Ο Εμιγκρές
Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ |
- Εμπορική πράξη είναι, τι θαρρείς; έλεγε στη γυναίκα του κάθε φορά που κουβέντιαζαν μαζί πολιτικά ο μαστρο - Κώστας και υπήρχε και σε αυτό το σημείο αρμονία στις σχέσεις τους. Με εκείνον που δε συμφωνούσε σε τίποτα ήταν ο «εμιγκρές» Σέργιος, αρκετά μεγαλύτερός του και χοντροκέφαλος (κυριολεκτικά και μεταφορικά), που βρέθηκε εδώ, γιατί δεν του άρεσε να ζήσει στη Σοβιετική Ενωση και μη βρίσκοντας αλλού δουλιά τον πήρε μαζί του βοηθό να κουβαλάει πέτρες, επειδή μόνο για χαμαλοδουλιά ήταν ικανός. Ούτε να χωρίσει δυο γαϊδάρων άχυρα μπορούσε...
Γολγοθάς η ανηφόρα του λατομείου, που φάνταζε ανοιχτή πληγή ανάμεσα στη δασωμένη έκταση, με κάποιες πέτρες να στραφταλίζουν στον ήλιο όπως οι τσακμακόπετρες των καπνιστών για... ν' ανάψουν λες το χειροποίητο τσιγάρο και να ισιώσουν για λίγο τη μέση τους. Τώρα πια συνταξιούχος από καιρό, ψάχνει από μακριά με τη βοήθεια των γυαλιών του να δει στην αντικριστή βουνοπλαγιά, όμως η ματιά σταματά πάνω στους τσιμεντένιους τοίχους, το γκρίζο εξαφάνισε το πράσινο και προχωρεί ακάθεκτο στην κορυφογραμμή. Χάθηκαν και τα ρέματα που μάζευαν τα βροχόνερα από τη βουνοπλαγιά και τα κατέβαζαν στο Φάληρο. Εγιναν κι αυτά οικόπεδα και η πλατεία πνίγεται... σε μια κουταλιά νερό!
Με τον «εμιγκρέ», έτσι φώναζαν οι γείτονες τον μισοβλαμμένο αλλοδαπό Σέργιο, για να του δώσουν κάτι φαγώσιμο, γιατί δεν είχε απολύτως τίποτα, σ' ένα καλύβι μαζί με ποντίκια κοιμόταν, τους χώριζε άβυσσος. Ο άπορος πάντα υπέρ του κεφαλαίου, ετούτος σοσιαλιστής από τα γεννοφάσκια του, έδινε και στα μερμήγκια να φάνε. Του τα 'ψελνε κάθε φορά που ερχόταν με απλωμένο χέρι, μα ο χοντρομπαλάς ξένος είχε την ικανότητα πλανόδιου μάγου: από το ένα αυτί να τα βάζει και να τα βγάζει από το άλλο! Δε φτάνει που τον τάιζαν ήθελε και το κρασάκι του και ό,τι χρήματα πέφτανε στα χέρια του από εκείνους, που τον λυπόνταν, τα διέθετε στο ποτό γι' αυτό στο κατάλυμά του μόνο κονσερβοκούτια, μπουκάλια και βρωμιές υπήρχαν...
Οταν δούλευε στο νταμάρι στη λατρεία του Βάκχου διέθετε ολόκληρο το μεροκάματό του και δεν κρατούσε διόλου «πισινή» για τα στερνά. Ρέμπελος και αδιάφορος για όλα, εκτός, από την παθιασμένη δίψα του για ποτό και αντικομμουνιστής με ...πατέντα! Αυτό το δεύτερο «κουσούρι» του, που δεν μπορούσε να το εξηγήσει ούτε ο ίδιος, πώς είναι δυνατόν ένας προλετάριος όπως αυτός που δεν έχει τίποτα ιδιόκτητο να υποστηρίζει με τέτοιο φανατισμό τους μεγαλοϊδιοκτήτες; Κουνούσε το κεφάλι του κι έλεγε: «Δε θέλω τους μπολσεβίκους προτιμούσα τους τσάρους». Τότε ήταν που ο συνάδελφός του ο Κώστας προσπαθούσε, επιστρατεύοντας όλες τις γνώσεις του και την πειθώ να του δώσει να καταλάβει ότι άλλα είναι τα συμφέροντα των εργαζομένων από εκείνα των αφεντικών, μα εκείνος ζούσε με το όνειρο της σούρας, για την επαναφορά των τσάρων και την επανατοποθέτησή του στους σταύλους με τ' άλογα, ως ιπποκόμος!
Αν ζούσε, θα χαιρόταν με την πτώση της σοβιετικής εξουσίας και ας πρόσθεσε τούτο το συμβάν μεγάλα προβλήματα στην οικουμένη. Ηλιος και βροχή, μια ανοίγει το πορτάκι του ουρανού και, καταρράκτης οι ηλιαχτίδες λούζουν την τσιμεντούπολη νοστιμίζοντάς την πρόσκαιρα, άλλοτε σκοτεινιάζει, το βλοσυρό άλλωστε πρόσωπό της, και, ο μαστρο - Κώστας υπέργηρος πια, κι ανήμπορος να προσφέρει στο κόμμα που υπηρέτησε πεισματικά δεκαετίες ολόκληρες άλλες υπηρεσίες, όταν δεν κρατά στο χέρι τον πιστό του σύντροφο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, κάθεται κοντά στο παράθυρο και παρακολουθεί πίσω από το τζάμι το κρυφτούλι του λαμπερού ήλιου με το σκοτεινό σύννεφο και συλλογιέται βαθυστόχαστα το πώς η ανθρωπότητα θα βρει διέξοδο από το λαβύρινθο που την οδήγησε ο Μινώταυρος του καπιταλισμού;
- Ελα ώρα για το καφεδάκι μας, διακόπτει τους συλλογισμούς του η άξια συμπαραστάτης του στις φυλακές και τις εξορίες μα και στους κοινωνικούς αγώνες. Και οι δυο μαζί ρουφώντας γουλιά γουλιά το τονωτικό μαυροζούμι, συζητούν για τούτο και για κείνο και όπως το συνηθίζουν περισσότερο χρόνο διαθέτουν, συγκρίνοντας το ΤΟΤΕ, με το ΤΩΡΑ. Το τότε, όπως είναι φυσικό στους ηλικιωμένους, κερδίζει στην αναμέτρηση αυτή των εποχών, επειδή, σε αυτό συσσωρεύονται τα περισσότερα και σημαντικότερα βιώματα της ζωής, προπάντων η γλυκιά νιότη, έστω και αν η ψαλίδα των άγριων συνθηκών τής έκοβε τα φτερά. Καθημερινά σχεδόν στην κουβέντα τους φέρνουν και τον αγαθιάρη το Σέργιο που τάιζε η γειτονιά φιλάνθρωπα κι αυτός ζούσε με το όνειρο επαναφοράς των τσάρων στη Ρωσία για ...να πάει να τους καλωσορίσει! Με αυτό το μυαλό κοιμόνταν ο φουκαράς. Μετά τη... μακροχρόνια περιοδεία τους στα περασμένα, με τα χαρακωμένα πρόσωπα και μισομαδημένα κεφάλια, αλλά με λαμπερή ματιά που βλέπει μακριά και στοχεύει σε ένα ανθρωπινότερο μέλλον, το ηλικιωμένο αντρόγυνο, όταν ο καιρός το επιτρέπει, στηρίζοντας ο ένας τον άλλο, όπως σε όλη τους τη ζωή, βγαίνουν περίπατο ως την κοντινή πλατεία, που γεμίζει κυριολεκτικά από παιδιά και γέρους φέρνοντας στο νου τις δυο άκρες της ζωής: αρχή και τέλος. Οι άλλοι γέροντες στριμώχνονται στο παγκάκι, για να χωρέσουν κι αυτοί και όλοι περιμένουν, με ανάλογες ερωτήσεις, ν' ακούσουν τις απόψεις του μπάρμπα - Κώστα, που βρίσκουν πάντοτε καλά ζυγισμένα και προφητικά κατά γενική ομολογία.
- Πόσο χρήσιμο θα ήταν στους βουλευτές να περιοδεύουν στις πλατείες όχι μόνο σε περίοδο εκλογών και ν' αφουγκράζονται τους λαϊκούς ομιλητές, πέταξε κάποιος από το ακροατήριο για να πάρει την απάντηση από πολλά χείλη μαζί:
- Εμένα μου λες; Ολοι γέλασαν και ο ήλιος από ψηλά τους... έκλεισε το μάτι!
Βαγγέλης ΜΗΝΙΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου