H Επανάσταση των Αβασσιδών
του Neil Faulkner (μτφ. Proletariates)
Η κρίση των ετών 658-661 ήταν καθοριστική.Με την εξέγερση του Μωαβίγια (συγγενούς του δολοφονημένου χαλίφη Οσμάν), ξέσπασε ένας ολοκληρωτικός εμφύλιος πόλεμος, ο Αλή δολοφονείται (όπως κι ο γιος του Χουσεΐν 19 χρόνια περίπου αργότερα) και η εξουσία περνάει στα χέρια του Μωαβίγια. Ο τελευταίος ιδρύει την δυναστεία των Ομεϋαδών με έδρα τη Δαμασκό που διατηρήθηκε έναν περίπου αιώνα.
Η ισλαμική πολιτικο-θρησκευτική ελίτ αυτό-διασπάστηκε. Και η διάσπαση αυτή θα γίνει η αιτία να διασπαστεί ο μουσουλμανικός κόσμος αργότερα σε δύο εχθρικά μέτωπα : τους Σιίτες και τους Σουνίτες. Η σχέση μεταξύ Οσμάν και Μωαβίγια με τους Σουνίτες και Αλή και Χουσεΐν με τους Σιίτες είναι άμεση.
Οι Ομεϋάδες ήθελαν γενική εκμετάλλευση της αυτοκρατορίας. Οι διάδοχοι του Αλή και του Χουσεΐν ήθελαν να διατηρήσουν την καθαρότητα του Ισλάμ. Οι Ομεϋάδες θεωρούν ότι η διαδοχή του Μωάμεθ δεν χρειάζεται να είναι κληρονομική, αναγνωρίζοντας ως νόμιμους διαδόχους του Μωάμεθ τους τρεις πρώτους μετά από εκείνον χαλίφηδες, δηλαδή τον Αμπού Μπακρ, τον Ομάρ και τον Οσμάν. Δίνουν έμφαση στην σούνα (παράδοση) που προϋποθέτει την πιστή τήρηση των γραφών του Κορανίου, που θεωρείται θεμέλιο του Ισλάμ. Οι διάδοχοι του Αλή και του Χουσεΐν πίστευαν ότι χαλίφης, δηλαδή θρησκευτικός ηγέτης, μπορεί να γίνει μόνο κάποιος άνθρωπος που κατάγεται από την οικογένεια του προφήτη. Ονομάστηκαν σιίτες, (Σι'ατ Αλί, δηλαδή το «κόμμα του Αλί»).
Κατά τον αιώνα της κυριαρχίας τους οι Ομεϋάδες κράτησαν την αυτοκρατορία ενωμένη και εκμεταλλεύτηκαν τον πλούτο και τις δυνάμεις των παλιών πολιτισμών. Ο αραβικός κόσμος ανέπτυξε μια πλούσια αγροτική οικονομία, περίτεχνα αστικά κέντρα, δυναμικό τραπεζικό σύστημα και εξαιρετική παράδοση φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και καλών τεχνών. Αντίθετα, ο δυτικός κόσμος ζούσε μέσα στο έρεβος των Σκοτεινών Αιώνων.
Δυο ήταν οι αντιφάσεις που χαρακτήριζαν την αυτοκρατορία των Ομεϋαδών και προκάλεσαν την κατάρρευσή της. Πρώτον, η γεωγραφία του αραβικού κόσμου εμπεριείχε διάφορες φυσικές οικονομικές περιοχές στις οποίες αναπτύχθηκαν διαφορετικές άρχουσες τάξεις με διαφορετικά η καθεμία συμφέροντα. Οι μεγάλες αποστάσεις δυσχέραιναν τον έλεγχο από τους Ομεϋάδες. Πώς μπορούσε ένας στρατός να ελέγξει τη Βαγδάτη, το Κάιρο, την Τύνιδα και τη Φεζ;
Δεύτερο, οι Ομεϋάδες αντιπροσώπευαν την στρατιωτική αραβική αριστοκρατία που είχε κάνει τις κατακτήσεις και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις αρχαίες πάλεις της Συρίας. Η ελίτ αυτή έκτιζε παλάτια και ξόδευε αφειδώς σε περίλαμπρη αρχιτεκτονική, σε καλές τέχνες και σε προϊόντα πολυτελείας. Υποστηρίζονταν από στρατιωτικές ομάδες που ζούσαν σε ξεχωριστές πόλεις – στρατόπεδα, απαλλαγμένες από τη φορολογία και συντηρούμενες από λάφυρα και φόρους που πλήρωναν άλλοι. Η άρχουσα τάξη των Ομεϋαδών ήταν μικρή και παρασιτική και βασιζόταν στην υποστήριξη μιας μικρής στρατιωτικής κάστας, εξίσου παρασιτικής.
Αλλά η οικονομία ευημερούσε. Οι πόλεμοι μεταξύ των παλιών αυτοκρατοριών είχαν καταστρέψει τη γη, αποδιοργανώσει το εμπόριο, εξαντλήσει τη φοροδοτική ικανότητα και το ανθρώπινο δυναμικό. Η Pax Islamica έδωσε τεράστια ώθηση στη γεωργία και το εμπόριο, οι αρχαίες πόλεις που βυθισμένες μέσα την παρακμή και την εξαθλίωση μεταμορφώθηκαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα και οι έμποροι και οι τεχνίτες έγιναν μια πολυπληθής, πλούσια και δυναμική κοινωνική ομάδα. Εδώ βρίσκονται και οι κοινωνικές ρίζες της νέας επανάστασης.
Πολλοί προσηλυτίστηκαν στον Ισλάμ. Αλλά για να περιορίσουν το αριθμό αυτών που δικαιούνταν φοροαπαλλαγή, οι Ομεϋάδες δημιούργησαν μια νέα κατηγορία μουσουλμάνων δευτέρας κατηγορίας: οι νεοπροσήλυτοι χαρακτηρίζονταν mawali (μη άραβες μουσουλμάνοι) και εξαιρούνταν των αραβικών προνομίων.
Στα μέσα του 8ου μΧ αιώνα, οι Άραβες ήταν μια μικρή στρατιωτική αριστοκρατία που ζούσε από τους φόρους που απέδιδε μια ολοένα και αυξανόμενη μάζα από μουσουλμάνους έμπορους και τεχνίτες των πόλεων. Όλοι αυτοί αποτελούσαν το κοινό προς το οποίο απευθύνθηκαν διάφοροι ισλαμιστές αντικαθεστωτικοί όπως οι Σιίτες, οι ακόμη πιο ριζοσπαστικοί Kharijites και διάφοροι μεσσιανικοί mahdis (πεφωτισμένοι).
Κανένα από τα κινήματα αυτά δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να απειλήσει το κράτος των Ομεϋαδών. Εξέφραζαν απλώς την κοινωνική δυσαρέσκεια και έδειχναν την αστάθεια του κράτους. Η κρίσιμη κίνηση ήταν μια καιροσκοπική διάσπαση που έλαβε χώρα εντός της αραβικής άρχουσας τάξης.
Ο Αμπού ελ Αμπάς, ένας απόγονος της οικογένειας του Μωάμεθ, δημιούργησε ένα υπόγειο δίκτυο υποστηρικτών του στο Ιράκ, μπήκε επικεφαλής διαφόρων αντικαθεστωτικών ομάδων και καθοδήγησε μια εξέγερση κατά της δυναστείας των Ομεϋαδών.
Οι Ομεϋάδες ηττήθηκαν και το 750 μΧ εγκαθιδρύθηκε μια νέα δυναστεία, αυτή των Αββασιδών, με πρωτεύουσα τη Βαγδάτη.
Η εξουσία πέρασε σε μια ευρύτερη βάση που συμπεριελάμβανε και την αστική ελίτ των κρατικών αξιωματούχων, των εμπόρων, των διανοουμένων και των κληρικών. Η αραβική εθνικότητα και το κύρος των πολεμάρχων υπέστησαν καίριο πλήγμα αλλά η αγροτική οικονομία, το εμπόριο και οι πόλεις συνέχισαν να αναπτύσσονται. Αλλά οι δυο αντιφάσεις που διαπερνούσαν την πρώιμη ισλαμική αυτοκρατορία επανεμφανίστηκαν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Οι πόλεις ήταν το επίκεντρο της ισλαμικής ζωής ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοσυντηρούμενες και ανεξάρτητες και οι ανά πόλη ελίτ ήλεγχε την αγροτική οικονομία, το εμπόριο, τις οικοδομικές κατασκευές, την τήρηση των θρησκευτικών υποχρεώσεων και την ασφάλεια των πόλεων. Τα συμφέροντά τους ήταν γεωγραφικώς περιορισμένα.
Οι κοινωνικές διαφορές ήταν έντονες. Τα χαλιφάτα των Αβασσίδων κινδύνευαν από τις αποσκιρτήσεις των μεθοριακών περιοχών, από πραξικοπήματα δυσαρεστημένων τμημάτων της ελίτ και εξεγέρσεις από τα κάτω που υποκινούσαν είτε διάφοροι σχισματικοί είτε οι μάζες της υπαίθρου που υφίσταντο σκληρή εκμετάλλευση. Το ισλαμικό κράτος υπήρχε και συντηρούνταν πέρα και πάνω από την κοινωνία. Ήταν κάτι παραπάνω από ένας μηχανισμός συσσώρευσης των απαραίτητων στρατιωτικών πόρων που ήταν αναγκαίοι για τη διαιώνιση της δυναστείας.
Οι Ομεϋάδες είχαν ήδη αποκοπεί από την κοινωνία κτίζοντας πολυτελή παλάτια και ζώντας μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια. Οι Αβασσίδες πήγαν ακόμη πιο πέρα.
Για να ξεφύγουν από την εκμετάλλευση της ελίτ της Βαγδάτης έκτισαν μια νέα πόλη στον ποταμό Τίγρη, τη Σαμάρρα. Το πρώτο παλάτι χτίστηκε μεταξύ 836 και 842 μΧ και ήταν μεγαλύτερο από του Λουδοβίκου του 14ου στις Βερσαλλίες. Μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, χτίστηκαν δύο ακόμη παρόμοια παλάτια.
Το κράτος των Αβασσίδων αποκόπηκε περαιτέρω από την κοινωνική βάση όταν αντικατέστησε το στράτευμα με μισθοφόρους-κυρίως Τούρκους από την κεντρική Ασία που εγκαταστάθηκαν στη Σαμάρρα.
Η διοίκηση και ο στρατός συντηρούνταν με τη άτεγκτη φορολόγηση, ειδικά των μη μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι πόλεις και οι φυλές ανέπτυξαν ισχυρές τοπικές ταυτότητες και ιδεολογίες. Αν και το Ισλάμ είχε δημιουργήσει μια ισχυρή πίστη εντός του αραβικού κόσμου, δεν υπήρχαν ισχυροί συνδετικοί κρίκοι στο κράτος και την κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια του 9ου και του 10 ου μΧ αιώνα, η ισλαμική αυτοκρατοτία κατακερματίστηκε: στο χαλιφάτο των Αβασσίδων εξεγέρθηκαν οι Φατιμίδες του Καΐρου, οι Ομεϋάδες στην Κόρδοβα και διάφοροι άλλοι μικρότεροι ανεξάρτητοι και ημι-ανεξάρτητοι τοπικοί άρχοντες. Οι συγκρούσεις εντός και μεταξύ αυτών των περιοχών αύξησε το κόστος διατήρησης της κρατικής εξουσίας, άδειασε τα κρατικά θησαυροφυλάκια και αποδυνάμωσε περαιτέρω την αυτοκρατορία.
Μέσα στον 11ο μΧ αιώνα, το χαλιφάτο των Αβασσίδων κατέρρευσε. Το χαλιφάτο των Σελτζούκων Τούρκων μισθοφόρων, ενισχυμένο από νέα μεταναστευτικά ρεύματα από την κεντρική Ασία που προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ, έγινε η κυρίαρχη δύναμη.
Η έλλειψη κοινωνικών δεσμών κράτους και λαού και η ανάθεση της στρατιωτικής εξουσίας σε μισθοφόρους, έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Ο λαός, εξουθενωμένος από τη φορολογία που πλήρωνε για τη συντήρηση των παλατιών, του στρατού και του κρατικού μηχανισμού ήταν αδιάφορος για το ποιόν των αρχόντων. Περαιτέρω, η όλη περιοχή παρέμενε ένα μωσαϊκό μειονοτήτων, με αποτέλεσμα η όποια πολιτική πίεση να μεταμορφώνεται σε αντίσταση με κριτήριο τις εθνικές και θρησκευτικές διαφορές.
Στα τέλη του 11ου αιώνα ο κόσμος της Μέση Ανατολής ήταν διαιρεμένος σε πολλά ανίσχυρα και χωρίς λαϊκή υποστήριξη κρατίδια. Το τίμημα που θα πλήρωνε για τη διάσπαση του θα ήταν πολύ βαρύ.
Το Νοέμβριο του 1095, ο πάπας Ουρβανός ο Β’ σε ένα λόγο του στη Κλερμόν της Γαλλίας, κάλεσε την δυτική φεουδαρχική ελίτ υπό τα όπλα για ένα Ιερό Πόλεμο κατά του Ισλάμ για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Η εποχή των σταυροφοριών ξεκινούσε.
Οι κατακτήσεις που ξεκίνησαν το 632 μΧ χάρισαν στους άραβες στρατηλάτες και τα στρατεύματα τους μια περιοχή που απλωνόταν από τον Ατλαντικό ως το Αφγανιστάν. Και πέρασε στα χέρια τους όλο ο πλούτος της βυζαντινής Συρίας, του Ιράκ των Σασσανιδών και της Ισπανία των Βησιγότθων. Τέτοια αύξηση πλούτου και ισχύος δεν ήταν δυνατό να συμβαδίσει με μια κοινωνική τάξη που βασιζόταν σε φυλές της ερήμου και στο εμπόριο των καραβανιών.
Μετά το θάνατο του Μωάμεθ, η ηγεσία του μουσουλμανικού κόσμου πέρασε στο χαλίφη Αμπού Μπάκρ (Abu Bakr) για σύντομο χρονικό διάστημα (632-634) και στη συνέχεια σε άλλους δύο χαλίφηδες, Ομάρ (634 - 646) και Οσμάν (646 - 656), όλοι τους σύντροφοι του Μωάμεθ. Ακολούθησε ο Αλή (656 - 661), γαμπρός και εξάδελφος του Μωάμεθ.
Η κρίση των ετών 658-661 ήταν καθοριστική.Με την εξέγερση του Μωαβίγια (συγγενούς του δολοφονημένου χαλίφη Οσμάν), ξέσπασε ένας ολοκληρωτικός εμφύλιος πόλεμος, ο Αλή δολοφονείται (όπως κι ο γιος του Χουσεΐν 19 χρόνια περίπου αργότερα) και η εξουσία περνάει στα χέρια του Μωαβίγια. Ο τελευταίος ιδρύει την δυναστεία των Ομεϋαδών με έδρα τη Δαμασκό που διατηρήθηκε έναν περίπου αιώνα.
Η ισλαμική πολιτικο-θρησκευτική ελίτ αυτό-διασπάστηκε. Και η διάσπαση αυτή θα γίνει η αιτία να διασπαστεί ο μουσουλμανικός κόσμος αργότερα σε δύο εχθρικά μέτωπα : τους Σιίτες και τους Σουνίτες. Η σχέση μεταξύ Οσμάν και Μωαβίγια με τους Σουνίτες και Αλή και Χουσεΐν με τους Σιίτες είναι άμεση.
Οι Ομεϋάδες ήθελαν γενική εκμετάλλευση της αυτοκρατορίας. Οι διάδοχοι του Αλή και του Χουσεΐν ήθελαν να διατηρήσουν την καθαρότητα του Ισλάμ. Οι Ομεϋάδες θεωρούν ότι η διαδοχή του Μωάμεθ δεν χρειάζεται να είναι κληρονομική, αναγνωρίζοντας ως νόμιμους διαδόχους του Μωάμεθ τους τρεις πρώτους μετά από εκείνον χαλίφηδες, δηλαδή τον Αμπού Μπακρ, τον Ομάρ και τον Οσμάν. Δίνουν έμφαση στην σούνα (παράδοση) που προϋποθέτει την πιστή τήρηση των γραφών του Κορανίου, που θεωρείται θεμέλιο του Ισλάμ. Οι διάδοχοι του Αλή και του Χουσεΐν πίστευαν ότι χαλίφης, δηλαδή θρησκευτικός ηγέτης, μπορεί να γίνει μόνο κάποιος άνθρωπος που κατάγεται από την οικογένεια του προφήτη. Ονομάστηκαν σιίτες, (Σι'ατ Αλί, δηλαδή το «κόμμα του Αλί»).
Κατά τον αιώνα της κυριαρχίας τους οι Ομεϋάδες κράτησαν την αυτοκρατορία ενωμένη και εκμεταλλεύτηκαν τον πλούτο και τις δυνάμεις των παλιών πολιτισμών. Ο αραβικός κόσμος ανέπτυξε μια πλούσια αγροτική οικονομία, περίτεχνα αστικά κέντρα, δυναμικό τραπεζικό σύστημα και εξαιρετική παράδοση φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και καλών τεχνών. Αντίθετα, ο δυτικός κόσμος ζούσε μέσα στο έρεβος των Σκοτεινών Αιώνων.
Δυο ήταν οι αντιφάσεις που χαρακτήριζαν την αυτοκρατορία των Ομεϋαδών και προκάλεσαν την κατάρρευσή της. Πρώτον, η γεωγραφία του αραβικού κόσμου εμπεριείχε διάφορες φυσικές οικονομικές περιοχές στις οποίες αναπτύχθηκαν διαφορετικές άρχουσες τάξεις με διαφορετικά η καθεμία συμφέροντα. Οι μεγάλες αποστάσεις δυσχέραιναν τον έλεγχο από τους Ομεϋάδες. Πώς μπορούσε ένας στρατός να ελέγξει τη Βαγδάτη, το Κάιρο, την Τύνιδα και τη Φεζ;
Δεύτερο, οι Ομεϋάδες αντιπροσώπευαν την στρατιωτική αραβική αριστοκρατία που είχε κάνει τις κατακτήσεις και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις αρχαίες πάλεις της Συρίας. Η ελίτ αυτή έκτιζε παλάτια και ξόδευε αφειδώς σε περίλαμπρη αρχιτεκτονική, σε καλές τέχνες και σε προϊόντα πολυτελείας. Υποστηρίζονταν από στρατιωτικές ομάδες που ζούσαν σε ξεχωριστές πόλεις – στρατόπεδα, απαλλαγμένες από τη φορολογία και συντηρούμενες από λάφυρα και φόρους που πλήρωναν άλλοι. Η άρχουσα τάξη των Ομεϋαδών ήταν μικρή και παρασιτική και βασιζόταν στην υποστήριξη μιας μικρής στρατιωτικής κάστας, εξίσου παρασιτικής.
Αλλά η οικονομία ευημερούσε. Οι πόλεμοι μεταξύ των παλιών αυτοκρατοριών είχαν καταστρέψει τη γη, αποδιοργανώσει το εμπόριο, εξαντλήσει τη φοροδοτική ικανότητα και το ανθρώπινο δυναμικό. Η Pax Islamica έδωσε τεράστια ώθηση στη γεωργία και το εμπόριο, οι αρχαίες πόλεις που βυθισμένες μέσα την παρακμή και την εξαθλίωση μεταμορφώθηκαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα και οι έμποροι και οι τεχνίτες έγιναν μια πολυπληθής, πλούσια και δυναμική κοινωνική ομάδα. Εδώ βρίσκονται και οι κοινωνικές ρίζες της νέας επανάστασης.
Πολλοί προσηλυτίστηκαν στον Ισλάμ. Αλλά για να περιορίσουν το αριθμό αυτών που δικαιούνταν φοροαπαλλαγή, οι Ομεϋάδες δημιούργησαν μια νέα κατηγορία μουσουλμάνων δευτέρας κατηγορίας: οι νεοπροσήλυτοι χαρακτηρίζονταν mawali (μη άραβες μουσουλμάνοι) και εξαιρούνταν των αραβικών προνομίων.
Στα μέσα του 8ου μΧ αιώνα, οι Άραβες ήταν μια μικρή στρατιωτική αριστοκρατία που ζούσε από τους φόρους που απέδιδε μια ολοένα και αυξανόμενη μάζα από μουσουλμάνους έμπορους και τεχνίτες των πόλεων. Όλοι αυτοί αποτελούσαν το κοινό προς το οποίο απευθύνθηκαν διάφοροι ισλαμιστές αντικαθεστωτικοί όπως οι Σιίτες, οι ακόμη πιο ριζοσπαστικοί Kharijites και διάφοροι μεσσιανικοί mahdis (πεφωτισμένοι).
Κανένα από τα κινήματα αυτά δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να απειλήσει το κράτος των Ομεϋαδών. Εξέφραζαν απλώς την κοινωνική δυσαρέσκεια και έδειχναν την αστάθεια του κράτους. Η κρίσιμη κίνηση ήταν μια καιροσκοπική διάσπαση που έλαβε χώρα εντός της αραβικής άρχουσας τάξης.
Ο Αμπού ελ Αμπάς, ένας απόγονος της οικογένειας του Μωάμεθ, δημιούργησε ένα υπόγειο δίκτυο υποστηρικτών του στο Ιράκ, μπήκε επικεφαλής διαφόρων αντικαθεστωτικών ομάδων και καθοδήγησε μια εξέγερση κατά της δυναστείας των Ομεϋαδών.
Οι Ομεϋάδες ηττήθηκαν και το 750 μΧ εγκαθιδρύθηκε μια νέα δυναστεία, αυτή των Αββασιδών, με πρωτεύουσα τη Βαγδάτη.
Η εξουσία πέρασε σε μια ευρύτερη βάση που συμπεριελάμβανε και την αστική ελίτ των κρατικών αξιωματούχων, των εμπόρων, των διανοουμένων και των κληρικών. Η αραβική εθνικότητα και το κύρος των πολεμάρχων υπέστησαν καίριο πλήγμα αλλά η αγροτική οικονομία, το εμπόριο και οι πόλεις συνέχισαν να αναπτύσσονται. Αλλά οι δυο αντιφάσεις που διαπερνούσαν την πρώιμη ισλαμική αυτοκρατορία επανεμφανίστηκαν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Οι πόλεις ήταν το επίκεντρο της ισλαμικής ζωής ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοσυντηρούμενες και ανεξάρτητες και οι ανά πόλη ελίτ ήλεγχε την αγροτική οικονομία, το εμπόριο, τις οικοδομικές κατασκευές, την τήρηση των θρησκευτικών υποχρεώσεων και την ασφάλεια των πόλεων. Τα συμφέροντά τους ήταν γεωγραφικώς περιορισμένα.
Οι κοινωνικές διαφορές ήταν έντονες. Τα χαλιφάτα των Αβασσίδων κινδύνευαν από τις αποσκιρτήσεις των μεθοριακών περιοχών, από πραξικοπήματα δυσαρεστημένων τμημάτων της ελίτ και εξεγέρσεις από τα κάτω που υποκινούσαν είτε διάφοροι σχισματικοί είτε οι μάζες της υπαίθρου που υφίσταντο σκληρή εκμετάλλευση. Το ισλαμικό κράτος υπήρχε και συντηρούνταν πέρα και πάνω από την κοινωνία. Ήταν κάτι παραπάνω από ένας μηχανισμός συσσώρευσης των απαραίτητων στρατιωτικών πόρων που ήταν αναγκαίοι για τη διαιώνιση της δυναστείας.
Οι Ομεϋάδες είχαν ήδη αποκοπεί από την κοινωνία κτίζοντας πολυτελή παλάτια και ζώντας μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια. Οι Αβασσίδες πήγαν ακόμη πιο πέρα.
Για να ξεφύγουν από την εκμετάλλευση της ελίτ της Βαγδάτης έκτισαν μια νέα πόλη στον ποταμό Τίγρη, τη Σαμάρρα. Το πρώτο παλάτι χτίστηκε μεταξύ 836 και 842 μΧ και ήταν μεγαλύτερο από του Λουδοβίκου του 14ου στις Βερσαλλίες. Μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, χτίστηκαν δύο ακόμη παρόμοια παλάτια.
Το κράτος των Αβασσίδων αποκόπηκε περαιτέρω από την κοινωνική βάση όταν αντικατέστησε το στράτευμα με μισθοφόρους-κυρίως Τούρκους από την κεντρική Ασία που εγκαταστάθηκαν στη Σαμάρρα.
Η διοίκηση και ο στρατός συντηρούνταν με τη άτεγκτη φορολόγηση, ειδικά των μη μουσουλμάνων. Εν τω μεταξύ, οι πόλεις και οι φυλές ανέπτυξαν ισχυρές τοπικές ταυτότητες και ιδεολογίες. Αν και το Ισλάμ είχε δημιουργήσει μια ισχυρή πίστη εντός του αραβικού κόσμου, δεν υπήρχαν ισχυροί συνδετικοί κρίκοι στο κράτος και την κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια του 9ου και του 10 ου μΧ αιώνα, η ισλαμική αυτοκρατοτία κατακερματίστηκε: στο χαλιφάτο των Αβασσίδων εξεγέρθηκαν οι Φατιμίδες του Καΐρου, οι Ομεϋάδες στην Κόρδοβα και διάφοροι άλλοι μικρότεροι ανεξάρτητοι και ημι-ανεξάρτητοι τοπικοί άρχοντες. Οι συγκρούσεις εντός και μεταξύ αυτών των περιοχών αύξησε το κόστος διατήρησης της κρατικής εξουσίας, άδειασε τα κρατικά θησαυροφυλάκια και αποδυνάμωσε περαιτέρω την αυτοκρατορία.
Μέσα στον 11ο μΧ αιώνα, το χαλιφάτο των Αβασσίδων κατέρρευσε. Το χαλιφάτο των Σελτζούκων Τούρκων μισθοφόρων, ενισχυμένο από νέα μεταναστευτικά ρεύματα από την κεντρική Ασία που προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ, έγινε η κυρίαρχη δύναμη.
Η έλλειψη κοινωνικών δεσμών κράτους και λαού και η ανάθεση της στρατιωτικής εξουσίας σε μισθοφόρους, έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Ο λαός, εξουθενωμένος από τη φορολογία που πλήρωνε για τη συντήρηση των παλατιών, του στρατού και του κρατικού μηχανισμού ήταν αδιάφορος για το ποιόν των αρχόντων. Περαιτέρω, η όλη περιοχή παρέμενε ένα μωσαϊκό μειονοτήτων, με αποτέλεσμα η όποια πολιτική πίεση να μεταμορφώνεται σε αντίσταση με κριτήριο τις εθνικές και θρησκευτικές διαφορές.
Στα τέλη του 11ου αιώνα ο κόσμος της Μέση Ανατολής ήταν διαιρεμένος σε πολλά ανίσχυρα και χωρίς λαϊκή υποστήριξη κρατίδια. Το τίμημα που θα πλήρωνε για τη διάσπαση του θα ήταν πολύ βαρύ.
Το Νοέμβριο του 1095, ο πάπας Ουρβανός ο Β’ σε ένα λόγο του στη Κλερμόν της Γαλλίας, κάλεσε την δυτική φεουδαρχική ελίτ υπό τα όπλα για ένα Ιερό Πόλεμο κατά του Ισλάμ για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Η εποχή των σταυροφοριών ξεκινούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου