Η διεθνής καπιταλιστική οικονομία βιώνει μια βαθιά κρίση, με κύριο χαρακτηριστικό τον εκτεταμένο συγχρονισμό της. Η εκδήλωσή της ξεκίνησε αρχικά το 2007 στις ΗΠΑ, στον κλάδο κατασκευών, με τη μορφή απαξίωσης κεφαλαίου σε χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, λόγω εκτεταμένης κίνησης επενδυτικών παραγώγων σε τιτλοποιημένα επισφαλή στεγαστικά δάνεια.
Ο κίνδυνος κατάρρευσης αμερικάνικων χρηματοπιστωτικών κολοσσών με ισχυρές θέσεις στη διεθνή αγορά του χρηματικού κεφαλαίου προκάλεσε μια σταδιακή και γενικευμένη μεγάλη πτώση των τιμών στα σημαντικότερα χρηματιστήρια του κόσμου. Επρόκειτο για την «κορυφή του παγόβουνου» στην εκδήλωση μιας γενικευμένης κρίσης υπερπαραγωγής, υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.
Τα σημερινά δεδομένα και οι εκτιμήσεις των διεθνών οικονομικών οργανισμών στην αισιόδοξη εκδοχή τους δίνουν το 2010 ως έτος κατώτατου σημείου της ύφεσης. Ηδη έχει καταγραφεί αύξηση των ανέργων κατά 25 εκατομμύρια και προβλέπεται να προστεθούν και άλλα 40 εκατομμύρια μέχρι το τέλος του χρόνου.
Προβλέπεται συρρίκνωση του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος το 2009, κατά 1,7% σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και κατά 2,75% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Ο δεύτερος εκτιμά τη συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου κατά 13,2% το 2009.
Το ΔΝΤ υπολογίζει την απαξίωση του χρηματικού κεφαλαίου σε 4,1 τρισ. δολάρια από την εκδήλωση της κρίσης μέχρι σήμερα.
Η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα
Στην ελληνική οικονομία η κρίση εκδηλώθηκε ελαφρώς ετεροχρονισμένη σε σχέση με την ευρωζώνη. Μπήκε σε φάση ύφεσης το 2009, ενώ το 2008 ήταν χρονιά επιβράδυνσης στη διεύρυνση του ΑΕΠ. Το κυριότερο είναι ότι το τμήμα της Βιομηχανίας (Ορυχεία - Λατομεία, Μεταποίηση, Ηλεκτρισμός, Παροχή Νερού κατά την αστική στατιστική) είχε κατά 4% συρρίκνωση το 2008/2007, βρισκόμενη σε ύφεση από το 2005.
Το 2008 όλοι οι κλάδοι της Μεταποίησης βρέθηκαν σε ύφεση, με εξαίρεση τον κλάδο Τροφίμων (αύξηση 1,2%).
Η κρίση στη Μεταποίηση φαίνεται στη μεγάλη συρρίκνωση των βιομηχανικών εμπορευμάτων (περίπου κατά 7%).
Μεγάλη συρρίκνωση είχε ο κατασκευαστικός κλάδος (-9,4%).
Την περίοδο 2002-2008 η τάση ήταν σημαντική συρρίκνωση της παραγωγής στα περισσότερα από τα κυριότερα αγροτικά προϊόντα με εξαίρεση το μαλακό σιτάρι, τον αραβόσιτο και τα ροδάκινα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το πραγματικό αγροτικό εισόδημα επιδεινώθηκε το 2008 κατά -7,1%, λόγω στασιμότητας στις τιμές πώλησης από τους παραγωγούς και μεγάλης αύξησης των τιμών βιομηχανικών προϊόντων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το καθαρό αγροτικό εισόδημα ως συσχετισμός της καθαρής προστιθέμενης αξίας σε σχέση με το κόστος συρρικνώθηκε το 2008 στο 80,1% εκείνου του 2000 (=100)[1].
Στο 2008 σημειώθηκε μεγάλη πτώση τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η συνολική χρηματιστηριακή αξία του οποίου ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο τέλος του 2008 στο 1/3 περίπου εκείνης του τέλους του 2007 (Δεκέμβριος 2008: 28%, Δεκέμβριος 2007: 86%)[2]. Σημαντικό μέρος αυτής της πτώσης οφείλεται στη μαζική αποχώρηση ξένων επενδυτών τον Οκτώβριο του 2008.
Ανεξάρτητα από τη φάση στον κύκλο της κρίσης, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας είναι η μακροχρόνια οξυμένη ελλειμματική δημοσιονομική της κατάσταση. Και μόνο με την επιβράδυνση του ΑΕΠ, που επιταχύνθηκε στο δεύτερο εξάμηνο του 2008, επιδεινώθηκαν θεαματικά οι όροι δανειοδότησης του κράτους.
Οι τελευταίες εκτιμήσεις προβλέπουν ύφεση κατά 1% στο ΑΕΠ το 2009. Η έκταση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία οπωσδήποτε θα εξαρτηθεί και από την πορεία της κρίσης:
α) Σε βαλκανικά κράτη, στα οποία έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις εκ μέρους επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα. Αφορά κυρίως οικονομίες με μεγάλους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως: Ρουμανία με 7,7% το 2008 και πρόβλεψη για -1,8% το 2009, Βουλγαρία με 4,4% το 2008 και πρόβλεψη για -1% το 2009[3].
β) Στο διεθνές εμπόριο, μεγάλο μέρος του οποίου διεξάγεται μέσω θαλασσίων μεταφορικών μέσων, τα οποία αποτελούν σημαντική πηγή εισροών.
γ) Σε σημαντικά ευρωπαϊκά κράτη, π.χ. Γερμανία, Βρετανία, από τα οποία προέρχεται σημαντικό μέρος των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα, όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς επισκεπτών, αλλά και σε διανυκτερεύσεις και σε εισπράξεις.
Αντιφατικές είναι οι επιδράσεις των ακόμα υψηλών κοινοτικών εισροών σε σχέση με τη βιομηχανική και αγροτική συρρίκνωση.
Ολα αυτά δείχνουν ότι θα είναι βαθιά η εκδήλωση της κρίσης στην ελληνική οικονομία. Γίνονται προβλέψεις για 2ετή διάρκεια. Θα οξύνει τις υπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις με αύξηση της ανεργίας, της μερικής απασχόλησης, επέκταση των ευέλικτων σχέσεων. Ηδη έχει διευρυνθεί η φτώχεια, σύμφωνα με τις αστικές μετρήσεις, με ιδιαίτερη συγκέντρωσή σε παιδιά έως 15 χρονών, και σε άτομα ηλικίας 18-24, περίπου το 1/4.
Βεβαίως οι δείκτες της φτώχειας αποτυπώνουν ένα μέρος της. Δεν αποτυπώνουν το γεγονός είναι ότι οι μισθοί και τα ημερομίσθια υπολείπονται της αυξητικής ανόδου του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας σε φάση διευρυμένης αναπαραγωγής στην Ελλάδα.
Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ πριν μια δεκαετία
Για την εκτίμηση της σημερινής κρίσης και την πρόβλεψη εξόδου από την ύφεση διεθνώς και στην Ελλάδα θεωρούμε χρήσιμο να αναφερθούμε στη γενική εκτίμησή μας για την κρίση που είχε εκδηλωθεί πριν από μια δεκαετία περίπου. Επίσης να θυμίσουμε την τότε πρόβλεψή μας για την περίοδο που θα ακολουθούσε.
Το 1998 βρισκόταν σε εξέλιξη μια άλλη φάση ύφεσης που είχε ξεκινήσει στα μέχρι τότε θεωρούμενα «οικονομικά θαύματα», στις χαρακτηριζόμενες ως «Ασιατικές Τίγρεις», μια ύφεση που είχε αγκαλιάσει οικονομίες της ΝΑ Ασίας αλλά και την Ιαπωνία, χώρες της Λατ. Αμερικής, και με ορισμένο ετεροχρονισμό εκδηλώθηκε το 2000 στις ΗΠΑ. Το παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν συρρικνώθηκε κατά 1%, οι δεν διεθνείς ροές κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις και το διεθνές εμπόριο είχαν πολύ μεγάλη περιστολή.
Τότε για πρώτη φορά μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ενωση και σε χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ξαναεκδηλώθηκε ο προβληματισμός για την ευρωστία του καπιταλισμού, εκφράσθηκαν οι αστικές ανησυχίες μήπως σε κάποια φάση η αστική πολιτική δυσκολευτεί να ελέγξει την εργατική και λαϊκή δυσαρέσκεια - αντίδραση για τις συνέπειες της κρίσης.
Μέρος της προσπάθειας να ελεγχθεί η κατάσταση από τη σκοπιά της σταθερότητας της εξουσίας του κεφαλαίου ήταν και οι διάφορες θεωρίες για τα αίτια της κρίσης. Αυτές οι θεωρίες επικεντρώνονταν στον τρόπο λειτουργίας των χρηματιστηρίων, έδιναν έμφαση στη διαχείριση - διαφάνεια επενδυτικών χρηματικών κεφαλαίων μεγάλου ρίσκου (Hedges Funds), στους όρους δανειοδότησης κρατών από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Με άλλα λόγια ασχολήθηκαν με περίσσια σπουδή με τις φαινομενικές δυσλειτουργίες στη σφαίρα κυκλοφορίας του κεφαλαίου στη χρηματική του μορφή.
Τότε το ΚΚΕ εκτίμησε ότι είχε εκδηλωθεί μια κρίση υπερπαραγωγής, ή αλλοιώς μια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, όπως και σε προηγούμενα χρόνια, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κρίση του 1973. Υποστηρίξαμε ότι ήταν κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου ανεξάρτητα από τη μορφή που πήρε αρχικά η εκδήλωσή της.
Σε αντίθεση με τις αστικές διαφωνίες, που ξεκινούσαν από το ίδιο το ΔΝΤ, σχετικά με τα διαχειριστικά μέτρα για την επίσπευση εξόδου από τη φάση της ύφεσης ή για μια υποτιθέμενη πρόληψη της ύφεσης στις ΗΠΑ και σε άλλες καπιταλιστικές οικονομίες, το ΚΚΕ είχε προβλέψει ότι έτσι ή αλλοιώς η έξοδος από την ύφεση, η αναζωογόνηση ακόμα και το πέρασμα σε μια νέα ανοδική φάση διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής θα οδηγούσε στην εκδήλωση μιας νέας κρίσης υπερσυσσώρευσης, πιο βαθιάς και πιο συγχρονισμένης από την προηγούμενη.
Επίσης, το ΚΚΕ είχε προειδοποιήσει ότι σε όλες αυτές τις χώρες οι συνθήκες εργασίας, πληρωμής, ζωής της εργατικής τάξης όχι μόνο δεν θα καλυτέρευαν αλλά αντίθετα θα χειροτέρευαν και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Είχαμε στηρίξει αυτή την πρόβλεψή μας στο γεγονός ότι τα μερίδια συμμετοχής στη διεθνή καπιταλιστική παραγωγή και αγορά άλλαζαν προς όφελος νέων ανερχόμενων καπιταλιστικών οικονομιών, με πολύ μεγάλο εγχώριο πληθυσμό και ακόμα πολύ φθηνή εργατική δύναμη. Σε αυτό είχαν συντελέσει και οι αντεπαναστατικές ανατροπές, η οπορτουνιστική διάβρωση και κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, γενικότερα η υποχώρηση του εργατικού κινήματος, η ενσωμάτωση συνδικαλιστικών οργανώσεων στο σύστημα.
Ετσι, και σε συνθήκες διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής κυριάρχησε η τάση να μειώνεται το εργατικό εισόδημα παράλληλα με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης.
Αυτή η τάση πήρε το χαρακτήρα ενιαίων στρατηγικών επιλογών π.χ. στην ΕΕ, κωδικοποιημένων ως στρατηγική της Λισσαβόνας με στόχους αφαίρεσης εργασιακών, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για να ικανοποιηθεί ως στόχος η λεγόμενη «μείωση του εργατικού κόστους» στην ευρωενωσιακή αγορά.
Στην περίοδο που ακολούθησε, στην τρέχουσα πρώτη 10ετία του 21ου αιώνα, έγιναν νέες εξαγορές και συγχωνεύσεις, προχώρησε περισσότερο η διεθνική διαπλοκή των κεφαλαίων, οξύνθηκε ο διεθνής καπιταλιστικός ανταγωνισμός και παράλληλα η διαμόρφωση στενότερων ή χαλαρότερων περιφερειακών συμμαχιών - ενώσεων.
Ισχυροποιήθηκε η τάση που συσσώρευε αλλαγές μεταξύ των ανισόμετρα εξελισσόμενων καπιταλιστικών οικονομιών, τάση που οδηγεί προς την ανατροπή ενός συσχετισμού στη διεθνή καπιταλιστική αγορά που διαμορφώθηκε πριν από 70 χρόνια περίπου. Παράλληλα αυτή η τάση εκδηλώθηκε και με νέες κρατικές και διακρατικές απαιτήσεις, για αλλαγές στις διεθνείς συνεννοήσεις και συνεργασίες, π.χ. στις Συμφωνίες του ΠΟΕ, στη σύνθεση της διοίκησης του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, στη σύνθεση των διεθνών συναλλαγματικών αποθεμάτων, στο νόμισμα με το οποίο γίνονται οι εμπορικές ανταλλαγές βιομηχανικών υλών στην παγκόσμια αγορά, στη διεύρυνση του G 7.
Ολα αυτά που πιο αχνά διαφαίνονταν κατά τον προηγούμενο διεθνή κρισιακό καπιταλιστικό κύκλο, πήραν χαρακτήρα ανεπίστρεπτων τάσεων στο σημερινό. Σε αυτό το έδαφος εξελίχθηκε ο νέος κύκλος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης σε διεθνές επίπεδο που βρίσκεται σε εξέλιξη, με χαρακτηριστικό της το γεγονός ότι τώρα ξεκίνησε στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε ίσως και βαθύτερα στην Ευρωζώνη, αγκαλιάζει ταυτόχρονα Μ. Βρετανία, Ιαπωνία, Ρωσία, Τουρκία, χώρες της Λατινικής Αμερικής. Επιδρά επί του παρόντος με επιβράδυνση στην Κίνα και στην Ινδία.
Εκτιμήσεις του ΚΚΕ για την παρούσα διεθνή οικονομική κρίση
Αναμενόμενο είναι να έχει η παρούσα ύφεση μεγαλύτερη διάρκεια από την προηγούμενη, να είναι πιο αναιμικό το πέρασμα σε μια νέα φάση αναζωογόνησης και ανόδου. Το κυριότερο όμως είναι τι μπορούμε να προβλέψουμε για τη θέση της εργατικής τάξης και γενικότερα των μισθωτών και του μεγαλύτερου μέρους των αυτοαπασχολούμενων σε φάση ανάκαμψης από την ύφεση.
Εκτιμάμε ότι θα συνεχισθεί και θα ενταθεί η ίδια τάση που εκδηλώθηκε και στις δυο προηγούμενες δεκαετίες, η τάση επιδείνωσης, αν δεν πραγματοποιηθεί εμφανής ιδεολογική - πολιτική και οργανωτική αναζωογόνηση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, χειραφέτηση του συνδικαλιστικού κινήματος από την κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, απεμπλοκή του από ευρωενωσιακούς μηχανισμούς χειραγώγησης (βλέπε ΟΚΕ κλπ.), ιδεολογική - πολιτική χειραφέτηση ευρύτερων εργατικών δυνάμεων από την παραπλανητική επιρροή της λεγόμενης σοσιαλδημοκρατίας, με μορφή παλαιών ή νέων πολιτικών σχημάτων της.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις του καπιταλισμού και ο διεθνής καπιταλιστικός ανταγωνισμός βρίσκονται σε τέτοιο επίπεδο που η εργατική τάξη, μισθωτοί που την προσεγγίζουν από την άποψη του εισοδήματος και του βιοτικού τους επιπέδου, και κατώτερα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, μπορούν να φρενάρουν την επιδείνωση της θέσης τους μόνο αν περάσουν στην αντεπίθεση, αν απαλλαγούν από κάθε πολιτική παγίδα συμβιβασμού, συναίνεσης, αποδοχής μιας δήθεν «συνεργασίας των τάξεων» για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Χάνει τον χαρακτήρα του το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ως πάλη για το μισθό - ωράριο κλπ. όταν ηγετικά του όργανα όπως της ΓΣΕΕ κλείνουν συμφωνίες με τον ΣΕΒ για από κοινού αντιμετώπιση της κρίσης.
Το εργατικό και λαϊκό κίνημα μπορεί και πρέπει να ανασυνταχθεί με σαφή αντιιμπεριαλιστικό - αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, σε τελευταία ανάλυση αντικαπιταλιστικό. Να αξιοποιήσει σε κάθε χώρα, κάθε ρωγμή, κάθε τριγμό της αστικής διακυβέρνησης, με ανάλογο ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό και οργανωτική ετοιμότητα.
Εκτιμάμε ότι θα δυσκολευτεί ακόμα περισσότερο η αστική διαχείριση, θα βρεθεί πιο κοντά σε αλλεπάλληλες ασταθείς κυβερνήσεις, θα οξυνθούν οι διαφωνίες μέσα στην ΕΕ, θα κλονισθεί πιο βαθιά απ’ ό,τι σήμερα η ιδεολογική υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος, όταν κορυφωθεί ο επόμενος κρισιακός κύκλος, όταν επέλθει η επόμενη φάση ύφεσης.
Με φαντασία, αλλά επιστημονική φαντασία, μπορούμε να πούμε ότι οδεύουμε σε ένα νέο 1929, ίσως σε ένα νέο 1937.
Αυτές οι προβλέψεις γίνονται και από αστούς αναλυτές, από ιμπεριαλιστικά κέντρα στρατηγικών μελετών σε κρατικό ή διακρατικό επίπεδο.
Ο ιδιαίτερος ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στη διάσωση του συστήματος
Προκειμένου να διασωθεί το σύστημα, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, από τον Σαρκοζί και τον Ομπάμα μέχρι τον Μπράουν και τον Μπίσκι υπόσχονται έναν «ανθρώπινο, υγιή καπιταλισμό».
Ιδιαίτερη δραστηριότητα επιδεικνύει η διεθνής σοσιαλδημοκρατία. Επικεντρώνεται στην προσπάθεια να ενοχοποιηθεί για την κρίση αποκλειστικά και μόνο ο «νεοφιλελευθερισμός», η δήθεν αναποτελεσματική συνταγή αναλογίας μεταξύ «αγοράς - ρύθμισης» σε κρατικό, περιφερειακό ή και σε διεθνές επίπεδο.
Η διεθνής σοσιαλδημοκρατία έχει ανασκουμπωθεί προκειμένου να πείσει τις εργατικές - λαϊκές μάζες ότι έχει επεξεργαστεί τη νέα συνταγή. Δηλαδή υποστηρίζει ότι έχει βρει τη δοσολογία ανάμεσα στην πολιτική (επιδοτήσεων, φοροαπαλλαγών, κλπ.) που υποβοηθά τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, τη στήριξη των μονοπωλίων, και ταυτόχρονα ελέγχει τις αρρυθμίες της αγοράς με ορισμένη ή ορισμένες κρατικές τράπεζες, ακόμα και με την κρατικοποίηση κάποιων προβληματικών επιχειρήσεων στη βιομηχανία, στις μεταφορές. Η «Πράσινη Οικονομία» και η «καλύτερη διανομή» είναι τα απαραίτητα συμπληρώματα.
Τα άμεσα μέτρα που προτείνονται από την σοσιαλδημοκρατία δεν θα μπορούσαν να κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη της στήριξης των μονοπωλιακών ομίλων και της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής. Είναι χαρακτηριστική η επίκληση της επιτροπής Στίγκλιτζ προς τους G20 να επικεντρωθούν στην παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία , υποστηρίζοντας και νέο δανεισμό. Στο συμπόσιο των Αθηνών ο Γ. Παπανδρέου πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και σημερινός πρωθυπουργός της Ελλάδας εστιάσε και πάλι στην ανάγκη διασφάλισης της κεφαλαιακής επάρκειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στην ουσία πρότείνεται η άμεση παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις, δηλαδή η κρατική χρηματοδότηση των μονοπωλιακών ομίλων. Η πολιτική αυτή υποθηκεύει το λαϊκό εισόδημα αφού η αποπληρωμή των μελλοντικών τοκοχρεολυσίων θα γίνει από τους φορολογούμενους που στη πλειοψηφία τους είναι εργατοϋπάλληλοι και αυτοαπασχολούμενοι.
Η «Πράσινη Οικονομία» είναι στην πραγματικότητα μια πρόταση διαχείρισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων με γνώμονα τα συμφέροντα και τις επιλογές του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Προσανατολίζει τις επενδύσεις στην κατεύθυνση υιοθέτησης νέων τεχνολογιών δίνει ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη , ενώ ένας από τους στόχους που υπηρετεί είναι η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ.
Στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή του ρεύματος που βαφτίζει «δημοκρατικό σοσιαλισμό» την κυριαρχία των μονοπωλίων με τη συνύπαρξη κρατικών επιχειρήσεων, έχουν εμφανισθεί νέοι πολιτικοί φορείς, όπως το ΚΕΑ στην Ευρώπη. Ισχυρίζονται ότι έχουν βρει καλύτερα από τα προηγούμενα κόμματα τη χρυσή τομή «αγοράς - ρύθμισης», «ιδιωτικού - κρατικού κεφαλαίου». Ισχυρίζονται ακόμα ότι η καλύτερη εφαρμογή της δοσολογίας απαιτεί εξάλειψη των αντιθέσεων μέσα στην ΕΕ, με την ισχυροποίηση των δομών της, με τη διαμόρφωση μας ευρωενωσιακής διακυβέρνησης.
Επι της ουσίας λειτουργούν ως ιδεολογικοπολιτικό ανάχωμα στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης , στην ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης , καλλιεργώντας αυταπάτες για έναν πιο ανθρώπινο και δίκαιο καπιταλισμό, μέσα από μια δίκαιη αναδιανομή του πλούτου. Συνειδητά αποσιωπούν ότι η πηγή του κέρδους είναι η εκμετάλλευση του εργαζόμενου ανθρώπου από το κεφάλαιο και ότι οι σχέσεις στη σφαίρα της διανομής καθορίζονται από τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Προβάλουν τη τωρινή κρίση ως κρίση του «καπιταλισμού -καζίνο» και θεωρούν ότι αιτία της είναι ότι εδώ και 30 χρόνια η παγκόσμια αγορά ήταν απαλλαγμένη από οποιονδήποτε πολιτικό έλεγχο. Ουσιαστικά θεωρούν ως αιτία της κρίσης τη λεγόμενη «νεοφιλελεύθερη» διαχείριση όπως άλλωστε και η σοσιαλδημοκρατία στο σύνολο της.
Προσαρμόζουν στη σημερινή πραγματικότητα της ΕΕ την παλιά σοσιαλδημοκρατική γραμμή των μεταρρυθμίσεων. Στη θέση του κρατικού μονοπωλίου - υπηρέτη των ιδιωτικών μονοπωλίων βάζουν το διευρωπαϊκό - διακρατικό μονοπώλιο και πάνω από την κυβερνητική διαχείριση θέτουν μια ισχυρή διακρατική διακυβέρνηση, ικανή δήθεν να εκφράζει τα γενικά συμφέροντα στην ΕΕ, επιλύοντας αντιθέσεις μεταξύ κρατών-μελών της.
Στα πλαίσια αυτά το ΚΕΑ προβάλλει ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να υπόκειται σε δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο. Ζητάει να αλλάξει ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ώστε να ανταποκρίνεται σε κριτήρια όπως η απασχόληση, η κοινωνική και οικολογική ανάπτυξη κ.α.
Εμφανίζονται «βασιλικότεροι του Βασιλέως», δίνοντας «αριστερό» σοσιαλίζον άλλοθι στην ισχυροποίηση υπαρχόντων και στην εμφάνιση νέων κατασταλτικών μηχανισμών.
Ο ιδιαίτερος ρόλος τους συνίσταται στην αναβάπτιση της σοσιαλδημοκρατίας ως προς την εξυπηρέτηση του συστήματος. Υπηρετούν την ιδεολογική χειραγώγηση με την ουτοπία μιας φιλολαϊκής ΕΕ, μιας φιλολαϊκής διαχείρισης στο έδαφος της οικονομικής κυριαρχίας των μονοπωλίων.
Νομοτελειακή η ανισομετρία και οι αντιθέσεις μέσα στην ΕΕ
Η παρούσα κρίση στην Ευρωζώνη κατά γενική ομολογία όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών - μελών, ακόμα και στο σκληρό πυρήνα της. Και αυτό ήταν αναμενόμενο, στις προβλέψεις και εκτιμήσεις του ΚΚΕ.
Παρά τη διαπλοκή των κεφαλαίων, παρά την ενιαία στρατηγική απέναντι στην εργατική τάξη, παραμένει το έθνος - κράτος ως όργανο που εξασφαλίζει την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων, που εξυπηρετεί τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε ανταγωνισμό με αντίστοιχες διαδικασίες σε άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Οπως στη φάση της διευρυμένης αναπαραγωγής έτσι και στη φάση της ύφεσης υφίσταται καπιταλιστική ανισομετρία. Παραμένουν οι ανισομετρίες στο γενικό επίπεδο της παραγωγής, στην παραγωγικότητα της εργασίας, στις αναλογίες των κλάδων, στους μισθούς και τα ημερομίσθια, στις εξαγωγές και εισαγωγές εμπορευμάτων ως ποσοστά στο ΑΕΠ, στις εκροές-εισροές κεφαλαίων.
Ολες αυτές οι ανισομετρίες αντανακλώνται στη δημοσιονομική κατάσταση του κάθε κράτους, στα διαφορετικά μεγέθη δημοσίου χρέους και ελλειμμάτων, στα διαφορετικά επιτόκια δανεισμού των κρατών που διαμορφώνει η διεθνής αγορά ανάλογα με τη θέση του κάθε κράτους μέσα στην Ευρωζώνη αλλά και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Αυτές οι ανισομετρίες είναι που κάνουν αδύνατη της διαμόρφωση ενιαίας δημοσιονομικής πολιτικής και σε συνθήκες ύφεσης. Αυτές εκφράσθηκαν στις διαφορετικές προτάσεις π.χ. μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας για τα μέτρα και τα πακέτα διαχείρισης της κρίσης. Αυτές εκφράστηκαν και εκφράζονται στην εξέλιξη των επιτοκίων πάνω από τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Οι διαφορετικές απόψεις γύρω από το Σύμφωνο Σταθερότητας, αν θα γέρνει περισσότερο προς τη δημοσιονομική ευελιξία ή προς τη νομισματική σταθερότητα, εκφράζουν διαφορετικές ανάγκες των κρατών - μελών και όχι έλλειψη οργάνων ευρωενωσιακής διακυβέρνησης ή υπερβάλλουσα δύναμη της ΕΚΤ όπως ισχυρίζονται το ΚΕΑ και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Στις σημερινές συνθήκες της ύφεσης αυτές οι ανισομετρίες εκδηλώθηκαν πιο οξυμένα απ’ ό,τι σε προηγούμενη φάση για την ελληνική οικονομία, οξύνθηκαν και οξύνονται διαχρονικά προβλήματά της όπως το δημόσιο χρέος, το εμπορικό έλλειμμα, η μακροχρόνια στασιμότητα της μεταποίησης.
Τάση αλλαγής του συσχετισμού στη διεθνή αγορά
Βεβαίως η όξυνση των ανισομετριών είναι γενικό φαινόμενο και μέσα στην ΕΕ και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το γενικό χαρακτηριστικό της απαξίωσης κεφαλαίου κατά την εξέλιξη της κρίσης δεν εκδηλώνεται αναλογικά από κράτος σε κράτος, από κλάδο σε κλάδο, από επιχείρηση (ατομικό κεφάλαιο και με τη μετοχική μορφή του) σε επιχείρηση.
Ετσι, και κατά τη διάρκεια της ύφεσης και κατά τη φάση της σταθεροποίησης και αναζωογόνησης συντελούνται ανακατατάξεις στο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ επιχειρήσεων, κλάδων, οικονομιών σε επίπεδο κράτους.
Βεβαίως συχνά οι σημαντικές αλλαγές και ανακατατάξεις κυοφορούνται σε μια πιο μακρόχρονη περίοδο που περιλαμβάνει περισσότερους του ενός κύκλους οικονομικών κρίσεων.
Η σημερινή κρίση αποκρυσταλλώνει τέτοιες αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων που κυοφορήθηκαν την τελευταία 30ετία, με περίπου 3 κύκλους κρίσης για τις περισσότερες από τις προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Αυτές οι αλλαγές επιταχύνθηκαν την τελευταία 10ετία.
Την περίοδο 1980-2008 κυριάρχησε η τάση συρρίκνωσης των μεριδίων των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης και της Ιαπωνίας στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν (ΠΑΠ). Αντίθετα αυξήθηκε το μερίδιο της Κίνας (αύξηση του μεριδίου κατά 440% για την περίοδο 1980-2007) που ανέβηκε στην τρίτη θέση, μετά την 2η θέση της Ευρωζώνης ως συνόλου. Επίσης αυξήθηκε το μερίδιο της Ινδίας (αύξηση κατά 110% για την περίοδο 1980-2007) και της Ρωσίας (αύξηση κατά 19,3% για την περίοδο 2000-2007).
Το μερίδιο της Ευρωζώνης μειώνεται σταθερά στην περίοδο 2000-2007 (κατά 12,8%) και της Ελλάδας επίσης (κατά 24%, με σχεδόν διπλάσια ποσοστιαία απώλεια από το μέσο όρο της Ευρωζώνης). Η τάση επιδείνωσης στα μερίδια συνεχίζεται για τα έτη 2008, 2009 για ΗΠΑ, Ευρωζώνη (και Ελλάδα), Ιαπωνία.
Σε γενική κατεύθυνση οι ίδιες τάσεις αποτυπώνονται και στα ποσοστιαία μερίδια στις παγκόσμιες εισροές/εκροές κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις, με ορισμένες διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα: Ανοδικά (με διακυμάνσεις) είναι τα μερίδια εισροών/εκροών για την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία στην περίοδο 1980-2006, καθοδικά είναι για τις ΗΠΑ. Η Ιαπωνία διατηρεί το μερίδιο της στις εκροές, ενώ η Ευρωζώνη αυξάνει το μερίδιό της τόσο στις εισροές όσο και στις εκροές, κατέχοντας την πρώτη θέση παγκοσμίως. Ειδικότερα για την Ελλάδα μειωμένο είναι το μερίδιο στις εισροές 1980-2006 (από 1,22% σε 0,41%) και αυξημένο στις εκροές (από 0% το 1990 σε 0,34% το 2006). Δηλαδή η Ελλάδα γίνεται σε αυτή την περίοδο χώρα εξαγωγής κεφαλαίων.
Σημαντικός δείκτης είναι και τα μερίδια στις παγκόσμιες εξαγωγές και εισαγωγές, όπου παρατηρούνται οι εξής τάσεις για την περίοδο 1980-2007:
Οι ΗΠΑ έχουν απώλεια μεριδίου στις εξαγωγές (από 11,1% το 1980 σε 8,41% το 2007), η Ιαπωνία εξίσου απώλεια (από 6,42% σε 5,13%), η Ευρωζώνη σχεδόν διατηρεί το μερίδιο της, με αυξομειώσεις μέσα στην περίοδο, κατέχοντας και διατηρώντας την 1η θέση (1980: 30,75%, 1990: 35,05%, 2007: 29,19%), χωρίς να υποτιμιέται η κατά 6% απώλεια σε ποσοστό μεριδίου την περίοδο 1990-2007. Η Ελλάδα έχει απώλεια μεριδίου (1980: 0,25%, 2007: 0,17%).
Θεαματική αύξηση έχει η Κίνα κατά 890% (1980: 0,89%, 2007: 8,81%), καταλαμβάνοντας τη 2η θέση, μπροστά από τις ΗΠΑ.
Ανερχόμενη, αλλά ακόμη με μικρά μερίδια, είναι η τάση για τη Ρωσία (2007: 2,57%) και την Ινδία (2007: 1,05%).
Οι τάσεις στα μερίδια των παγκόσμιων εισαγωγών καταγράφονται ως εξής:
Η Ευρωζώνη είναι πρώτη στο μερίδιο εισαγωγών αλλά με τάση μείωσης (1980: 34,28%, 2007: 28%), η Ελλάδα με διακυμάνσεις παραμένει στα ίδια επίπεδα (1980: 0,51%, 2007: 0,53%). Μειώνεται το μερίδιο για την Ιαπωνία (1980: 6,81%, 2007: 4,41%), ενώ αυξάνεται για τις ΗΠΑ (1980: 12,39%, 2007: 14,35%), κατέχοντας τη 2η θέση στις εισαγωγές. Αυξάνεται σημαντικά για την Κίνα (1980: 0,96%, 2007: 6,8%), κατέχοντας την 3η θέση. Επίσης αυξάνεται πιο περιορισμένα για τη Ρωσία και την Ινδία.
Ανακατατάξεις επίσης γίνονται και μεταξύ ατομικών (ή και εταιρικών) κεφαλαίων. Σύμφωνα με τη λίστα των 1000 πλουσιότερων ανθρώπων που εδρεύουν στη Βρετανία, σύμφωνα με δημοσίευμα της βδομαδιάτικης έκδοσης «Sunday Times», από τους 10 που βρίσκονται στην κορυφή οι μισοί αύξησαν τα πλούτη τους εν μέσω κρίσης κατά 1,054 δις ευρώ (κατά 43%) ενώ οι άλλοι μισοί είχαν συρρίκνωση του πλούτου τους κατά 33,738 δις ευρώ (-242%).
Σε συνθήκες ύφεσης, παράλληλα με την αύξηση του αριθμού ζημιογόνων εταιρειών, εξακολουθεί να υπάρχει κερδοφορία σε επιχειρήσεις είτε εκφρασμένη με μειωμένους ρυθμούς είτε και με αυξημένους. Στη δεύτερη περίπτωση π.χ. συγκαταλέγεται η γερμανική Siemens, η οποία κατά το πρώτο τρίμηνο του 2009 είχε κέρδη 1,01 δις ευρώ έναντι 412 εκατ. στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2008 (αύξηση 145%), με αύξηση πωλήσεων 5% σε ετήσια βάση.
Ανάλογα φαινόμενα ισχύουν και για την ελληνική οικονομία. Οι εκτιμήσεις για τα κέρδη των 8 μεγαλύτερων τραπεζών (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς, Κύπρου, Marfin, ΑΤΕ, Emporiki) στο πρώτο τρίμηνο του 2009 τα υπολογίζουν σε 610 εκατ. ευρώ έναντι 1.195,9 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008, μειωμένα κατά 50%.
Οι ανακατατάξεις στα μερίδια γίνονται και μέσα σε ένα υποκλάδο π.χ. στις αερομεταφορές, μεταξύ ΟΑ και Aegean Airlines. Οι ανακατατάξεις προωθούνται και μέσω εξαγορών που κάνει π.χ. ο όμιλος Marfin (μεταξύ αυτών και της Vivartia και της ΟΑ), των κυοφορούμενων νέων συγχωνεύσεων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Η τάση αυτή είναι εμφανέστατη στη διεθνή αγορά, ιδιαίτερα στους κλάδους στους οποίους κατ’ αρχήν εκδηλώθηκε η κρίση υπερπαραγωγής, όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Ετσι άλλωστε προετοιμάζεται ένας νέος κύκλος συγκεντροποίησης κεφαλαίων, που απαξιώθηκαν στη φάση της ύφεσης, για να τεθούν σε νέα φάση αυτοαύξησής τους μέσω της παραγωγικής διαδικασίας, της διαδικασίας εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Η έξοδος από την ύφεση γίνεται με επιδίωξη να αποσπασθεί πρόσθετο κέρδος κατακτώντας νέες αγορές. Οξύνεται ο ανταγωνισμός, η αμφισβήτηση παλιών ρυθμίσεων, η κατοχύρωση μέσω νέων ρυθμίσεων, ακόμα και με τετελεσμένα που διαμορφώνουν οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι.
Οι παραπάνω τάσεις μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
Οι ΗΠΑ παραμένουν ακόμη πρώτη δύναμη στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν, αλλά με επιδείνωση όλων των άλλων δεικτών.
Θεαματική είναι η άνοδος της Κίνας, η οποία ακόμη υπολείπεται ως προς τη συνολική (κατά κεφαλήν) παραγωγικότητά της.
Βελτιώθηκε η ανταγωνιστική θέση εμπορευμάτων της Ευρωζώνης (αντίθετα επιδεινώθηκε της Ελλάδας). Θεαματικά βελτιώθηκε της Κίνας, ενώ αντίθετα είναι εμφανής η επιδείνωση της ανταγωνιστικής θέσης των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.
Χαμηλή είναι ακόμη η ανταγωνιστική θέση της Ινδίας και της Ρωσίας, με τάση βελτίωσης.
Πιο αντιφατικά αποτυπώνεται η θέση της Ελλάδας, η οποία χάνει μερίδιο στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν, επιδεινώνεται η θέση της ως προς τις εξαγωγές, με κύριο χαρακτηριστικό το συγκριτικά χαμηλότερο μερίδιο σε σχέση με το μερίδιό της στο Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν, ενώ βελτιώνεται η θέση της στην εκροή κεφαλαίων.
Ο δείκτης «καθαρή διεθνής επενδυτική θέση» για την Ελλάδα εξακολουθεί να είναι αρνητικός (άθροισμα Αμεσων Επενδύσεων, Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου, Παραγώγων, Λοιπών Επενδύσεων, Συναλλαγματικών Διαθεσίμων), ύψους 183.944 εκατ. ευρώ το 2008, ωστόσο μειώνεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (2006: -83,6%, 2007: -94%, 2008: -75,7%)[4].
Σε συνδυασμό και με την εξέλιξη άλλων οικονομικών δεικτών που ήδη αναφέρθηκαν, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι στην περίοδο ένταξής της στην ΕΟΚ -και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη- η ελληνική οικονομία είχε αφενός απώλεια της ανταγωνιστικής θέσης της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής της (κυρίως της Μεταποίησης), αφετέρου αύξηση της συσσώρευσης κεφαλαίου και εξαγωγής του σε άμεσες επενδύσεις.
Σημειωτέον ότι στη χιλιάδα των κροίσων που δραστηριοποιούνται στη Βρετανία περιλαμβάνονται και 10 Ελληνες, εκ των οποίων 4 βρίσκονται ανάμεσα στους 100 πρώτους (Δ. Λεβέντης, Μ. Λαιμός, Φ. Νιάρχος, Στ. Χατζηιωάννου).
Και αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του 18ου Συνεδρίου ότι η ελληνική οικονομία κατέχει ενδιάμεση θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, διατηρώντας την ίδια - προτελευταία θέση - στην Ευρωζώνη αλλά με αναβαθμισμένη θέση στη Βαλκανική αγορά.
Για ορισμένες αστικές ερμηνείες της κρίσης
Ολη αυτή η ανισόμετρη και αντιφατική καπιταλιστική εξέλιξη στην Ελλάδα, στην ΕΕ, στις ΗΠΑ και διεθνώς ουδεμία σχέση έχει με τις θεωρίες περί «καζινοκαπιταλισμού», «υπερκατανάλωσης» κλπ.
Για τον «καζινοκαπιταλισμό»
Πρόκειται για τη θεωρία που ενοχοποιεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα για την κρίση, για την ύφεση στη βιομηχανική παραγωγή. Στην καλύτερη περίπτωση ενοχοποιεί τις υπάρχουσες δομές και ρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε διεθνές επίπεδο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, οι Οργανισμοί (στην πραγματικότητα επιχειρήσεις) αξιολόγησης και δανειοδότησης κρατικών φορέων.
Το λιγότερο είναι απλούστευση -αν δεν είναι συνειδητή απάτη- η απομόνωση των παρασιτικών φαινομένων και ο χαρακτηρισμός τους είτε ως «καζινοκαπιταλισμός» είτε ως στρεβλώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε διεθνές επίπεδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι συμφωνίες του Μπρέττον - Γούντς κατέρρευσαν στην κρίση του 1971-1973.
Η σήψη και ο παρασιτισμός (π.χ. το γεγονός ότι το 2008 τα παράγωγα διεθνώς αναλογούσαν στο 976% του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος) είναι προϊόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο μονοπωλιακό της στάδιο, προϊόν της μετοχικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προϊόν της σύμφυσης βιομηχανικού-τραπεζικού κεφαλαίου, δηλαδή του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτή είναι η βάση του πλασματικού κεφαλαίου (π.χ. τα γνωστά «τοξικά ομόλογα») ή των πλασματικών χρηματιστηριακών τιμών βιομηχανικού, εμπορικού κεφαλαίου. Αυτή είναι η βάση του παρασιτισμού.
Δεν είναι παράδοξο φαινόμενο η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου να εμφανίζεται μέσω των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που λειτουργούν ως χώρος συγκέντρωσης κάθε αναπασχόλητου εισοδήματος (καπιταλιστών και εργαζομένων) και μετατροπής του σε κεφάλαιο.
Είναι στη φύση του καπιταλισμού η τάση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και εξίσου στη φύση του είναι η τάση διόγκωσης του πλασματικού κεφαλαίου, όπως και η αναγκαστική διακοπή της υπερπαραγωγής και η απαξίωση του κεφαλαίου.
Η Πίστη σπρώχνει στην υπερπαραγωγή, στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, μέχρι τη στιγμή που αναπόφευκτα θα διακοπεί αυτή η υπερπαραγωγή, η διευρυμένη καπιταλιστική παραγωγή. Θα διακοπεί, όταν έχει τραβηχτεί στα άκρα της και μαζί θα έχουν οξυνθεί οι συνέπειες της αναρχίας και της σήψης (πλασματικό κεφάλαιο) της καπιταλιστικής παραγωγής, η αντίθεση κεφαλαίου - εργατικής δύναμης.
Για την «υπερκαταναλωτική στρέβλωση» της καπιταλιστικής ανάπτυξης
Ορισμένοι προβάλλουν την ανάγκη «νέου μοντέλου» για την ελληνική οικονομία. Ισχυρίζονται ότι η υπερταχεία ανάπτυξη της Ελλάδας την περίοδο 2000-2008, σύμφωνα με τους δείκτες ευημερίας του ΟΗΕ (κατέλαβε την 24η θέση σε σύνολο 175), ήταν αποτέλεσμα υπερκατανάλωσης και υπερχρέωσης του κράτους, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Θεωρούν ότι αυτό το «μοντέλο» εξάντλησε τις δυνατότητές του, ενώ το νέο θα είναι αναγκαστικά πιο νοικοκυρεμένο, πιο παραγωγικό, πιο λιτό. Παρεμφερής είναι και η τοποθέτηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αυτή η άποψη συνειδητά επιχειρεί να αναβαπτίσει στη λαϊκή συνείδηση τον καπιταλισμό. Η άμεση εξάρτηση από τις τράπεζες (στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες), η λεγόμενη «υπερχρέωση» και όχι η «υπερκατανάλωση», είναι χαρακτηριστικό του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Αυτό φαίνεται και από την υπερχρέωση στις ΗΠΑ, όπου πήρε και τη μορφή της μαζικής χρησιμοποίησης του πλαστικού χρήματος.
Η θεωρία της υπερκατανάλωσης ή και αντίστροφα της υποκατανάλωσης παραγνωρίζει το κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής που είναι το κέρδος, η απόσπαση υπεραξίας και όχι η παραγωγή αξιών χρήσης για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Αποσιωπά το γεγονός ότι αρχικά η αναρχία και η ανισομετρία εκδηλώνεται μεταξύ των ίδιων των καπιταλιστών που αγοράζουν και πωλούν μεταξύ τους εμπορεύματα, τα οποία χρησιμοποιούνται στην καπιταλιστική παραγωγή, παραγνωρίζει ότι η αναρχία εκδηλώνεται μεταξύ των κλάδων της βιομηχανικής παραγωγής.
Η αναρχία και ανισομετρία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής πρώτ’ απ’ όλα εκδηλώνεται αφ’ ενός μεταξύ των συναλλαγών των καπιταλιστών μέσα στην κατηγορία παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων και αφ’ ετέρου μεταξύ αυτών και των καπιταλιστών της κατηγορίας παραγωγής προϊόντων άμεσης κατανάλωσης.
Δευτερογενώς εκδηλώνεται η αναρχία στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων άμεσης κατανάλωσης στο μέρος τους που αφορούν συναλλαγή καταναλωτή με επιχειρηματία. Δηλαδή δευτερογενώς εκδηλώνεται ως καταναλωτική αδυναμία του εργατικού εισοδήματος, που βέβαια η όξυνσή της σχετίζεται ευθέως ανάλογα με το βαθμό εκμετάλλευσης.
Στην κρίση διακόπτεται απότομα η διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή.
Μέσω της ύφεσης επέρχεται εν μέρει και στιγμιαία η αποκατάσταση των πιο ακραίων δυσαναλογιών για να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος άναρχης διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Ανακεφαλαιώνοντας για την κρίση
Αυτό που γίνεται σήμερα, η απαξίωση κεφαλαίων σε οποιαδήποτε μορφή (εμπορευματική, χρηματική) και η απαξίωση της εργατικής δύναμης (ως εμπόρευμα), έγινε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν, με τυπική έναρξη στις αρχές του 19ου αιώνα, θα γίνει και στο μέλλον όσο θα υπάρχει καπιταλισμός.
Το αναπόφευκτο των κρίσεων βρίσκεται στο DNA του καπιταλισμού: Βρίσκεται στον αντιφατικό εμπορευματικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, στην αναρχία και ανισομετρία της, στην τάση να εξασφαλίζεται αρχικά το πρόσθετο καπιταλιστικό κέρδος με την εισαγωγή νέων μηχανημάτων πιο παραγωγικών, αλλά και με την εξαγωγή βιομηχανικού κεφαλαίου σε χώρες με φθηνότερη εργατική δύναμη, παράγοντες που οξύνουν την αντίθεση κεφαλαίου - εργατικής δύναμης, την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, λόγω της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Το ίδιο το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους διαμορφώνει την τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Καπιταλιστική οικονομία σημαίνει κίνητρο να σπρωχθεί η καπιταλιστική αναπαραγωγή στα άκρα της, να συσσωρευτούν αμύθητα κέρδη, δηλαδή να πάρει χρηματική κερδοσκοπική μορφή η απομύζηση της υπεραξίας από την εργατική τάξη. Σημαίνει ότι τα αμύθητα κέρδη, εκφρασμένα σε διάφορες μορφές κεφαλαίου, και μάλιστα στη σφαίρα της κυκλοφορίας του (αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και χρηματοδοτικές εταιρίες διαχείρισης κεφαλαίων, Hedges Funds), για να αναπαραχθούν ως κεφάλαιο, ως αυτοαυξανόμενη αξία, πρέπει να ξαναμπούν στην παραγωγική διαδικασία: να ρουφήξουν, ως ο βρυκόλακας, νέα απλήρωτη εργασία, να την μετατρέψουν σε εμπόρευμα, που με την πώλησή του θα εκφραστεί σε νέο κέρδος.
Η αναγκαιότητα της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού.
Τα μέτωπα πάλης
Η πηγή της κρίσης μπορεί να στερέψει μόνο με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, με την εξάλειψη της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής, με τον κεντρικό σχεδιασμό της αναλογικά διευρυμένης αναπαραγωγής με στόχο την παραγωγή αξιών χρήσης για ολοένα διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Μόνο στη βάση της σοσιαλιστικής βιομηχανίας μπορεί να αλλάξει η κατανομή εργατικού δυναμικού, μέσων και υλών παραγωγής, κοινωνικού πλούτου. Να στηριχθεί η αγροτική συνεταιριστική παραγωγή, το χρήμα να χάσει το περιεχόμενό του ως μορφή της αξίας, ως μέσο μοιράσματος της υπεραξίας, να καταργηθεί ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας της Κεντρικής Τράπεζας.
Αυτό είναι το μέλλον, αυτή είναι η λαϊκή, η σοσιαλιστική οικονομία, η πραγματική εναλλακτική διέξοδο, από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Αυτή η αναγκαιότητα σήμερα λοιδορείτε είτε άμεσα από τις φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις είτε έμμεσα από αυτοχαρακτηριζόμενες ως «δημοκρατικές σοσιαλιστικές», παραποιώντας και διασύροντας την πρώτη ιστορική της έκφραση στη Σοβιετική Ενωση.
Ομως είναι ιστορικό γεγονός ότι στη δεκαετία του 1930 υπήρχαν δυο κόσμοι: ο σπαρασσόμενος από τους ανταγωνισμούς και την κρίση καπιταλιστικός και ο σοσιαλιστικός όχι μόνο ή κυρίως με τους θεαματικούς ρυθμούς βιομηχανικής παραγωγής αλλά με τους θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της κοινωνικής ευημερίας.
Η ιστορικά επιβεβαιωμένη αλήθεια είναι ότι η κοινωνική ιδιοκτησία και ο κεντρικός σχεδιασμός ηττήθηκαν όταν η ταξική πάλη δεν είχε τη γνώση και τη δύναμη να προχωρήσει στην εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας, κάθε πηγής ατομικού πλουτισμού.
Εξ αιτίας των θέσεων του για τον άλλο δρόμο κοινωνικής παραγωγής, συγκρότησης της κοινωνίας, το ΚΚΕ κατηγορείται ότι παραπέμπει την ικανοποίηση άμεσων αναγκών των εργαζομένων στο σοσιαλισμό.
Είναι συνειδητό ψέμα από τα αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα.
Το ΚΚΕ ήταν, είναι και θα είναι σταθερό στη στήριξη δικαιωμάτων - αιτημάτων των εργαζομένων, των νέων, των συνταξιούχων, με συνέπεια λόγων - έργων, γιατί έχει φωτεινή πυξίδα, στρατηγική πλεύση.
Γι’ αυτό μπόρεσε και μπορεί με συνέπεια να υπερασπίζεται την πλήρη και σταθερή καθολική εργασία, την κοινωνική προστασία των ανέργων, της μητρότητας, των εργαζομένων σπουδαστών - φοιτητών, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, το αγροτικό εισόδημα, τα δικαιώματα των ΕΒΕ, των μεταναστών και πολιτικών προσφύγων, την αποκλειστικά δημόσια δωρεάν παιδεία, υγεία, τη σύνταξη, την προστασία του περιβάλλοντος, το αντιπάλεμα των αντιλαϊκών συνεπειών από την ένταξη στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ.
Πολιτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ σημαίνει δύναμη διεκδίκησης, δύναμη αντίστασης σε νέες αντεργατικές - αντιλαϊκές εργοδοτικές και κυβερνητικές επιθέσεις, ακόμη και δύναμη απόσπασης κατακτήσεων, δύναμη για τα σημερινά και προοπτικά εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
[1] Eurostat Statistics in focus, 18/2009.
[2] Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2008, σελ. 36.
[3] Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, σελ. 67.
[4] Εκθεση Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, σελ. 157.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου