Οι Γερμανοί (δεν) είναι φίλοι μας
Όχι, δεν
πρόκειται να αναλύσουμε ένα μουντιάλ με αντιδραστικό και λυπημένο τέλος –αν και
από μία άποψη ήταν ρεαλιστικό σαν τη ζωή. Αλλά στον πρόσφατο τελικό όλη σχεδόν
η φίλαθλη χώρα ήταν στο πλευρό της αργεντινής. Πολλοί πήγαν βέβαια με το αυθόρμητο
αντι-γερμανικό, αντι-μερκελικό ρεύμα. Αλλά στην πλατεία που το έβλεπα, ο κόσμος
χειροκρόρησε μετά τον ύμνο της αργεντινής, σα να ήταν η δική του ομάδα, χωρίς
να αποδοκιμάσει πχ το γερμανικό εθνικό ύμνο.
Σε κάθε
κανόνα υπάρχουν βέβαια οι εξαιρέσεις που τον επιβεβαιώνουν. Κι αυτές στη
συγκεκριμένη περίπτωση ήταν: οι παραδοσιακοί γερμανόφιλοι τσολιάδες· οι πιστοί
του μαραντόνα, που δεν ήθελαν να δουν το θεό τους να εκθρονίζεται ή να αποκτά
συγκάτοικο στην κορυφή –με την αργεντινή του μέσι να το σηκώνει μες στη βραζιλία·
κι όσοι δεν μπορούσαν να αντέξουν τη ρηχή, αντι-μερκελική συριζίλα με το ντεμέκ
κινηματικό αργεντινάσο επίστρωμα και πήγαν από αντίδραση με τους άλλους. Αν και
δεν ξέρω πόσο υγιές αντανακλαστικό είναι ο ετεροκαθορισμός ή γιατί να μη διαλέξουμε
τους γερμανούς βαραββάδες στο δίλημμα ποιον αντιπαθούμε και θέλουμε να σταυρώσουμε.
Όχι δηλ
πως αυτή η γερμανία είναι τόσο αντιπαθητική –συγκριτικά και με παλιότερες εκδοχές
της νάσιοναλ μάνσαφτ- με τόσους γκασταρμπάιτερ στη σύνθεσή της: τους κλόζε και
ποντόλσκι από την πολωνία, τον μουστάφι, τον μπόατενγκ που βρέθηκε σε άλλο ένα
μουντιάλ αντιμέτωπος με τον γκανέζο αδελφό του, τον τυνήσιο κεντίρα, τον τούρκο
οζίλ –που διάβασα κάπου πως ήθελε να χαρίσει το πριμ του στους παλαιστίνιους,
αλλά δεν του επιτράπηκε. Υπήρχαν φυσικά και κλασικοί γερμαναράδες, σαν τον μίλερ,
που ξέσπασε σε μια κολομβιανή μπάρμπι δημοσιογράφο, και τον σβαϊνστάιγκερ, που
πανηγύριζε σα μεθυσμένος τουρίστας κι αν δεν κάνω λάθος το επίθετό του σημαίνει
κάτι σαν αναβάτης γουρουνιού –που θα μπορούσε να υποδηλώνει σημειολογικά και τα
PIGS ως χώρες. Αλλά υπήρχαν και σχετικά
συμπαθείς παίκτες, σαν τον χούμελς, το λαμ, τον γκέτσε ή το ροδομάγουλο υπεράνθρωπο
νόιερ, του οποίου η απόκρουση στο σουτ του μπενζεμά με τη γαλλία, θα μπορούσε
να είναι το οπτικό αντίστοιχο του βιβλίου με τίτλο «στη γροθιά του σούπερμαν». Αν
κι εμένα μου θύμισε αρκετά το μεγάλο ιβάν ντράγκο, το σοβιετικό πυγμάχο από το Rocky IV, που μιλούσε κυρίως με τις γροθιές
του στο ρινγκ κι ελάχιστα εκτός αγωνιστικού χώρου.
Κάποιοι σφοι
το προχώρησαν παραπέρα, θεωρώντας το παιχνίδι της γερμανίας ένα υπόδειγμα
σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπου καμία μονάδα δεν είναι πιο σημαντική από το σύνολο
και δε λάμπει υπερβολικά, για να επισκιάσει τους υπόλοιπους. Ο τελικός του
μουντιάλ θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ιδεολογικό μάθημα για το ρόλο της προσωπικότητας
στην ιστορία. Γιατί ένας και μόνο αστέρας δεν μπορεί να νικήσει μόνος του ένα
καλοδουλεμένο σύνολο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο –πόσο μάλλον όταν είναι ντεφορμέ
και ξεζουμισμένος, έχοντας ξεκινήσει ίσως την κατηφόρα της καριέρας του.
Προσωπικά
ωστόσο έχω ορισμένες ενστάσεις στο παραπάνω σχήμα. Στη γερμανική ομάδα μπορεί κάθε
γρανάζι να γνωρίζει πολύ καλά τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες που του αναλογούν
στο γενικό καταμερισμό εργασίας και όλα μαζί να συναρμολογούν μια ανίκητη
πολεμική μηχανή (πάντσερ). Είμαι εξάρτημα
εγώ της μηχανής σας κι ο γιος μου το ανταλλακτικό.
Αλλά όπως
μας λέει ένας άλλος γερμανός, ο στρατιώτης έχει ένα σοβαρό «μειονέκτημα»: ξέρει
να σκέφτεται. Και διαθέτει (ποδοσφαιρική) φαντασία. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός
δεν είναι όπως τον παρουσιάζουν, μια καρικατούρα τέχνης αυστηρά προσκολλημένη
στον τελικό σκοπό (νίκη) και το σύστημα, αδιαφορώντας για το αισθητικό κομμάτι
και την ανάδειξη κάθε ξεχωριστής μονάδες (δηλ την ανάπτυξη της προσωπικότητας).
Η γερμανία ακόμα και στην κορυφαία στιγμή της στο μουντιάλ (την επτάρα στη
διοργανώτρια βραζιλία, όπου πέτυχε σε ένα μόνο αγώνα όσα γκολ είχε πετύχει σε όλο
το τουρνουά η προηγούμενη πρωταθλήτρια, ισπανία) ήταν περισσότερο ένας αμείλικτος
επαγγελματίας, που εκτέλεσε ψυχρά τη δουλειά του και τιμώρησε σκληρά τα κενά
των βραζιλιάνων, οδηγώντας τους σε γοερό κλάμα, παρά μια σούπερ φαντεζί ομάδα
που κέρδισε το θαυμασμό και την αναγνώρισή τους.
Οι περισσότεροι
έμειναν βέβαια στο βασικό δίπολο που περιγράψαμε εισαγωγικά. Από τη μια ήταν η
αργεντινή του τσε, του ντιέγκο με τον τσε τατουάζ στο μπράτσο κι επίσης του
αργεντινάσο, της παύσης πληρωμών και των πειραμάτων αυτοδιαχείρισης –που δεν οδήγησαν
σε τίποτα απολύτως, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για το οπαδικό φαντασιακό. Κι
από την άλλη οι ναζί, μερκελιστές κατακτητές-πιστωτές μας, που έχουν βγάλει όμως
φωτεινά επαναστατικά μυαλά σαν τον μαρξ, τον ένγκελς και την πολωνή ρόζα λούξεμπουργκ,
που έδρασε όμως κυρίως στη γερμανία –κάτι σαν τον κλόζε της εποχής.
Μπαίνει όμως
κι ένας γενικός προβληματισμός, πέρα από τα έτοιμα στερεότυπα που ψάχνουμε να
τα ενισχύσουμε ή να τα διαψεύσουμε με επιλεκτικά παραδείγματα από την ιστορία
και τον αθλητισμό, για να επιβεβαιώσουμε το αρχικό μας συμπέρασμα. Ένας προβληματισμός
για το πώς εξελίχτηκε ο λαός του κάρολου, του φρίντριν και της ρόζας (που μετείχε
κι αυτή της γερμανικής, μαρξιστικής παιδείας). Και για το τι απέγινε το πανίσχυρο
εργατικό κίνημα στη γερμανία, η επαναστατική φιλοσοφική παράδοση (πριν από τη
σχολή της φρανκφούρτης), οι κατακτήσεις κι η κληρονομιά που άφησε η λδγ, το
κομμουνιστικό κίνημα συνολικά. (Θυμάμαι παρεμπιπτόντως κάτι που μου έλεγε μια φίλη
για ένα βιβλίο του ταχτσή, που είχε αναμνήσεις από τους γερμανούς της κατοχής,
και αρκετά χρόνια μετά δεν μπορούσε να συναντήσει το αρσενικό σκληρό πρότυπο
που είχε κρατήσει στο νου του, παρά μόνο στους λδγερμανούς πίσω από το τείχος).
Αναλογίζεται
κανείς τη σφραγίδα αυτού του παρελθόντος που έμοιαζε ανεξίτηλο και ψάχνει αμήχανα
να τη βρει στην εικόνα του σύγχρονου γερμανού, που το συναντάμε κυρίως ως τουρίστα.
Του γερμανού που ζει αθόρυβα, μεθάει φασαριόζικα, κινείται ελεγχόμενα κι
αποκλειστικά σε μέρη και μαγαζιά που συνεργάζονται με το τουριστικό του γραφείο,
απολαμβάνει άγευστη χωριάτικη σαλάτα και greek musaka σε ακριβές τουριστικές ταβέρνες της
κακιάς ώρας, γιατί στην πατρίδα του δεν έχει ούτε καν αυτό. Ζει (;) για να
δουλεύει από ήλιο σε ήλιο το χειμώνα, που είναι μικρότερη η μέρα, μελαγχολεί όταν
τελειώνει το ωράριό του και δεν έχει ζωή πέρα από αυτό –αντίθετα με εμάς που
μελαγχολούμε τα πρωινά και ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας με το πέρας της δουλειάς,
όταν υπάρχει κι αυτή. Παθιάζεται με την οικονομία στα έξοδα, λατρεύει την τάξη,
την πειθαρχία, όλα με πρόγραμμα, όλα στο
σχέδιο, πρωτοκολλήσαμε τον έρωτα, προκατασκευασμένες στιγμές, ακόμα κι οι
αποδράσεις τους για διακοπές, ακόμα κι οι πορείες, όπου περνάς από σωματικό έλεγχο,
για να διαδηλώσεις ελεύθερα.. Πώς να βρεις μια χαραμάδα, κάπου να πιαστείς και
να βρεις κάτι ελπιδοφόρο σε αυτή την χώρα; Πόση δουλειά μυρμηγκιού χρειάζεται
σε μια κοινωνία εργατικών μυρμηγκιών, που έχουν ξεχάσει ότι κάποτε είχαν φτερά
και φλέρταραν με την έφοδο στον ουρανό;
Σίγουρα υπάρχουν
διάφορες επιμέρους εξηγήσεις. Οι μεγάλες ήττες του λαϊκού κινήματος, στο μεσοπόλεμο
με την επικράτηση του ναζισμού και το 89’ με την (κατ’ ουσίαν) προσάρτηση της λδγ.
Το ταπεινωμένο εθνικό αίσθημα μετά τη συνθήκη των βερσαλιών που έστρωσε το δρόμο
στον χίτλερ. Οι συλλογικές τύψεις μετά το τέλος του β’ ππ που μετουσιώθηκαν σε
μια λογική εργασιομανίας και «τα κεφάλια μέσα». Η πολυπλόκαμη ιμπεριαλιστική επέμβαση
που βάρυνε αποφασιστικά σε μια χώρα-προμετωπίδα και σύνορο του καπιταλισμού απέναντι
στις σοσιαλιστικές χώρες. Το σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο (ή τέλος πάντων εισόδημα,
γιατί «ζωή είναι αυτή;») που λειτουργεί ως παράγοντας αποπροσανατολισμού κι
ενσωμάτωσης.
Δεν ξέρω
όμως αν αυτά αρκούν για να ερμηνεύσουν πειστικά αυτό που η ρόζα στην (πολύ πιο
ανήσυχη και ηρωική) εποχή της περιέγραφε ως απάθεια πτώματος για το γερμανικό
προλεταριάτο –προκειμένου να το αφυπνίσει. Και δεν είναι μόνο στη γερμανία που
δίνει τον τόνο πια αυτή η θλιβερή απάθεια κι αποσύνθεση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου