21 Ιουλ 2012

Τα τρία αδέλφια


Τα τρία αδέλφια






Παπαγεωργίου Βασίλης

Με το που μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί βομβάρδισαν τον Πειραιά κι ένα καράβι φορτωμένο πυρομαχικά τινάχτηκε στον αέρα - οι παλιοί ακόμα θυμούνται την ΕΚΡΗΞΗ - με αποτέλεσμα να φοβηθεί ο πληθυσμός γύρω από το λιμάνι και να ξεχυθεί στους δρόμους προς την Κοκκινιά και το Κουτσουκάρι, το σημερινό πασίγνωστο Κορυδαλλό, που τότε είχε λίγα σπίτια, πολλές αλάνες, ρέματα και αρκετή βλάστηση. Ενα τσούρμο κυνηγημένων από το φόβο των στούκας που σπέρνανε το θάνατο και την καταστροφή ήρθε και στη δική μας γειτονιά για περισσότερη ασφάλεια και βολεύτηκαν προσωρινά εδώ κι εκεί. Μια οικογένεια πενταμελής εγκαταστάθηκε σ' ένα αντικρινό υπόγειο που χρησιμοποιούνταν και ως καταφύγιο όταν οι στριγκλιές της σειρήνας προειδοποιούσαν τους κατοίκους να προφυλαχτούν. Μια άλλη οικογένεια που ξεσπιτώθηκε στο Χατζηκυριάκειο με πέντε παιδιά μεγαλύτερα από την παρέα μας στη γειτονιά, χαρισματικά και τα τρία αγόρια και τα κορίτσια, βάλθηκαν να λύσουν οριστικά το πρόβλημα της στέγης, στήνοντας αρχικά μια παράγκα στην άκρη ενός ρέματος κι εκεί φάνηκε η δύναμη και η επιδεξιότητα των καινούριων γειτόνων. Στην προσπάθειά τους αυτή, βοηθήθηκαν και από τους περιοίκους, που, κατά το πλείστον, ήταν άνθρωποι του γκασμά και του μυστριού με ροζιασμένες παλάμες και περίσσια ανθρωπιά.




Τα κορίτσια ήταν μεγαλύτερα στην ηλικία και από την πρώτη μέρα του πολέμου με τους Ιταλούς έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν στην πανεθνική προσπάθεια της αντίστασης στη φασιστική επιδρομή, καθώς και τους ηλικιωμένους και τα ορφανά. Οπου δυστυχία, κι αυτές παρούσες προσφέρανε το κατά δύναμη, σε μια εποχή που πλήθος ανθρώπων πέθανε από πείνα και κακουχίες πολλές.


Στη γειτονιά ήρθαν με δικό τους μεταφορικό μέσον με μια σακαράκα από τα πρώτα αυτοκίνητα που κυκλοφόρησαν, σκελετωμένο θαρρείς από την πολυκαιρία με λάστιχα στις ρόδες συμπαγή και ήταν αυτό που τους έβγαλε παλικάρια στο στήσιμο της παράγκας. Με αυτό το απαρχαιωμένο φορτηγό, έκαναν βόλτες στους άδειους χωματόδρομους και τα τρία αγόρια και οι πιτσιρικάδες σκαρφαλωμένοι πάνω του έβρισκαν της ψυχής τους τα αγαθά! Και δεν ήταν μόνο καλοί οδηγοί τα τρία αδέλφια, αλλά και αναβάτες στα άλογα του Ιππόδρομου...


Να μην τα πολυλογούμε, ό,τι και αν έκαναν ήταν ξεχωριστοί και δαχτυλοδειχτούμενοι, όπως και η δράση τους στην ΕΠΟΝ που είχαν να λένε όλοι για την ανδρεία τους και τον καλό τους χαρακτήρα.


Πέρασε καιρός δύσκολος, η Κατοχή αβάσταχτη, ο θάνατος χτυπούσε ομαδικά τη συνοικία, δεν υπήρχαν τρόφιμα, είδη καθαριότητας, φάρμακα, περίθαλψη και με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές ο κόσμος οργανώθηκε σε πλατιά έκταση στο ΕΑΜ και πολέμησε για ν' απαλλαγεί ο τόπος από τη χιτλερική βαρβαρότητα. Και στον αγωνιστικό τομέα οι νέοι συντοπίτες όχι απλά πρωτεύσανε, αλλά έγιναν ήρωες.


Πιο πάνω από τα σπίτια μας και πιο κάτω από τις φυλακές, που τότε δεν υπήρχαν παρά μόνο το «Ασυλο Αλητοπαίδων», που φαινόταν το κτίριό του απ' όλο το Λεκανοπέδιο, υπήρχαν οι στρατώνες όπου προπολεμικά εκπαιδεύονταν οι νεοσύλλεκτοι και οι Γερμανοί κατακτητές είχαν μετατρέψει σε πυριτιδαποθήκες. Κάποια ανοιξιάτικη μέρα, λοιπόν, του βάλανε φωτιά και όλη η περιοχή σε πεντακόσια περίπου μέτρα ολόγυρα γέμισε βλήματα παντός είδους πυρομαχικών, κάλυκες, χειροβομβίδες, οβίδες, τορπίλες και ό,τι άλλο σύνεργο του διαβόλου εφευρέθη από νοσηρούς εγκεφάλους για την ανθρώπινη καταστροφή. Δεν είναι υπερβολή ότι τα καπνίζοντα καυτά σιδερικά του θανάτου είχαν σκεπάσει τους κοντινούς δρόμους. Οι σοβάδες του σπιτιού μας είχαν πέσει και στην αυλή υπήρχαν τέσσερις χειροβομβίδες!


Το περίεργο είναι ότι δεν υπήρξαν θύματα κατά την έκρηξη, ενώ σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν αρκετοί που προσπαθούσαν να απογομώσουν τα πυρομαχικά από την εκρηκτική ύλη. Ενας απ' αυτούς ήταν ο Γιώργος, ένα από τα τρία νιόφερτα αγόρια που σύχναζε στην πυρπολημένη περιοχή του ξύλινου στρατοπέδου και διάλεγε ό,τι ήταν χρήσιμο στον αγώνα της οργάνωσης εναντίον των κατακτητών, ώσπου κάποια στιγμή μία έκρηξη τον κόλλησε νεκρό στο συρματόπλεγμα.


Τ' αδέλφια του αλησμόνητου για το θάρρος και τα κατορθώματά του Γιώργου, ο Γιαννάρας και ο Νίκος συνέχισαν απτόητοι τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους, που δεν τολμούσαν πια να ξεμυτίσουν στην ηρωική Κοκκινιά και το Κουτσουκάρι χωρίς βαρύ οπλισμό.


Στα παλικαρόπουλα της γειτονιάς που πριν τον πόλεμο παίζανε πετροπόλεμο χωρίς μίσος και πάθος με άλλα παιδιά, πλαισιωμένα πια μ' εκείνα που ήρθαν από την περιοχή του λιμανιού εξαιτίας των βομβαρδισμών, αποτέλεσαν ισχυρή ομάδα κρούσεως στις οδομαχίες με τους Γερμανοτσολιάδες. Γυρίζανε με το χωνί στους δρόμους και ενθαρρύνανε τον πληθυσμό, δίνοντάς του κουράγιο και μεταδίδοντάς του την ελπίδα της Λευτεριάς που είχε αρχίσει ήδη να ροδίζει στις ψυχές των καταταλαιπωρημένων ανθρώπων. Ακόμα γέμιζαν τους μαντρότοιχους με κόκκινα γράμματα και τα συνθήματά τους μιλούσαν για την απελευθέρωση του τόπου και το θεριό του χιτλερισμού που τελειώνουν τα ψωμιά του.


Τη μέρα του Μπλόκου, που θανατώθηκαν στη Μάντρα της Κοκκινιάς διακόσια περίπου άτομα και χιλιάδες στάλθηκαν όμηροι στη Γερμανία, πιάστηκα στο δρόμο το πρωί μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει και μαζί με άλλους βρεθήκαμε στο ύψωμα της Δεξαμενής κατηγορούμενοι ότι κάπου κρύβουμε όπλα. Αν δε μαρτυρήσετε θα σας σκοτώσουν, μας συμβούλεψε ένας ελληνόφωνος συνεργάτης των κατακτητών που μας έκανε αναγνώριση και ...δεν αστειευόταν. Ο επικεφαλής αξιωματικός των SS είχε βγάλει την απόφασή του «άλες καπούτ!» Εκτέλεση, δηλαδή! Προς τούτο, μας στήσανε στον τοίχο της δεξαμενής, όπως και το μυδράλιο λίγα μέτρα πιο εκεί μπροστά μας και τον χειριστή έτοιμο να εκτελέσει το παράγγελμα πυρ! Με τη μεσολάβηση, όμως, ανώτατου Ελληνα αξιωματικού, πιθανόν του Πλιντζανόπουλου, η εκτέλεση ματαιώθηκε και αντ' αυτής οδηγηθήκαμε στο Μπλόκο για ό,τι επακολούθησε. Εκεί, τοποθετηθήκαμε οκλαδόν κατά ηλικίες και με διαδρόμους ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος της πλατείας οι καταδότες διευκολύνονταν ...στο αντεθνικό και αδελφοκτόνο «έργο τους».


Στη δική μου πεντάδα ήταν ο Βαγγέλης, του γυαλοπώλη ο γιος, ο Μικές, που όταν τον υπέδειξε ο προδότης, έλεγε παρακαλετά: - Εμένα Βασίλη; Και οι δυο σκοτώθηκαν, ο Γιαννάρας πλάι τους τη γλίτωσε φτηνά! Και ήρθαν τα σαρανταήμερα των θυμάτων και η οργάνωση αποφάσισε να τιμηθεί η μνήμη τους στο ίδιο σημείο της σφαγής, όταν ο Γιαννάρας μαζί μ' έναν ακόμα συναγωνιστή, τον Νικηταρά, χτύπησαν την πόρτα μας και ζήτησαν να τους ακολουθήσω στο μνημόσυνο των πεσόντων, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και τα γειτονόπουλα.


Τους ακολούθησα και την ώρα που το πλήθος που πλημμύρισε την πλατεία Οσίας Ξένης σιγοτραγουδούσε το «Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς στον τίμιο αγώνα», ένα πολυβόλο από το ύψωμα του Καραβά άρχισε να «κακαρίζει» και οι σφαίρες του να θερίζουν το συγκεντρωμένο λαό. Αρκετοί ήταν οι νεκροί της άνανδρης επίθεσης, ανάμεσα στους οποίους και ο Γιαννάρας ο παραγκάς. Αυτό ήταν το παρατσούκλι των παιδιών αυτών, επειδή ζούσαν στην παράγκα που έστησαν μάνι μάνι, όταν η έκρηξη στον Πειραιά ανάγκασε την οικογένεια ...να πάρει τα βουνά! Το τρίτο παλικάρι, ο Νίκος, αξιώθηκε να χαρεί το γλυκοχάραμα της Λευτεριάς, αλλά αργότερα κατηγορήθηκε ...για προδοσία και ...στάλθηκε για αναμόρφωση στο Μακρονήσι!


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ


    


Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ




Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.




Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.


Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευμ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ