Για την αριστερή κριτική
Εν αρχή ένα προεκλογικό σκηνικό. Πάει που λες σύντροφε αναγνώστη, μια δική μας υποψήφια περιοδεία σε ένα χωριό, κάθεται στο καφενείο κι έρχονται δυο αγρότες.
-Μα τι κακό είναι αυτό με την εργοδοσία, το λέτε και το ξαναλέτε, λες κι αυτή μόνο φταίει για όλα, κόβει ο ένας. –Δηλ εγώ που έχω είκοσι αλβανούς εργάτες στα χωράφια, είμαι κι εγώ «εργοδοσία»; ράβει ο άλλος.
Ε όχι δα. Από πού κι ως πού εξάλλου; Αφού ούτε ένσημα δεν τους κολλάς. Πιο πολύ σε τσιφλικά μου φέρνεις, έπρεπε να του πει η συντρόφισσα, αλλά κρατήθηκε. Δηλαδή τι; Επειδή έχει είκοσι δουλοπάροικους και καμιά τριανταριά είλωτες, πάει να πει ότι είναι φεουδάρχης; Πού ακούστηκε... Κι η πλάκα είναι πως αυτοί ήταν αριστεροί υποτίθεται, της αξιωματικής αντιπολίτευσης!
Ο εργασιακός μεσαίωνας είναι εδώ και καιρό μια πραγματικότητα, που δε μπορεί παρά να ταιριάζει με ένα αντίστοιχο ρετρό κι αναχρονιστικό πολιτικό εποικοδόμημα, το οποίο επιστρέφει καταρχάς στο μεσοπόλεμο, παρουσιάζοντας πολλές ομοιότητες με εκείνα τα χρόνια. Το κραχ του 29’, η οικονομική χρεοκοπία της ελλάδας, η πολιτική χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας κι ο εκλογικός καταποντισμός ενός βενιζέλου, η δημοκρατία της βαϊμάρης και η άνοδος του φασισμού, η σημερινή επιστροφή του κόμματος -κατά τα φαινόμενα- στην τρίτη περίοδο της κομιντέρνας και στην τακτική του σοσιαλφασισμού, η επιλογή της συγκρότησης της ενωτικής γσεε σε διάκριση με την επίσημη γσεε.
Τότε επίσης μπορεί να μην υπήρχε διαδίκτυο, είχαμε όμως τη φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές στις τάξεις του κόμματος. Για την οποία ο ελεφάντης έγραφε ότι μπορεί να της βγήκε το όνομα, αλλά είχε πολιτικό χαρακτήρα κι αντανακλούσε τις διαφωνίες πάνω στην τακτική και τη στρατηγική του κόμματος. Οπότε μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτό το «χωρίς αρχές» αναφέρεται κυρίως στις ακρότητες και τον μη πολιτικό τρόπο με τον οποίο έγινε. Εντάξει ρε σύντροφοι να φραξιονίσουμε, αλλά να το κάνουμε τουλάχιστον με πολιτικές αρχές.
Ο ευρωκομμουνιστής ελεφάντης γράφει στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης για το μεσοπόλεμο, το κουκουέ και τη μεταφυσική επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. Μερικά αποσπάσματα του βιβλίου θα φανούν αρκετά οικεία στον σύγχρονο αναγνώστη.
{Το κουκουέ} είναι ένα κόμμα εργατικό, αλλά κυρίαρχη ιδεολογία του είναι ο εργατισμός (ουβριερισμός). Η μη επίτευξη του οργανικού δεσμού μαρξισμού κι εργατικής τάξης είναι ολοφάνερη. Το κκε καλύπτει το πρόβλημα με την καταστατική διάταξη που λέει ότι είναι «το κόμμα της εργατικής τάξης» (...) Ο εργατισμός θα γίνει το όχημα που κουβαλά τον πολιτικό κι οργανωτικό σεχταρισμό. Μες στην πολιτική του απομόνωση του κκε ανάγει σε ιστορική αναγκαιότητα τη στρατηγική της «δρώσας μειοψηφίας».
Ας δούμε κι άλλο ένα απόσπασμα: Ο οικονομισμός του κκε καθήλωνε την πολιτική κινητικότητα των μαζών στο αρχικό σημείο εκκίνησης. Το κκε δε μεταπλάθει αυτόν τον πρώτο, αυθόρμητο θα λέγαμε ριζοσπαστισμό σε πολιτική συνείδηση, σε σοσιαλιστική ιδεολογία. (...) Αν έλειπε το λάιτ-μοτίβ ότι όλα αυτά τα ωραία και καλά για τους εργαζόμενους δε μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς την κατάλυση του καπιταλιστικού συστήματος –αντίληψη άλλωστε μεταφυσική μια και δε θέτει συγκεκριμένα το πρόβλημα της πολιτικής πάλης- θα νόμιζε κανείς ότι ακούει τη γλώσσα του ακραιφνέστερου οικονομισμού.
Η ηγεσία του κκε στην πραγματικότητα δεν προβάλλει καμιά συγκεκριμένη στρατηγική. Η στρατηγική «τάξη εναντίον τάξης» δεν ήταν παρά ένας επαναστατικός πλατειασμός, μια αφηρημένη δεοντολογία που απέρρεε απ’ τη μεταφυσική της επανάστασης.
Αν έβλεπε κανείς τα παραπάνω αποσπάσματα, χωρίς να ξέρει πότε γράφτηκαν, θα μπορούσε να πάρει όρκο ότι προέρχονται από σύγχρονα άρθρα πολεμικής για το σημερινό κουκουέ. Από τον ελεφάντη εξάλλου –εάν δεν κάνω λάθος- έχει πάρει ο μπιτσάκης και την ανάλυση για το δίπολο σεχταρισμού-ρεφορμισμού, εντός του οποίου –λέει- κινείται ιστορικά το πολιτικό εκκρεμές του κουκουέ. Συνεπώς κάθε κίνηση του κόμματος βρίσκεται εκ των πραγμάτων εντός αυτού του φάσματος και είναι εκ των προτέρων αρνητικά στιγματισμένη. Μονά ζυγά δικά τους. Ποιος θα τολμήσει να αμφισβητήσει μια τόσο διαλεκτική ανάλυση;
Το κουκουέ φταίει γιατί επιστρέφει στην τρίτη περίοδο του φασισμού, αλλά φταίει και για τα λαϊκά μέτωπα που ήταν λέει ταξική προδοσία και συνεργασία με την αστική τάξη. Είναι και σταλινικό και ρεβιζιονιστικό –και σε κάθε περίπτωση προδοτικό, ενώ οι άλλες δυνάμεις διακρίνονται απλώς από αδυναμίες και αντιφάσεις. Παλεύει για τη λαϊκή εξουσία, που άλλοτε έμοιαζε θολή και ρεφορμιστική, ένα ψευδώνυμο του σοσιαλισμού για να μην τρομάζουν οι μικροαστοί σύμμαχοι, ενώ τώρα θεωρείται μαξιμαλιστική κι αριστερίστικη.
Φταίει ακόμα και για τη συντηρητική αναδίπλωση του σύριζα, γιατί δεν κατάφερε να τον μεταπείσει και τον άφησε έρμαιο στις πιέσεις των μμε και του συστήματος! Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζεται ως κάτι άβουλο, τελείως ρευστό, που αντανακλά απλώς τη διαπάλη τρίτων και δεν χρεώνεται με την ευθύνη των εντελώς συνειδητών της επιλογών. Ενώ το κουκουέ χρεώνεται δυσθεώρητα μεγέθη ευθύνης, που ξεπερνούν κατά πολύ το δικό του και φταίει περίπου για όλα. Κι όταν δε φταίει, βασικά φταίει που δε φταίει. Γιατί κάποιος πρέπει να φταίει.
Το βασικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να φαίνεσαι σοβαρός και διαλεκτικός. Και να διαλέγεις ένα δίπολο, όπως αυτό του μπιτσάκη. Από τη μία έτσι, από την άλλη γιουβέτσι, αλλά εσύ είσαι το διαλεκτικό κοκορέτσι, που τους υπερβαίνεις και βάζεις τέλος στο ψευτοδίλημμα. Από τη μία πλευρά πχ ο ευρωλιγούρης σύριζα με τις αντιφάσεις του (sic), από την άλλη το άθλιο κουκουέ, που έκανε, έρανε, κτλ. Και στη μέση ο εκάστοτε γράφων, που βγαίνει στον αφρό σαν παρθένα αφροδίτη, μαζί με τον χώρο του, ή τη συλλογικότητά του.
Κι έτσι μπορείς να κάνεις σοβαροφανείς τοποθετήσεις με τις πιο χοντροκομμένες αφαιρέσεις, που δίνουν ως εικόνα μια καρικατούρα, αντί για ανάλυση της πραγματικότητας. Μπορείς πχ να κάνεις μια σχετικά αντικειμενική προσέγγιση κάποιων θεωρητικών αναζητήσεων του κουκουέ, για να καταλήξεις στην κλασική σου ανάλυση για το παν-αριστερό μέτωπο, κατά βάση με το σύριζα.
Ή μπορείς να μηδενίζεις το κοντέρ χωρίς καμία ουσιαστική αυτοκριτική και να μιλάς φιλοσοφικά για το δίπολο αλήθειας-πλάνης, που πρέπει να αντικαταστήσει την ένταξη των πάντων στο δίπολο αλήθεια-προδοσία (όποιος δε συμφωνεί μαζί μας, προδίδει την υπόθεσή μας) λες και το σημαντικό είναι εάν ένας πολιτικός τυχοδιώκτης είναι ένοχος ή βλαξ και μπορεί να απαλλαχθεί λόγω βλακείας. Αλλά την ίδια στιγμή να είσαι αμείλικτος απέναντι στη γεροντική νόσο θνησκόντων μορφωμάτων που αποστατούν από την υπόθεση της επανάστασης και του κομμουνισμού!
Σε αυτή την υπαρξιακή αγωνία του ετεροπροσδιορισμού τους από αυτό που αντιλαμβάνονται ως κύριο εχθρό, πολλοί καταφέρνουν να περιχαρακωθούν επαρκώς κι οριστικά απ’ αυτούς που ξέχασαν να πεθάνουν, αλλά πέφτουν στην παγίδα των «ίσων αποστάσεων» (που μεροληπτούν ολοφάνερα) και κινδυνεύουν να τους καταπιεί άμεσα το άμορφο ποτάμι των επιγόνων του ευρωκομμουνισμού (όψιμων είτε ύστερων). Το μίσος τους για τους "ορθόδοξους", τους οδήγησε αργά αλλά σταθερά στην αγκαλιά των ευρωκομμουνιστών, που ήταν ανέκαθεν πιο διαλλακτικοί και γλυκούληδες, δηλ οπορτουνιστές. Κι όσοι πίστεψαν ότι σταδιακά θα άλλαζαν το πρώτο συνθετικό τους, της ευρωλαγνείας, έκλεισαν τα μάτια στη μετάλλαξη του δεύτερου, του κομμουνιστικού, και κινδυνεύουν να πάθουν κι αυτοί το ίδιο. Το βασικό πρόσωπο του δεξιού οπορτουνισμού σήμερα είναι ο πάλαι ποτέ αριστερός, που σπεύδει να καλύψει το κενό που άφησε η προελαύνουσα σοσιαλ-δημοκρατία.
Κι αν κάποιοι αρέσκονται στις απλοϊκές ιστορικές αναλογίες, μπορούμε εύκολα να τις συνεχίσουμε. Να βρούμε τους σύγχρονους μενσεβίκους, που παραπέμπουν την επανάσταση στη δευτέρα παρουσία –κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια. Τους σύγχρονους μπερνστάιν που λένε ότι το κίνημα είναι το παν, κι ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, ή τουλάχιστον δεν είναι άμεσος. Τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία που καλλιεργεί αυταπάτες, αλλά στην κρίσιμη καμπή μπορεί να βαδίσει στα χνάρια του έμπερτ και του νόσκε. Τους σύγχρονους μπρεζνιεφικούς, που ομνύουν στο απεμπλουτισμένο πρόγραμμα, αλλά βασικά στο ρεφορμισμό της χρυσής δεκαετίας με τις βάτες. Τους σύγχρονους σοσιαλσωβινιστές, που μιλάνε για πατριωτικά μέτωπα και θάβουν το ταξικό κριτήριο. Τους σύγχρονους τροτσκιστές, με τα μεταβατικά αιτήματα. Και πάει λέγοντας.
Και το κουκουέ δηλ τα κάνει όλα σωστά; Όχι, σε καμία περίπτωση. Αλλά έμεινε όρθιο στα πιο μαύρα χρόνια της αντεπανάστασης κι έκτοτε έχει βασικά σωστό μπούσουλα, κι ας στραβοπατάει πότε-πότε. Ψάχνει ψηλαφητά το δρόμο του μες στα βαθιά σκοτάδια, που μπορεί να είναι πριν την αυγή, ή το φασισμό της χρυσής αυγής. Κι αν καμιά φορά χάνει το μέτρο κι υπερβάλλει, θα το βρει στην πορεία και θα το διορθώσει. Μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Όλα τα υπόλοιπα μένουν ανοιχτά. Και χρήζουν πολύ σοβαρής κουβέντας, που σχεδόν πάντα υπονομεύεται από ανόητες σοβαροφανείς πολεμικές.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου