31 Ιουλ 2013

Ινδουϊστές, Βουδιστές και η Αυτοκρατορία των Γκούπτα

 Ινδουϊστές, Βουδιστές και η Αυτοκρατορία των Γκούπτα




Η γεωργία αναπτύχθηκε κάνοντας χρήση μεγαλύτερης ποικιλίας σπόρων, με συστηματική άρδευση και με υψηλού επιπέδου οργάνωση και ρύθμιση της κοινοτικής ζωής στα χωριά.

Το χωριό ήταν η διοικητική μονάδα «κλειδί». Συμπεριελάμβανε τα σπίτια των χωρικών, τους κήπους τους, τα αρδευτικά τους έργα (δεξαμενές και πηγάδια), τους στάβλους τους, τα μέρη που έθαβαν τα απόβλητά τους, τα μέρη συνάθροισης, την ξυλεία της γύρω περιοχής, τα ποτάμια που το διέσχιζαν, τους ναούς και τα εδάφη αυτών, τους χώρους αποτέφρωσης και φυσικά τους καλλιεργήσιμους αγρούς, τόσο τους αρδευόμενους όσο και τους μη.

Τις τοπικές υποθέσεις τις διαχειρίζονταν το συμβούλιο και το δικαστήριο του χωριού και τις περιπτώσεις σημαντικότατων ζητημάτων ολόκληρος ο πληθυσμός του χωριού.

Στο ινδικό χωριό υπήρχε μια αίσθηση ακινησίας του χρόνου. Ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοσυντηρούμενα, οι εισαγωγές από τον έξω κόσμο ήταν ελάχιστες και η ρουτίνα της εργασίας και της ζωής, έτσι όπως ήταν συνδεδεμένες με τους αιώνιους κύκλους της Φύσης, άλλαξε ελάχιστα, αν άλλαξε καθόλου κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων. Στο επίπεδο αυτό, η άνοδος και η πτώση μιας αυτοκρατορίας ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο.

Το εμπόριο, επίσης, ανθούσε. Οι Ινδοί έμποροι δρούσαν και στο εσωτερικό της χώρας αλλά και εκτός των ορίων της, έχοντας αναπτύξει ένα δίκτυο που απλωνόταν από την Αραβία, τη δυτική Ασία και τη Μεσόγειο από τη μια πλευρά ως την Κίνα και την νοτιοανατολική Ασία από την άλλη. Τα εμπορεύματά τους αποτελούνταν απ΄π υφάσματα, μέταλλα, πολύτιμους λίθους, μπαχαρικά αλάτι και εξωτικά ζώα.

Οι εργασίες των αγγειοπλαστών, των υφαντουργών, των μεταλλωρύχων, των αρχιτεκτόνων, των μηχανικών και των χτιστών όπως και το εμπόριο ο,τιδήποτε του εμπορεύσιμου – από δημητριακά μέχρι ελεφαντοστό – ήκμαζαν. Τα νομισματοκοπεία δούλευαν συνεχώς κόβοντας τεράστιες ποσότητες νομίσματος. Οι τραπεζικές υπηρεσίες και ο δανεισμός ήταν σε αφθονία. Τα λιμάνια και οι πόλεις πλούτιζαν.


Όπως και οι χωρικοί, έτσι και οι έμποροι και οι τεχνίτες ήταν οργανωμένοι σε μεγάλο βαθμό. Συντεχνίες, εταιρίες και συνεταιριστικοί κανόνες καθόριζαν την ποιότητα και τις τιμές των αγαθών και εξασφάλιζαν δικαιοσύνη και ασφάλεια στα μέλη τους. Η ανάπτυξη του εμπορίου βοήθησε τη διάδοση του Βουδισμού παρέχοντας τεράστιες μάζες πληθυσμού στους αποστόλους του.

Η ινδουιστική θρησκεία της ελίτ – άρχοντες, γαιοκτήμονες, ιερείς και στρατιωτικοί που είχαν σχέση με τις δυναστείες – στηριζόταν σε στατική, παραδοσιακή τάξη που είχε ως βάση της την κάστα και το κράτος. Ήταν η θρησκεία μιας ακραία ταξικής και στρατοκρατικής κοινωνίας που ήταν διαιρεμένη σε αντίπαλα κρατίδια.




Το εμπόριο διαπέρασε τα κοινωνικά όρια, διέλυσε τις κοινωνικές διακρίσεις και δημιούργησε νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Οι ανάγκες του εμπορίου ήταν αντίθετες νε αυτές της κάστας, του κράτους και του πολέμου. Το πνεύμα του εμπορίου βρήκε την απόλυτη ιδεολογική του έκφραση στο Βουδισμό.

 Ο Βούδας ή Μπούντχα (ο Φωτισμένος) ήταν ένας ινδουιστής πρίγκιπας που λεγόταν Σιντάρτα Γκαουτάμα (563-483 πΧ) ο οποίος βίωσε μια έντονη θρησκευτική εμπειρία, ήρθε σε ρήξη με την τάξη του και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κηρύσσοντας μια καινούργια φιλοσοφία.

Η ουσία της διδασκαλίας του ήταν ότι η πραγματική ευτυχία και ολοκλήρωση έρχονται όταν κάποιος αποδεχτεί τη φυσική και κοινωνική τάξη, αναγνωρίσει ότι τα πάντα είναι σε μια κατάσταση ρευστότητας και φτάσει σε μια ανώτερη πνευματική κατάσταση πάνω από την τετριμμένη καθημερινότητα.

Η ριζοσπαστικότητα του Βουδισμού έγκειται στην παγκοσμιότητά του και στη σχετική περιφρόνηση των ουσιωδών χαρακτηριστικών του στάτους κβο, δηλ., της ιδιοκτησίας, της κοινωνικής αναβάθμισης και του κύρους. Ευνοούσε μια στάση ζωής με ιδιαίτερο σκοπό, έντιμη και εξίσου ανοιχτή στα πάντα. Όπως με όλες τις μεγάλες θρησκείες, η αγνότητα του μηνύματος του πρώιμου Βουδισμού αλλοιώθηκε από την ανελέητη κοινωνική πραγματικότητα. Διατήρησε πάντως τη γοητεία του, και όχι μόνο στους εμπόρους, τους τεχνίτες και τον κόσμο των πόλεων αλλά σε πολλά από τα θύματα της καταπιεστικής κοινωνίας της αρχαίας και μεσαιωνικής Ινδίας που εξουσίασε η ινδουιστική ελίτ.





Ιδρύθηκε από το Μαχαραγιά Σρι Γκούπτα, αποτελώντας μοντέλο κλασικού πολιτισμού. Στα χρόνια της, η ειρήνη και ευημερία δημιούργησαν τις συνθήκες για την επιδίωξη επιστημονικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων. Η περίοδος αυτή καλείται ως Χρυσή Εποχή της Ινδίας και σημαδεύτηκε από εκτεταμένες ανακαλύψεις στην Επιστήμη, την Τεχνολογία, τη Μηχανική, την Τέχνη, τη Διαλεκτική, τη Λογοτεχνία, τη Λογική, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία, τη Θρησκεία και τη Φιλοσοφία που αποκρυστάλλωσαν τα στοιχεία που είναι γνωστά γενικώς ως ινδουιστική κουλτούρα. Ο Τσάντρα Γκούπτα Α', ο Σαμούντρα Γκούπτα ο Μέγας και ο Τσάντρα Γκούπτα Β' ο Μέγας ήταν οι πιο αξιοσημείωτοι ηγέτες της δυναστείας των Γκούπτα. Τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο σανσκριτικός ποιητής Καλιντάσα, πιστώνει στους Γκούπτα την κατάκτηση περίπου 20 βασιλείων, τόσο εντός όσο και εκτός της ινδικής υποηπείρου, όπως το Βασίλειο των Σακών, των Χιονιτών Ούννων, τα βασίλεια των καμποτζιανών φυλών στα δυτικά και ανατολικά της κοιλάδας του ποταμού Ώξου, των Κιννάρας και Κιράτας κλπ

Η Δυναστεία των Γκούπτα μπόρεσε να κυριαρχήσει στην απέραντη αυτή περιοχή για ένα αιώνα περίπου. Στη συνέχεια, κατέρρευσε σχετικά γρήγορα μέσα στο 6ο μΧ αιώνα. Η δεύτερη προσπάθεια ενοποίησης της Ινδίας υπό μια αυτοκρατορική δυναστεία αποδείχτηκε τόσο εύθραυστη και βραχύπνοη όσο και η πρώτη. Καταλύτης της κατάρρευσης ήταν νέες επιδρομές από τις νομαδικές φυλές της στέπας. Οι Ούννοι εισήλθαν στη βορειοδυτική Ινδία από την κεντρική Ασία και από Χίντου Κους πέρασαν στην κοιλάδα του Ινδού. Η τόσο γρήγορη κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Γκούπτα δείχνει την έλλειψη συνεκτικότητας και ουσιαστικής εξουσίας. 

Το κράτος των Γκούπτα ήταν εξ ολοκλήρου παρασιτικό. Ήταν ένα υβρίδιο φοροσυλλεκτικού-φεουδαρχικού συστήματος. Πολλοί αξιωματούχοι πληρώνονταν σε γη: ασκούσαν τις διοικητικές ή στρατιωτικές τους υπηρεσίες με αντάλλαγμα έγγειο αμοιβή η οποία τις περισσότερες φορές ήταν απαλλαγμένη από την υποχρέωση απόδοσης φόρου. Τα χωριά από την άλλη μεριά απέδιδαν φόρο ίσο με ο 1/10 ή και 1/6 της παραγωγής τους. Τα πλεονάσματα αυτά επέτρεπαν τη συντήρηση της αυτοκρατορίας. Αλλά για τους χωρικούς ήταν ένα αβάσταχτο έξοδο. 




Η διοίκηση των Γκούπτα ήταν ατελής. Ολόκληρη η υποδομή ήταν σαθρή. Το σύστημα έπασχε από αρτηριοσκλήρωση. Και οι αρτηρίες συσσώρευσης δεν άργησαν να φράξουν. Και το κέλυφος της στρατοκρατίας των Γκούπτα θρυμματίστηκε.

Η Ινδία για άλλη μια φορά διασπάστηκε σε αναρίθμητα κρατίδια. Για μια χιλιετία παρέμεινε ένα μωσαϊκό ανταγωνιζόμενων δυνάμεων, μονίμως υπό την ηγεσία ηλιθίων, και συχνά σε εμπόλεμη κατάσταση.

Και κατά την περίοδο αυτή, η απόσταση μεταξύ των ηγεσιών των δυναστικών κρατιδίων και των πληθυσμών στα χωριά ήταν αγεφύρωτη. Από τη μια μεριά ο παρασιτισμός και η πολυτέλεια, από την άλλη η παραγωγή και το εμπόριο. Από τη μια μεριά η εργασία, από την άλλη η καταλήστευση των παραγόμενων πλεονασμάτων.

Ο στρατιωτικός ανταγωνισμός εξανάγκαζα τα κρατίδια να συσσωρεύουν πλούτο και να είναι καταπιεστικά. Κανένα τους όμως δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την κρίσιμη μάσα στρατιωτικής ισχύος ώστε να καταφέρει να υποτάξει τους αντιπάλους του και να εγκαθιδρύσει μια νέα αυτοκρατορία. Η αντίσταση των γαιοκτημόνων, των εμπόρων και των χωρικών ήταν πολύ μεγάλη.

Ταυτόχρονα, τα βάρη της στρατιωτικής υποδομής λύγισαν την κοινωνία. Το εμπόριο παρήκμασε και η πρόοδος μειώθηκε. Η κοινωνική έγινε φεουδαλική. Το σύστημα των καστών έγινε πιο σκληρό. Η κουλτούρα των ελίτ έγινε μυστικιστική και σχολαστική. Τα χωριά έγιναν εσωστρεφή και συντηρητικά.

Οι θεωρίες περί κυκλικότητας του χρόνου που αποδέχονταν και μοιράζονταν οι σημαντικές θρησκείες της Ινδίας, εξέφραζαν μια κοινωνική πραγματικότητα. Ο διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας και τα αντικρουόμενα συμφέροντα τους, παγίδευσαν την ινδική ενδοχώρα μέσα σε ένα πολιτικό αδιέξοδο.

Η ιστορία μπορούσε μόνο να επαναλάβει τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να προχωρήσει προς τα εμπρός.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ