ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Πολιτικές κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του κεφαλαίου
Οι γυναίκες αποτελούν το 40% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, συνιστούν το 44% της μισθωτής εργασίας. Υπερβαίνουν τους άντρες επίσης στην «ευάλωτη» απασχόληση (ελαστικές μορφές εργασίας), η οποία αυξάνεται με ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εργαζομένων που βρίσκονται σε τέτοια θέση εργασίας υπολογίζεται ότι έφτασε το 2009 τα 1,53 δισ., σημειώνοντας μια αύξηση μεγαλύτερη των 146 εκατομμυρίων σε μια δεκαετία. Στις λεγόμενες «ανεπτυγμένες» οικονομίες, η μερική απασχόληση που επιβάλλεται στον εργαζόμενο ή την εργαζόμενη χωρίς τη θέλησή τους έχει αυξηθεί κατά 2/3, ενώ η προσωρινή απασχόληση έχει υπερδιπλασιαστεί. Στα 2/3 των αναπτυσσόμενων χωρών όπου υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό της ανεπίσημης εργασίας φτάνει στο 40%. Σχετικά με τους τομείς στους οποίους εργάζονται, οι γυναίκες κυριαρχούν στις υπηρεσίες, όπου συγκεντρώνεται το 47% του συνόλου των εργαζόμενων γυναικών σε σύγκριση με το 41% των αντρών. Επίσης, αποτελούν μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων στη γεωργία (38% έναντι 33%) και αντιπροσωπεύονται πολύ λιγότερο στη βιομηχανία, όπου συγκεντρώνεται το 16% των γυναικών έναντι του 26% των αντρών.
Η κατάσταση, λοιπόν, περιγράφεται ως εξής: Οι γυναίκες αποτελούν το μισό πληθυσμό και το 40% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού. Στις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν στην εργασία συμπεριλαμβάνονται η μεγαλύτερη ανεργία σε σύγκριση με τους άντρες εργαζόμενους, η απασχόληση μεγάλου ποσοστού σε «ανεπίσημη» εργασία, σε δουλειές δηλαδή που δεν εξασφαλίζουν καμία προστασία, αλλά και το γεγονός ότι στις επίσημες θέσεις εργασίας δουλεύουν σε μεγαλύτερο ποσοστό με μερική απασχόληση. Επίσης, ξοδεύουν περισσότερο χρόνο σε σύγκριση με τους άντρες σε οικιακές εργασίες και αμείβονται χαμηλότερα από τους συναδέλφους τους του αντίθετου φύλου.
Στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας
Η προσέγγιση της κατάστασης των γυναικών και η κατεύθυνση των προτάσεων για τη λύση των προβλημάτων από τον ΟΗΕ και την ILO υπαγορεύονται από τις επιδιώξεις του κεφαλαίου για αύξηση της μισθωτής εργασίας και επομένως του κέρδους που προκύπτει από την εκμετάλλευσή τους. Η «ισότητα των φύλων» και η «οικονομική ενδυνάμωση» των γυναικών αντιμετωπίζονται πρώτα απ' όλα ως οικονομικό ζήτημα και η «επένδυση» σε αυτά στόχο έχει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της κάθε οικονομίας. Μάλιστα, για τα προσδοκώμενα από την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης αποτελέσματα γίνονται και συγκεκριμένοι υπολογισμοί. Σύμφωνα με αυτούς, η αύξηση της μισθωτής εργασίας των γυναικών στο ίδιο επίπεδο με αυτή των ανδρών θα σηματοδοτούσε αύξηση του ΑΕΠ κατά 9% στις ΗΠΑ, κατά 13% στην Ευρωζώνη και κατά 16% στην Ιαπωνία. Στην κατεύθυνση αυτή και με το ίδιο σκεπτικό άλλωστε, η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο στα πλαίσια της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» την αύξηση της απασχόλησης για τις γυναίκες και τους άντρες από 20 έως 64 ετών στο 75% μέχρι το 2020 από το 62,1% στο οποίο υπολογιζόταν το 2010.
Μέτρα και προτάσεις στον αντίποδα των σύγχρονων αναγκών
Οι «στρατηγικές ανάπτυξης», οι πολιτικές και τα προγράμματα για την αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, που προτείνουν ΟΗΕ και ILO, καθόλου δεν ξεφεύγουν από το δρόμο της αξιοποίησης της γυναικείας εργατικής δύναμης ως πιο φθηνής και ευέλικτης. Τα όποια παραδείγματα συγκεκριμένων μέτρων αναφέρονται κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Ανάμεσα σε αυτά επαναλαμβάνεται, για παράδειγμα, η ανάγκη προώθησης μιας «κουλτούρας ισότητας και μοιρασμένων ευθυνών» ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, ίσης συμμετοχής στη φροντίδα των παιδιών και της οικογένειας. Το πόσο προσχηματική και τελικά αντιλαϊκή είναι η επίκληση της ίσης συμμετοχής των γονιών στην ανατροφή του παιδιού φαίνεται και από το εξής: Ενώ ως θετικό παράδειγμα πολιτικής αναφέρεται το μέτρο που έχουν υιοθετήσει ορισμένες χώρες, μετατρέποντας ένα μέρος της γονικής άδειας σε χρόνο που αναλογεί στον πατέρα και πρέπει να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά από αυτόν, δεν υπάρχει το ίδιο ενδιαφέρον για το γεγονός ότι ο γονιός, ανεξαρτήτως φύλου, κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής αποζημιώνεται με ένα ποσοστό και όχι με το σύνολο του μισθού του.
Καμία αναφορά δε γίνεται επίσης στην ανάγκη για δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας και Πρόνοιας, που θα έπρεπε να παρέχονται με την ευθύνη του κράτους, ενώ ο συνδυασμός των οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων θεωρείται υπόθεση του ζευγαριού και κυρίως της γυναίκας. Ακόμα και όταν γίνεται λόγος για την ανάγκη υπηρεσιών για τις εργαζόμενες μητέρες και τα παιδιά τους, τα παραδείγματα που επικαλούνται δεν αφήνουν περιθώρια για παρανοήσεις: Στο κείμενο αναφέρεται το πρόγραμμα που υλοποιήθηκε στο Μεξικό στα πλαίσια του οποίου δημιουργήθηκαν 10.000 «κέντρα ημερήσιας φροντίδας». Σε αυτά εντάχθηκαν 300.000 παιδιά φτωχών οικογενειών των οποίων οι μητέρες εργάζονταν ή αναζητούσαν εργασία. Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε με την παροχή χρηματοδότησης σε ιδιώτες και ΜΚΟ προκειμένου να λειτουργήσουν αυτά τα «κέντρα», με τη συμμετοχή και των μητέρων στο κόστος λειτουργίας τους μέσα από την πληρωμή τροφείων. Ως σημαντικό αξιολογείται το γεγονός ότι το πρόγραμμα δημιούργησε περίπου 45.000 θέσεις εργασίας σε αυτές τις υπηρεσίες, στις οποίες εργάστηκαν κατά πλειοψηφία γυναίκες. Καμία πληροφορία δε δίνεται για τα εργασιακά δικαιώματα και τους μισθούς των γυναικών αυτών, όπως δε γίνεται λόγος για την ποιότητα των υπηρεσιών, την επάρκεια και την καταλληλότητα των υποδομών και του προσωπικού, το πρόγραμμα και το περιεχόμενο της προσχολικής αγωγής.
Η ενίσχυση της απασχόλησης των γυναικών σε όλο τον κόσμο γίνεται με τον τρόπο που επιτάσσουν οι ανάγκες του κεφαλαίου: Οι γυναίκες εντάσσονται στη μισθωτή εργασία με τις μορφές απασχόλησης που εντείνουν την εκμετάλλευση και εξασφαλίζουν στο κεφάλαιο μεγαλύτερα κέρδη, ο συνδυασμός της μητρότητας με την εργασία παραμένει ατομική και οικογενειακή υπόθεση, ενώ οι κοινωνικές υπηρεσίες εμπορευματοποιούνται, παραδίδονται στα χέρια ιδιωτικών επιχειρήσεων και γίνονται συνεχώς ακριβότερες για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου