Η
προχτεσινή συζήτηση στη Βουλή ήταν αρκετά αποκαλυπτική. Κάθε άρθρο του
νομοσχεδίου για το Φορολογικό και το πρόγραμμα «Γέφυρα», κάθε παράγραφος
των δεκάδων κατάπτυστων τροπολογιών που έφεραν οι υπουργοί την
τελευταία στιγμή, δείχνουν τι περιμένει τα εργατικά - λαϊκά στρώματα με
την επιχείρηση ανάκαμψης των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων.
Αποδεικνύοντας ότι τα συμφέροντα των δε προϋποθέτουν το τσάκισμα των
μεν.
Η ίδια η τοποθέτηση του πρωθυπουργού σχετικά με τα αναδρομικά των συνταξιούχων που καταληστεύει η κυβέρνηση ήταν το «κερασάκι στην τούρτα»: Τα δημοσιονομικά όρια της καπιταλιστικής οικονομίας δεν «χωράνε» ακόμα και αυτά που υποχρεούται να δώσει το αστικό κράτος. Την ίδια στιγμή μάλιστα που εισηγούνταν δεκάδες μέτρα, κίνητρα και φοροαπαλλαγές σε εφοπλιστές, τραπεζίτες και βιομήχανους. Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Με την απαράδεκτη τροπολογία του υπουργείου Εργασίας, πέρα από την παράταση της κρατικής επιδότησης εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και της αναστολής συμβάσεων, ξηλώνονται οι ΣΣΕ των ναυτεργατών, ξεκινώντας από τα κατώτερα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων. Μια ακόμα προσπάθεια να πέσει η τιμή της εργατικής δύναμης στα βαπόρια, προς όφελος των εφοπλιστών, ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημά τους. Και αυτό από την κυβέρνηση χαρακτηρίστηκε κυνικά «μέτρο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας», που πάει χέρι χέρι με την ένταση της εκμετάλλευσης. Και ενώ η τροπολογία έρχεται να τσακίσει τα εργατικά δικαιώματα των ναυτεργατών, με το νομοσχέδιο που συζητιόταν προστέθηκαν κι άλλα δωράκια στους εφοπλιστές, με φοροαπαλλαγές σε προϊόντα εφοδιασμού των πλοίων.
Στο φορολογικό νομοσχέδιο περιλαμβάνονται σειρά από φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο για τη διαμόρφωση του «φιλικού επενδυτικού κλίματος», που σκοπό έχουν να καταστήσουν τη χώρα «φορολογικό παράδεισο» για τους λίγους.
Στα παραπάνω προστίθεται και το πρόγραμμα «Γέφυρα», που αποτελεί άλλο ένα πακέτο επιδότησης των τραπεζικών ομίλων με χρήμα από τον κρατικό κορβανά, προκειμένου να μη δημιουργηθούν νέα «κόκκινα» δάνεια λόγω των νέων οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά νοικοκυριά. Μάλιστα, η «Γέφυρα» αυτή έχει στον ορίζοντά της την ολοκληρωτική κατάργηση κάθε προστασίας της πρώτης κατοικίας από τα κοράκια των τραπεζών και των funds. Επομένως, σε πρώτη φάση προστατεύει άμεσα τα χαρτοφυλάκια των τραπεζιτών και σε δεύτερη φάση βγάζει στο σφυρί τη λαϊκή κατοικία.
Από την άλλη, η κυβέρνηση πετάει στο καλάθι των αχρήστων το δίκαιο αίτημα των εργαζομένων για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για τη λαϊκή κατοικία που κατέθεσε το ΚΚΕ στη Βουλή, όπως και για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης.
Με το ένα χέρι η κυβέρνηση κρατούσε στη Βουλή τη σέσουλα, μοιράζοντας απλόχερα «ζεστό» χρήμα και άγρια αντεργατικά μέτρα στα μονοπώλια και με το άλλο χέρι τσεκούρωνε ακόμα και τα κουτσουρεμένα αναδρομικά, τα οποία επιδικάστηκαν από το ΣτΕ στους συνταξιούχους αφού, όπως είπε ο πρωθυπουργός, «δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια».
Από κοντά όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ που έκανε «γαργάρα» την επίθεση στους ναυτεργάτες (μήπως γιατί περιλαμβάνονταν και στα δικά του κυβερνητικά σχέδια;). Ούτε βέβαια έφερε αντίρρηση στα διάφορα μέτρα επιδότησης και στήριξης του κεφαλαίου. Και μπορεί να σήκωσε φραστικά την αντίθεσή του για το «κούρεμα» των αναδρομικών, δεν μπορεί όμως να κρύψει ότι ανάλογες πρακτικές ακολούθησε και αυτός ως κυβέρνηση, ενώ έχει ναρκοθετήσει με την πολιτική του τα ασφαλιστικά δικαιώματα παλιών και νεότερων γενιών. Ο νόμος Κατρούγκαλου άλλωστε είναι αυτός που «νομιμοποιεί» την κλοπή που έχουν δεχτεί οι συνταξιούχοι τα τελευταία χρόνια.
Το συμπέρασμα που πρέπει να βγει είναι ένα: Οσο μεγαλύτερη είναι η στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων τόσο δυναμώνει το χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των συνταξιούχων, της λαϊκής πλειοψηφίας, τόσο υποβαθμίζονται οι ανάγκες τους. Τα συμφέροντά τους είναι αταίριαστα.
Η ταξική αυτή πολιτική - στην οποία συναινούν όλα τα αστικά κόμματα - αντιμετωπίζεται μόνο με ένταση της ταξικής πάλης, με τον αγώνα της εργατικής τάξης για τις δικές της ανάγκες, για να διεκδικήσει τον πλούτο που παράγει.
Η ίδια η τοποθέτηση του πρωθυπουργού σχετικά με τα αναδρομικά των συνταξιούχων που καταληστεύει η κυβέρνηση ήταν το «κερασάκι στην τούρτα»: Τα δημοσιονομικά όρια της καπιταλιστικής οικονομίας δεν «χωράνε» ακόμα και αυτά που υποχρεούται να δώσει το αστικό κράτος. Την ίδια στιγμή μάλιστα που εισηγούνταν δεκάδες μέτρα, κίνητρα και φοροαπαλλαγές σε εφοπλιστές, τραπεζίτες και βιομήχανους. Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Με την απαράδεκτη τροπολογία του υπουργείου Εργασίας, πέρα από την παράταση της κρατικής επιδότησης εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και της αναστολής συμβάσεων, ξηλώνονται οι ΣΣΕ των ναυτεργατών, ξεκινώντας από τα κατώτερα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων. Μια ακόμα προσπάθεια να πέσει η τιμή της εργατικής δύναμης στα βαπόρια, προς όφελος των εφοπλιστών, ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημά τους. Και αυτό από την κυβέρνηση χαρακτηρίστηκε κυνικά «μέτρο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας», που πάει χέρι χέρι με την ένταση της εκμετάλλευσης. Και ενώ η τροπολογία έρχεται να τσακίσει τα εργατικά δικαιώματα των ναυτεργατών, με το νομοσχέδιο που συζητιόταν προστέθηκαν κι άλλα δωράκια στους εφοπλιστές, με φοροαπαλλαγές σε προϊόντα εφοδιασμού των πλοίων.
Στο φορολογικό νομοσχέδιο περιλαμβάνονται σειρά από φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο για τη διαμόρφωση του «φιλικού επενδυτικού κλίματος», που σκοπό έχουν να καταστήσουν τη χώρα «φορολογικό παράδεισο» για τους λίγους.
Στα παραπάνω προστίθεται και το πρόγραμμα «Γέφυρα», που αποτελεί άλλο ένα πακέτο επιδότησης των τραπεζικών ομίλων με χρήμα από τον κρατικό κορβανά, προκειμένου να μη δημιουργηθούν νέα «κόκκινα» δάνεια λόγω των νέων οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά νοικοκυριά. Μάλιστα, η «Γέφυρα» αυτή έχει στον ορίζοντά της την ολοκληρωτική κατάργηση κάθε προστασίας της πρώτης κατοικίας από τα κοράκια των τραπεζών και των funds. Επομένως, σε πρώτη φάση προστατεύει άμεσα τα χαρτοφυλάκια των τραπεζιτών και σε δεύτερη φάση βγάζει στο σφυρί τη λαϊκή κατοικία.
Από την άλλη, η κυβέρνηση πετάει στο καλάθι των αχρήστων το δίκαιο αίτημα των εργαζομένων για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για τη λαϊκή κατοικία που κατέθεσε το ΚΚΕ στη Βουλή, όπως και για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης.
Με το ένα χέρι η κυβέρνηση κρατούσε στη Βουλή τη σέσουλα, μοιράζοντας απλόχερα «ζεστό» χρήμα και άγρια αντεργατικά μέτρα στα μονοπώλια και με το άλλο χέρι τσεκούρωνε ακόμα και τα κουτσουρεμένα αναδρομικά, τα οποία επιδικάστηκαν από το ΣτΕ στους συνταξιούχους αφού, όπως είπε ο πρωθυπουργός, «δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια».
Από κοντά όμως και ο ΣΥΡΙΖΑ που έκανε «γαργάρα» την επίθεση στους ναυτεργάτες (μήπως γιατί περιλαμβάνονταν και στα δικά του κυβερνητικά σχέδια;). Ούτε βέβαια έφερε αντίρρηση στα διάφορα μέτρα επιδότησης και στήριξης του κεφαλαίου. Και μπορεί να σήκωσε φραστικά την αντίθεσή του για το «κούρεμα» των αναδρομικών, δεν μπορεί όμως να κρύψει ότι ανάλογες πρακτικές ακολούθησε και αυτός ως κυβέρνηση, ενώ έχει ναρκοθετήσει με την πολιτική του τα ασφαλιστικά δικαιώματα παλιών και νεότερων γενιών. Ο νόμος Κατρούγκαλου άλλωστε είναι αυτός που «νομιμοποιεί» την κλοπή που έχουν δεχτεί οι συνταξιούχοι τα τελευταία χρόνια.
Το συμπέρασμα που πρέπει να βγει είναι ένα: Οσο μεγαλύτερη είναι η στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων τόσο δυναμώνει το χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των συνταξιούχων, της λαϊκής πλειοψηφίας, τόσο υποβαθμίζονται οι ανάγκες τους. Τα συμφέροντά τους είναι αταίριαστα.
Η ταξική αυτή πολιτική - στην οποία συναινούν όλα τα αστικά κόμματα - αντιμετωπίζεται μόνο με ένταση της ταξικής πάλης, με τον αγώνα της εργατικής τάξης για τις δικές της ανάγκες, για να διεκδικήσει τον πλούτο που παράγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου