Προσηλυτισμοί
Ο τόπος απόκτησε νέο αρχηγό. Δηλαδή όχι και νέο - νέο, από ηλικία τα 'χει τα χρονάκια του. Ας τον πούμε καινούριο. Εδιωξε όλους τους άλλους κι έκατσε στον πρωθυπουργικό θώκο αυτός. Κοντός, παχουλός, με τα γυαλάκια του και καπελωμένος μ' ένα μπορσαλίνο. Τον λένε πρώτο εργάτη, πρώτο αγρότη. Και γιατί να μην είναι και πρώτος αθλητής πρώτος τραγουδιστής, πρώτος χορευτής; Τώρα ένα τραγούδι ακούγεται απ' τα ραδιόφωνα, απ' τα μεγάφωνα:
Γιατί χαίρεται ο κόσμος
και χαμογελά, πατέρα...
Ο πατέρας του Φώντα κουνάει με δυσπιστία το κεφάλι του, κι η μητέρα σε λίγο καιρό θα πει:
Το Μετάξι, το Μετάξι,
πήγε το ψωμί δεκάξι...
Αφού είναι και πρώτος ράφτης, έκοψε κι έραψε φορεσιές για τη νεολαία: μπλε πουκάμισο και παντελόνι με άσπρες γκέτες για τους νέους, μπλε φούστα - μπλούζα για τα κορίτσια, άσπρη ζώνη, άσπρη γραβάτα και δίκοχο με εθνόσημο από ντενεκεδάκι και για τους δύο. Βρήκε τρόπους και τα φόρεσε σε πολλά παιδιά.
Ο Φώντας ήτανε στη Σχολή Καλών Τεχνών τότε που άρχισε ο πόλεμος στην Αλβανία. Και να σου ένα πρωινό κάποιοι τύποι απ' αυτή την οργάνωση να εισβάλλουν στη Σχολή κι αρχίζουν να ρωτάνε ποιος παίζει φυσαρμόνικα. Θα γίνει, λένε, μια ορχήστρα, όλο φυσαρμόνικες, να ψυχαγωγεί τους τραυματίες στα νοσοκομεία. Του Φώντα σαν να του καλάρεσε η πρόταση, γιατί είχε αρχίσει κιόλας να μαθαίνει και προχωρούσε καλά. Θα παίζω, σου λέει, σε ορχήστρα, θα μάθω, καινούρια κομμάτια, Θ' ανέβω μουσικά. Του άρεσε ο ήχος της φυσαρμόνικας, είναι ωραίο, λέει, να 'χεις έτσι πρόχειρη λίγη μουσική στην τσέπη σου... Πέρασε από οντισιόν και τον πήρανε. Μαζεύτηκαν κι άλλα παιδιά απ' τις ανώτατες σχολές κι ένας «μαέστρος» τους μοίρασε φυσαρμόνικες: άλλες για πρώτη και δεύτερη φωνή, άλλες για τρίτη, κάτι μπασαδούρες για ακομπανιαμέντο, κι άρχισαν οι πρόβες.
Ο Ζάχος από μικρός ήτανε παιδί θεοσεβούμενο... Η μητέρα, βέβαια, τραβολογούσε όλα τα παιδιά στην εκκλησία, προσκυνούσανε όλες τις εικόνες στη σειρά, φιλούσανε του παπά το χέρι και στους μακρόσυρτους ψαλμούς χασμουριόντουσαν. Ο Ζάχος επιπλέον πήγαινε και στο κατηχητικό, μάθαινε θρησκευτικούς ύμνους κι έφερνε στο σπίτι εικονίτσες και βιβλιαράκια με βίους αγίων. Και μια μέρα κανένας δεν παραξενεύτηκε όταν είπε: «Εγώ, άμα μεγαλώσω, θα γίνω παπάς». Η μητέρα το χάρηκε: «Εντάξει, θα εξασφαλιστεί το παιδί. Ξέρετε τι είναι, βρέξει - χιονίσει το μηνιάτικο να τρέχει; χώρια ευχέλαια, αγιασμοί, γάμοι, κηδείες! Ασε που σώνει και την ψυχή του...». Του πατέρα δεν του άρεσε - δεν είναι και σίγουρος αν όλοι οι παπάδες πάνε στον Παράδεισο - αλλά αυτός δεν ακούγεται και τόσο. Κι ο Ζάχος φαντάζεται τον εαυτό του παπά και αρχιμανδρίτη και γιατί όχι και δεσπότη. Για την ώρα πάει στο γυμνάσιο και ζει με το όνειρο της παπαδοσύνης: βλέπει τον εαυτό του στη Ριζάρειο με όλα τα επακόλουθα, χειροτονία και λοιπά. Ωσπου ένας συμμαθητής του τον παίρνει παράμερα.
- Ξέρεις, Ζάχο, είναι ένας ιεροκήρυκας, θεολόγος δηλαδή, πολύ μορφωμένος και ρήτορας σπουδαίος, τι να σου πω... Κάνει τ' απογεύματα κάτι κηρύγματα που τρέχουνε απ' όλη την Αθήνα και τον ακούνε!
- Ιεχωβάς είναι;
- Οχι, ορθόδοξος και εξηγεί τα πάντα. Να ξέρουμε δηλαδή τι πιστεύουμε...
Και τον παίρνει και πάνε παρέα.
Η πρώτη συναυλία έγινε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Οι τραυματίες όταν είδαν μερικά παλικάρια με φυσαρμόνικες δεν περίμεναν και πολλά, κι απ' τα λίγα, μα καλο-παιγμένα που άκουσαν, ευχαριστήθηκαν. Ο Φώντας, μαζί με τους άλλους, μοιράστηκε τα πρώτα χειροκροτήματα κι ένιωσε πως πάτησε κιόλας το πρώτο σκαλοπάτι της μουσικής. Πήρε θερμές ευχαριστίες από ανθρώπους πεταμένους στα κρεβάτια. Κι ίσως και ξεχασμένους. Υστερα απ' αυτό, ένα στέλεχος τους λέει:
- Κοιτάξτε όμως, δεν μπορεί να παίζετε στην ορχήστρα χωρίς να είστε και μέλη της Οργάνωσης... Αυτό δεν το περίμεναν.
- Κι εκεί τι θα κάνουμε;
- Α, τίποτα. Μια φορά το μήνα θα φυλάτε «αξιωματικοί υπηρεσίας» στα γραφεία, θα κάνουμε κάποια παρέλαση στις Εθνικές γιορτές, αυτά...
- Τι θα γίνει τώρα, ρε παιδιά;
- Δε βαριέστε, αυτοί τη δουλιά τους, κι εμείς τη δική μας. Στο κάτω - κάτω στις παρελάσεις την κάνουμε κοπάνα...
Πολιτική ωριμότητα δεν υπάρχει, η ορχηστρούλα τους έχει ξελογιάσει, κι όλοι σχεδόν δέχονται. Μαζί κι Φώντας.
Στο κήρυγμά του ο ρήτορας είναι συναρπαστικός. Οταν κοιτάζει τους ακροατές, τα μάτια του πετούν αστραπές. Αμα τα στρέφει στα ουράνια - κάτι που γίνεται πολύ συχνά - μοιάζει με τον Χριστό του Ραφαήλου, αυτόν με το ακάνθινο στεφάνι που είχανε κάποτε τα δικαστήρια. Στην αμαρτία είναι πολύ αυστηρός, δύσκολα τη συγχωρεί κι αφήνει την εντύπωση ότι ο ίδιος είναι αναμάρτητος. Ο Ζάχος συνταράχτηκε όταν τους μίλησε για το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας:
- Αυτό που μεταλαμβάνομεν δεν είναι πλέον άρτος και οίνος, αλλά αυτό τούτο το σώμα και το αίμα του Κυρίου...
- Μα εμείς βλέπουμε ψωμί και κρασί, είπε κάποιος.
- Δεν έχει σημασίαν το τι βλέπετε. Εχει γίνει μετουσίωσις! Και είναι φοβερόν το μυστήριον τούτο, διότι τον Ιησούν Χριστόν βάζομεν μέσα μας! Αυτό πρεσβεύει η Ορθοδοξία...
Ετσι ο Ζάχος ένιωσε την αξία της μάθησης. Ως τώρα νόμιζε ότι συμβολικά κοινωνούσε το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Και τώρα...
Τώρα πρέπει να καταλάβει ότι ο Ιησούς Χριστός τρώγεται.
Οταν ήρθε η σειρά του Φώντα να κάτσει «αξιωματικός υπηρεσίας», δε βρήκε καμιά πρόφαση να τ' αποφύγει που να 'ναι πιστευτή. Τώρα το πρόβλημα είναι πώς θα περάσουν τέσσερις ώρες γεμάτες βαρεμάρα. Βρίσκονται κει μερικά φυλλάδια, μα όλα λένε για τα έργα του κυβερνήτη. Είναι και η διακόσμηση στους τοίχους: Απέναντι φιγουράρει διπλός πέλεκυς από χαρτόνι χρυσωμένο ανάμεσα σε βεργούλες, έργο χειροτεχνίας, σίγουρα, κάποιου φαλαγγίτη. Δεξιά, κάδρο κορονάτο με φωτογραφία του βασιλιά και απέναντί του, με όλον τον τοίχο δικό του, ένας πελώριος εθνικός κυβερνήτης. Του ήρθε κάτι σαν αναγούλα. Βγαίνει για λίγο στο μπαλκόνι να πάρει αέρα, να χαζέψει και την κίνηση στην Ακαδημίας. Ποια κίνηση. Ενα τραμ ανεβαίνει νωχελικά απ' την Κάνιγγος, κι απέναντι, στην Ιόνιο Σχολή - είναι τρεις περασμένες - τέλειωσε το φοιτητικό συσσίτιο, τώρα θα πλένουνε χύτρες και λαμαρίνες. Ασυναίσθητα σφυρίζει κάτι. Ακριβώς αυτή τη στιγμή τον αρπάζει ο εφοδεύων απ' το μπράτσο.
- Συναγωνιστή Φώντα, είμαι υποχρεωμένος να σε αναφέρω. Πρώτον, δεν είσαι στη θέση σου και δεύτερον, σφυρίζεις την Τρίτη Διεθνή!
- Για μια στιγμή βγήκα, κύριε, και την Τρίτη Διεθνή δεν την ξέρω.
- Αφού σε άκουσα με τ' αυτιά μου! Και δε λένε κύριε, αλλά συναγωνιστή!
- Δεν την ξέρω σας λέω, δεν την άκουσα ποτέ μου.
- Κι αυτό που σφύριζες τι ήταν;
- Κάτι που μου 'ρθε εκείνη τη στιγμή.
- Καλάαα...
Στο βάθος - βάθος ο Φώντας δεν είναι και πολύ βέβαιος, μπορεί και να τη σφύριζε.
Ο Ζάχος άρχισε να κάνει απουσίες στη σύναξη των ευσεβών. Δυο μάτια μαύρα τον απασχολούν τώρα περισσότερο. Χαλάρωσε και την παρέα και με τον φίλο του. Ωσπου, ένα βράδυ, αυτός τον πλευρίζει:
- Ζάχο, γιατί χάθηκες; Ο πάτερ Τιμόθεος με ρωτούσε για σένα.
- Να σου πω την αλήθεια, δεν τον μπορώ. Ολο και μας φοβερίζει με το πυρ το εξώτερο. Εγώ τώρα έχω κορίτσι. Δε νιώθω πως κάνω κάτι κακό. Ξέρω πως αυτό δεν το εγκρίνει. Δεν υπάρχει έλεος εκεί πάνω; Εγώ λέω πως υπάρχει.
- Ναι, όταν μετανοήσουμε, ειλικρινά όμως.
- Και για τους αδύναμους; που στο κάτω - κάτω ο θεός τους έκανε έτσι;
Ο άλλος τον κοιτάζει στα μάτια, μαζεύει επιχειρήματα.
- Ο Κύριος μας έδωσε μυαλό και συνείδηση, ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του. Για να κερδίσουμε την αιώνια ζωή, ας κάνουμε και κάποια προσπάθεια. Να στερηθούμε κάτι. Τα υλικά αγαθά και οι ηδονές μας παρασύρουν, φθείρεται η ψυχή μας! Δε λέω να γίνουμε καλόγεροι, κάθε άλλο. Να γίνουμε όμως κήρυκες του Ευαγγελίου, ευσεβείς και ελεήμονες... Πολλοί κάνουν τάματα, δωρεές στην Εκκλησία, νηστείες αυστηρές! Και να σου πω και κάτι που άκουσα τελευταία: υπάρχουν ευσεβείς που πίνουν νερό από άγια λείψανα...
- Τι νερό, είπες;
- Ακου, τα άγια λείψανα, κάρες και άλλα, τα ξεπλένουν πότε - πότε με αγιασμό. Αυτό το νερό δεν πρέπει να χυθεί. Και το πίνουν όσοι αισθάνονται μεγάλη ευσέβεια.
- Εγώ τέτοιο νερό δε θα πιω ποτέ!
- Μην είσαι απόλυτος. Εγώ θα το 'πινα αν το 'βρισκα.
«Να κερδίσουμε την αιώνια ζωή, αυτό είναι το συμφέρον μας», λέει ο πάτερ Τιμόθεος. Και συ αμαρτάνεις αν ψάχνεις τις δούλες του Κυρίου. Το συμφέρον σου είναι... «Το συμφέρον σου... το συμφέρον σου...» Ασχημη φάνηκε στον Ζάχο αυτή η λέξη. Σίγουρα εννοούσε το συμφέρον της ψυχής, την αιώνια ζωή, ο ιεροκήρυκας. Αλλά και πάλι συμφέρον είναι. Ο Ζάχος πάει και βρίσκει τη μητέρα του: Ξέρεις, μάνα, εγώ στη Ριζάρειο δεν πρόκειται να πάω...
Οι συναυλίες συνεχίζονται στα νοσοκομεία κι είναι πάντα καλοδεχούμενες απ' τους τραυματίες.
Αυτές τις μέρες παίζεται σ' έναν κινηματογράφο μια ταινία ρωσική. Τι ρωσική, σοβιετική δηλαδή. Η εντολή απ' την Οργάνωση είναι μην πάει κανένας, να σαμποταριστεί η ταινία. Είναι σκέτη προπαγάνδα, λένε. Ελα όμως που στη Σχολή διαδόθηκε πως είναι πολύ καλή, και ξεκινάνε να τη δούνε πολλά παιδιά, ένα τσούρμο. Πάει μαζί κι ο Φώντας, προσέχει μόνο, καθώς μπαίνει, μην τον πάρει κανένα μάτι.
Το έργο ήτανε, όπως το λέγανε, πολύ καλό. Θα τη θυμάται τη σκηνή που, σ' ένα στάδιο γεμάτο κόσμο, ένα μαύρο μωράκι περνά από αγκαλιά σε αγκαλιά, όλοι του κάνουνε χαρές, του λένε τραγούδια.
Στην αίθουσα βλέπει κι άλλο παιδί απ' την Οργάνωση... «Να ακόμα ένας που παράκουσε», λέει μέσα του. Τον Φώντα τον καλέσανε πάλι σε απολογία.
- Πήγες κι είδες το σοβιετικό έργο, και μην το αρνηθείς. Σε είδε ένας συναγωνιστής.
- Κι αυτός πώς πήγε;
- Αυτόν τον έστειλα εγώ, να μου αναφέρει τους παραβάτες, κι ήσουνα ο μόνος. Δεν έκανα λάθος λοιπόν που σε άκουσα να σφυρίζεις την Τρίτη Διεθνή! Ο Φώντας πάει και βρίσκει τον μαέστρο:
- Ξέρετε, θέλω να σας επιστρέψω αυτή τη φυσαρμόνικα...
Του
Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου