Η τέχνη (;) της απαξίωσης
Για το βιβλίο του Σπύρου Τζόκα «Ο κύκλος των "ματαίων" πράξεων. Ιστορικό μυθιστόρημα με φόντο τη ζωή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη»

Του Γιώργου Μαργαρίτη*

Ο Ναπολέοντας Σουκατζίδης γεννήθηκε το 1909 στη Μικρά Ασία, κοντά στις ακτές της Προποντίδας. Στα δεκατρία του χρόνια πήρε το δρόμο της προσφυγιάς μέσα στην καταστροφή που άφησε πίσω του ο μεγαλοϊδεατισμός και ο πόλεμος. Όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες ο Σουκατζίδης και η οικογένειά του χρειάστηκε να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή στις νέες πατρίδες όπου τους ξέβρασε η ιστορία. Η αφετηρία αυτή έγινε στο Αρκαλοχώρι, στην ενδοχώρα του Ηρακλείου, στο νησί της Κρήτης.

Καθώς από πολύ μικρός ο Ναπολέοντας απέκτησε μια βαριά γνώση και εμπειρία, αποφάσισε, όπως και πολλοί άλλοι τον ίδιο καιρό, να διαφεντέψει ο ίδιος την τύχη του και την τύχη του εργαζόμενου λαού του και να μην αφήσει τους γύρω του, τον κόσμο ολόκληρο, έρμαιο για μια ακόμα φορά των συγκρούσεων των ισχυρών, τις οποίες πάντοτε πληρώνουν οι ταπεινοί, οι εργαζόμενοι, με μόχθο και με αίμα. Πολύ μικρός οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ, κατόπιν στο ΚΚΕ, έγινε πρωτεργάτης στο κτίσιμο των Κομματικών Οργανώσεων στο Νομό Ηρακλείου και συνδικαλιστικό στέλεχος, από τους ιδρυτές του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου στα 1934. Ταυτόχρονα φρόντισε να μορφωθεί, να ξεπεράσει τη μιζέρια που επιφύλασσαν για την τάξη του οι άρχοντες του πλούτου. Έφτασε να μιλά επτά γλώσσες και απέκτησε εκείνη τη βαριά παιδεία που έχουν όσοι μελετούν τον κόσμο για τον αλλάξουν.
Για την άρχουσα τάξη, για τους αστούς και τους τότε νέους εντεταλμένους τους στην πολιτική εξουσία -τον βασιλιά, τον Μεταξά και τους φασίστες του- ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν θανάσιμη απειλή. Για το λόγο αυτό τον έστειλαν σε εξορίες, τον έκλεισαν σε φυλακές και τελικά τον απομόνωσαν στο κάστρο της Ακροναυπλίας, μαζί με όσους κομμουνιστές έπεσαν στα χέρια τους. Τους κράτησαν εκεί δεσμώτες μέχρι που ήρθε ο πόλεμος και στο τέλος του οι Γερμανοί κατακτητές.
Οι αστοί δεν ξέχασαν ούτε στιγμή το ποιος είναι ο εχθρός τους. Έχασαν όλη τη χώρα, τους κομμουνιστές όμως δεν τους έχασαν. Με επιμέλεια, με αγωνία μην κάτι πάει στραβά, με σεβασμό στους νέους άρχοντες του τόπου, παρέδωσαν τους κομμουνιστές κρατούμενους στα χέρια των κατακτητών. Έτσι για να έχουν αυτοί να σκοτώνουν.
Έτσι ο Ναπολέων Σουκατζίδης βρέθηκε στα χέρια των φασιστών του Μουσολίνι και των ναζί του Χίτλερ.
Στα χέρια τους τον βρήκε ο τρομερός Απρίλιος του 1944. Ο Απρίλιος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης της ΠΕΕΑ και του Εθνικού Συμβουλίου, ο μήνας της εξέγερσης του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής που αρνήθηκε το ρόλο του πραιτοριανού και την αποστολή να στραφεί ενάντια στο λαό της ίδιας του της πατρίδας, ο μήνας των Ταγμάτων, ο μήνας του λαϊκού πολέμου του ΕΛΑΣ. Κοντά στους Μολάους της Λακωνίας ο στρατηγός - διοικητής της 41ης Μεραρχίας Φρουρίου του Ράιχ, και η συνοδεία του, έπεσε σε ενέδρα του ΕΛΑΣ. Ο στρατηγός σκοτώθηκε. Οι Γερμανοί είχαν προειδοποιήσει. Θα σκότωναν κομμουνιστές σε αντίποινα. Τα Τάγματα Ασφαλείας ξεκίνησαν «αυτοβούλως» την εκδίκηση: Σκότωσαν εκατό κομμουνιστές της Λακωνίας. Οι Γερμανοί το συνέχισαν. Διακόσιοι κομμουνιστές από το στρατόπεδο στο Χαϊδάρι -διακόσιοι Ακροναυπλιώτες- θα πλήρωναν με τη ζωή τους την ατυχία του ναζί στρατηγού.
Οι Οργανώσεις του ΚΚΕ, οι Οργανώσεις του ΕΑΜ κινητοποιήθηκαν. Επιτροπές επισκέφθηκαν τους «αρμόδιους». Ο Ράλλης -πρωθυπουργός με πλήρεις εξουσίες στην Ελληνική Πολιτεία- δήλωσε αναρμόδιος, μόνοι αρμόδιοι οι Γερμανοί, ο Αρχιεπίσκοπος, ο περίφημος Δαμασκηνός, υποσχέθηκε μια θερμή προσευχή, οι αστοί δημοκράτες και οι σοσιαλιστές ήσαν απασχολημένοι: Παρακολουθούσαν τον Γεώργιο Παπανδρέου που ετοίμαζε τη Συνδιάσκεψη στο Λίβανο για να οργανώσει σε θεσμικές πλέον βάσεις την αντικομμουνιστική αντεπανάσταση. Σε τελευταία ανάλυση κομμουνιστές επρόκειτο να πεθάνουν, πολλοί από τους «άρχοντες» υπολόγισαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον θετικό. Ο λαός θα έμενε πάλι μόνος και ορφανός να θρηνήσει τους δικούς του ήρωες, τα δικά του παιδιά.
Την 1η Μαΐου 1944, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής ο Ναπολέων Σουκατζίδης, 35 χρονών, εργατοϋπάλληλος από τη θετή πατρίδα του την Κρήτη και μαζί του 199 άλλοι κομμουνιστές εκτελέστηκαν. Ήταν μια από τις κορυφαίες θυσίες που το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας πρόσφερε στο βωμό της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης της Ελλάδας και των εργαζόμενων που την έκτισαν και την κτίζουν με το μόχθο τους.
***
Αυτή είναι η ιστορία και νομίζουμε ότι κανείς ούτε ίσως και ο κύριος Σπύρος Τζόκας θα έχουν αντίρρηση σε αυτήν. Ο Σπύρος Τζόκας έχει μια διπλή έμμεση σχέση με τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Φιλοδοξεί να πλησιάσει τη ζωή και την προσωπικότητα του τελευταίου μέσα από δύο κανάλια. Εκείνο της τέχνης -ο κύριος Τζόκας είναι πεζογράφος- και εκείνο της πολιτικής -ο κύριος Τζόκας είναι αντιπεριφερειάρχης Αττικής εκλεγμένος με το ψηφοδέλτιο της κυρίας Δούρου και σημαίνον στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο κανάλια συναντώνται στη μυθιστορηματική βιογραφία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη που αναφέραμε στον τίτλο του παρόντος σημειώματος.
Η μυθιστορηματική βιογραφία όπως και το ιστορικό μυθιστόρημα είναι προσφιλή εργαλεία εκείνων που θέλουν να προσαρμόσουν σημαντικά πρόσωπα ή καταστάσεις του παρελθόντος στα δικά τους μέτρα και σταθμά, στις δικές τους διαστάσεις. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά καθιστούν αυτά τα είδη λογοτεχνίας αγαπημένο πεδίο του αναθεωρητισμού και της συκοφάντησης - απαξίωσης του εργατικού κινήματος. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας αυτού του είδους της αφήγησης μπορεί να στερείται ταλέντου στη γραφή και σχετικής έστω γνώσης της ιστορίας. Φοβούμαστε ότι και τα δύο αυτά απουσιάζουν από το πόνημα του κυρίου Τζόκα.
Όσον αφορά την τέχνη της αφήγησης, αυτή πέφτει θύμα της αγχώδους αναζήτησης του «πολιτικά ορθού» από το συγγραφέα. Με τον όρο «πολιτικά ορθό» στην προκειμένη περίπτωση εννοούμε την ευθυγράμμιση των ιστορικών συμβάντων του χθες με την όποια ιδεολογία και «ερμηνεία της ιστορίας» διατρέχει σήμερα το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και ειδικά αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να εξετάσουμε την ποιότητα των τελευταίων. Εκείνο όμως που εδώ μας ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να περάσει την «ορθή γραμμή» ο συγγραφέας στην ιστορική βιογραφία του.
Πραγματικά ο Τζόκας υιοθετεί στο πόνημά του μια τεχνική διαρκούς υπόμνησης - αναφοράς στα ιστορικά γεγονότα της κάθε εποχής. Την υπόμνηση αυτή την προβάλλει διαμέσου διαλόγων μέσα στο οικογενειακό ή στο κοντινό περιβάλλον του ήρωα του έργου. Το περιβάλλον είναι πάντοτε απλό, εργατικό, μικροαστικό, λαϊκό συνήθως, έτσι όπως ήταν ο οικογενειακός κύκλος του Σουκατζίδη. Η ανάλυση, με σχεδόν ακαδημαϊκή ορολογία, σε τέτοιο περιβάλλον των μεγάλων γεγονότων της εποχής μέσα από το στόμα των απλών ανθρώπων ξενίζει και ενίοτε γίνεται ενοχλητική -ειδικά όταν τα γεγονότα είναι προσαρμοσμένα σε προφανώς μεταγενέστερα στερεότυπα. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να γίνεται πλήρης ανάλυση των σχέσεων της Αυτοκρατορικής Γερμανίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε πλήρη γεωπολιτική ανάπτυξη, στο καφενείο της Τρίγλιας της Μικρασίας.
Ενίοτε το μέτρο ξεπερνιέται και τότε ο αναγνώστης κυριολεκτικά σοκάρεται -ή ψυχαγωγείται ευχάριστα εάν έχει την ανάλογη εύθυμη διάθεση: Στη σ. 147, λόγου χάρη, όπου με την εφημερίδα της 25ης Οκτωβρίου 1929 στο χέρι σπεύδει ένας γείτονας στο φτωχικό της οικογένειας Σουκατζίδη στο Αρκαλοχώρι για να τους πληροφορήσει ότι οι αξίες κατέρρευσαν στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατά 40-60% (!!!). Προφανώς στο χωριό είχαν πλήρη ανάλυση για τις βραχυπρόθεσμες και μακροχρόνιες συνέπειες του χρηματιστηριακού κραχ είτε επειδή επένδυαν το υστέρημά τους στην Ουόλ Στριτ, είτε επειδή, όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας, συντηρούσαν κάποιο άτυπο ακαδημαϊκό κέντρο πολιτικών και οικονομικών επιστημών (!!!) -ας αφήσουμε κατά μέρος ότι η πληροφορία είναι απόλυτα λανθασμένη (τις ελληνικές εφημερίδες εκείνης της ημέρας τις απασχολούσε η δίκη των ληστών Κουμπαίων ενώ το «κραχ» πολύ απείχε από το 40%- ας άνοιγε μια εφημερίδα της εποχής ο μυθοπλάστης κος Τζόκας!).
Εντάξει, αυτό το χρηματιστηριακό να το παραβλέψουμε. Η κεραμίδα όμως (ας μην την πούμε τίποτε χειρότερο) έρχεται και από αλλού. Σε ένα σημείο, στα 1936, ο δέσμιος πλέον Ναπολέων Σουκατζίδης στη μεταγωγή του μεταξύ Άη Στράτη και Ακροναυπλίας φέρεται να αγνοεί ότι έγινε «πραξικόπημα» -ο συγγραφέας εννοεί μάλλον ότι ο Μεταξάς ανέλαβε την εξουσία (σ. 199-200 του έργου). Το μαθαίνει τυχαία από τον πατέρα του όταν τον συναντά σε σύντομη στάση στα κρατητήρια του Πειραιά!!! Ο αναγνώστης μπορεί εύλογα να συμπεράνει ότι ο Σουκατζίδης αγνοούσε επίσης το λόγο για τον οποίο βρισκόταν στις φυλακές. Το γνώριζε άραγε ότι ήταν κομμουνιστής και ότι αυτούς ο Μεταξάς και σύμπασα η αστική τάξη τους κυνηγούσε;… Παίζεται...
Μια που μιλάμε για κομμουνιστή και κομμουνιστές, ακόμα και αν καταλήξει ο αναγνώστης ότι ο Σουκατζίδης κάτι είχε περί κομμουνισμού υποψιαστεί, ο συγγραφέας της «ιστορικής βιογραφίας» προφανώς ελάχιστα πράγματα γνωρίζει σχετικά. Στις 300 σελίδες του έργου σπανίζουν -είναι τρεις ή τέσσερις- οι αναφορές στο κομμουνιστικό κίνημα και πολύ περισσότερο στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Το τελευταίο, για την ακρίβεια, αναφέρεται δύο φορές. Την πρώτη (σ. 191) με αφορμή τις συλλήψεις του Ιουνίου 1936 κομμουνιστών και συνδικαλιστών στο Ηράκλειο τονίζεται ότι το «κόμμα» (δεν κατονομάζεται - υποθέτουμε εύλογα ότι πρόκειται για το ΚΚΕ) δεν πρόβλεψε τα όσα ο «Στέλιος» είχε προβλέψει -δηλαδή την καταστολή και τις συλλήψεις. Η δεύτερη αναφορά (σ. 245-246) το «κόμμα» (υποθέτουμε και πάλι εύλογα ότι πρόκειται για το «ακατανόμαστο» ΚΚΕ) λοιδορείται ότι κράτησε «υπεύθυνη στάση» και έτσι οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας παραδόθηκαν «αμαχητί» στους Γερμανούς το 1941. Αυτά και μόνο αυτά!
Μα και τα υπόλοιπα, κάτω από το άγχος της προσαρμογής των γεγονότων του άλλοτε στα μέτρα και τα σταθμά του κυρίου Τζόκα και του πολιτικού του χώρου, γίνονται αφύσικα, ακατανόητα και τελικά, όπως ο μέσος αναγνώστης υποπτεύεται, «φτιαχτά» «κατασκευασμένα». Στην Ακροναυπλία του μυθιστορήματος δεν φαίνεται να υπάρχει κανενός είδους κομματική ζωή, καμία οργάνωση, τίποτε. Οι συζητήσεις και τα καθημερινά παρουσιάζονται να λύνονται σε επίπεδο παρέας, συντροφιάς καφενείου.
Φυσικά, πρόκειται για ένα είδος πολιτικής που ο κύριος Τζόκας -αν και πετυχημένος πολιτευτής ο ίδιος- δεν μπορεί να γνωρίζει. Η προσαρμογή όμως αυτών που έγιναν χθες σε αυτό που εμείς θέλουμε να είναι το σήμερα, υπονομεύει καίρια την αξιοπιστία του έργου -αμάρτημα θανάσιμο για τη μυθιστορία και την αφήγηση ιστορικής βιογραφίας. Θα κέρδιζε το έργο εάν ο συγγραφέας του ξεχνούσε για λίγο την κομματική, ιδεολογική και τελικά ταξική του υπόσταση-τοποθέτηση. Εάν προσπαθούσε να δει -όπως λέει ο Πιραντέλο- λίγο μέσα από τα μάτια των πεθαμένων.
Ο Ναπολέων ο Σουκατζίδης, ο κομμουνιστής, ο σύντροφος, δεν θίγεται ούτε στο ελάχιστο από αυτά τα ολισθήματα του έργου. Οι κομμουνιστές τού σήμερα επίσης δεν θίγονται, καθημερινά πιστοποιούν την αγωνιστική τους ποιότητα. Η ιστορία επίσης δεν θίγεται -δοκίμασαν άλλοι και άλλοι με πολύ πιο επιτήδειους τρόπους. Το τι μένει για να θιχτεί ας το βρουν άλλοι.
Αυτό που για μας μένει είναι το χρέος. Το χρέος να τιμήσουμε τον κομμουνιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη, τους 199 συντρόφους του της ματωμένης Πρωτομαγιάς, τους αμέτρητους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα ενάντια στο άδικο, ενάντια στο ναζισμό, ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Να τους τιμήσουμε με το μόνο τρόπο που αρμόζει σε πολιτικά ελεύθερους ανθρώπους. Συνεχίζοντας το έργο τους από εκεί όπου το άφησαν, παίρνοντας τη σκυτάλη που τους έπεσε, αψηφώντας την ομοβροντία που τους σκότωσε -και ναι, γιατί όχι, εκδικούμενοι εκείνους που τους σκότωσαν- σαν ενόχους, σαν σύστημα, σαν μηχανή εκμαυλισμού και εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας και εμάς των ίδιων. Στιγματίζοντας επίσης ανελέητα τους μικρούς και ανύπαρκτους συκοφάντες που προσπαθούν να χαμηλώσουν το εργατικό κίνημα στο δικό τους ανυπόληπτο ύψος.
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι ιστορικός, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης