14 Αυγ 2013

Αϊσέ, η μικρή αδελφή της Αννας

Αϊσέ, η μικρή αδελφή της Αννας
Στην Αϊσέ και στην Αννα και στη Ραχήλ και στη Γιασμίν και σ' όλα τα κοριτσάκια που γνώρισαν καλά τα «πώς» του μίσους κι έφυγαν χωρίς να καταλάβουν ποτέ τα «γιατί»...
Ο Τεύκρος Μιχαηλίδης
Ηρθαν πάλι. Σήμερα το πρωί. Χαράματα ξύπνησα απ' το βουητό τους. Στην αρχή, ο ήχος τους μοιάζει μ' αυτόν του ψυγείου, σαν αυτό που είχαμε πριν απ' τον πρώτο βομβαρδισμό, τότε που σκοτώθηκαν ο πατέρας κι ο Ισμαήλ. Υστερα, σιγά σιγά ο ήχος δυναμώνει, τ' αυτιά σου βουίζουν, ο λαιμός σου σφίγγεται, το στήθος σου πιέζεται, το στομάχι σου πονά. Η καρδιά σου αρχίζει να χτυπά, δυνατά, όλο και πιο δυνατά, μέχρι ν' ακούσεις τις πρώτες εκρήξεις. Μετά ξέρεις. Αν είναι μακριά σώθηκες, αυτή τη φορά τουλάχιστον. Αν είναι κοντά φοβάσαι ακόμα πιο πολύ. Κι εσύ να τη γλιτώσεις, κάποιος δικός σου θα χαθεί. Εγώ δε φοβάμαι πια, δε μου έχει μείνει κανένας. Σήμερα κάηκε και το σπίτι του Αμπού. Ολοι οι δικοί του σκοτώθηκαν. Η μάνα του - αυτή με φρόντιζε από τότε που έχασα τη δικιά μου, όταν το αεροπλάνο γάζωσε με το πολυβόλο όλες τις γυναίκες που είχαν πάει στο πηγάδι για νερό - ο αδελφός του κι ο παππούς του. Ο άλλος του αδελφός, ο μεγάλος, είχε φύγει μαζί με το δικό μου - όχι τον Ισμαήλ, τον Ταρέκ - μετά τον πρώτο βομβαρδισμό, πήγαν να γίνουν μαχητές. Την ώρα που έπεσε η βόμβα, ο Αμπού είχε βγει απ' το σπίτι κι έτσι γλίτωσε, όμως τον έχασα κι αυτόν. Ηρθαν οι άνθρωποι της οργάνωσης και τον πήραν, τον έπεισαν να πάει μαζί τους. Θύμωσα πάρα πολύ. Πάντα πίστευα ότι ο Αμπού κι εγώ θα παντρευτούμε, όχι τώρα, αργότερα, όταν μεγαλώσουμε. Ηρθε να με αποχαιρετήσει όλος καμάρι. Πατούσε και στις μύτες του για να δείχνει πιο ψηλός, δεν του αρέσει που τον περνάω μισό κεφάλι. Οταν έφυγε μ' έπιασε απελπισία. Ετσι πήρα τους δρόμους. Αυτό κάνω πάντα όταν θυμώνω.

Β. Παπαγεωργίου
Περπάταγα με τις ώρες. Κάποτε έφτασα μέχρι το παλιό γαλλικό σχολείο. Δεν ήξερα πως είχε βομβαρδιστεί. Το μισό είχε καταρρεύσει, το άλλο μισό ήταν άθικτο. Μπήκα μέσα. Οσες αίθουσες δεν είχαν γκρεμιστεί έμοιαζαν λες και μόλις είχαν φύγει τα παιδιά... Μόνο η σκόνη σε άφηνε να καταλάβεις πως το σχολείο ήταν εγκαταλειμμένο... Σ' έναν πίνακα υπήρχε μια μισοτελειωμένη πράξη: 4-2-1. Πήρα ένα κομματάκι κιμωλία και τη συμπλήρωσα: 4-2-1=1. Υστερα έγραψα από κάτω: 1-1=0.
Στο βάθος του διαδρόμου ήταν η βιβλιοθήκη. Αυτή δεν είχε πάθε τίποτα. Από μέσα ακούγονταν κάποιοι παράξενοι ήχοι. Αφουγκράστηκα. Για μια στιγμή πετάρισε μέσα μου μια τρελή ελπίδα. Λες να έχει μείνει εδώ κάποιο παιδί; Ενιωθα τόσο πολύ την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον. Υστερα κατάλαβα. Ποντίκια. Μπήκα μέσα. Δε φοβάμαι τα ποντίκια. Αυτά το πολύ πολύ να σου φάνε το ψωμί σου ή να σου δαγκώσουν την πατούσα όταν κοιμάσαι. Ξυπνάς και τα διώχνεις. Δεν είναι σαν τα αεροπλάνα...
Πάνω στο μεγάλο τραπέζι ήταν αφημένο ένα βιβλίο. Το ξεφύλλισα. Ξέρω Γαλλικά. Παλιά, πριν απ' τον πόλεμο, κάναμε στο σχολείο. Υστερα, όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, συνέχισε να μου τα μαθαίνει η μάνα μου. Πήρα μαζί μου το βιβλίο. Αν ποτέ τελειώσει ο πόλεμος και ξανανοίξει το σχολείο, τους το φέρνω πίσω.
Κι έτσι έμαθα για σένα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα όταν είδα ότι το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου ήταν το ημερολόγιό σου. Γράφεις μέσα πως δεν έχεις καμιά Φίλη. Εχεις αξιολάτρευτους γονείς, μια μεγαλύτερη αδελφή, ένα σωρό φίλες και φίλους και το μόνο που σου λείπει είναι μια Φίλη με κεφαλαίο Φ. Γι' αυτό βάφτισες το ημερολόγιό σου Κίττυ και αποφάσισες να του γράφεις όλα όσα θα έλεγες στη Φίλη, αν ποτέ τη συναντούσες στη ζωή σου. Εγώ πια δεν έχω ούτε οικογένεια ούτε φίλους. Οι γονείς μου σκοτώθηκαν. Τ' αδέλφια μου, άλλα σκοτώθηκαν κι άλλα έφυγαν να πολεμήσουν. Αδελφή όμως δεν είχα ποτέ. Πάντα ήθελα μια μεγαλύτερη αδελφή. Φαίνεται πως είμαι πιο τυχερή από σένα αφού σε βρήκα. Δε θα χρειαστεί να φτιάξω μόνη μου την αδελφή μου. Από σήμερα εσύ θα είσαι η μεγάλη μου αδελφή. Σ' εσένα θα λέω όλα τα μυστικά μου, για σένα θα φυλάω τις ερωτήσεις μου, θα στις ρωτήσω όταν συναντηθούμε. Αύριο θα σου γράψω πιο πολλά για μένα, για να με γνωρίσεις καλύτερα. Τώρα νυστάζω. Η πεζοπορία με κούρασε. Καληνύχτα.

Β. Παπαγεωργίου
9 Αυγούστου 2006
Αγαπημένη μου αδελφή,
Ακόμα δεν ήρθαν τ' αεροπλάνα. Αργησαν σήμερα. Καλύτερα θα μου πεις. Δεν έχεις δίκιο. Οσο δεν έρχονται αγωνιάς περισσότερο. Τα περιμένεις. Ξέρεις ότι θα έρθουν. Ενώ όταν φύγουν κι έχεις γλιτώσει ξέρεις πως η μέρα είναι ολόκληρη δική σου. Σπάνια ξανάρχονται δυο φορές την ίδια μέρα.
Πριν από λίγο πέρασε μια γειτόνισσα, η Γιασμίν. Μου έφερε δυο πίτες και με ρώτησε αν θέλω να πάω στο σπίτι της για να μην είμαι μόνη μου. Της είπα πως δε θέλω. Τα παιδιά της είναι πολύ άταχτα και τσιρίζουν συνεχώς. Αλλωστε εγώ δεν είμαι μόνη. Εχω εσένα! Να σου συστηθώ λοιπόν.
Με λένε Αϊσέ και είμαι από την Παλαιστίνη. Πριν από πολλά χρόνια οι δικοί μου ζούσαν σ' ένα χωριό κοντά στη Χάιφα. Ο προπάππος μου ήταν αγρότης. Καλλιεργούσε ελιές και σταφύλια. Το κρασί του - έτσι έλεγε ο παππούς μου - ήταν ξακουστό σ' όλη την Παλαιστίνη. Μετά ήρθε ο πόλεμος του '48. Δεν ξέρω πότε ήταν αυτό, θα πρέπει όμως να ήταν πολύ παλιά. Ο παππούς, που τότε ήταν παιδάκι σαν κι εμένα, έλεγε πως οι στρατιώτες έκαιγαν ολόκληρα χωριά για να αναγκάσουν τους δικούς μας να φύγουν. Ο πατέρας του, ο προπάππος μου δηλαδή, μάζεψε την οικογένειά του κι έφυγε πριν έρθουν οι στρατιώτες και στο δικό του χωριό. Πήραν μαζί τους μόνο το κλειδί του σπιτιού - ένα τεράστιο σιδερένιο κλειδί, σα ρόπαλο. Το είχαμε κρεμασμένο πίσω από την εξώπορτα μέχρι που η βόμβα, εκείνη που σκότωσε τον πατέρα και τον Ισμαήλ, γκρέμισε όλο το μπροστινό μέρος του σπιτιού, το σαλόνι, το χολ και την κουζίνα δηλαδή. Τώρα φυλάω το κλειδί κάτω από το κρεβάτι μου. Θα σου το δείξω κάποια μέρα, όταν συναντηθούμε. Οπως σου έγραψα λοιπόν, οι δικοί μου έφυγαν απ' την Παλαιστίνη κι εγκαταστάθηκαν εδώ, κοντά στη Βηρυτό, σ' ένα μεγάλο καταυλισμό μόνο για πρόσφυγες. Εδώ γεννήθηκαν ο πατέρας κι η μητέρα, εδώ γεννήθηκα κι εγώ. Η γονείς της μητέρας ήταν κι αυτοί πρόσφυγες αλλά από άλλο χωριό. Ζούσαμε αρκετά καλά μέχρι πριν ένα μήνα, όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Από τότε η κάθε μέρα είναι χειρότερη από την άλλη. Εκτός βέβαια από χτες που βρήκα το ημερολόγιό σου.

Β. Παπαγεωργίου
Φαίνεται πως το ίδιο συμβαίνει με όλα τα παιδιά. Περνάς καλά, διασκεδάζεις, χαίρεσαι, λυπάσαι και μια μέρα γίνεται κάτι και όλα αλλάζουν στη ζωή σου. Την Παρασκευή - γράφεις - πήρες τον έλεγχό σου, χάρηκες που πήγες καλά στα μαθήματα, όλοι ήταν ευχαριστημένοι μαζί σου, άρχισαν κι οι διακοπές. Πέντε μέρες μετά ήρθε η καταστροφή. Εφτασε εκείνη η κλήση από τα Ες - Ες και αναγκαστήκατε, εσύ κι η οικογένειά σου να γίνετε «παράνομοι», να κρυφτείτε στο Καταφύγιο. Φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα είναι για σένα να μην μπορείς να βγεις ποτέ έξω και να ζεις συνέχεια με το φόβο μήπως σας ανακαλύψουν και σας τουφεκίσουν.
Κάπως έτσι έγινε και μ' εμένα. Τέλος Ιουνίου έκλεισε το σχολείο και ξένοιασα για δυο μήνες. Δε λέω, αγαπώ το σχολείο μου, είμαι και καλή μαθήτρια - καλύτερη από τον Αμπού που δυσκολεύεται στη Γεωμετρία και ντρέπεται κάθε φορά που έρχεται σε μένα να τον βοηθήσω. Μ' αρέσουν πολύ τα μαθηματικά και η λογοτεχνία όμως τα πάω καλά με όλα τα μαθήματα εκτός από την Ιστορία - είναι πολύ λυπητερά αυτά που μας μαθαίνουν για το ποια ήταν η πατρίδα μας και πώς τη χάσαμε. Κι ούτε θέλω να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε για να την πάρουμε πίσω. Καλά περνάμε κι εδώ. Πιο πολύ όμως μ' αρέσουν οι διακοπές. Μπορώ να ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω, να παίζω όσο θέλω και να διαβάζω μόνο ό,τι μου αρέσει. Φέτος όμως, δεν είχαν αρχίσει καλά καλά οι διακοπές και ξέσπασε ο πόλεμος. Από τότε, κάθε μέρα έρχονται. Τις πιο πολλές φορές χαράματα. Συνήθως ρίχνουν μόνο βόμβες, είναι όμως και φορές που μας γαζώνουν με τα πολυβόλα.
Ονειρεύομαι πότε θα τελειώσει ο πόλεμος. Οταν τελειώσει θα σε συναντήσω, αν φυσικά γλιτώσω. Εχω να σου πω πολλά.
10 Αυγούστου 2006
Αγαπημένη μου αδελφή,
Διαβάζω το ημερολόγιό σου. Το ξέρεις πως μοιάζουμε πολύ; Διάβασα πως εκεί που κρύβεστε, στο Καταφύγιο όπως το λες, κινδυνεύετε κι εσείς από τα αεροπλάνα. Το παράξενο είναι ότι αυτά τα αεροπλάνα είναι φίλοι σας. Ερχονται να πολεμήσουν τους Γερμανούς που σας αναγκάζουν να κρύβεστε. Δεν είναι πολύ χαζό να σκοτωθεί κανείς από τα αεροπλάνα που έρχονται να τον σώσουν; Τα δικά μας αεροπλάνα δεν είναι φίλοι μας. Δε θα σταματήσουν αν δε μας σκοτώσουν όλους. Ετσι είπαν οι άνθρωποι της οργάνωσης. Γι' αυτό λένε, πρέπει όλοι να γίνουμε μαχητές...
Διάβασα πως σε παιδεύουν οι συγκάτοικοί σου. Εχεις θυμώσει με την αδελφή σου, με τη μητέρα σου, με αυτόν τον καινούργιο που ήρθε πρόσφατα στο Καταφύγιό σας, με όλους. Θα σου πω κάτι. Νομίζω πως είσαι τυχερή που έχεις όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω σου. Οσο κι αν σε νευριάζουν, είναι καλύτερα από το να μην έχεις κανέναν. Σ' αφήνω. Ερχονται τα αεροπλάνα.
11 Αυγούστου 2006
Αγαπημένη μου αδελφή,
Φτηνά τη γλίτωσα χτες. Τα αεροπλάνα δεν ήτανε για μας. Περάσανε πάνω απ' τον καταυλισμό και χτύπησαν ένα κομβόι στο δρόμο από τη Βηρυτό προς τη Συρία. Σκοτώθηκαν δεκαπέντε παιδιά και τρεις μεγάλοι. Εμαθα τα νέα στο πηγάδι που πήγα να πάρω νερό. Δε μ' αρέσει να πηγαίνω γιατί εκεί σκοτώθηκε η μητέρα. Δεν είχε όμως μείνει καθόλου νερό στο σπίτι και δεν υπάρχει πια κανένας άλλος να πάει να φέρει. Γύρισα και κάθισα να φάω τις πίτες της Γιασμίν. Πάνω που έτρωγα ακούστηκε ένα φοβερό μπουμ. Ολόκληρο το σπίτι τραντάχτηκε. Ενα κομμάτι απ' το ταβάνι έπεσε δίπλα μου. Το δωμάτιο γέμισε σκόνες. Η καρέκλα μου αναποδογύρισε κι εγώ έπεσα κάτω. Αρχισα να τρέμω. Ακούστηκαν κι άλλες εκρήξεις, πιο μακριά. Υστερα ησυχία. Πόσο ήθελα εκείνη τη στιγμή να σ' έχω δίπλα μου, να σου κρατάω το χέρι. Νομίζω πως θα φοβόμουνα λιγότερο. Σιγά σιγά το τρέμουλο σταμάτησε. Σηκώθηκα. Ευτυχώς αυτή τη φορά το σπίτι δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό. Μόνο κάποιοι σοβάδες από το ταβάνι είχαν πέσει κάτω από το τράνταγμα. Σε λίγο βγήκα έξω να δω τι έγινε. Το διπλανό μας σπίτι, όχι αυτό του Αμπού, το άλλο, από την άλλη μεριά, το σπίτι της Γιασμίν είχε γκρεμιστεί ολόκληρο. Φαίνεται πως η Γιασμίν και τα δυο παιδιά της - αυτά που σου έγραψα χτες πως είναι πολύ άτακτα - θάφτηκαν από κάτω. Αν είχα πάει μαζί τους που με κάλεσαν, θα είχα σκοτωθεί κι εγώ. Δεν ήταν αεροπλάνο. Κάποιοι είπανε πως ήτανε πυροβόλο από καράβι. Παράξενο. Η θάλασσα είναι πολύ μακριά από μας. Απ τον καταυλισμό δε φαίνεται καν. Πρέπει ν' ανέβεις σ' ένα λόφο εδώ πιο πέρα για να τη δεις. Πού μας είδε τώρα το καράβι και μας πυροβόλησε, δεν ξέρω.
Κοντεύω να τελειώσω το ημερολόγιό σου. Από τη μια χαίρομαι γιατί θα μάθω τι απέγινες, από την άλλη όμως λυπάμαι γιατί αυτό πια είναι η μοναδική μου συντροφιά.
Πάω τώρα να βρω τίποτα για φαγητό. Πείνασα κι όλοι οι γείτονες που μου έδιναν ως τώρα να φάω έχουν σκοτωθεί. Μάλλον θα πάω στη Ρίμα, μια ξαδέλφη μου, μένει στην άλλη άκρη του καταυλισμού.
12 Αυγούστου 2006
Αγαπημένη μου αδελφή,
Σήμερα ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Λίγο μετά που έφυγαν τα αεροπλάνα τέλειωσα το ημερολόγιό σου. Ετσι έμαθα πως έχεις πεθάνει. Τώρα ξέρω πως δε θα μπορέσω να σε συναντήσω ποτέ. Εσύ είσαι κιόλας στον παράδεισο των Εβραίων, εγώ θα πάω σ' αυτόν των Μουσουλμάνων. Φοβάμαι πως οι δυο παράδεισοι δεν επικοινωνούν.
Η Αϊσέ σκοτώθηκε στο μεγάλο βομβαρδισμό της 13ης Αυγούστου 2006, λίγες ώρες πριν αρχίσει να ισχύει η κατάπαυση του πυρός. Τη βρήκαν πεσμένη ανάσκελα στην είσοδο της μισογκρεμισμένης παράγκας όπου έμενε μόνη της τις τελευταίες μέρες. Με το δεξί της χέρι κρατούσε σφιχτά πάνω στο στήθος ένα βιβλίο. Το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ. Μια φτηνή, γαλλική έκδοση του 1970. Το αριστερό της χέρι βρέθηκε λίγο πιο μακριά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ