9 Φεβ 2015

Η δολοφονία των Ρ. Λούξεμπουργκ και Κ. Λίμπκνεχτ με τις ευλογίες της σοσιαλδημοκρατίας

Η δολοφονία των Ρ. Λούξεμπουργκ και Κ. Λίμπκνεχτ με τις ευλογίες της σοσιαλδημοκρατίας



Ο Καρλ Λίμπκνεχτ μιλάει σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στο αντεπαναστατικό πραξικόπημα της 24ης του Δεκέμβρη 1918
Στις 15 Γενάρη του 1919 δολοφονήθηκαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ. Με την πράξη αυτή σφραγίστηκε η προδοσία της εργατικής τάξης από τους σοσιαλδημοκράτες, που, ξεκινώντας με τη στήριξη της αστικής τους τάξης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, είχαν πια ταχτεί ολοκληρωτικά μαζί της, αν και ήταν κόμμα εργατικό.
Η δολοφονία των Λίμπκνεχτ - Λούξεμπουργκ δεν ήρθε στα ξαφνικά. Είχε προηγηθεί η εργατική επανάσταση στη Γερμανία, το Νοέμβρη του 1918. Το ξέσπασμά της ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς αντικειμενικών συνθηκών που συνέβαλαν στην ωρίμανση επαναστατικής κατάστασης. Ηταν η περίοδος του τέλους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η ιμπεριαλιστική Γερμανία ήταν ήδη ηττημένη, ενώ όλες τις φρικτές συνέπειες και τα βάσανα που ο πόλεμος έφερε τα φόρτωσαν το λαό της.
Το τέλος του πολέμου, τη Γερμανία τη χαρακτηρίζει η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Ο πόλεμος έφερε καταστροφή στη βιομηχανία, πτώση της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων, ενώ οι αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών, μαζί με την πείνα. Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών, αναδείκνυε την τεράστια ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων, αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.
Ξεσπούν επαναστατικά γεγονότα

Ρόζα Λούξεμπουργκ
Ετσι, το 1918, στη Γερμανία ξέσπασαν μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Στην ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστο ως τότε ένα τόσο μεγάλο απεργιακό κίνημα.
Ταυτόχρονα, η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία, ένα χρόνο πριν, ήταν το κοσμοϊστορικό γεγονός που έβαζε τη σφραγίδα του στις παγκόσμιες εξελίξεις, από την πλευρά της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών ιδιαίτερα των εμπόλεμων κρατών. Ολα αυτά μαζί ήταν ικανά να ωθήσουν τους εργάτες και τους στρατιώτες της Γερμανίας σε επαναστατική δράση.
Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δεν άργησε να δοθεί. Στις 28 του Οκτώβρη η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να βγει σε ανοιχτή θάλασσα για αποφασιστική σύγκρουση με τους Αγγλους. Ηταν μια ενέργεια πέρα για πέρα τυχοδιωκτική. Οταν δόθηκε η διαταγή, ο πόλεμος, αν και δεν είχε τυπικά τελειώσει, είχε ουσιαστικά χαθεί για τη Γερμανία και μ' αυτήν την ενέργεια θα μπορούσαν να χαθούν 80.000 ναύτες χωρίς λόγο.
Ετσι, τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν και επέβαλαν την επιστροφή των πλοίων στη βάση τους. Στη συνέχεια, μια αντιπροσωπεία των πληρωμάτων πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η απάντηση της διοίκησης ήταν το ξεκίνημα διώξεων σε βάρος των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν, με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών, σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29.
Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να τσακίσουν την ανυπακοή των ναυτών αλλά πέρασαν με το μέρος τους, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το Σοβιέτ των Εργατών και το Σοβιέτ των Στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία, στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε ομιλία
Η επαναστατική φλόγα που άναψε στο Κίελο διαδόθηκε αμέσως σ' όλη τη Γερμανία. Στη Λυβέκη, στο Μπρούνσμπιτελ, στο Κουξχάφεν, στο Αμβούργο, στη Βρέμη, στο Ροστόκ, στο Μπρούνσβικ, στο Σβέριν, στη Δρέσδη, στη Λιψία και σε πολλές άλλες πόλεις, η λαϊκή κινητοποίηση δημιουργεί παντού Σοβιέτ, όργανα του επαναστατικού αγώνα. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι εστεμμένοι άρχοντες.
Στις 9 Νοέμβρη 1918, το πρωί, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, ζητώντας να σταματήσει ο πόλεμος, να φύγει η μοναρχία, να έχουν ψωμί και ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες ή τα παιδιά τους. Το ανθρώπινο ποτάμι, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος», πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες, όπου συνάντησε ελάχιστη έως μηδαμινή αντίσταση. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν επίσης το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.
Ο αντεπαναστατικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας

Καρλ Λίμπκνεχτ
Προηγουμένως, ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου. Ταυτόχρονα, έκανε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών, στη θέση του πρωθυπουργού.
Στις 12 το μεσημέρι, ο Εμπερτ ήταν ήδη ο αρχηγός της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του, λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα, στα απομνημονεύματά του, ο πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά, δε, για το διορισμό του Εμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».
Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων μαζών, ο άλλος ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, ο Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας. Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των πραγματικών επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή του πολιτικού λόγου των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος».
Την ίδια μέρα, από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς όλου του κόσμου».

25/1/1919. Η κηδεία του Καρλ Λίμπκνεχτ και των νεκρών των μαχών στο Βερολίνο
Ετσι, μπροστά στην κυβέρνηση Εμπερτ έμπαινε το ζήτημα της καταστολής της επανάστασης.
Οι αντιδραστικοί αξιωματικοί, σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα «εθελοντών». Ετσι, οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία Ερχαρντ, η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η αντεπανάσταση να συντρίψει την επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.
Ετσι άρχισαν επιθέσεις εναντίον εργατών και στρατιωτών διαδηλωτών και εναντίον των «Σπαρτακιστών» και των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε».
Η «Ενωση του Σπάρτακου» ήταν η κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, που μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας ήταν με το πλευρό της αντεπανάστασης. Ηταν και αυτή μια ιδιομορφία του κινήματος, η μη ύπαρξη Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Β. Πικ κ.ά.
Τα Σοβιέτ περνούν με την αστική τάξη
Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288 σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχαν εντολή να πάρουν μέρος στο Συνέδριο. Από το συσχετισμό δυνάμεων ήταν φανερό ότι το Συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την επανάσταση. Αλλωστε, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με τους σοσιαλδημοκράτες, πολύ περισσότερο, δε, και κάτω από το γεγονός της μη ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Τους σοσιαλδημοκράτες τούς ενίσχυαν και οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που, έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενοι συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ και να υπάγονται στην Εθνοσυνέλευση, στο όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης. Αυτό αποφασίστηκε τελικά και το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας
Στο τέλος του Δεκέμβρη του 1918 ομάδες της «Ενωσης Σπάρτακου» είχαν συγκροτηθεί στο Ρουρ, στον Κάτω Ρήνο, στο Εσεν, στο Μπρούνσβικ, στη Θουριγγία, στην Ανατολική Πρωσία, στη Βαυαρία, στη Στουτγκάρδη, στη Λιψία, στο Χέμνιτς, στη Δρέσδη, στο Μαγδεμβούργο και αλλού. Στις 14 του Δεκέμβρη η εφημερίδα των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε», δημοσίευσε την προγραμματική προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου». Η προκήρυξη αυτή έβαζε καθήκον τον αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με σκοπό να νικήσουν η εργατική τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και να σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη και τα εξής άμεσα αιτήματα: Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να οργανωθεί πολιτοφυλακή από εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα ανθρακωρυχεία και η βαριά βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να καταργηθούν τα χωριστά γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι αξιωματικοί και όλες οι ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων.
Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της «Ενωσης Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα. Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη, άρχισε τις εργασίες του στο Βερολίνο το Ιδρυτικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Σ' αυτό πήραν μέρος 83 αντιπρόσωποι από 46 τοπικές Οργανώσεις, 3 αντιπρόσωποι της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», 1 αντιπρόσωπος της νεολαίας και 16 προσκαλεσμένοι. Το Συνέδριο άκουσε την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ «Η κρίση στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ανάγκη να ιδρυθεί Κομμουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία» και ενέκρινε μια απόφαση που έλεγε πως η «Ενωση Σπάρτακου», σπάζοντας τους οργανωτικούς δεσμούς της με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, συγκροτείται σε ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα με τον τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» («Ενωση Σπάρτακου»).
Η κύρια προσοχή του Συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η εισήγηση έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη διεθνιστική αλληλεγγύη προς τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για την αντισοβιετική πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Το Συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο προς τους «Ρώσους συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των καταπιεζόμενων όλων των χωρών».
Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος, το Συνέδριο ενέκρινε την προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου».
Ετσι το ΚΚΓ ιδρύθηκε αλλά δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά, τα μέλη της Κομματικής Οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Μετά και από τις αρνητικές, για την εργατική τάξη και την επανάσταση, εξελίξεις στο συνέδριο των Σοβιέτ, η αστική τάξη επιτάχυνε τις προετοιμασίες για μια αποφασιστική εκστρατεία εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Τα ένοπλα τμήματα των λεγόμενων εθελοντών, που είχε οργανώσει, άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο.
Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» -η λευκή φρουρά του Νόσκε- εισβάλανε στις εργατικές συνοικίες.
Η συντριβή της επανάστασης και οι δολοφονίες
Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των «Ανεξάρτητων» κήρυξε τη λήξη της απεργίας.
Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του Κόμματος, «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ., στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου αλλά τους έλειπε η ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.
Ο Κ. Λίμπκνεχτ, στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».
Οι πράκτορες της αντεπανάστασης κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα που κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη, το βράδυ, τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας Ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο ως «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι, όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η γερμανική αστική τάξη συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης και εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν 11,5 εκατ. ψήφους και 165 έδρες και οι «Ανεξάρτητοι» 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν τα 45,5% των εδρών. Τα υπόλοιπα 54,5% των εδρών τα πήραν τα άλλα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.
Ο Λένιν για τους Ρ. Λούξεμπουργκ και Κ. Λίμπκνεχτ
Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των Εργατών και των Στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία, που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών. Ετσι, εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Εμπερτ πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι, η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. Αυτό έκανε από τότε, αυτό συνεχίζει και σήμερα.
Η δολοφονία της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λίμπκνεχτ ήταν ένα τεράστιο πλήγμα, όχι μόνο για το γερμανικό αλλά και για το παγκόσμιο προλεταριάτο. Την πολιτική σημασία του γεγονότος την έδωσε με ακρίβεια ο Λένιν στις 19 του Γενάρη του 1919, όταν, μιλώντας σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, είπε μεταξύ άλλων («Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 37, σελ. 434): «Σήμερα στο Βερολίνο η αστική τάξη και οι σοσιαλπροδότες πανηγυρίζουν. Κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Κ. Λίμπκνεχτ και τη Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο Εμπερτ και ο Σάιντεμαν, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια έσπρωχναν τους εργάτες στο σφαγείο για ληστρικά συμφέροντα, ανέλαβαν τώρα το ρόλο δημίων των προλεταριακών ηγετών. Το παράδειγμα της επανάστασης στη Γερμανία μάς πείθει ότι η "δημοκρατία" δεν είναι παρά ένα προκάλυμμα της αστικής καταλήστευσης και της πιο άγριας βίας». Για το ίδιο θέμα, επίσης, ο Λένιν μίλησε το Μάρτη του '19 στο Ιδρυτικό Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, λέγοντας χαρακτηριστικά («Απαντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 37, σελ. 497): «Η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής, Διεθνούς αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε ευρωπαϊκή κλίμακα - μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κάτω από μια κυβέρνηση σοσιαλπατριωτών οι αξιωματικοί και οι καπιταλιστές μπόρεσαν να δολοφονήσουν ατιμώρητα κρατούμενους, δηλαδή ανθρώπους που η κρατική εξουσία τούς είχε θέσει κάτω από τη φρούρησή της, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ρεπουμπλικανική δημοκρατία στην οποία μπόρεσε να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι παρά δικτατορία της αστικής τάξης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ