«Καρτεράμε. Μέρα με τη μέρα. Θάρθει και η
δική μας σειρά. Είναι σίγουρο πως και μας θα μας διώξουν (…) Τα κελιά
αδειάζουν. Οι ακτίνες ρημάζουν. Στις αυλές δεν έμεινε πέτρα πάνω στην
πέτρα. Οι κληματαριές, τα λιγοστά δεντράκια, οι τριανταφυλλιές, οι
βιολέτες, οι μενεξέδες, οι πρασινάδες στα παρτέρια, που ήταν κρυφή χαρά
και συντροφιά – μοναδική όαση στην ξεραΐλα και την ερημιά μας –
κείτονται πεθαμένα. Οι μεταγωγές φεύγουν η μιά πίσω απ’ την άλλη (…) Η
φυλακή έχασε το σφρίγος, τον παλμό, την αίγλη της. Τη ζωή της (…)
Μοιάζει με ερείπιο κατάλληλο για μουσείο. Παραδίνεται στην ιστορία…».
Εξήντα χρόνια πριν, τέτοιες μέρες, οι φυλακές της Κέρκυρας άδειαζαν
από πολιτικούς κρατούμενους, υποτίθεται για πάντα. Τέτοιον μήνα, τέτοιες
ημέρες. Τα τέλη του Μάη του 1961.
Η αντίσταση των κομμουνιστών και των άλλων δημοκρατών κρατουμένων, σε
συνδυασμό με τις διεθνείς καταγγελίες για τη βαρβαρότητα των φυλακών
και με άλλους λόγους, έκαναν την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να
αποφασίσει τη μεταφορά τους σε άλλες φυλακές. Στο Ιντζεδίν, στην Κρήτη,
κυρίως. Ένας 34χρονος Ρουμελιώτης αγωνιστής είναι ανάμεσά τους. Γιώργης
Μωραΐτης (1927-2018) το όνομά του. Διαισθάνεται πως αυτή είναι η στερνή
του νύχτα στο μπουντρούμι της αγγλοκρατίας στο νησί των Φαιάκων. «Το
μαστίγωμα της αγωνίας είναι χειρότερο απ’ του βούρδουλα ακόμα και για
κείνους που έχουν δοκιμαστεί σκληρά σ’ αυτό και έχουν αντέξει»,
σκέφτεται. Τα μάτια του δεν λένε να κλείσουν. «Το κάτεργο σαν να
κινείται (…), παλεύει με το θάνατο (…), αφού στάθηκε ανίκανο να σπάσει
την ατσαλένια θέλησή μας. Περνάμε πάνω του τώρα θριαμβευτές».
Νύχτα χαριτωμένη.
«Είναι μια νύχτα γλυκιά, μαγευτική, ανοιξιάτικη. Η γραφική Κέρκυρα
λουσμένη στο ηλεκτρικό φως θα φαίνεται από μακριά σαν πανόραμα. Μόνο
πάνω απ’ το μπουντρούμι του Μαίτλαντ το σκοτάδι έχει πέσει σαν μαύρο
σάβανο». Όλοι στα κελιά τους, σ’ όλες τις φοβερές ακτίνες, κοιμούνται.
– Ξυπνάτε, φωνάζει. Ξυπνάτε να μπήξουμε μια δυνατή φωνή. Να
τραντάξουμε τον τόπο. Να ξαναζήσουμε λίγες στιγμές έξαρσης και
μεγαλείου. Σαν εκείνες της Πρωτοχρονιάς, της 25 του Μάρτη και της
Ανάστασης (…) Δεν θα καταγγείλουμε τίποτε. Δε θα ζητήσουμε τίποτα. Δεν
θα καλέσουμε να μας συμπαρασταθούν και να μας βοηθήσουν. Αρκετά έκανε
αυτός ο κόσμος για μας. Και πολλά δάκρυα έχυσε.
Μένει όρθιος, μόνος. Αναδεύεται μονάχα το στήθος τους.
– Σηκωθείτε Δεσμώτες! Γρήγορα στα πόστα σας! Έχουμε ένα χρέος στερνό
να εκπληρώσουμε. Να στείλουμε στον ευγενικό λαό της όμορφης πόλης και
του νησιού αποχαιρετιστήριο μήνυμα.
Είχε δίκιο!
Πρωί-πρωί στην κλούβα. Χειροπέδες δένουν σφιχτά το ένα χέρι του με
άλλο συντρόφου του στον δρόμο για το λιμάνι, για το καράβι «Αγγέλικα»
που περιμένει κι αυτούς. «Μην το θαρρείς μικρό πράμα. Μονός δεν είναι
κανένας (…) Όλοι θάχουμε ένα χέρι λυτό. Δηλαδή λεύτερο». Αποχαιρετά έναν
δεσμοφύλακα παλιό ΕΔΕΣίτη που του ψιθυρίζει: «Κάναμε βλακεία! Τι
κερδίσαμε; Κι εσείς κι εγώ ριχτήκαμε στη φυλακή… Αν ξανάρθουν οι
Γερμανοί θάμαστε κορόιδα αν δεν συνεργαστούμε μαζί τους. Όσοι
συνεργάστηκαν κατέχουν ανώτερες θέσεις και θησαύρισαν. Εγώ δεν χορταίνω
το ψωμί. Και σεις γεράσατε εδώ μέσα».
– Κάνε λίγο χώρο σύντροφε… «Έχει πολλές ομορφιές η Κέρκυρα (…) Φάγαμε
τη μισή μας ζωή σ’ αυτή και δεν την είδαμε». Ώρα «να χορτάσουν τα μάτια
της ψυχής μου κόσμο και πράσινο». Περνάνε από τη Γαρίτσα, τη συνοικία
της φυλακής. «Φτωχολογιά απ’ άκρη σ’ άκρη. Χίλιοι πεντακόσιοι ψήφοι
πήγαν μονοκούκι στην ΕΔΑ (… ) Οι γυναίκες των εργατών και των βαρκαραίων
ήταν μαζεμένες έξω απ’ τα σπίτια και κλαίγανε» για τα πάθη των
φυλακισμένων. Το λάστιχο έσκουξε πάνω στην άσφαλτο.
Τι καλά! «Απ’ το καράβι τα μάτια μας θα χορτάσουν να βλέπουν. Θα
δούμε ολόκληρη την Κέρκυρα, την πόλη και το νησί με τα δαντελωτά
ακρογιάλια (…) Η παρθενική Κερκυραϊκή βλάστηση χύνει τη δροσιά της –
κολώνια από λεμονανθούς, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, γαρδένιες – μέσα στην
ψυχή μας. Οι κλώνοι απ’ τις ακακίες με τα καταπράσινα φύλλα και τα
ολόλευκα άνθη σκύβουν πάνω μας σαν να θέλουν να μας χαϊδέψουν τα μαλλιά.
Σκοντάφτουν όμως στ’ αδιάβροχο της κλούβας που μας σκεπάζει. Και πάνε
να το ξεσκίσουν μ’ ένα οργισμένο γρασσστ. Από παντού σ’ όλους τους
τόνους ακούγεται η γλυκιά ιδιόρρυθμη κερκυραϊκή μελωδία. Έχεις την
εντύπωση πως περνάς μέσα από ρεματιές κι ακούς συναυλία». Πω πω,
ξεχάσαμε το αποχαιρετιστήριο…
Μια χαρούμενη συντροφική φωνή κι ένα χαμόγελο τον λυτρώνουν με το που
πατά τα πόδια του στην «κάργα φορτωμένη», εικονιζόμενη εδώ σε έργο του
Σπύρου Κουρσάρη, πενηντάχρονη «Αγγέλικα».
– Στείλαμε! Έγινε η δουλειά!
– Εμπρός στο αμπάρι!, άλλη… Αντέδρασε κι ο κόσμος, οι επιβάτες. «Απ’
τα βουρκωμένα μάτια μιας μαυροφορεμένης γριούλας βλέπω να κυλούν
δάκρυα».
Ένα χαριτωμένο πλασματάκι με ξανθές μπουκλίτσες, ούτε πέντε χρονώ,
τους πλησιάζει. Η Αννούλα. Ο φίλος του Γιώργη Μωραΐτη, ο Βασίλης, έβγαλε
απ’ το σακκίδιό του δυό μικρά εργόχειρα, δυό περιστεράκια. Η Αννούλα
γλιστράει και το σκάει τρεχάλα με τα περιστεράκια.
Επιστρέφει.
– Γιατί θα σας πετάξουν στη θάλασσα;
Το χέρι της σαν να σφίγγει τον αλυσοδεμένο Γιώργη.
«Δαντελωτά ακρογιάλια, γραφικοί όρμοι, όμορφα χωριουδάκια,
σκαρφαλωμένα στις καταπράσινες πλαγιές του βουνού, φαντάζουν λοξά μέσα
στα μάτια μου. Δεν ξέρω αν έχει άλλο νησί τέτοια ομορφιά. Ορκίζομαι να
το πατήσω κάποτε λεύτερος, σαν τουρίστας. Αναζητώ τον όρμο που άραξε ο
Οδυσσέας ναυαγός. Εκεί που πήγε και τον βρήκε η Ναυσικά (…) Θάχουμε κι
εμείς την τύχη να γυρίσουμε στα χωριά μας; Απίστευτο».
Δίπλα του άλλος πολιτικός κρατούμενος εξηγεί σε μια Γαλλιδούλα «πώς
για να μας αποφυλακίσουν ζητούν να αποκηρύξουμε τις ιδέες μας». Ακόμη,
«γιατί μας φυγαδεύουν από την Κέρκυρα».
– Αλήθεια γιατί καταργήθηκε η φυλακή της Κέρκυρας; αναρωτιέται. Γιατί μας μπαρκάρανε όλους για άλλα κάτεργα;
Ποιος να θυμάται όλες τις εκδηλώσεις για αποφυλάκιση και αμνηστία;
Όλες τις αποχές συσσιτίου, απεργίες πείνας, ανοιχτές διαμαρτυρίες,
καταγγελίες και εκκλήσεις με φωνές από τα παράθυρα των φυλακών προς τον
λαό;
Ένας Σπύρος, καθώς ταίριαζε στο νησί, είχε ρίξει το πρώτο σύνθημα την Πρωτοχρονιά του ’61 με τη βροντερή φωνή του:
– Λαέ της Κέρκυρας! Λαέ της Ελλάδας!
Έσκιζαν τον αέρα τα συνθήματά τους:
– Άλλη μια πρωτοχρονιά μακριά από τα σπίτια μας!
– Δεκαεφτά χρόνια δεν είδαμε τους δικούς μας!
– Η κυβέρνηση αμνήστευσε τους Γερμανούς εγκληματίες! Εμάς που πολεμήσαμε μας κρατάει στη φυλακή δεκαεφτά χρόνια!
– Λευτεριά στους δεσμώτες αγωνιστές της Αντίστασης!
– Αμνηστία! Αμνηστία! Αμνηστία!
Σάλπισμα που συγκλόνισε. Την επομένη η κερκυραϊκή εφημερίδα «Τηλέγραφος» έγραψε:
«Η πολιτεία θα έπρεπε (…) να δώσει αμνηστία. Άραγε δεν θα έπρεπε οι
άνθρωποι να είμαστε πιο καλοί και πιο άνθρωποι; Γιατί να βαραίνει το
λαό, αυτόν τον πολύπαθο και βασανισμένο, η σκληρή και αδυσώπητη μοίρα
του ολέθρου, της συμφοράς και του αίματος; Πρέπει πάντα κάποιοι να
βρίσκονται φυτεμένοι στην γη, σκοτωμένοι από αδελφικά χέρια και άλλοι να
σαπίζουν στις φυλακές; Αυτή η τραγωδία (…) δεν θα σταματήσει ποτέ; (…)
Είθε ο νέος χρόνος να απαλύνει τα αισθήματα και να αμβλύνει τα πάθη,
ώστε να μη σκιάσουν και πάλι του χρόνου την πρώτη αχλύ της κοιμωμένης
ακόμη πόλεως οι ανατριχιαστικές φωνές που εδόνησαν την ατμόσφαιρα της
εφετεινής πρωτοχρονιάς».
Το Πάσχα είχε βρεθεί στην Κέρκυρα για τις γιορτές ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.
«Οι φωνές μας τον ενόχλησαν. Και αμέσως διάταξε να διαλυθεί η φυλακή
της Κέρκυρας, σαν φυλακή πολιτικών κρατουμένων και να μεταφερθούμε όλοι
σε άλλες φυλακές. Αυτή τη λύση έδωσαν. Για να μη τους ενοχλούμε. Για να
μη τους εκθέτουμε στα μάτια των ξένων στην Κέρκυρα. Τώρα μας στέλνουν σε
απόμακρα κάτεργα. Για να μην ακούεται η φωνή μας. Αλλά όπου κι αν πάμε,
εφόσον θα είμαστε ζωντανοί, εφόσον θα αναπνέουμε, δεν θα πάψουμε να
καταγγέλλουμε τη μεγάλη αδικία. Δεν θα πάψουμε να σαλπίζουμε το
πανεθνικό αίτημα της Αμνηστίας. Για να ειρηνεύσει ο τόπος μας. Το
ματωβαμμένο μπουντρούμι του Μαίτλαντ έπεσε. Η ίδια τύχη περιμένει και τ’
άλλα».
Όλοι μαζί, καθώς βρέθηκε κιθάρα και ξεμακραίνει η Κέρκυρα, κάνουν το πλοίο να τρανταχτεί απ’ το τραγούδι τους:
Κέρκυρα και Κεφαλονιά,
Ζάκυνθος και Λευκάδα
αυτά τα τέσσερα νησιά
στολίζουν την Ελλάδα.
Ένας νέος από τη νότια Κέρκυρα, από τη Λευκίμμη, στέκεται κοντά στον
Γιώργη Μωραΐτη. Ρωτάει για έναν συγχωριανό του πολιτικό κρατούμενο και
παγώνει όταν μαθαίνει ότι ο Μωραΐτης είναι καταδικασμένος «σε θάνατο»!
– Γιατί δεν κάνουν δήλωση; ρωτάει έναν υπενωμοτάρχη.
– Εμ, δεν κάνουν, του απαντάει αυτός.
– Στο χωριό μου όσοι έκαναν έμειναν αριστεροί και αριστερά ψηφίζουν, συνεχίζει ο νεαρός κοιτώντας τον Γιώργη.
«Γιατί να κάνουμε δήλωση; Τι να αποκηρύξουμε; Πιστεύουμε σε ορισμένες
ιδέες. Είναι δικαίωμα κάθε ελεύθερου ανθρώπου να πιστεύει σε όποιες
ιδέες θέλει; Δεν θα πεις όχι. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε
ανθρώπου. Ύστερα, αυτές οι ιδέες μάς οδήγησαν σε μεγάλους αγώνες. Κάναμε
την Εθνική Αντίσταση στην Κατοχή. Πολεμήσαμε τους Γερμανούς, τους
Ιταλούς, τους Βουλγάρους καταχτητές. Αν δεν είχαμε τέτοιες ιδέες, τέτοια
ιδανικά δεν θα κάναμε τέτοιον αγώνα. Χύσαμε αίμα για να λευτερωθεί η
πατρίδα μας. Δώσαμε θυσίες. Δίπλα μου, στον ΕΛΑΣ, πέσανε παλληκάρια
συναγωνιστές μου στις μάχες. Οι Γερμανοί μού κάψανε το χωριό μου και το
σπίτι μου. Σκοτώσανε τη Δεσπούλα, την πρώτη ξαδέλφη μου αφού τη βίασαν
βάρβαρα… Για σκέψου τι σημαίνει η δήλωση. Να αποκηρύξεις τις ιδέες σου,
τους αγώνες σου για τη λευτεριά, την ίδια την ανθρωπιά σου. Σημαίνει να
πεις ότι όλα αυτά τα εγκλήματα καλά τα έκαναν οι Γερμανοί και οι
συνεργάτες τους. Σημαίνει να τους δικαιώσεις. Αυτό θα πει δήλωση. Γι’
αυτό δεν την κάνουμε και προτιμάμε να μένουμε φυλακή και να δίνουμε
ακόμα και τη ζωή μας». Ο νεαρός τον εκοίταζε με περισσότερη οικειότητα
πια. Καθώς θα έφτανε νωρίτερα στον Πειραιά, αφού οι πολιτικοί
κρατούμενοι θα διανυκτέρευαν στην Πάτρα, προσφέρθηκε να ειδοποιήσει το
σπίτι του Γιώργη στην Αθήνα να τον περιμένουν στο λιμάνι.
Μα αλλού έχει τον νου του ο Γιώργης Μωραΐτης, σκυμμένος σε μια όχι
και τόσο αρεστή του εβδομαδιαία εφημερίδα με το όνομα «Ταχυδρόμος»,
σταλμένη από συγγενή της Αννούλας. Διαβάζει λαίμαργα ένα συγκινητικό
σημείωμα σημαδεμένο με πράσινη μολυβιά. Είναι γεμάτο με λόγια θερμά.
Γράφτηκε με αφορμή, όπως έλεγε, το αποχαιρετιστήριο κι ευχαριστήριο
γράμμα των πολιτικών κρατουμένων προς τον λαό της Κέρκυρας.
Ώστε το δημοσίευσαν οι κερκυραϊκές εφημερίδες!
Το διαβάζει και φωναχτά με θέρμη λες κι ακόμα είναι στα 1942 σε
ηλικία δεκαπέντε ετών μέλος της Ένωσης Νέων Αγωνιστών Ρούμελης, το δίνει
και στους άλλους. «Τρελαινόμαστε από χαρά όλοι»!
Τόσο χαιρόταν. Σαν να μην είχε ζήσει ο ίδιος το γεγονός πως «δεν
υπάρχει κανένας πολιτικούς κρατούμενος, που να φυλακίσθηκε πριν ή μετά
τον πόλεμο στις φυλακές Κέρκυρας και που να μην ανατριχιάζει» στο
άκουσμα ή στη θύμηση της ακτίνας «Κ». Οι κερκυραϊκές φυλακές «σπάζουν
κόκκαλα και σκοτώνουν», εξηγούσε. Καθώς είναι «χτισμένες μέσα σε μια
όμορφη πόλη, με υψηλό πολιτισμό, και μ’ ένα ευγενικό και ευαίσθητο
πληθυσμό, αυτές οι φυλακές της μεσαιωνικής βαρβαρότητας αποτελούν
στίγμα». Αλλά ήλπιζε στο τέλος τους.
Ιντζεδίν κι άλλες διάφορες φυλακές τον περίμεναν εκείνα τα χρόνια. Το ίδιο και τον καιρό της Χούντας.
Τότε, από τις φυλακές του Κορυδαλλού, είχε εκπέμψει φωνή διαμαρτυρίας
στη «Φωνή της Αλήθειας», στα ξένα, για όσα εμάθαινε ότι υπέφεραν οι
πολιτικοί κρατούμενοι της Χούντας στις φυλακές της Κέρκυρας. Έγραψε τότε
και για όσα υπέφεραν από τη Χούντα στη Γενική Ασφάλεια Αττικής και στο
ΕΑΤ-ΕΣΑ ένας Κερκυραίος αγωνιστής κι ένας αργότερα εγκατεστημένος στην
Κέρκυρα αγωνιστής, που βρίσκονται ανάμεσά μας. Σπύρος Κουρσάρης ο άλλος,
Δημήτρης Τσοπανίδης ο άλλος, για να τους πούμε με αλφαβητική σειρά.
Όπως είχε καταγγείλει, τον ένα τον ένα τον υπέβαλαν στα μαρτύρια της
ορθοστασίας, της φάλαγγας και του ηλεκτροσόκ, ενώ του άλλου του έσπασαν
και τα πλευρά.
Ο Γιώργης Μωραΐτης, όπως ανέφερε, μεταξύ άλλων, η Ένωση Συντακτών
Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) την ημέρα του θανάτου του,
συλλυπούμενη τους οικείους του, όπως και το Κόμμα της ζωής του, «από τον
Νοέμβριο του 1968 έως τον Ιούνιο του 1973 φυλακίζεται, αλλά παρ’ όλα
αυτά ακόμη και από την απομόνωση στέλνει ειδήσεις, ανταποκρίσεις και
χρονικά σε εφημερίδες των Ελλήνων του εξωτερικού, καθώς και σε
ραδιοφωνικούς σταθμούς, όπως η “Φωνή της Αλήθειας” και η “Ντόιτσε Βέλε”
(…) Στρατοδικείο τού επέβαλε εικοσαετή κάθειρξη. Για τη δράση του αυτή
ήταν ένας από τους τρεις δημοσιογράφους που βράβευσε η Παγκόσμια
Οργάνωση Δημοσιογραφίας κατά τη διάρκεια της επταετίας (…) Έως τη
συνταξιοδότησή του εργάστηκε στην αρχισυνταξία του “Ριζοσπάστη”.
Παράλληλα με τη δημοσιογραφία έγραψε πλήθος βιβλίων. Υπήρξε πρότυπο
δημοσιογράφου – αγωνιστή. Από νεαρή ηλικία πίστεψε για τη δημιουργία
μιας άλλης δικαιότερης κοινωνίας και αγωνίστηκε όλη του τη ζωή για τον
σκοπό αυτό μένοντας πιστός στις ιδέες του. Στον αγώνα αυτό παρέμεινε
προσηλωμένος και δεν τον τρόμαξαν ούτε οι φυλακίσεις, ούτε οι διώξεις.
Στάθηκε όρθιος, συνεπής και άκαμπτος».
Είχε ορκιστεί να πατήσει κάποτε την Κέρκυρα λεύτερος, ως επισκέπτης.
Ετήρησε κι αυτόν τον όρκο.
* Το κείμενο είναι ελάχιστος φόρος τιμής Κερκυραίου δημοσιογράφου
στη μνήμη του Γ. Μωραΐτη για τη βοήθεια που έλαβε από αυτόν στα πρώτα
του βήματα.