Στο άκουσμα “πράκτορας της Στάζι” το μυαλό
των περισσότερων πάει στον πρωταγωνιστή του αντικομμουνιστικού
μπλοκμπάστερ “Οι ζωές των άλλων” Γκερντ Βίζερ, ή σε κάθε περίπτωση σε
κάποιον στυγνό, αγέλαστο και αδίστακτο τύπο που καταδίωκε και
κατασκόπευε αθώους κι ανυποψίαστους πολίτες. Γεγονός είναι ότι μετά το
1990 και την επανένωση των δύο Γερμανιών, το στίγμα που συνδέεται με την
απασχόληση για το “Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας”, του MfS, ήταν και
παραμένει τόσο έντονο, ώστε συνήθως οι πρώην εργαζόμενοι του αποκρύπτουν
με κάθε τρόπο την ταυτότητά τους, ή δίνουν ανώνυμα τις μαρτυρίες. Από
αυτή την άποψη, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον κάθε επώνυμη καταγραφή
που προέρχεται από αυτό τον κύκλο ανθρώπων.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Γερμανία η αυτοβιογραφία του Γκίντερ Πετσλ, με τίτλο “Ο πλαστογράφος”, όπου αναφέρεται στα κίνητρά του για την ένταξή του στο MfS, πτυχές της δουλειάς του ως πράκτορα, αλλά και ευρύτερα ζητήματα σχετικά με τη ζωή στη ΓΛΔ. Ο Πετσλ εμφανίζεται περήφανος για τη σταδιοδρομία του, χαρακτηρίζει τη ΓΛΔ πατρίδα του, γιατί “πατρίδα είναι εκεί που σου χαμογελάνε οι άνθρωποι στο δρόμο”, δίχως να προσπαθεί να αποφύγει και την κριτική όπου το κρίνει απαραίτητο.
Ο ίδιος σκιαγραφεί πως, ήδη από μαθητής αποφάσισε να κάνει αίτημα ως “ανεπίσημος συνεργάτης” (πληροφοριοδότης) της Στάζι, θεωρώντας πως έτσι συμμετέχει στη διασφάλιση της ειρήνης, ενώ αργότερα μπήκε και στο SED. H απόφασή του να μπει σε έμμισθη σχέση στο υπουργείο (οι πληροφοριοδότες, παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη, ήταν στη μεγάλη τους πλειονότητα εθελοντές και άμισθοι) οφειλόταν στο ότι τελικά δεν άνοιξε το Ερευνητικό Κέντρο για το οποίο είχε εκπαιδευθεί μετά τις σπουδές του. Το 1976, ο Πετσλ δέχτηκε να εργαστεί στον “Επιχειρησιακό – Τεχνικό” τομέα του υπουργείου, περνώντας από μια σειρά τμήματα, με βασικό του καθήκον εντέλει τη δημιουργία πιστών πλαστών αντιγράφων δυτικογερμανικών και άλλων ξένων διαβατηρίων για άλλους πράκτορες της Στάζι, αλλά και για άλλες χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ, όπως και για μέλη ριζοσπαστικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο. Η επιτυχία του ίδιου και της ομάδας του ήταν τέτοια, που οι αρμόδιες υπηρεσίες της Δυτικής Γερμανίας αξιολογούσαν τα έγγραφα που δημιουργούνταν στη ΓΛΔ, ως “μη αναγνωριζόμενες υπό κανονικές συνθήκες απόλυτες πλαστογραφήσεις”.
Ο ίδιος περιγράφει ως μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του ως “αρχιπλαστογράφου της Στάζι”, όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η ΟΔΓ επιχείρησε να εισαγάγει ένα διαβατήριο με μικροτσίπ που θα περνούσε από ηλεκτρονικό έλεγχο στα σύνορα. Οι φόβοι αυτοί δεν επαληθεύτηκαν σε εκείνη τη φάση, διότι κρίθηκε τεχνολογικά και οικονομικά μη βιώσιμο από τους αρμόδιους, ενώ ανέκυψαν και διαφωνίες σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα.
Μετά τη διάλυση της ΓΛΔ, ο Πετσλ βρέθηκε αντιμέτωπος με το ρεβανσισμό της “ενιαίας” Γερμανίας. Η Υπηρεσία Προστασίας του Πολιτεύματος τον πίεσε να δώσει τα ονόματα όσων μέσα από το Ομοσπονδιακό Τυπογραφείο στο Δυτικό Βερολίνο προμήθευαν τη Στάζι με τις απαραίτητες πληροφορίες για τη δημιουργία πιστών αντιγράφων δυτικογερμανικών ταυτοτήτων και διαβατηρίων. Η απάντηση του Πετσλ ήταν λακωνική: “Δε θα μιλήσω γι’ αυτό μαζί σας. Υπάρχουν σίγουρα προδότες, αλλά δεν ανήκω σε αυτούς”. Λίγες μέρες μετά, τον Απρίλη του 1991, ενημερώθηκε από την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία πως σε βάρος του ξεκινούσε έρευνα για κατασκοπευτική δραστηριότητα. Τελικά, ελλείψει πραγματικού κατηγορητηρίου ακόμα και με αυτό το δυτικογερμανικό δίκαιο, η δίωξη έπαυσε οριστικά το 1995. Στο μεσοδιάστημα οι οχλήσεις συνεχίστηκαν, ακόμα και από Αμερικανούς, προφανώς ανθρώπους της πρεσβείας, που τον ρώτησαν αν είχε ποτέ του παραχαράξει δολάρια. “Αν παραχαράσσαμε δολάρια, εγώ δε θα ήμουν εδώ τώρα, αλλά θα βρισκόμουν με τα πόδια στον νερό κάπου κάτω από κανά φοίνικα. Αν ήταν μάλιστα πολλά δολάρια, θα υπήρχε ακόμα ΓΛΔ και αυτή η συζήτηση δε θα διεξαγόταν”, αντέτεινε αφοπλιστικά ο Πετσλ.
Ο Πετσλ γράφει ακόμα ότι τον ρώτησαν κάποτε “τι ήταν το καλύτερο στη ΓΛΔ”, κι εκείνος αυθόρμητα αποκρίθηκε: “Το καλύτερο στη ΓΛΔ ήταν ότι τα λεφτά δεν είχαν καμία αξία!”. Αντιθέτως, αυτό μετρούσε πραγματικά ήταν η αλληλεγγύη, η σύμπνοια, ο αντιφασισμός και η διεθνιστική αλληλεγγύη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, όπως δημοσιεύεται στη Junge Welt, όπου ο Πετσλ τοποθετείται για την δυσκολία των ταξιδιών στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές χώρες. Σε αυτό διακρίνεται μεταξύ άλλων μια σχεδόν παιδική “αφέλεια” όταν μιλάει για το πόσο τον σόκαραν τα υλικά κίνητρα κάποιων Ανατολικογερμανικών φυγάδων, αλλά και πώς η εκπληκτική ισότητα της κοινωνίας όπου ζούσε, του έδινε τη μεγαλύτερη ώθηση για να είναι καλύτερος στη δουλειά του:
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Γερμανία η αυτοβιογραφία του Γκίντερ Πετσλ, με τίτλο “Ο πλαστογράφος”, όπου αναφέρεται στα κίνητρά του για την ένταξή του στο MfS, πτυχές της δουλειάς του ως πράκτορα, αλλά και ευρύτερα ζητήματα σχετικά με τη ζωή στη ΓΛΔ. Ο Πετσλ εμφανίζεται περήφανος για τη σταδιοδρομία του, χαρακτηρίζει τη ΓΛΔ πατρίδα του, γιατί “πατρίδα είναι εκεί που σου χαμογελάνε οι άνθρωποι στο δρόμο”, δίχως να προσπαθεί να αποφύγει και την κριτική όπου το κρίνει απαραίτητο.
Ο ίδιος σκιαγραφεί πως, ήδη από μαθητής αποφάσισε να κάνει αίτημα ως “ανεπίσημος συνεργάτης” (πληροφοριοδότης) της Στάζι, θεωρώντας πως έτσι συμμετέχει στη διασφάλιση της ειρήνης, ενώ αργότερα μπήκε και στο SED. H απόφασή του να μπει σε έμμισθη σχέση στο υπουργείο (οι πληροφοριοδότες, παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη, ήταν στη μεγάλη τους πλειονότητα εθελοντές και άμισθοι) οφειλόταν στο ότι τελικά δεν άνοιξε το Ερευνητικό Κέντρο για το οποίο είχε εκπαιδευθεί μετά τις σπουδές του. Το 1976, ο Πετσλ δέχτηκε να εργαστεί στον “Επιχειρησιακό – Τεχνικό” τομέα του υπουργείου, περνώντας από μια σειρά τμήματα, με βασικό του καθήκον εντέλει τη δημιουργία πιστών πλαστών αντιγράφων δυτικογερμανικών και άλλων ξένων διαβατηρίων για άλλους πράκτορες της Στάζι, αλλά και για άλλες χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ, όπως και για μέλη ριζοσπαστικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο. Η επιτυχία του ίδιου και της ομάδας του ήταν τέτοια, που οι αρμόδιες υπηρεσίες της Δυτικής Γερμανίας αξιολογούσαν τα έγγραφα που δημιουργούνταν στη ΓΛΔ, ως “μη αναγνωριζόμενες υπό κανονικές συνθήκες απόλυτες πλαστογραφήσεις”.
Ο ίδιος περιγράφει ως μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του ως “αρχιπλαστογράφου της Στάζι”, όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η ΟΔΓ επιχείρησε να εισαγάγει ένα διαβατήριο με μικροτσίπ που θα περνούσε από ηλεκτρονικό έλεγχο στα σύνορα. Οι φόβοι αυτοί δεν επαληθεύτηκαν σε εκείνη τη φάση, διότι κρίθηκε τεχνολογικά και οικονομικά μη βιώσιμο από τους αρμόδιους, ενώ ανέκυψαν και διαφωνίες σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα.
Μετά τη διάλυση της ΓΛΔ, ο Πετσλ βρέθηκε αντιμέτωπος με το ρεβανσισμό της “ενιαίας” Γερμανίας. Η Υπηρεσία Προστασίας του Πολιτεύματος τον πίεσε να δώσει τα ονόματα όσων μέσα από το Ομοσπονδιακό Τυπογραφείο στο Δυτικό Βερολίνο προμήθευαν τη Στάζι με τις απαραίτητες πληροφορίες για τη δημιουργία πιστών αντιγράφων δυτικογερμανικών ταυτοτήτων και διαβατηρίων. Η απάντηση του Πετσλ ήταν λακωνική: “Δε θα μιλήσω γι’ αυτό μαζί σας. Υπάρχουν σίγουρα προδότες, αλλά δεν ανήκω σε αυτούς”. Λίγες μέρες μετά, τον Απρίλη του 1991, ενημερώθηκε από την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία πως σε βάρος του ξεκινούσε έρευνα για κατασκοπευτική δραστηριότητα. Τελικά, ελλείψει πραγματικού κατηγορητηρίου ακόμα και με αυτό το δυτικογερμανικό δίκαιο, η δίωξη έπαυσε οριστικά το 1995. Στο μεσοδιάστημα οι οχλήσεις συνεχίστηκαν, ακόμα και από Αμερικανούς, προφανώς ανθρώπους της πρεσβείας, που τον ρώτησαν αν είχε ποτέ του παραχαράξει δολάρια. “Αν παραχαράσσαμε δολάρια, εγώ δε θα ήμουν εδώ τώρα, αλλά θα βρισκόμουν με τα πόδια στον νερό κάπου κάτω από κανά φοίνικα. Αν ήταν μάλιστα πολλά δολάρια, θα υπήρχε ακόμα ΓΛΔ και αυτή η συζήτηση δε θα διεξαγόταν”, αντέτεινε αφοπλιστικά ο Πετσλ.
Ο Πετσλ γράφει ακόμα ότι τον ρώτησαν κάποτε “τι ήταν το καλύτερο στη ΓΛΔ”, κι εκείνος αυθόρμητα αποκρίθηκε: “Το καλύτερο στη ΓΛΔ ήταν ότι τα λεφτά δεν είχαν καμία αξία!”. Αντιθέτως, αυτό μετρούσε πραγματικά ήταν η αλληλεγγύη, η σύμπνοια, ο αντιφασισμός και η διεθνιστική αλληλεγγύη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ένα μικρό απόσπασμα του βιβλίου, όπως δημοσιεύεται στη Junge Welt, όπου ο Πετσλ τοποθετείται για την δυσκολία των ταξιδιών στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές χώρες. Σε αυτό διακρίνεται μεταξύ άλλων μια σχεδόν παιδική “αφέλεια” όταν μιλάει για το πόσο τον σόκαραν τα υλικά κίνητρα κάποιων Ανατολικογερμανικών φυγάδων, αλλά και πώς η εκπληκτική ισότητα της κοινωνίας όπου ζούσε, του έδινε τη μεγαλύτερη ώθηση για να είναι καλύτερος στη δουλειά του:
Το ότι οι άνθρωποι στη ΓΛΔ δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν ανεμπόδιστα, είχε πρωτίστως πολιτικά αίτια. Η ΟΔΓ διεκδικούσε ένα είδος “κηδεμονίας” για κάθε πολίτη της ΓΛΔ που ζούσε στη Δύση. Αυτό κατά την αυτοαντίληψη της ΓΛΔ δεν ήταν ανεκτό. Το ότι οι νόμοι της ΓΛΔ τιμωρούσαν την παράνομη εγκατάλειψη της χώρας, το αποδεχόμουν. Χωρίς της Σοβιετική Ένωση έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να αλλάξει. Λιγότερο με απασχολούσαν τα κίνητρα όσων αυτομολούσαν. Κατά κανόνα δεν υπήρχαν πληροφορίες γι’ αυτό, ούτε στο δικό μου τμήμα (…) όταν μερικά χρόνια αργότερα διάβασα ένα άρθρο του Spiegel του 1973 για τη φυγάδευση γιατρών από τη ΓΛΔ,κυριολεκτικά μου έπεσε το σαγόνι. Εδώ κατονομαζόταν ένα κίνητρο, το οποίο σε αυτή την έκταση το θεωρούσα σχεδόν αδύνατο: το χρήμα. Για πενταψήφια ποσά υπήρχαν γιατροί διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τους ασθενείς τους. 1400 μάρκα έπαιρνε η γυναίκα μου ως γιατρός. “1400 μάρκα έβγαζε η γυναίκα μου το μήνα ως γιατρός, σε μας αυτά τα παίρνει και μια χοιροτρόφος”, δήλωσε ένας από τους φυγάδες. Για μένα αυτό ήταν ένα ισχυρό κίνητρο, να κάνω τη δουλειά μου το καλύτερο δυνατόν. Εκείνη την περίοδο έβγαζα περίπου όσα και αυτή η χοιροτρόφος”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου