Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
«Ρυθμίσαμε τα κιάλια μας μόνο για να δούμε την εικόνα των ηπείρων μας. Και είδαμε. Είδαμε στο φως των ιπτάμενων σμαραγδιών την εικόνα της Αφρικής να σειέται κάτω από την Ευρώπη που, πλαγιασμένη από πάνω της, την έκανε ανέκαθεν δική της. Είδαμε την Αφρική  να απλώνει το πόδι στην Ευρώπη και να την παλουκώνει όπως παλουκώνει ένας αρσενικός, και το στόμα της Ευρώπης να μουγκρίζει και να γλυκαίνει».
«Για μια στιγμή», είπε ο ανθυπολοχαγός. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος;»
«Άγνωστος, ένας κάποιος Άλβαρο Σαμπίνο».
«Για περίμενε, για ξαναπές το. Ποιος παλουκώνει ποιον; Η Αφρική παλουκώνει την Ευρώπη, έτσι δεν λέει;»
«Έτσι!»
«Αυτό είναι!» είπε ο πάλαι ποτέ φοιτητής των Μαθηματικών. «Η κωλοφυλλάδα είναι γεμάτη από τύπους της black power. Στοιχηματίζω ότι αυτά τα γράφει ένα λευκό κάθαρμα που θέλει να δει τους μαύρους στην εξουσία! Μια στιγμή όμως, για ξαναδιάβασε, ο τύπος λέει πως ανέκαθεν η Ευρώπη έκανε δική της την Αφρική; Τι κάθαρμα, τι ξεφτιλισμένο κάθαρμα!» είπε ο πάλαι ποτέ αφοσιωμένος στον απειροστικό λογισμό φοιτητής. «Μήπως και πριν από το 16ο αιώνα η Ευρώπη ήταν πλαγιασμένη πάνω από την Αφρική; Γιατί δεν  ανακάλυψαν τίποτα εκείνη την εποχή;  Γιατί το μόνο που έκαναν ανέκαθεν ήταν να ξεπουλιούνται και να σκοτώνονται; Γιατί δεν βρήκαν τη γραφή, τη ρόδα, την αρχιτεκτονική, την τοπωνυμία; Αυτό το κάθαρμα αξίζει να φάει όλη την black power κατακέφαλα! Ψεύτες! Εμπαίζουν το μέλλον!»
monzaviki 2 Το  παραπάνω απόσπασμα είναι παρμένο από το βιβλίο της Πορτογαλίδας Λίντια Ζορζ «Η ακτή των ψιθύρων» από τις εκδόσεις «Πόλις». Η μετάφραση από τα πορτογαλικά είναι του Σπύρου Παντελάκη.     
Η «Ακτή των ψιθύρων» φέρνει ένα κραυγαλέο ιστορικό μήνυμα. Βρισκόμαστε στη Μοζαμβίκη (Νότιοανατολική Αφρική)- κάποτε αποικία της Πορτογαλίας – στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Εποχή με πολλούς απελευθερωτικούς πολέμους στην αφρικανική ήπειρο και όχι μόνο. Από την αρχή μπαίνει ο αναγνώστης δυναμικά στην ουσία. Στην πρώτη σκηνή του βιβλίου έχουμε ένα γαμήλιο τραπέζι στις όχθες του Ινδικού Ωκεανού στην ταράτσα του ξενοδοχείου «Stella Maris». Η Εβίτα, το κύριο πρόσωπο, μέσα από τα μάτια της οποίας παρακολουθούμε τα γεγονότα, παντρεύεται με έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό (αυτόν του παραπάνω διαλόγου). Το ξενοδοχείο είναι επιταγμένο, διαμένουν εκεί οι οικογένειες των Πορτογάλων αξιωματικών που πολεμούν τους εξεγερμένους Αφρικανούς του Βορρά. Ξαφνικά η εύθυμη παρέα βλέπει με τρόμο από την ταράτσα σωρούς πνιγμένων μαύρων, που τους ξέβραζε η θάλασσα και τους μάζευε ένα dumper (ανατρεπόμενο φορτηγό).Οι λευκοί εορτάζοντες σχολιάζουν περιφρονητικά το γεγονός έχοντας αμέσως έτοιμη την «εξήγηση»: «….οι πνιγμένοι δεν ήταν πνιγμένοι. Αν στην αρχή θεωρήθηκαν πνιγμένοι, αυτό συνέβη γιατί τους έβγαλε έξω η θάλασσα…Αλλά από την πρώτη κιόλας νύχτα μαθεύτηκε  ότι η καταστροφή οφειλόταν στη μεθυλική αλκοόλη. Μόνο στη Λέσχη των Αξιωματικών το διέγνωσαν τρεις γιατροί.» Και όταν οι θάνατοι μαύρων πληθαίνουν: «Δεν άργησαν να σωριάζονται σε διάφορα σημεία της πόλης ….Τα δελτία ειδήσεων το έκρυβαν και η πλειονότητα των γυναικών που μιλούσαν στην ταράτσα συμφωνούσαν απόλυτα με αυτή την τακτική. Ηταν θέμα δικαιοσύνης απ΄ τη στιγμή που έκρυβαν το θάνατο και τα μαρτύρια των Πορτογάλων στρατιωτών που πληγώνονταν στη μάχη, ποιός ο λόγος να αναστατώνουν τα πιο ευαίσθητα άτομα μεταδίδοντας ειδήσεις για τον εθελοντικό θάνατο μερικών άπληστων για οινόπνευμα μαύρων; Αν πέθαιναν, πέθαιναν» (σελ. 72).
Ή με τα λόγια ενός ταγματάρχη: «Εγώ λέω ότι πρώτα τους μαχαίρωσαν και μετά τους πέταξαν στη θάλασσα. Το συνηθίζουν να σφάζονται μεταξύ τους κάθε τόσο» (σελ. 21). Ο ταγματάρχης είχε εμπειρία. Και υπενθύμισε στην ομήγυρη, ότι οι νικημένοι λαοί μερικές φορές αυτοκτονούν ομαδικά, όπως διαβάζουμε στη σελ. 22. Μάλιστα ανέφερε τί είχε γίνει στις Άνδεις με τους Ίνκα. Οι πάντες ήξεραν ότι συγκεντρώνονταν δυνάμεις στο Βορρά, γιατί λοιπόν να μην υποθέσει κανείς, ότι οι αυτόχθονες λαοί της χώρας ήθελαν να αυτοκτονήσουν;
Και: «Αυτοί οι τύποι, οι blacks, βρήκαν στο λιμάνι ένα φορτίο με είκοσι μπιτόνια μεθυλική αλκοόλη, που προορίζονταν για ένα βαφείο, νόμισαν πως ήταν άσπρο κρασί, άνοιξαν τα μπιτόνια, ήπιαν και μοίρασαν και στις καλαμογειτονιές. Αποτέλεσμα; Οι μισοί θα τα τινάξουν και οι άλλη μισοί θα μείνουν τυφλοί» (σελ. 26). Αφού «ο τόπος τον οποίο προστάτευαν από τον ίδιο του τον εαυτό ήταν μια αποικία κάφρων». Οι λέξεις blacks και κάφροι στο μεταξύ έδιναν και έπαιρναν στην αρχικά σοκαρισμένη (είχαν «χαθεί» και τέσσαρεις υπηρέτες) και έπειτα αδιάφορη παρέα. Στις πρώτες αυτές σελίδες του βιβλίου η συγγραφέας «χτυπάει» εύστοχα το θέμα εκεί που πονάει: η συνείδηση των Πορτογάλων αποικιοκρατών  τρώγεται από άγχος για την αποικία, διότι οι ειδήσεις για εξεγέρσεις στο βορρά της Μοζαμβίκης είχαν γίνει ανησυχητικές.
Μια ματιά στην ιστορία
Για να καταλάβουμε τις ιστορικές στιγμές, στις οποίες διαδραματίστηκαν τα παραπάνω γεγονότα, θα τα τοποθετήσουμε στα πλαίσια της εποχής. Το 1498 ο Πορτογάλος Vasco da Gama ανακαλύπτει τη Μοζαμβίκη στο δρόμο του προς την Ινδία. Η Μοζαμβίκη απόκτησε την ανεξαρτησία της το 1974 μετά πολύχρονο πόλεμο του Μετώπου της Απελευθέρωσης της Μοζαμβίκης, το Φρελίμο, που ξεκίνησε δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1964, ενάντια στο καθεστώς της αποικιοκρατίας και ιδιαίτερα στο Βορρά της χώρας. Με την Επανάσταση των Γαρούφαλων τον Απρίλη του 1974 οι Πορτογάλοι εγκατέλειψαν τη Μοζαμβίκη σχεδόν από τη μία μέρα στην άλλη. Το βιβλίο ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και θα συναντήσουμε πολλές φορές το Βορρά να εμφανίζεται σαν εφιάλτης στους αποικιοκράτες, το φάντασμα της εξέγερσης των καταπιεσμένων. Το ΦΡΕΛΙΜΟ είχε ιδρυθεί το 1962. Εκείνη την εποχή γίνονταν πολλοί απελευθερωτικοί πόλεμοι στις αποικίες της Αφρικής. Η Πορτογαλία του δικτάτορα Σαλαζάρ προσπαθούσε να απομονώσει τη Μοζαμβίκη από τις δραματικές αλλαγές που γινόντουσαν σε άλλα μέρη της Αφρικής, δηλαδή από την ανεξαρτητοποίηση αρκετών αποικιών της Γαλλίας, της Αγγλίας, του Βελγίου. Γι’αυτό ο Σαλαζάρ είχε δημιουργήσει από το 1956 κιόλας, μια ειδική δύναμη ασφαλείας, την Αστυνομία για την Κρατική Ασφάλεια, ακριβώς για να προλάβει μια παρόμοια εξέγερση. Αυτές οι δυνάμεις εκτελούσαν συνεχείς ελέγχους στους πολίτες, ενώ ένα συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό κράτος εμπόδιζε τον πληθυσμό να οργανωθεί. Ο Σαλαζάρ, από τοτε που ανέλαβε την εξουσία το 1928, είχε φροντίσει στις αποικίες η μόρφωση, η εκπαίδευση, η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού να μην περάσουν γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι παρόγοντας-κλειδί στην καταπίεση των λαών. Αντίθετα, η διάδοση της καθολικής εκκλησίας προωθήθηκε σαν παράγοντας εγκλωβισμού της συνείδησης και της ψυχολογίας. Έτσι διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο περιοδικό  The African Communist (Ο Αφρικανός Κομμουνιστής), τεύχος 79-1979: «Η Καθολική Εκκλησία πάντα υποστήριζε τον αποικιοκρατισμό ακόμα και στις πιο διεστραμμένες μορφές του. Αρνιόταν να καταδικάσει μαζικές σφαγές στις οποίες τα ίδια τα μέλη και οι παπάδες της ήταν μάρτυρες. Ήταν μια εκκλησία που είχε αποσυρθεί εθελοντικά από τις απελευθερωμένες ζώνες. Που είχε ευλογήσει την αποικιοκρατική στρατιωτική και μυστική μηχανή. Μια τέτια εκκλησία δεν μπορούσε να έχει καμία ηθική αξίωση να δρα σαν υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μοζαμβίκη».
Όμως, και εδώ η ιστορία έχει τις αντιφάσεις της, που τελικά δεν είναι αντιφάσεις. Ακριβώς η καταναγκαστική εργασία και η μετανάστευση λόγω των άγριων συνθηκών στις οποίες ζούσε ο ντόπιος πληθυσμός της Μοζαμβίκης,  προς άλλες αφρικανικές χώρες αποτέλεσε τη ρίζα του απελευθερωτικού πολέμου. Διότι οι εργάτες αυτοί ξεφεύγοντας από την απομόνωση της χώρας τους γνωρίστηκαν σε άλλες χώρες με τα πολιτικά ρεύματα της εποχής, με τις σύγχρονες ιδέες και τις επαναστατικές ιδεολογίες.
Θεωρία και πράξη
Κάποιοι το κατάφεραν να σπουδάσουν στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Εντουάρδο Μοντλάνε, ο μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της Μοζαμβίκης και ιδρυτής του Φρελίμο. Είχε σπουδάσει στη Λισαβόνα, όπου συνάντησε ανθρώπους που αργότερα θα γίνονταν ηγέτες εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ανάμεσα στους οποίους και της Αγκόλας, μιας άλλης δηλαδή αποικίας των Πορτογάλων στην Αφρική. Επομένως, το εθνικό αίσθημα για τη Μοζαμβίκη γεννήθηκε κατά κάποιο τρόπο στο εξωτερικό. Όχι όμως χωρίς κινδύνους, διότι οι προαναφερόμενες ειδικές δυνάμεις του Σαλαζάρ μπορούσαν να συλλάβουν όποιον είχε σπουδάσει στο εξωτερικό…
Στη δεκαετία του ’50 λοιπόν, Μοζαμβικιανοί επαναστάτες σχημάτισαν στις γειτονικές χώρες κινήματα για την ανεξαρτησία της χώρας τους και το 1962, στο Νταρ-ες-Σαλάμ (πρωτεύουσα της Τανζανίας) ιδρύθηκε το Φρελίμο με επικεφαλής τον Εντουάρδο Μοντλάνε, που είχε γίνει στο μεταξύ ο πιο διαπρεπής μαύρος ακαδημαϊκός στον ΟΗΕ στη Νέα Γιόρκη.
Μετά τη δολοφονία του ανέλαβε την ηγεσία ο Σαμόρα, ο ιδρυτής της μετέπειτα Λαϊκής Δημοκρατίας της Μοζαμβίκης, ο οποίος ξεκίνησε ένα σφοδρό ανταρτοπόλεμο ενάντια στις πορτογαλικές στρατιωτικές δυνάμεις και ενάντια στις περιβόητες δυνάμεις της Ειδικής Ασφάλειας.
Το 1971 πεθαίνει ο Σαλαζάρ. Μέχρι τότε η πολιτική της Πορτογαλίας ήταν να πνίξει τις εξεγέρσεις στο Βορρά σπέρνοντας φυλετικές-εθνοτικές συγκρούσεις, αλλά και προσωπικές έχθρες. Όμως, το Φρελίμο στο μεταξύ είχε κερδίσει εκεί την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφείας του πληθυσμού και κατατρόπωσε τις πορτογαλικές δυνάμεις σε δύο βόρειες επαρχίες. Ετσι κατάρρευσε πιο σύντομα η αποικιοκρατική δομή της χώρας. Σ’αυτό το σημείο βρισκόμαστε στην αρχή του βιβλίου.
Τελικά, το 1974, υπογράφηκε η Συμφωνία της Λουσάκα (Ζάμπια), που επέτρεψε να περάσει η εξουσία της Μοζαμβίκης στα χέρια του Φρελίμο και λίγο μετά υπογράφηκε η ανεξαρτησία της χώρας. Αμέσως φεύγει το 90% των Πορτογάλων από τη χώρα παίρνοντας μαζί του το 80% του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού σαμποτάροντας μ’αυτό τον τρόπο τη βιομηχανική και εμπορική υποδομή της χώρας.
Άνοδος και πτώση μιας επαναστατικής δύναμης
Το 1977 το Φρελίμο μετατρέπεται σε κόμμα με μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές. Με τεράστιες προσπάθειες η σαμποταρισμένη Μοζαμβίκη καταφέρνει μια ραγδαία οικονομική και κοινωνική άνοδο στο χρονικό διάστημα 1977-80. Έπειτα όμως, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις άρχισαν έναν αποσταθεροποιητικό πόλεμο, όπως έγινε και σε πολλές άλλες νεοσύστατες λαϊκές δημοκρατίες, με επιχειρησιακή βάση τη Νότια Αφρική και με εργαλείο ένοπλες συμμορίες στηριζόμενες σε πρώην αποίκους και ακροδεξιούς διεθνείς ρατσιστικούς κύκλους. Μέσα στη χώρα δημιουργήθηκε μια αντεπαναστατική δύναμη, το Ρενάμο, που είχε τη στήριξη των ΗΠΑ, της Νότιας Αφρικής, της τότε Ροδησίας (σήμερα Ζιμπάμπουε) της Πορτογαλίας και της Γερμανίας. Η τακτική γνωστή και πολλαπλά εφαρμοζόμενη: δολιοφθορά της υποδομής και της αγροτικής οικονομίας, επιθέσεις, καταστροφές, πχ στο σιδηροδρομικό δίκτυο στο Νότο της χώρας. Έπειτα το Ρενάμο προχώρησε στην τρομοκρατία των πολιτών απαγάγοντας αγόρια για να τους κάνει στρατιώτες και κορίτσια για τους στρατιώτες.  Έτσι, η Λαϊκή Δημοκρατία μπαίνει στη μαρτυρική γι’αυτήν δεκαετία του ’80, μια δεκαετία που είδε σε πολλά μέρη του κόσμου να προδίδονται επαναστάσεις, να διαλύονται λαϊκές δημοκρατίες και να δολοφονούνται ή να πεθαίνουν επαναστάτες ηγέτες κάτω από «αδιευκρίνιστες συνθήκες». Έτσι, το 1986, σκοτώνεται ο πρόεδρος Σαμόρα κάτω από περίεργες συνθήκες, όταν το προεδρικό αεροπλάνο συντρίφτηκε σε νοτιοαφρικανικό έδαφος και μαζί του χάθηκαν δεκάδες αξιωματούχοι της κυβέρνησής του.
Ο πόλεμος ενάντια στην πρόοδο
 Ρίχνοντας μια ματιά στο παγκόσμιο σκηνικό βλέπουμε ότι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πολεμο και την αντιφασιστική νίκη υπήρξε πράγματι ένα κύμα επαναστατικών, απελευθερωτικών κινημάτων που κατέληξαν στην αποδόμηση του αποικιοκρατικού συστήματος όπως το γνωρίζαμε, καθώς και σε κάμποσες λαϊκές δημοκρατίες στον Τρίτο Κόσμο. Και βέβαια, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αφήσουν έτσι τις εξελίξεις εις βάρος της και δούλεψαν για την ανατροπή της νεάς αυτής κατάστασης για να μοιράζονται εκ νέου τον κόσμο, ιδιαίτερα τις πλουσιότατες σε πρώτες ύλες ηπείρους. Η συνταγή ποικίλλει ανάλογα με τις επί μέρους καταστάσεις και συσχετισμούς: ίδρυση αντεπαναστατικών μετώπων/κομμάτων ή ψευδο-κομμουνιστικών κομμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις, για τη διάβρωση της κάθε σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δολοφονίες ή/και «ατυχήματα» επαναστατών ηγετών, διάχυση κομμουνιστικών κομμάτων σε ευρύτερα «μέτωπα» ανόδινης για τον ιμπεριαλισμό κατεύθυνσης ή/και ενσωμάτωσης των δυνάμεων ρήξης, αυτοκατάργηση κομμουνιστικών κομμάτων κλπ. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης επίσης είχε  σοβαρότατες επιπτώσεις για το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα. Όλα αυτά μπορούμε να τα δούμε σήμερα πιο νηφάλια μελετώντας από μια ιστορική απόσταση με πιο νηφάλια ματιά και περισσότερη γνώση την κατάσταση που δημιουργήθηκε σήμερα στον κόσμο. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσόφ ειδοποιεί το Φρελίμο ότι αποσύρει τη στήριξή του. Τώρα και οι Ρώσοι μαζεύουν τις υποδομές τους και η χώρα βρίσκεται πια στο έλεος της «ελεύθερης αγοράς». Κοιτάζοντας τη Μοζαμβίκη βλέπουμε, ότι εκεί που δεν ανατράπηκαν μαρξιστικά κινήματα, απονευρώθηκαν ιδεολογικά, πολιτικά, πρακτικά κρατώντας στην καλύτερη περίπτωση κάποια προοδευτικά χαρακτηριστικά, ενσωματωμένα ωστόσο, στα από τον ιμπεριαλισμό επιτρεπόμενα.
Η Μοζαμβίκη απόκτησε το 1990 νέο Σύνταγμα, απορρίπτοντας τη μαρξιστική ιδεολογία και ασπαζόμενη την «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», δεν λέγεται πια Λαϊκή Δημοκρατία, αλλά σκέτα Δημοκρατία της Μοζαμβίκης με δύο κόμματα στη Βουλή, ενώ το Φρελίμο κυβερνάει από-επαναστατικοποιημένα πια. Κι εδώ η αντεπανάσταση νίκησε ανακόπτοντας την πορεία κι αυτού του αφρικανικού λαού προς μια πιο δίκαια κοινωνία.