Ποτέ ξανά φασισμός
Οι πρόσφατες εξελίξεις επισπεύδουν τη δημοσίευση μιας ανάρτησης, που θα κολλούσε ίσως καλύτερα το νοέμβρη, στην επέτειο των 40χρονων του πολυτεχνείου.
Μετά την επταετία της χούντας των συνταγματαρχών κυριάρχησε το σύνθημα «ποτέ ξανά φασισμός». Αλλά με τα χρόνια άρχισε να επαναλαμβάνεται μηχανικά σαν τσιτάτο κι έπρεπε να σκάψεις βαθιά στη συνείδησή σου, κάτω από τη λάμψη τν πολιτικών-κινηματικών αστέρων που το είχαν για ψωμοτύρι, για να θυμηθείς την πραγματική του αξία. Ενώ στο τέλος κατέληξε να (μου) ακούγεται σαν εκείνο το «ποτέ ξανά πρωτάθλημα στον πειραιά», που τραγουδούσε το 96’ σε έκσταση ο… καπετάνιος βαρδινογιάννης. Κι όλοι θυμόμαστε τι ακολούθησε στη συνέχεια… Το πρώτο σερί τίτλων μάλιστα κράτησε ακριβώς μια επταετία, για να τηρηθεί η σημειολογία.
Η γραφική καρικατούρα στρατιωτικού συνδέσμου που ανακοίνωσε την κίνησή της για τις 28 σεπτέμβρη –λες και τα πραξικοπήματα προαναγγέλλονται επισήμως στο διαδίκτυο, για να μας δώσουν χρόνο να προετοιμαστούμε- ενεργοποίησε ξεχασμένα αντανακλαστικά στον κόσμο του κινήματος και σκόρπισε ερωτηματικά. Λες να ξαναζήσουμε τη φρίκη του φασισμού –που ήδη την ξαναζούμε ως ένα βαθμό- και να δούμε μια σύγχρονη εκδοχή χούντας των έφεδρων αξιωματικών; Και το πρωί του σαββάτου ξυπνήσαμε με αγωνία να δούμε το ιστορικό πρωτοσέλιδο της αυγής «γιατί δε θα γίνει πραξικόπημα στην ελλάδα». Αντ’ αυτού όμως είδαμε στις οθόνες το θρίαμβο της αστικής δημοκρατίας, που έπιασε τους σύγχρονους χουντικούς με τις πιτζάμες.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή ως τραγωδία, όπως κι η χούντα είχε αναβιώσει μια κωμικοτραγική εκδοχή-καρικατούρα του παρελθόντος με τις φιέστες αρχαιοελληνικού μεγαλείου. Και σήμερα το κράτος φαίνεται να διαλύει το παρακράτος, όπως τότε, το 67’, το παρακράτος φαινόταν να καταλύει το κράτος. Αλλά τα φαινόμενα απατούν μόνο όσους δεν έχουν ταξικό κριτήριο. Ποια είναι λοιπόν τα ταξικά διδάγματα που βγάζουμε από την ιστορική μας πείρα, για να μην ξαναζήσουμε τη φαρσοτραγωδία των απριλιανών και των ιδεολογικών τους απογόνων;
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι τι ήταν αυτό που καθόρισε την επιβολή της χούντας, την αναγκαιότητα και τους σκοπούς της. Αν δε μοιραζόμαστε τις επαναστατικές ονειρώξεις των αριστεριστών ότι στην περίοδο των ιουλιανών η εξουσία κυλούσε στους δρόμους, περιμένοντας να απλώσουμε το χέρι και να την πάρουμε, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν προέκυπτε η ύπαρξη κάποιας σοβαρής κι οργανωμένης απειλής για την αστική εξουσία –κι αυτό φάνηκε τις πρώτες μέρες της (εύκολης) επικράτησής της, που ήρθε κατ’ ουσίαν χωρίς αντίπαλο. Πόσο μάλλον που η πολιτική γραμμή του κόμματος εκείνη την περίοδο το ευνούχιζε, το άφηνε χωρίς κομματικές οργανώσεις και το καθιστούσε ουρά της ‘προοδευτικής-ριζοσπαστικής’ πτέρυγας του αστικού πολιτικού κόσμου.
Συνεπώς πρέπει να αναζητήσουμε βαθύτερα τα αίτιά της και να τα εξετάσουμε παράλληλα με το συναρτώμενο ερώτημα: τι ήταν αυτό που επέβαλε την πτώση της δικτατορίας; Η εξέγερση του πολυτεχνείου ήταν αναμφίβολα ηρωική στιγμή και κορύφωση της αντίστασης στην χούντα, αλλά απείχε αρκετά από το να γκρεμίσει το καθεστώς των συνταγματαρχών. Αυτό που όντως έκανε –κι είναι μια πολύτιμη συνεισφορά, που δεν ακυρώνεται- είναι πως έκαψε το χαρτί της φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος και την ‘ομαλή μετάβαση’ σε μια κουτσουρεμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία με περιορισμένες ελευθερίες και δικαιώματα
Μια κίνηση που με διαφορετικούς όρους και ζητούμενα θυμίζει ίσως τη σημερινή προσπάθεια της κυβέρνησης σαμαρά να αναβαπτιστεί στα δημοκρατικά ιδεώδη, όπου καμία θέση δεν έχει ο ναζισμός και τα άκρα, κτλ, κτλ.
Η αρχή και το τέλος της χούντας συνδέονται και με μια σειρά διεθνείς παραμέτρους: το πρώτο πείραμα μπανανίας στην ευρώπη, η κύπρος και ο αττίλας, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στην περιοχή και η σύγκρουση με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Πρωτίστως όμως ήταν ένας ελιγμός για την καλύτερη διαχείριση της λαϊκής οργής, που θα καθίστατο πολύ επικίνδυνη αν γκρέμιζε με τη δυναμική της το απριλιανό καθεστώς. Ενώ με αυτή την ‘ομαλή μετάβαση’ (που θύμιζε εν μέρει τελετή παραλαβής-παράδοσης) η αστική εξουσία πρόλαβε τα χειρότερα και απέκτησε συγκυριακό πλεονέκτημα που το εξαργύρωσε με το περιβόητο δίλημμα «καραμανλής ή τανκς».
Που προσπαθεί να το αντιγράψει σα φάρσα και σήμερα με το αντίστοιχο «σαμαράς ή τάγματα εφόδου» -λες και δεν προέρχονται από την ίδια μήτρα- και με το σύγχρονο παπανδρέου να περιμένει στη γωνία. Κι είναι εντυπωσιακό πόσο εύκολα εγκλωβίζονται σε αυτά τα ψευδοδιλήμματα όσοι πίνουν νερό στο όνομα της (γενικής κι αφηρημένης) δημοκρατίας, κι αρνιούνται να θέσουν το πραγματικό δίλλημα της εποχής: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Ή όπως θα ‘λεγε και το λαϊκό στρώμα (που κοροϊδεύει την κοινωνία και δεν πρόκειται να γράψει ποτέ το τρίτο μέρος): χούντα του προλεταριάτου ή χούντα του αστάτου.
Αν κοιτάξουμε σήμερα ωστόσο τη διεθνή διπλωματική σκακιέρα, θα διαπιστώσουμε ότι η «πολιτική μόδα» των μπανανιών έχει αλλάξει και ότι οι σύγχρονες τάσεις είναι οι διάφορες πολύχρωμες επαναστάσεις του φέισμπουκ και του πληκτρολογίου, σαν τα λουλούδια της αραβικής (ή μήπως τσεχοσλοβάκικης;) άνοιξης και το αγωνιστικό προκάλυμμα της εκάστοτε δικτατορίας. Στα πλαίσια αυτά θα μπορούσε ίσως να μας προβληματίσει η αξιολόγηση του χαρακτήρα του κινήματος των αγανακτισμένων στις πλατείες, τα πειράματα κι οι βαθύτεροι στρατηγικοί σχεδιασμοί εκείνης της περιόδου.
Το πιο σημαντικό όμως, πέρα από τις εικασίες, είναι να καταλάβουμε πως σήμερα η αστική τάξη δε φαίνεται να έχει ανάγκη στο άμεσο μέλλον από κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα για να θωρακίσει την εξουσία της. Όχι γιατί έχει χωρίσει τα τσανάκια της από το φασισμό, αλλά ακριβώς εξαιτίας της σύγκλισης της αστικής δημοκρατίας με το φασισμό, η οποία συντελείται ραγδαία το τελευταίο διάστημα· ή με άλλα λόγια εξαιτίας του ταχύτατου εκφασισμού της αστικής δημοκρατίας εν καιρώ κρίσης, που δεν είναι τίποτα άλλο από τη δικτατορία του κεφαλαίου.
Το σύστημα χρειάζεται δυνατή την χρυσή αυγή, ανεξάρτητα από το όνομά της και το φορέα που θα την εκφράζει πιο πιστά. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν οφείλουμε να εξετάσουμε και τη διαβόητη ντιρεκτίβα-συμβουλή από οθόνης του ινστρούχτορα μπάμπη προς την χρυσή αυγή να σοβαρευτεί. Κάποιοι λένε πως η δολοφονία του παύλου φύσσα και τα γεγονότα που ακολούθησαν ξεγύμνωσαν την πολιτική σκέψη του μπάμπη και τον ανάγκασαν σε πολιτική στροφή 180 μοιρών. Στην πραγματικότητα ωστόσο η σκηνοθεσία του μπάμπη δικαιώθηκε στο έπακρο, με έξοχες ερμηνείες από τους βασικούς πρωταγωνιστές. Η δημοκρατία νικά κι ενσωματώνει τους ‘εχθρούς’ της, η σοβαρή χρυσή αυγή καλείται να αφήσει στην άκρη τις ακρότητες των άκρων και να στηρίξει ανοιχτά το πολιτικό σύστημα, ενώ την ίδια στιγμή ο εγκληματικός βραχίονας του υπόκοσμου παραμένει στην υπηρεσία του συστήματος, όπως επίσης κι οι αιτίες που γεννάνε και θεριεύουν το φασισμό.
Κι έζησαν αυτοί δημοκρατικά κι εμείς φτωχότερα πανηγυρίζοντας για τη νίκη του κινήματος..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου