιστικού Κόμματος (1979), οι αποφάσεις του οποίου συνεχίζουν να
κλείνουν το μάτι και στους «ευρωκομμουνιστές». Το πρόγραμμα του 23ου
Συνεδρίου προσεγγίζει κατά πολύ αυτό των σοσιαλδημοκρατών και ταυτόχρονα
αποκηρύσσει το «σταλινισμό» [35].
Η
παλινωδία του κόμματος θα συνεχιστεί, όταν το 1981 οδηγείται μετά από
ένα κακό εκλογικό ποσοστό – και αφού το ίδιο όλα τα προηγούμενα χρόνια
έχει καλλιεργήσει τις αυταπάτες περί κυβέρνησης της αριστεράς – σε
κυβερνητική συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες συμμετέχοντας με
τέσσερις υπουργούς [36]. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υιοθέτησε τα
βασικά σημεία του κυβερνητικού προγράμματος των σοσιαλδημοκρατών και τα
τρία επόμενα χρόνια παραπαίει ανάμεσα στην «προοδευτική διακυβέρνηση»
και την αντιπολίτευση, για να αποχωρήσει από την κυβέρνηση το 1984. Έχει
όμως χάσει το κύρος του αγωνιζόμενου κόμματος και παράλληλα τα ποσοστά
του δεν μπορούν πια να εγγυηθούν ούτε καν τη διαχειριστική του
χρησιμότητα. Ο διμέτωπος αγώνας (έναντι των σοσιαλδημοκρατών
και των γκολικών) που θα κηρυχτεί στα πλαίσια του 25ου Συνεδρίου συνιστά
περισσότερο μια νέα καιροσκοπική αλλαγή [37], η οποία όμως δε θα
συγκινήσει ακόμα και τους πιο πιστούς οπαδούς του Γαλλικού
Κομμουνιστικού Κόμματος, που κουράστηκαν από τις συνεχείς του
ταλαντεύσεις.
Στα
τέλη της δεκαετίας του 1980 το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κινήθηκε πια
οριστικά στην κατεύθυνση της συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες και
της αναθεώρησης των αρχών του, ενώ λίγο αργότερα αφαίρεσε από το σήμα
του και το σφυροδρέπανο, το οποίο έτσι και αλλιώς για πολλά χρόνια
βρισκόταν μακριά από την πολιτική του πρακτική.
ΤΟ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Στο
5ο Συνέδριο του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (1954) εκφράστηκε η
διαμάχη ανάμεσα στην «παραδοσιακή» του ηγεσία και τον μετέπειτα Γενικό
Γραμματέα του κόμματος, Σαντιάγκο Καρίγιο, η οποία ολοκληρώθηκε στο 6ο
Συνέδριο (1959) με την υιοθέτηση από την πλευρά του κόμματος της
πολιτικής της «εθνικής συμφιλίωσης» για την ανατροπή της φρανκικής
δικτατορίας με ειρηνικά μέσα [38]. Η αποδοχή της πολιτικής του 20ού
Συνεδρίου αποτελεί ουσιαστικά την αφετηρία για την προσπάθεια
διαχωρισμού του κόμματος από την ως τότε πολιτική του πρακτική. Το
γεγονός αυτό πιστοποιείται από τη δραστηριότητα του κόμματος την επόμενη
δεκαετία, οπότε και κατευθύνθηκε στην προσπάθεια οικοδόμησης ευρέων
συμμαχιών στη βάση της κατοχύρωσης της αστικής δημοκρατίας και στην
καταδίκη της πολιτικής του ΚΚΣΕ, με αποκορύφωμα τη στάση του απέναντι
στα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας.
Παρά
τις όποιες εκτιμήσεις, ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του
1960, το φρανκικό καθεστώς παραμένει ακμαίο. Την ίδια στιγμή όμως, οι
δυνάμεις του κόμματος πολλαπλασιάζονται, όπως και η δράση του στους
διάφορους εργατικούς χώρους [39]. Η αυγή της δεκαετίας του 1970 θα βρει
το κόμμα με ανεβασμένη επιρροή σε μια σειρά χώρους, αλλά και με μια
προσπάθεια συνεργασιών, η οποία εκτεινόταν από το μικρό Λαϊκό
Σοσιαλιστικό Κόμμα ως και τους οπαδούς του πρίγκιπα Κάρλος, στη βάση της
οποίας ιδρύθηκε η Junta Democratica. Το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα
δηλώνει ότι οι επιλογές αφορούν και τη μετά Φράνκο εποχή και δέχεται την
προοπτική μιας μελλοντικής εισόδου της χώρας σε ΝΑΤΟ και ΕΟΚ [40]. Έτσι
και αλλιώς, το 8ο Συνέδριο του κόμματος (1972) και το Προγραμματικό του
Κείμενο (1973) είχαν στηριχτεί στο βασικό ιδεολογικό πυρήνα του
«ευρωκομμουνισμού» [41].
Η
ασθένεια και ο θάνατος του Φράνκο πυροδοτεί μια έντονη κινητικότητα από
την πλευρά της αστικής τάξης και των κομμάτων της, φανερώνοντας πως οι
ημέρες του δικτατορικού καθεστώτος ήταν μετρημένες. Απόρροια αυτής της
νέας συνθήκης είναι και η ένωση της Junta Democratica με τη Platforma de
Convergencia (αντιδικτατορική οργάνωση συνεργασίας σοσιαλδημοκρατών και
χριστιανοδημοκρατών), που δήλωνε όχι μόνο τη θέληση του λαού για την
ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος, αλλά και την επιθυμία της εγχώριας
αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών για μετάβαση σε μια αστική
δημοκρατία, αφού και το παλιό καθεστώς δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί
στα συμφέροντά τους [42]. Η κατάσταση αυτή πολιτικά αποκρυσταλλώνεται με
το διορισμό στη θέση του δοτού (από το βασιλιά) πρωθυπουργού του
μετριοπαθούς Αδόλφο Σουάρεθ (Ιούνιος 1976), ο οποίος υπόσχεται
εκδημοκρατισμό και εκλογές για την επόμενη χρονιά.
Μέσα
σε ένα κλίμα αισιοδοξίας για τον αστικό εκδημοκρατισμό και τη
νομιμοποίηση του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το Μάρτιο του 1977,
το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα συνυπογράψει τη διακήρυξη της
Μαδρίτης. Η αλλαγή της μορφής της αστικής εξουσίας δε συνοδεύεται από
αλλαγές στην πολιτική του κόμματος. Η
ηγεσία του κόμματος υπό τον Καρίγιο προσπαθεί να κατοχυρώσει και
ιδεολογικοπολιτικά τον «ευρωκομμουνισμό», μιλώντας για την ανάγκη μιας
κοινής πολιτικής κομμουνιστών – σοσιαλδημοκρατών και φιλελεύθερων
δημοκρατών για την εδραίωση της δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα
είναι το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα να λάβει χαμηλό ποσοστό σε σχέση
με τις προσδοκίες του στις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1977 [43] και να
μην μπορέσει να καρπωθεί (εκλογικά) την τεράστια συμβολή του σε όλες
τις φάσεις του αντιδικτατορικού αγώνα.
Ακολουθώντας
την ίδια πολιτική, το κόμμα συνυπόγραψε μαζί με το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα
και τους σοσιαλδημοκράτες μια κοινή διακήρυξη, η οποία προέβλεπε τη
συμφωνία των κομμάτων για μια συναινετική αντιμετώπιση της κρίσης και
για μια κατασταλτική πολιτική έναντι της βασκικής οργάνωσης ΕΤΑ, με
αντάλλαγμα την κάλυψη περιορισμένων οικονομικών αιτημάτων των
εργαζομένων και των συνταξιούχων. Ενώ οι «ευρωκομμουνιστές» προσπάθησαν
να περιορίσουν τις εργατικές κινητοποιήσεις για να αποδείξουν ότι
αποτελούν παράγοντα σταθερότητας, οι σοσιαλδημοκράτες αξιοποίησαν την
πολιτική του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος για την αναρρίχησή τους
στην εξουσία.
Έτσι
οι σοσιαλδημοκράτες εμφανίστηκαν μαχητικά αντιπολιτευόμενοι της
φιλελεύθερης κυβέρνησης και κατάφεραν να αποκτήσουν κύρος και στον
προνομιακό χώρο του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή στα
συνδικάτα. Το 1978, το 9ο Συνέδριο του κόμματος απορρίπτει το λενινισμό,
συνεχίζοντας την πορεία μετάλλαξής του [44]. Πρόσκαιρα στις εκλογές του
1979 βελτιώνει το ποσοστό του, λόγω της έντασης και της βίας από
παραστρατιωτικούς και την ΕΤΑ που κάνουν να φαίνεται θελκτική η πρόταση
ευρείας συνεργασίας για αποφυγή ενός νέου πραξικοπήματος. Το 10ο
Συνέδριο (1981) θα είναι μια διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς της συνολικής
αναθεώρησης και τους «ευρωκομμουνιστές», η οποία δε θα μπορέσει να
σώσει το κόμμα από την εκλογική κατρακύλα στις εκλογές του 1982. Το
σημαντικότερο όμως είναι ότι το κόμμα, όλα αυτά τα χρόνια, απομακρύνθηκε
από τις αρχές του και έχασε την παραδοσιακή του εργατική βάση, με
αποτέλεσμα η πολιτική του πρόταση σταδιακά να εκπέσει σε καιροσκοπικές
συμμαχίες, οι οποίες γίνονταν στο όνομα κάποιου αόρατου εχθρού της
αστικής δημοκρατίας και άφηναν άθικτη την αστικοδημοκρατική διαχείριση
των συμφερόντων του κεφαλαίου. Ο επόμενος Γενικός Γραμματέας
προσανατόλισε το κόμμα σε μια πολιτική διάχυσης στο ευρύτερο σχήμα της
«Ενωμένης Αριστεράς» και συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η
πολιτική συνεχίζεται ως τις ημέρες μας.
4. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Οι
«ευρωκομμουνιστές» εμφάνιζαν τη στρατηγική τους ως αποτέλεσμα των
ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάστηκαν στις δυτικές
καπιταλιστικές κοινωνίες μετά το τέλος του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Οι
δεδομένες συνθήκες της καπιταλιστικής Δυτικής Ευρώπης δε σηματοδότησαν
αλλαγή εποχής στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά, αντίθετα, επιβεβαίωσαν το
χαρακτήρα της εποχής, ως εποχή του ιμπεριαλισμού και της αναγκαιότητας
των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και κατά συνέπεια δε δικαιολογούν την
αλλαγή της στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων. Μήπως όμως οι
συνθήκες αυτές ευνόησαν παράλληλα την ανάπτυξη του «ευρωκομμουνισμού»; Ο
προσδιορισμός της κοινωνικοταξικής αναφοράς του «ευρωκομμουνισμού»
είναι απαραίτητος, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το επίπεδο του
ιδεολογικού υποκειμενισμού.
Πρέπει
να δούμε την «ευρωκομμουνιστική» στροφή στα κομμουνιστικά κόμματα ως
αποτέλεσμα δεδομένων συνθηκών, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δε θα μπορούσε
να ακολουθηθεί ένας διαφορετικός επαναστατικός δρόμος. Βεβαίως αυτός ο
προβληματισμός δεν μπορεί να εξαντληθεί στο παρόν άρθρο. Το ακόλουθο
σκεπτικό έχει αποκλειστικό σκοπό να συμβάλει στον προβληματισμό, στην
κατεύθυνση της μαρξιστικής – λενινιστικής ανάλυσης, για τη ρίζα του
«ευρωκομμουνισμού» και του σύγχρονου δεξιού οπορτουνισμού γενικότερα.
Ξεκινώντας
από τη μεταπολεμική κατάσταση της Ευρώπης, παρατηρούμε ότι μετατρέπεται
ακόμα περισσότερο σε επίκεντρο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα δύο
οικονομικοκοινωνικά συστήματα (σοσιαλιστικό και καπιταλιστικό). Για
πρώτη φορά, οι πόθοι των εκμεταλλευόμενων έχουν ενσαρκωθεί στη
σοσιαλιστική εξουσία. Η σύγκριση με την ΕΣΣΔ και τις κατακτήσεις της
εγείρει αυξημένες αξιώσεις και από το εργατικό κίνημα των δυτικών χωρών.
Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που αρκετά κομμουνιστικά κόμματα,
πρωτοστατώντας στον αντιφασιστικό αγώνα των λαών της Ευρώπης,
απολαμβάνουν διευρυμένο κύρος σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, γεγονός που
εκφράζεται και με την άνοδο των εκλογικών ποσοστών τους και την
κυριαρχία τους στα συνδικάτα [45]. Η νίκη της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό
αγώνα αυξάνει την επιρροή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στους λαούς.
Παράλληλα,
στη μεταπολεμική εποχή η Ευρώπη αποτελεί ένα κρίσιμο κέντρο από
οικονομική και γεωστρατηγική άποψη για τον ιμπεριαλισμό και ταυτόχρονα
στις χώρες της βρίσκεται συγκεντρωμένη μια πολυπληθής εργατική τάξη,
έντονα συνδικαλισμένη και πολιτικά οργανωμένη. Το σχέδιο Μάρσαλ δηλώνει
σαφώς την προσπάθεια θωράκισης της κυριαρχίας των ευρωπαϊκών αστικών
τάξεων, ενώ τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται δίνουν τη δυνατότητα
διαμόρφωσης νέων συμμαχιών της αστικής τάξης με τα μεσαία στρώματα και
εξαγοράς ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης. Επιπρόσθετα, οι
ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, αν και δέχονται πλήγμα
από τους αντιαποικιακούς αγώνες και τη συντριβή της αποικιοκρατίας στις
περισσότερες χώρες, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, διατηρούν την
οικονομική «επιρροή» τους στη βάση της εντεινόμενης εκμετάλλευσης της
εργατικής τάξης και των προνομιακών συμφωνιών με τις αναδυόμενες αστικές
τάξεις των πρώην αποικιών.
Από
τα παραπάνω χαρακτηριστικά γίνεται αντιληπτό πως το εργατικό κίνημα της
δυτικής Ευρώπης είχε αρκετά καλές προϋποθέσεις για να αποσπάσει
κατακτήσεις και από την άλλη πλευρά μεγάλους κινδύνους να συμπαρασυρθεί
στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, λόγω των ιμπεριαλιστικών υπερκερδών
[46].
Οι
οικονομικοί κυρίως αγώνες που ξέσπασαν την επόμενη του πολέμου οδήγησαν
στην κατοχύρωση πολλών δικαιωμάτων για την εργατική τάξη, κάτω από το
φόβο μιας νέας επαναστατικής κρίσης, αλλά και την οικονομική δυνατότητα
παραχωρήσεων που προσέφερε η (δεδομένης της καταστροφής των παραγωγικών
δυνάμεων από τον πόλεμο) μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι
αστικές τάξεις, πιο έμπειρες από παλιότερα στην αντιπαράθεση με το
κομμουνιστικό κίνημα, διαμόρφωσαν μια νέα τακτική υπεράσπισης της
κυριαρχίας τους, η οποία ήταν σε θέση να εναλλάσσει την
καταστολή με την πολιτική παραχωρήσεων, ενσωμάτωσης και τον
αντικομμουνισμό με την προσπάθεια χειραγώγησης των κομμουνιστικών
κομμάτων.
Η
ευρεία κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων και η βελτίωση του οικονομικού
επιπέδου της εργατικής τάξης οδήγησε σε δύο αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν
αναπτύχθηκαν ευρέως μέσα στο εργατικό και στο κομμουνιστικό κίνημα
αντιλήψεις περί αταξικότητας του κράτους [47]. Επιπλέον, στο πλαίσιο
μιας σχετικής πολιτικής σταθεροποίησης, οι αστικές τάξεις χρησιμοποίησαν
την τεράστια εμπειρία τους από τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού
(σειρά πολιτικών δικαιωμάτων, νόμιμη δραστηριότητα συνδικάτων,
λειτουργία εκλεγμένης τοπικής αυτοδιοίκησης, εκπροσώπηση των
κομμουνιστών στο κοινοβούλιο) για τη δημιουργία μιας πληθώρας μηχανισμών
ενσωμάτωσης, στους κόλπους των οποίων άνθησε μια πολυπληθής εργατική
αριστοκρατία [48]. Αυτή συνέδραμε σε πολύ μεγάλο βαθμό στον
αποπροσανατολισμό του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, αφού είχε
πολύ περισσότερα να χάσει από τις αλυσίδες της [49]. Οι δύο συνέπειες
λειτούργησαν συμπληρωτικά στην όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση των
κομμουνιστικών κομμάτων από μια επαναστατική γραμμή πλεύσης.
Η
επικράτηση μιας οπορτουνιστικής στρατηγικής στο πλαίσιο των
«ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων βοήθησε στην κυριαρχία και την αναπαραγωγή
των αντιλήψεων της εργατικής αριστοκρατίας, αφού
θεώρησε την πάλη για την κατάληψη αστικών θεσμών μέσα στο αστικό κράτος
πρωταρχικό της μέλημα και συνέβαλε στην ισχυροποίηση μικροαστικών
στοιχείων στην οργανωτική τους βάση [50]. Τα μικροαστικά στοιχεία με τη
σειρά τους βοήθησαν στην παραπέρα μετάλλαξή τους. Με αυτό τον
τρόπο σχηματίστηκε στην ουσία ένας φαύλος κύκλος, όπου κάθε βήμα
οδηγούσε στην όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από το μαρξισμό –
λενινισμό.
Μελετώντας
την πολιτική ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, θα διαπιστώσουμε ότι τα
πρώτα χρόνια την πολιτική διαχείριση ανέλαβαν τα αστικά κόμματα, τα
οποία, βασιζόμενα στην οικονομική ανάπτυξη, θεμελίωσαν μια εικόνα
συμμαχίας των τάξεων για την κοινωνική προκοπή και την ανοικοδόμηση, που
συμπληρωνόταν από τη ρεφορμιστική γραμμή πάλης των συνδικάτων. Τα
συνδικάτα, μην τολμώντας να αμφισβητήσουν ποτέ το ίδιο το καθεστώς της
μισθωτής εργασίας σε κοινωνικό επίπεδο [51] και του ιμπεριαλισμού σε
διεθνές, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξιδανίκευση της αστικής
δημοκρατίας (γεγονός ακόμα πιο έντονο σε χώρες όπως η Ισπανία, όπου το
δίλημμα, αντί να είναι καπιταλισμός ή σοσιαλισμός, μεταφέρθηκε από το
χαρακτήρα στη μορφή της πολιτικής εξουσίας, με το δίλημμα ανοιχτή
στρατιωτική δικτατορία ή δημοκρατική μορφή δικτατορίας της αστικής
τάξης). Η κρίση που ξέσπασε όμως απαιτούσε τη συναίνεση και των
«ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων, προκειμένου να είναι «αναίμακτη» για τον
ιμπεριαλισμό.
Η
πολιτική μετάλλαξη των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων, σε αντιστοιχία
και με την απώλεια της εργατικής ταυτότητάς τους, τα οδήγησε στην
αδυναμία να ακολουθήσουν μια πολιτική ρήξης σε κρίσιμες περιόδους της
ταξικής πάλης. Η συνεχή τους μετατόπιση προς τη σοσιαλδημοκρατία
αποτέλεσε παράγοντα σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος
βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Η οικονομική κρίση που άρχισε
στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μέσα στην οποία τα κομμουνιστικά
κόμματα μπορούσαν και όφειλαν να προβάλλουν την επικαιρότητα και
αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, μετατράπηκε σε ταφόπλακα της
«ευρωκομμουνιστικής» στρατηγικής, προσφέροντας – σε συνδυασμό και με τις
εξελίξεις στα σοσιαλιστικά κράτη – παράταση ζωής στην ιμπεριαλιστική
κυριαρχία.
Οι «ζημιές» που προκάλεσαν στο κομμουνιστικό κίνημα τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα δεν ήταν προσωρινές. Συνέβαλαν
στη διαστρέβλωση της κομμουνιστικής στρατηγικής, στην απομαζικοποίηση
των συνδικάτων και στην πολιτική ενσωμάτωση. Επιπρόσθετα, τα
«ευρωκομμουνιστικά» κόμματα αποτέλεσαν έναν από τους παράγοντες
οπορτουνιστικής πίεσης προς τα κομμουνιστικά κόμματα των σοσιαλιστικών
κρατών, συμβάλλοντας στη νίκη της αντεπανάστασης. Η συγκεκριμένη
δραστηριότητά τους, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του παγκόσμιου
κομμουνιστικού κινήματος, εξακολουθεί να επιδρά αρνητικά στο διεθνές
κομμουνιστικό κίνημα και τη διαπάλη για τον επαναστατικό προσανατολισμό
του αγώνα της εργατικής τάξης.
5. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ “ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ”
Η
διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στα 1968 και η δημιουργία
μετά από λίγο του «ΚΚΕ Εσωτερικού» θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η
ελληνική έκφραση του «ευρωκομμουνισμού». Ωστόσο, η διάσπαση αυτή είναι
απότοκος μιας σειράς εξελίξεων στο πλαίσιο του ελληνικού και του
παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μια
ενδεικτική καταγραφή των γεγονότων που αποτέλεσαν (πέρα από τα
γενικότερα που επηρέασαν το σύνολο των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων) την
κοιτίδα της έκφρασης του «ευρωκομμουνισμού» στην Ελλάδα.
Πριν
από την 6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1956), στο πλαίσιο της
συζήτησης της ήττας του 1949, μια σειρά κομματικών στελεχών εξέφρασαν τη
διαφωνία τους με τις αποφάσεις της τότε ηγεσίας του Κόμματος με
επικεφαλής τον Γενικό Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη, για τη
στροφή στην ένοπλη πάλη και τη μη συμμετοχή στις εκλογές του Μάρτη του
1946 [52]. Η κριτική αυτή εξέφραζε αυταπάτες περί της δυνατότητας
ειρηνικής επίλυσης της διαμάχης με τον αγγλικό και τον αμερικανικό
ιμπεριαλισμό, προς όφελος της εργατικής τάξης και της συντριπτικής
πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Την ίδια στιγμή αποσιωπούσε ότι η
συστηματική και συνειδητή προσπάθεια να μην εκφραστεί η θέληση της
πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ξεκινούσε από τους ιμπεριαλιστές σε
συνεργασία με την ντόπια αστική τάξη.
Η
6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ αποτέλεσε τον ελληνικό αντίκτυπο του
20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Η Ολομέλεια (στην οποία αντικαταστατικά
συμμετείχαν και καθαιρεμένα ή διαγραμμένα μέλη) δεν είναι καθόλου τυχαίο
ότι έγινε σημείο αναφοράς. Η πλειοψηφία των ηγετών του λεγόμενου ΚΚΕ
Εσωτερικού ανέτρεχε πάντα στην 6η πλατιά Ολομέλεια, χαρακτηρίζοντάς την
ως ένα θετικό αλλά ημιτελές βήμα στην προοπτική «ανανέωσης» της
πολιτικής του Κόμματος [53].
Το
1958 η 8η Ολομέλεια του ΚΚΕ αποφάσισε τη διάλυση των Κομματικών
Οργανώσεων, τη συμμετοχή των κομμουνιστών στην ΕΔΑ και τη μετατροπή της
τελευταίας σε ένα ενιαίο κόμμα. Η απόφαση αυτή μοιραία οδήγησε
στην παραπέρα μη αυτοτελή ύπαρξη και δράση του Κόμματος, άφησε
απροετοίμαστο το κομματικό δυναμικό για μια νέα περίοδο παρανομίας, αλλά
και μαχητικής διεκδίκησης της νόμιμης δράσης του, καλλιέργησε
λικβινταριστικές τάσεις. Στη 12η Ολομέλεια του 1968 υπήρξε ρήξη με τη
συγκροτημένη οπορτουνιστική φραξιονιστική ομάδα μελών της ηγεσίας του
ΚΚΕ [54].
Η
επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος τον Απρίλη του 1967 λειτούργησε
ως μεγεθυντικός φακός για τα προβλήματα του Κόμματος. Η ανάγκη επίλυσης
του οργανωτικού προβλήματος και η συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής του
Κόμματος έγινε απαραίτητη, ειδικότερα στις νέες πολιτικές συνθήκες. Η
διάσπαση στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ δεν αποτέλεσε την έκφραση μιας
διαμάχης ανάμεσα σε ομάδες στελεχών ούτε, πολύ περισσότερο, την
αντίθεση ανάμεσα στα μέλη του Κόμματος που βρίσκονταν στην Ελλάδα και τα
υπόλοιπα του εξωτερικού (όπως χυδαία υποστήριξε η ηγεσία του «ΚΚΕ
Εσωτερικού», ανατροφοδοτώντας την αστική προπαγάνδα για κόμμα – εξάρτημα
της Σοβιετικής Ένωσης), αλλά ήταν η ανοιχτή εκδήλωση της ύπαρξης μιας
συγκροτημένης φραξιονιστικής ομάδας σε επίπεδο κορυφής, η οποία
προσπαθούσε να αναθεωρήσει τις αρχές λειτουργίας του Κόμματος. Το
γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τη διαμάχη σε όλες τις Κομματικές
Οργανώσεις (εσωτερικού και εξωτερικού) και την υπερψήφιση της απόφασης
της 12ης Ολομέλειας με συντριπτική πλειοψηφία στις περισσότερες
Οργανώσεις. Το ίδιο αυθαίρετος θα πρέπει να χαρακτηριστεί και ο
ισχυρισμός για υπερίσχυση λόγω της στάσης του ΚΚΣΕ, μιας και τα στελέχη
που αποχώρησαν πρώτα απ’ όλους απευθύνθηκαν στο ΚΚΣΕ, προσπαθώντας να το
εμπλέξουν, αποσκοπώντας στην υποστήριξη της ηγεσίας του, πράγμα που
όμως δεν κατόρθωσαν [55].
Η
ύπαρξη δύο αντιλήψεων μέσα στην ΚΕ καταγράφεται στην απόφαση του
Πολιτικού Γραφείου του Αυγούστου του 1968. Το γεγονός αυτό επισήμαναν
ακόμα και οι ειλικρινείς εκφραστές της πολιτικής της ομάδας στελεχών που
αποσπάστηκε από το ΚΚΕ. Χαρακτηριστικά, ο Μανώλης Γλέζος από την πρώτη
στιγμή μίλησε για τη μη δυνατότητα επανένωσης και κάλεσε τους
κομμουνιστές και τους άλλους αριστερούς να ενταχθούν στην ΕΔΑ [56],
αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τον απώτερο στόχο για τη διάλυση του
ΚΚΕ.
Η
ΕΔΑ, από την ίδια της τη φύση, ως συμμαχία κομμουνιστών με
σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, στην οποία κυριαρχούσαν σοσιαλδημοκρατικές
αντιλήψεις, είχε πολιτική πρόταση στα όρια του καπιταλιστικού
συστήματος. Οι οξυμένες πολιτικές και οικονομικές αντιφάσεις εκείνης της
περιόδου στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν να αξιοποιηθούν για τη διαμόρφωση
ενός ριζοσπαστικού ρεύματος που θα αμφισβητούσε συνολικά την αστική
εξουσία. Αντίθετα, οι δυνάμεις της ΕΔΑ με τη συμμετοχή των κομμουνιστών
στήριξαν μια πολιτική συνεργασίας με την Ένωση Κέντρου, στο όνομα της
εργατικής σύνθεσης μεγάλου μέρους της εκλογικής της βάσης, καλλιεργώντας
την ψευδή αντίθεση «Δεξιάς – δημοκρατικών δυνάμεων», καταγράφοντας
την ΕΡΕ ως εκφραστή των συμφερόντων της ξενόδουλης αστικής τάξης, σε
διάκριση από την «εθνική» πατριωτική, που εξέφραζε η Ένωση Κέντρου, όπως
υποστήριξε το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1961). Το ίδιο έκανε λόγο για την
εθνική δημοκρατική αλλαγή, που τη θεωρούσε ως το πρώτο επαναστατικό
στάδιο πριν το σοσιαλισμό.
Την
ίδια στιγμή, στο πλαίσιο του ΚΚΕ κάποια από τα στελέχη του (και κυρίως
αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν τον ηγετικό πυρήνα του «ΚΚΕ
Εσωτερικού») εξέφρασαν την άποψη ότι το ΚΚΕ δεν πάλευε αρκετά για τις
μεταρρυθμίσεις και μάλιστα σε μια εποχή που οι κομμουνιστές και άλλοι
ριζοσπάστες αγωνιστές πρωτοστάτησαν στην αναζωογόνηση του
συνδικαλιστικού κινήματος και πέτυχαν την κατάκτηση δικαιωμάτων υπέρ της
εργατικής τάξης. Σκοπός
αυτής της κριτικής ήταν η προβολή της μεταρρυθμιστικής αντίληψης,
δηλαδή η προβολή του σοσιαλισμού ως ενός αθροίσματος μεταρρυθμίσεων του
καπιταλισμού, κατά τα πρότυπα του «ευρωκομμουνισμού». Η έλλειψη
μιας στρατηγικής «μετωπικής σύγκρουσης» με τα συμφέροντα του κεφαλαίου
και σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε ως λίπασμα για την καλλιέργεια
τέτοιων στρεβλώσεων.
Τέλος,
κάποια κομματικά στελέχη μίλησαν ακόμα και για την ανάγκη ύπαρξης
πολυκομματικού συστήματος στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, με την
«ευρωκομμουνιστική» αστική έννοια βέβαια, η οποία δεν υποστηρίζει το
δικαίωμα της αυτοτελούς έκφρασης των σύμμαχων δυνάμεων, αλλά ταυτίζει
την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα με τη διατήρηση του
δικαιώματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας [57].
6. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥ «ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ» ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΚΕ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΑΔΕ ΚΑΙ Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΣΕ «ΕΑΡ»
Την
επομένη της διάσπασης και για μεγάλο χρονικό διάστημα το «ΚΚΕ
Εσωτερικού» προσπαθεί να εμφανιστεί ως η νόμιμη ηγεσία του Κόμματος,
αλλά στην «Έκτακτη Ολομέλεια» που συγκαλεί φανερώνονται σε όλο τους το
μεγαλείο οι αντιφάσεις και η υποκρισία του.[58] Το ΚΚΕ κατηγορήθηκε για
την αδυναμία επίλυσης του οργανωτικού ζητήματος, τη στιγμή που η
προσπάθεια ανασύστασης των κομματικών οργανώσεων παρακωλυόταν από τα
ίδια τα στελέχη που ίδρυσαν αργότερα το «ΚΚΕ Εσωτερικού». Μάλιστα, το
«ΚΚΕ Εσωτερικού» έφτασε να μιλά για λεγκαλιστική νοοτροπία, αναφορικά με
την επιδίωξη του Κόμματος να νομιμοποιηθεί de facto, έπειτα από το
θετικό κλίμα που επικρατούσε μετά τις εκλογές του 1964. Οι ηγέτες του
«ΚΚΕ Εσωτερικού» αποσιωπούσαν ότι οι αντιρρήσεις για την πραγματοποίηση
αυτής της κίνησης δικαιολογούνταν με το ότι θα φόβιζε τους συμμάχους
στην ΕΔΑ και θα εμπόδιζε τη συνεργασία με την «Ένωση Κέντρου».
Τα
«λάθη» αυτά του ΚΚΕ αποδόθηκαν – σύμφωνα με τους ηγέτες του «ΚΚΕ
Εσωτερικού» – στην αδυναμία κατανόησης της ελληνικής πραγματικότητας. Τη
στιγμή που οι ίδιοι, σαμποτάροντας τη δημιουργία παράνομων κομματικών
οργανώσεων, δεν έδιναν τη δυνατότητα σε ένα ευρύτερο κομματικό δυναμικό
να προσφέρει συνθετικά την εμπειρία του και τασσόμενοι ενάντια στη
νομιμοποίηση του Κόμματος δεν έκαναν εφικτή τη μεταφορά του κομματικού
κέντρου στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά από τα στελέχη τους,
όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, [59] μέμφονταν το ΚΚΕ για την αδυναμία γνώσης
της ελληνικής πραγματικότητας και της πρόβλεψης της χούντας, όταν είναι
γνωστό ότι το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου, τυπωνόταν η «Αυγή» με άρθρο
σχετικά με το γιατί δε θα υπάρξει στρατιωτικό πραξικόπημα.
Επίσης,
κατηγόρησαν το ΚΚΕ ότι δεν εκμεταλλεύτηκε την αντίφαση ανάμεσα στην
ταξική σύνθεση της εκλογικής βάσης της Ένωσης Κέντρου και την αστική
πολιτική της ηγεσίας της. Δεν αποζητούσαν βέβαια μια πολεμική που θα
αναδείκνυε την αντίφαση και θα προσπαθούσε να απεγκλωβίσει κομμάτια της
εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στρωμάτων από την επιρροή της
αστικής πολιτικής. Επέμεναν ότι θα ήταν σωστή μια συνεργασία της ΕΔΑ με
την Ένωση Κέντρου, παρόλο που η τελευταία, ακόμα και μπροστά στον
κίνδυνο της δικτατορίας, προτίμησε να συνεχίσει το διμέτωπο αγώνα της
(από τη μια ενάντια στην ΕΡΕ και από την άλλη ενάντια στην ΕΔΑ), από το
να προστατέψει την αστική δημοκρατία.
Τέλος,
το «ΚΚΕ Εσωτερικού» κατηγόρησε το ΚΚΕ για τη μη χρησιμοποίηση όλων των
μεθόδων πάλης (ακόμα και της ένοπλης) για την ανατροπή της δικτατορίας.
Οι υπερασπιστές της ομαλής μετεξέλιξης, του ειρηνικού περάσματος και των
στημένων εκλογών του 1946 βρέθηκαν να θυμούνται την ένοπλη πάλη με
τρόπο τόσο υποκριτικό, ώστε ακόμα και στελέχη τους να επισημάνουν πως
δεν επρόκειτο για τίποτα άλλο από μια κίνηση εντυπωσιασμού.[60]
Ταυτόχρονα,
το «ΚΚΕ Εσωτερικού» έπρεπε να προβάλλει και τη δική του σύγχρονη
πολιτική πρόταση. Η στρατηγική του έθετε ως το κεντρικό, μέγιστο και
μοναδικό ζήτημα την ανατροπή της δικτατορίας και στιγμάτιζε την πρόταση
του ΚΚΕ [61], η οποία – δίχως να αποτραβιέται από το στόχο της ανατροπής
της δικτατορίας – υπενθύμιζε ότι η δικτατορία είναι μία μόνο από τις
εκφράσεις της αστικής κυριαρχίας και προχωρούσε στη χάραξη μιας
πολιτικής πρότασης, η οποία θα εκτεινόταν και πέρα από την ανατροπή της
χούντας.
Η εμμονή στην προάσπιση της αστικής δημοκρατίας συνεχίστηκε από το «ΚΚΕ Εσωτερικού» και μετά την πτώση της χούντας. Το
1ο Συνέδριό του υιοθέτησε την πολιτική της Εθνικής Αντιδικτατορικής
Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ), η οποία αποτελούσε την ελληνική εκδοχή του
«ιστορικού συμβιβασμού» και έθετε το δίλημμα φασισμός ή δημοκρατία, σε
μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία δεν υπήρχε στρατιωτική δικτατορία. Σε
αυτή τη βάση, το «ΚΚΕ Εσωτερικού» μιλούσε για την ανάγκη μιας συμμαχίας
που θα απλώνεται μέχρι την αντιχουντική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας,
προκειμένου η χώρα να μην εκτραπεί προς μια νέα φασιστική λύση.[62] Με
αυτόν τον τρόπο, η αστική δημοκρατία μετατρεπόταν σε κολυμβήθρα του
Σιλωάμ για την πολιτική του κεφαλαίου, η οποία εξαγνιζόταν μέσω του
κοινοβουλίου. Η δε γενικότερη πολιτική αλλαγή δεν μπορούσε παρά να γίνει
στο πλαίσιο μιας συναινετικής πολιτικής πειθούς και σταδιακών
μεταρρυθμίσεων, την οποία δεν ευνοούσε η πολιτική των σκληρών
διεκδικήσεων που πρόβαλλε το ΚΚΕ, μιας και όξυνε τα πάθη και μαζί με τη
λογική της επαναστατικής ανατροπής ευνοούσε την προετοιμασία ενός νέου
φασιστικού σεναρίου.[63] Έκφραση
αυτής της πολιτικής του υποτακτικού ρεαλισμού ήταν η στήριξη που
προσέφερε το «ΚΚΕ Εσωτερικού» στην είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και το
ΝΑΤΟ.[64]
Λίγο
πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και μετά από αυτήν, η
αντιδικτατορική ενότητα μετατράπηκε σε γραμμή ενότητας των δημοκρατικών
δυνάμεων (βλ. ΠΑΣΟΚ – ΚΚΕ- «ΚΚΕ Εσωτερικού») [65] που συνεχίστηκε έως το
1986, οπότε και στο 4ο Συνέδριό του το «ΚΚΕ Εσωτερικού» με οριακή
πλειοψηφία (54%) αποφάσισε τη μετεξέλιξή του σε ένα καινούριο κόμμα, την
«Ελληνική Αριστερά» (ΕΑΡ). Το ιδρυτικό συνέδριο της ΕΑΡ
πραγματοποιήθηκε το 1987 [66], ενώ το 1988 συντάχθηκε το κοινό πόρισμα
ΚΚΕ – ΕΑΡ, βάσει του οποίου συγκροτήθηκε ο «Συνασπισμός της Αριστεράς
και της Προόδου». Στα πλαίσια του Συνασπισμού, κάτω και από την
αρνητική επίδραση της νίκης της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες
και σε συνεργασία με τη νέα οπορτουνιστική ομάδα στελεχών του Κόμματος
[67], ο πολιτικός απόγονος του «ΚΚΕ Εσωτερικού» πρωτοστάτησε στη νέα
προσπάθεια διάλυσης του ΚΚΕ.
ΕΝΑΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΓΡΑΦΤΕΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Φημολογείται ότι ο στρατηγός Ντε Γκωλ υποστήριζε πως σημασία δεν έχει η επιλογή της κυβέρνησης, αλλά της αντιπολίτευσης. Υπό
αυτήν την έννοια, οι «ευρωκομμουνιστές» προσέφεραν και προσφέρουν
υψηλές υπηρεσίες στο κεφάλαιο, διαδραματίζοντας το ρόλο πέμπτης φάλαγγας
στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα και προσφέροντας στην
κυριαρχία του κεφαλαίου ένα θεσμοποιημένο και ανώδυνο αριστερό αντίλογο.
Και λέμε «προσφέρουν», τόσο επειδή μπροστά στις νέες κρίσεις του
ιμπεριαλισμού τα βασικά ιδεολογήματα παρουσιάζονται ξανά ως καινοτόμα,
όσο και επειδή οι εκφραστές τους αναπαράγονται κοινωνικά και είναι
έτοιμοι (ανεξάρτητα από την κοινωνική και εκλογική τους δύναμη), ανά
πάσα στιγμή, να προσφέρουν χείρα βοηθείας στον ιμπεριαλισμό, για να
ξεπεράσει τις συνεχώς διογκούμενες εγγενείς του αντιφάσεις και ταξικές
του αντιθέσεις.
Το
ανοικτό σταθερό μέτωπο στον οπορτουνισμό είναι βασική προϋπόθεση για να
αποτραπεί η επανάληψη της Ιστορίας ως φάρσα ή ως τραγωδία για το
κομμουνιστικό κίνημα, για να μη μείνουν αναξιοποίητες οι
μελλοντικές δυνατότητες για την εργατική τάξη να κατακτήσει την
επαναστατική εξουσία και να οικοδομήσει την κομμουνιστική κοινωνία.
Σημειώσεις:
1.David Bell: «Eurocommunism and the Spanish Communist Party», European Papers No 4, (p.1).
2.Έντουαρντ
Μπερνστάιν: «Οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της
σοσιαλδημοκρατίας», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1996.
3.Βλ. Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της δεύτερης Διεθνούς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1994, σελ. 59-60.
4.Β. Ι. Λένιν, «Άπαντα» τ. 37, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1982, σελ. 491-509.
5.ΚΕ του ΚΚΕ: «Για τα 60 χρόνια από την αντιφασιστική νίκη των λαών», εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 2005, σελ. 7.
6.Τα
κομμουνιστικά κόμματα συμμετέχουν στις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας και
σε μια άλλη σειρά χώρες, όπως Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Δανία κλπ., έχοντας
σαφώς μικρότερη επιρροή.
7.Ντοκουμέντα
της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (15-16 Ιούλη 1995):
«Προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του
σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα
του σοσιαλισμού», εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1996, σελ. 49.
8.«Ντοκουμέντα
των συσκέψεων των αντιπροσώπων των Κομμουνιστικών και Εργατικών
Κομμάτων στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1957 και το Νοέμβρη του 1960»,
Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Αθήνα 1961, σελ. 34-35.
9.ΚΕ του ΚΚΣΕ: «22ο Συνέδριο (Ντοκουμέντα)», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Αθήνα 1962.
10.Frank
Andre Gunder: «Eurocommunism: Left and Right Variants», New Left Review
I/108, 1978, σελ. 88-92, όπου υπάρχει μια καταγραφή των τάσεων μέσα στο
ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού».
11.Β.
Ι. Λένιν: «Άπαντα» τ. 29, Περίληψη στο βιβλίο του Χέγκελ «Η λογική»»,
εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1987. Σε όλες τις σημειώσεις του Λένιν
(οι οποίες πραγματοποιούνται αμέσως μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου) ο Λένιν επισημαίνει διαρκώς την ανάγκη λύσης της αντίθεσης του
όλου μέσα από τη σύγκρουση και την εξέλιξη της διαλεκτικής με βάση τα
επαναστατικά άλματα.
12Βλ. Κοινή δήλωση του Ιταλικού ΚΚ και του Γαλλικού ΚΚ στο «Ο Ευρωκομμουνισμός», εκδόσεις «Πλανήτης», σελ. 24 – 25.
13.Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 23, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981, σελ. 48.
14.Σαντιάγκο Καρίγιο: ««Ευρωκομμουνισμός και κράτος», εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1978, σελ. 34 – 35.
15.Κ.
Μαρξ: «Το εβραϊκό ζήτημα», εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1999, σελ. 73 –
74, όπου ο Μαρξ ειρωνεύεται την πολιτική ισότητα του εργάτη μέσα στα
πλαίσια της οικονομικής του υποδούλωσης.
16.Κ. Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία (1848 – 1850)», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2000, σελ. 63.
17.Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1975, σελ. 81 – 82.
18.Β.
Ι. Λένιν: «Άπαντα» τ. 14, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1987,
σελ.388, όπου επισημαίνεται: «Σε μας στη Ρωσία έχει διαδοθεί
καταπληκτικά μέσα στους σοσιαλδημοκράτες ένα είδος μικροαστικής
αντίληψης για το μαρξισμό, ότι δήθεν η επαναστατική περίοδος με τις
ειδικές μορφές πάλης της και με τα ειδικά καθήκοντα του προλεταριάτου
αποτελεί σχεδόν μια ανωμαλία, ενώ το “σύνταγμα” και η “άκρα
αντιπολίτευση” είναι ο κανόνας».
19.Ερνεστ
Μαντέλ: «Κριτική του ευρωκομμουνισμού», εκδόσεις «Νέα Σύνορα», Αθήνα
1978, σελ. 228 – 230, όπου παρατίθενται αποσπάσματα από ομιλία του
Μπερλινγκουέρ για την ανάγκη να συμβάλει η εργατική τάξη στο ξεπέρασμα
της κρίσης.
20.Fernando Claudin: «Ευρωκομμουνισμός και σοσιαλισμός», εκδόσεις «Μπουκουμάνης», Αθήνα 1978, σελ. 157.
21.Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 30, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981, σελ. 218.
22.Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 26, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1980, σελ. 359 – 363.
23.Βλ.
«22ο Συνέδριο Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη
Εποχή», Αθήνα 1976, σελ. 30, όπου μιλά για μια ιμπεριαλιστική
εκμετάλλευση των πατροπαράδοτων δεσμών της Γαλλίας με τις αραβικές και
τις αμερικάνικες χώρες (πραγματικά πολύ sic έκφραση για την
αποικιοκρατία) από τους Αμερικάνους. Ακόμα στο Ζορζ Μαρσέ: «Η πολιτική
του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα
1975, σελ.70, όπου ο Γενικός Γραμματέας καλεί τους εθνικά υπερήφανους
οπαδούς του Ντε Γκωλ να ενωθούν με το κομμουνιστικό κόμμα, αποσιωπώντας
ότι η μη συμμετοχή της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ είναι απότοκος
ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων και ότι η γαλλική κυβέρνηση συνέχισε
παρ’ όλα αυτά τη ληστρική πολιτική της ενάντια στις χώρες της Αφρικής
και της Ασίας.
24.Ντόναλντ Σασούν: «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού», Α΄ τόμος, εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001, σελ. 441.
25.Ο
«πολυκεντρισμός» υποστήριζε την ύπαρξη πέραν του ενός επαναστατικού
κέντρου. Πέρα, όμως, από την αμφισβήτηση της Σοβιετικής Ένωσης ο
«πολυκεντρισμός» παραπέμπει και στον υποκειμενισμό, δηλαδή στην ύπαρξη
πέραν της μιας ορθής πολιτικής.
26.Paul Ginsborg: «A History of Contemporary Italy», Penguin Books Editions, London 1990, σελ. 309-323.
27.Sidney
Tarrow: «Historic compromise or bourgeois majority?» στο Howard Machin:
«National Communism in Western Europe», Methueun Editions, London and
New York 1983, σελ. 125-126.
28.Βλ. για πιο αναλυτικά Ενρίκο Μπερλίνγκουερ: «Ο ιστορικός συμβιβασμός», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
29.Βλ.
Διάσκεψη των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ευρώπης, «Ντοκουμέντα»,
εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1976 30. Βλ. ενδεικτικά Πιέτρο Ινγκράο:
«Η κρίση και ο τρίτος δρόμος», εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα 1983 και
Ουμπέρτο Τσερόνι: «Κρίση του μαρξισμού;», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα
1979.
30.Akile Ochetto: «Ο νέος δρόμος: από το αξέχαστο 1989 στο Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1991.
31.Vincent
Wright: «The French Communist Party during the Fifth Republic: The
double Path», σελ. 97-100, στο Howard Machin: «National Communism in
Western Europe», Methueun Editions, London and New York 1983.
32.Vincent
Wright: «The French Communist Party during the Fifth Republic: The
double Path», σελ. 100-103, στο Howard Machin: «National Communism in
Western Europe», Methueun Editions, London and New York 1983.
33.Ζαν Ελενστάιν: «Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα.
34.Jean Lantier: «Η μεγάλη παρακμή του Γαλλικού ΚΚ», περ. Μαρξιστικό Δελτίο, τ. 25 1-3/1985.
35.Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 25 Ιούνη 1981.
36.«Ρήξη με τους σοσιαλιστές», περιοδικό «Ταχυδρόμος», 2/85.
37.David Bell: «Eurocommunism and the Spanish Communist Party» (p.1), European Papers No 4, σελ. 12-14.
38.Για
την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ισπανία βλ. Marselino
Camacho: «Κείμενα της φυλακής: Οι εργατικές επιτροπές και το
συνδικαλιστικό κίνημα στην Ισπανία», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
39.Αναφορικά
με το χαρακτήρα της αντίστασης στον Φράνκο και το Πρόγραμμα του
κόμματος για την επόμενη μέρα βλ. ενδεικτικά Σαντιάγκο Καρίγιο: «Η
πολιτική της Ισπανίας αύριο» στο «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», εκδόσεις
«Οδυσσέας», Αθήνα 1976, σελ. 75-78.
40.David Bell: «Eurocommunism and the Spanish Communist Party» (p.1), European Papers No 4, σελ. 37-39.
41.Αξίζει
να σημειωθεί ότι τραπεζίτες και επιχειρηματίες συμμετείχαν στο
αντιδικτατορικό Κοινοβούλιο της Καταλωνίας και σε άλλες πρωτοβουλίες
συνεργασίας του κομμουνιστικού κόμματος.
42.Για
τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ισπανία βλ. Luis Ramiro Fernandez:
«Electoral Incentives and Organisational Limits of the Communist Party
of Spain and the United Left (IU)», ICPS Editions, Barcelona 2002.
43.Γιάννης
Σαμοθράκης: «Η ισπανική πρόκληση», περιοδικό «ΑΝΤΙ», τ. 101, 17 Ιουνίου
1978. 45. Βλ. ενδεικτικά τα εκλογικά αποτελέσματα των Κομμουνιστικών
Κομμάτων μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο στο Ντόναλντ Σασούν: «Εκατό χρόνια
σοσιαλισμού», εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001 και στην ιστοσελίδα
www.parties-and-elections.eu.
44.Β.
Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις
«Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ. 120. Το ζήτημα της εξαγοράς κομματιού
της εργατικής τάξης από την αστική είχε τοποθετηθεί αχνά στην ιδρυτική
διακήρυξη της Α` Διεθνούς και από τους Μαρξ – Ενγκελς. Βλ. Κ. Μαρξ – Φρ.
Ενγκελς: «Διαλεχτά Έργα», τ. Α`, εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, Μόσχα 1951, σελ.
447.
45.Β.
Ι. Λένιν: «Άπαντα» τ. 20, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σελ.
70-71. Εδώ ο Λένιν επισημαίνει ότι για τον οπορτουνισμό ευθύνονται και
οι «στροφές» της ταξικής πάλης. Τον καιρό των παραχωρήσεων το εργατικό
κίνημα ρέπει στο ρεφορμισμό, ενώ τον καιρό της καταστολής στον
αναρχοσυνδικαλισμό.
46.Πιο
αναλυτικά βλ. Μάκης Παπαδόπουλος: «Η κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού:
“Εργατική αριστοκρατία”, διάσπαση της εργατικής ενότητας», ΚΟΜΕΠ τ.
1/2008.
47.Paul
Gottfried: «The Strange Death of Marxism», σελ. 41-42, όπου δείχνει από
αστική σκοπιά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στη Δυτική Ευρώπη.
48.Φώντας Λάδης: «Τι είναι και πού πηγαίνει ο ευρωκομμουνισμός», εκδόσεις «Πύλη», Αθήνα 1980, σελ. 70-71.
49.Υπενθυμίζουμε
ότι ο Καρλ Μαρξ από τον καιρό της Α΄ Διεθνούς προσανατόλιζε την πάλη
των συνδικάτων στη συνολική αμφισβήτηση των θεμελίων του καπιταλισμού.
Βλ. χαρακτηριστικά Κ. Μαρξ: «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο», εκδόσεις
«Θεμέλιο», Αθήνα 1966, σελ. 153-154, όπου αναφέρεται: «Αντί για το
συντηρητικό ρητό: “Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα”
θα πρέπει να γράψει στη σημαία της (η εργατική τάξη) το επαναστατικό
σύνθημα: “Κατάργηση της μισθωτής εργασίας”».
50.Για
πρώτη φορά αυτή η άποψη εκφράστηκε από τον Μάρκο Βαφειάδη. Βλ.
ενδεικτικά Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ – Μέσα από τα
επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Α΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978,
σελ.19-20. Όμως, αυτή η άποψη και ειδικότερα στη μεταπολίτευση αποτέλεσε
το θεμέλιο λίθο της κριτικής του «ΚΚΕ Εσωτερικού» απέναντι στην
πολιτική του ΚΚΕ για το ΔΣΕ.
51.Είναι
χαρακτηριστικό ότι όλα τα ηγετικά στελέχη του λεγόμενου ΚΚΕ Εσωτερικού
αναφέρονται στην 6η πλατιά Ολομέλεια ως ένα πρώτο θετικό βήμα, το οποίο
και δεν ολοκληρώθηκε. Βλ. Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ –
Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Α΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα
1978, σελ.48-66 και Σταύρος Καράς: «Σχετικά με το πρόβλημα της ηγεσίας»
στο «Αποφάσεις και προβληματισμοί του ΚΚΕ Εσωτερικού», τ. Β΄, εκδόσεις
της ΚΕ του «ΚΚΕ Εσωτερικού», Αθήνα 1976, σελ. 173-184. 54. ΚΕ του ΚΚΕ:
«Διακήρυξη για τα 90χρονα του ΚΚΕ», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 2007,
σελ. 11. Υπενθυμίζουμε ότι οι αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1965 για
δημιουργία μικρών κομματικών ομάδων δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στη ζωή.
52.Μάκης Μαΐλης, «Η 12η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1968)», ΚΟΜΕΠ τ. 2/2008.
53.Πάνος
Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ – Μέσα από τα επίσημα κείμενα του
ΚΚΕ», τ. Β΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 258-260.
54.Βλ.
ενδεικτικά για τα δύο τελευταία σημεία την τοποθέτηση του Παρτσαλίδη
στο πλαίσιο της 10ηςΟλομέλειας στο Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση
του ΚΚΕ – Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Α΄, εκδόσεις
«Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 453-491.
55.Πάνος
Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ – Μέσα από τα επίσημα κείμενα του
ΚΚΕ», τ. Β΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 463 – 467.
56.Σταύρος
Καράς: «Αποφάσεις και προβληματισμοί του ΚΚΕ Εσωτερικού», τ. Β΄,
εκδόσεις της ΚΕ του «ΚΚΕ Εσωτερικού», Αθήνα 1976, σελ. 44 – 45.
57.Πάνος
Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ – Μέσα από τα επίσημα κείμενα του
ΚΚΕ», τ. Β΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 455 – 456.
58.Βλ.
ενδεικτικά Μπάμπης Δρακόπουλος: «Η ταχτική μας» στο Σταύρος Καράς:
«Αποφάσεις και προβληματισμοί του ΚΚΕ Εσωτερικού», τ. Β΄, εκδόσεις της
ΚΕ του «ΚΚΕ Εσωτερικού», Αθήνα 1976, σελ. 114 – 138.
59.Σταύρος Καράς: «Η ιδεολογία και πολιτική στο ΚΚΕ (εσωτερικού)», εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1978, σελ. 72 – 75.
60.Σταύρος Καράς: «Η ιδεολογία και πολιτική στο ΚΚΕ (εσωτερικού)», εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1978, σελ. 174 – 177).
61.Stathis
Kalyvas – Nikos Marantzidis: «The Two Paths of the Greek Communist
Movement», στο «The crisis of communism and party change» ICPS Editions,
Barcelona 2003, σελ. 15 – 16.
62.Αντώνης Μπριλλάκης: «Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα», εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1980, σελ. 261.
63.Stathis
Kalyvas – Nikos Marantzidis: «The Two Paths of the Greek Communist
Movement», στο «The crisis of communism and party change» ICPS Editions,
Barcelona 2003, σελ. 18.
64.Βλ.
ΚΕ του ΚΚΕ: «14ο Συνέδριο (Ντοκουμέντα)», εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ,
Αθήνα 1994 και Τάσος Παππάς: «Η χίμαιρα της μεγάλης Αριστεράς», εκδόσεις
«Δελφίνι», Αθήνα 1993, σελ. 34, όπου αναφέρεται η δήλωση του Μίμη
Ανδρουλάκη περί από τα πριν σχεδιασμού για αλλαγή πορείας και όχι
συνασπισμό κομμάτων.
Κώστας Σκολαρίκος*
*Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι κοινωνιολόγος, συνεργάτης του ΚΜΕ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στον Ριζοσπάστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου