Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εξέλιξη της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα κατά την τελευταία 20ετία, ακόμα πληρέστερα στην 30ετία, από την ένταξή της στην ΕΟΚ (1981), έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτ’ απ’ όλα αναδεικνύει την τάση, έστω και πιο αργή, συγκεντροποίησης της παραγωγής με άνοδο της παραγωγικότητας (στρεμματικής απόδοσης). Ταυτόχρονα αναδεικνύει την αντιφατικότητα αυτής της εξέλιξης, που ποικίλλει από προϊόν σε προϊόν.
Μεγάλη ανισομετρία από προϊόν σε προϊόν -και μάλιστα για βασικά διατροφικά προϊόντα- παρατηρείται ως προς τον όγκο παραγωγής, ο οποίος συχνά υπόκειται στις δεσμεύσεις της ΚΑΠ. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά υποχωρεί ο όγκος παραγωγής και η επαρκής κάλυψη της εγχώριας ζήτησης για σειρά γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, όπως το μαλακό σιτάρι, τα όσπρια, η ζάχαρη, τα λεμόνια, το μεγαλύτερο μέρος των κτηνοτροφικών προϊόντων και ιδιαίτερα το κρέας. Παράλληλα ενισχύονται οι εισαγωγές αντίστοιχων προϊόντων, ιδιαίτερα από χώρες-μέλη της ΕΕ, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση αρνητικού αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου.
Αυτές τις τάσεις τις είχε προβλέψει το ΚΚΕ, τρεις δεκαετίες πριν. Είχε προειδοποιήσει το λαό ότι η ένταξη στην ΕΟΚ των μονοπωλίων, στη σημερινή ΕΕ, θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη σημαντικών εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα είχε προειδοποιήσει την αγροτιά ότι τα «αργύρια» εξαγοράς - συναίνεσης στην ένταξη (όπως οι επιδοτήσεις για καταστροφή προϊόντων - «θαφτικά», οι αποσυνδεδεμένες από την παραγωγή επιδοτήσεις κλπ.) θα είχαν ευκαιριακό χαρακτήρα ως προς την ενίσχυση του εισοδήματός τους. Είχε προειδοποιήσει ότι ο κύριος όγκος των επιδοτήσεων θα κατευθυνόταν στους μεγάλους αγροτοπαραγωγούς, αυτούς που σταθερά χρησιμοποιούν εκτεταμένη ξένη μισθωτή εργασία, επεκτείνουν την παραγωγή τους με ενοικίαση γης, κατέχουν μηχανήματα προς ενοικίαση, διασυνδέονται με το χονδρικό εμπόριο κλπ.
Σήμερα τα αποτελέσματα είναι εμφανή. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις φέρνουν διαρκώς στο προσκήνιο το πρόβλημα της εγχώριας αγροτικής παραγωγής. Η εκτόπιση από την αγροτική παραγωγή, η συρρίκνωση του εισοδήματος της φτωχής αγροτιάς, ακόμα και η δυσκολία αναπαραγωγής για μέρος μεσαίων αγροτών είναι μη αντιστρέψιμη πορεία, η οποία θα επιταχυνθεί με τη νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2013 που ευνοεί τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής με ταχύτερους ρυθμούς σε μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες μεγαλοαγροτών, με νέα εκτόπιση μικρών παραγωγών. Εξελίξεις που στο έδαφος της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης (μεγάλη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, μεγάλη αύξηση της ανεργίας κλπ.) οδηγούν στην περαιτέρω επιδείνωση των όρων και των συνθηκών διαβίωσης των φτωχών και μεσαίων αγροτών, την ενίσχυση της τάσης προλεταριοποίησής τους και τη σχετική αλλά και την απόλυτη εξαθλίωση.
Από την άλλη, η εξέταση της αντικειμενικής κατάστασης, όπως αυτή αποτυπώνεται στα στοιχεία που καταγράφονται στην αστική στατιστική1, αναδεικνύει τις δυνατότητες κάλυψης τουλάχιστον των εγχώριων αναγκών σε υγιεινά διατροφικά προϊόντα και βιομηχανικές ύλες, υπό την προϋπόθεση της ανατροπής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, των συγκεντρωμένων μέσων αγροτικής παραγωγής με κοινωνικοποίησή τους, με κεντρικό σχεδιασμό που αφορά και τη σύνδεση της αγροτικής με τη βιομηχανική παραγωγή, με παραγωγικό συνεταιρισμό των ακόμα ξεκομμένων μικρών αγροτοπαραγωγών.
Σε αυτή τη βάση το ΚΚΕ επεξεργάστηκε και προτείνει τη συμμαχία των φτωχών αγροτών με την εργατική τάξη για την κατάκτηση της εξουσίας.
Για την αντικειμενική εκτίμηση των τάσεων αλλά και των δυνατοτήτων στην αγροτική παραγωγή μελετήθηκαν τα εξής:
- Το μέγεθος και η διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
- Η κοινωνικο-ταξική διαστρωμάτωση του αγροτικού πληθυσμού και η προοπτική εξέλιξής της. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να καθοριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια σε ποιο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού απευθύνεται η πολιτική συμμαχιών της αστικής τάξης μέσω της κρατικής και ευρωενωσιακής πολιτικής. Παράλληλα μπορεί να προσδιοριστεί ακριβέστερα ποιο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού έχει αντικειμενικό υλικό συμφέρον από την αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση μαζί με την εργατική τάξη, σε τελευταία ανάλυση έχει συμφέρον από την εργατική εξουσία.
- Το επίπεδο ανάπτυξης και διάρθρωσης της αγροτικής παραγωγής ανά τομέα και ανά προϊόν, ο όγκος και η αξία των εισαγωγών και εξαγωγών αγροτικών προϊόντων. Η συγκεκριμένη γνώση βοηθά στην ανάδειξη και τεκμηρίωση της δυνατότητας του κεντρικού σχεδιασμού της εργατικής εξουσίας να αυξήσει σημαντικά την εγχώρια αγροτική παραγωγή και να βελτιώσει τη διάρθρωσή της, ώστε να μπορέσει να καλύψει βασικές διατροφικές ανάγκες του λαού και ζητήματα εφοδιασμού της βιομηχανικής παραγωγής.
Για το σκοπό αυτό θα εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση της αγροτικής παραγωγής εστιάζοντας στους ακόλουθους άξονες:
- Μέγεθος και διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων
- Ζητήματα παραγωγικότητας
- Εξέλιξη όγκου παραγωγής αγροτικών προϊόντων - Αυτάρκεια διατροφικών αγροτικών προϊόντων - Παραγωγή Περιφερειών.
  

ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Εξετάζουμε την εξέλιξη της διάρθρωσης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων με βάση την έκταση και το οικονομικό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων και τη διάκρισή τους σε γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Η συνολική έκταση της γεωργικής γης στην Ελλάδα ανέρχεται (το 2007) στα 4,4 εκατομμύρια εκτάρια2, δηλαδή προσεγγίζει το 31% της συνολικής έκτασης της χώρας. Η Χρησιμοποιούμενη Γεωργική Εκταση (ΧΓΕ), η οποία διακρίνεται από τη συνολική γεωργική γη ως προς το ότι βρίσκεται σε ενεργή χρήση κατά το χρονικό διάστημα της στατιστικής καταγραφής, φτάνει τα 4,1 εκ. Εκτάρια. Η έκταση αυτή εμφανίζει σχετική επέκταση εξεταζόμενη από το 19903, ενώ βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το 19854, καθώς ελαττώθηκε σημαντικά μεταξύ των ετών 1985 και 1997.
Το 71% περίπου της ΧΓΕ (2007) ανήκει σε μειονεκτικές περιοχές (είτε ορεινές είτε μη ορεινές μειονεκτικές περιοχές), ποσοστό το οποίο φαίνεται να παραμένει σταθερό διαχρονικά, αν και με κάποια ανοδική τάση. Η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης στη χώρα παραμένει πολύ μικρή μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία το 2007 έφτανε στα 4,77 εκτάρια ανά εκμετάλλευση, εμφανίζοντας μικρή αυξητική τάση συγκρινόμενη με τη δεκαετία του ’905. Ο ίδιος δείκτης ανέρχεται στα 5,6 εκτάρια ανά εκμετάλλευση όταν εξαιρεθούν από το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων οι εκμεταλλεύσεις με πολύ μικρό οικονομικό μέγεθος, δηλαδή αυτές που εμφανίζουν οικονομικά αποτελέσματα κάτω από το 1 ESU (ΤΑΚ στην ελληνική)6. Εξετάζοντας τα στοιχεία για το σύνολο των χωρών της ΕΕ7 βλέπουμε ότι η αντίστοιχη μέση έκταση αγροτικής εκμετάλλευσης σε επίπεδο ΕΕ ανέρχεται στα 12,86 εκτάρια ή στα 22 εκτάρια αν αφαιρεθούν οι εκμεταλλεύσεις μεγέθους κάτω από 1 ESU. Η μέση έκταση αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα είναι μια από τις μικρότερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η μέση αγροτική εκμετάλλευση σε επίπεδο ΕΕ είναι τετραπλάσια από την αντίστοιχη της Ελλάδας.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα ουσιαστικά παραμένει σταθερή από το 1990 έως το 2007, ενώ αντίθετα σε χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου με εκτεταμένη αγροτική παραγωγή κατά το παρελθόν και με σημαντικό τμήμα του πληθυσμού τους στην αγροτική παραγωγή, όπως Πορτογαλία, Ιταλία, Βουλγαρία παρατηρούμε ότι η μέση έκταση αγροτικής εκμετάλλευσης επεκτείνεται πολύ ταχύτερα.
Με βάση τα στοιχεία του 2007 προκύπτει ότι ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ανέρχεται σχεδόν στις 854.100. Από το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων οικονομικό μέγεθος πάνω από 1 ESU έχει το 83% (711.100 εκμεταλλεύσεις) ποσοστό σχετικά σταθερό από το 19938. Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων με αυξομειώσεις παραμένει στα ίδια επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας το ’90, μετά τη μεγάλη μείωση που εμφανίστηκε μεταξύ των ετών 1987 και 1990, οπότε συρρικνώθηκε κατά περίπου 100.000 εκμεταλλεύσεις9.
Αυτή η πορεία αντανακλά την επίδραση της κοινοτικής πολιτικής επιδοτήσεων που αν και το μεγαλύτερο μέρος τους ευνόησε τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, η αποσύνδεσή τους από τον όγκο παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα να διατηρείται και ένα μεγάλο τμήμα μικρών εκμεταλλεύσεων προκειμένου να εισπράττει τις επιδοτήσεις. Συχνά πρόκειται για παραγωγή προοριζόμενη κυρίως για αυτοκατανάλωση, χωρίς διάθεση στην αγορά κάποιου πλεονάσματος, κάτι που αποτελεί άτυπη στήριξη του εισοδήματος εργαζόμενων κατοίκων αστικών ή ημιαστικών περιοχών. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ουσιαστικά ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων είναι υπερτιμημένος λόγω του κατατεμαχισμού ιδιοκτησιών και εκμεταλλεύσεων μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας, για λόγους φορολογικούς ή που σχετίζονται με την είσπραξη επιδοτήσεων.
Παρά την επιβίωση της πολύ μικρής αγροτικής εκμετάλλευσης, αν εξετάσουμε τη διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που κατέχουν Χρησιμοποιούμενη Γεωργική Εκταση (ΧΓΕ), με βάση την έκτασή τους προκύπτει ητάση συγκέντρωσης της γης σε μεγαλύτερες ιδιοκτησίες με αργό αλλά σταθερό ρυθμό10. Η τάση συγκέντρωσης είναι εντονότερη για τις κατηγορίες εκμεταλλεύσεων με έκταση από 30 εκτάρια έως 100 εκτάρια.
Από την εξέταση της κατανομής του συνολικού αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων σε τάξεις μεγέθους ανάλογα με την έκτασή τους11, προκύπτει η ενίσχυση του αριθμού και του ποσοστού επί του συνόλου, των πολύ μικρών εκμεταλλεύσεων έως 2 εκτάρια και ταυτόχρονα εμφανίζεται μια ελαφρά αύξηση του αριθμού-ποσοστού των εκμεταλλεύσεων με έκταση πάνω από 20 εκτάρια. Επιβεβαιώνεται το προηγούμενο συμπέρασμα για το χαρακτήρα της διατήρησης των πολύ μικρών ιδιοκτησιών. Παράλληλα όμως διαφαίνεται και η βαθμιαία συγκέντρωση της γης σε εκμεταλλεύσεις μεγαλύτερης έκτασης12. Ενώ οι εκμεταλλεύσεις με έκταση έως 20 εκτάρια το 1990 αποτελούσαν το 97,43% του συνόλου και κατείχαν το 76,30% της συνολικής έκτασης γης, το 2007 αποτελούσαν το 95,66% του συνόλου και κατείχαν το 64,35% της συνολικής έκτασης γης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η εξέλιξη της αγροτικής εκμετάλλευσης με βάση τη μορφή ιδιοκτησίας της εκμετάλλευσης. Προκύπτει η ενίσχυση της υπενοικίασης αγροτικής γης προς καλλιέργεια: Είναι εμφανής η ενίσχυση αυτής της τάσης, αφού το 2007 αφορούσε σχεδόν το 32% της συνολικής ΧΓΕ από 22% το 199013.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Βασικός στατιστικός δείκτης καταγραφής14 για τη μελέτη των αλλαγών στη διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι αυτός που αφορά το ετήσιο Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος (ΤΑΚ). Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο δείκτης αυτός δεν αποτελεί δείκτη κερδοφορίας της εκμετάλλευσης, καθώς περιλαμβάνει την εργασία του αυταπασχολούμενου αγρότη και της οικογένειάς του, ξένη εργασία που μισθώνει ο αγρότης (μεταβλητό κεφάλαιο), αλλά και τμήμα του σταθερού κεφαλαίου.15
Επομένως το ΤΑΚ ως δείκτης επιτρέπει την εκτίμηση ορισμένων γενικών μόνο τάσεων, καθώς δεν είναι συγκρίσιμο μεταξύ διαφορετικών τύπων αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι όσον αφορά τη βαμβακοκαλλιέργεια, μια εκμετάλλευση έκτασης 100 στρεμμάτων αποφέρει ΤΑΚ περίπου 45.000€ και καθαρό εισόδημα 5000€ στο βαμβακοκαλλιεργητή. Αντίστοιχα για την καλλιέργεια σίτου μια έκταση 400 στρεμμάτων που αποφέρει ΤΑΚ περί των 45.000€, αποφέρει καθαρό εισόδημα στον αγρότη γύρω στα 12.000€. Σύμφωνα με τα παραπάνω η γενική εκτίμηση είναι ότι μια αγροτική εκμετάλλευση με ΤΑΚ κάτω από 48.000€ δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε καν την απλή αναπαραγωγή της. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κατηγορία της στατιστικής καταγραφής εκμεταλλεύσεων με ΤΑΚ από 48.000€ έως 120.000€16 δε μας επιτρέπει να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τη διαστρωμάτωση των εκμεταλλεύσεων καθώς -λόγω του μεγάλου εύρους της- περιλαμβάνει επίσης εκμεταλλεύσεις που ανήκουν σε μικρούς και μεσαίους αγρότες, τις οποίες είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε εφόσον καταγράφονται στατιστικά σε μια ενιαία κατηγορία.
Από την εξέταση διαχρονικά της κατανομής17 α) του συνολικού αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, β) της συνολικής έκτασης της γεωργικής γης, γ) του συνολικού ΤΑΚ σε κατηγορίες εκμεταλλεύσεων, με βάση το οικονομικό τους μέγεθος, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
Υπάρχει διατήρηση του ποσοστού εκμεταλλεύσεων, ελαφρά τάση υποχώρησης του ποσοστού της συνολικής έκτασης και εντονότερη υποχώρηση, όσον αφορά το ποσοστό του συνολικού ΤΑΚ που συγκεντρώνουν, οι κατηγορίες με χαμηλό ΤΑΚ έως 48.000€ που αφορούν κυρίως εκμεταλλεύσεις που ανήκουν σε μη κατά κύριο επάγγελμα ή φτωχούς αγρότες. Ομως άλλο ένα συμπέρασμα που αναδεικνύεται για τις εκμεταλλεύσεις αυτής της κατηγορίας είναι η διαχρονική τάση συγκέντρωσης όλο και μεγαλύτερου μεριδίου της συνολικής έκτασης και του συνολικού ΤΑΚ, από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις που εμφανίζουν κάποιο στοιχειώδες ΤΑΚ (βλ. κατηγορία με ΤΑΚ από 19.200€ έως 48.000€) .
Οι εκμεταλλεύσεις με ΤΑΚ άνω των 48.000€ δεν αυξάνονται ιδιαίτερα ως ποσοστό του συνολικού αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ενώ με αργούς ρυθμούς ενισχύουν το ποσοστό της συνολικής έκτασης γεωργικής γης και περισσότερο του συνολικού ΤΑΚ που συγκεντρώνουν. Βεβαίως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στην κατηγορία εκμεταλλεύσεων με ΤΑΚ από 48.000€ έως 120.000€, η οποία εμφανίζει τη σημαντικότερη ενίσχυση όσον αφορά την έκταση γεωργικής γης και το ΤΑΚ που συγκεντρώνει, ανήκει μια ευρεία κατηγορία αγροτοπαραγωγών με μικρές αλλά και μεσαίες εκμεταλλεύσεις. Το γεγονός αυτό αναδεικνύεται στα παραδείγματα που παρατέθηκαν προηγουμένως, για το καθαρό εισόδημα που αποφέρουν διαφορετικά είδη καλλιεργειών με αντίστοιχο ύψος ΤΑΚ.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ

Από το σύνολο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που το 2007 ανέρχονται σε 860.150, ζωικό κεφάλαιο κατέχουν οι 371.250 εκμεταλλεύσεις, σχεδόν το 43%. Η εξέταση των εκμεταλλεύσεων που διαθέτουν ζωικό κεφάλαιο γίνεται με βάση τις Μονάδες Ζωικού Κεφαλαίου (ΜΖΚ) ή LSU18. Το ζωικό κεφάλαιο παραμένει διαχρονικά, αν και με σημαντικές διακυμάνσεις, σε σταθερά επίπεδα, κάτι που δείχνει τη σχετική στασιμότητα της κτηνοτροφικής παραγωγής. Ωστόσο εμφανίζεται σημαντική μείωση του αριθμού εκμεταλλεύσεων που κατέχουν ζωικό κεφάλαιο. Ενδεικτικά: από 479.550 εκμεταλλεύσεις το 1990 σε 371.250 το 200719, δηλαδή μια μείωση τους κατά 23%. Αυτές οι δύο εξελίξεις συνδυαστικά υποδηλώνουν συγκέντρωση της κτηνοτροφικής παραγωγής.
Από την εξέταση της κατανομής του συνολικού αριθμού κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και του ζωικού κεφαλαίου σε κατηγορίες, με βάση το μέγεθος του ζωικού κεφαλαίου που κατέχουν20, προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα: Υπάρχει ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο τμήμα του συνόλου των εκμεταλλεύσεων της τάξης του 77% το 2007 (αντίστοιχα 79% το 1990), που κατέχουν έως 5 ΜΖΚ. Πρόκειται για έναν υψηλό και ανθεκτικό στο χρόνο αριθμό από πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις που συγκεντρώνουν λιγότερο από 10% του συνολικού ζωικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα η τάση συγκέντρωσης του Ζωικού Κεφαλαίου στις μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις (με άνω των 100 ΜΖΚ) ενισχύεται διαχρονικά: το 0,64% των εκμεταλλεύσεων (2.360 εκμεταλλεύσεις) ελέγχουν το 22% του συνολικού εγχώριου Ζωικού Κεφαλαίου.
Παρά την επιβίωση μικρών εκμεταλλεύσεων, η τάση που διαπιστώθηκε κατά τη μελέτη της γενικής διάρθρωσης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων εμφανίζεται ενισχυμένη για τις εκμεταλλεύσεις με ζωικό κεφάλαιο. Το 26,5% του Ζωικού Κεφαλαίου ανήκει σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις που εμφανίζουν ΤΑΚ άνω των 48.000€, μια εμφανώς διαφορετική εικόνα σε σχέση με το 1990 που τους ανήκε περίπου το 13% του συνολικού Ζωικού Κεφαλαίου. Ταυτόχρονα εμφανίζεται συγκέντρωση Ζωικού Κεφαλαίου σε εκμεταλλεύσεις με χαμηλό ΤΑΚ από 19.200€ έως 48.000€ που αποτελεί την κατηγορία με τη μεγαλύτερη αύξηση στη συγκέντρωση Ζωικού Κεφαλαίου.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ - ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ

Από τα στοιχεία που αφορούν την απασχόληση, τη συνολική εκμετάλλευση μισθωτής εργατικής δύναμης και την εργασία αυτοαπασχολούμενων στα αγροτικά νοικοκυριά, προκύπτει η σαφής τάση μείωσης της απασχόλησης στην αγροτική παραγωγή συνολικά. Η διαχρονική εξέταση της εξέλιξης της απασχόλησης γίνεται με βάση τη μονάδα μέτρησης AWU (Annual Work Unit) ή ΕΜΕ (Ετήσια Μονάδα Εργασίας)21. Συγκεκριμένα από 746.100 ΕΜΕ το 1990, η απασχόληση συρρικνώθηκε στις 570.600 ΕΜΕ το 2009, δηλαδή μείωση κατά 23,5%. Η τάση αυτή συνολικά χαρακτηρίζει την ΕΕ και εμφανίζεται περισσότερο ενισχυμένη για την Ευρωζώνη, κατ’ ακολουθία με τη γενική νομοτελειακή τάση εξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και τη συνεπαγόμενη τάση για περιορισμό του αγροτικού τομέα στο σύνολο της παραγωγής.
Βέβαια ενώ στην υπόλοιπη ΕΕ η μείωση της απασχόλησης συμβαδίζει με μείωση και της μισθωτής εργασίας στην αγροτική παραγωγή, στην Ελλάδα είναι σαφής η τάση ενίσχυσης της μισθωτής εργασίας καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000. Συγκεκριμένα, με βάση τα επίσημα στοιχεία, η μισθωτή εργασία έχει πλέον αγγίξει το 20% του συνόλου της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα παραγωγής22 και από 65.300 ΕΜΕ το 1990 έφτασε στις 114.000 ΕΜΕ το 2009. Επομένως η μείωση της απασχόλησης οφείλεται στον υψηλό ρυθμό απομάκρυνσης αυτοαπασχολούμενων αγροτών από την αποκλειστική απασχόληση στην αγροτική παραγωγή και την κατά συνέπεια μετατροπή της μεγαλύτερης μερίδας τους σε μισθωτούς ή ετεροαπασχολούμενους (μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες). Συγκεκριμένα η μη μισθωτή εργασία από 680.800 ΕΜΕ το έτος 1990 περιορίστηκε στις 456.600 ΕΜΕ το 2009, εμφανίζοντας μια συρρίκνωση κατά 224.200 ΕΜΕ εντός της εικοσαετίας ή αλλιώς κατά το ένα τρίτο (32,9%).
Από την εξέταση της διαχρονικής κατανομής της απασχόλησης ανά κατηγορία (αυταπασχόληση, μισθωτή)23προκύπτει σημαντική αύξηση των μισθωτών εργαζόμενων με μόνιμη και εποχική απασχόληση στην αγροτική παραγωγή: συγκεκριμένα από 11,26% του συνόλου της απασχόλησης το 1993 σε 17,83% το 2007. Ταυτόχρονα σημειώνεται σημαντική υποχώρηση της απασχόλησης μελών της οικογένειας του κατόχου της εκμετάλλευσης από 41,44% της συνολικής απασχόλησης το 1993 σε 30,12% του συνόλου το 2007.
Η εξέταση της απασχόλησης ανά κατηγορίες εκμεταλλεύσεων με βάση το μέγεθος της κερδοφορίας τους (όπως αυτό καταγράφεται με βάση το ΤΑΚ)24, αναδεικνύει τη σαφή συσχέτιση και αντιστοίχιση της εξέλιξης της συνολικής απασχόλησης και των τύπων απασχόλησης με την οικονομική απόδοση των εκμεταλλεύσεων.
Στις κατηγορίες υψηλής κερδοφορίας η αναλογία κερδοφορίας προς απασχόληση είναι υψηλότερη. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται εάν λάβουμε υπόψη τη σαφώς υψηλότερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου στις κατηγορίες των εκμεταλλεύσεων με υψηλότερη κερδοφορία, στις οποίες ταυτόχρονα είναι πιο εκτεταμένη η αξιοποίηση μισθωτής εργατικής δύναμης.
  

ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ - ΕΚΜΗΧΑΝΙΣΗ - ΑΡΔΕΥΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Χαρακτηριστική είναι η αύξηση των Καθαρών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου25. Η σύγκριση μεταξύ των ετών 1993 και 2008 δείχνει αύξηση κατά 7,5 φορές περίπου. Συγκεκριμένα από 215,26 εκ. ευρώ το 1993 αυξάνονται σε 1593,49 εκ. ευρώ το 2008. Η εμφανιζόμενη, μετά το 2005, μεγάλη αύξηση των Καθαρών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου οφείλεται στην εφαρμογή Σχεδίων Βελτίωσης. Τα προγράμματα βελτίωσης περιλάμβαναν την υποχρεωτική ανανέωση του μηχανικού εξοπλισμού από την εκμετάλλευση, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι τέτοιου εξοπλισμού, με ταυτόχρονη δανειοδότηση του παραγωγού. Πρόκειται για κρατική παρέμβαση, στα πλαίσια της ΚΑΠ, στην κατεύθυνση ενίσχυσης της βιομηχανίας παραγωγής μηχανημάτων, με τόνωση των εισαγωγών εξοπλισμού από χώρες της ΕΕ, καθώς δεν υπάρχει εγχώρια βιομηχανία παραγωγής γεωργικών μηχανών. Η υλοποίηση αυτής της κατεύθυνσης συντείνει στην περαιτέρω ένταση της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ των χωρών στα πλαίσια της ΕΕ.
Σημαντικά για την εκτίμηση της εξέλιξης της εκμηχάνισης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι τα στοιχεία που αφορούν τον εξοπλισμό με αγροτικά μηχανήματα από όπου προκύπτουν τα ακόλουθα26Μείωση του συνολικού αριθμού αροτροκαλλιεργητών, θεριζοαλωνιστικών μηχανών. Αύξηση του αριθμού τρακτέρ, ενίσχυση των εκμεταλλεύσεων με φορητό ή σταθερό αρδευτικό εξοπλισμό.
Σημαντική αύξηση των τρακτέρ που ανήκουν αποκλειστικά σε μια εκμετάλλευση με υπερδιπλασιασμό των τρακτέρ για την κατηγορία εκμεταλλεύσεων με έκταση άνω των 20 εκταρίων.
Σημαντική είναι η μείωση για τους αροτροκαλλιεργητές. Μεταξύ των ετών 1997 και 2000 σημειώνουν κατακόρυφη πτώση: Σχεδόν υποδιπλασιασμός των ιδιόκτητων μηχανών. Ομως όσον αφορά τις εκμεταλλεύσεις με ιδιόκτητους αροτροκαλλιεργητές η μείωση δεν αφορά εκείνες τις εκμεταλλεύσεις με έκταση άνω των 50 εκταρίων.
Για τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές η συνολικά εμφανιζόμενη μείωση μηχανημάτων δεν αφορά και πάλι τις μεγαλύτερες σε έκταση ιδιοκτησίες, καθώς εμφανίζεται αύξηση του αριθμού μηχανών για εκμεταλλεύσεις με έκταση άνω των 30 εκταρίων.
Για τις θεριστικές μηχανές άλλου τύπου η συνολική αύξηση μεταξύ των ετών 2000-2005 (έτη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) για τις ιδιόκτητες οφείλεται κυρίως στις μεγαλύτερης έκτασης εκμεταλλεύσεις άνω των 10 εκταρίων.
Τέλος, όσον αφορά την άρδευση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ξεχωρίζει η σαφής ενίσχυση της κάλυψης με αρδευτικό εξοπλισμό για το σύνολο των εκμεταλλεύσεων. Παρατηρείται σχετική αύξηση του ποσοστού των αρδεύσιμων εκτάσεων σε σχέση με το 1990, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία του 2007 ανέρχεται στο 38,2% της ΧΓΕ27 από 30,88% της ΧΓΕ το 1990 αντίστοιχα, εξέλιξη που αναδεικνύει τη σαφή δυνατότητα για περαιτέρω επέκταση της αγροτικής παραγωγής. Βέβαια την ίδια στιγμή διαχρονικά μεγαλώνει η απόκλιση μεταξύ του ποσοστού των αγροτικών εκτάσεων που υπάρχει η δυνατότητα να αρδευθούν (αρδεύσιμες) και εκείνων που τελικά αρδεύονται, καθώς το 2007 οι αρδευόμενες εκτάσεις ανέρχονται στο 31,39% της ΧΓΕ, στοιχείο που μάλλον υποδηλώνει την εγκατάλειψη καλλιεργειών με ανάγκη άρδευσης. Εδώ αναδεικνύεται η αντίφαση μεταξύ της πραγματικής δυνατότητας ανάπτυξης της παραγωγής και της πραγματικότητας που διαμορφώνεται από την αστική και ευρωενωσιακή πολιτική.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ - ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ - ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

Για την ολοκληρωμένη μελέτη της εξέλιξης της εγχώριας αγροτικής παραγωγής πρέπει να εξεταστούν τα στοιχεία του όγκου παραγωγής και της εδαφικής απόδοσης, της έκτασης των εκμεταλλεύσεων και της διάρθρωσής τους με βάση την έκταση και την κερδοφορία, όπως αυτή εξετάζεται μέσω του ΤΑΚ, ανά βασικό προϊόν. Επιπλέον είναι σκόπιμο να εξεταστεί η παραγωγή ανά διοικητική περιφέρεια της χώρας για τα βασικά προϊόντα και η διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Σημαντική είναι η εξέταση των στοιχείων για την εξέλιξη εισαγωγών με βάση την προέλευσή τους και εξαγωγών με βάση τον προορισμό, στα βασικά διατροφικά προϊόντα, αλλά και για τα αγροτικά προϊόντα που αποτελούν σημαντική πρώτη ύλη για τη μεταποιητική βιομηχανία, καθώς και ο βαθμός κάλυψης των εγχώριων διατροφικών και λοιπών αναγκών. Μια τέτοια ολοκληρωμένη παρουσίαση ξεπερνά όμως την έκταση και τους σκοπούς ενός άρθρου συνοπτικής παρουσίασης της εξέλιξης της αγροτικής παραγωγής. Κατά συνέπεια στη συνέχεια παρατίθενται συνοπτικά οι εξελίξεις στον όγκο παραγωγής των βασικών προϊόντων, η εξέλιξη στην αυτάρκεια των βασικών προϊόντων και η συμμετοχή των περιφερειών στην παραγωγή βασικών αγροτικών προϊόντων.

ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΣΤΟΝ ΟΓΚΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Η εφαρμογή της ευρωενωσιακής ΚΑΠ επιδρά στην εξέλιξη του όγκου και της διάρθρωσης της αγροτικής παραγωγής. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η συρρίκνωση της παραγωγής σε μια σειρά προϊόντων, καθώς από το 2007 έχει αλλάξει ο τρόπος καταβολής επιδοτήσεων και έχει αποδεσμευτεί από τον όγκο παραγωγής με συνέπεια το 70% του συνόλου της επιδότησης να καταβάλλεται με βάση την έκταση και το 30% με βάση τον όγκο παραγωγής της καλλιέργειας. Ταυτόχρονα η εφαρμογή των ποσοστώσεων οδηγεί σε άμεση καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων κάτι που απεικονίζεται περίτρανα στην τεράστια μείωση της παραγωγής ζάχαρης, η οποία επιβλήθηκε στη βάση εμπορικών συμφωνιών των ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γερμανία-Γαλλία) με τη Βραζιλία για την εισαγωγή ζάχαρης.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης την επίδραση που έχει ο έλεγχος της αγοράς αγροτικών πρώτων υλών και εφοδίων από τα μονοπώλια, χωρίς να έχει ακόμα αυτή αποτυπωθεί στατιστικά, στον όγκο παραγωγής στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της. Από το φθινόπωρο του 2011 η γενική τάση είναι να μη χορηγούνται επί πιστώσει πρώτες ύλες και εφόδια στους φτωχούς και μεσαίους αγρότες.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε συνοπτικά την εξέλιξη της παραγωγής σε βασικές καλλιέργειες και προϊόντα από το 1981 μέχρι το 2009. Επικεντρώνουμε στις αροτραίες καλλιέργειες, διακρίνοντας περαιτέρω σε σιτηρά και σε λοιπές αροτραίες καλλιέργειες, στις λοιπές καλλιέργειες (Κηπευτικές, Δενδρώδεις, Αμπελουργία), στο κρέας και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Παραθέτουμε επίσης ορισμένα επικαιροποιημένα συγκεντρωτικά στοιχεία όπως καταγράφονται σε σχετική έκθεση της ΠΑΣΕΓΕΣ για το 2010.

Σιτηρά

Οσον αφορά συγκεκριμένα τα σιτηρά, προκύπτει η διαχρονικά σημαντική μείωση του όγκου παραγωγής από 5.361.700 τόνους το 1981 σε 4.098.100 το 201028, δηλαδή μείωση κατά 23,6%, εμφανίζοντας βεβαίως έντονες διακυμάνσεις, όπως για παράδειγμα η παραγωγή του 2009. Παρατηρείται όμως σημαντική ενίσχυση της στρεμματικής απόδοσης των καλλιεργειών σιτηρών από 331 κιλά/στρέμμα το 1981 σε 403 κιλά/στρέμμα το 2010, περισσότερο σημαντική για την καλλιέργεια σίκαλης, βρώμης, αραβοσίτου και ρυζιού, αν και βρίσκεται σε κάμψη μετά το 2000.
Οσον αφορά την παραγωγή των διαφορετικών ειδών σιτηρών, περιορίζεται σημαντικά η παραγωγή μαλακού σίτου στο 20% της παραγωγής του 1981, αντίθετα ενισχύεται, όχι όμως ανάλογα, η παραγωγή σκληρού σίτου. Εμφανίζεται σημαντική αύξηση στην παραγωγή αραβοσίτου, λιγότερο σημαντική στην παραγωγή ρυζιού και βρώμης, ενώ περιορίζεται, στο εύρος της περιόδου 1981 -2010, η παραγωγή κριθαριού, παρότι μετά το 2003 ενισχύεται σταθερά.
Προκύπτει η διαχρονική μείωση του όγκου παραγωγής σιτηρών έως και το 2007 που είναι η χρονιά κατά την οποία η παραγωγή τους φτάνει στο ελάχιστο σημείο της από το 1981 και αντίστοιχα κορυφώνεται η εξέλιξη των εισαγωγών. Ωστόσο η παραγωγή κάνει άλμα κατά το 2009, επανερχόμενη στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 1990, αλλά μειώνεται το αμέσως επόμενο έτος (2010). Μένει να αποδειχτεί κατά πόσο η τάση αυτή θα διατηρηθεί, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραγωγή σιτηρών επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις των τιμών στις διεθνείς αγορές πρώτων υλών και τροφίμων, κατά συνέπεια και η ΚΑΠ με τις δεσμεύσεις που επιβάλλει.
Οσον αφορά την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης29 προκύπτει ότι το ισοζύγιο ήταν πλεονασματικό έως και το 1995 (βαθμός αυτάρκειας 105,2%), ενώ μετά από αυτό το χρονικό σημείο η εγχώρια κατανάλωση πλέον καλύπτεται μόνο μέσω των εισαγωγών. Η εγχώρια κατά κεφαλή κατανάλωση αυξάνεται από το 1981 έως και το έτος 2007 (σχεδόν κατά 80%) και αποκλιμακώνεται στη συνέχεια. Ενδεικτικά κατά το έτος 2007 ο βαθμός κάλυψης των εγχώριων αναγκών έφτασε μόλις το 63,5%, ενώ εκτοξεύεται το 2009 στο 86,8% λόγω της αύξησης της παραγωγής αλλά και μικρής κάμψης της κατανάλωσης. Οσον αφορά τις εισαγωγές για κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης, φαίνεται ότι τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές σιτηρών από τη χώρα καταλαμβάνουν οι εισαγωγές από χώρες της ΕΕ έως και το έτος 2000, ενώ η τάση αυτή αντιστρέφεται στη δεκαετία του 2000, οπότε κερδίζουν μερίδιο οι εισαγωγές από χώρες εκτός ΕΕ. Οι εξαγωγές εμφανίζουν διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Ως προς τον προορισμό τους είναι διαφοροποιημένες και κατευθύνονται κυρίως προς τις χώρες της ΕΕ, αλλά και προς χώρες εκτός ΕΕ.
Βεβαίως ο βαθμός κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης δεν είναι αντίστοιχος για όλες τις κατηγορίες των σιτηρών. Η παραγωγή είναι σταθερά πλεονασματική όσον αφορά το σκληρό σιτάρι και αντίστοιχα προσεγγίζει την πλήρη κάλυψη της κατανάλωσης για τη σίκαλη. Αντίστοιχα σε υψηλότερα επίπεδα ως προς το βαθμό κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης εμφανίζεται η παραγωγή βρώμης. Τέλος σε σχέση με την παραγωγή ρυζιού, το ισοζύγιο είναι σταθερά πλεονασματικό όλα τα τελευταία έτη.

Λοιπές αροτραίες καλλιέργειες

Για το σύνολο των αποξηραμένων οσπρίων προκύπτει κατακόρυφη μείωση της παραγωγής30, το 2009 βρίσκεται στο 35% του 1981, ενώ η μείωση είναι μεγαλύτερη για την καλλιέργεια φασολιών. Εμφανίζεται μόνο μια περιορισμένη αύξηση της στρεμματικής απόδοσης μεταξύ των ετών 1981-2009. Η μέγιστη στρεμματική απόδοση εμφανίζεται το έτος 1997. Σημαντική αύξηση της στρεμματικής απόδοσης εμφανίζεται μόνο για την καλλιέργεια κουκιών - φάβας κατά το έτος 2010.
Η εξέλιξη του όγκου παραγωγής των οσπρίων απεικονίζεται και στο βαθμό αυτάρκειας31, όπου παρατηρούμε ότι ο δείκτης αυτάρκειας από 85,1% το 1981 κατέρχεται στο 41,2% το 2007 με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξέλιξη των εισαγωγών.
Στην καλλιέργεια πατάτας ο όγκος παραγωγής μειώθηκε το 2010 στο ελάχιστο από το 198132. Η στρεμματική απόδοση εμφανίζει αξιοσημείωτη ενίσχυση: από 1.562 κιλά ανά στρέμμα το 1981 αυξάνεται σε 2.689 κιλά ανά στρέμμα το 2010, ενώ ο βαθμός αυτάρκειας μειώνεται συνεχώς για να φτάσει το 68,2% το 2009 από 105,5% το 198133.
Στην καλλιέργεια ζαχαρότευτλου σημειώνεται σημαντική μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης από το 1997, ενώ είναι κατακόρυφη η μείωση μετά το 2005. Αντίστοιχη είναι η μείωση του όγκου παραγωγής34, ενώ εμφανίζεται αυξημένη η στρεμματική απόδοση της καλλιέργειας μέσα στο 2010. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται άμεσα με την πολιτική απαξίωσης των κρατικών επενδύσεων σε βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ζάχαρης με την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής. Οσον αφορά την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης, μετά από αυτές τις εξελίξεις, σημειώνεται ότι ο βαθμός αυτάρκειας από 105,6% το 2003 έπεσε στο 46,5% το 200935.
Για τις καλλιέργειες των βιομηχανικών φυτών, δηλαδή ειδικότερα καπνού και βαμβακιού36, βλέπουμε ότι σημειώνεται μεγάλη μείωση στην παραγωγή καπνών μετά το 2005, ενώ σταδιακή μείωση εμφανίζεται και στην καλλιέργεια βαμβακιού μετά το 2005. Η διαπίστωση είναι κοινή τόσο για την έκταση των καλλιεργειών όσο και για τον όγκο των παραγόμενων προϊόντων, ενώ για τον καπνό η συρρίκνωση των καλλιεργειών συνοδεύεται και από πτώση της στρεμματικής απόδοσης των καλλιεργειών.

Κηπευτικές καλλιέργειες - Δενδρώδεις καλλιέργειες - Αμπελουργία

Η παραγωγή λαχανικών εμφανίζει μείωση διαχρονικά αν και με διακυμάνσεις. Κατά το 2007 βρέθηκε στο χαμηλότερο σημείο από το 198137. Η στρεμματική απόδοση δε σημειώνει κάμψη από το 1997 και ακόλουθα. Οσον αφορά την εξέλιξη του βαθμού κάλυψης38 των εγχώριων αναγκών, από 123,2% που ήταν το 1981 έφτασε στο 103,2% το 2000, ενώ καθώς δεν έχουμε το στοιχείο αυτό μετά το 2000, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχή μείωση της παραγωγής, μάλλον δεν καλύπτεται πλέον η εγχώρια κατανάλωση από την εγχώρια παραγωγή.
Σε σχέση με την καλλιέργεια οπωροφόρων, η ετήσια εξέλιξη του όγκου παραγωγής δείχνει ότι, παρά τις διακυμάνσεις, τελικά αυξάνεται39. Ο βαθμός κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης για τα νωπά φρούτα εκτός των εσπεριδοειδών είναι πλεονασματικός40 έως και το 2000 που διαθέτουμε το σχετικό στοιχείο.
Ο όγκος παραγωγής εσπεριδοειδών41 εμφανίζει γενικά αυξητική τάση, παρά τις διακυμάνσεις. Αντίστοιχα η παραγωγή πορτοκαλιών εμφανίζει αύξηση μετά τη συρρίκνωση της δεκαετίας του 1980. Το 2007 βρίσκεται πάνω από τα επίπεδα του 1981. Εντονη είναι η μείωση στον όγκο παραγωγής των λεμονιών. Οσον αφορά το βαθμό κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης εσπεριδοειδών42, γίνεται για πρώτη φορά ελλειμματικός το 2007 (98,8% βαθμός αυτάρκειας), ενώ τα προηγούμενα έτη κυμαινόταν σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα.
Οσον αφορά την εξέλιξη του όγκου παραγωγής ελιάς43, διαπιστώνεται ότι για τη συνολική παραγωγή υπάρχει ενίσχυση, παρά τις σημαντικές διακυμάνσεις, ανάλογα με το έτος. Προκύπτει μείωση της στρεμματικής απόδοσης μετά το 1997, αλλά και αυτή η μείωση εμφανίζει έντονες διακυμάνσεις από έτος σε έτος.
Οσον αφορά το βαθμό αυτάρκειας για την ελιά και το ελαιόλαδο44 προκύπτει ότι εμφανίζεται σταθερό πλεόνασμα στη βρώσιμη ελιά: Βαθμός αυτάρκειας 105,3% το 2007, ενώ για το ελαιόλαδο το ισοζύγιο είναι από τα πλέον πλεονασματικά στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων που καταγράφονται. Ο βαθμός αυτάρκειας για το ελαιόλαδο έφτασε το 150,7% το 2005, ενώ δεν έχουμε στοιχεία για τα μετέπειτα έτη.

Κρέας

Η ακαθάριστη εγχώρια παραγωγή κρέατος, εμφανίζει σημαντική συρρίκνωση σταθερά από το 1997 έως και το 2010 και βρίσκεται πολύ κάτω από τα επίπεδα του 198145.
Συγκεκριμένα, από 572.000 τόνους το 1981, το 2010 η ακαθάριστη εγχώρια παραγωγή έφτασε τους 491.000 τόνους. Στην ίδια περίοδο παρατηρείται ενίσχυση της κατανάλωσης κρέατος από 70 κιλά ετησίως κατά κεφαλή το 1981 σε 83 κιλά ετησίως κατά κεφαλή το 2006. Η αύξηση αυτή καλύφθηκε εξ ολοκλήρου μέσω εισαγωγών, έτσι ο βαθμός αυτάρκειας από 84% το 1981 περιορίστηκε στο 53% το 2010. Διαφορετικός είναι ο βαθμός αυτάρκειας ανά είδος κρέατος. Είναι ιδιαίτερα περιορισμένος ο βαθμός αυτάρκειας για το βοδινό κρέας (24% το 2010 - με μέγιστη τιμή 57% το 1981). Αντίστοιχα χαμηλό βαθμό αυτάρκειας διαθέτει η χώρα σε χοιρινό κρέας (39% το 2010). Αντίθετα σταθερά σχετικά υψηλός παραμένει ο βαθμός αυτάρκειας για το κρέας των αμνοεριφίων (87% το 2010) και πουλερικών (79% το 2010).

Γαλακτοκομικά Προϊόντα

Η παραγωγή γάλακτος στη χώρα εμφανίζει στασιμότητα από τη δεκαετία του 1980 με κάποιες διακυμάνσεις. Εμφανίστηκε σημαντική μείωση της ποσότητας παραγωγής μεταξύ των ετών 1981 (οπότε και έχουμε τη μέγιστη τιμή παραγωγής στην περίοδο που εξετάζουμε) και 198746.
Για τα νωπά προϊόντα γάλακτος47 (εκτός κρέμας γάλακτος) είναι σταθερά αυξητική η πορεία της παραγωγής ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ομως η κατανάλωση νωπών προϊόντων γάλακτος σε όλη αυτή την περίοδο αυξάνεται με πιο γρήγορο ρυθμό. Η κατά κεφαλή κατανάλωση γάλακτος αυξάνεται από 65,25 κιλά το 1981 σε 78,99 κιλά το 2009. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν καλύπτεται η εσωτερική κατανάλωση και υπάρχει μείωση του βαθμού αυτάρκειας από 99,05% το 1981 σε 85,94% το 2009.
Σημαντική αύξηση σημειώνει η παραγωγή πόσιμου γάλακτος στην περίοδο από το 1981 έως και το 2009. Βεβαίως η εγχώρια ετήσια κατανάλωση διευρύνεται πολύ γρηγορότερα, από 55,23 κιλά κατά κεφαλή το 1981 φτάνει στα 68,05 κιλά κατά κεφαλή το 2009 και αντίστοιχα ο βαθμός αυτάρκειας από 106,45% το 1981 περιορίζεται στο 85,10% για το έτος 2009. Οι εισαγωγές καθ’ όλη αυτήν την περίοδο προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το προϊόν κρέμα γάλακτος, παρότι η παραγωγή σχεδόν τριπλασιάζεται από το 1981 έως το 2009, δεν επαρκεί για την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 100% το 1981 συρρικνώνεται στο 60,34% το 2009, με αντίστοιχη μεγιστοποίηση των εισαγωγών αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.
Για το συμπυκνωμένο γάλα η εξέλιξη της παραγωγής δείχνει στασιμότητα, ενώ ταυτόχρονα και η κατανάλωση παραμένει στάσιμη σε χαμηλά επίπεδα. Η εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται κατά το πλείστον με εισαγωγές από χώρες της ΕΕ. Ενδεικτικά ο βαθμός αυτάρκειας ήταν 19,17% το 1981 κι έφτασε σε 22,11% το 2009.
Η παραγωγή βουτύρου συνολικά μειώνεται μεταξύ των ετών 1983-2009, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η κατανάλωση, με αποτέλεσμα ο βαθμός αυτάρκειας από 53,97% το 1983 να συρρικνωθεί σε 14,72% το 2009. Η εγχώρια κατανάλωση κι εδώ καλύπτεται με εισαγωγές αποκλειστικά προερχόμενες από χώρες της ΕΕ.
Η παραγωγή τυριού (σε όλες τις μορφές) αυξάνεται σημαντικά μεταξύ των ετών 1983 και 2009. Ταυτόχρονα η εγχώρια ετήσια κατανάλωση εμφανίζει ταχύτερη άνοδο. Ενδεικτικά από 20,22 κιλά κατά κεφαλή το 1983 φτάνει τα 31,04 κιλά κατά κεφαλή το 2009. Ως συνέπεια του παραπάνω ο βαθμός αυτάρκειας από 87,56% το 1981 μειώνεται σε 76,99% το 2009.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσίευση έκθεσης της ΠΑΣΕΓΕΣ για την αυτάρκεια των βασικών αγροτικών διατροφικών προϊόντων για το έτος 2010 προκύπτουν τα εξής48:
Το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 99,8% περίπου, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το χαμηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171%). Στο ελαιόλαδο και τις ελιές η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, καθώς η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δύο αυτά προϊόντα. Στο κρασί το ποσοστό αυτάρκειας ανέρχεται στο 108,12%. Στα εσπεριδοειδή τη μεγαλύτερη αυτάρκεια κατέχουν τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, ενώ στα λεμόνια η αυτάρκεια περιορίζεται στο 63%, στα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%), ενώ πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%.
Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 73,48%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (30%) και το υψηλότερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%). Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών - τυροκομικών προϊόντων η φέτα με ποσοστό αυτάρκειας 147% περίπου υπερβαίνει το μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%. Στο μέλι και στα αυγά καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92% και 91% αντίστοιχα.
  

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΝΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία που διαθέτουμε για το 2009 από την ΕΛΣΤΑΤ49 έχουμε τη δυνατότητα να εξετάσουμε πώς κατανέμεται η παραγωγή ανά Περιφέρεια και Νομό της χώρας. Εξετάζουμε τη διάρθρωση της παραγωγής στους βασικούς διατροφικούς κλάδους επικεντρώνοντας στις Αροτραίες καλλιέργειες, στις λοιπές καλλιέργειες (Κηπευτικές καλλιέργειες, Δενδρώδεις καλλιέργειες, Αμπελουργία) και στα βασικά κτηνοτροφικά προϊόντα. Στις Αροτραίες καλλιέργειες εξετάζουμε ξεχωριστά τη διάρθρωση της παραγωγής στα σιτηρά, στα όσπρια, στα βιομηχανικά φυτά, στα κτηνοτροφικά φυτά και στα πεπονοειδή.

Σιτηρά

Οσον αφορά το σκληρό σίτο, όπως βλέπουμε από την ποσοστιαία κατανομή της παραγωγής ανά περιφέρεια: το 31,29% της παραγωγής προέρχεται από τη Θεσσαλία, το 29,61% από την Κεντρική Μακεδονία, το 16,18% από τη Στερεά Ελλάδα -Εύβοια, το 12,60% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη. Η παραγωγή μαλακού σίτου κατανέμεται ως εξής: Δ. Μακεδονία 30,73%, Κ. Μακεδονία 26,78%, Αν. Μακεδονία - Θράκη 26,45%, Θεσσαλία 12,05%.
Η παραγωγή καλαμποκιού κατανέμεται ως εξής: Η Αν. Μακεδονία - Θράκη παράγει το 27,77% του συνόλου, η Κ. Μακεδονία το 26,21%, η Δ. Ελλάδα το 14,08%, η Θεσσαλία το 13,50%, η Δ. Μακεδονία το 8,11%. Οσον αφορά το ρύζι η Κ. Μακεδονία παράγει το 86,94% της συνολικής παραγωγής.
Η παραγωγή κριθαριού κατανέμεται: Το 22,81% προέρχεται από τη Θεσσαλία, το 22,32% από τη Δ. Μακεδονία, το 19,07% από την Κ. Μακεδονία, το 10,8% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη και το 9,04% από τη Στερεά Ελλάδα. Η παραγωγή βρώμης προέρχεται κατά 49% από τη Δ. Ελλάδα και το 64,47% της συνολικής παραγωγής σίκαλης από τη Δ. Μακεδονία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτει ότι Περιφέρειες με τη μεγαλύτερη βαρύτητα όσον αφορά τη διατροφική κάλυψη του πληθυσμού με σιτηρά είναι η Κ. Μακεδονία, ενώ ακολουθούν Θεσσαλία, η Αν. Μακεδονία - Θράκη και η Δ. Μακεδονία.

Οσπρια

Οσον αφορά τα φασόλια το 30,85% της παραγωγής προέρχεται από τη Δ. Μακεδονία, το 16,34% από τη Δ. Ελλάδα, το 15,26% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη, το 13,36% από τη Στερεά Ελλάδα - Εύβοια. Στην παραγωγή φακής πρώτη έρχεται η Θεσσαλία με το 51,92% του συνόλου και ακολουθούν η Αν. Μακεδονία - Θράκη με 22,23% και η Δ. Μακεδονία με 12,20%.

Βιομηχανικά φυτά

Η παραγωγή καπνού κατανέμεται ως εξής: το 53,88% προέρχεται από την Κ. Μακεδονία και το 37,85% από την Αν. Μακεδονία - Θράκη. Το 41,81% της συνολικής παραγωγής βάμβακος προέρχεται από τη Θεσσαλία, ενώ ακολουθεί η Κ. Μακεδονία με 25,12% , η Αν. Μακεδονία - Θράκη με 15,72% και η Στερεά Ελλάδα με 13,92%. Στην παραγωγή ζαχαρότευτλων το 56,43% προέρχεται από την Κ. Μακεδονία και ακολουθούν η Αν. Μακεδονία - Θράκη με 24,21% του συνόλου και η Θεσσαλία με 11,44%. Η παραγωγή Ηλίανθου προέρχεται κυρίως από την Αν. Μακεδονία -Θράκη κατά 83,95%.

Κτηνοτροφικά φυτά

Οσον αφορά τους κτηνοτροφικούς καρπούς η εικόνα δείχνει μεγάλη διασπορά της συνολικής παραγωγής. Παρόλα αυτά ξεχωρίζουν η Κ. Μακεδονία με 33,99% της συνολικής παραγωγής, η Θεσσαλία με 19,70% και ακολουθούν η Δ. Μακεδονία με 8,44% και η Κρήτη με 8,36%.

Πεπονοειδή και πατάτες

Η παραγωγή των πεπονοειδών (καρπούζια-πεπόνια) προέρχεται κατά 37,73% από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, ακολουθεί με 15,38% η Περιφέρεια Θεσσαλίας, με 11,38% η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και με 10,4% η Περιφέρεια Πελοποννήσου.
Η παραγωγή πατάτας κατανέμεται: Το 27,82% προέρχεται από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, το 13,45% από την Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας Θράκης, το 12,67% από την Περιφέρεια Πελοποννήσου και το 11,12% από την Περιφέρεια Κρήτης.

Κηπευτικές καλλιέργειες

Η παραγωγή βιομηχανικής τομάτας κατανέμεται στις περιφέρειες ως εξής: στη Θεσσαλία 43,44%, στη Στερεά Ελλάδα 21,20%, στη Δ. Ελλάδα 17,94% και στην Κ. Μακεδονία το 11,51%. Στην παραγωγή νωπής τομάτας το 24,57% ανήκει στην Περιφέρεια Κρήτης, το 13,88% στην Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας, το 13,38% στην Περιφέρεια Πελοποννήσου και το 11,94% στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Στην παραγωγή ξερών κρεμμυδιών το 65,89% του συνόλου προέρχεται από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Ενώ οι Περιφέρειες που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής των υπόλοιπων κηπευτικών είναι: Η Κ. Μακεδονία, η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και η Κρήτη.

Αμπελουργικά προϊόντα

Η παραγωγή μούστου κατανέμεται ομοιόμορφα σε περισσότερες Περιφέρειες ως εξής: Δ. Ελλάδα με 15,83%, Πελοπόννησος με 15,39%, Κρήτη με 15,35%, Θεσσαλία με 14,92% και Στερεά Ελλάδα με 10,72%. Η παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών προέρχεται: από την Πελοπόννησο κατά 37,15%, την Αν. Μακεδονία - Θράκη κατά 32,93% και την Κ. Μακεδονία κατά 13,56%. Στην παραγωγή Κορινθιακής Σταφίδας κυριαρχούν η Δυτική Ελλάδα με 44,72% και ακολουθεί η Πελοπόννησος με 44,03%. Τέλος στην Κρήτη παράγεται το 82,88% της ποικιλίας σταφίδας Σουλτανίνα.

Αλλα δενδροκομικά προϊόντα

Η παραγωγή λεμονιών συγκεντρώνεται στη Δ. Ελλάδα κατά 35,94%, στην Πελοπόννησο κατά 17,91% και ακολουθούν η Κρήτη με 11,67%, το Ν. Αιγαίο με 9,79% και τα Ιόνια με 9,71%. Η παραγωγή πορτοκαλιών συγκεντρώνεται κατά 68,34% στην Πελοπόννησο. Η παραγωγή μανταρινιών συγκεντρώνεται στην Περιφέρεια Ηπείρου κατά 46,77% και στην Πελοπόννησο κατά 33,77%. Η παραγωγή αχλαδιών συγκεντρώνεται στη Θεσσαλία κατά 33,97% και ακολουθεί η Κ. Μακεδονία με 29,26% και η Πελοπόννησος με 10,38%. Η παραγωγή μήλων προέρχεται κατά 32,68% από την Κ. Μακεδονία, κατά 31,16% από την Θεσσαλία και κατά 25,21% από τη Δ. Μακεδονία. Η παραγωγή ροδάκινου συγκεντρώνεται κατά 90,70% στην Κ. Μακεδονία. Η παραγωγή βερίκοκου κατά 63,87% στην Πελοπόννησο και κατά 25,29% στην Κ. Μακεδονία, η οποία επίσης συγκεντρώνει το 72,83% της παραγωγής κερασιού.
Οσον αφορά την παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς, αυτή συγκεντρώνεται: στη Στερεά Ελλάδα κατά 26,73%, στην Κ. Μακεδονία κατά 26,05% και στη Δ. Ελλάδα κατά 16,06%.
Αντίστοιχα οι ελιές για ελαιοπαραγωγή, συγκεντρώνονται κατά 33,56% στην Κρήτη και κατά 29,64% στην Πελοπόννησο.

Βασικά κτηνοτροφικά προϊόντα

Στην παραγωγή γάλακτος και κρέατος την πρωτοκαθεδρία έχει η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας που καταλαμβάνει το 24,70% της συνολικής γαλακτοπαραγωγής και το 18,59% της συνολικής παραγωγής κρέατος. Ακολουθούν στην γαλακτοπαραγωγή: η Θεσσαλία με 14,72% του συνόλου και η Πελοπόννησος με 13,51%, ενώ η Δ. Ελλάδα παράγει το 11,10% του γάλακτος. Στην παραγωγή κρέατος την Κ. Μακεδονία ακολουθούν: η Ηπειρος με 16,05%, η Στερεά με 11,96%, η Πελοπόννησος με 11,68% και η Θεσσαλία με 10,71%.
Στην παραγωγή τυριού προηγείται η Περιφέρεια της Θεσσαλίας με το 28,98% της συνολικής παραγωγής μαλακού τυριού και το 28,59% του σκληρού τυριού. Στην παραγωγή μαλακού τυριού ακολουθούν η Πελοπόννησος με 15,75% και η Ηπειρος με 15,74% της συνολικής παραγωγής. Ενώ στην παραγωγή σκληρού τυριού τη Θεσσαλία ακολουθεί η Κρήτη με 21,72% και η Ηπειρος με 12,71% της συνολικής παραγωγής.
Στην παραγωγή αυγών η Περιφέρεια Αττικής προηγείται συγκεντρώνοντας το 29,30% και ακολουθεί η Πελοπόννησος με 14,5% και η Ηπειρος με 13,35%. Τέλος στην ιχθυοπαραγωγή προηγείται η Στερεά Ελλάδα με 23,85% και ακολουθούν η Δ. Ελλάδα με 20,60%, η Πελοπόννησος με 15,58% και η Ηπειρος με 15,30%.

ΣΥΝΟΨΗ ΠΡΩΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτουν τα ακόλουθα πρώτα συμπεράσματα:
Η συνολική έκταση της γεωργικής γης παραμένει σταθερή σε σχέση με τη δεκαετία του 1980.
Η μέση έκταση της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα παραμένει πολύ μικρή, από τις μικρότερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ενώ διατηρείται σταθερός ο συνολικός αριθμός αγροτικών εκμεταλλεύσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Πολλές μικρές -ως προς την έκταση- εκμεταλλεύσεις διατηρούνται χωρίς παραγωγική δραστηριότητα, προς είσπραξη επιδοτήσεων.
Η συγκέντρωση της γεωργικής γης σε μεγάλες -ως προς την έκταση- εκμεταλλεύσεις καθυστερεί, ωστόσο εξελίσσεται με αργό αλλά σταθερό ρυθμό. Επιπλέον ενισχύεται η τάση υπενοικίασης γεωργικών εκτάσεων. Αξιοσημείωτη είναι αύξηση του αριθμού των πολύ μικρών -ως προς την έκταση- εκμεταλλεύσεων, που οφείλεται στο εικονικό μοίρασμα γης και εκμεταλλεύσεων μεταξύ μελών της οικογένειας, κυρίως για λόγους φορολογικούς.
Καθυστερεί η συγκέντρωση τόσο της έκτασης όσο και της συνολικής κερδοφορίας σε μεγάλες -ως προς την κερδοφορία- εκμεταλλεύσεις.
Οι εκμεταλλεύσεις με ζωικό κεφάλαιο αποτελούν το 43% του συνόλου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ενώ εμφανίζει σημαντική μείωση ο συνολικός αριθμός τους.
Παρατηρούμε πιο έντονη τάση συγκέντρωσης του ζωικού κεφαλαίου σε εκμεταλλεύσεις μεγάλες ως προς τον αριθμό ζώων που κατέχουν.
Παρατηρείται μείωση των αυτοαπασχολουμένων αγροτών και των μελών των οικογενειών τους που εργάζονται στην αγροτική παραγωγή και ενίσχυση της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερα στις κατηγορίες υψηλής κερδοφορίας.
Οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξάνονται μετά το 2005. Από το 1990 έως το 2007, πριν την εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα, καταγράφεται μείωση του εξοπλισμού σε μηχανήματα, εκτός της κατηγορίας των τρακτέρ και του αρδευτικού εξοπλισμού.
Ενισχύεται η δυνατότητα άρδευσης εκτάσεων με ταυτόχρονη μείωση των εκτάσεων που τελικά αρδεύονται.
Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα υψηλό βαθμό αυτάρκειας σε αρκετά αγροτικά προϊόντα και παρουσιάζει ανισομετρία στην αγροτική παραγωγή σε επίπεδο περιφερειών.
Οι διοικητικές περιφέρειες της χώρας με τη μεγαλύτερη συμβολή στην κάλυψη των βασικών διατροφικών αναγκών είναι η Κ. Μακεδονία και η Θεσσαλία.
Τα αγροτικά - διατροφικά προϊόντα με το χαμηλότερο βαθμό διατροφικής αυτάρκειας (κάτω από 63%) ενδεικτικά είναι: λεμόνια, γάλα αγελαδινό, ρεβίθια, κριθάρι, ζάχαρη, κεφαλοτύρι, φακές, χοιρινό κρέας, φασόλια, σιτάρι μαλακό, κρέας βόειο.
Σχετικά με τις μεταβολές της παραγωγής σε βασικά προϊόντα, καταγράφονται οι ακόλουθες τάσεις:
1. Μείωση της παραγωγής σιτηρών, λόγω κυρίως της μεγάλης μείωσης στην παραγωγή μαλακού σίτου. Μείωση της παραγωγής ξερών οσπρίων, πατάτας, βάμβακος και λαχανικών. Μεγάλη μείωση της παραγωγής ζαχαρότευτλων και καπνού. Μείωση της παραγωγής των αμπελώνων σε επιτραπέζια σταφύλια, σταφύλια οινοπαραγωγής και σταφίδα.
2. Αύξηση της παραγωγής ροδάκινου και νεκταρινιού, φράουλας, ακτινίδιου. Αύξηση της παραγωγής εσπεριδοειδών, λόγω κυρίως της καλλιέργειας πορτοκαλιού, καθώς μειώνεται σημαντικά η παραγωγή λεμονιών. Ενίσχυση της ελαιοπαραγωγής.
3. Ελάττωση της παραγωγής γάλακτος και κρέατος.
Ως συμπέρασμα σημειώνουμε τη σημαντική υποχώρηση της αγροτικής παραγωγής σε αρκετά βασικά προϊόντα, ενώ υπάρχουν οι κλιματολογικές συνθήκες για την ανάπτυξή τους.

 ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Με βάση τα παραπάνω γίνονται αντιληπτές οι υπαρκτές σημαντικές δυνατότητες της εργατικής εξουσίας να διασφαλίσει την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής σε βαθμό που να ικανοποιεί τόσο τις διευρυνόμενες βασικές διατροφικές ανάγκες όσο και τις ανάγκες της βιομηχανικής παραγωγής σε πρώτες ύλες.
Απαλλαγμένος από τους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους και τις δεσμεύσεις της ΕΕ και γενικότερα των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός μπορεί να αξιοποιήσει την κοινωνικοποίηση της γης, τη δημιουργία μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, τις σύγχρονες κρατικές υποδομές και μέσα παραγωγής, το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό για να διασφαλίσει τη συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Σε αυτό το έδαφος μπορούν να διαμορφωθούν μεγάλες κρατικές παραγωγικές μονάδες, στις οποίες θα εργαστούν οι μη κατέχοντες γη εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα, αλλά και εργαζόμενοι άλλων ειδικοτήτων, με στόχο την κάλυψη ενός σημαντικού μέρους της εγχώριας παραγωγής και επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων. Παράλληλα θα αξιοποιηθούν αγροτικοί παραγωγικοί συνεταιρισμοί με δικαίωμα χρήσης της κρατικής γης ως μέσου παραγωγής. Οι συγκεκριμένοι συνεταιρισμοί διαφέρουν ριζικά από τους σημερινούς στο πλαίσιο του καπιταλισμού, π.χ. δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όχημα για τη συγκέντρωση της γης ούτε για αλλαγή της χρήσης της προς αποκόμιση κέρδους.
Σε αυτές τις συνθήκες οι αγροτοπαραγωγοί θα προτιμήσουν την ένταξή τους στους συνεταιρισμούς, γιατί θα διασφαλίσουν σημαντική βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους.
Κίνητρα για την προσέλκυσή τους στους συνεταιρισμούς θα αποτελέσουν η μείωση του κόστους παραγωγής χάρη στην κοινή συλλογική εργασία, η αξιοποίηση των κρατικών υποδομών και της επιστημονικής γνώσης για την προστασία και βελτίωση της αγροτικής παραγωγής, οι δυνατότητες ισομερισμένης αξιοποίησης του εργάσιμου χρόνου στο σύνολο του έτους με τις κατάλληλες αναδιαρθρώσεις της παραγωγής, οι γενικότερες βελτιώσεις στις υποδομές της παραγωγής, οι γενικότερες βελτιώσεις στις υποδομές παιδείας - υγείας - πολιτισμού που αναβαθμίζουν τις συνθήκες ζωής στο χωριό, στην κατεύθυνση εξάλειψης της αντίθεσης μεταξύ πόλης - χωριού.
Ο κεντρικός σχεδιασμός θα προσδιορίσει επιστημονικά τις αναλογίες του αγροτικού προϊόντος, το οποίο θα κατανέμεται μέσω της συνεταιριστικής αγοράς και του ενιαίου κρατικού μηχανισμού. Θα στηριχτεί τα πρώτα δύσκολα χρόνια της προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην υπαρκτή σημαντική μηχανοποίηση της γεωργίας, στη γρήγορη υπέρβαση της κατακερματισμένης χρήσης της γης, στο αρκετά υψηλό επίπεδο παραγωγής βασικών αγροτικών προϊόντων, στο σχετικά υψηλό βαθμό συγκέντρωσης που παρουσιάζει ήδη η κτηνοτροφία και η ιχθυοκαλλιέργεια. Θα διασφαλίσει επίσης σε σύντομο διάστημα φθηνή κάλυψη των ενεργειακών αναγκών και αναβάθμιση των υποδομών του αγροτικού τομέα (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, φυτικό και ζωικό κεφάλαιο, άρδευση, επιστημονική οργάνωση κλπ.), καθώς και αμοιβαία επωφελείς διεθνείς συμφωνίες.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα αξιοποιηθούν συνδυασμένα και αποτελεσματικά οι ενιαίοι κρατικοί φορείς στους κλάδους ενέργειας, κατασκευών, ύδρευσης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την κεντρικά σχεδιασμένη ισόρροπη επίδραση στο φυσικό περιβάλλον, προς αποφυγή καταστροφών.
Οι εξελίξεις στον αγροτικό τομέα υπογραμμίζουν ότι σήμερα στη χώρα μας υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, η οποία μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Αρκεί να ανασυνταχθεί το λαϊκό κίνημα, να πιστέψει στη δύναμή του και να βαδίσει με γραμμή ρήξης και ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις και να αποδείξει στην πράξη ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής θα απελευθερώσει τις μεγάλες αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
  

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΤΥΠΙΚΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

α) Ως ακαθάριστο κέρδος μιας γεωργικής εκμετάλλευσης νοείται η νομισματική αξία της ακαθάριστης παραγωγής, από την οποία αφαιρούνται οι αντίστοιχες ειδικές επιμεριζόμενες δαπάνες.
Ως Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος (ΤΑΚ) νοείται η αξία του ακαθάριστου κέρδους που αντιστοιχεί στη μέση κατάσταση μιας συγκεκριμένης περιοχής για κάθε κλάδο παραγωγής των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

β) Η ακαθάριστη αξία παραγωγής ισούται με το άθροισμα του ποσού της αξίας του (των ) βασικού (ών) και του (των) δευτερεύοντος (ων) προϊόντος (ων).
Οι αξίες αυτές υπολογίζονται πολλαπλασιάζοντας την κατά μονάδα παραγωγή (αφού αφαιρεθούν οι ενδεχόμενες ζημίες) με την τιμή κατά την έναρξη της εκμετάλλευσης χωρίς ΦΠΑ.
Η ακαθάριστη αξία παραγωγής περιλαμβάνει επίσης το ποσό των επιδοτήσεων που έχουν σχέση με τα προϊόντα, τις εκτάσεις ή/και με τα ζώα.

γ) Οι ειδικές επιμεριζόμενες δαπάνες ορίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:
1. για τους κλάδους φυτικής παραγωγής:
- οι σπόροι προς σπορά και τα φυτά προς φύτευση (που έχουν αγοραστεί ή έχουν παραχθεί στην εκμετάλλευση)
- τα αγορασθέντα λιπάσματα
- τα προϊόντα προστασίας των καλλιεργειών
- τα διάφορα ειδικά έξοδα στα οποία περιλαμβάνονται:
- το νερό για την άρδευση,
- η θέρμανση,
- η ξήρανση,
- τα ειδικά έξοδα εμπορίας (πχ διαλογή, καθαρισμός συσκευασία) και έξοδα μεταποίησης,
- τα ειδικά έξοδα ασφάλισης,
- οι λοιπές ειδικές δαπάνες
2. για τους κλάδους ζωικής παραγωγής:
- οι δαπάνες αντικατάστασης των ζώων
- η διατροφή των ζώων:
- οι συμπυκνωμένες τροφές (που έχουν αγοραστεί ή παραχθεί στην εκμετάλλευση),
- χονδροειδείς ζωοτροφές
- τα διάφορά ειδικά έξοδα στα οποία περιλαμβάνονται:
- τα κτηνιατρικά έξοδα
- τα έξοδα λοχείας της τεχνητής γονιμοποίησης,
- τα έξοδα ελέγχου της απόδοσης και τα συναφή,
- τα ειδικά έξοδα εμπορίας (π.χ. διαλογή, καθαρισμός, συσκευασία) και έξοδα μεταποίησης,
- τα ειδικά έξοδα ασφάλισης,
- οι λοιπές ειδικές δαπάνες.
Δε συμπεριλαμβάνονται στις ειδικές δαπάνες που πρέπει να αφαιρεθούν, αυτές που αφορούν εργασία, μηχανήματα, κτίρια, καύσιμα λιπαντικά, επισκευές και απόσβεση μηχανημάτων και υλικού, καθώς και η εργασία τρίτων. Ωστόσο, πρέπει να αφαιρούνται οι δαπάνες εργασίας τρίτων που παρέχονται για φύτευση και εκρίζωση φυτειών και ξήρανση.
Τα ειδικά έξοδα καθορίζονται με βάση τις τιμές παράδοσης στη γεωργική εκμετάλλευση χωρίς ΦΠΑ και αφού αφαιρεθούν οι επιδοτήσεις οι σχετικές με στοιχεία των δαπανών αυτών.

δ) Περίοδος παραγωγής
Τα ΤΑΚ αντιστοιχούν σε περίοδο παραγωγής 12 μηνών (ημερολογιακό έτος ή καλλιεργητική περίοδος).
Για τα φυτικά και ζωικά προϊόντα, για τα οποία η διάρκεια παραγωγής είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη των 12 μηνών, υπολογίζεται ένα ΤΑΚ που αντιστοιχεί στην απόδοση ή στην ετήσια παραγωγή 12 μηνών.

ΠΙΝΑΚΕΣ

 


 



 

 





 

 




  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Ηλίας Τσιμπουκάκης είναι συνεργάτης του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Στην εξέταση χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία για μια όσο το δυνατό πιο εκτεταμένη χρονική περίοδο. Το σύνολο των στοιχείων βρίσκονται στη Βάση Δεδομένων της Στατιστικής Υπηρεσίας της ΕΕ (EUROSTAT) και είναι σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέγει ετήσια η ΕΛΣΤΑΤ-Ελληνική Στατιστική Αρχή (πρώην ΕΣΥΕ), με βάση τον ενιαίο κανονισμό της ΕΕ για όλες τις χώρες-μέλη. Η πλήρης καταγραφή στοιχείων για το σύνολο των δεικτών ξεκινά από το 1990 και εκτείνεται έως το 2007. Οπου ήταν δυνατό χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία για τις προ του 1990 και μετά το 2007 χρονιές.
2. Ενα εκτάριο ισούται με 10 στρέμματα.
3. Το σύνολο των Πινάκων παρατίθενται στο Παράρτημα. Βλ. Πίνακα 1.
4. Πηγή: Eκδοση 2000 - European Commission - Eurostat: Farm Structure, Historical Results - Surveys from 1966/67 to 1997.
5. Βλ. Πίνακα 2 Παραρτήματος.
6. Το ESU (European Size Unit) χρησιμοποιείται από την EUROSTAT, από το 1986, ως μονάδα αποτίμησης του οικονομικού μεγέθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Είναι ισοδύναμη με ετήσιο Τυπικό Ακαθάριστο Κέρδος ίσο με 1200€ [για τον ορισμό του Τυπικού Ακαθάριστου Κέρδους (ΤΑΚ) βλ. Παράρτημα].
7. Βλ. Πίνακα 2 Παραρτήματος.
8. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων.
9. Πηγή: Εκδοση 2000, European Commission - Eurostat: Farm Structure, Historical Results - Surveys from 1966/67 to 1997.
10. Βλ. Πίνακα 1 Παραρτήματος.
11. Βλ. Πίνακα 3 Παραρτήματος.
12. Βλ. Πίνακα 1 και 3 Παραρτήματος.
13. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων.
14. Με βάση τον κανονισμό της EUROSTAT και κατά συνέπεια της ΕΛΣΤΑΤ.
15. Οπως αναφέρεται στον ορισμό: «Δεν συμπεριλαμβάνονται στις ειδικές δαπάνες που πρέπει να αφαιρεθούν, αυτές που αφορούν εργασία, μηχανήματα, κτίρια, καύσιμα λιπαντικά, επισκευές και απόσβεση μηχανημάτων και υλικού, καθώς και η εργασία τρίτων. Ωστόσο, πρέπει να αφαιρούνται οι δαπάνες εργασίας τρίτων που παρέχονται για φύτευση και εκρίζωση φυτειών και ξήρανση».
16. Βλ. κατηγορίες οικονομικού μεγέθους εκμεταλλεύσεων στους αντίστοιχους πίνακες στο Παράρτημα .
17. Βλ. Πίνακα 4 στο Παράρτημα.
18. Το LSU ή ΜΖΚ είναι μια μονάδα αναφοράς που διευκολύνει την κατά σύμβαση ομαδοποίηση των ζώων ανεξάρτητα από είδος και ηλικία. Η μονάδα σχετίζεται με τις απαιτήσεις διατροφής των ζώων, χρησιμοποιώντας ως μονάδα αναφοράς (=1 ΜΖΚ) μια αγελάδα γαλακτοπαραγωγής με απόδοση 3.000 kg γάλα ετησίως, χωρίς επιπρόσθετες συγκεντρώσεις ζωοτροφών.
19. Βλ. Πίνακα 5 Παραρτήματος.
20. Βλ. Πίνακα 6 Παραρτήματος.
21. Η μονάδα αυτή, για την Ελλάδα, αντιστοιχεί σε εργασία 2.200 ωρών ετησίως από εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης, ενώ αντίστοιχα ανάγεται σε αυτήν η μερική απασχόληση.
22. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων .
23. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων.
24. Βλ. Πίνακα 7 Παραρτήματος.
25. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων.
26. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων.
27. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων.
28. Βλ. Πίνακα 8 Παραρτήματος.
29. Βλ. Πίνακα 9 Παραρτήματος.
30. Βλ. Πίνακα 8 Παραρτήματος.
31. Βλ. Πίνακα 10 Παραρτήματος.
32. Βλ. Πίνακα 8 Παραρτήματος.
33. Βλ. Πίνακα 10 Παραρτήματος.
34. Βλ. Πίνακα 8 Παραρτήματος.
35. Βλ. Πίνακα 10 Παραρτήματος.
36. Βλ. Πίνακα 8 Παραρτήματος.
37. Βλ. Πίνακα 11 Παραρτήματος.
38. Βλ. Πίνακα 10 Παραρτήματος.
39. Βλ. Πίνακα 12 Παραρτηματος.
40. Βλ. Πίνακα 10 Παραρτηματος.
41. Βλ. Πίνακα 12 Παραρτηματος.
42. Βλ. Πίνακα 10 Παραρτήματος.
43. Βλ. Πίνακα 12 Παραρτήματος.
44. Βλ. Πίνακα 10 Παραρτήματος.
45. Βλ. Πίνακα 13 Παραρτήματος.
46. Βλ. Πίνακα 14 Παραρτήματος.
47. Βλ. Πίνακα 15 Παραρτήματος.
48. Βλ. Πίνακα 16 Παραρτήματος.
49. Επεξεργασία στατιστικών στοιχείων.