Θ. Κορνάρος: Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)
Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού). Συγγραφέας του βιβλίου ο Θέμος Κορνάρος.
Στη μέσα σελίδα αναφέρεται ότι «το μοναδικό αντίτυπο του έργου αυτού
βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του φίλου Ο.Τ ο οποίος και μας το παραχώρησε».
«Με το να προσπαθούμε να σημειώσουμε τη δράση της Γενικής «Ασφάλειας» και των χαφιέδων, σε τούτες τις σελίδες που ακολουθούνε, δε θα πει πως μας ξαφνιάζουνε τα εγκληματικά ένστικτα κι ο σαδισμός των ανθρώπων αυτών. Στο κάτω κάτω αυτά είναι τα προσόντα που ζητάει το κράτος απ’ αυτούς για να τους ταΐσει. Τους διαλέγει όπως ο τσομπάνος τα μαντρόσκυλά του. Και τους περιποιείται και τους μεταχειρίζεται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Δε μας ξαφνιάζει λοιπόν η διαγωγή εξ επαγγέλματος δολοφόνων, πολύ περισσότερο όταν έχουμε υπόψη διαγωγή υπουργών που ξεπερνάνε κάθε τέτοιο υπάνθρωπο σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Γι’ ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: Είτανε η απεργία των κεραμοποιών. Ο Καρτάλης, υπουργός της Εθνικής Οικονομίας. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά από 10 χρονώ κι απάνω, μαζευτήκανε από το πρωί όξω από το υπουργείο. Έβλεπες τις χιλιάδες αυτές των ανθρώπων, μέσα στο λιοπύρι, στον ιδρώτα, να φωνάζουνε, να διαμαρτύρονται, να ζητούνε να εξετασθούνε τα αιτήματά τους. Και ταυτόχρονα να μάχονται με τις ομάδες των οπλισμένων αστυνομικών. Όποιος κι αν ήσουνε, θα λύγιζες σ’ αυτό το θέαμα μπροστά. Ο Καρτάλης, θέλοντας να κάμει επίδειξη της ζωώδικης αδιαφορίας του, ρώτησε απαθέστατα έναν υπάλληλο του υπουργείου, «αν δε θα’ τανε σωστό να στείλει μερικές λεμονάδες σ’ αυτούς τους ανθρώπους!…»
- Από το πρωί φωνάζουνε! Θα ξεράθηκε ο λαιμός τους!… Έτσι εξήγησε ύστερα.
Του άρεσε να τους ακούει να φωνάζουνε. Αισθανότανε ηδονή να βλέπει τόσον κόσμο να περιμένει απ’ αυτόνε κάτι και κείνος να μη βιάζεται να δώσει καμιάν απάντηση. Και για να παρατείνει το σαδιστικό ηδονισμό του, ζητούσε σοβαρότατος πληροφορίες αν το καφενείο του υπουργείου είχε αρκετές λεμονάδες. Και την ίδια στιγμή ειδοποιούσε την Ασφάλεια να στείλει περισσότερη δύναμη για να τσακίσει τους απεργούς, που υπερασπίζονται το ψωμί των παιδιών τους με το έσχατο όπλο άμυνας, τη μαχητική απεργία.
Στη θέση του είναι σήμερα ο καθηγητής Κασιμάτης. Ένας διανοητικός μόρτης που δίνει τώρα εξετάσεις μπροστά στους βιομηχάνους, προσπαθώντας να τους πείσει πως άδικα ως τα σήμερα τον είχανε παραγνωρίσει. Περιεχόμενο στο κεφάλι του μη ζητάει κανένας. Όλη του την «επιτυχία» τη στηρίζει σ’ ένα γνώρισμα εξωτερικό, που ο καθρέφτης τον βοήθησε πολύ να το καλλιεργήσει και να το εκμεταλλευτεί.
Όταν δεν έχει τι να πει, μαζεύει τα χείλια του. Στις άκρες τους, στις δυό γωνιές του στομάτου, σχηματίζονται δυό λακκάκια. Κι όποιος δεν τον ξέρει, βλέποντας αυτή τη διασκευή στο μούτρο του, τόνε παίρνει για δυνατό άνθρωπο, που έχει το κουράγιο να ειρωνεύεται το σύμπαν. Μ’ αυτά τα δυό λακκάκια παραπλάνησε, ξεγέλασε, ανέβηκε σ’ έδρες καθηγητικές και γίνηκε υπουργός. Αντίγραψε σ’ αυτό το κεφάλαιο την ταχτική της κοκέτας γυναίκας. Και με τον ίδιο τρόπο φαντάστηκε πως μπορούσε ν’ αντικρίσει και την απεργία των καπνεργατών, σαν υπεύθυνος υπουργός.
Μα σαν άκουσε τις δηλώσεις των απεργών του Βόλου, πως «για να βάλουν έστω και έναν απεργοσπάστη στα καπνομάγαζα θα πρέπει να περάσουν πάνω από τα πτώματα των καπνεργατών και καπνεργατριών», τα’ χασε. Και κάλεσε τους φυσικούς του συμβούλους, τους καπνεμπόρους και βιομηχάνους, να λύσουνε το ζήτημα σε συνεργασία με την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Από κείνη την ημέρα, Τετάρτη 6 του Μάη, η κυβέρνηση του κράτους περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια των δυό Ασφαλειών και των καπνεμπόρων.
Είναι η 8η μέρα της απεργίας των καπνεργατών.»
Στη συνέχεια ακολουθεί σε μορφή ρεπορτάζ η περιγραφή των κινητοποιήσεων των καπνεργατών, η προετοιμασία του κράτους να επέμβει με την αστυνομία, τη χωροφυλακή και το στρατό, παρουσιάζει αναλυτικά τα γεγονότα και τις συγκρούσεις, δίνει παραστατικά την ατμόσφαιρα των ημερών με πλούσιους διαλόγους και πολλές φωτογραφίες.
Ο Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη με τη ματιά και την μαχητική γραφή του Θέμου Κορνάρου .
«Σ’ αυτή τη δολοφονική ενέδρα πέσανε τα 9 ηρωικά παιδιά του λαού. Οι:
Τάσος Τούσης
Αναστασία Καρανικόλα
Ίντο Σενόρ
Σαλβατόρ Μασαράνο
Δημ. Αγλαμίδης
Ι.Πανόπουλος
Ευαγ. Χόλης
Δ. Λαϊνάς
Ευθ. Αδαμαντίου
Κανένας στη Θεσσαλονίκη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονομασία. Λεγότανε πριν Στάσις Κολόμβου. Πεισματικά αγνοούνε οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης αυτή την ονομασία και επιβάλανε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στάσις των 9. Μπορεί να υπάρχει άνθρωπος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Μα στη στάση των 9 ξέρουνε να σε οδηγήσουνε και τα μικρά παιδιά. Το ίδιο γίνεται και σε μερικά άλλα μέρη. Ώρα πολλή βασανιζόμαστε να βρούμε την οδό της Ελένης Σβορώνου. Δεν ξέρανε να μας οδηγήσουνε.
- Πού είναι το καπνεργατικό σωματείο; ρωτούμε.
– Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώνου; Πώς την είπες;
Να, από δω θα στρίψετε, θα βγείτε στον τάδε δρόμο. Θα δείτε μια μικρή τρίγωνη πλατεΐτσα με σωρούς χαλίκια. Εκεί είναι.
Έτσι το βρήκαμε. Με μόνη τη διαφορά πως τα χαλίκια έχουνε ακόμα αίμα. Εκεί συγκρούστηκε την Παρασκευή η απεργιακή φρουρά του Κέντρου με τριπλάσιες δυνάμεις έφιππης χωροφυλακής και κατάφερε να κρατήσει επί ολόκληρη ώρα άμυνα εναντίον των συνεχών επελάσεων και της κανονικής βολής. Κείνη την ημέρα έβαψαν αυτά τα χαλίκια με το αίμα τους οι 150 ηρωικοί καπνεργάτες για να διευκολύνουνε την πορεία των υφαντουργίνων προς τη Γενική Διοίκηση.
Πραγματικοί κύριοι της Θεσσαλονίκης γίνονται οι εργάτες, γίνεται ο λαός όλος. Τ’ απόγευμα της 9ης Μάη. Δε φρουρούνε την πόλη πια οι δολοφόνοι των αστυνομικών τμημάτων. Αυτούς τους έκλεισε ο λαός μέσα στα τμήματα. Τους αφαίρεσε κάθε εξουσία, τους απομόνωσε. Ουσιαστικά τους προφυλάκισε σαν ενόχους φόνων και εκατοντάδων τραυματισμών.
Ένας ρίχνει το σύνθημα: Να κάψουμε τα τμήματα. Μα στη φωνή αυτή της κορυφωμένης αγανάχτησης, απαντά ο λαός που συναισθάνεται βαθύτατα τις υποχρεώσεις που ανάλαβε ως φρουρός της τάξης.
- Τα χτήρια είναι δικά μας!
– Τίποτε να μην πειραχτεί.
Γιατί πραγματικά τ’ απόγεμα του Σαββάτου, η χωροφυλακή είχε μόνη φρουρά τον κυρίαρχο λαό και άμεσο βοηθό του τους στρατιώτες, που τόσο ξεκάθαρα κι αποφασιστικά πήρανε μέρος στον αγώνα υπέρ του λαού. Στους δρόμους επιτηρούνε την τάξη οι καπνεργάτες, οι υφαντουργοί, οι εργάτες γενικά κι ο στρατός. Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον αναβρασμό και την αναμπομπούλα, είναι χαραχτηριστικό πως δε σημειώθηκε μήτε το ελάχιστο κρούσμα κλοπής, διάρρηξης ή τραυματισμού, πράματα που είναι καθημερινά, συνηθισμένα επεισόδια, όλο τον καιρό που η αστυνομία «επιβλέπει την τάξη», σε μέρες ησυχίας σχετικής.»
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στη μάνα, «Η ώρα της μάνας. Σαββατο απόγεμα. 9 του Μάη». Πρώτα η μάνα του δολοφονημένου 25χρονου σιδερά Δημήτρη Αγλαμίδη, τυφλή γερόντισσα ξεχύνεται στους δρόμους αναζητώντας το παιδί της
«…Πασπατεύω, παιδί μου, και βρίσκω πλάκες. Κι απάνω στις πλάκες, είναι ξαπλωμένος κάποιος.
– Θα κρυώσει το παιδί μου, σκέφτομαι. Μα μόλις και τον άγγιξα το μπράτσο, κατάλαβα. Κόκαλο, ξυλιασμένο.
Ψάχνω και βρίσκω το προσωπάκι του. Ολόγρο! Κι ο λαιμός του είναι πασαλειμμένος και γλιστρά…
Κατάλαβα τότες! Αίματα του παιδιού μου ήτανε γεμάτα τα χέρια μου.
Τα πιπίλισα, τα ρούφηξα. Του παιδιού μου ήτανε…
(κλαίει. Οι λυγμοί την πνίγουνε). Ύστερ’ από λίγο συνεχίζει:
– Με τραβούνε να με πάρουνε. Ποιοι ήτανε; Γιατί με παίρνανε από το παιδάκι μου, δεν κατάλαβα τίποτες παιδί μου…»
Μετά η τραγική φιγούρα της μάνας του 22χρονου επινικελωτή Ίντο Σενόρ και η μάνα του 23χρονου λαστιχά Γιάννη Πανόπουλου, που σκούπισε τα δάκρυα της, έσφιξε την καρδιά της και ρίχτηκε στη δουλειά για κείνους που απομείνανε, για τις οικογένειες των δολοφονημένων.
«Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα το πρωί της Κυριακής. Καλούνε το λαό να κηδέψει τα 9 θύματα της χτεσινής σφαγής. Δεν έδωσε κανείς το σύνθημα. Όμως δεν έμεινε βουβή καμιά καμπάνα, από τις μεγάλες ως τα ξωκλήσια. Όλος ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Νέοι γέροι, γυναίκες και παιδιά απ’ όλες τις συνοικίες και τους συνοικισμούς ξεκινούν για το νεκροταφείο, κρατώντας λουλούδια στα χέρια, μαύρες σημαίες ή πλακάτ με τέτοια συνθήματα:
- Κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς!
– Στο σκαμνί ο Ντάκος!
– Τους σκότωσαν για ένα κομμάτι ψωμί.
– Εκδικηθείτε το αίμα των αδελφιών μας.
Οι μικρές ομάδες γίνονταν γρήγορα μεγάλες διαδηλώσεις. Απ’ όπου περνούν μαζεύουν λουλούδια. Από τη γλάστρα του φτωχόσπιτου που προσφέρει με συγκίνηση, ως τον ανθόκηπο της έπαυλης που δίνει από φόβο. Οι κοπέλες πλέκουν στεφάνια για τα φέρετρα και τους τάφους των νεκρών και σκορπίζουν λουλούδια σ’ όλα τα σημεία των δρόμων που βάφτηκαν από το αίμα των δολοφονημένων αδερφιών τους.
Όσο κατεβαίνουν στους κεντρικούς δρόμους, οι διαδηλώσεις ογκώνονται. Η οδός Εγνατίας και οι πάροδοι έχουν πλημμυρίσει από μια φουρτουνιασμένη λαοθάλασσα. Απ’ όλες τις γωνιές ξεπετιούνται ομιλητές κι αδιάκοπα ο αέρας ανταριάζεται απ’ την κραυγή:
- Εκδίκηση!
Μπρος στο Γ΄ αστυνομικό τμήμα υπάρχει ισχυρή στρατιωτική δύναμη για να φυλάξει τους δολοφόνους, τους Ντάκους, από την οργή του λαού. Η συγκίνηση του πλήθους μεταδίδεται στους φαντάρους. Κι όταν η διαδήλωση φτάνει κοντά τους, αγκαλιάζονται με το λαό(….) Η μάζα των διακοσίων χιλιάδων λαού που’ θαψε τους νεκρούς της κατεβαίνει σ’ έναν απέραντο όγκο, κυριευμένη από μια ασυγκράτητη ορμή(…)
Το τεράστιο συλλαλητήριο, που’ γινε το μεσημέρι στην πλατεία Ελευθερίας, έδειξε στους εχθρούς του λαού πως η μάζα πλημμύριζε από μια αποφασιστικότητα ακατάβλητη. Για να την αντιμετωπίσουν, χρειάζονται μεγάλες δυνάμεις. Κι άρχισαν να κουβαλούν. Έφεραν στίφη χωροφυλάκων, ολόκληρα συντάγματα, πυροβολικά, πολυβόλα, ιππικά, αεροπλάνα, πολεμικά καράβια και περίμεναν τη νύχτα.
Ο λαός δε χάρηκε παρά μια μέρα την κυριαρχία του. Μα η μέρα αυτή του’ δειξε το δρόμο για να αποκτήσει την ελευθερία του και να επιβάλει την οριστική του κυριαρχία».
«Θέμος Κορνάρος, Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)», εκδόσεις χρόνος, Αθήνα 1981
Οι φωτογραφίες από το βιβλίο.
(Αφιέρωμα του περιοδικού στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορνάρου, με αφορμή την εκδήλωση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)
Επιμέλεια: ofisofi //Ο Θέμος Κορνάρος σε ρόλο ρεπόρτερ αρχικά γράφει «Δυο λόγια σαν εισαγωγή»:
«Με το να προσπαθούμε να σημειώσουμε τη δράση της Γενικής «Ασφάλειας» και των χαφιέδων, σε τούτες τις σελίδες που ακολουθούνε, δε θα πει πως μας ξαφνιάζουνε τα εγκληματικά ένστικτα κι ο σαδισμός των ανθρώπων αυτών. Στο κάτω κάτω αυτά είναι τα προσόντα που ζητάει το κράτος απ’ αυτούς για να τους ταΐσει. Τους διαλέγει όπως ο τσομπάνος τα μαντρόσκυλά του. Και τους περιποιείται και τους μεταχειρίζεται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Δε μας ξαφνιάζει λοιπόν η διαγωγή εξ επαγγέλματος δολοφόνων, πολύ περισσότερο όταν έχουμε υπόψη διαγωγή υπουργών που ξεπερνάνε κάθε τέτοιο υπάνθρωπο σ’ αυτό το κεφάλαιο.
Γι’ ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: Είτανε η απεργία των κεραμοποιών. Ο Καρτάλης, υπουργός της Εθνικής Οικονομίας. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά από 10 χρονώ κι απάνω, μαζευτήκανε από το πρωί όξω από το υπουργείο. Έβλεπες τις χιλιάδες αυτές των ανθρώπων, μέσα στο λιοπύρι, στον ιδρώτα, να φωνάζουνε, να διαμαρτύρονται, να ζητούνε να εξετασθούνε τα αιτήματά τους. Και ταυτόχρονα να μάχονται με τις ομάδες των οπλισμένων αστυνομικών. Όποιος κι αν ήσουνε, θα λύγιζες σ’ αυτό το θέαμα μπροστά. Ο Καρτάλης, θέλοντας να κάμει επίδειξη της ζωώδικης αδιαφορίας του, ρώτησε απαθέστατα έναν υπάλληλο του υπουργείου, «αν δε θα’ τανε σωστό να στείλει μερικές λεμονάδες σ’ αυτούς τους ανθρώπους!…»
- Από το πρωί φωνάζουνε! Θα ξεράθηκε ο λαιμός τους!… Έτσι εξήγησε ύστερα.
Του άρεσε να τους ακούει να φωνάζουνε. Αισθανότανε ηδονή να βλέπει τόσον κόσμο να περιμένει απ’ αυτόνε κάτι και κείνος να μη βιάζεται να δώσει καμιάν απάντηση. Και για να παρατείνει το σαδιστικό ηδονισμό του, ζητούσε σοβαρότατος πληροφορίες αν το καφενείο του υπουργείου είχε αρκετές λεμονάδες. Και την ίδια στιγμή ειδοποιούσε την Ασφάλεια να στείλει περισσότερη δύναμη για να τσακίσει τους απεργούς, που υπερασπίζονται το ψωμί των παιδιών τους με το έσχατο όπλο άμυνας, τη μαχητική απεργία.
Στη θέση του είναι σήμερα ο καθηγητής Κασιμάτης. Ένας διανοητικός μόρτης που δίνει τώρα εξετάσεις μπροστά στους βιομηχάνους, προσπαθώντας να τους πείσει πως άδικα ως τα σήμερα τον είχανε παραγνωρίσει. Περιεχόμενο στο κεφάλι του μη ζητάει κανένας. Όλη του την «επιτυχία» τη στηρίζει σ’ ένα γνώρισμα εξωτερικό, που ο καθρέφτης τον βοήθησε πολύ να το καλλιεργήσει και να το εκμεταλλευτεί.
Όταν δεν έχει τι να πει, μαζεύει τα χείλια του. Στις άκρες τους, στις δυό γωνιές του στομάτου, σχηματίζονται δυό λακκάκια. Κι όποιος δεν τον ξέρει, βλέποντας αυτή τη διασκευή στο μούτρο του, τόνε παίρνει για δυνατό άνθρωπο, που έχει το κουράγιο να ειρωνεύεται το σύμπαν. Μ’ αυτά τα δυό λακκάκια παραπλάνησε, ξεγέλασε, ανέβηκε σ’ έδρες καθηγητικές και γίνηκε υπουργός. Αντίγραψε σ’ αυτό το κεφάλαιο την ταχτική της κοκέτας γυναίκας. Και με τον ίδιο τρόπο φαντάστηκε πως μπορούσε ν’ αντικρίσει και την απεργία των καπνεργατών, σαν υπεύθυνος υπουργός.
Μα σαν άκουσε τις δηλώσεις των απεργών του Βόλου, πως «για να βάλουν έστω και έναν απεργοσπάστη στα καπνομάγαζα θα πρέπει να περάσουν πάνω από τα πτώματα των καπνεργατών και καπνεργατριών», τα’ χασε. Και κάλεσε τους φυσικούς του συμβούλους, τους καπνεμπόρους και βιομηχάνους, να λύσουνε το ζήτημα σε συνεργασία με την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Από κείνη την ημέρα, Τετάρτη 6 του Μάη, η κυβέρνηση του κράτους περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια των δυό Ασφαλειών και των καπνεμπόρων.
Είναι η 8η μέρα της απεργίας των καπνεργατών.»
Στη συνέχεια ακολουθεί σε μορφή ρεπορτάζ η περιγραφή των κινητοποιήσεων των καπνεργατών, η προετοιμασία του κράτους να επέμβει με την αστυνομία, τη χωροφυλακή και το στρατό, παρουσιάζει αναλυτικά τα γεγονότα και τις συγκρούσεις, δίνει παραστατικά την ατμόσφαιρα των ημερών με πλούσιους διαλόγους και πολλές φωτογραφίες.
Ο Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη με τη ματιά και την μαχητική γραφή του Θέμου Κορνάρου .
«Σ’ αυτή τη δολοφονική ενέδρα πέσανε τα 9 ηρωικά παιδιά του λαού. Οι:
Τάσος Τούσης
Αναστασία Καρανικόλα
Ίντο Σενόρ
Σαλβατόρ Μασαράνο
Δημ. Αγλαμίδης
Ι.Πανόπουλος
Ευαγ. Χόλης
Δ. Λαϊνάς
Ευθ. Αδαμαντίου
Κανένας στη Θεσσαλονίκη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονομασία. Λεγότανε πριν Στάσις Κολόμβου. Πεισματικά αγνοούνε οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης αυτή την ονομασία και επιβάλανε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στάσις των 9. Μπορεί να υπάρχει άνθρωπος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Μα στη στάση των 9 ξέρουνε να σε οδηγήσουνε και τα μικρά παιδιά. Το ίδιο γίνεται και σε μερικά άλλα μέρη. Ώρα πολλή βασανιζόμαστε να βρούμε την οδό της Ελένης Σβορώνου. Δεν ξέρανε να μας οδηγήσουνε.
- Πού είναι το καπνεργατικό σωματείο; ρωτούμε.
– Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώνου; Πώς την είπες;
Να, από δω θα στρίψετε, θα βγείτε στον τάδε δρόμο. Θα δείτε μια μικρή τρίγωνη πλατεΐτσα με σωρούς χαλίκια. Εκεί είναι.
Έτσι το βρήκαμε. Με μόνη τη διαφορά πως τα χαλίκια έχουνε ακόμα αίμα. Εκεί συγκρούστηκε την Παρασκευή η απεργιακή φρουρά του Κέντρου με τριπλάσιες δυνάμεις έφιππης χωροφυλακής και κατάφερε να κρατήσει επί ολόκληρη ώρα άμυνα εναντίον των συνεχών επελάσεων και της κανονικής βολής. Κείνη την ημέρα έβαψαν αυτά τα χαλίκια με το αίμα τους οι 150 ηρωικοί καπνεργάτες για να διευκολύνουνε την πορεία των υφαντουργίνων προς τη Γενική Διοίκηση.
Πραγματικοί κύριοι της Θεσσαλονίκης γίνονται οι εργάτες, γίνεται ο λαός όλος. Τ’ απόγευμα της 9ης Μάη. Δε φρουρούνε την πόλη πια οι δολοφόνοι των αστυνομικών τμημάτων. Αυτούς τους έκλεισε ο λαός μέσα στα τμήματα. Τους αφαίρεσε κάθε εξουσία, τους απομόνωσε. Ουσιαστικά τους προφυλάκισε σαν ενόχους φόνων και εκατοντάδων τραυματισμών.
Ένας ρίχνει το σύνθημα: Να κάψουμε τα τμήματα. Μα στη φωνή αυτή της κορυφωμένης αγανάχτησης, απαντά ο λαός που συναισθάνεται βαθύτατα τις υποχρεώσεις που ανάλαβε ως φρουρός της τάξης.
- Τα χτήρια είναι δικά μας!
– Τίποτε να μην πειραχτεί.
Γιατί πραγματικά τ’ απόγεμα του Σαββάτου, η χωροφυλακή είχε μόνη φρουρά τον κυρίαρχο λαό και άμεσο βοηθό του τους στρατιώτες, που τόσο ξεκάθαρα κι αποφασιστικά πήρανε μέρος στον αγώνα υπέρ του λαού. Στους δρόμους επιτηρούνε την τάξη οι καπνεργάτες, οι υφαντουργοί, οι εργάτες γενικά κι ο στρατός. Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον αναβρασμό και την αναμπομπούλα, είναι χαραχτηριστικό πως δε σημειώθηκε μήτε το ελάχιστο κρούσμα κλοπής, διάρρηξης ή τραυματισμού, πράματα που είναι καθημερινά, συνηθισμένα επεισόδια, όλο τον καιρό που η αστυνομία «επιβλέπει την τάξη», σε μέρες ησυχίας σχετικής.»
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στη μάνα, «Η ώρα της μάνας. Σαββατο απόγεμα. 9 του Μάη». Πρώτα η μάνα του δολοφονημένου 25χρονου σιδερά Δημήτρη Αγλαμίδη, τυφλή γερόντισσα ξεχύνεται στους δρόμους αναζητώντας το παιδί της
«…Πασπατεύω, παιδί μου, και βρίσκω πλάκες. Κι απάνω στις πλάκες, είναι ξαπλωμένος κάποιος.
– Θα κρυώσει το παιδί μου, σκέφτομαι. Μα μόλις και τον άγγιξα το μπράτσο, κατάλαβα. Κόκαλο, ξυλιασμένο.
Ψάχνω και βρίσκω το προσωπάκι του. Ολόγρο! Κι ο λαιμός του είναι πασαλειμμένος και γλιστρά…
Κατάλαβα τότες! Αίματα του παιδιού μου ήτανε γεμάτα τα χέρια μου.
Τα πιπίλισα, τα ρούφηξα. Του παιδιού μου ήτανε…
(κλαίει. Οι λυγμοί την πνίγουνε). Ύστερ’ από λίγο συνεχίζει:
– Με τραβούνε να με πάρουνε. Ποιοι ήτανε; Γιατί με παίρνανε από το παιδάκι μου, δεν κατάλαβα τίποτες παιδί μου…»
Μετά η τραγική φιγούρα της μάνας του 22χρονου επινικελωτή Ίντο Σενόρ και η μάνα του 23χρονου λαστιχά Γιάννη Πανόπουλου, που σκούπισε τα δάκρυα της, έσφιξε την καρδιά της και ρίχτηκε στη δουλειά για κείνους που απομείνανε, για τις οικογένειες των δολοφονημένων.
«Οι καμπάνες χτυπούνε πένθιμα το πρωί της Κυριακής. Καλούνε το λαό να κηδέψει τα 9 θύματα της χτεσινής σφαγής. Δεν έδωσε κανείς το σύνθημα. Όμως δεν έμεινε βουβή καμιά καμπάνα, από τις μεγάλες ως τα ξωκλήσια. Όλος ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Νέοι γέροι, γυναίκες και παιδιά απ’ όλες τις συνοικίες και τους συνοικισμούς ξεκινούν για το νεκροταφείο, κρατώντας λουλούδια στα χέρια, μαύρες σημαίες ή πλακάτ με τέτοια συνθήματα:
- Κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς!
– Στο σκαμνί ο Ντάκος!
– Τους σκότωσαν για ένα κομμάτι ψωμί.
– Εκδικηθείτε το αίμα των αδελφιών μας.
Οι μικρές ομάδες γίνονταν γρήγορα μεγάλες διαδηλώσεις. Απ’ όπου περνούν μαζεύουν λουλούδια. Από τη γλάστρα του φτωχόσπιτου που προσφέρει με συγκίνηση, ως τον ανθόκηπο της έπαυλης που δίνει από φόβο. Οι κοπέλες πλέκουν στεφάνια για τα φέρετρα και τους τάφους των νεκρών και σκορπίζουν λουλούδια σ’ όλα τα σημεία των δρόμων που βάφτηκαν από το αίμα των δολοφονημένων αδερφιών τους.
Όσο κατεβαίνουν στους κεντρικούς δρόμους, οι διαδηλώσεις ογκώνονται. Η οδός Εγνατίας και οι πάροδοι έχουν πλημμυρίσει από μια φουρτουνιασμένη λαοθάλασσα. Απ’ όλες τις γωνιές ξεπετιούνται ομιλητές κι αδιάκοπα ο αέρας ανταριάζεται απ’ την κραυγή:
- Εκδίκηση!
Μπρος στο Γ΄ αστυνομικό τμήμα υπάρχει ισχυρή στρατιωτική δύναμη για να φυλάξει τους δολοφόνους, τους Ντάκους, από την οργή του λαού. Η συγκίνηση του πλήθους μεταδίδεται στους φαντάρους. Κι όταν η διαδήλωση φτάνει κοντά τους, αγκαλιάζονται με το λαό(….) Η μάζα των διακοσίων χιλιάδων λαού που’ θαψε τους νεκρούς της κατεβαίνει σ’ έναν απέραντο όγκο, κυριευμένη από μια ασυγκράτητη ορμή(…)
Το τεράστιο συλλαλητήριο, που’ γινε το μεσημέρι στην πλατεία Ελευθερίας, έδειξε στους εχθρούς του λαού πως η μάζα πλημμύριζε από μια αποφασιστικότητα ακατάβλητη. Για να την αντιμετωπίσουν, χρειάζονται μεγάλες δυνάμεις. Κι άρχισαν να κουβαλούν. Έφεραν στίφη χωροφυλάκων, ολόκληρα συντάγματα, πυροβολικά, πολυβόλα, ιππικά, αεροπλάνα, πολεμικά καράβια και περίμεναν τη νύχτα.
Ο λαός δε χάρηκε παρά μια μέρα την κυριαρχία του. Μα η μέρα αυτή του’ δειξε το δρόμο για να αποκτήσει την ελευθερία του και να επιβάλει την οριστική του κυριαρχία».
«Θέμος Κορνάρος, Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)», εκδόσεις χρόνος, Αθήνα 1981
Οι φωτογραφίες από το βιβλίο.
(Αφιέρωμα του περιοδικού στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορνάρου, με αφορμή την εκδήλωση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου