ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ
Οι αντιθέσεις, οι διασπάσεις και οι αιτίες τους
Οι συνέπειες της εξελισσόμενης καπιταλιστικής κρίσης στον εκδοτικό τομέα μέσα από τις πρόσφατες εξελίξεις και ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουν οι μικροί και μεσαίοι εκδότες
Eurokinissi |
Τον περασμένο Απρίλη έκανε την εμφάνισή της η Ενωση Ελληνικού Βιβλίου«που περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες εκδοτικές και βιβλιοπωλικές επιχειρήσεις της χώρας», όπως αναφέρει η ίδια στην επιστολή της προς τα κόμματα πριν τις εκλογές της 6ης Μάη. Οντως, στα ιδρυτικά της μέλη υπάρχουν τα ονόματα μεγάλων και γνωστών εκδοτικών επιχειρήσεων (Πατάκης, Λιβάνης, Ψυχογιός, Καστανιώτης κ.ά.) και βιβλιοπωλείων (π.χ. Παπασωτηρίου, Πρωτοπορία) τα οποία κυριαρχούν και στην αγορά. Στόχος της «είναι να επιδιώξει, ως αξιόπιστος συνομιλητής, την έναρξη διαλόγου με την πολιτεία και τους άλλους επίσημους θεσμούς για τα μεγάλα ζητήματα του πολιτισμού και του βιβλίου. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται να υπάρξει ένας σωστά οργανωμένος συνδικαλιστικός φορέας, ο οποίος θα αντιμετωπίσει τα σύγχρονα προβλήματα με νέες μεθόδους, με συντονισμένες προσπάθειες και με τη συσπείρωση όλων των επιχειρηματιών του κλάδου που πιστεύουν στη συστηματική δουλειά και είναι έτοιμοι να εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση».
Μια αναμενόμενη ρήξη...
Eurokinissi |
Ο «Ρ» από τότε σημείωνε ότι εκείνη η άρνηση ήταν αποτέλεσμα των αντικειμενικών αντιθέσεων ανάμεσα στις εκδοτικές επιχειρήσεις, αντιθέσεις οι οποίες, όπως υπογράμμιζε, «περιλαμβάνουν και άλλα στοιχεία εκτός από τον αντικειμενικό στόχο του μικρομεσαίου... να "μεγαλώσει"» αφού η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης και στον εκδοτικό κλάδο κλιμακώνεται. «Ετσι», έγραφε ο «Ρ», «το ζήτημα ακόμη και ύπαρξης των μικρών και μεσαίων εκδοτικών που ανέκυψε την τελευταία κυρίως 20ετία ακριβώς λόγω αυτής της αντικειμενικής τάσης του κεφαλαίου, σήμερα και με αφορμή την οικονομική κρίση, γιγαντώνεται». Η «εικόνα» του εκδοτικού χώρου το 2010 ήταν, σύμφωνα με τον «Ρ», «όλοι εναντίον όλων: Οι μεγαλοεκδότες εναντίον των μικρομεσαίων και οι τελευταίοι μεταξύ τους».
Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται και σήμερα και όχι μόνο με την τυπική ρήξη στον εκδοτικό χώρο και τη δημιουργία ξεχωριστού συλλόγου από τους μεγαλοεκδότες. Επιβεβαιώνεται και με τη συζήτηση γύρω από τη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου, συζήτηση η οποία είχε ανοίξει και πάλι από το 2010. Από τότε οι μεγαλοεκδότες έθεταν ζήτημα διοργάνωσης της έκθεσης στην Αθήνα και όχι στη Θεσσαλονίκη επειδή στην Αθήνα παράγεται το 95% της βιβλιοπαραγωγής, προσθέτοντας ότι η έκθεση είναι μόνο κατ' όνομα διεθνής αφού αν το ΕΚΕΒΙ δεν επιδοτούσε τους ξένους συμμετέχοντες «δεν θα πατούσε κανείς τους» και ότι έρχονται μόνο για να πουλήσουν και όχι να αγοράσουν. Οπως σχολίασε ο «Ρ», τα παραπάνω δε σήμαιναν τίποτε περισσότερο από το ότι το μεγάλο εκδοτικό κεφάλαιο (τηρουμένων των εγχώριων αναλογιών) δεν έχει αυταπάτες περί της πραγματικής φύσης των εκθέσεων και ουσιαστικά ζητά μεγαλύτερο μερίδιο στην «πίτα».
MotionTeam |
Αντίστοιχα, σε κοινή τους εκτενή ανακοίνωση, ΠΟΕΒ και ΣΕΒΑ σημειώνουν ότι το ΕΚΕΒΙ «εξελίχθηκε σε δυνάστη για τους Ελληνες εκδότες», ότι «αντλώντας ασύλληπτα ποσά από το κράτος, επέλεξε να επικεντρωθεί μόνο στη δημιουργία της "Διεθνούς" Εκθεσης Θεσσαλονίκης, ότι είναι ένα κρατικό όργανο που μυστηριωδώς γιγαντώθηκε, σε μια περίοδο που επικρατεί τάση για αποκρατικοποίηση σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους» και «απορρόφησε τεράστια ποσά, τα οποία διαχειρίστηκε με περίσσια σπατάλη κι έβγαλε εντελώς από το παιχνίδι της βελτίωσης και διάδοσης του βιβλίου τα θεσμικά όργανα του κλάδου». Κάνουν λόγο για... «κυριαρχία του κράτους - μέσω του ΕΚΕΒΙ - στο χώρο του βιβλίου» και καλούν την «κυβέρνηση που θα προκύψει τον Ιούνιο να καταργήσει ή έστω να περιορίσει το κρατικό αυτό απόστημα σε καθήκοντα που του αρμόζουν».
Απαντώντας, η διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ, Κατρίν Βελισσάρη («Βήμα» 1/6), έγραψε ότι η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ) «αποτελεί παγιωμένο θεσμό για τον κόσμο του ελληνικού βιβλίου από το 2004 έως σήμερα, όπου για πρώτη φορά συνδυάζεται η καλώς νοούμενη "εξωστρέφεια" με τον επαγγελματισμό αλλά και με ανάδειξη του πολιτισμικού χαρακτήρα των εκδόσεων, των ίδιων των συντελεστών αλλά και του αναγνωστικού κοινού (...) Οι οικονομικές συγκυρίες δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργικότητα, την εμπορική συνέπεια, την καλλιτεχνική διάσταση που εύλογα υπηρετεί ο εκδοτικός κλάδος. Τόσο οι συγγραφείς, οι μεταφραστές, οι επιμελητές, όσο και οι εκδότες, οι βιβλιοπώλες, οι βιβλιοθηκονόμοι και όλοι οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι έχουν πλήρη επίγνωση των συνεπειών της πρόσφατης κρίσης. Ως άμεσο αποτέλεσμα, πράγματι, η αδυναμία παρουσίας στη ΔΕΒΘ μερικών από τους μεγάλους ή και παραδοσιακούς εκδοτικούς αποτελεί σοβαρή συνέπεια και αντανάκλαση της πραγματικότητας. Ωστόσο, μέσα στις αρνητικές επιχειρηματικές συνθήκες και το αίσθημα ανασφάλειας και στον τομέα του ελληνικού βιβλίου, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου επιλέγει να μην "καταθέσει τα όπλα" αλλά να προτρέψει ωφέλιμα τους εμπλεκομένους, και στο μέτρο του δυνατού, στη συνέχιση του έργου τους: Η 9η ΔΕΒΘ έλκυσε χιλιάδες επισκέπτες, πραγματοποιήθηκαν υψηλού επιπέδου συζητήσεις με Ελληνες και ξένους έγκριτους συγγραφείς, το βιβλίο βρέθηκε στο επίκεντρο αποδεικνύοντας ότι έστω κι αν η οικονομική κατάσταση είναι κακή, το βιβλίο πρέπει να αντιστέκεται (...) Δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση ο ρόλος του ΕΚΕΒΙ σ' ό,τι αφορά την υπόθεση του ελληνικού βιβλίου. Δημιουργήθηκε το 1994 για τη χάραξη πολιτικής βιβλίου κοινής ωφελείας. Εκπροσωπεί δε το σύνολο των συσχετιζόμενων στη μεγάλη αλυσίδα του βιβλίου και, βεβαίως, δεν αποτελεί αποκλειστικό φορέα συμφερόντων ή και επιμελητήριο του κλάδου των εκδοτών (...)».
...και οι αιτίες της
Οι διοικήσεις της ΠΟΕΒ, του ΣΕΒΑ και του ΕΚΕΒΙ κάνουν λάθος και για το ρόλο των εκθέσεων και για το ρόλο του ίδιου του ΕΚΕΒΙ. Οι πρώτοι θεωρούν ότι το κράτος είναι μια «ουδέτερη» δομή που δεν εξυπηρετεί ταξικά συμφέροντα και ότι η ύπαρξη του ΕΚΕΒΙ και όχι η κυριαρχία της καπιταλιστικής αγοράς φταίει για τα προβλήματά τους. Ομως, το ΕΚΕΒΙ, όπως κάθε κρατικός φορέας στον καπιταλισμό, υπέρ της διασφάλισης της λειτουργίας της «αγοράς» υπάρχει και όχι, όπως υποστηρίζει η διευθύντριά του, «για τη χάραξη πολιτικής βιβλίου κοινής ωφελείας». Της «αγοράς», που όλα τα στοιχεία των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι δημιούργησε και στον εκδοτικό τομέα μονοπώλια και ισχυρούς «παίκτες», εξαφανίζοντας ή πιέζοντας ασφυκτικά τους μικρούς εκδότες και όσους βιβλιοπώλες «διασώθηκαν» από την επέλαση των πολυεθνικών του κλάδου.
Παράδειγμα διασφάλισης της λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς: Το 2010 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξήγγειλε «ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης» για το βιβλίο με το ΕΚΕΒΙ, που περιελάμβανε σειρά «δράσεων» για την αναγνωσιμότητα και την ενίσχυση νέων συγγραφέων. Σε εκείνο το πλαίσιο περιλήφθηκε και η «προτεραιότητα στην ψηφιοποίηση», μια «πρόσκληση», ουσιαστικά, προς την εκδοτική αγορά να μοιραστεί κοινοτικά κονδύλια ύψους 120 εκατομμυρίων ευρώ μέσω του προγράμματος της «ψηφιακής σύγκλισης» του ΕΣΠΑ! Αντίθετα, το «πρόγραμμα δράσης» είχε προϋπολογισμό μόλις 600.000 ευρώ, με τα μισά μάλιστα να τα δίνει ο ΟΠΑΠ!
Σε ό,τι αφορά στην εικόνα της αγοράς: Σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ΕΚΕΒΙ, το 2008 μόλις 23 εκδότες (με πάνω από 80 τίτλους) εξέδωσαν το 37,4% της παραγωγής, 172 μεσαίοι εκδότες (με 10 - 79 τίτλους) το 43,1%, ενώ 707 «μικρότεροι» εκδότες εξέδωσαν το 18,4%. Ενώ, το 2006, το 30% (περίπου 500 εκδότες) εξέδιδε το 84% της παραγωγής, με το 2% να εκδίδει το 29%! Την ίδια περίοδο, από τα 2.000 βιβλιοπωλεία της χώρας μόνο τα 100 πωλούσαν αμιγώς βιβλία. Η εικόνα που περιέγραψε ο Γ. Δαρδανός στην αγορά του βιβλίου δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης, όπως λέει, αλλά η κλιμάκωση - και λόγω της κρίσης - μιας τάσης μονοπωλιοποίησης της εκδοτικής αγοράς εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Ετσι, τα μεγάλα εκδοτικά αύξησαν το μερίδιό τους στη βιβλιοπαραγωγή κατά 2,3% το 2004 σε σχέση με το 2002, ενώ τα μικρά κατά μόλις 0,5%. Την ίδια περίοδο τα μεσαία εκδοτικά μειώθηκαν κατά 5, ενώ μειώθηκε και το ποσοστό τους στη βιβλιοπαραγωγή κατά 2,8%.
Το βιβλίο στον καπιταλισμό είναι ένα ακόμη εμπορικό προϊόν. Ως τέτοιο υπάγεται σε όλους τους νόμους της «αγοράς», δηλαδή στη «ζούγκλα» της κυριαρχίας των μονοπωλίων, του ανταγωνισμού, της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου που, στην προκειμένη περίπτωση, για τους μικρούς και μεσαίους εκδότες, έχει ακριβώς τις ίδιες ολέθριες συνέπειες που έχει και για τα μπακάλικα της γειτονιάς η ισοπέδωσή τους από τις μεγάλες αλυσίδες τροφίμων.
Ο εκδοτικός τομέας αποτελεί, μαζί με τα οπτικοακουστικά, το «βαρύ πυροβολικό» του «πολιτιστικού» κεφαλαίου της ΕΕ και καταλαμβάνει σημαντική θέση στη λεγόμενη «πολιτιστική βιομηχανία». Το ότι το κεφάλαιο εκλαμβάνει και το βιβλίο ως ένα ακόμη εμπορικό προϊόν και ως πεδίο κερδοφορίας, δεν προκύπτει μόνο από τη ρητορική της ΕΕ («βιομηχανία», «προϊόν» κ.ά.) αλλά και από τα οικονομικά στοιχεία του κλάδου. Η κερδοφορία και η εξέλιξη του οποίου είναι εντυπωσιακές. Ετσι, το 2001, ο κύκλος εργασιών του κλάδου υπολογιζόταν στα 20 δισ. ευρώ, νούμερο που έφερνε το βιβλίο στην πρώτη θέση των «πολιτιστικών βιομηχανιών», πάνω από τη μουσική και τα οπτικοακουστικά. Το 2009, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εκδοτών εκτιμούσε τον τζίρο στα 40 δισ. ευρώ, με τους εκδοτικούς οίκους μόνο να παρουσιάζουν έναν κύκλο εργασιών της τάξης των 23 δισ. ευρώ.
Μπορεί η παραπάνω σύγκριση να προκαλεί την αγανάκτηση όσων εκδοτών αντιλαμβάνονται το βιβλίο ως φορέα γνώσης και κουλτούρας και, συνεπώς, την παραγωγή του ως «λειτούργημα». Αυτή η αγανάκτηση είναι δίκαιη και σεβαστή αλλά δεν έχει κανένα απολύτως νόημα για την καπιταλιστική πραγματικότητα. Την οποία οι ίδιοι οι εκδότες περιγράφουν με τα πλέον μελανά χρώματα εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Θα έχει όμως πολύ μεγάλο νόημα αν οι μικροί και μεσαίοι εκδότες μετατρέψουν αυτή την αγανάκτηση σε συμπεράσματα για τη θέση και την κατάστασή τους μέσα σε αυτό το σύστημα της εκμετάλλευσης και συμπορευτούν με το λαϊκό κίνημα για την ανατροπή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου