10 Νοε 2014

Ο σοσιαλισμός που ονειρευόμαστε

 Ο σοσιαλισμός που ονειρευόμαστε


-Δηλ το τείχος του βερολίνου, σε αυτήν την πόλη που στα δυο είχε σχιστεί, χωρίζοντας φίλους, συγγενείς, ακόμα και σπίτια που συνέπιπταν με τη συνοριακή γραμμή, εκφράζει την κοινωνία που ονειρεύεστε; είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που καλούνται συχνά να απαντήσουν πολλοί σφοι.

Ξεπερνώντας καταρχάς την επιτηδευμένη μελοδραματική νότα, που συνήθως υπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες, οφείλουμε να σημειώσουμε πως το τείχος δεν έκανε κάτι άλλο παρά να κατοχυρώνει και να διασφαλίζει τα σύνορα της λδγ, ακολουθώντας τη συνοριακή γραμμή μεταξύ ανατολικού και δυτικού βερολίνου, που περνούσε μέσα από οικοδομικά τετράγωνα, σπίτια, αυλές, κτλ. Συνεπώς δεν προκαλούσε αυτό την ανωμαλία, που προέκυπτε βασικά από την ύπαρξη ενός προκεχωρημένου φυλακίου στην καρδιά της ddr. Όπως εύστοχα σημειώνει το χτεσινό αφιέρωμα του ριζοσπάστη: αλήθεια τι θα έκαναν οι αστοί, που αυτές τις μέρες πανηγυρίζουν, αν πχ τα δύο τρίτα της νέας υόρκης ή του λονδίνου ανήκαν στη σοβιετική ένωση, με τις στρατιωτικές φανερές και μυστικές της υπηρεσίες κι αν μάλιστα τα σοβιετικά τανκς κατευθύνονταν στους δρόμους ης νέας υόρκης ή του λονδίνου; Δεν είναι εύκολο να τηρήσει κανείς τις αναλογίες, αλλά μια πρώτη, πρόχειρη απάντηση μας τη δίνουν οι αντιδράσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περίπτωση της επανάστασης στην κούβα και τα χρόνια που ακολούθησαν την επικράτησή της.

Για να πάψει να υφίσταται λοιπόν αυτή η «ανωμαλία», δύο δρόμοι υπήρχαν. Η μία θα ήταν να ενταχθεί ολόκληρη η πόλη του βερολίνου, μαζί με το δυτικό της κομμάτι, στην επικράτεια της λδγ. Η άλλη λύση, που ζούμε σήμερα, ήταν η εξάλειψη της κρατικής υπόστασης της ddr, όπου ναι μεν γκρεμίστηκε το τείχος, για να ορθωθούν όμως άλλα (ταξικά και αόρατα) στη θέση του.

Η απάντησή μας λοιπόν είναι αρνητική. Η κοινωνία που ονειρευόμαστε για το μέλλον δε θα έχει τείχη, σύνορα, φύλακες και φυλακές, ούτε καν κράτη. Η μελλοντική γερμανία των ονείρων μας θα μοιάζει ίσως αρκετά με το φανταστικό σοσιαλισμό που έφτιαξε για τη μητέρα του ο πρωταγωνιστής του goodbye Lenin –κάτι σαν την πρόταση δηλ του δημιουργού της ταινίας για το πώς θα ήθελε να είναι στην πράξη η λδγ.

Το χτίσιμο του τείχους ήταν εξ ορισμού μια αμυντική ενέργεια, όπως τα τείχη των πόλεων που προστατεύουν τους (ελεύθερους) πολιορκημένους και το τείχος των αμυνόμενων στο ποδόσφαιρο, που δεν αποτρέπει πάντα την παραβίαση των (βωμών κι) εστιών, και ενίοτε ανοίγει εκ των έσω, ένα λεπτό πριν τη συμπλήρωση του ενενηντάλεπτου (στο 89’) και τη λήξη της ιστορίας, ενώ ο γκόρμπι έδενε στη σέντρα τα κορδόνια του. Σε κάθε περίπτωση, το τείχος αναχαιτίζει την επιθετικότητα του αντιπάλου, στον οποίο ανήκει η αρχική πρωτοβουλία και δράση. Και δεν αρκεί από μόνο του να δώσει τη νίκη ή να αποτρέψει την ήττα, όπως δεν μπορεί να το κάνει άλλωστε κανένα αμυντικό μέτρο.

Το αντιφασιστικό τείχος του βερολίνου ήταν μια έκφραση της δικτατορίας του προλεταριάτου· δηλ της οργανωμένης σε κρατική εξουσία δύναμης της εργατικής τάξης που υπεράσπιζε τα κεκτημένα της και της αδυναμίας της να το κάνει χωρίς διοικητικά μέτρα, αφήνοντας δηλ τα πράγματα να εξελιχθούν ελεύθερα κι αυθόρμητα, ιδίως στις ειδικές συνθήκες συνύπαρξης των δύο γερμανιών. Οι δυσκολίες της οικοδόμησης, εν μέσω καπιταλιστικής περικύκλωσης, δεν αναφέρονται απλά σε γεωγραφικές έννοιες, γιατί τότε οι όροι θα είχαν αντιστραφεί και το δυτικό βερολίνο, που βρισκόταν στην καρδιά της λδγ, θα αφομοιωνόταν αργά ή γρήγορα από τη σοσιαλιστική πίεση.

Ο υπαρκτός δεν ήταν ένα είδος «σοσιαλισμού του θερμοκηπίου», που αναπτυσσόταν μόνο σε περιβάλλον ασφαλείας, πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, και δε θα άντεχε σε συνθήκες φσικού ανταγωνισμού. Η καλλιέργεια ωστόσο έχει όντως πολλά κοινά με την οικοδόμηση, καθώς αποτελεί συνειδητή παρέμβαση στη «φυσική ροή» των πραγμάτων και όχι μια τυχαία κι αυθόρμητη διαδικασία. Για να αφήσουμε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν, πρέπει πρώτα να ξεριζώσουμε όλα τα ζιζάνια και τα καπιταλιστικά παράσιτα, που υπονομεύουν τη σοδιά μας. Αλλιώς καταλήγουμε να έχουμε «λουλούδια για μύρισμα» με κομμουνιστικό μανδύα, που γρήγορα τον αποβάλλουν, γιατί τους στενεύει. Κι η μόνη εναλλακτική είναι η καπιταλιστική ζούγκλα, όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρού, γιατί –λέει- κανείς μας δεν είναι θεός, για να αποφασίζει τι είναι καλό (ώστε να το καλλιεργούμε) και τι όχι, για να το ξεριζώνουμε.

Η λδγ μπορεί να μην άγγιζε το τέλειο πρότυπο της ιδανικής κοινωνίας που οραματιζόμαστε, ενσωμάτωνε όμως πολλά στοιχεία της. Αν η εσσδ κατάφερε σε μερικές δεκαετίες να εξελιχθεί από μια καθυστερημένη ημιφεουδαρχική οικονομία σε παγκόσμια υπερδύναμη, ξεπερνώντας μάλιστα τις ηπα σε αρκετούς τομείς, η λδγ κατάφερε κάτι αντίστοιχο στην κλίμακα των σοσιαλιστικών χωρών, αφήνοντας πίσω της τους σοβιετικούς σε πολλές περιπτώσεις.
Το παράδειγμα του αθλητισμού συμπυκνώνει όλο τον αντιφατικό χαρακτήρα των κατακτήσεων και των δυσκολιών αυτής της διαδικασίας. Η λδγ έφτασε να κατακτά πχ στους ολυμπιακούς της σεούλ το 88’, τους τελευταίους στους οποίους συμμετείχε, την τρίτη θέση, πίσω από σοβιετία και ηπα, στον πίνακα των μεταλλίων. Μία επίδοση που βασίστηκε εν μέρει στον ανταγωνισμό με την οδγ κι έφερε ως ένα βαθμό τη σφραγίδα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και αστικών κατάλοιπων, όπως της χρήσης αναβολικών από κάποιους αθλητές της –που δεν είναι μεν αστικός μύθος, αλλά λαμβάνει (αστικο)μυθικές διαστάσεις στα πλαίσια της σπέκουλας των αστικών μέσων. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει και να μειώσει τις αξιόλογες υποδομές πραγματικά μαζικού, λαϊκού αθλητισμού, στις οποίες βασίζονταν κι οι διακρίσεις της σε κορυφαίο επίπεδο.

Ας επιστρέψουμε όμως στο τείχος. Για το μέσο αμύητο παρατηρητή, η ανέγερσή του χάνει σε επίπεδο εντυπώσεων, φαίνεται να παραπέμπει σε μια «κλειστή κοινωνία» που οχυρώνεται απέναντι στην «ανοιχτή κοινωνία» (του πόπερ) και τη δύναμή της (αν και οι δυτικοί είναι που επέλεξαν ουσιαστικά την ντε φάκτο διχοτόμηση)· είναι ένα όριο που λειτουργεί μυθοπλαστικά κι εξιδανικευτικά για το «απαγορευμένο» που βρίσκεται απέναντι.

Αρκετοί λδ-γερμανοί συμμετείχαν με χαρά αρχικά στο γκρέμισμα του τείχους, για να σπάσουν αυτό το όριο και να δουν τι κρύβεται πίσω του και όχι απαραίτητα για να εγκαταλείψουν την ddr. Θα μπορούσαν ίσως να κάνουν μια βόλτα, σιγοτραγουδώντας τους στίχους «να σε σκεφτώ και να σε νοσταλγήσω και αν υπάρχει λόγος, να γυρίσω». Και θα υπήρχε πιθανότατα. Θα επέστρεφαν μάλιστα σοφότεροι, έχοντας απομυθοποιήσει αυτό που κρυβόταν όχι μόνο πίσω από το τείχος, αλλά και την καπιταλιστική βιτρίνα εν γένει.

Στην πραγματικότητα βέβαια, οι λαοί αυτών των χωρών ήταν πολυταξιδμένοι, με όλα σχεδόν τα έξοδα των ταξιδιών και της αναψυχής τους πληρωμένα από το σοσιαλιστικό κράτος· ενώ σήμερα, και ειδικά σε συνθήκες οξείας καπιταλιστικής κρίσης, είναι ζήτημα πόσο εύκολες και προσιτές είναι για κάποιους με μέσο εισόδημα οι μετακινήσεις, ακόμα και εντός της ίδιας πόλης, εφόσον γίνονται σε καθημερινή βάση. Σε πολλούς όμως αρκεί πως έχουν θεωρητικά κι αφηρημένα τη δυνατότητα να ταξιδέψουν ως την άκρη του κόσμου –άλλο αν δε θα υπάρχουν ποτέ οι προϋποθέσεις για να την υλοποιήσουν συγκεκριμένα ή αν δε θα βρούνε λεφτά, για να επιστρέψουν από εκεί.


Η ίδια ακριβώς αφηρημένη δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης που έρχεται βασικά ως εξαίρεση στον κανόνα, είναι ένα από τα βασικά συστατικά της κρυφής γοητείας του καπιταλισμού στα μικροαστικά στρώματα και της συστημικής αντοχής του. Αυτή η γυαλιστερή εικόνα ωστόσο έχει στραπατσαριστεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια και χρειάζεται επειγόντως (επ)ανόρθωση. Γι’ αυτό και η λάμψη και τα ταρατατζούμ από τους εορτασμούς της φετινής επετείου της πτώσης του τείχους ήταν εντονότερα από ποτέ, επιχειρώντας να σκεπάσουν αυτήν την πραγματική εικόνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ