Το ξέσπασμα της πανδημίας συνέπεσε χρονικά με
τη λήξη της δεκατετραήμερης απεργίας των εργαζομένων στα βρετανικά
πανεπιστήμια, που ήταν η κορύφωση πολύμηνων αγωνιστικών διεργασιών για
φλέγοντα ζητήματα όπως το συνταξιοδοτικό, το μισθολογικό, η
εντατικοποίηση και οι επισφαλείς σχέσεις εργασίας1.
Σε συνέχεια της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων και με αφορμή την πανδημία, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν ήδη προβεί σε απολύσεις εργαζομένων, εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης και περαιτέρω απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας. Αυτή η κατάσταση φέρνει στην επιφάνεια με ακόμα μεγαλύτερη επιτακτικότητα την ανάγκη να βαθύνει η συζήτηση περί της μορφής και του περιεχομένου της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά και κυρίως της κατεύθυνσής της. Αν δηλαδή ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες από τη μια ή στις ανάγκες του κεφαλαίου να αυξάνει τα κέρδη του και να αναπαράγει και να θωρακίζει την εξουσία του από την άλλη.
Στη βάση αυτή, η σύνοδος των πρυτάνεων ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση τη «διάσωση» των πανεπιστημίων από το κράτος, μέσω πλήρους κάλυψης του ελλείμματος. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, με την κυβέρνηση όμως να υπόσχεται την πρόωρη εκταμίευση 2,6 δισ. λιρών, τα οποία θα ελάμβαναν τα πανεπιστήμια στις αρχές της επόμενης ακαδημαϊκής χρονιάς. Παράλληλα, η κυβέρνηση επέτρεψε στα πανεπιστήμια να χρεώνουν το συνολικό ποσό των διδάκτρων στους φοιτητές, ακόμα και αν αυτοί δεν μπορέσουν να επιστρέψουν στις αίθουσες στο άμεσο μέλλον.
Την ίδια στιγμή, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν ήδη αρχίσει να παίρνουν τα μέτρα τους με μαζικές απολύσεις (που υπολογίζονται στις 30.000, κυρίως εργαζομένων με μη τυπικές μορφές απασχόλησης), πάγωμα σε αυξήσεις μισθών, αυξήσεις διδάκτρων αλλά και επιθετική πολιτική εισαγωγής φοιτητών (που ανάγκασε την κυβέρνηση να επιβάλει εμπάργκο εισαγωγής φοιτητών για δύο βδομάδες). Ηδη, σε αρκετά πανεπιστήμια, εργαζόμενοι με εποχιακές συμβάσεις, επισκέπτες λέκτορες, ερευνητές και εργαζόμενοι στο δυναμικό υποστήριξης φοιτητών έχουν απολυθεί, ενώ πολλοί έχουν ειδοποιηθεί ότι τα συμβόλαιά τους δεν θα ανανεωθούν. Ακόμα περισσότεροι εργαζόμενοι θα αντιμετωπίσουν τους επόμενους μήνες τον κίνδυνο της απόλυσης, από τη στιγμή που πάνω από το 50% απασχολούνται με τέτοια επισφαλή συμβόλαια.
Εξάλλου, οι προσλήψεις νέου προσωπικού έχουν παγώσει και οι εγκρίσεις νέων επενδυτικών προγραμμάτων έχουν ανασταλεί. Πολλά Τμήματα δεν προχωρούν σε επεκτάσεις συμβολαίων ερευνητών, ενώ έχει ζητηθεί από τους επικεφαλής ερευνητικών προγραμμάτων να εξοικονομήσουν πόρους από τις ήδη υπάρχουσες χρηματοδοτήσεις, για να καλύψουν έξοδα που θα προκύψουν σε σχέση με το προσωπικό τους. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις μεταδιδακτορικών φοιτητών, η αναστολή της σύμβασης εργασίας (furlough) χρησιμοποιείται σαν επέκταση του συμβολαίου.
Οι διοικήσεις έχουν επιδοθεί σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων, προσπαθώντας να πείσουν τους εργαζομένους ότι «είμαστε όλοι μαζί σε αυτή την κρίση», ανακοινώνοντας «μέτρα» όπως την περικοπή των μισθών των πρυτάνεων κατά 20% για έξι μήνες (τη στιγμή που ο ετήσιος μισθός πολλών από αυτούς ξεπερνά τις 400.000 λίρες).
Μια χαρακτηριστική πτυχή είναι και ο αυξημένος φόρτος εργασίας, στον οποίο συμβάλλει και η σαρωτική επέκταση της τηλεργασίας. Αυτό το εργαλείο αύξησης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και, κατ’ επέκταση, της κερδοφορίας των επιχειρήσεων θέτει ουσιαστικά τον εργαζόμενο σε καθεστώς διαρκούς διαθεσιμότητας για εργασία. Οι εργοδότες ήδη έχουν έτοιμα τα επιχειρήματα: «Αφού ήδη είσαι σπίτι», «οι μέρες δεν διαφέρουν πια, άρα τι θα πει δεν δουλεύεις Σαββατοκύριακο ή αργίες;» κ.λπ. Λαμβάνοντας δε υπόψη την κατάσταση της στέγασης στη Βρετανία, συμπεραίνουμε ότι πολλοί εργαζόμενοι δεν έχουν κατάλληλο χώρο εργασίας στο σπίτι που να πληροί τους κανονισμούς ασφαλείας (ύπαρξη γραφείου, υπολογιστή κ.λπ). Σε αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί και η επιπρόσθετη δυσκολία που η τηλεργασία ενέχει για εργαζόμενους με παιδιά στο σπίτι.
Το ίδιο ισχύει και για την εξ αποστάσεως διδασκαλία (τηλεκπαίδευση). Η εφαρμογή της έγινε κυριολεκτικά μέσα σε ένα βράδυ (θυμίζουμε ότι πολλά πανεπιστήμια ήταν ακόμα σε απεργία όταν πάρθηκε η απόφαση για τηλεκπαίδευση) και με πρόφαση την πανδημία υπήρξε η απαίτηση προς τους εργαζόμενους να δουλέψουν υπερωρίες ώστε να μη διαταραχθεί η κανονικότητα. Το μέτρο αυτό φαίνεται ότι δεν θα είναι προσωρινό. Υπάρχουν ήδη σκέψεις από πανεπιστήμια να αυξήσουν την παροχή μαθημάτων μέσω τηλεκπαίδευσης σε μόνιμη βάση. Παράδειγμα το πανεπιστήμιο του Durham, όπου η διεύθυνση σχεδιάζει να πραγματοποιείται το 25% της διδασκαλίας διαδικτυακά από τον επόμενο Σεπτέμβρη, με στόχο τη μείωση του προσωπικού. Εξάλλου, τα πανεπιστήμια δεν έχουν κρύψει την πρόθεσή τους να αξιοποιήσουν την ανάπτυξη της τηλεκπαίδευσης και σε περιπτώσεις απεργιών/κινητοποιήσεων.
Καταγγελίες για έντονες πιέσεις και παραπληροφόρηση των εργαζομένων σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους είχαν αρχίσει και από την περίοδο της απεργίας, όταν διευθυντές έλεγαν στους εργαζόμενους ότι δεν μπορούν να αποσύρουν την εργασία τους από την τηλεκπαίδευση κατά τη διάρκεια της απεργίας, με το πρόσχημα ότι αυτή αποτελεί κομμάτι του «προσωπικού ασφαλείας».
Εδώ και δεκαετίες τα δημόσια πανεπιστήμια στη Βρετανία λειτουργούν ως επιχειρήσεις, επιδιώκοντας κέρδος, το οποίο προκύπτει από την εκμετάλλευση των εργαζομένων τους και εισπράττεται μέσω της πώλησης των υπηρεσιών και των προϊόντων που διαθέτουν στην αγορά. Το αστικό βρετανικό κράτος έπαιξε βασικό ρόλο σε αυτό, διαμορφώνοντας κατάλληλα το νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία τους ως επιχειρήσεων, σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα τα πανεπιστήμια δεν είναι δημιούργημα της πανδημίας, όπως προσπαθούν καθημερινά να πείσουν πρυτάνεις και κυβέρνηση. Αντίθετα, η πανδημία λειτουργεί και στον κλάδο αυτό σαν μεγεθυντικός φακός, που αναδεικνύει τα σάπια θεμέλια της εμπορευματοποιημένης Εκπαίδευσης, δηλαδή του πανεπιστήμιου – επιχείρησης, αλλά και ως καταλύτης της κρίσης στον κλάδο.
Τα κατ’ ουσία ιδιωτικοποιημένα πανεπιστήμια (η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι δημόσια), που στηρίζονται από την τσέπη των φοιτητών για να αποκομίζουν κέρδος, αργά ή γρήγορα θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της χρηματοδότησης.
Από τη μία η μαχητικότητα της απεργίας έσβησε απότομα, καθώς μπήκε ως προτεραιότητα η παρακολούθηση των εξελίξεων που έφερε η πανδημία και, από την άλλη, υποτιμήθηκαν οι επιπτώσεις της στις εργασιακές σχέσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από ενάμιση μήνα το σωματείο δημοσιεύσει έκθεση για τις επιπτώσεις της πανδημίας …στα οικονομικά των πανεπιστημίων («Impact of the Covid-19 pandemic on university finances»), δηλαδή στην τσέπη των εργοδοτών!
Αυτή η στρεβλή προσέγγιση αντανακλάται στην πλήρη ταύτιση του σωματείου με τα αιτήματα των διοικήσεων των πανεπιστημίων για κάλυψη του ελλείμματος.
Εξάλλου, όλο αυτό το διάστημα το σωματείο τηρεί σιγήν ιχθύος στο ζήτημα της τηλεργασίας και τις επιπτώσεις αυτής της υπερελαστικής μορφής απασχόλησης στον φόρτο εργασίας και στην ψυχοσωματική υγεία των εργαζομένων.
Η αποπροσανατολιστική δράση του σωματείου, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων στα βρετανικά πανεπιστήμια, καλλιεργεί ψευδαισθήσεις, καθώς συσκοτίζει τον πραγματικό ένοχο και τη διέξοδο.
Μέσα από αυτές τις εξελίξεις, μια μερίδα των εργαζομένων καταλαβαίνει πως η κατάσταση στα πανεπιστήμια και το σωματείο πρέπει να αλλάξει, ότι πρέπει να αλλάξει ο προσανατολισμός των διεκδικήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν με τη δράση τους και οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στα βρετανικά πανεπιστήμια.
Μπροστά στις εξελίξεις, είναι αναγκαίο να αναβαθμιστούν η παρέμβαση και το περιεχόμενο της πάλης μέσα και στο σωματείο, στα κατά τόπους παραρτήματα, με διασαφήνιση της πραγματικής κατάστασης και των υπαιτίων, με την οργανωμένη προβολή και διεκδίκηση αιτημάτων όπως η άμεση ανάκληση όλων των απολύσεων, η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων για όλους τους εργαζόμενους που υπέστησαν επιδείνωση το τελευταίο διάστημα, η προστασία του ωραρίου και η προσμέτρηση στον εργάσιμο χρόνο όλων των ωρών που απαιτούνται για προετοιμασία των τηλεμαθημάτων, εξετάσεις, διορθώσεις κ.λπ., η άμεση λήψη μέτρων στήριξης των παιδιών των λαϊκών οικογενειών, ώστε να μη στερηθούν το δικαίωμά τους να σπουδάζουν.
Να ανέβει, δηλαδή, η συσπείρωση γύρω από αιτήματα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες εργαζομένων και φοιτητών και στην ικανοποίηση των οποίων μπαίνουν εμπόδιο η λογική του κέρδους και οι κανόνες της αγοράς. Να ενισχυθεί ο αγώνας για ένα διαφορετικό πανεπιστήμιο, που δεν λειτουργεί στη βάση του κέρδους, αλλά με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. αναλυτικά: «Η απεργία στα βρετανικά πανεπιστήμια», «Ριζοσπάστης» 14-15 Μάρτη 2020, σελ. 28.
2. Πρόκειται για το σωματείο UCU (εργαζόμενοι ως διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό και ακαδημαϊκή υποστήριξη σπουδών, ανεξαρτήτως σχέσης εργασίας).
Σε συνέχεια της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων και με αφορμή την πανδημία, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν ήδη προβεί σε απολύσεις εργαζομένων, εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης και περαιτέρω απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας. Αυτή η κατάσταση φέρνει στην επιφάνεια με ακόμα μεγαλύτερη επιτακτικότητα την ανάγκη να βαθύνει η συζήτηση περί της μορφής και του περιεχομένου της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά και κυρίως της κατεύθυνσής της. Αν δηλαδή ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες από τη μια ή στις ανάγκες του κεφαλαίου να αυξάνει τα κέρδη του και να αναπαράγει και να θωρακίζει την εξουσία του από την άλλη.
Χιλιάδες απολύσεις για να καλυφθούν οι τρύπες στα έσοδα του πανεπιστημίου – επιχείρηση
Οι διοικήσεις των βρετανικών πανεπιστημίων προβλέπουν έλλειμμα πολλών
δισεκατομμυρίων λιρών (υπολογίζεται από 2,5 έως 6,9 δισ. λίρες) που θα
προκύψει από χαμένα δίδακτρα λόγω ματαίωσης ή αναβολής σπουδών στα
βρετανικά πανεπιστήμια (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, από φοιτητές από
το εξωτερικό). Υπολογίζεται επίσης ότι οι απώλειες εσόδων από εστίες,
catering και ακυρωμένα συνέδρια, καθώς και τα έξοδα για τη μετάβαση στην
τηλεκπαίδευση αθροίζονται σε περίπου 790 εκατ. λίρες για τη φετινή
χρονιά.Στη βάση αυτή, η σύνοδος των πρυτάνεων ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση τη «διάσωση» των πανεπιστημίων από το κράτος, μέσω πλήρους κάλυψης του ελλείμματος. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, με την κυβέρνηση όμως να υπόσχεται την πρόωρη εκταμίευση 2,6 δισ. λιρών, τα οποία θα ελάμβαναν τα πανεπιστήμια στις αρχές της επόμενης ακαδημαϊκής χρονιάς. Παράλληλα, η κυβέρνηση επέτρεψε στα πανεπιστήμια να χρεώνουν το συνολικό ποσό των διδάκτρων στους φοιτητές, ακόμα και αν αυτοί δεν μπορέσουν να επιστρέψουν στις αίθουσες στο άμεσο μέλλον.
Την ίδια στιγμή, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν ήδη αρχίσει να παίρνουν τα μέτρα τους με μαζικές απολύσεις (που υπολογίζονται στις 30.000, κυρίως εργαζομένων με μη τυπικές μορφές απασχόλησης), πάγωμα σε αυξήσεις μισθών, αυξήσεις διδάκτρων αλλά και επιθετική πολιτική εισαγωγής φοιτητών (που ανάγκασε την κυβέρνηση να επιβάλει εμπάργκο εισαγωγής φοιτητών για δύο βδομάδες). Ηδη, σε αρκετά πανεπιστήμια, εργαζόμενοι με εποχιακές συμβάσεις, επισκέπτες λέκτορες, ερευνητές και εργαζόμενοι στο δυναμικό υποστήριξης φοιτητών έχουν απολυθεί, ενώ πολλοί έχουν ειδοποιηθεί ότι τα συμβόλαιά τους δεν θα ανανεωθούν. Ακόμα περισσότεροι εργαζόμενοι θα αντιμετωπίσουν τους επόμενους μήνες τον κίνδυνο της απόλυσης, από τη στιγμή που πάνω από το 50% απασχολούνται με τέτοια επισφαλή συμβόλαια.
Εξάλλου, οι προσλήψεις νέου προσωπικού έχουν παγώσει και οι εγκρίσεις νέων επενδυτικών προγραμμάτων έχουν ανασταλεί. Πολλά Τμήματα δεν προχωρούν σε επεκτάσεις συμβολαίων ερευνητών, ενώ έχει ζητηθεί από τους επικεφαλής ερευνητικών προγραμμάτων να εξοικονομήσουν πόρους από τις ήδη υπάρχουσες χρηματοδοτήσεις, για να καλύψουν έξοδα που θα προκύψουν σε σχέση με το προσωπικό τους. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις μεταδιδακτορικών φοιτητών, η αναστολή της σύμβασης εργασίας (furlough) χρησιμοποιείται σαν επέκταση του συμβολαίου.
Οι διοικήσεις έχουν επιδοθεί σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων, προσπαθώντας να πείσουν τους εργαζομένους ότι «είμαστε όλοι μαζί σε αυτή την κρίση», ανακοινώνοντας «μέτρα» όπως την περικοπή των μισθών των πρυτάνεων κατά 20% για έξι μήνες (τη στιγμή που ο ετήσιος μισθός πολλών από αυτούς ξεπερνά τις 400.000 λίρες).
Αντεργατική επίθεση από τις πρώτες μέρες της πανδημίας
Άλλωστε, η αντεργατική επίθεση με αφορμή την πανδημία ξεδιπλώθηκε ήδη από τις πρώτες κιόλας μέρες της.Μια χαρακτηριστική πτυχή είναι και ο αυξημένος φόρτος εργασίας, στον οποίο συμβάλλει και η σαρωτική επέκταση της τηλεργασίας. Αυτό το εργαλείο αύξησης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και, κατ’ επέκταση, της κερδοφορίας των επιχειρήσεων θέτει ουσιαστικά τον εργαζόμενο σε καθεστώς διαρκούς διαθεσιμότητας για εργασία. Οι εργοδότες ήδη έχουν έτοιμα τα επιχειρήματα: «Αφού ήδη είσαι σπίτι», «οι μέρες δεν διαφέρουν πια, άρα τι θα πει δεν δουλεύεις Σαββατοκύριακο ή αργίες;» κ.λπ. Λαμβάνοντας δε υπόψη την κατάσταση της στέγασης στη Βρετανία, συμπεραίνουμε ότι πολλοί εργαζόμενοι δεν έχουν κατάλληλο χώρο εργασίας στο σπίτι που να πληροί τους κανονισμούς ασφαλείας (ύπαρξη γραφείου, υπολογιστή κ.λπ). Σε αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί και η επιπρόσθετη δυσκολία που η τηλεργασία ενέχει για εργαζόμενους με παιδιά στο σπίτι.
Το ίδιο ισχύει και για την εξ αποστάσεως διδασκαλία (τηλεκπαίδευση). Η εφαρμογή της έγινε κυριολεκτικά μέσα σε ένα βράδυ (θυμίζουμε ότι πολλά πανεπιστήμια ήταν ακόμα σε απεργία όταν πάρθηκε η απόφαση για τηλεκπαίδευση) και με πρόφαση την πανδημία υπήρξε η απαίτηση προς τους εργαζόμενους να δουλέψουν υπερωρίες ώστε να μη διαταραχθεί η κανονικότητα. Το μέτρο αυτό φαίνεται ότι δεν θα είναι προσωρινό. Υπάρχουν ήδη σκέψεις από πανεπιστήμια να αυξήσουν την παροχή μαθημάτων μέσω τηλεκπαίδευσης σε μόνιμη βάση. Παράδειγμα το πανεπιστήμιο του Durham, όπου η διεύθυνση σχεδιάζει να πραγματοποιείται το 25% της διδασκαλίας διαδικτυακά από τον επόμενο Σεπτέμβρη, με στόχο τη μείωση του προσωπικού. Εξάλλου, τα πανεπιστήμια δεν έχουν κρύψει την πρόθεσή τους να αξιοποιήσουν την ανάπτυξη της τηλεκπαίδευσης και σε περιπτώσεις απεργιών/κινητοποιήσεων.
Καταγγελίες για έντονες πιέσεις και παραπληροφόρηση των εργαζομένων σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους είχαν αρχίσει και από την περίοδο της απεργίας, όταν διευθυντές έλεγαν στους εργαζόμενους ότι δεν μπορούν να αποσύρουν την εργασία τους από την τηλεκπαίδευση κατά τη διάρκεια της απεργίας, με το πρόσχημα ότι αυτή αποτελεί κομμάτι του «προσωπικού ασφαλείας».
Τα προβλήματα δεν είναι δημιούργημα της πανδημίας, αλλά της εμπορευματοποίησης
Τα παραπάνω αναδεικνύουν ήδη τη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή την
εμπορευματοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Το έλλειμμα προκύπτει
ακριβώς από τη λειτουργία των δημόσιων πανεπιστημίων ως επιχειρήσεων,
των οποίων τα έσοδα εξαρτώνται από την τσέπη των φοιτητών και την
επιχειρηματική δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα ιδρύματα. Ετσι, οι
φοιτητές αντιμετωπίζονται ως πελάτες, ενώ οι εργαζόμενοι ως κόστος και
ως αναλώσιμοι.Εδώ και δεκαετίες τα δημόσια πανεπιστήμια στη Βρετανία λειτουργούν ως επιχειρήσεις, επιδιώκοντας κέρδος, το οποίο προκύπτει από την εκμετάλλευση των εργαζομένων τους και εισπράττεται μέσω της πώλησης των υπηρεσιών και των προϊόντων που διαθέτουν στην αγορά. Το αστικό βρετανικό κράτος έπαιξε βασικό ρόλο σε αυτό, διαμορφώνοντας κατάλληλα το νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία τους ως επιχειρήσεων, σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα τα πανεπιστήμια δεν είναι δημιούργημα της πανδημίας, όπως προσπαθούν καθημερινά να πείσουν πρυτάνεις και κυβέρνηση. Αντίθετα, η πανδημία λειτουργεί και στον κλάδο αυτό σαν μεγεθυντικός φακός, που αναδεικνύει τα σάπια θεμέλια της εμπορευματοποιημένης Εκπαίδευσης, δηλαδή του πανεπιστήμιου – επιχείρησης, αλλά και ως καταλύτης της κρίσης στον κλάδο.
Τα κατ’ ουσία ιδιωτικοποιημένα πανεπιστήμια (η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι δημόσια), που στηρίζονται από την τσέπη των φοιτητών για να αποκομίζουν κέρδος, αργά ή γρήγορα θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της χρηματοδότησης.
Ανάγκη η οργάνωση της πάλης σε σύγκρουση με τη λογική του συμβιβασμού
Η τρέχουσα κατάσταση αναδεικνύει για μια ακόμα φορά τις ευθύνες της ηγεσίας του σωματείου2,
που απαρτίζεται από σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, η
γραμμή των οποίων αφήνει στην πράξη ανυπεράσπιστους τους εργαζόμενους
μπροστά στις εξελίξεις.Από τη μία η μαχητικότητα της απεργίας έσβησε απότομα, καθώς μπήκε ως προτεραιότητα η παρακολούθηση των εξελίξεων που έφερε η πανδημία και, από την άλλη, υποτιμήθηκαν οι επιπτώσεις της στις εργασιακές σχέσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από ενάμιση μήνα το σωματείο δημοσιεύσει έκθεση για τις επιπτώσεις της πανδημίας …στα οικονομικά των πανεπιστημίων («Impact of the Covid-19 pandemic on university finances»), δηλαδή στην τσέπη των εργοδοτών!
Αυτή η στρεβλή προσέγγιση αντανακλάται στην πλήρη ταύτιση του σωματείου με τα αιτήματα των διοικήσεων των πανεπιστημίων για κάλυψη του ελλείμματος.
Εξάλλου, όλο αυτό το διάστημα το σωματείο τηρεί σιγήν ιχθύος στο ζήτημα της τηλεργασίας και τις επιπτώσεις αυτής της υπερελαστικής μορφής απασχόλησης στον φόρτο εργασίας και στην ψυχοσωματική υγεία των εργαζομένων.
Η αποπροσανατολιστική δράση του σωματείου, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων στα βρετανικά πανεπιστήμια, καλλιεργεί ψευδαισθήσεις, καθώς συσκοτίζει τον πραγματικό ένοχο και τη διέξοδο.
Μέσα από αυτές τις εξελίξεις, μια μερίδα των εργαζομένων καταλαβαίνει πως η κατάσταση στα πανεπιστήμια και το σωματείο πρέπει να αλλάξει, ότι πρέπει να αλλάξει ο προσανατολισμός των διεκδικήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν με τη δράση τους και οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στα βρετανικά πανεπιστήμια.
Μπροστά στις εξελίξεις, είναι αναγκαίο να αναβαθμιστούν η παρέμβαση και το περιεχόμενο της πάλης μέσα και στο σωματείο, στα κατά τόπους παραρτήματα, με διασαφήνιση της πραγματικής κατάστασης και των υπαιτίων, με την οργανωμένη προβολή και διεκδίκηση αιτημάτων όπως η άμεση ανάκληση όλων των απολύσεων, η αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων για όλους τους εργαζόμενους που υπέστησαν επιδείνωση το τελευταίο διάστημα, η προστασία του ωραρίου και η προσμέτρηση στον εργάσιμο χρόνο όλων των ωρών που απαιτούνται για προετοιμασία των τηλεμαθημάτων, εξετάσεις, διορθώσεις κ.λπ., η άμεση λήψη μέτρων στήριξης των παιδιών των λαϊκών οικογενειών, ώστε να μη στερηθούν το δικαίωμά τους να σπουδάζουν.
Να ανέβει, δηλαδή, η συσπείρωση γύρω από αιτήματα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες εργαζομένων και φοιτητών και στην ικανοποίηση των οποίων μπαίνουν εμπόδιο η λογική του κέρδους και οι κανόνες της αγοράς. Να ενισχυθεί ο αγώνας για ένα διαφορετικό πανεπιστήμιο, που δεν λειτουργεί στη βάση του κέρδους, αλλά με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλ. αναλυτικά: «Η απεργία στα βρετανικά πανεπιστήμια», «Ριζοσπάστης» 14-15 Μάρτη 2020, σελ. 28.
2. Πρόκειται για το σωματείο UCU (εργαζόμενοι ως διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό και ακαδημαϊκή υποστήριξη σπουδών, ανεξαρτήτως σχέσης εργασίας).
Δημήτρης Κιβωτίδης – Βάσια Βαρδακαστάνη
Λέκτορας, University of East London – Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια, Imperial College
Λέκτορας, University of East London – Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια, Imperial College
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου