ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΦΡ. ΕΝΓΚΕΛΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ «ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ»
«Το
προστατευτικό σύστημα», λέει ο Μαρξ, «ήταν ένα τεχνητό μέσον για να
κατασκευάζονται εργοστασιάρχες, ν’ απαλλοτριώνονται ανεξάρτητοι εργάτες,
να κεφαλαιοποιούνται τα εθνικά μέσα παραγωγής και συντήρησης και για να
συντομευτεί με τη βία το πέρασμα από το μεσαιωνικό στο σύγχρονο τρόπο
παραγωγής»[4].
Αυτή ήταν η προστασία στις αρχές της στον 17ο αιώνα, αυτή παρέμεινε βαθιά μέσα στον 19ο
αιώνα. Τότε θεωρούνταν η φυσιολογική πολιτική κάθε πολιτισμένου κράτους
στη δυτική Ευρώπη. Οι μόνες εξαιρέσεις ήταν τα μικρότερα κράτη της
Γερμανίας και της Ελβετίας - όχι από αντιπάθεια προς το σύστημα αλλά
λόγω της αδυναμίας να εφαρμοσθεί το σύστημα αυτό σε τόσο μικρό έδαφος.
Κάτω
από τις προστατευτικές φτερούγες της προστασίας εμφανίστηκε και
αναπτύχθηκε στην Αγγλία το σύστημα της σύγχρονης βιομηχανίας - παραγωγή
με ατμοκίνητες μηχανές - στο τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα.
Και, σαν να μην ήταν αρκετή η δασμολογική προστασία, οι πόλεμοι ενάντια
στη Γαλλική Επανάσταση βοήθησαν στην εξασφάλιση του μονοπωλίου από την
Αγγλία των νέων βιομηχανικών μεθόδων. Για πάνω από 20 χρόνια, τα αγγλικά
πολεμικά απέκοψαν τους βιομηχανικούς αντιπάλους της Αγγλίας από τις
αντίστοιχες αποικιακές τους αγορές, ενώ άνοιγαν βίαια αυτές τις αγορές
στο αγγλικό εμπόριο. Ο αποχωρισμός των Νοτιοαμερικανικών αποικιών από
τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις τους, η κατάκτηση από την Αγγλία όλων των
γαλλικών και ολλανδικών αποικιών που άξιζαν τον κόπο, η προοδευτική
υποταγή της Ινδίας μετέτρεψαν τους κατοίκους όλων αυτών των τεραστίων
εδαφών[5]
σε πελάτες των αγγλικών αγαθών. Η Αγγλία συμπλήρωσε έτσι την προστασία
που εφάρμοζε στο εσωτερικό με το ελεύθερο εμπόριο που επέβαλλε στους
ενδεχομένους πελάτες της στο εξωτερικό και, χάρις στο ευτυχές μείγμα των
δύο συστημάτων, στο τέλος των πολέμων, το 1815[6],
βρέθηκε, όσον αφορά όλους τους σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας, να
κατέχει το ουσιαστικό μονοπώλιο του εμπορίου στον κόσμο.
Το
μονοπώλιο επεκτάθηκε και δυνάμωσε παραπέρα στα χρόνια της ειρήνης που
ακολούθησε. Η αρχική διαφορά, την οποία είχε αποσπάσει η Αγγλία στη
διάρκεια του πολέμου, αυξανόταν από χρόνο σε χρόνο. Εμοιαζε να ξεπερνά
όλο και πιο πολύ όλους τους ενδεχομένους αντιπάλους της. Οι εξαγωγές
μεταποιητικών αγαθών σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες έγιναν πράγματι
ένα ζήτημα ζωής και θανάτου γι’ αυτή τη χώρα. Και φαίνεται να υπήρχαν
μοναχά δύο εμπόδια στον δρόμο. Η απαγορευτική και προστατευτική
νομοθεσία των άλλων χωρών και οι φόροι επί των εισαγομένων πρώτων υλών
και τροφίμων στην Αγγλία.
Μετά οι θεωρίες του Ελευθέρου Εμπορίου της κλασικής πολιτικής οικονομίας - των Γάλλων φυσιοκρατών[7] και των Αγγλων διαδόχων τους Ανταμ Σμιθ και Ρικάρντο[8] - έγιναν δημοφιλείς στη χώρα του Τζον Μπουλ.
Η
προστασία στο εσωτερικό ήταν άχρηστη σε κατασκευαστές που είχαν νικήσει
όλους τους ξένους αντιπάλους τους και των οποίων η ίδια η ύπαρξη
βασιζόταν στην επέκταση των εξαγωγών τους. Η προστασία στο εσωτερικό δε
συνέφερε κανέναν εκτός από τους παραγωγούς τροφίμων και άλλων πρώτων
υλών, τα αγροτικά συμφέροντα, τα οποία, στις τότε συνθήκες στην Αγγλία,
σήμαιναν τους αποδόχους της προσόδου, την έγγεια αριστοκρατία. Και αυτό
το είδος προστασίας ήταν επιζήμιο για τους κατασκευαστές. Φορολογώντας
τις πρώτες ύλες, αύξαινε τις τιμές των προϊόντων που κατασκεύαζαν αυτοί,
φορολογώντας τα τρόφιμα, αύξαινε την τιμή της εργατικής δύναμης. Και
στις δύο περιπτώσεις, έβαζε το Βρετανό κατασκευαστή σε δυσμενή θέση σε
σύγκριση με τον ξένο ανταγωνιστή του. Και, καθώς όλες οι άλλες χώρες
έστελναν στην Αγγλία κυρίως αγροτικά προϊόντα και έπαιρναν από την
Αγγλία κυρίως μεταποιητικά προϊόντα, η κατάργηση των αγγλικών
προστατευτικών δασμών στα δημητριακά και τις πρώτες ύλες γενικά ήταν,
ταυτόχρονα, μια έκκληση στις ξένες χώρες να καταργήσουν ή τουλάχιστον να
μειώσουν σε αντάλλαγμα τους εισαγωγικούς δασμούς που επέβαλλαν στους
Αγγλους κατασκευαστές.
Υστερα
από παρατεταμένο και βίαιο αγώνα, οι Αγγλοι βιομηχανικοί καπιταλιστές,
ήδη, στην πραγματικότητα ηγετική τάξη του έθνους, η τάξη εκείνη της
οποίας τα συμφέροντα ήταν τότε τα κύρια εθνικά συμφέροντα, βγήκαν
νικητές. Η έγγεια αριστοκρατία αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι δασμοί στα
δημητριακά και άλλες πρώτες ύλες καταργήθηκαν. Το Ελεύθερο Εμπόριο έγινε
το σύνθημα της ημέρας. Ο προσηλυτισμός των άλλων χωρών στο ευαγγέλιο
του Ελεύθερου Εμπορίου και η δημιουργία -έτσι- ενός κόσμου στον οποίο ή
Αγγλία ήταν το μεγάλο μεταποιητικό κέντρο, με όλες τις άλλες χώρες σαν
ανεξάρτητες αγροτικές περιφέρειες, αυτό ήταν το κύριο καθήκον μπροστά
στους Αγγλους κατασκευαστές και τους εκφραστές τους, τους θεωρητικούς
της πολιτικής οικονομίας.
Αυτή
ήταν η εποχή του Συνεδρίου των Βρυξελλών, η εποχή όταν ο Μαρξ ετοίμαζε
την εν λόγω ομιλία του. Αναγνωρίζοντας ότι η προστασία μπορεί ακόμη, σε
μερικές περιπτώσεις, π.χ. στη Γερμανία του 1847, να είναι προς το
συμφέρον των καπιταλιστών της μεταποίησης, αποδεικνύοντας ότι αυτό το
Ελεύθερο Εμπόριο δεν ήταν μια πανάκεια για τα δεινά από τα οποία υπέφερε
η εργατική τάξη και θα μπορούσε ακόμα και να τα επιδεινώσει, τάσσεται,
τελικά και καταρχήν, υπέρ του Ελευθέρου Εμπορίου.
Γι’
αυτόν, το Ελεύθερο Εμπόριο είναι η φυσιολογική κατάσταση της σύγχρονης
καπιταλιστικής παραγωγής. Μόνο σε συνθήκες Ελευθέρου Εμπορίου μπορούν να
αναπτυχθούν πλήρως οι τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις του ατμού, του
ηλεκτρισμού, των μηχανών και, όσο πιο γρήγορος ο ρυθμός αυτής της
ανάπτυξης τόσο πιο γρήγορα και πληρέστερα θα πραγματοποιηθούν τα
αναπόφευκτα αποτελέσματά της. Η κοινωνία διασπάται σε δύο τάξεις,
καπιταλιστές από δω, μισθωτοί εργάτες από κει. Κληρονομικός πλούτος από
τη μια, κληρονομική φτώχεια από την άλλη. Με την προσφορά να ξεπερνά τη
ζήτηση, με τις αγορές ανίκανες να απορροφήσουν την όλο και μεγαλύτερη
μάζα της παραγωγής της βιομηχανίας, με ένα κύκλο, που συνεχώς
επαναλαμβάνεται, ευημερίας, κορεσμού, κρίσης, πανικού, χρόνιας ύφεσης
και βαθμιαίας αναζωογόνησης του εμπορίου, προάγγελο όχι μόνιμης
βελτίωσης αλλά ανανεωμένης υπερπαραγωγής και κρίσης, με λίγα λόγια, με
τις παραγωγικές δυνάμεις να επεκτείνονται σε τέτιο βαθμό ώστε
επαναστατούν σαν ενάντια σε ανυπόφορα δεσμά, ενάντια στους κοινωνικούς
θεσμούς κάτω από τους οποίους έχουν μπει σε κίνηση. Η μόνη δυνατή λύση:
μια κοινωνική επανάσταση[9],
που θα απελευθερώσει τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις από τα δεσμά
μιας ξεπερασμένης κοινωνικής τάξης και τους πραγματικούς παραγωγούς, τη
μεγάλη μάζα του λαού, από τη μισθωτή σκλαβιά. Και επειδή το Ελεύθερο
Εμπόριο είναι η φυσική, η ομαλή ατμόσφαιρα γι’ αυτή την ιστορική
εξέλιξη, το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο οι συνθήκες για την
αναπόφευκτη κοινωνική επανάσταση[10] θα δημιουργηθούν το ταχύτερο δυνατό - για αυτό το λόγο και μόνο για αυτόν, ο Μαρξ τάχθηκε υπέρ του Ελευθέρου Εμπορίου.
Πάντως,
τα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως τη νίκη του Ελευθέρου Εμπορίου στην
Αγγλία έμοιαζαν να επαληθεύουν τις πιο παράλογες προσδοκίες ευημερίας
που βασίζονταν σ’ αυτό το γεγονός. Το βρετανικό εμπόριο αυξήθηκε σε
μυθώδη ποσά, το βιομηχανικό μονοπώλιο της Αγγλίας στην αγορά του κόσμου
έμοιαζε πιο σταθερό από ποτέ. Νέα σιδηρουργία, νέα υφαντουργία
δημιουργήθηκαν σε μαζική κλίμακα, νέοι βιομηχανικοί κλάδοι αναπτύχθηκαν
παντού. Υπήρχε βέβαια μια βαριά κρίση το 1857, αλλά ξεπεράστηκε και η
πορεία προς τα εμπρός στο εμπόριο και τη βιομηχανία έμπαινε πάλι γρήγορα
σε πλήρη κίνηση, μέχρι που, το 1866, συνέβη ένας νέος πανικός, ο
οποίος, αυτή τη φορά, φαίνεται να σημειώνει μια νέα εκκίνηση στην
οικονομική ιστορία του κόσμου.
Η
άνευ προηγουμένου επέκταση της βιομηχανίας και του εμπορίου της
Βρετανίας μεταξύ του 1848 και του 1866 οφειλόταν, αναντίρρητα και σε
μεγάλη έκταση, στην κατάργηση των προστατευτικών δασμών στα τρόφιμα και
στις πρώτες ύλες. Αλλά όχι εντελώς. Ταυτόχρονα έγιναν και άλλες
σημαντικές αλλαγές που τη βοήθησαν. Τα παραπάνω χρόνια περιλαμβάνουν την
ανακάλυψη και την αξιοποίηση των χρυσωρυχείων της Καλιφόρνιας και της
Αυστραλίας[11]
οι οποίες αύξησαν τα μέσα κυκλοφορίας του κόσμου τόσο τεράστια,
σηματοδότησαν την τελική νίκη του ατμού ενάντια σε όλες τα άλλα μέσα
μεταφοράς[12],
στον ωκεανό τα ατμόπλοια ξεπερνούν τώρα τα ιστιοφόρα, στο έδαφος, σε
όλες τις πολιτισμένες χώρες, ο σιδηρόδρομος έχει πάρει την πρώτη θέση,
οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι τη δεύτερη. Η μεταφορά τώρα γίνεται τέσσερις
φορές γρηγορότερη και τέσσερις φορές φθηνότερη. Δεν είναι περίεργο ότι
σε τέτιες ευνοϊκές συνθήκες, οι βρετανικές βιομηχανίες που εργάζονταν με
ατμό θα επέκτειναν την κυριαρχία τους σε βάρος των ξένων εθνικών
βιομηχανιών που βασίζονταν στη χειρωνακτική εργασία. Αλλά θα κάθονταν οι
άλλες χώρες ήσυχες και θα υποτάσσονταν σ’ αυτή την αλλαγή, η οποία τις
υποβάθμιζε στη θέση του απλού αγροτικού εξαρτήματος της Αγγλίας, του
«εργαστηρίου του κόσμου»;
Οι
ξένες χώρες δεν έκαναν τίποτα τέτιο. Η Γαλλία, για 200 σχεδόν χρόνια,
κάλυπτε τα εργαστήρια της πίσω από ένα τέλειο Σινικό τείχος προστασίας
και απαγόρευσης, και είχε φθάσει σε όλα τα είδη πολυτελείας και γούστου
μια υπεροχή την οποία η Αγγλία ούτε καν προσπάθησε να αμφισβητήσει. Η
Ελβετία, κάτω από τέλειο Ελεύθερο Εμπόριο, διέθετε σχετικά σημαντικά
εργαστήρια, τα οποία ο αγγλικός ανταγωνισμός δεν μπορούσε να αγγίξει. Η
Γερμανία, με ένα δασμολόγιο πολύ πιο φιλελεύθερο από εκείνο οποιασδήποτε
μεγάλης ηπειρωτικής χώρας ανέπτυσσε τις βιομηχανίες της με ρυθμό
ταχύτερο ακόμη και από την Αγγλία. Και η Αμερική, λόγω του Εμφυλίου
Πολέμου του 1861[13],
στράφηκε ξαφνικά προς τις πηγές της, έπρεπε να βρει μέσα ανταπόκρισης
στη ζήτηση μεταποιητικών προϊόντων κάθε είδους και μπορούσε να το κάνει
μόνο με τη δημιουργία δικών της βιομηχανιών στη χώρα. Η πολεμική ζήτηση
σταμάτησε όταν σταμάτησε ο πόλεμος, αλλά οι νέες βιομηχανίες ήταν εκεί
και έπρεπε να αντιμετωπίσουν το βρετανικό ανταγωνισμό. Και ο πόλεμος
είχε ωριμάσει, στην Αμερική την αντίληψη ότι ένα έθνος των 35
εκατομμυρίων, που διπλασιάζει τον πληθυσμό του κάθε 40 χρόνια το πολύ,
με τέτιους τεράστιους πόρους και περιτριγυρισμένο από γείτονες
αναγκασμένους για πολλά χρόνια να περιορίζονται στην αγροτική οικονομία,
ότι ένα τέτιο έθνος είχε το «έκδηλο πεπρωμένο»[14]
να είναι ανεξάρτητο από ξένες βιομηχανίες για τα βασικά του
καταναλωτικά του είδη και να είναι έτσι και σε ειρηνικούς και σε
πολεμικούς καιρούς. Και τότε η Αμερική έγινε προστατευτική.
Εδώ
και 15 ίσως χρόνια, ταξίδευα σ’ ένα βαγόνι με έναν έξυπνο έμπορο από τη
Γλασκόβη, που ίσως ενδιαφερόταν για το εμπόριο σιδήρου. Μιλώντας για
την Αμερική, με φίλεψε με τις παλιές ρητορείες του Ελευθέρου Εμπορίου:
«Δε
θα ήταν αδιανόητο ένα έθνος από πανέξυπνους επιχειρηματίες όπως οι
Αμερικανοί να πληρώνουν φόρο υποτελείας σε ιθαγενείς σιδηρουργούς και
βιομηχάνους, ενώ θα μπορούσαν να αγοράσουν το ίδιο, αν όχι καλύτερο,
εμπόρευμα πολύ πιο φτηνά σ΄ αυτή τη χώρα;».
Και
μετά μου έδωσε παραδείγματα για το πόσο οι Αμερικανοί επιβαρύνουν τον
εαυτό τους για να πλουτίσουν μερικούς άπληστους σιδηρουργούς.
«Πάντως»,
απάντησα, «υπάρχει και μια άλλη πλευρά στο θέμα. Ξέρετε ότι στους
τομείς του άνθρακα, της υδραυλικής ενέργειας, του σιδήρου και άλλων
μεταλλευμάτων, των φτηνών τροφίμων, του ντόπιου βαμβακιού και άλλων
πρώτων υλών, η Αμερική διαθέτει πόρους και πλεονεκτήματα απλησίαστα από
οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή χώρα, και ότι αυτές οι πηγές δεν μπορούν να
αναπτυχθούν πλήρως εκτός εάν η Αμερική γίνει βιομηχανική χώρα. Θα
παραδεχτείτε επίσης, ότι ένα μεγάλο έθνος σαν τους Αμερικανούς δεν
μπορεί να ζήσει μόνο με την αγροτική οικονομία, που θα ήταν συνώνυμο με
την καταδίκη στη μόνιμη βαρβαρότητα και κατωτερότητα, και κανένα μεγάλο
έθνος δεν μπορεί να ζήσει, στην εποχή μας, χωρίς δικές του βιομηχανίες.
Ωραία, λοιπόν, αν η Αμερική πρέπει να γίνει μια βιομηχανική χώρα και αν
έχει κάθε πιθανότητα όχι μόνο να επιτύχει αλλά και ακόμη και να
ξεπεράσει και τους αντιπάλους της, υπάρχουν δύο δρόμοι ανοιχτοί σ’
αυτήν: ή να διεξαγάγει για -ας πούμε- 50 χρόνια έναν εξαιρετικά δαπανηρό
ανταγωνιστικό πόλεμο σε συνθήκες Ελευθέρου Εμπορίου ενάντια στους
Αγγλους βιομηχάνους, που έχουν αρχίσει εδώ και 100 περίπου χρόνια ή
αλλιώς να αποκλείσει με προστατευτικούς δασμούς τους Αγγλους βιομηχάνους
για -ας πούμε- 25 χρόνια, με τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι στο τέλος
των 25 ετών θα είναι ικανή να σταθεί στην ανοιχτή αγορά του κόσμου.
Ποιο από τα δύο θα είναι το φθηνότερο και το συντομότερο; Αυτό είναι το
ερώτημα. Αν θέλετε να πάτε από τη Γλασκόβη στο Λονδίνο παίρνετε το
κοινοβουλευτικό τραίνο[15]
με μία πέννα το μίλι και ταξιδεύετε με ταχύτητα 12 μιλίων την ώρα. Αλλά
δεν το κάνετε αυτό, ο χρόνος σας είναι πολύ πολύτιμος, παίρνετε το
εξπρές, πληρώνετε δύο πέννες το μίλι με 40 μίλια την ώρα. Πολύ καλά, οι
Αμερικανοί προτιμούν να πληρώσουν ναύλα εξπρές και να πάνε με ταχύτητα
εξπρές».
Ο Σκοτσέζος οπαδός του Ελευθέρου Εμπορίου δεν είχε ούτε μια λέξη να απαντήσει.
Η
προστασία σαν μέσο τεχνητής κατασκευής κατασκευαστών μπορεί, συνεπώς,
να φανεί χρήσιμη όχι μόνο σε μια ατελώς αναπτυγμένη καπιταλιστική τάξη
που ακόμη παλεύει με το φεουδαρχισμό. Μπορεί να δώσει ζωή και σε μια
καπιταλιστική τάξη που ανέρχεται σε μια χώρα η οποία όπως η Αμερική δε
γνώρισε ποτέ το φεουδαρχισμό, αλλά η οποία έφθασε σε κείνο το σημείο
εξέλιξης όπου το πέρασμα από την αγροτική οικονομία στις βιομηχανίες
έχει γίνει αναγκαίο. Η Αμερική, όταν βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση,
αποφάσισε υπέρ του προστατευτισμού. Από τότε που εφαρμόστηκε αυτή η
απόφαση, τα 5 και 20 χρόνια για τα οποία μίλησα στον συνταξιδιώτη μου
έχουν περίπου περάσει και, αν δεν είχα άδικο, η προστασία θα ’πρεπε να
’χε κάνει τη δουλιά της στην Αμερική και θα ‘πρεπε να γίνεται ενόχληση.
Αυτή ήταν η άποψη μου για καιρό. Εδώ και δύο χρόνια περίπου, έλεγα σε έναν Αμερικανό οπαδό του προστατευτισμού:
«Είμαι
πεπεισμένος ότι αν η Αμερική στραφεί προς το Ελεύθερο Εμπόριο θα έχει
σε 10 χρόνια νικήσει την Αγγλία στην παγκόσμια αγορά».
Η
προστασία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια ατέλειωτη βίδα και ποτέ
δεν ξέρεις πότε έχεις τελειώσει με αυτήν. Προστατεύοντας μια βιομηχανία
άμεσα ή έμμεσα βλάφτεις όλες τις άλλες και πρέπει συνεπώς να τις
προστατέψεις κι αυτές. Κάνοντάς το αυτό, πάλι βλάφτεις τη βιομηχανία που
αρχικά προστάτευες και πρέπει να το αντισταθμίσεις, αλλά αυτό το
αντιστάθμισμα αντιδρά, όπως πρώτα, σε όλους τους άλλους κλάδους και τους
δίνει το δικαίωμα να ζητήσουν διορθωτική κίνηση και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον.
Η Αμερική, από αυτή την άποψη, μας δίνει ένα κτυπητό παράδειγμα του
καλύτερου τρόπου εξόντωσης ενός σημαντικού βιομηχανικού κλάδου μέσω του
προστατευτισμού. Το 1856, οι συνολικές εισαγωγές και εξαγωγές από τις
Ενωμένες Πολιτείες ανέρχονταν στο ποσό των 641.604.850 $. Από αυτό το
ποσό, το 75,2% μεταφέρονταν από αμερικανικά και μόνο το 24,8% από ξένα
πλοία. Τα βρετανικά ατμοκίνητα υπερωκεάνια ήδη τότε εκτόπιζαν τα
αμερικανικά ιστιοφόρα. Ωστόσο, το 1860, από ένα συνολικό θαλάσσιο
εμπόριο ύψους 762.288.550 $, τα αμερικανικά πλοία μετέφεραν ακόμη το
66,5%.
Ο
εμφύλιος πόλεμος ήρθε και (μαζί) η προστασία των αμερικανικών
ναυπηγείων. Και το τελευταίο σχέδιο ήταν τόσο επιτυχημένο ώστε έδιωξε
σχεδόν εντελώς την αμερικανική σημαία από τις ανοιχτές θάλασσες. Το
1887, το συνολικό θαλάσσιο εμπόριο των Ενωμένων Πολιτειών ανερχόταν στο
ποσό του 1.408.502.979 $, αλλά από αυτό το σύνολο μόνο το 13,8%
μεταφερόταν με αμερικανικά και το 86,2% με ξένα πλοία. Τα αγαθά που
μεταφέρονταν με αμερικανικά πλοία ανέρχονταν, το 1856, στο ποσό των
482.268.274 $, το 1860 στο ποσό των 507.247.757 $. Το 1887, είχε μειωθεί
σε 194.356.746 $[16].
Εδώ και 40 χρόνια, η αμερικανική σημαία ήταν ο πιο επικίνδυνος
αντίπαλος της βρετανικής και προμήνυε να την ξεπεράσει στον ωκεανό, τώρα
δεν είναι πουθενά. Η προστασία της ναυπηγικής σκότωσε και τη ναυτιλία
και τη ναυπηγική.
Ενα
άλλο σημείο. Οι βελτιώσεις των μεθόδων της παραγωγής ακολουθούν τόσο
γρήγορα η μια την άλλη και αλλάζουν το χαρακτήρα ολοκλήρων κλάδων της
βιομηχανίας τόσο απότομα και τόσο ολοκληρωτικά ώστε εκείνο που μπορεί να
ήταν χτες ένας ισορροπημένος προστατευτικός δασμός σήμερα δεν είναι
πια. Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα από την Εκθεση του Υπουργού
Οικονομικών του 1887:
«Η
βελτίωση στα τελευταία χρόνια στα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για
το χτένισμα του μαλλιού έχει τόσο πολύ αλλάξει το χαρακτήρα αυτού που
είναι εμπορικά γνωστό σαν worsted clothes (ρούχα από μαλλί στριμμένο)
ώστε τα τελευταία έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεπεράσει τα woolen clothes (τα
μάλλινα υφάσματα)[17]
σαν εξοπλισμός ένδυσης του ανθρώπου. Αυτή η αλλαγή... έχει λειτουργήσει
προς σοβαρή ζημιά της εθνικής βιομηχανίας αυτών των μάλλινων (worsted)
αγαθών, διότι ο δασμός στο μαλλί το οποίο πρέπει να χρησιμοποιήσουν
είναι ο ίδιος με αυτόν για το μαλλί που χρησιμοποιείται για την παραγωγή
μάλλινων υφασμάτων (woolen clothes), ενώ το ποσοστό δασμού που
επιβάλλεται στο τελευταίο όταν αξιολογείται να μην ξεπερνά τα 80 σεντς
τη λίρα είναι το 35% κατ’ αξία[18],
ενώ ο δασμός για τα υφάσματα αυτά (worsted) που αξιολογούνται να μην
ξεπερνούν τα 80 σεντς φτάνει από 10 έως 24 σεντς τη λίρα και 35% κατ’
αξία. Σε μερικές περιπτώσεις ο δασμός στο μαλλί που χρησιμοποιείται για
την παραγωγή αυτών των υφασμάτων (worsted cloths) ξεπερνά το δασμό που επιβάλλεται στο έτοιμο είδος».
Ετσι
αυτό που ήταν χθες προστασία για την εθνική βιομηχανία προκύπτει σήμερα
να είναι αμοιβή για τον ξένο εισαγωγέα και σωστά λέει ο Υπουργός
Οικονομικών[19]:
«Υπάρχουν
πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι ο κατασκευαστής αυτών των υφασμάτων
(worsted cloths) θα πρέπει σύντομα να πάψει να υπάρχει σ΄ αυτή τη χώρα
εκτός εάν τροποποιηθεί ο σχετικός νόμος περί δασμών». (σελ. XIX)
Αλλά
για να τροποποιηθεί θα πρέπει να γίνει αγώνας ενάντια στους παραγωγούς
μάλλινων υφασμάτων (woolen clothes) που επωφελούνται από αυτή την
κατάσταση πραγμάτων, θα πρέπει να ανοίξει μια κανονική εκστρατεία για να
έρθουν η πλειοψηφία και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου, και τελικά η
κοινή γνώμη της χώρας να ταχθούν υπέρ αυτής της άποψης. Και το ερώτημα
είναι. Θα αποδώσουν όλα αυτά;
Ωστόσο
το χειρότερο στην προστασία είναι ότι, όταν την αποκτήσετε, δύσκολα
μπορείτε να απαλλαγείτε από αυτήν. Οσο δύσκολη κι αν είναι η διαδικασία
καθορισμού ενός δίκαιου δασμού, η επιστροφή στο Ελεύθερο Εμπόριο είναι
τεράστια δυσκολότερη. Οι περιστάσεις που επέτρεψαν στην Αγγλία να
ολοκληρώσει την αλλαγή αυτή σε λίγα χρόνια δε θα επαναληφθούν. Και ακόμα
και εκεί ο αγώνας χρονολογείται από το 1823 (Χάσκισσον)[20], άρχισε να είναι επιτυχής το 1842 (δασμοί του Πήλ)[21]
και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά την κατάργηση των νόμων για τα
σιτηρά. Ετσι η προστασία στον μεταξοβιομήχανο (τον μόνο που φοβόταν
ακόμη τον ξένο ανταγωνισμό) παρατάθηκε για μια σειρά ετών και μετά
παραχωρήθηκε με άλλη, οπωσδήποτε κακόφημη μορφή. Ενώ οι άλλες
υφαντουργικές βιομηχανίες υπόκεινταν στον νόμο περί Εργοστασίων - που
περιόριζε τις ώρες εργασίας των γυναικών, των νέων και των παιδιών[22]
- ο κλάδος του μεταξιού ευνοούνταν με σημαντικές εξαιρέσεις από το
γενικό κανόνα που του έδιναν τη δυνατότητα να απασχολεί παιδιά
μικρότερης ηλικίας και να επιβάλλει μακρύτερα ωράρια στους νέους και στα
παιδιά από τους άλλους υφαντουργικούς κλάδους. Το μονοπώλιο που οι
υποκριτές οπαδοί του Ελεύθερου Εμπορίου είχαν καταργήσει όσον αφορά τους
ξένους ανταγωνιστές, το δημιούργησαν και πάλι σε βάρος της υγείας και
της ζωής των παιδιών της Αγγλίας.
Αλλά
καμία χώρα δε θα μπορέσει πια να περάσει από την Προστασία στο Ελεύθερο
Εμπόριο σε μια εποχή όπου όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι βιομηχανικοί της
κλάδοι μπορούν να αψηφήσουν τον ξένο ανταγωνισμό στην ανοικτή αγορά. Η
ανάγκη για την αλλαγή θα έρθει πολύ πριν να μπορέσει να υπάρξει ακόμα
και ελπίδα για μια τέτια ευτυχισμένη κατάσταση. Αυτή η ανάγκη θα γίνει
φανερή στους διαφορετικούς κλάδους σε διαφορετικές εποχές, και από τα
συγκρουόμενα συμφέροντα των κλάδων αυτών θα προκύψουν οι πιο
κατατοπιστικές συγκρούσεις, μηχανορραφίες των παρασκηνιακά οργανωμένων
συμφερόντων (lobby), και κοινοβουλευτικές συνομωσίες. Ο παραγωγός
μηχανών, ο μηχανικός και ο ναυπηγός μπορούν να βρουν ότι η προστασία που
παρέχεται στον σιδηρουργό αυξάνει την τιμή των αγαθών του τόσο ώστε με
αυτό τον τρόπο και μόνο με αυτό τον τρόπο το εξαγωγικό του εμπόριο
εμποδίζεται. Ο παραγωγός βαμβακερών υφασμάτων θα μπορούσε να είχε βρει
τον τρόπο να διώξει τα αγγλικά υφάσματα από τις κινέζικες και ινδικές
αγορές, αν δεν υπήρχε η υψηλή τιμή που αναγκάζεται να πληρώσει για το
νήμα, εξ αιτίας της προστασίας των νηματουργών κ.ο.κ..
Τη
στιγμή που ένας κλάδος της εθνικής βιομηχανίας έχει κατακτήσει πλήρως
την εσωτερική αγορά εκείνη τη στιγμή η εξαγωγή γίνεται αναγκαία γι’
αυτόν. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, μια βιομηχανία ή επεκτείνεται ή
μαραίνεται. Ενας κλάδος δεν μπορεί να μείνει στάσιμος, σταμάτημα της
εξάπλωσης σημαίνει έναρξη της καταστροφής. Η πρόοδος της μηχανικής και
χημικής εφεύρεσης, μέσω της συνεχούς αντικατάστασης της ανθρώπινης
εργασίας και της όλο και ταχύτερης αύξησης της συγκέντρωσης του
κεφαλαίου, δημιουργεί σε κάθε στάσιμη βιομηχανία μια πληθώρα τόσο
εργατών όσο και κεφαλαίου, μια πληθώρα που δε βρίσκει διέξοδο πουθενά,
γιατί η ίδια διαδικασία γίνεται σ΄ όλες τις άλλες βιομηχανίες.
Ετσι,
το πέρασμα από ένα κλάδο στραμμένο προς το εσωτερικό σε ένα κλάδο
στραμμένο προς τις εξαγωγές γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου για όλες τις
ενδιαφερόμενες βιομηχανίες. Αλλά βρίσκονται αντιμέτωπες με τα
καθιερωμένα δικαιώματα και με τα συγκεκριμένα συμφέροντα άλλων που ακόμα
βρίσκουν την προστασία ή ασφαλέστερη ή επικερδέστερη από το Ελεύθερο
Εμπόριο. Τότε ακολουθεί ένας μακρόχρονος και πεισματικός αγώνας μεταξύ
των οπαδών του Ελεύθερου Εμπορίου και των Προστατευτιστών, ένας αγώνας
όπου, και στις δύο πλευρές, η ηγεσία γρήγορα περνάει από τα χέρια των
ανθρώπων που ενδιαφέρονται άμεσα στα χέρια των επαγγελματιών πολιτικών,
αυτών που τραβούν τα νήματα των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, των
οποίων το συμφέρον δεν ήταν ο διακανονισμός του θέματος αλλά η διατήρησή
του σε ανοιχτή κατάσταση για πάντα και το αποτέλεσμα μιας τεράστιας
απώλειας χρόνου, ενεργητικότητας και χρήματος είναι μια σειρά
συμβιβασμών που ευνοούν πότε τη μια και πότε την άλλη πλευρά και που
μετακινούνται αργά, αν και όχι μεγαλόπρεπα, προς την κατεύθυνση του
Ελευθέρου Εμπορίου - εκτός κι αν η Προστασία κατορθώσει, στο μεταξύ, να
κάνει τον εαυτό της εντελώς ανυπόφορο για το έθνος, πράγμα που είναι
ακριβώς το πιο πιθανό να συμβεί τώρα στην Αμερική.
Υπάρχει,
ωστόσο, ένα άλλο είδος προστασίας, το χειρότερο απ’ όλα, και αυτό
παρουσιάζεται στη Γερμανία. Και η Γερμανία άρχισε να αισθάνεται, γρήγορα
μετά το 1815, την ανάγκη ταχύτερης ανάπτυξης των βιομηχανιών της.
Ωστόσο, ο πρώτος όρος γι’ αυτό ήταν η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς
μέσω της αφαίρεσης των αναρίθμητων τελωνειακών γραμμών και των ποικιλιών
της φορολογικής νομοθεσίας που είχαν δημιουργηθεί από τα μικρά
Γερμανικά κράτη - με άλλα λόγια η δημιουργία μιας Γερμανικής Τελωνειακής
Ενωσης, ή Zollverein[23].
Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο στη βάση ενός φιλελευθέρου δασμού που είχε
στόχο μάλλον τη δημιουργία κοινού εισοδήματος παρά προστασίας της
εσωτερικής παραγωγής. Με καμία άλλη προϋπόθεση δε θα μπορούσαν τα μικρά
κράτη να παρακινηθούν να προσχωρήσουν.
Ετσι
το νέο γερμανικό δασμολόγιο, αν και ελαφρά προστατευτικό για μερικούς
κλάδους, ήταν, την εποχή της εισαγωγής του, ένα πρότυπο νομοθεσίας
Ελευθέρου Εμπορίου και παρέμεινε τέτιο αν και, μόνιμα από το 1830, η
πλειοψηφία των Γερμανών κατασκευαστών δεν έπαψε να φωνάζει για
προστασία. Ωστόσο, κάτω από αυτό το εξαιρετικά φιλελεύθερο δασμολόγιο
και παρά το ότι οι γερμανικές εθνικές βιομηχανίες, βασισμένες στη
χειρωνακτική εργασία, τσακίζονταν αμείλικτα από τον ανταγωνισμό των
αγγλικών εργοστασίων που εργάζονταν με ατμό, η μετάβαση από τη
χειρωνακτική εργασία στις μηχανές βαθμιαία ολοκληρώθηκε και στη Γερμανία
και σήμερα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.
Η
μετατροπή της Γερμανίας από αγροτική σε βιομηχανική χώρα συντελέστηκε
με τον ίδιο ρυθμό και, από το 1866, βοηθήθηκε από ευνοϊκά πολιτικά
γεγονότα: τη δημιουργία μιας ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης και
ομοσπονδιακής νομοθεσίας που εξασφάλιζε ομοιογένεια στους νόμους που
ρύθμιζαν το εμπόριο, καθώς και στο νόμισμα, στα μέτρα και σταθμά και,
τελικά, η πλημμύρα των γαλλικών δισεκατομμυρίων. Ετσι, γύρω στο 1874, το
γερμανικό εμπόριο στην παγκόσμια αγορά ήταν αμέσως μετά από κείνο της
Μεγάλης Βρετανίας[24]
και η Γερμανία χρησιμοποιούσε περισσότερη ατμοδύναμη σε εργοστάσια και
μετακίνηση από οποιαδήποτε άλλη ηπειρωτική ευρωπαϊκή χώρα. Δόθηκε έτσι η
απόδειξη ότι, ακόμη και σήμερα και παρά το τεράστιο πλεονέκτημα που
έχει η αγγλική βιομηχανία, μια μεγάλη χώρα μπορεί να ανέβει ως τον
επιτυχή ανταγωνισμό στην ανοιχτή αγορά με την Αγγλία.
Τότε,
ξαφνικά, έγινε μια αλλαγή μετώπου: η Γερμανία έγινε προστατευτική σε
μια στιγμή που το Ελεύθερο Εμπόριο φαινόταν να ήταν περισσότερο από κάθε
άλλη φορά αναγκαίο γι’ αυτήν. Η αλλαγή ήταν, αναμφίβολα, παράλογη, αλλά
μπορεί να εξηγηθεί. Ενώ η Γερμανία ήταν μια χώρα εξαγωγής σιτηρών όλα
τα αγροτικά συμφέροντα, όχι λιγότερο από όλο το θαλάσσιο εμπόριο, ήταν
φλογεροί οπαδοί του Ελευθέρου Εμπορίου. Αλλά, το 1874, αντί να εξάγει, η
Γερμανία ζήτησε μεγάλες προμήθειες σιτηρών από το εξωτερικό. Περίπου
την ίδια περίοδο, η Αμερική άρχισε να πλημμυρίζει την Ευρώπη με
τεράστιες αποστολές φτηνών σιτηρών. Οπου πήγαιναν, έριχναν το χρηματικό
εισόδημα που έβγαινε από τη γη και συνεπώς την πρόσοδό της και από κείνη
τη στιγμή τα αγροτικά συμφέροντα σε όλη την Ευρώπη άρχισαν να φωνάζουν
για προστασία.
Ταυτόχρονα, οι βιομήχανοι στη Γερμανία υπέφεραν από τις επιπτώσεις του ασυγκράτητου υπέρ-εμπορίου[25]
που δημιούργησε η εισροή των γαλλικών δισεκατομμυρίων, ενώ η Αγγλία,
της οποίας το εμπόριο, από την εποχή της κρίσης του 1866, βρισκόταν σε
κατάσταση χρόνιας ύφεσης, πλημμύρισε όλες τις προσιτές αγορές με αγαθά
που ήταν αδύνατον να πουληθούν στην εγχώρια αγορά και προσφέρονταν στο
εξωτερικό σε καταστροφικά χαμηλές τιμές. Ετσι συνέβη ώστε οι Γερμανοί
βιομήχανοι, αν και εξαρτημένοι πριν από όλα από τις εξαγωγές, άρχισαν να
βλέπουν στην προστασία ένα μέσο εξασφάλισης γι’ αυτούς του
αποκλειστικού εφοδιασμού της εσωτερικής αγοράς. Και η κυβέρνηση, εντελώς
στα χέρια της έγγειας αριστοκρατίας και των επαρχιακών αξιωματούχων, με
μεγάλη χαρά επωφελήθηκε απ’ αυτή την περίσταση για να ωφελήσει τους
εισπράκτορες της έγγειας προσόδου προσφέροντάς προστατευτικούς δασμούς
και στους γαιοκτήμονες και στους βιομηχάνους. Το 1878, μπήκε σε εφαρμογή
ένας υψηλός προστατευτικός δασμός για τα αγροτικά προϊόντα και τα
βιομηχανικά προϊόντα[26].
Η
συνέπεια ήταν ότι, στο εξής, η εξαγωγή των γερμανικών μεταποιητικών
προϊόντων γινόταν άμεσα σε βάρος των εσωτερικών καταναλωτών. Οπου ήταν
δυνατόν, «κύκλοι» ή «τραστ»[27]
δημιουργήθηκαν για να ρυθμίσουν το εξαγωγικό εμπόριο και ακόμη και την
ίδια την παραγωγή. Το γερμανικό εμπόριο σιδήρου βρίσκεται στα χέρια
μερικών μεγάλων εταιρειών, κατά το πλείστον εταιρειών του
χρηματιστηρίου, οι οποίες συνολικά μπορούν να παραγάγουν περίπου
τετραπλάσιο σίδηρο από όσο μπορεί να απορροφήσει η μέση κατανάλωση της
χώρας. Για να αποφύγουν τον περιττό ανταγωνισμό μεταξύ τους, οι
εταιρείες αυτές σχημάτισαν ένα τραστ το οποίο μοιράζει μεταξύ τους όλα
τα εξωτερικά συμβόλαια και καθορίζει σε κάθε περίπτωση την εταιρεία που
θα γίνει ο δικαιούχος. Αυτό το «τραστ», εδώ και μερικά χρόνια, είχε
κάνει συμφωνία ακόμα και με τους Αγγλους βασιλείς του σιδήρου, αλλά αυτό
δεν υπάρχει πια. Κατά παρόμοιο τρόπο, τα ανθρακωρυχεία της Βεστφαλίας
(που παράγουν περίπου 30 εκατομμύρια τόνους το χρόνο) δημιούργησαν ένα
τραστ για να ρυθμίζει την παραγωγή, τους δικαιούχους των συμβολαίων και
τις τιμές. Και, συνολικά, κάθε Γερμανός βιομήχανος θα σας πει ότι το
μόνο που κάνουν οι προστατευτικοί δασμοί γι’ αυτόν είναι να του
επιτρέπουν να κινείται με κέρδος στην εσωτερική αγορά μπροστά στις
καταστροφικές τιμές που είναι υποχρεωμένος να δίνει στο εξωτερικό.
Και
αυτά δεν είναι όλα. Αυτό το παράλογο σύστημα προστασίας στους
βιομηχάνους δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κόκαλο που πετιέται στους
καπιταλιστές της βιομηχανίας για να τους πείσει να υποστηρίξουν ένα
ακόμη πιο σκανδαλώδες μονοπώλιο που παρέχεται στα έγγεια συμφέροντα. Οχι
μόνο όλη η αγροτική παραγωγή υπόκειται σε βαρείς εισαγωγικούς δασμούς,
οι οποίοι αυξάνονται από χρόνο σε χρόνο, αλλά μερικές αγροτικές
βιομηχανίες, που λειτουργούν σε μεγάλα αγροκτήματα για λογαριασμό του
ιδιοκτήτη, ουσιαστικά προικίζονται από το δημόσιο ταμείο. Η παραγωγή
ζάχαρης από ζαχαρότευτλα όχι μόνο προστατεύεται αλλά παίρνει και
τεράστια ποσά με τη μορφή εξαγωγικών βραβείων. Κάποιος που ξέρει είναι
της γνώμης ότι αν η ζάχαρη που εξάγεται πεταγόταν ολόκληρη στη θάλασσα ο
παραγωγός θα είχε πάλι ένα κέρδος από το κυβερνητικό βραβείο. Κατά
παρόμοιο τρόπο, τα διυλιστήρια οινοπνεύματος από πατάτα παίρνουν σαν
αποτέλεσμα της πρόσφατης νομοθεσίας ένα δώρο περίπου 9 εκατομμυρίων
δολαρίων[28]
το χρόνο από τις τσέπες του κοινού. Και, καθώς σχεδόν κάθε μεγάλος
γαιοκτήμονας της Βόρειο-Ανατολικής Γερμανίας είναι ή παραγωγός ζάχαρης
από ζαχαρότευτλα ή ιδιοκτήτης διυλιστηρίου οινοπνεύματος από πατάτες, ή
και τα δύο, δεν είναι παράξενο που ο κόσμος έχει κυριολεκτικά
πλημμυρίσει με την παραγωγή τους.
Η
πολιτική αυτή, καταστροφική σε οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι διπλά τέτια
σε μία χώρα της οποίας οι βιομηχανίες κρατούν τη θέση τους στις
ουδέτερες αγορές κυρίως μέσω του χαμηλού κόστους εργατικής δύναμης. Οι
μισθοί στη Γερμανία, που κρατιούνται κοντά στα όρια της πείνας μέσω του
υπεραρίθμου πληθυσμού (ο οποίος αυξάνει γρήγορα, παρά τη μετανάστευση),
πρέπει να αυξηθούν σαν συνέπεια της αύξησης των τιμών όλων των αναγκαίων
(αγαθών) που προκαλεί η προστασία και ο Γερμανός βιομήχανος δε θα
μπορεί πια τότε, όπως συχνά μπορεί τώρα, να ισοφαρίζει την καταστροφική
τιμή των εμπορευμάτων του μέσω μιας αφαίρεσης από τις φυσιολογικές
αμοιβές των εργατών του και θα διωχτεί από την αγορά[29]. Η προστασία, στη Γερμανία, σκοτώνει τη χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά.
Η
Γαλλία επίσης υποφέρει από τις συνέπειες της προστασίας. Το σύστημα σ΄
αυτή τη χώρα έχει γίνει, μέσω των δύο αιώνων αναμφισβήτητης κυριαρχίας
του, σχεδόν στοιχείο της ζωής του έθνους. Παρ’ όλα αυτά, γίνεται όλο και
πιο πολύ εμπόδιο. Οι μόνιμες αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής αποτελούν
την ημερησία διάταξη[30]
αλλά η προστασία κλείνει το δρόμο. Το πίσω μέρος των μεταξωτών βελούδων
γίνεται σήμερα από βαμβακερό νήμα. Ο Γάλλος κατασκευαστής πρέπει ή να
πληρώσει προστατευτική τιμή για αυτό ή να υποβληθεί σε μια τέτια
ατέλειωτη διοικητική διαδικασία που πλήρως ισοφαρίζει τη διαφορά μεταξύ
της τιμής αυτής και της κυβερνητικής έκπτωσης κατά την εξαγωγή και,
έτσι, ο κλάδος των βελούδων μετακινείται από τη Λυών στο Κρέφελντ, όπου η
τιμή προστασίας για το λεπτό βαμβακερό νήμα είναι σημαντικά χαμηλότερη.
Οι
γαλλικές εξαγωγές, όπως είπα παραπάνω, αποτελούνται κυρίως από είδη
πολυτελείας, όπου το γαλλικό γούστο δεν μπορεί, ως τώρα, να ξεπεραστεί,
αλλά οι κύριοι καταναλωτές σε όλο τον κόσμο αυτών των ειδών είναι οι
σύγχρονοι νεόπλουτοι καπιταλιστές μας, που δεν έχουν ούτε εκπαίδευση
ούτε καλλιέργεια και εξυπηρετούνται εξίσου καλά από φτηνές και αδέξιες
γερμανικές και αγγλικές απομιμήσεις και συχνά γίνονται θύματα
παρουσίασής τους για πραγματικά γαλλικά προϊόντα σε υπέρ - υπερβολικές
τιμές. Η αγορά για αυτά τα είδη που δεν μπορεί να γίνουν έξω από τη
Γαλλία γίνεται όλο και στενότερη, οι Γάλλοι εξαγωγείς μόλις
συγκρατούνται, και θα πρέπει γρήγορα να γονατίσουν. Με ποια νέα προϊόντα
μπορεί η Γαλλία να αντικαταστήσει εκείνα των οποίων οι εξαγωγές
εξαφανίζονται; Αν κάτι μπορεί να βοηθήσει εδώ, αυτό είναι ένα τολμηρό
μέτρο Ελευθέρου Εμπορίου, που θα βγάλει το Γάλλο βιομήχανο από τη
συνηθισμένη του ατμόσφαιρα θερμοκηπίου και θα τον βάλει πάλι στον
ανοιχτό αέρα του ανταγωνισμού με ξένους αντιπάλους[31].
Πράγματι, το γαλλικό γενικό εμπόριο θα είχε από καιρό αρχίσει να
συρρικνώνεται αν δεν ήταν το μικρό και διστακτικό βήμα προς την
κατεύθυνση του Ελευθέρου Εμπορίου που έγινε από την (αγγλο - γαλλική)
συνθήκη του Κόμπντεν του 1860[32], αλλά αυτή ήδη έχει σχεδόν εξαντληθεί και απαιτείται μια ισχυρότερη δόση του ίδιου φαρμάκου.
Για
τη Ρωσία δεν αξίζει τον κόπο να μιλήσουμε. Εκεί, το προστατευτικό
δασμολόγιο - με τους δασμούς να πρέπει να πληρωθούν σε χρυσό, αντί για
το υποτιμημένο χαρτονόμισμα της χώρας - χρησιμεύει πριν απ’ όλα στην
ανεύρεση αντικειμένων για τον εφοδιασμό της εξαθλιωμένης (άθλιας,
πάμπτωχης) κυβέρνησης με το σκληρό συνάλλαγμα που απαιτείται για τις
συναλλαγές με τους ξένους πιστωτές. Την ίδια μέρα κατά την οποία αυτό το
δασμολόγιο θα εκπληρώσει την προστατευτική του αποστολή, αποκλείοντας
ολοκληρωτικά τα ξένα εμπορεύματα, εκείνη την ημέρα η ρωσική κυβέρνηση θα
χρεοκοπήσει. Και, ωστόσο, αυτή ίδια κυβέρνηση διασκεδάζει τους υπηκόους
της[33]
κουνώντας μπροστά στα μάτια τους την προοπτική της μετατροπής της
Ρωσίας, μέσω αυτού του δασμολογίου, σε πλήρως αυτάρκη χώρα, που δε θα
ζητά από τον ξένο ούτε τρόφιμα ούτε πρώτες ύλες ούτε μεταποιητικά
προϊόντα ούτε έργα τέχνης. Οι άνθρωποι που πιστεύουν στο όραμα μιας
Ρωσικής Αυτοκρατορίας, κλειστής και απομονωμένης από τον υπόλοιπο κόσμο,
βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τον πατριώτη Πρώσο επιλοχία που πήγε σε
ένα κατάστημα και ζήτησε μία υδρόγειο, όχι γήινη ή επουράνια, αλλά μια
υδρόγειο της Πρωσίας.
Ας επιστρέψουμε στην Αμερική. Αφθονούν τα συμπτώματα ότι η Προστασία έκανε ό,τι μπορούσε να κάνει για τις ΕΠΑ, και[34]
ότι, όσο νωρίτερα ειδοποιηθεί να αποχωρήσει, τόσο το καλύτερο για όλα
τα μέρη. Ενα από αυτά τα συμπτώματα είναι η δημιουργία «κύκλων» ή
«τραστ»[35]
μέσα στις προστατευμένες βιομηχανίες για τη συστηματικότερη
εκμετάλλευση του μονοπωλίου που τους έχει παραχωρηθεί. Τώρα, οι «κύκλοι»
και τα «τραστ»[36]
είναι πραγματικά αμερικανικοί θεσμοί, και, όπου εκμεταλλεύονται φυσικά
πλεονεκτήματα, γενικά αν και γκρινιάρικα πετυχαίνουν την υποταγή. Η
μετατροπή της παροχής πετρελαίου στην Πενσυλβανία σε μονοπώλιο από τη
Στάνταρ Οϊλ Κόμπανι[37]
είναι μια διαδικασία εντελώς σύμφωνη με τους κανόνες της καπιταλιστικής
παραγωγής. Αλλά εάν οι παραγωγοί ζάχαρης προσπαθήσουν να μετατρέψουν το
προνόμιο που τους παραχωρήθηκε, από το έθνος, ενάντια στον ξένο
ανταγωνισμό, σε μονοπώλιο ενάντια στον εσωτερικό καταναλωτή, δηλαδή
ενάντια στο ίδιο έθνος που παραχώρησε την Προστασία, αυτό είναι ένα
διαφορετικό πράγμα. Ωστόσο, οι μεγάλοι παραγωγοί ζάχαρης σχημάτισαν ένα
«τραστ» το οποίο δεν έχει κανένα άλλο στόχο[38]. Και το τραστ της ζάχαρης δεν είναι το μόνο αυτού του είδους.
Τώρα,
η δημιουργία τέτιων τραστ σε προστατευμένες βιομηχανίες είναι το πιο
ασφαλές σημάδι ότι η προστασία έχει κάνει τη δουλειά της και αλλάζει το
χαρακτήρα της, ότι δεν προστατεύει πια το βιομήχανο ενάντια στον ξένο
εισαγωγέα αλλά ενάντια στον εσωτερικό καταναλωτή, ότι έχει δημιουργήσει,
τουλάχιστον στον ειδικά ενδιαφερόμενο κλάδο, αρκετούς, αν όχι
υπέρ-αρκετούς, βιομηχάνους, ότι το χρήμα που βάζει στις τσέπες αυτών των
βιομηχάνων[39] είναι πεταμένο χρήμα, ακριβώς όπως στη Γερμανία.
Στην
Αμερική, όπως και αλλού, η Προστασία προωθείται μέσω του επιχειρήματος
ότι το Ελεύθερο Εμπόριο θα ευνοήσει μόνο την Αγγλία. Η καλύτερη απόδειξη
για το αντίθετο είναι ότι στην Αγγλία όχι μόνο οι αγροκαλλιεργητές και
οι γαιοκτήμονεςαλλά ακόμη και οι βιομήχανοι στρέφονται προς τον
προστατευτισμό. Στην πατρίδα της «σχολής του Μάντσεστερ»[40] του Ελευθέρου Εμπορίου, το Εμπορικό Επιμελητήριο του Μάντσεστερ συζήτησε, την 1η
Νοέμβρη του 1886, ένα ψήφισμα «ότι, έχοντας μάταια αναμείνει επί 40
χρόνια τα άλλα έθνη να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ελευθέρου Εμπορίου
της Αγγλίας, το επιμελητήριο πιστεύει ότι ήρθε ο καιρός της αναθεώρησης
αυτής της θέσης».
Η
απόφαση, βέβαια, απορρίφθηκε αλλά με 22 ψήφους έναντι 21! Και αυτό
έγινε στο κέντρο της βαμβακουργίας - δηλαδή, του μόνου κλάδου της
αγγλικής βιομηχανίας του οποίου η υπεροχή στην ανοιχτή αγορά φαίνεται
ακόμη αναμφισβήτητη! Αλλά, πάντως, ακόμη και σ’ αυτόν τον ειδικό κλάδο η
εφευρετική ιδιοφυία πέρασε από την Αγγλία στην Αμερική. Οι τελευταίες
βελτιώσεις στα νηματουργικά και υφαντουργικά μηχανήματα του βάμβακος
ήρθαν, σχεδόν όλες, από την Αμερική και το Μάντσεστερ αναγκάστηκε να τις
υιοθετήσει. Στις βιομηχανικές εφευρέσεις όλων των ειδών, η Αμερική έχει
ξεκάθαρα πάρει την πρώτη θέση, ενώ η Γερμανία ανταγωνίζεται την Αγγλία
πολύ στενά για τη δεύτερη θέση.
Στην
Αγγλία κερδίζει έδαφος η συνείδηση ότι το βιομηχανικό μονοπώλιο της
χώρας αυτής έχει ανεπανόρθωτα χαθεί, ότι πάντα χάνει σχετικά έδαφος, ενώ
οι αντίπαλοί της προχωρούν, και ότι κατευθύνεται προς μια κατάσταση
όπου θα πρέπει να ικανοποιείται με τη θέση ενός βιομηχανικού έθνους
μεταξύ πολλών, αντί, όπως κάποτε ονειρευόταν, του «εργαστηρίου του
κόσμου». Για την απόκρουση αυτού του επικειμένου πεπρωμένου, γίνονται
επικλήσεις, μόλις καλυμμένες κάτω από το πέπλο του «εντίμου εμπορίου»
και των δασμών αντιποίνων, της προστασίας από τους γιους των ίδιων
εκείνων ανθρώπων οι οποίοι, πριν από 40 χρόνια, δεν έβλεπαν σωτηρία παρά
μόνο στο Ελεύθερο Εμπόριο. Και όταν οι Αγγλοι αρχίζουν να βρίσκουν ότι
το Ελεύθερο Εμπόριο τους καταστρέφει και ζητούν από την κυβέρνηση να
τους προστατέψει απέναντι στους ξένους ανταγωνιστές τους, τότε, ασφαλώς,
ήρθε η ώρα για αυτούς τους ανταγωνιστές να αντιδράσουν πετώντας ένα
προστατευτικό σύστημα στο εξής άχρηστο, να πολεμήσουν το βιομηχανικό
μονοπώλιο της Αγγλίας που εξαφανίζεται με το ίδιο του το όπλο: το
Ελεύθερο Εμπόριο.
Αλλά,
όπως είπα παραπάνω, μπορείτε εύκολα να επιβάλλετε την Προστασία αλλά
δεν μπορείτε να απαλλαγείτε από αυτή τόσο εύκολα. Το νομοθετικό σώμα,
εγκρίνοντας το προστατευτικό σχέδιο, έχει δημιουργήσει μεγάλα συμφέροντα
για τα οποία είναι υπεύθυνο. Και δεν είναι κάθε ένα από αυτά τα
συμφέροντα - όλοι οι κλάδοι της βιομηχανίας - εξίσου έτοιμο, στην
δεδομένη στιγμή, να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό. Μερικοί καθυστερούν
ενώ άλλοι δε χρειάζονται πλέον προστατευτική φροντίδα. Η διαφορά της
θέσης θα δημιουργήσει τις γνωστές συνομωσίες των οργανωμένων συμφερόντων
(lobby) και είναι αυτό καθ’ εαυτό μια ασφαλής εγγύηση ότι οι
προστατευμένες βιομηχανίες, εάν αποφασιστεί το Ελεύθερο Εμπόριο, δε θα
εγκαταλειφθούν στην τύχη τους, όπως δεν εγκαταλείφθηκε η βιομηχανία
μετάξης στην Αγγλία μετά το 1846. Αυτό είναι αναπόφευκτο στις σημερινές
συνθήκες και θα πρέπει να τηρηθεί από το κόμμα του Ελευθέρου Εμπορίου
στο βαθμό που η αλλαγή θα αποφασιστεί κατ’ αρχήν.
Το
ερώτημα του Ελευθέρου Εμπορίου ή της Προστασίας κινείται μέσα στα
πλαίσια του σημερινού συστήματος της καπιταλιστικής παραγωγής και
συνεπώς δεν έχει άμεσο ενδιαφέρον για μας τους σοσιαλιστές που θέλουμε
να απαλλαγούμε από το σύστημα.
Εμμεσα,
ωστόσο, μας ενδιαφέρει στο βαθμό που πρέπει να επιθυμούμε το σημερινό
σύστημα παραγωγής να αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί όσο το δυνατό πιο
ελεύθερα και ταχύτερα, διότι μαζί του θα αναπτυχθούν και αυτά τα
οικονομικά φαινόμενα που είναι οι αναγκαίες του συνέπειες και τα οποία
πρέπει να καταστρέψουν το σύστημα στο σύνολό του[41]:
αθλιότητα για τη μεγάλη μάζα του λαού, σαν αποτέλεσμα της
υπερπαραγωγής. Αυτή η υπερπαραγωγή γεννά ή περιοδικούς κορεσμούς και
σπασμούς, που συνοδεύονται από πανικό, ή σε άλλες περιπτώσεις μια χρόνια
στασιμότητα του εμπορίου, διαίρεση της κοινωνίας σε μια μικρή τάξη
μεγάλων καπιταλιστών και μια μεγάλη ουσιαστικά κληρονομικών μισθωτών
δούλων, τους προλετάριους, οι οποίοι, ενώ ο αριθμός τους συνεχώς
αυξάνεται, ταυτόχρονα συνεχώς αντικαθίστανται από μηχανές που
εξοικονομούν νέα εργατική δύναμη. Με λίγα λόγια, μια κοινωνία που
οδηγείται στο αδιέξοδο, από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή παρά μέσω μιας
πλήρους αναμόρφωσης της οικονομικής δομής που αποτελεί τη βάση της.
Από
αυτή την άποψη, εδώ και 40 χρόνια, ο Μαρξ τάχθηκε, κατ’ αρχήν, υπέρ του
Ελευθέρου Εμπορίου σαν το πιο προοδευτικό σχέδιο και, συνεπώς, σαν το
σχέδιο που θα έφερνε πιο γρήγορα την καπιταλιστική κοινωνία σ’ αυτό το
αδιέξοδο. Αλλά εάν ο Μαρξ τάχθηκε υπέρ του Ελευθέρου Εμπορίου με αυτή τη
δικαιολογία, δεν είναι αυτό λόγος για οποιονδήποτε υποστηρικτή του
σημερινού κοινωνικού καθεστώτος για να ταχθεί ενάντια στο Ελεύθερο
Εμπόριο; Εάν το Ελεύθερο Εμπόριο θεωρείται επαναστατικό, δε θα πρέπει
όλοι οι καλοί πολίτες να ψηφίσουν υπέρ της Προστασίας σαν συντηρητικής
κατεύθυνσης;
Εάν
μια χώρα δεχθεί σήμερα το Ελεύθερο Εμπόριο, δε θα το κάνει ασφαλώς για
να ικανοποιήσει τους Σοσιαλιστές. Θα το κάνει γιατί το Ελεύθερο Εμπόριο
έχει γίνει ανάγκη για τους βιομηχάνους καπιταλιστές. Ωστόσο αν απέρριπτε
το Ελεύθερο Εμπόριο και παρέμενε στην Προστασία, για να εξαπατήσει τους
Σοσιαλιστές αποφεύγοντας την κοινωνική καταστροφή που αναμένεται, αυτό
δε θα βλάψει τις προοπτικές του Σοσιαλισμού στο ελάχιστο[42].
Η Προστασία είναι ένα πρόγραμμα για την τεχνητή παραγωγή κατασκευαστών
και, συνεπώς, και ένα πρόγραμμα για την τεχνητή παραγωγή μισθωτών
εργαζομένων. Δεν μπορείτε να δημιουργήσετε το ένα χωρίς να δημιουργήσετε
και το άλλο.
Ο
μισθωτός παντού ακολουθεί κατά πόδας το βιομήχανο, είναι σαν τη
«θλιβερή φροντίδα» του Οράτιου που κάθεται πίσω από τον ιππέα και που
δεν μπορεί να την αποτινάξει όπου και να πάει[43].
Δεν μπορείτε να αποφύγετε το πεπρωμένο, με άλλα λόγια, δεν μπορείτε να
αποφύγετε τις αναγκαίες συνέπειες των πράξεων σας. Ενα σύστημα παραγωγής
βασισμένο στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, στο οποίο ο πλούτος
αυξάνει ανάλογα με τον αριθμό των χρησιμοποιουμένων και εκμεταλλευομένων
εργαζομένων, ένα τέτιο σύστημα είναι αναγκασμένο να αυξάνει την τάξη
των μισθωτών εργαζομένων,[44]
δηλαδή την τάξη που προορίζεται μια μέρα να καταστρέψει το ίδιο το
σύστημα. Στο μεταξύ, δεν μπορεί να γίνει τίποτε: πρέπει να συνεχίσετε να
αναπτύσσετε το καπιταλιστικό σύστημα, πρέπει να επιταχύνετε την
παραγωγή, τη συσσώρευση και τη συγκεντροποίηση του καπιταλιστικού
πλούτου, και, μαζί μ’ αυτό, την παραγωγή μιας επαναστατικής τάξης
εργαζομένων[45].
Είτε δοκιμάσετε την Προστασία είτε το Ελεύθερο Εμπόριο, στο τέλος δεν
υπάρχει διαφορά και ελάχιστη διαφορά στο μήκος της ανάπαυλας που σας
έχει δοθεί μέχρι τη μέρα που θα έρθει το τέλος. Γιατί πολύ πριν απ’ αυτή
τη μέρα η Προστασία θα έχει γίνει μια ανυπόφορη (αφόρητη) τροχοπέδη για
κάθε χώρα που φιλοδοξεί, με μια πιθανότητα επιτυχίας, να κρατήσει τη
θέση της στην παγκόσμια αγορά.
Γράφτηκε τον Απρίλη και αρχές Μάη 1888
Πρώτη δημοσίευση στην «Die Neue Zeit», Νο. 7, Ιούλης 1888, καθώς επίσης και στο φυλλάδιο «Κ. Μαρξ: Ελεύθερο Εμπόριο», Βοστόνη, 1888.
*
Το παρόν κείμενο είναι ο εισαγωγικός πρόλογος που έγραψε ο Φρ. Ενγκελς
για την αγγλική έκδοση σε μπροσούρα (1888) σε λόγο του Κ. Μαρξ για το
ζήτημα του ελεύθερου εμπορίου (1847). Ο «Πρόλογος» αυτός δεν έχει
εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα. Τη μετάφραση έκανε ο Θ. Παπαρήγας και την
επιμέλεια ο Ηλ. Λέγγερης. Για τις υποσημειώσεις του επιμελητή πάρθηκαν
υπόψη και αυτές που υπήρχαν στην αγγλική έκδοση. Η μετάφραση έγινε από
την αγγλική έκδοση των Απάντων Μαρξ - Ενγκελς Collected Works volume 26
(Engels: 1882-1889) των εκδόσεων Progress, Μόσχα 1990.
[1]
Για το Συνέδριο των Βρυξελλών πάνω στο Ελεύθερο Εμπόριο ο Ενγκελς έχει
γράψει επίσης τα άρθρα «Το Οικονομικό Συνέδριο» και «Το Συνέδριο του
Ελεύθερου Εμπορίου στις Βρυξέλλες». Απαντα 6ος τόμος, αγγλική έκδοση του Progress, Μόσχα, 1990, σελ. 274-78 και 282-90 αντίστοιχα.
[2]
Οι εισαγωγικοί δασμοί στα σιτηρά επιβλήθηκαν στην Αγγλία με τους
λεγόμενους νόμους για τα σιτηρά που εκδόθηκαν το 1815, 1822 και 1828.
Σκοπός τους ήταν να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν την εισαγωγή σιτηρών
για να κρατούνται υψηλές οι τιμές τους προς όφελος των μεγάλων άγγλων
γαιοκτημόνων. Απαγόρευαν την εισαγωγή σιταριού, όταν η εσωτερική τους
τιμή έπεφτε κάτω από 80 σελίνια το κουάρτερ. Οι νόμοι αυτοί χειροτέρευαν
την κατάσταση των πιο φτωχών στρωμάτων του πληθυσμού αλλά ήταν
ασύμφοροι και για τη βιομηχανική αστική τάξη, γιατί ακρίβαιναν την
εργατική δύναμη, μείωναν την απορροφητικότητα της εσωτερικής αγοράς και
παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου. Οι νόμοι αυτοί
συνδύαζαν τους υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς για το στάρι με τις υψηλές
τιμές στη ντόπια αγορά και εμπόδιζαν την αύξηση του καπιταλιστικού
κέρδους. Το 1883, δυο βιομήχανοι του Μάντσεστερ, ο Κόμπντεν και ο Μπράιτ
(Cobden and Bright) ίδρυσαν την Ενωση Ενάντια στο Νόμο των Σιτηρών
(Anti-Corn Law League), η οποία ζητούσε χαμηλούς δασμούς στα σιτηρά και
απεριόριστη ελευθερία του εμπορίου με σκοπό την εξασθένηση της
οικονομικής και πολιτικής δύναμης των μεγαλογαιοκτημόνων (της
αριστοκρατίας της γαιοκτησίας) και την ελάττωση των μισθών των εργατών
γης. Οι νόμοι καταργήθηκαν ύστερα από μακρόχρονη πάλη ανάμεσα στους
μεγαλογαιοκτήμονες και την αστική τάξη το 1846 όταν πρωθυπουργός ήταν ο
σερ Ρόμπερτ Πηλ. Η κατάργηση τους συνέβαλε στη γρήγορη ανάπτυξη του
καπιταλισμού στην Αγγλία. (Δες και σημειώσεις 20, 21, 32 και 40).
[3] Ο Δημοκρατικός Σύνδεσμος
ιδρύθηκε στις 27 Σεπτέμβρη του 1847 στις Βρυξέλλες και αποτελούνταν από
επαναστάτες προλετάριους, κύρια γερμανούς πρόσφυγες και προοδευτικούς
αστούς και μικροαστούς δημοκράτες. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς πήραν ενεργό
μέρος στην ίδρυσή της. Στις 15 Νοέμβρη του 1847, ο Μαρξ εκλέχτηκε
Αντιπρόεδρος (Πρόεδρος ήταν ο Λουσιέν Τζοττράν -Lusien Jottrand-, ένας
βέλγος δημοκράτης) και κάτω από την επίδρασή του έγινε ένα κέντρο του
διεθνούς δημοκρατικού κινήματος. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του
Φλεβάρη του 1848 στη Γαλλία, η προλεταριακή πτέρυγα του Δημοκρατικού
Συνδέσμου απαίτησε να εξοπλιστούν οι Βέλγοι εργάτες και να εντείνουν την
πάλη τους για λαοκρατική δημοκρατία (democratic republic). Οταν ο
Μαρξ διώχθηκε από τις Βρυξέλλες το Μάρτη του 1848 και τα πιο
επαναστατικά στοιχεία καταστάλθηκαν από τις βελγικές αρχές, η
δραστηριότητα του Συνδέσμου αδυνάτισε, πήρε καθαρά τοπικό χαρακτήρα και
το 1849 ο Σύνδεσμος έπαψε να υπάρχει.
[4] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 1ος, κεφάλαιο 24ο - Η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση -, σελ. 781, έκδοση Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978. Στην ελληνική μετάφραση (Π. Μαυρομάτη) αντί για μεσαιωνικό έχει αρχαϊκό, η λέξη πάντως που έχει ο Ενγκελς στα αγγλικά είναι medieval=μεσαιωνικός. (Απαντα Μαρξ - Ενγκελς, τόμος 26, σελ. 522, αγγλική έκδοση Progress, Μόσχα, 1990, - Protection and Free Trade, Preface to the pumphlet: Karl Marx, Speech On The Question of Free Trade -).
[5] Στη γερμανική μετάφραση της Εισαγωγής αυτής (Ιούλης 1888) αντί γι’ αυτό, ο Ενγκελς γράφει «μετέτρεψαν όλες αυτές τις χώρες».
[6]
Η αναφορά γίνεται στους πολέμους της Αγγλίας ενάντια στη Γαλλική
Δημοκρατία και στην αυτοκρατορία του Ναπολέοντα από το 1793 ως το 1815 -
οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι ήταν από το 1796-1814. Χαρακτηρίζεται και ως
αντιγιακωβίνικος πόλεμος (Το Κεφάλαιο, τόμος 3, κεφάλαιο 37, - Εισαγωγικές Παρατηρήσεις [στο έκτο τμήμα που αφορά τη Μετατροπή Πρόσθετου Κέρδους σε Γαιοπρόσοδο]
- σελ.779 - 780, έκδοση Νέα Βιβλία, Δρέσδη-ΓΛΔ/Σύγχρονη Εποχή) όπου
γίνεται αναφορά στους νόμους λ.χ. του 1815 για το σιτάρι - έναν φόρο που
μπήκε πάνω στο ψωμί για να εξασφαλίσει στους αργόσχολους γαιοκτήμονες
τη συνέχιση των υπερβολικά αυξημένων από τον πόλεμο αυτό εσόδων τους -
είχαν επίσης σαν αποτέλεσμα, εκτός από μερικά εύφορα χρόνια, να κρατούν
τις τιμές των αγροτικών προϊόντων πάνω από το επίπεδο στο οποίο θα
έπεφταν, αν η εισαγωγή σίτου γινόταν ελεύθερη...
[7] Η Φυσιοκρατική Σχολή, Φυσιοκράτες,
αποτελούν μια τάση της αστικής πολιτικής οικονομίας που εμφανίστηκε στη
Γαλλία στα 1750. Θεωρούσαν τη Φύση σαν τη μοναδική πηγή του πλούτου και
την αγροτική οικονομία σαν τη μόνη σφαίρα της οικονομίας που
δημιουργούσε αξία. Αυτούς που ασχολούνταν στην αγροτική οικονομία τους
αποκαλούσαν παραγωγική τάξη ενώ τη βιομηχανία τη θεωρούσαν
«στείρα» σφαίρα και τους ανθρώπους που ασχολούνταν σ’ αυτή τους
ονομάτιζαν «στείρα τάξη» γιατί κατά τη γνώμη τους δε δημιουργούσαν νέο
πλούτο. Αν και υποτιμούσαν το ρόλο της βιομηχανίας και του εμπορίου,
πρόσφεραν μια σημαντική υπηρεσία γιατί έστρεψαν την προσοχή της έρευνας
για τις πηγές της υπεραξίας από τη σφαίρα της κυκλοφορίας στη σφαίρα της
παραγωγής, στην οποία στηρίζεται η βάση για την ανάλυση της
καπιταλιστικής παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα μεγάλης κλίμακας
καπιταλιστικά αγροκτήματα, έδειξαν την ετοιμοθάνατη φύση της
φεουδαρχικής οικονομίας και συνεισέφεραν έτσι στην ιδεολογική
προετοιμασία της αστικής επανάστασης στη Γαλλία. Επικεφαλής της Σχολής
θεωρείται ο γάλλος Φρανσουά Κενέ, ο «οικονομικός πίνακας» του οποίου
αποτελεί μια πρώτη απόπειρα να εκφραστεί η καπιταλιστική διαδικασία της
αναπαραγωγής στο σύνολό της και τον οποίο ο Μαρξ εξήγησε επιστημονικά
και έγραψε πολύ καλά λόγια: «στο πρώτο τρίτο του 18ου αιώνα,
στην παιδική εποχή της πολιτικής οικονομίας... ήταν αναμφισβήτητα η πιο
μεγαλοφυής επινόηση, που κατάφερε ως τότε η πολιτική οικονομία» (Κ.
Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος πρώτο, -4ος τόμος του Κεφαλαίου-, κεφάλαιο έκτο, Η σημασία του Tableau Economique στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας,
σελ. 379, έκδοση Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981). Οι Φυσιοκράτες ήταν
οπαδοί της απεριόριστης κυριαρχίας της ατομικής ιδιοκτησίας, του
ελεύθερου ανταγωνισμού και της ελευθερίας του εξωτερικού εμπορίου
(Laissez faire, laissez aller!).
[8] Ανταμ Σμιθ
(1723-1790). Ενας από τους σημαντικότερους αστούς οικονομολόγους στην
Αγγλία, που δίνει στην κλασική αστική πολιτική οικονομία τη διαμορφωμένη
της μορφή. Ο Μαρξ τον ονομάζει οικονομολόγο της μανιφακτουρικής
περιόδου του καπιταλισμού και του ανερχόμενου τότε εργοστασιακού
συστήματος, εκφράζει τα συμφέροντα της αναπτυσσόμενης βιομηχανικής
αστικής τάξης εκείνης της περιόδου. Οι βασικές του απόψεις
περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Ερευνα για τη Φύση και τα Αίτια του
Πλούτου των Εθνών» (1776).
Ο Νταβίντ Ρικάρντο (1772-1823), αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο εκπρόσωπο της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας και εκφράζει τα συμφέροντα της αστικής τάξης ιδιαίτερα της Αγγλίας, που προπορεύεται από τις άλλες ευρωπαϊκές. Βασικό του έργο είναι «Οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας» (1817). Κριτικάρισε τη θεωρία της αξίας του Α. Σμιθ και έδειξε μια σειρά αντιφάσεις της. Τις αντιθέσεις της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και των κοινωνικών τάξεων τις θεωρούσε φυσικές που δεν μπορούσαν όμως να ξεπεράσουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Συνεπής εκφραστής της τάξης του, θεωρούσε τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής αιώνιο...
Ο Νταβίντ Ρικάρντο (1772-1823), αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο εκπρόσωπο της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας και εκφράζει τα συμφέροντα της αστικής τάξης ιδιαίτερα της Αγγλίας, που προπορεύεται από τις άλλες ευρωπαϊκές. Βασικό του έργο είναι «Οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας» (1817). Κριτικάρισε τη θεωρία της αξίας του Α. Σμιθ και έδειξε μια σειρά αντιφάσεις της. Τις αντιθέσεις της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και των κοινωνικών τάξεων τις θεωρούσε φυσικές που δεν μπορούσαν όμως να ξεπεράσουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Συνεπής εκφραστής της τάξης του, θεωρούσε τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής αιώνιο...
[9] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) αντί για κοινωνική επανάσταση έχει κοινωνικός μετασχηματισμός (social transformation).
[10] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) έχει αναπόφευκτη λύση (this inevitable solution).
[11]
Η ανακάλυψη στην Καλιφόρνια το 1848 και στην Αυστραλία το 1851 των
πλούσιων σε χρυσό κοιτασμάτων επηρέασαν πολύ την οικονομική ανάπτυξη της
Ευρώπης και Αμερικής.
[12] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) αντί της τελευταίας φράσης έχει: αντιπροσωπεύουν ένα γενικό μετασχηματισμό των μέσων μεταφοράς.
[13] Η αναφορά γίνεται στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1861-65.
Οι δουλοκτήτες του Νότου στράφηκαν ενάντια στην Ενωση και δημιούργησαν
μια Ομοσπονδία των Πολιτειών του Νότου. Στην ουσία ο πόλεμος προήλθε από
τη σύγκρουση δύο κοινωνικών συστημάτων: στη μια πλευρά βρισκόταν το
καπιταλιστικό σύστημα της μισθωτής εργασίας που είχε εγκαθιδρυθεί στο
Βορρά και από την άλλη ήταν το δουλοκτητικό καθεστώς του Νότου. Ο
Εμφύλιος Πόλεμος, που είχε το χαρακτήρα μιας αστικο-δημοκρατικής
επανάστασης, πέρασε από δύο στάδια ανάπτυξης: την περίοδο ενός
συνταγματικού πολέμου για τη διατήρηση της Ενωσης και την περίοδο ενός
επαναστατικού πολέμου για την κατάργηση της δουλείας. Τον αποφασιστικό
ρόλο στην ήττα των Νοτίων έπαιξαν οι εργάτες και οι αγρότες.
[14] «Manifest Destiny», ήταν μια έκφραση πλατιά διαδομένη στον 19ο
αιώνα από τους ιδεολόγους της επεκτατικής πολιτικής που ακολουθούνταν
από τους κυρίαρχους κύκλους των Ενωμένων Πολιτειών για την επικύρωση
αυτής της πολιτικής. Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Τζον Ο
Σάλλιβαν, εκδότη του περιοδικού, Περιοδικό των ΕΠΑ και Δημοκρατική Επιθεώρηση, στο τεύχος Ιούλη - Αυγούστου 1845, τόμος 18, σελ. 5.
[15]
Ετσι λέγονταν στην Αγγλία τα τραίνα τρίτης κατηγορίας, που σύμφωνα με
το νόμο του 1844, κάθε σιδηροδρομική εταιρεία είχε την υποχρέωση να
δρομολογεί μια φορά τη μέρα με ταχύτητα 12 μίλια την ώρα και ναύλα που
δεν ξεπερνούσαν τη μια πένα ανά μίλι.
[16] Ετήσια Εκθεση του Υπουργού Οικονομικών κλπ. για το Ετος 1887, Ουάσιγκτον 1887, σελ. XXVIII, XXIX.
[17]
Στην Αγγλία, όπως σημειώνει ο Ενγκελς, κάνουν αυστηρή διάκριση ανάμεσα
στην Woolen Manufacture που κλώθει και υφαίνει κοντόϊνο μαλλί (κοντής
ίνας) και κύριο κέντρο είχε το Λιτζ και στην Worsted Manufacture που από
μακρόϊνο μαλλί (μακριάς ίνας) κλώθει νήμα πενιέ και υφαίνει μ΄ αυτό και
κύρια έδρα είχε το Μπράντφορντ στο Υιόρκσαϊρ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 3, κεφάλαιο 6, - Επίδραση της αλλαγής των τιμών, ΙΙΙ. Γενική περιγραφή: η κρίση του βαμβακιού 1861-1865. Προϊστορία 1845-1860, σημείωση 18, σ. 161. Εκδοση Νέα Βιβλία, Δρέσδη-ΓΛΔ/Σύγχρονη Εποχή.
[18] Σε αναλογία με την υπολογισμένη χονδρικά αξία των εμπορευμάτων (αγαθών). [In proportion to estimated value of goods].
[19] Ο Υπουργός ήταν ο Charles Fairchild (και στη γλώσσα μας το επίθετο μπορεί να αποδοθεί ως ομορφόπαιδο ή και ως δίκαιο παιδί).
[20]
Ο Χάσκισσον [Huskisson, William] (1770-1830), άγγλος πολιτικός με το
κόμμα των Τόρυ, το 1823 έγινε Πρόεδρος του Εμπορικού Συμβουλίου (έως το
1827) και μείωσε τους εισαγωγικούς δασμούς σε μια σειρά αγαθά και έκανε
σημαντικές αλλαγές στην αποικιακή πολιτική. Με πρωτοβουλία του, πάρθηκαν
μια σειρά μέτρα στις αρχές της δεκαετίας του 1820, που αναδιοργάνωσαν
το απαρχαιωμένο σύστημα των δασμών. Το σύστημα των απαγορευμένων ειδών
στα σιτηρά αντικαταστάθηκε από μια κυλιόμενη κλίμακα δασμού, από την
οποία η άνοδος ή η πτώση των εισαγωγών αυτών των ειδών εξαρτιόταν από
την πτώση ή την άνοδο των τιμών των σιτηρών μέσα στη χώρα.
[21]
Ο Ρόμπερτ Πηλ [Peel, Sir Robert] (1788-1850), μετριοπαθής Τόρυ
(Υπουργός Εσωτερικών στα 1822-27, 1828-30, και Πρωθυπουργός στα 1834-35,
1841-46), το 1842 έκανε μια δασμολογική μεταρρύθμιση χαμηλώνοντας τους
τελωνειακούς δασμούς στα σιτηρά και σε άλλα εισαγόμενα αγαθά αλλά
ταυτόχρονα εισήγαγε ξανά το φόρο εισοδήματος σαν μια αποζημίωση για το
ταμείο του κράτους. (Ο φόρος εισοδήματος μπήκε για πρώτη φορά το 1799,
ως ένα πολεμικό μέτρο, ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει η Αγγλία
στον πόλεμο με τη Γαλλία και καταργήθηκε όταν τελείωσαν οι Ναπολεόντιοι
πόλεμοι το 1816. - W.H.B. Court, A Concise Economic History of Britain
from 1750 to recent times. Cabridge/University Press, 1967, p. 129).
[22] Το 1847 έγινε ο νόμος για το 10ωρο που άρχισε να εφαρμόζεται από την 1η
Μάη του 1848. Τον Αύγουστο του 1850 το Κοινοβούλιο ψήφισε έναν πρόσθετο
εργοστασιακό νόμο ο οποίος παρέτεινε την εργάσιμη μέρα για τις γυναίκες
και τους έφηβους σε 10 ½ ώρες για τις 5 πρώτες μέρες της βδομάδας και
τη μείωνε σε 7 ½ ώρες το Σάββατο.
[23] Η Τελωνειακή Ενωση των Γερμανικών κρατών, Zollverein,
(αρχικά περιελάμβανε 18 κράτη) έγινε το 1834 κάτω από την ηγεσία της
Πρωσίας. Η συμφωνία εξάλειφε τους τελωνειακούς φραγμούς που υπήρχαν
ανάμεσα στα γερμανικά κράτη και εγκαθιστούσε κοινά τελωνειακά σύνορα. Η
δημιουργία της ανταποκρινόταν στην ανάγκη ύπαρξης μιας ενιαίας
γερμανικής αγοράς και συνέβαλε αποφασιστικά στην πολιτική ενοποίηση της
Γερμανίας που πραγματοποιήθηκε το 1871. Ετσι η διαδικασία που ξεκίνησε
το 1819 η Πρωσία κλείνοντας τελωνειακές συμφωνίες με μια σειρά μικρότερα
γερμανικά κράτη - το μεγαλύτερο ήταν του Εσεν/Ντάρμσταντ - πέρασε σε
μια νέα φάση το 1834 και τελείωσε το 1871 με μια ισχυρή Γερμανία. Στην
Ενωση αυτή (που έπαψε να υπάρχει το 1871) δε συμμετείχαν η Αυστρία και
οι ελεύθερες ομοσπονδιακές πόλεις (Χανσεατικές) Λύμπεκ/Λυβέκη, Αμβούργο
και Βρέμη.
[24]
Σύμφωνα με την καταγραφή των στοιχείων που έγινε το 1874 των Εξαγωγών
και Εισαγωγών σε εκατομμύρια δολάρια, η συμμετοχή ήταν: Μεγάλη Βρετανία -
3300, Γερμανία - 2325, Γαλλία - 1665, Ενωμένες Πολιτείες - 1245
εκατομμύρια δολάρια. (Κολμπ, Στατιστική, 7η έκδοση,
Λειψία, 1875, σ. 790). Στο φυλλάδιο αυτό τα στοιχεία δίνονταν σε
εκατομμύρια τάλιρα (thaler), και στη γερμανική μετάφραση δίνονταν σε
εκατομμύρια μάρκων.
[25] Στη γερμανική μετάφραση του κειμένου (Ιούλης 1888) έχει προστεθεί αμέσως μετά «και την υπερβολική κερδοσκοπία».
[26]
Η ανάγκη για μια τροποποίηση των τελωνειακών δασμών καθώς και της
αύξησης των δασμών στα εισαγόμενα βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα,
διακηρύχτηκε από μια ομάδα βουλευτών του Ράϊχσταγκ τον Οκτώβρη του 1878.
Το Δεκέμβρη, ο Μπίσμαρκ έδωσε το αρχικό του σχέδιο της τροποποίησης
στην ειδική επιτροπή που είχε γίνει γι’ αυτό το θέμα. Το τελικό κείμενο
προς συζήτηση στο Ράϊχσταγκ άρχισε το Μάη του 1879 και εγκρίθηκε τον
Ιούλη του ίδιου χρόνου. Το νέο σύστημα τελωνειακών δασμών πρόβλεπε μια
σημαντική αύξηση των εισαγωγικών δασμών στο σίδερο, στα μηχανήματα, στα
υφαντουργικά προϊόντα, στα σιτηρά, στα βοοειδή, στα λίπη, στις ίνες
λιναριού, στη ξυλεία, κ.α.
[27] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) αντί των όρων «κύκλοι» και «τραστ» έχει τον όρο «καρτέλ».
[28] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) έχει «τριάντα έξι εκατομμύρια μάρκα».
[29] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) αντί του «θα διωχτεί από την αγορά» έχει «θα χάσουν την ανταγωνιστικότητά τους».
[30]
Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) η πρόταση αρχίζει ως εξής: «Η
βιομηχανία μεγάλης κλίμακας απαιτεί μόνιμες αλλαγές στις μεθόδους
παραγωγής».
[31] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) οι τρεις τελευταίες λέξεις έχουν απαλειφθεί (δηλαδή, με ξένους αντιπάλους).
[32]
Η αναφορά αφορά την εμπορική συμφωνία μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας που
υπογράφηκε στις 23 Γενάρη του 1860. Επικεφαλής της βρετανικής πλευράς
(και πρωταγωνιστής) ήταν ο θερμός υποστηρικτής του ελεύθερου εμπορίου
Ρίτσαρντ Κόμπντεν (Richard Cobden). (Δες και σημείωση 2 και 40). Με τη
συμφωνία, η Γαλλία εγκατέλειπε την απαγορευτική δασμολογική της πολιτική
και εισήγαγε ένα σύστημα δασμών που δεν μπορούσε να ξεπεράσει το 30%,
και αργότερα το 25% του κόστους των αγαθών. Η συμφωνία έδινε το δικαίωμα
στη Γαλλία να εξάγει τον όγκο των προϊόντων της στην Αγγλία
αφορολόγητα. Μια επίπτωση της συμφωνίας ήταν η ένταση του ανταγωνισμού
στην εσωτερική αγορά εξαιτίας της εισροής των αγγλικών προϊόντων, τα
οποία προκάλεσαν δυσαρέσκεια μεταξύ των Γάλλων κατασκευαστών και
βιομηχάνων.
[33] Η γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) έχει «αφοσιωμένους υπηκόους» (faithful subjects).
[34]
Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888) το τέλος αυτής της πρότασης έχει
ως εξής: «είναι ώρα να τελειώνει με αυτή» (it is time to finish with
it).
[35] Δες την σημείωση 27, όπου η γερμανική μετάφραση χρησιμοποιεί τον όρο «καρτέλ».
[36] Δες τη σημείωση 27, όπου η γερμανική μετάφραση χρησιμοποιεί τον όρο «καρτέλ».
[37] Η Στάνταρ Οϊλ Κόμπανι
[Standard Oil Company] ιδρύθηκε από τον Τζον Ντ. Ροκφέλλερ στην
Πολιτεία του Οχάιο το 1870 με αρχικό κεφάλαιο 1 εκατομμύριο δολάρια. Στη
δεκαετία του 1870 η εταιρεία κυριάρχησε στη διύλιση και διακίνηση του
πετρελαίου και έλεγχε σχεδόν το σύνολο της βιομηχανίας πετρελαίου των
Ενωμένων Πολιτειών. Το 1882, η εταιρεία μετασχηματίστηκε σ’ ένα τραστ με
το ίδιο όνομα, λειτουργώντας μ’ ένα κεφάλαιο 75 εκατομμυρίων δολαρίων.
Αργότερα, η Στάνταρ Οϊλ αναπτύχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες
επιχειρήσεις στον κόσμο.
[38] Το τραστ Αμερικανική Εταιρεία Ζάχαρης [American Sugar Company] έγινε το 1887 και κατόπιν το 1891 μετονομάστηκε σε Αμερικανική Εταιρεία Διύλισης Ζάχαρης
[American Sugar Refining Company]. Τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του, το
τραστ κυριάρχησε σχεδόν σε όλες τις βιομηχανίες ζάχαρης των Ενωμένων
Πολιτειών. Αργότερα, παρά τη διαμόρφωση μεγάλων ανταγωνιστικών
εταιρειών, το τραστ μπόρεσε να διατηρήσει τη θέση του ως η μεγαλύτερη
εταιρεία στον τομέα αυτό, πετυχαίνοντας τον έλεγχο πάνω σε αρκετούς
ανταγωνιστές του και συνεργαζόμενο με άλλους στη βάση του συστήματος
συμμετοχής στα κέρδη.
[39] Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888), έχει αμέσως μετά: «μέσω των προστατευτικών δασμών».
[40] Η Σχολή του Μάντσεστερ αποτελούσε μια τάση στην αστική οικονομική σκέψη που αντανακλούσε στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, τα συμφέροντα της βιομηχανικής αστικής τάξης. Οι οπαδοί της, γνωστοί και ως υπερασπιστές του ελεύθερου εμπορίου (Free Traders)
τάχθηκαν υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου και της μη επέμβασης της
κυβέρνησης στην οικονομική ζωή. Το κέντρο των δραστηριοτήτων των οπαδών
του Ελευθέρου Εμπορίου ήταν το Μάντσεστερ, όπου το κίνημα είχε
επικεφαλής δυο βιομηχάνους υφαντουργίας το Ρίτσαρντ Κόμπντεν και τον
Τζον Μπράϊτ, οι οποίοι ίδρυσαν την Ενωση ενάντια στον Νόμο των
Δημητριακών το 1838. Στις δεκαετίες του 1840 και 1850, οι οπαδοί του
Ελευθέρου Εμπορίου ίδρυσαν μια χωριστή πολιτική ομάδα η οποία αργότερα
αποτέλεσε την αριστερή πτέρυγα του Φιλελευθέρου Κόμματος (Liberal
Party). (Δες και σημειώσεις 2 και 32)
[41]
Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888), λείπουν οι τελευταίες λέξεις:
«και τα οποία πρέπει να καταστρέψουν το σύστημα στο σύνολό του».
[42]
Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888), αντί «αυτό δε θα βλάψει τις
προοπτικές του Σοσιαλισμού στο ελάχιστο» έχει «τότε, κανένας δε θα
μπορούσε να εξαπατηθεί περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια» (η χώρα).
[43] Οράτιος, Carminum, (Ωδές) ΙΙΙ.1.
[44]
Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888), η πρόταση καταλήγει ως εξής:
«και μ’ αυτό τον τρόπο να παροξύνει την ανταγωνιστική τάξη η οποία μια
μέρα θα καταστρέψει όλο το σύστημα».
[45]
Στη γερμανική μετάφραση (Ιούλης 1888), η λέξη «επαναστατική» λείπει και
η πρόταση καταλήγει ως εξής: «που βρίσκεται εκτός επίσημης κοινωνίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου