«Αισθάνομαι καταπονημένος και αδύναμος
σωματικά, αγχωμένος και στρεσαρισμένος», «ο παραπάνω χρόνος παραμονής
μάς έχει καταβάλει σωματικά και πνευματικά με κίνδυνο τη σωματική μας
ακεραιότητα στο χώρο εργασίας μας».
Δεκάδες είναι τα τηλεγραφήματα και οι ηλεκτρονικές καταγγελίες που στέλνονται από τους εγκλωβισμένους ναυτεργάτες, οι οποίοι παραμένουν εν πλω μέσα στα καράβια για 7, 8 ακόμα και 10 και 11 μήνες, λόγω της πανδημίας, ζητώντας τον άμεσο επαναπατρισμό τους.
Η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, η εργοδοτική Διεθνής Ομοσπονδία Εργαζομένων Μεταφορών (ITF), το Ναυτικό Επιμελητήριο κάνουν τάχα ότι ενδιαφέρονται, ωστόσο με ευθύνη εφοπλιστών και κυβέρνησης οι ναυτεργάτες έχουν εγκλωβιστεί στα πλοία, ενώ είναι μηδαμινά τα μέσα υγειονομικής προστασίας. Την ίδια ώρα, βέβαια, στελέχη, πράκτορες και αντιπρόσωποι των επιχειρήσεων συνεχίζουν ανενόχλητοι κανονικότατα τα αεροπορικά πήγαινε – έλα για τις ανάγκες των ναυτιλιακών εταιρειών. Επιπρόσθετα, χώρες όπως ΗΠΑ, Αυστραλία κ.ά. επιβάλλουν απαγορεύσεις στους ναυτεργάτες χωρίς λόγο, για να καλύψουν τις αδυναμίες του συστήματος Υγείας των χωρών τους.
Ο υπουργός Ναυτιλίας, Γ. Πλακιωτάκης, απαντώντας σε Ερώτηση που κατέθεσε το ΚΚΕ στη Βουλή, λέει ότι αναγνωρίζει το πρόβλημα και ισχυρίζεται πως τάχα «η Ελλάδα έχει πρωτοστατήσει στην προσπάθεια μετριασμού των προβλημάτων στην αντικατάσταση πληρωμάτων και επαναπατρισμού των Ελλήνων ναυτικών».
Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως το …ενδιαφέρον του υπουργείου και συνολικά της κυβέρνησης περιορίζεται: Σε κάποιες εγκυκλίους από το υπουργείο και την «Ελληνική Ναυτιλιακή Διοίκηση», όπως χαρακτηρίζει τις εφοπλιστικές ενώσεις, προς τις «εθνικές αρχές». Ακόμα, στις εκκλήσεις του υπουργού προς τη Διεθνή Ναυτιλιακή Σύνοδο στις 13/7, προς τους εμπλεκόμενους (διεθνείς οργανισμούς, κυβερνήσεις, ναυτιλιακή και αεροπορική βιομηχανία) «να συσπειρώσουν τις προσπάθειές τους, για να μπορέσουν το συντομότερο δυνατό οι ναυτικοί σε όλο τον κόσμο να βρεθούν κοντά στις οικογένειές τους ή να μεταβούν στα πλοία τους». Και στη γενικόλογη «Κοινή Υπουργική Διακήρυξη» που εκδόθηκε στη συνέχεια, περί «αναγκαιότητας επίλυσης του προβλήματος» κ.ο.κ.
Άλλωστε, στη σχετική ανακοίνωση που έχει εκδώσει η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) αυτό που κάνει σαφές είναι πως το «ζωτικής σημασίας γεγονός» δεν είναι βέβαια η υγεία και η ζωή των ναυτεργατών, αλλά «η ανάγκη για αδιάλειπτη λειτουργία της διεθνούς ναυτιλίας η οποία εξυπηρετεί το 80% των αναγκών του παγκόσμιου εμπορίου».
Όσο για τους εγκλωβισμένους ναυτεργάτες, στην ουσία η ΕΕΕ «νίπτει τας χείρας» της σημειώνοντας απλώς ότι «παρά τις παρεμβάσεις των φορέων της διεθνούς ναυτιλίας και πολλών ναυτιλιακών χωρών, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής κυβέρνησης, οι ποικίλοι ισχύοντες περιορισμοί των μετακινήσεων ανά τον κόσμο εμποδίζουν τις αλλαγές των πληρωμάτων».
Από πάνω ο πρόεδρος της Ένωσης, Θ. Βενιάμης, δεν διστάζει να προκαλεί ανοιχτά τους ναυτεργάτες λέγοντας σε δήλωσή του: «Οι ναυτικοί μας, η ψυχή των πλοίων μας, όλη αυτή την δύσκολη και πρωτόγνωρη περίοδο στάθηκαν σαν αληθινοί ήρωες της θάλασσας, στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας να εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας», ενώ …απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις «να παρέμβουν, για να γυρίσουν οι ναυτικοί ασφαλείς στα σπίτια τους και άλλοι συνάδελφοί τους να αναλάβουν να συνεχίσουν το σπουδαίο έργο τους».
«Είμαι στο πλοίο από τις 24 Ιουνίου 2019. Εχει λήξει η σύμβασή μου από τις 24 Δεκεμβρίου 2019. Μετά από τη λήξη της αρχικής σύμβασης έχω υπογράψει συνεχόμενες συμβάσεις ανά μήνα λήγοντας η τελευταία 24 Ιουνίου 2020. Πρέπει να επισημάνω ότι το διαβατήριό μου λήγει στις 3 Αυγούστου του 2020 και αυτό καθιστά ακόμα πιο δύσκολο τον επαναπατρισμό μου. Έχω ενημερώσει από καιρό τηλεφωνικώς το γραφείο μέσω του πλοιάρχου και του Α’ μηχανικού (…) Οι ακριβείς λόγοι που θέλω να επαναπατριστώ είναι οι παρακάτω: Εκτός από τη λήξη του διαβατηρίου μου αισθάνομαι καταπονημένος και αδύναμος σωματικά, αγχωμένος και στρεσαρισμένος…», αναφέρεται σε καταγγελία β’ μηχανικού.
«Καταγγελία εν πλω Α’ μηχανικού, 18 Ιούλη, Σ. Αραβία (…) Θέλω να τονίσω ότι ο παραπάνω χρόνος παραμονής μάς έχει καταβάλει σωματικά και πνευματικά με κίνδυνο τη σωματική μας ακεραιότητα στο χώρο εργασίας μας. Παρακαλώ όπως προβείτε στις κατάλληλες ενέργειες για τη ρύθμιση αυτού του σοβαρού ζητήματος».
Εμφανής είναι η αγωνία να γυρίσει στην πατρίδα και του πρωτόμπαρκου δόκιμου στην κουβέρτα, ο οποίος αναφέρει σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε προς τα σωματεία: «Είμαι 10 μήνες μέσα στο βαπόρι, έχω να πατήσω στεριά από τον Δεκέμβριο. Εχω δώσει παραίτηση τουλάχιστον 2 μήνες και δεν με βγάζουν, ενώ ακούω και διαβάζω ότι ξεμπαρκάρει κόσμος. Γνωρίζετε αν είναι ανοιχτό το αεροδρόμιο στο Rizhao της Κίνας;».
Αποκαλυπτική είναι και η καταγγελία που απέστειλε Α΄ μηχανικός σε ποντοπόρο δεξαμενόπλοιο με ελληνική σημαία: «Είμαι με εξάμηνη σύμβαση. Πριν δύο μήνες, δηλαδή μέσα 5,5 μήνες, έδωσα παραίτηση για επαναπατρισμό, για να έφευγα δηλαδή μέχρι 5 Μαΐου το αργότερο για οικογενειακούς λόγους. Δεδομένης της κατάστασης δεν ζήτησα να φύγω από όσα λιμάνια περάσαμε έως τώρα αλλά σε 10 μέρες πρόκειται να καταπλεύσουμε σε λιμάνι που όπως πληροφορήθηκε το πλοίο γραπτώς από τον ατζέντη των ναυλωτών εδώ και ήδη 1 εβδομάδα είναι εφικτό για αλλαγές (ΒΡΑΖΙΛΙΑ). Από την εταιρεία μάς είπαν ότι δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές και μας απειλούν ότι αν επιχειρήσουμε να φύγουμε χωρίς αντικαταστάτη – διότι ισχυρίζονται ότι αυτοί που είναι να έρθουν φοβούνται να επιβιβαστούν στο συγκεκριμένο λιμάνι – θα κινηθούν δικαστικώς εναντίον μας για να μας αφαιρέσουν τα διπλώματα και να χάσουμε τη δουλειά μας για πάντα. Ακόμα δόθηκε εντολή προφορική στον πλοίαρχο να μην κάνει κινήσεις για αλλαγές. Παρακαλώ όπως με συμβουλέψετε διά το πρόβλημά μου».
Ο Γ’ μηχανικός Σ. Π., 27 ετών, κατάφερε να ξεμπαρκάρει στις 15 Ιούλη μετά από μπάρκο 7 μηνών και 10 ημερών. Θα έπρεπε βέβαια να είχε ξεμπαρκάρει ένα μήνα πριν. Οπως ανέφερε ο ίδιος, στο καράβι «υπήρχε συνάδελφος που ήταν μέσα 9 μήνες, που ξεμπαρκάραμε μαζί. Ξέρω συναδέλφους που είχαν 12 μήνες» και δεν γνωρίζει αν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να ξεμπαρκάρουν. Οπως σημείωσε, από τις 29 Μάη έως τις 23 Ιούνη το βαπόρι ήταν στα χωρικά ύδατα ανοιχτά της Σιγκαπούρης. «Η εταιρεία όμως αρνήθηκε να κάνει τις διαδικασίες για να ξεμπαρκάρουμε. Ηταν οικονομικοί οι λόγοι γιατί θα έπρεπε να πληρώσει το αγκυροβόλιο, να λάβει παραπάνω πετρέλαια το πλοίο ώστε να δικαιολογήσει το γιατί θα έπρεπε από τα χωρικά ύδατα να καταπλεύσει στο αγκυροβόλιο και από πάνω να καταναλώσει και πετρέλαια αφού η απόσταση από τα διεθνή χωρικά ύδατα ως το αγκυροβόλιο ήταν ταξίδι 5 ωρών. Δηλαδή η εταιρεία δεν ενέκρινε το κόστος. Μας το είπαν ότι δεν μπορούμε».
«Τελικά το καράβι έκανε ένα ακόμα ταξίδι για Κίνα και Μανίλα και ξεμπαρκάραμε στη Σιγκαπούρη κατά την επιστροφή». Ο ναυτεργάτης αναφέρθηκε και στην τεράστια ηλεκτρονική γραφειοκρατία που και αυτή φορτώθηκε στις πλάτες των ναυτεργατών: «Όταν η εταιρεία ξέρει ότι στο πλοίο δεν υπάρχει πάντα ίντερνετ και όταν υπάρχει είναι μεγάλο το κόστος του, το πληρώνουμε». Όπως είπε, έπρεπε να συμπληρωθούν δύο φόρμες, μία που αφορούσε τη Σιγκαπούρη και μία για την Ελλάδα. «Η φόρμα της Ελλάδας μάς πήρε 4 ώρες να τη συμπληρώσουμε», ενώ για να περιμένουν το «οκ» από την Ελλάδα παραλίγο να χάσουν την πτήση.
«Οι εφοπλιστικές ενώσεις και κράτη είναι που κάνουν κουμάντο στα λιμάνια. Οι εφοπλιστές αναπτύσσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες στα λιμάνια, είναι και μέτοχοι. Και πίεση δηλαδή μπορούν να ασκήσουν και να φροντίσουν ώστε να ανοίξουν τα λιμάνια, να εξασφαλίσουν τσάρτερς πτήσεις και ό,τι άλλα μέτρα χρειάζεται για να μεταφερθούμε με ασφάλεια διασφαλίζοντας την υγεία τη δική μας και των χωρών που πάμε. Εξάλλου, εμείς στην πραγματικότητα είμαστε σε καραντίνα αφού δεν βγαίνουμε έξω και δεν ερχόμαστε σε επαφή με πολύ κόσμο. Πρέπει και τη γραφειοκρατία να την αναλάβουν οι εταιρίες. Υπάρχουν λύσεις και τρόποι για τον απεγκλωβισμό των ναυτεργατών, αλλά αυτοί είναι κοστοβόροι και οι εφοπλιστές υπολογίζουν τη ζωή των ναυτεργατών, την ασφάλειά μας, την υγεία μας, την ανάγκη μας να ξεκουραστούμε και να δούμε τις οικογένειές μας ως κόστος».
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο ναυτεργάτης ήταν πλήρωμα σε πλοίο της «MARAN TANKERS», του εφοπλιστικού ομίλου Αγγελικούση, ο οποίος αυτήν την περίοδο, μόνο από ένα από τα δεξαμενόπλοιά του, το «MARAN ANTARES», παίρνει ναύλα 299.982 δολάρια τη μέρα. Συνολικά οι Ελληνες εφοπλιστές, την ώρα που δεν δίνουν δεκάρα για τον επαναπατρισμό των εγκλωβισμένων ναυτεργατών, βλέποντας την κρίση ως μία ακόμα ευκαιρία για περισσότερη κερδοφορία, έχουν μετατρέψει τα τάνκερς τους σε αποθήκες πετρελαίου (οι παραγωγές χώρες αποθηκεύουν πετρέλαιο περιμένοντας να ανέβουν οι πολύ χαμηλές τιμές) παίρνοντας ναύλα που ξεπερνάνε και τα 300.000 δολάρια τη μέρα.
Δεκάδες είναι τα τηλεγραφήματα και οι ηλεκτρονικές καταγγελίες που στέλνονται από τους εγκλωβισμένους ναυτεργάτες, οι οποίοι παραμένουν εν πλω μέσα στα καράβια για 7, 8 ακόμα και 10 και 11 μήνες, λόγω της πανδημίας, ζητώντας τον άμεσο επαναπατρισμό τους.
Η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, η εργοδοτική Διεθνής Ομοσπονδία Εργαζομένων Μεταφορών (ITF), το Ναυτικό Επιμελητήριο κάνουν τάχα ότι ενδιαφέρονται, ωστόσο με ευθύνη εφοπλιστών και κυβέρνησης οι ναυτεργάτες έχουν εγκλωβιστεί στα πλοία, ενώ είναι μηδαμινά τα μέσα υγειονομικής προστασίας. Την ίδια ώρα, βέβαια, στελέχη, πράκτορες και αντιπρόσωποι των επιχειρήσεων συνεχίζουν ανενόχλητοι κανονικότατα τα αεροπορικά πήγαινε – έλα για τις ανάγκες των ναυτιλιακών εταιρειών. Επιπρόσθετα, χώρες όπως ΗΠΑ, Αυστραλία κ.ά. επιβάλλουν απαγορεύσεις στους ναυτεργάτες χωρίς λόγο, για να καλύψουν τις αδυναμίες του συστήματος Υγείας των χωρών τους.
Ο υπουργός Ναυτιλίας, Γ. Πλακιωτάκης, απαντώντας σε Ερώτηση που κατέθεσε το ΚΚΕ στη Βουλή, λέει ότι αναγνωρίζει το πρόβλημα και ισχυρίζεται πως τάχα «η Ελλάδα έχει πρωτοστατήσει στην προσπάθεια μετριασμού των προβλημάτων στην αντικατάσταση πληρωμάτων και επαναπατρισμού των Ελλήνων ναυτικών».
Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως το …ενδιαφέρον του υπουργείου και συνολικά της κυβέρνησης περιορίζεται: Σε κάποιες εγκυκλίους από το υπουργείο και την «Ελληνική Ναυτιλιακή Διοίκηση», όπως χαρακτηρίζει τις εφοπλιστικές ενώσεις, προς τις «εθνικές αρχές». Ακόμα, στις εκκλήσεις του υπουργού προς τη Διεθνή Ναυτιλιακή Σύνοδο στις 13/7, προς τους εμπλεκόμενους (διεθνείς οργανισμούς, κυβερνήσεις, ναυτιλιακή και αεροπορική βιομηχανία) «να συσπειρώσουν τις προσπάθειές τους, για να μπορέσουν το συντομότερο δυνατό οι ναυτικοί σε όλο τον κόσμο να βρεθούν κοντά στις οικογένειές τους ή να μεταβούν στα πλοία τους». Και στη γενικόλογη «Κοινή Υπουργική Διακήρυξη» που εκδόθηκε στη συνέχεια, περί «αναγκαιότητας επίλυσης του προβλήματος» κ.ο.κ.
Προέχουν τα κέρδη των εφοπλιστών
Με την απάντηση που έδωσε ο υπουργός ουσιαστικά αυτό που επιδιώκει
είναι να συγκαλύψει τις ευθύνες της κυβέρνησης και των εφοπλιστών, που
αρνούνται να αποδεχτούν τα αιτήματα των ναυτεργατών και των ταξικών
συνδικάτων ΠΕΜΕΝ, «ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ», ΠΕΕΜΑΓΕΝ, τα οποία έχει αναδείξει το ΚΚΕ
και προβλέπουν ότι με ευθύνη των εφοπλιστών και της κυβέρνησης θα πρέπει
να γίνουν εντατικές συστηματικές παρεμβάσεις σε όλες τις χώρες,
αξιοποιώντας πρεσβείες και προξενικά λιμεναρχεία, για να εξασφαλιστεί ο
απεγκλωβισμός των ναυτεργατών, να εξευρεθούν λιμάνια – σταθμοί όπου θα
μπορούν να ξεμπαρκάρουν οι ναυτεργάτες και οι ναυτιλιακές εταιρείες να
εξασφαλίσουν αεροπλάνα τσάρτερς, κάθε μεταφορικό μέσο που απαιτείται για
την επιστροφή τους στα σπίτια τους. Αυτά όμως προϋποθέτουν κόστος,
δηλαδή «να βάλουν το χέρι στην τσέπη», κάτι που μέχρι τώρα το αρνούνται.Άλλωστε, στη σχετική ανακοίνωση που έχει εκδώσει η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) αυτό που κάνει σαφές είναι πως το «ζωτικής σημασίας γεγονός» δεν είναι βέβαια η υγεία και η ζωή των ναυτεργατών, αλλά «η ανάγκη για αδιάλειπτη λειτουργία της διεθνούς ναυτιλίας η οποία εξυπηρετεί το 80% των αναγκών του παγκόσμιου εμπορίου».
Όσο για τους εγκλωβισμένους ναυτεργάτες, στην ουσία η ΕΕΕ «νίπτει τας χείρας» της σημειώνοντας απλώς ότι «παρά τις παρεμβάσεις των φορέων της διεθνούς ναυτιλίας και πολλών ναυτιλιακών χωρών, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής κυβέρνησης, οι ποικίλοι ισχύοντες περιορισμοί των μετακινήσεων ανά τον κόσμο εμποδίζουν τις αλλαγές των πληρωμάτων».
Από πάνω ο πρόεδρος της Ένωσης, Θ. Βενιάμης, δεν διστάζει να προκαλεί ανοιχτά τους ναυτεργάτες λέγοντας σε δήλωσή του: «Οι ναυτικοί μας, η ψυχή των πλοίων μας, όλη αυτή την δύσκολη και πρωτόγνωρη περίοδο στάθηκαν σαν αληθινοί ήρωες της θάλασσας, στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας να εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας», ενώ …απευθύνει έκκληση στις κυβερνήσεις «να παρέμβουν, για να γυρίσουν οι ναυτικοί ασφαλείς στα σπίτια τους και άλλοι συνάδελφοί τους να αναλάβουν να συνεχίσουν το σπουδαίο έργο τους».
Συγκλονίζουν τα όσα καταγγέλλουν οι εγκλωβισμένοι ναυτεργάτες
Ομως, τα όσα καταγγέλλουν οι ίδιοι οι ναυτεργάτες δείχνουν ότι η
κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο εγκυμονώντας κινδύνους για τη
σωματική τους ακεραιότητα και την προστασία της ανθρώπινης ζωής στη
θάλασσα.«Είμαι στο πλοίο από τις 24 Ιουνίου 2019. Εχει λήξει η σύμβασή μου από τις 24 Δεκεμβρίου 2019. Μετά από τη λήξη της αρχικής σύμβασης έχω υπογράψει συνεχόμενες συμβάσεις ανά μήνα λήγοντας η τελευταία 24 Ιουνίου 2020. Πρέπει να επισημάνω ότι το διαβατήριό μου λήγει στις 3 Αυγούστου του 2020 και αυτό καθιστά ακόμα πιο δύσκολο τον επαναπατρισμό μου. Έχω ενημερώσει από καιρό τηλεφωνικώς το γραφείο μέσω του πλοιάρχου και του Α’ μηχανικού (…) Οι ακριβείς λόγοι που θέλω να επαναπατριστώ είναι οι παρακάτω: Εκτός από τη λήξη του διαβατηρίου μου αισθάνομαι καταπονημένος και αδύναμος σωματικά, αγχωμένος και στρεσαρισμένος…», αναφέρεται σε καταγγελία β’ μηχανικού.
«Καταγγελία εν πλω Α’ μηχανικού, 18 Ιούλη, Σ. Αραβία (…) Θέλω να τονίσω ότι ο παραπάνω χρόνος παραμονής μάς έχει καταβάλει σωματικά και πνευματικά με κίνδυνο τη σωματική μας ακεραιότητα στο χώρο εργασίας μας. Παρακαλώ όπως προβείτε στις κατάλληλες ενέργειες για τη ρύθμιση αυτού του σοβαρού ζητήματος».
Εμφανής είναι η αγωνία να γυρίσει στην πατρίδα και του πρωτόμπαρκου δόκιμου στην κουβέρτα, ο οποίος αναφέρει σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε προς τα σωματεία: «Είμαι 10 μήνες μέσα στο βαπόρι, έχω να πατήσω στεριά από τον Δεκέμβριο. Εχω δώσει παραίτηση τουλάχιστον 2 μήνες και δεν με βγάζουν, ενώ ακούω και διαβάζω ότι ξεμπαρκάρει κόσμος. Γνωρίζετε αν είναι ανοιχτό το αεροδρόμιο στο Rizhao της Κίνας;».
Αποκαλυπτική είναι και η καταγγελία που απέστειλε Α΄ μηχανικός σε ποντοπόρο δεξαμενόπλοιο με ελληνική σημαία: «Είμαι με εξάμηνη σύμβαση. Πριν δύο μήνες, δηλαδή μέσα 5,5 μήνες, έδωσα παραίτηση για επαναπατρισμό, για να έφευγα δηλαδή μέχρι 5 Μαΐου το αργότερο για οικογενειακούς λόγους. Δεδομένης της κατάστασης δεν ζήτησα να φύγω από όσα λιμάνια περάσαμε έως τώρα αλλά σε 10 μέρες πρόκειται να καταπλεύσουμε σε λιμάνι που όπως πληροφορήθηκε το πλοίο γραπτώς από τον ατζέντη των ναυλωτών εδώ και ήδη 1 εβδομάδα είναι εφικτό για αλλαγές (ΒΡΑΖΙΛΙΑ). Από την εταιρεία μάς είπαν ότι δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές και μας απειλούν ότι αν επιχειρήσουμε να φύγουμε χωρίς αντικαταστάτη – διότι ισχυρίζονται ότι αυτοί που είναι να έρθουν φοβούνται να επιβιβαστούν στο συγκεκριμένο λιμάνι – θα κινηθούν δικαστικώς εναντίον μας για να μας αφαιρέσουν τα διπλώματα και να χάσουμε τη δουλειά μας για πάντα. Ακόμα δόθηκε εντολή προφορική στον πλοίαρχο να μην κάνει κινήσεις για αλλαγές. Παρακαλώ όπως με συμβουλέψετε διά το πρόβλημά μου».
Ο Γ’ μηχανικός Σ. Π., 27 ετών, κατάφερε να ξεμπαρκάρει στις 15 Ιούλη μετά από μπάρκο 7 μηνών και 10 ημερών. Θα έπρεπε βέβαια να είχε ξεμπαρκάρει ένα μήνα πριν. Οπως ανέφερε ο ίδιος, στο καράβι «υπήρχε συνάδελφος που ήταν μέσα 9 μήνες, που ξεμπαρκάραμε μαζί. Ξέρω συναδέλφους που είχαν 12 μήνες» και δεν γνωρίζει αν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να ξεμπαρκάρουν. Οπως σημείωσε, από τις 29 Μάη έως τις 23 Ιούνη το βαπόρι ήταν στα χωρικά ύδατα ανοιχτά της Σιγκαπούρης. «Η εταιρεία όμως αρνήθηκε να κάνει τις διαδικασίες για να ξεμπαρκάρουμε. Ηταν οικονομικοί οι λόγοι γιατί θα έπρεπε να πληρώσει το αγκυροβόλιο, να λάβει παραπάνω πετρέλαια το πλοίο ώστε να δικαιολογήσει το γιατί θα έπρεπε από τα χωρικά ύδατα να καταπλεύσει στο αγκυροβόλιο και από πάνω να καταναλώσει και πετρέλαια αφού η απόσταση από τα διεθνή χωρικά ύδατα ως το αγκυροβόλιο ήταν ταξίδι 5 ωρών. Δηλαδή η εταιρεία δεν ενέκρινε το κόστος. Μας το είπαν ότι δεν μπορούμε».
Βλέπουν το δικαίωμα του ναυτεργάτη να ξεκουραστεί και να δει την οικογένειά του σαν κόστος
«Έγραψα γράμμα προς την εταιρεία ότι εγώ δεν έχω τα ίδια
αντανακλαστικά που είχα, φοβάμαι την ασφάλειά μου και την ασφάλεια των
γύρω μου». Η «απάντηση» της εταιρείας ήταν «με ένα πλήρωμα κουρασμένο
μάς βάλανε να βγάλουμε τα έμβολα της μηχανής. Μια πολύ σοβαρή και
δύσκολη δουλειά που παίρνει ώρες. Όλοι ήμασταν πάνω από 6μηνο. Οι
καθαριστές που είναι βασικοί για την εργασία αυτή είχαν ήδη 11 μήνες.
Ήταν επικίνδυνο. Από τύχη και τη συναδελφικότητά μας δεν υπήρξε ατύχημα
κ.λπ.».«Τελικά το καράβι έκανε ένα ακόμα ταξίδι για Κίνα και Μανίλα και ξεμπαρκάραμε στη Σιγκαπούρη κατά την επιστροφή». Ο ναυτεργάτης αναφέρθηκε και στην τεράστια ηλεκτρονική γραφειοκρατία που και αυτή φορτώθηκε στις πλάτες των ναυτεργατών: «Όταν η εταιρεία ξέρει ότι στο πλοίο δεν υπάρχει πάντα ίντερνετ και όταν υπάρχει είναι μεγάλο το κόστος του, το πληρώνουμε». Όπως είπε, έπρεπε να συμπληρωθούν δύο φόρμες, μία που αφορούσε τη Σιγκαπούρη και μία για την Ελλάδα. «Η φόρμα της Ελλάδας μάς πήρε 4 ώρες να τη συμπληρώσουμε», ενώ για να περιμένουν το «οκ» από την Ελλάδα παραλίγο να χάσουν την πτήση.
«Οι εφοπλιστικές ενώσεις και κράτη είναι που κάνουν κουμάντο στα λιμάνια. Οι εφοπλιστές αναπτύσσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες στα λιμάνια, είναι και μέτοχοι. Και πίεση δηλαδή μπορούν να ασκήσουν και να φροντίσουν ώστε να ανοίξουν τα λιμάνια, να εξασφαλίσουν τσάρτερς πτήσεις και ό,τι άλλα μέτρα χρειάζεται για να μεταφερθούμε με ασφάλεια διασφαλίζοντας την υγεία τη δική μας και των χωρών που πάμε. Εξάλλου, εμείς στην πραγματικότητα είμαστε σε καραντίνα αφού δεν βγαίνουμε έξω και δεν ερχόμαστε σε επαφή με πολύ κόσμο. Πρέπει και τη γραφειοκρατία να την αναλάβουν οι εταιρίες. Υπάρχουν λύσεις και τρόποι για τον απεγκλωβισμό των ναυτεργατών, αλλά αυτοί είναι κοστοβόροι και οι εφοπλιστές υπολογίζουν τη ζωή των ναυτεργατών, την ασφάλειά μας, την υγεία μας, την ανάγκη μας να ξεκουραστούμε και να δούμε τις οικογένειές μας ως κόστος».
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο ναυτεργάτης ήταν πλήρωμα σε πλοίο της «MARAN TANKERS», του εφοπλιστικού ομίλου Αγγελικούση, ο οποίος αυτήν την περίοδο, μόνο από ένα από τα δεξαμενόπλοιά του, το «MARAN ANTARES», παίρνει ναύλα 299.982 δολάρια τη μέρα. Συνολικά οι Ελληνες εφοπλιστές, την ώρα που δεν δίνουν δεκάρα για τον επαναπατρισμό των εγκλωβισμένων ναυτεργατών, βλέποντας την κρίση ως μία ακόμα ευκαιρία για περισσότερη κερδοφορία, έχουν μετατρέψει τα τάνκερς τους σε αποθήκες πετρελαίου (οι παραγωγές χώρες αποθηκεύουν πετρέλαιο περιμένοντας να ανέβουν οι πολύ χαμηλές τιμές) παίρνοντας ναύλα που ξεπερνάνε και τα 300.000 δολάρια τη μέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου