Η πολιτική μεταβολή του 1974 στην Ελλάδα
Πώς, όμως, φτάσανε σ' αυτό το σημείο, εκείνοι που επέβαλαν και στήριξαν το δικτατορικό καθεστώς, να θέλουν, δηλαδή, να το πετάξουν από πάνω τους μιαν ώρα αρχύτερα; Η τραγωδία της Κύπρου, την οποία οργάνωσε η χούντα, ήταν ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των εξελίξεων που έφεραν το τέλος.
Το πραξικόπημα στην Κύπρο - οι οργανωτές και οι μαριονέτες
Γύρω στις 8.15', από το εν λόγω στρατόπεδο, άρχισαν να βγαίνουν τανκς με κατευθύνσεις το Προεδρικό Μέγαρο, το Κτίριο Τηλεπικοινωνιών και το Κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Αλλά και αυτό το γεγονός, αρχικά τουλάχιστον, δεν προκάλεσε τις υποψίες των πολιτών, οι οποίοι και τις προηγούμενες μέρες είχαν παρατηρήσει την ίδια εικόνα όπου στρατιωτικές δυνάμεις και τα άρματα μάχης έβγαιναν από τα στρατόπεδα, έπαιρναν το δρόμο προς το Προεδρικό Μέγαρο, το παρέκαμπταν και κατέληγαν κοντά στο χωριό Τσέρι, όπου επιδίδονταν σε ασκήσεις βολής. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε αυτό το γεγονός, που έκανε τους κατοίκους να συνηθίσουν τα τανκς στους δρόμους, ποιος μπορούσε να φανταστεί τα όσα έμελλε να συμβούν; Πραξικοπήματα δε γίνονταν μέρα. Αυτά ήταν δουλιές της νύχτας. Κι όμως, τούτη τη φορά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Motion Team
|
Εκτός του Προεδρικού Μεγάρου οι πραξικοπηματίες χτύπησαν, επίσης, το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το Κτίριο των Τηλεπικοινωνιών, το Αρχηγείο της Αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος που αποτελούνταν από πιστούς οπαδούς του Μακαρίου και, φυσικά, το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον Αερολιμένα της Λευκωσίας. Αν και εκδηλώθηκε σθεναρή αντίσταση, η δύναμη των πραξικοπηματιών ήταν απείρως ισχυρότερη και σε δύο ώρες, περίπου, η Λευκωσία ήταν στα χέρια τους. Ετσι, κατά τις 10 π.μ., εν μέσω εμβατηρίων και άλλων ...πατριωτικών ύμνων, μεταδόθηκε η εξής ανακοίνωση:
«Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου - γράφει ο τότε αρχηγός των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος9- έφθασα στο γραφείον μου πολύ ενωρίτερον της συνήθους ώρας προσελεύσεώς μου. Κατά προηγηθείσαν συζήτησιν, ο Ιωαννίδης μου είχεν είπει ότι θα προσέλθωμεν κανονικώς στην υπηρεσία, διά να μη δοθή η εντύπωσις ότι κάτι έκτακτον συνέβαινε. Ηγνόησα την υπόδειξιν. Ητο αδύνατον να μείνω μακράν του Αρχηγείου.
Περί την 7ην πρωινήν, εισέρχεται στο γραφείον μου ο Ματάτσης και μου αναφέρει ότι η ενέργεια ανατροπής του Μακαρίου ήρχισε και ότι μέχρι στιγμής, ουδέν εμπόδιον παρουσιάζεται διά την επιτυχίαν της.
Μετ' ολίγον με επεσκέφθη ο Ιωαννίδης, περιχαρής διά την επιτυχίαν και μου λέγει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Κατόπιν αυτού, την 7.30 ώραν, καλώ τους αρχηγούς των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Τους ενημέρωσα διά την αναληφθείσαν ενέργειαν ανατροπής και ανέφερα την πληροφορίαν του Ιωαννίδη, ότι ο Μακάριος μάλλον εφονεύθη».
Λαμβάνοντας υπόψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο εκδηλώθηκε τη Δευτέρα 15 Ιούλη του 1974, αλλά μετά τις 8 το πρωί, από τις προαναφερόμενες μαρτυρίες του Μπονάνου και του Παπανικολάου, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η χούντα των Αθηνών άρχισε να πανηγυρίζει πριν ακόμη βγουν τα τανκς στους δρόμους της Λευκωσίας!!!
Οπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών στην Επιτροπή της Βουλής που εξέτασε το φάκελο της Κύπρου, η χούντα των Αθηνών είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974, την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Η σχετική απόφαση λήφθηκε σε σύσκεψη που έγινε, με πρωτοβουλία του αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «Προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος Φ. Γκιζίκη, καθώς και του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου11. Μπαίνοντας ο Ιούλης, τα πάντα ήταν έτοιμα και στις 2 Ιούλη, στο Αρχηγείο Στρατού λήφθηκε η τελική απόφαση που έλεγε ότι στις 15 Ιούλη θα συντελεστεί το πραξικόπημα ανατροπής του Μακαρίου12. Ηταν όμως η χούντα ο πραγματικός οργανωτής του πραξικοπήματος ή αυτή έκανε όλη τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό άλλων; Κοινή αίσθηση όλων από την πρώτη στιγμή ήταν πως το πράγμα μύριζε από μακριά αμερικανική ανάμειξη. Ο Γεώργιος Χέλμης - διπλωμάτης και γαμπρός του πρωθυπουργού της «φιλελευθεροποίησης» της χούντας Σπ. Μαρκεζίνη - έγραφε στο ημερολόγιό του την Παρασκευή 19 Ιούλη 1974: «Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάμειξιν των ΗΠΑ στα πρόσφατα γεγονότα της Κύπρου»13.
Ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου αναφέρει στην προαναφερόμενη, απόρρητη, έκθεσή του πως όταν στις 16 Ιούλη του 1974 ρώτησε τον Ιωαννίδη για τις επιπτώσεις που θα είχε η ανατροπή του Μακαρίου εισέπραξε την εξής απάντηση: «Ούτε οι Αμερικανοί, ούτε οι Τούρκοι επεθύμουν τον Μακάριον»14. Αλλά και ο τότε αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης σε δική του έκθεση υποστηρίζει πως ο Ιωαννίδης τού είχε πει για το πραξικόπημα: «Κύριε αρχηγέ, όταν κάποτε πληροφορηθείτε τα εις χείρας μου στοιχεία και τας ενθαρρύνσεις ας είχον, θα με δικαιολογήσητε»15.
Μια εικόνα για τις ενθαρρύνσεις που είχε ο Ιωαννίδης μάς δίνει ο στρατηγός Μπονάνος ο οποίος γράφει16: «Πολλάκις ο Ιωαννίδης με διαβεβαίωσεν ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν».
Ο Μπονάνος αναφέρει, επίσης, πως ο Ιωαννίδης τού έλεγε «ότι έχει διαβεβαιώσεις από την CIA ότι οι Τούρκοι δε θα επέμβουν». Τέλος, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Μπονάνου, παρόμοιες διαβεβαιώσεις για τις προθέσεις των Αμερικανών έπαιρνε από την CIA - αλλά και από τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας - και ο τότε αρχηγός της ΚΥΠ Σταθόπουλος.
Για το ποιοι πραγματικά ήταν πίσω από το πραξικόπημα και την τραγωδία της Κύπρου άκρως ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία που καταθέτει στο δικό του βιβλίο, ο αντιναύαρχος Π. Αραπάκης ο οποίο γράφει μεταξύ άλλων17:
«Οι σχεδιασμοί των ξένων κέντρων αποφάσεων απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση των συμμαχικών συμφερόντων σε βάρος, στην περίπτωση αυτή, της Ελλάδας και της Κύπρου και υπέρ της Τουρκίας. Η εξόντωση του Μακαρίου απέβλεπε, πέρα από την αποτροπή του κινδύνου "κουβανοποίησης" της Κύπρου και της πρόληψης τριτοκοσμικών ενεργειών του, που θα μπορούσαν να αποβούν σε βάρος του Ισραήλ και των Δυτικών συμμάχων, στη διαμόρφωση συνθηκών ικανών να δικαιολογήσουν τη δημιουργία τουρκικής βάσης στη βόρεια Κύπρο, σύμφωνα με συμμαχική επιδίωξη». Κατά τον Αραπάκη, ούτε η CIA δε γνώριζε τα σχέδια για εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, μετά το πραξικόπημα, κι αυτό γιατί «το μεγάλο σχέδιο της διχοτόμησης για την Κύπρο, το οποίο είχε καταστρωθεί στο εξωτερικό, θα ναυαγούσε. Η απόλυτη μυστικότητα - σημειώνει ο Αραπάκης - αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την υλοποίησή του».
Αν σ' όλα αυτά προστεθεί και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ απέφυγαν επιμελώς να καταγγείλουν το πραξικόπημα και να στηρίξουν τον Μακάριο18, τότε δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να γίνει αντιληπτό ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της κυπριακής τραγωδίας ήταν εξολοκλήρου αμερικανικής εμπνεύσεως.
Ο χρόνος για τη χούντα έχει τελειώσει - Μια αξιοπρόσεκτη δήλωση του Κ. Καραμανλή
Οι περιπέτειες στις οποίες έβαζε την Κύπρο το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου ήταν ορατές διά γυμνού οφθαλμού και δεν ήταν δυνατόν να μη γίνουν αντιληπτές από έμπειρους αστούς πολιτικούς όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας παρενέβη, δημόσια, ελάχιστες φορές. Μια από αυτές είναι και η δήλωση που έκανε στις 16 Ιούλη του 1974 για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Μια δήλωση προσεκτική και ακριβολογημένη που περιέγραφε όλο το πλαίσιο, πάνω στο οποίο κινήθηκε τις επόμενες μέρες η μεταβίβαση της εξουσίας στην Ελλάδα από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς.
Σ' εκείνη τη δήλωσή του, ο Κ. Καραμανλής εξέφραζε ανοιχτά τους φόβους του για ενδεχόμενες εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις άκρως δυσάρεστες για το αστικό καθεστώς, ενώ προκαλεί εντύπωση και στον πιο αδαή αναγνώστη το γεγονός ότι δεν απευθύνεται προς τον ελληνικό λαό αλλά προς τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας από τις οποίες ουσιαστικά ζητάει να εγγυηθούν την έξοδο από την κρίση και την ομαλή μετάβαση της εξουσίας σε πολιτική ηγεσία, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι ο ίδιος τίθεται «εις την διάθεσιν της χώρας».
«Τα δραματικά γεγονότα της Κύπρου - έλεγε συγκεκριμένα στη δήλωσή του ο Κ. Καραμανλής19- αποτελούν εθνικήν συμφοράν και ημπορούν να έχουν οδυνηράς διά το έθνος επιπτώσεις, εσωτερικάς και διεθνείς... Αυτήν την στιγμή αισθάνομαι το ιστορικόν χρέος να απευθύνω έκκλησιν πατριωτισμού και σωφροσύνης. Δε γνωρίζω όμως προς ποίον να αποτανθώ δεδομένου ότι στην Ελλάδα υπάρχει το πρωτοφανές καθεστώς της Αφανούς Αρχής. Θα αποτανθώ, όμως, προς τας Ενόπλους δυνάμεις της χώρας εν ονόματι των οποίων ασκείται η εξουσία και εις τον πατριωτισμόν και την φιλοτιμίαν των οποίων υπολογίζω διά να τους είπω: 1. Οτι επιβάλλεται ο άμεσος τερματισμός της τραγωδίας της Κύπρου και η αποκατάστασις της νομιμότητος εν τω προσώπω του Μακαρίου. 2. Οτι η αποκατάστασις της δημοκρατικής ομαλότητος στην Ελλάδα αποτελεί υψίστην εθνικήν ανάγκην. 3. Οτι αυτήν την στιγμήν υπάρχει η δυνατότης εξόδου από την ανωμαλίαν κατά τρόπον ασφαλή και ακίνδυνον διά την χώραν. 4. Οτι, μετά τινα χρόνον, η δυνατότης αύτη της ειρηνικής ομαλότητος και της εθνικής συμφιλιώσεως δε θα υφίσταται, και 5. Οτι διά την προσπάθειαν της αποκαταστάσεως της ομαλότητος και της εθνικής συμφιλιώσεως τίθεμαι εις την διάθεσιν της χώρας».
Τα πράγματα εξελίχθηκαν στο πλαίσιο που περιέγραψε στη δήλωσή του, ο Καραμανλής, ένας από τους πιο σημαντικούς για την τάξη του Ελληνες αστούς πολιτικούς ηγέτες, αν και με μια ελαφρά χρονική καθυστέρηση απ' ό,τι ο ίδιος υπολόγιζε. Οι οδυνηρές διεθνείς επιπτώσεις ήρθαν στις 5 το πρωί της 20ής Ιούλη του 1974, όταν τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Κύπρο. Την επομένη, όπως προαναφέραμε, οι στρατιωτικοί ηγέτες της δικτατορίας έβαλαν μπροστά το σχέδιο της ελεγχόμενης μεταβίβασης της εξουσίας στους πολιτικούς. Για να διευκολυνθεί μάλιστα - όπως φαίνεται αυτή η εξέλιξη - στις 22 Ιουλίου τα χαράματα, με σαφή παρέμβαση των ΗΠΑ, επιτεύχθηκε ανακωχή στις εχθροπραξίες στη μεγαλόνησο χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει τίποτα αναφορικά με τα αμερικανικά σχέδια διχοτόμησης του νησιού. Ο ΑΤΤΙΛΑΣ επανήλθε στις 14 Αυγούστου του '74 και με την ολοκλήρωση και αυτής της επιχείρησης στα χέρια των Τούρκων πέρασε το 36,3% του κυπριακού εδάφους, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μια κατάσταση που παραμένει ίδια ως τις μέρες μας. Ας δούμε όμως πώς προετοιμάστηκε η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα, η οποία, σημειωτέον, συντελέστηκε ταυτόχρονα και στην Κύπρο, αφού στις 23 Ιουλίου του 1974, το ανδρείκελο των πραξικοπηματιών στο νησί, ο «πρόεδρος» Ν. Σαμψών παραιτήθηκε και χρέη Προέδρου ανέλαβε, ο συνταγματικά αναπληρωτής του Προέδρου Μακαρίου, Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης.
Η πολιτική μεταβολή του '74
Μετά το πραξικόπημα και ιδιαίτερα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το δικτατορικό καθεστώς στην Αθήνα είχε φτάσει στο τέλος του. Πολύ περισσότερο που - μπρος στο ενδεχόμενο ενός γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου - η χούντα είχε υποχρεωθεί να καλέσει σε γενική επιστράτευση, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να δώσει στο λαό τα όπλα με τα οποία τον κρατούσε υπό την εξουσία της. Ετσι ώρα με την ώρα η λαϊκή αγανάκτηση φούντωνε και τα παθητικά αντιχουντικά και αντιαμερικανικά αισθήματα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να πάρουν ενεργητικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, φούντωναν και οι φήμες ότι στρατιωτικοί κινούνται κατά της δικτατορίας με σκοπό την επαναφορά στο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Στις 22 Ιούλη, για παράδειγμα, οι φήμες περί επικείμενης ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος οργίαζαν και μία από αυτές ανέφερε ότι ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού στρατηγός Ντάβος μαζί με θωρακισμένες δυνάμεις κατέβαινε προς την πρωτεύουσα έχοντας ως στόχο να καταλύσει τη δικτατορία. Η φήμη απέκτησε το χαρακτήρα της βεβαιότητας όταν από το ραδιοσταθμό της Κολωνίας «Ντόιτσε Βέλε» - και στη συνέχεια από το ραδιοσταθμό του Παρισιού και το BBC - μεταδόθηκε μια διακήρυξη που αποδόθηκε σε 250 αξιωματικούς του Γ' Σώματος Στρατού. Η διακήρυξη αυτή ζητούσε τον τερματισμό της χούντας και το σχηματισμό κυβέρνησης υπό την προεδρία του Κ. Καραμανλή20.
«Οι πραιτοριανοί του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού - γράφει ο ιστορικός Ν. Ψυρούκης21-, το ίδιο το μάτι του big boss στην Ελλάδα, ο Δημ. Ιωαννίδης, ήταν παθητικό για την Ουάσιγκτον. Είχαν επιτελέσει το βρώμικο έργο τους (...). Ηταν πια στυμμένο λεμόνι, λεμονόκουπα για τα σκουπίδια». Και προσθέτει: «Οι μανδαρίνοι της Ουάσιγκτον δε σκόπευαν να τραβήξουν τα πράγματα ίσαμε την απελπισία για το σύνολο του ελληνικού λαού. Γιατί η απελπισία δεν αποτελεί ποτέ ασφαλιστική δικλείδα γι' αυτόν που την προκαλεί. Ο διάχυτος παθητικός αντιαμερικανισμός μπορούσε να μετατραπεί σε εκρηκτικό ηφαίστειο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Αντίθετα, το ξεκούμπισμα από την εξουσία της χούντας σίγουρα θα προκαλούσε αίσθημα ανακούφισης, ακόμα και χαράς, τη στιγμή ακριβώς που διχοτομούνταν η Κύπρος και η γενικευμένη ελληνοτουρκική διένεξη γινόταν πια το φαινόμενο που θα διαιωνίζεται με πολλά θετικά για την πολιτική των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ετσι φτάσαμε στην πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη της 23ης Ιούλη, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως σημείο που σηματοδοτούσε το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και την επανέναρξη του αστικού κοινοβουλευτικού βίου. Η σύσκεψη άρχισε στις 23 Ιούλη του 1974, στις 2, περίπου, το μεσημέρι, στα παλιά ανάκτορα. Από τους πολιτικούς στη σύσκεψη συμμετείχαν ο Παν. Κανελλόπουλος, ο Γ. Μαύρος, ο Σπ. Μαρκεζίνης, ο Γ. Α. Νόβας, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Π. Γαρουφαλιάς, ο Ξεν. Ζολώτας και ο Ευάγ. Αβέρωφ. Από τους στρατιωτικούς παρόντες ήταν ο Πρόεδρος της Χουντικής Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος, ο αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Ανδρ. Γαλατσάνος, ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός ΓΕΑ Αλ. Παπανικολάου.
Υποστηρίζεται ότι στη σύσκεψη δεν κρατήθηκαν πρακτικά. Γι' αυτό κι όσα γνωρίζουμε για το περιεχόμενό της, τα γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των συμμετασχόντων οι οποίοι ασφαλώς δεν έχουν πει όλη την αλήθεια. Από τις διάφορες, πάντως, μαρτυρίες προκύπτει ότι η σύσκεψη απέρριψε το σχηματισμό κυβερνητικού σχήματος με την συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών και υιοθέτησε τη λύση μιας καθαρά πολιτικής κυβέρνησης. Επίσης, κοινή θέση πολιτικών και στρατιωτικών ήταν η κυβέρνηση να σχηματιστεί από πρόσωπα που προέρχονταν από το χώρο του Κέντρου και της Δεξιάς, και, φυσικά, να αποκλειστούν οι κομμουνιστές και οι άλλες αριστερές δυνάμεις της εποχής.
Στο ζήτημα της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τους χουντικούς η σύσκεψη ενέκρινε αρχικά ένα κεντροδεξιό πολιτικό σχήμα αποτελούμενο από την παλιά ΕΡΕ και την παλιά Ενωση Κέντρου με πρωθυπουργό τον Π. Κανελλόπουλο και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον Γ. Μαύρο. Στη συνέχεια όμως, όταν έγινε ένα διάλειμμα περίπου τριών ωρών (από τις 5.30' έως τις 8 το απόγευμα) για να σχηματισθεί ο κατάλογος του υπουργικού συμβουλίου, στο παρασκήνιο, οι πέντε στρατιωτικοί κι ένας πολιτικός, ο Ευάγ. Αβέρωφ (που είχε στενότατες σχέσεις με τον ξένο παράγοντα και την ντόπια ολιγαρχία), αποφάσισαν να καλέσουν τον Κ. Καραμανλή από το Παρίσι και ν' αναθέσουν σ' αυτόν το σχηματισμό κυβέρνησης22. Ο Καραμανλής έλειπε από την Ελλάδα και την ενεργό πολιτική δράση πάνω από δέκα χρόνια και δεν είχε φθαρεί στους πολιτικούς ανταγωνισμούς που ακολούθησαν της αποχώρησής του, ιδιαίτερα σ' αυτούς της διετίας 1965-1967. Δεν πολιτεύτηκε ποτέ επικίνδυνα για το κοινωνικό καθεστώς και από άποψη ικανοτήτων ήταν πολιτική προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς. Επιπλέον, δεν μπορούσε να γίνεται καμία σοβαρή σκέψη για την οικοδόμηση ενός σταθερού και αποτελεσματικού αστικού μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος χωρίς σ' αυτό να παίξει ρόλο - και μάλιστα πρωταγωνιστικό - ο Κ. Καραμανλής.
Στις 24 Ιούλη 1974, στις 2 τα χαράματα, ο Κ. Καραμανλής έφτασε στην Ελλάδα με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου Προέδρου Ζισκάρ Ντ' Εστέν και λίγες ώρες αργότερα ορκίστηκε πρωθυπουργός. Ο ίδιος, με δηλώσεις του λίγες ημέρες αργότερα, περιέγραψε ως εξής τις ιστορικές εκείνες στιγμές23: «Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου η στρατιωτική από κοινού με την πολιτική ηγεσία της χώρας μου, μου απηύθυναν έκκλησιν, όπως, επανερχόμενος αμέσως εις την Ελλάδα, αναλάβω την ευθύνη της διακυβερνήσεως της χώρας. Εκτιμών την κρισιμότητα των περιστάσεων και με συνείδησιν ότι εκπληρώ χρέος εθνικόν, απεδέχθην την πρότασιν. Αφιχθείς την 2αν πρωινήν εις την Ελλάδα κατηυθύνθην αμέσως εις το Πολιτικόν Γραφείον όπου με ανέμεναν εν συσκέψει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Οι παριστάμενοι, αφού με ενημέρωσαν εν συντομία επί της καταστάσεως, μου απηύθυναν ομοφώνως έκκλησιν όπως αναλάβω τη βαρείαν αυτή εθνικήν αποστολήν. Επιθυμών να ενημερωθώ πληρέστερον, επεφυλάχθην να δώσω την απάντησίν μου την επομένην ημέραν. Ολοι όμως οι παριστάμενοι τόνισαν ότι εθνική ανάγκη επέβαλε την άμεσον ορκωμοσίαν μου. Πριν αποδεχθώ, έθεσα δύο όρους: 1. Οτι αι Ενοπλοι δυνάμεις θα επανέλθουν εις τα έργα των και δε θα έχουν ουδεμίαν ανάμειξιν εις την πολιτικήν της κυβερνήσεώς μου και 2. Οτι αι πολιτικαί δυνάμεις της χώρας θα συμπαρασταθούν εις την προσπάθειά μου. Γενομένων αποδεκτών των δύο αυτών όρων, εδέχθην την εντολήν και ωρκίσθην, ως γνωστόν, την 5η πρωινήν της 24ης Ιουλίου».
Αντί επιλόγου: Ο χαρακτήρας της μεταβολής
Η εικόνα που δίνει στην πολιτική μεταβολή μ' αυτή του τη δήλωση ο Καραμανλής είναι - και δε θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς - πέραν του δέοντος ειδυλλιακή και φυσικά δεν αντέχει στην ιστορική κριτική. Αντίθετα, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για άλλες δηλώσεις αναφορικά με το χαρακτήρα της πολιτικής, εκείνης, μεταβολής, που αν και έγιναν σύγχρονα με τα γεγονότα αντανακλούν με ακρίβεια την ουσία τους.
Για την αλλαγή της 24ης Ιουλίου 1974 το ΚΚΕ είχε τονίσει, με απόφαση της ΚΕ του24, ότι ήταν «προϊόν μιας συμφωνίας ανάμεσα στη χούντα, τους Αμερικανούς, τους άλλους κυρίους εταίρους του ΝΑΤΟ» και τους πολιτικούς παράγοντες που πρωταγωνίστησαν στην πραγματοποίησή της. «Η τέτοια αλλαγή - έλεγε το ΚΚΕ - αποτελεί προσπάθεια αναπροσαρμογής της πολιτικής των Αμερικανών και των άλλων κύριων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις νέες συνθήκες, εθνικές και διεθνείς», που «αποβλέπει στην εκτόνωση της συμπυκνωμένης λαϊκής αγανάκτησης, στη ματαίωση μιας ριζικής δημοκρατικής μεταβολής, στη διατήρηση των στρατηγικών θέσεων των ΕΠΑ και του ΝΑΤΟ στη χώρα μας και στην επέκτασή τους στην Κύπρο και γενικότερα στη Μεσόγειο».
Επαναφέροντας στη μνήμη μας όλα όσα συνέβησαν στον τόπο μας εκείνο το δραματικό Ιούλη του '74, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως η ίδια η ζωή έχει επιβεβαιώσει πλήρως τις εκτιμήσεις του ΚΚΕ.
Οι υμνητές της μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας συνήθως αναφέρουν ότι η χώρα μετά την αλλαγή του '74 βιώνει την καλύτερη δημοκρατία σε όλη τη νεότερη ιστορία του ελληνικού κράτους. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό μοιάζει μάλλον με ναρκισσισμό. Γοητεύονται από το γεγονός ότι το αστικό καθεστώς γνώρισε σε αυτή την περίοδο το πιο ισχυρό πολιτικό σύστημα που είχε ποτέ. Κι αυτό είναι αλήθεια. Στην περίοδο μετά το 1974 έγινε κατορθωτό να οικοδομηθεί στη χώρα ένα πολιτικό σύστημα όπου η κυβερνητική εξουσία εναλλάσσεται ανάμεσα σε δύο ισχυρά αστικά κόμματα χωρίς ουσιαστικούς τριγμούς για το κοινωνικό σύστημα. Το ένα, η ΝΔ, κατάφερε, χωρίς μεγάλες δυσκολίες, να συγκεντρώσει κάτω από τη σκέπη του τη λεγόμενη δεξιά, τα συντηρητικά αστικά, μικροαστικά, αλλά και λαϊκά στρώματα. Το άλλο, το ΠΑΣΟΚ, μπόρεσε πολύ πιο δύσκολα - αλλά σαφώς με επιτυχία - να εγκλωβίσει, να εξουθενώσει και φυσικά να αφομοιώσει για λογαριασμό του καθεστώτος το μεγαλύτερο μέρος του πολύχρωμου κοινωνικού ριζοσπαστισμού που ξεπήδησε μέσα από τις οξύτατες ταξικές συγκρούσεις της δεκαετίας του '60 και της αντιδικτατορικής πάλης. Και τα δύο αυτά κόμματα σφράγισαν τη μεταπολιτευτική πορεία της χώρας με το κυρίαρχο δόγμα που πρώτος ο Κ. Καραμανλής διακήρυξε δημόσια: «ανήκομεν εις την Δύσιν». Η χώρα παρέμεινε προσδεμένη στο άρμα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι η εφτάχρονη δικτατορία και η τραγωδία της Κύπρου φέρνουν τη σφραγίδα του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις Καραμανλή προώθησαν την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία συνέχισε το ΠΑΣΟΚ, ενώ κανένα από τα προβλήματα που κληροδότησε η χούντα δε βρήκε λύση προς το συμφέρον του λαού. Η διχοτόμηση στην Κύπρο παραμένει και με την προώθηση σχεδίων τύπου Ανάν - για τη δήθεν επανένωση του νησιού - πάει να γίνει ένα διεθνώς νομιμοποιημένο καθεστώς. Η αστική τάξη ισχυροποίησε τη θέση της, ενώ οι λαϊκές μάζες συνεχίζουν να ζουν στο καθεστώς της διαρκώς εντεινόμενης εκμετάλλευσης, της κοινωνικής αδικίας, της αβεβαιότητας για το αύριο, σε συνθήκες συνεχούς συρρίκνωσης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους. Πάγιες κατακτήσεις πληρωμένες από το υστέρημα των εργαζομένων, όπως, για παράδειγμα, το δικαίωμα στη σύνταξη και στην κοινωνική ασφάλιση όχι μόνον αμφισβητούνται, αλλά και αναιρούνται εμπράκτως. Το οκτάωρο αντί να γίνεται επτάωρο ή και λιγότερο αντικαθίσταται από τον εργασιακό μεσαίωνα των ελαστικών σχέσεων εργασίας. Οι συλλογικές συμβάσεις καταργούνται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, σιωπηρά ή στα φανερά. Οι επίσημες συνδικαλιστικές οργανώσεις έκαναν στην μπάντα τους παλιούς διορισμένους εργατοπατέρες και στις θέση τους μπήκε ως πλειοψηφία μια εργατική αριστοκρατία των κυβερνητικών κομμάτων που έγινε ο Δούρειος Ιππος των μονοπωλίων στο κίνημα. Η μόρφωση έγινε αμορφωσιά με πτυχίο, αφού η τελευταία γενικεύτηκε σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης. Μιας εκπαίδευσης που έχει πάρει διαζύγιο από την επαγγελματική αποκατάσταση των εκπαιδευόμενων, μέχρις ότου τα εκπαιδευτικά ιδρύματα περάσουν ολοκληρωτικά στην υπηρεσία των επιχειρήσεων για να τους παρέχουν τζάμπα επιστημονικό έργο και φτηνό επιστημονικό εργατικό δυναμικό. Τέλος, η αστυνομοκρατία ξαναμπήκε στη ζωή και στα σπίτια των πολιτών κραδαίνοντας το μαστίγιο του μπαμπούλα της τρομοκρατίας κι ένα ...καρότο που ακούει στο όνομα «ασφάλεια των πολιτών». Οσο για την ελευθερία της γνώμης, αυτή μεταφράζεται στη λεγόμενη «δημοκρατία του τηλεκοντρόλ», όπου ο δύσμοιρος ο πολίτης έχει δικαίωμα να αλλάξει κανάλι για να ακούσει το ίδιο τροπάρι ...ιδεών, με λίγο λιγότερες ή λίγο περισσότερες δευτερεύουσες διαφορές, απ' αυτό που άκουγε πριν.
Η πρώτη ιστορική πράξη του ανθρώπου, έγραφαν οι Μαρξ - Ενγκελς στη «Γερμανική ιδεολογία», είναι η εξασφάλιση των μέσων για την ικανοποίηση των αναγκών του. Αυτό, όπως οι ίδιοι υπογράμμιζαν, ισχύει σε όλες τις εποχές και σ' όλες τις κοινωνίες. Ο άνθρωπος από ανάγκη, από ένστικτο αυτοσυντήρησης, από φυσική, αν θέλουμε, τάση, επιδιώκει να αυξάνει το ζωτικό του χώρο σύμφωνα με τις ανάγκες του κι αυτό τον σπρώχνει αντικειμενικά να δημιουργεί ιστορία. Στις ταξικές όμως κοινωνίες, η αύξηση του ζωτικού χώρου των ανθρώπων των κατώτερων τάξεων δεν ταυτίζεται, αλλά συγκρούεται με την τάση των ανώτερων τάξεων να αυξήσουν το δικό τους ζωτικό χώρο. Το ίδιο συμβαίνει και στον καπιταλισμό. Αν απ' αυτή την αντικειμενική βάση θέλαμε να κρίνουμε την περίοδο της μεταπολίτευσης, αβίαστα θα βγάζαμε το συμπέρασμα πως η κυρίαρχη τάξη έχει αυξήσει ασφυκτικά, σε όλα τα επίπεδα, και σε βάρος του εργαζόμενου λαού το δικό της ζωτικό χώρο. Κι αυτό είναι το ακριβές μέτρο της ποιότητας και του χαρακτήρα της μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Αυτή τη δημοκρατία, τη δικτατορία των μονοπωλίων, η εργατική τάξη σε συμμαχία με τ' άλλα λαϊκά στρώματα στο δικό τους αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο που θα διεκδικεί τη λαϊκή εξουσία μπορούν να την ανατρέψουν για να ανοίξουν το δρόμο στο δικό τους μέλλον.
1 Ταχυδρόμος, 26/7/1975
2 Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, τόμος Δ', σελ. 409
3 Αλέξανδρος Ζαούσης: «Ο εμπαιγμός», Εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Β`, σελ. 421-422
4 Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 114 και 248, Σολ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, τόμος 7ος, σελ. 285-286, Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», σελ. 271, Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, σελ. 301- 302 κ.α.
5 Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, σελ. 304
6 Διονυσίου Καρδιανού (Σπ. Παπαγεωργίου): «Ο ΑΤΤΙΛΑΣ πλήττει την Κύπρον», εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976, σελ. 33 και Αλ. Ζαούση: «Ο εμπαιγμός», εκδόσεις Παπαζήση, τόμος β`, σελ. 301-302
7 Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 7ος, σελ. 222-225
8 Διονυσίου Καρδιανού (Σπ. Παπαγεωργίου): «Ο ΑΤΤΙΛΑΣ πλήττει την Κύπρον», εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976, σελ. 35
9 Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», Αθήνα 1986, σελ. 224
10 Βλέπε «Η απόρρητη έκθεση του Αντιπτέραρχου Αλ Παπανικολάου» στο, Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 205-239
11 Κ. Κάππου: «Εγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελ. 57
12 Κώστας Χατζηαντωνίου: «Κύπρος 1954-1974 - Από το έπος στην τραγωδία», εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ, σελ. 266-267
13 Γεώργιος Χέλμης: «Ταραγμένη διετία (1973-1974)- Από το προσωπικό ημερολόγιο ενός αυτόπτη μάρτυρα», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 175
14 Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 226
15 στο ίδιο, σελ. 61 και Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, σελ. 149
16 Στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 216 και 218
17 Πέτρου Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2000, σελ. 148-151
18 Βλέπε: «Λώρενς Στέρν: «Λάθος Αλογο», εκδόσεις ΤΑΜΑΣΟΣ, Λευκωσία 1978, σελ. 143-145 και 148
19 «Αρχείο Κ. Καραμανλή», έκδοση της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, τόμος 7, σελ. 220-221
20 Ολόκληρη η διακήρυξη: «Μαύρη Βίβλος - Χρονικό Κυπριακού Πραξικοπήματος και Πτώσεως Στρατιωτικής Χούντας», Αύγουστος 1974, σελ. 101-102, Σ. Γρηγοριάδη, στο ίδιο, σελ. 313-315 κ.α.
21 Ν. Ψυρούκη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, τόμος Δ', σελ. 402, 404)
22 Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 159-163
23 Δήλωση Κ. Καραμανλή στις 29/7/1974, Πότη Παρασκευόπουλου: «Ο Καραμανλής στα χρόνια 1974-1985», εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗΣ/ ΤΥΠΟΣ ΑΕ, σελ. 27-28 και «Αρχείο Κ. Καραμανλή», έκδοση της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, τόμος 8, σελ. 41
24 «Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα», έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 28
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου