«Τι Εάμ κ’ Ελιάς ρε;… Κουκουέ ρε!!…» – Ανέκδοτα του αγώνα
Επιμέλεια: Οικοδόμος //Το χιούμορ αποτέλεσε «διέξοδο» για χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές που βίωναν τις σκληρές και πολύ συχνά απάνθρωπες συνθήκες της φυλακής και της εξορίας, για δεκαετίες ολόκληρες τον εικοστό αιώνα. Χιούμορ που αναμφίβολα προερχόταν από τους ίδιους τους ανθρώπους, όμως πολλές φορές πήγαζε αβίαστα και από την «τριβή» των κρατουμένων με την καθημερινότητα, τις ίδιες τις συνθήκες διαβίωσης, τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και με τους δεσμοφύλακές τους, το επίπεδο των οποίων ήταν τις περισσότερες φορές αρκετά κάτω του «αναμενόμενου»…
Πολλές μαρτυρίες με περιστατικά που προκαλούν γέλιο έχουν μεταφερθεί από στόμα σε στόμα και είναι τυχεροί όσοι από τους νεώτερους το ’φερε η ζωή να βρεθούν μπροστά σε τέτοιες αφηγήσεις. Όμως η μοίρα του προφορικού λόγου είναι συνήθως να μην αντέχει στο χρόνο και να σβήνει μαζί με τους λιγοστούς πια εκπροσώπους της γενιάς των πολεμιστών που αναμετρήθηκε με τα πέτρινα χρόνια και άντεξε.
Όσα στάθηκε δυνατό και καταγράφηκαν θα μείνουν για να θυμίζουν στις νεώτερες γενιές ότι ο αγώνας για μια καλύτερη κοινωνία δεν μπορεί να είναι ξεκομμένος από τις εκφάνσεις της ίδιας της ζωής που παλεύεις ν’ αλλάξεις. Και το χιούμορ είναι σαν το αλάτι, που «νοστιμίζει» τη ζωή όσο δύσκολη κι αν είναι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που φέρνουμε στο ΑΤΕΧΝΩΣ ανάλογες μαρτυρίες. Έχει προηγηθεί η ανάρτησή μας Χαρίλαος Φλωράκης, Μασκαριλίκια και ευτράπελα της φυλακής και των στρατοδικείων, που μπορείτε να δείτε εδώ. Σήμερα παρουσιάζουμε δέκα μικρές χιουμοριστικές ιστορίες από τα Ανέκδοτα του αγώνα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Γιώργη Μωραΐτη «Ατζέντα Ιτζεδίν» (Αθήνα 2013, ιδ. έκδοση).
Στο βιβλίο αυτό (ο συγγραφέας το έχει αφιερώσει στην ΚΝΕ) ο μαχητής του ΔΣΕ, παλαίμαχος δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, Γιώργης Μωραΐτης φέρνει στη δημοσιότητα τις σελίδες μιας μικροσκοπικής ατζέντας-ημερολογίου του 1960, όπου, έγκλειστος ως πολιτικός κρατούμενος στο φρούριο Ιτζεδίν στην Κρήτη, κατέγραφε συντομογραφικά διάφορα γεγονότα, πληροφορίες, αποσπάσματα βιβλίων, στίχους ποιητών, συναισθηματικές στιγμές, δράσεις των κρατούμενων συντρόφων του και άλλα. Ένα μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Ανέκδοτα του Αγώνα» περιλαμβάνει συγκινητικές και χιουμοριστικές μικρές ιστορίες για αγωνιστές και γεγονότα, καθώς και ποιήματα του συγγραφέα γραμμένα στην παρανομία και στις φυλακές.
«Σχώρα με αγαπητέ αναγνώστη, «αμαρτία ξομολογημένη θαρρώ δεν είναι αμαρτία». Μ’ αρέσουν τ’ ανέκδοτα. Κάτι παραπάνω, έχω σ’ αυτά μεγάλη αδυναμία. Μπορώ να πω, με τραβούσαν πάντα περισσότερο απ’ άλλες προφορικές αφηγήσεις. Ίσως γιατί περιέχουν το εύθυμο στοιχείο άφθονο. Μ’ ευχαριστούσε πολύ να τ’ ακούω από απλούς ανθρώπους του λαού ή και να τα διαβάζω με βουλιμία σαν «τα κάλιαζα» γραμμένα. Ξέρω πολλά. Εδώ όμως, θα γράψω λίγα. Σκέφτηκα να περιοριστώ μόνο σε ανέκδοτα του αγώνα. Ξεκίνησα από τούτες τις αφορμές: Η αθάνατη εποποιία της Αντίστασης, κι ύστερα οι ταλαιπωρίες της ως τα σήμερα, είχε και την εύθυμη πλευρά της. Αυτή, που συμπληρώνει την άλλη, τη σοβαρή, γραφτή είναι σχεδόν άγνωστη. Πολύ λίγα στοιχεία της έχουν περάσει σε διάφορα αναγνώσματα…» (Από τον πρόλογο του συγγραφέα).
***
1) Έ, πολίτη!… 5 λεπτά
Σε ένα χωριό της Μακεδονίας στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Στο
καφενείο παίζαμε χαρτιά. Έρχεται ένας χωροφύλακας και με φωνάζει:– Έ πολίτη! Έ πολίτη!
Οι άλλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Εγώ σκυμμένος στα χαρτιά δε βγάζω μιλιά.
– Έ, πολίτη!…
Εγώ το κορόιδο. Ανακατώνω τα χαρτιά. Ο χωροφύλακας έρχεται κοντά μου.
– Έ, πολίτη. Σένα κρένω πολίτη, λέει και με τραβάει απ’ τις πλάτες.
– Τι θέλεις; Του λέγω.
– Σε θέλει 5 λεπτά στο τμήμα ο διοικητής. 5 λεπτά!
Μόλις άκουσα ότι με θέλει ο διοικητής, με κάψαν τα κρεμμύδια. Σηκώθηκα και πάω να πάρω από την κρεμάστρα το παλτό μου.
Με βλέπει ο χωροφύλακας και αρχίζει το βιολί του.
– Έ πολίτη. Άστο παλτό. Τι να το κάνεις, 5 λεπτά.
Εγώ δεν τον άκουσα. Πήρα το παλτό και πήγαμε στο τμήμα.
5 λεπτά μου είπε ο χωροφύλακας στο καφενείο. 12 χρόνια βγάζω φυλακή.
2) Το… ατσάλι
Ένας βασικός στόχος, του Κράτους, του Υπουργείου και των Διευθύνσεων
των Φυλακών κατά των Πολιτικών Κρατουμένων, στα χρόνια μετά την
απελευθέρωση, ήταν τα βιβλία, τα τετράδια, γενικά τα χαρτιά μας. Στις
συχνές έρευνες στα κελιά και στους θαλάμους μας, οι φύλακες έπεφταν
απάνω σαν τα «κοράκια». Τα ανακάτωναν, τα ψάχναν, τα ’παιρναν. Τα
συγκέντρωναν «σωρό» στ’ Αρχιφυλακείο και κρατούσαν ό,τι έβρισκαν
«επιλήψιμον». Ακόμα και γράμματα των οικογενειών μας, που είχαν
λογοκριθεί. Ό,τι «σατανικό» μπορούσε να βάνει ο νους του ανθρώπου, για
να μας κάνουν κακό. «Δεν είχαν το θεό τους». Κι ας έκαναν στο εκκλησάκι
του Κάτεργου, τις Κυριακές και τις γιορτές, 100 σταυρούς.Την πιο μεγάλη αδυναμία και μανία όμως, είχαν οι «άτιμοι» στα βιβλία. Γιατί ήξεραν ότι εξόν από τα επιτρεπόμενα βάζαμε μέσα και απαγορευμένα. Και τα φυλάγαμε «σαν τα μάτια μας». Πιο άγρια επίθεση δεχόμασταν στα βιβλία μα και στα χαρτιά μας, όταν μας έκαναν μεταγωγή. Τότε είχαμε φοβερό ψάξιμο και εκεί απ’ όπου φεύγαμε και εκεί όπου πηγαίναμε. Άνοιγαν τα μπαγάζια μας, τ’ άπλωναν στο προαύλιο και τα ψάχνανε επί ώρες. «θεάρεστο έργο».
Σ’ αυτές τις έρευνες, πάντως, πολλές φορές, οι «έξυπνοι» φύλακες και οι «πανέξυπνοι» αρχιφύλακες και υπαρχιφύλακες την πάθαιναν κιόλας. Και γίνονταν «ρεζίλι των σκυλιών»!
Ένα τέτοιο περιστατικό έγινε ανέκδοτο. Από κάποια φυλακή μια ομάδα πολιτικών κρατουμένων, με πειθαρχική μεταγωγή, βρέθηκε στη Γιούρα. Στην εξονυχιστική έρευνα, στόχος να βρεθούν κομμουνιστικά βιβλία. Επικεφαλής της έρευνας ο αρχιφύλακας «κάθαρμα», που έκανε και τον «έξυπνο». Ξεχνώ τ’ όνομα του. Ένας σύντροφος ανάμεσα στ’ άλλα βιβλία, είχε και του Οστρόβσκι το «Πώς δενότανε τ’ ατσάλι». Ένα βιβλίο που το είχαμε «Ευαγγέλιο». Και βέβαια απαγορευόταν. Λοιπόν το παίρνει στα χέρια του ο αρχιφύλακας. Το κοίταξε καλά. Διάβασε τον τίτλο. Απ’ την πολλή «εξυπνάδα» του, το άφησε. Δεν το κράτησε. Και ρωτάει τον κρατούμενο: «Σιδηρουργός είσαι»; Ο σύντροφος, ξεχνώ τ’ όνομά του, ξαφνιάστηκε. Αλλά είχε την ετοιμότητα να του απαντήσει: «Ε, τι να κάνουμε; Να βγάζουμε το ψωμάκι μας»!… Έγινε της «τρελής», όταν μαθεύτηκε αυτό στις Φυλακές και στα Στρατόπεδα.
3) Τι Εαμ κ’ Ελιάς. Κονισμός
Σ’ ένα αρβανιτοχώρι της Αττικής, στην πλατεία μέσα σε πυκνό
ακροατήριο μιλούσε ένα Εαμικό στέλεχος. Είπε πολλά, ώρες ολόκληρες. Και
μιλούσε ωραία, με πάθος, με περίφημα σχήματα λόγου. Όλοι κρέμονταν από
το στόμα του.Έλα όμως που του διέφυγε κάτι σοβαρό λες κι ήταν αμαρτία να το φωνάξει. Είπε, είπε, είπε για ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, μάλλιασε η γλώσσα του, ξεταμπάνιασε και τ’ αφτιά των χωριανών. Αλλά ούτε μια φορά δεν ανάφερε ΚΚΕ.
Είδε κι απόειδε ένας νεαρός φλογερός και κατακόκκινος αρβανίτης, περίμενε, έκανε υπομονή, δεν άντεξε. Του χώνεται λοιπόν με φωνές εκεί που κόντευε να τελειώσει ο ρήτορας ικανοποιημένος για την επιτυχία του.
– Τι Εαμ κ’ Ελιάς, ρε; Κουκουέ ρε, Κονισμός ρε. Ξύνισε (ξύπνησε) ο κόσμος τώρα!
Ήταν αναμμένος από θυμό, έκανε χειρονομίες. Ο ρήτορας δεν περίμενε τέτοιο ρεζιλίκι και κατέβηκε απ’ την εξέδρα καταπράσινος. Αμ πώς;
* Σημ.: Από αφήγηση Νίκου Μανιά, αεροπόρου, στελέχους της ΕΠΟΝ, ασυρματιστή του Διαμαντή στο ΔΣΕ
4) Η «Καπνοσακούλα»!
Μετά την απελευθέρωση ένας αγωνιστής της Αντίστασης καταδικάστηκε σε
θάνατο στο στρατοδικείο της Χαλκίδας. Μετά την ανακοίνωση της θανατικής
καταδίκης, ως συνήθως, ο πρόεδρος ρώτησε τον κρατούμενο αν έχει να πει
τίποτα. Μπορούσε δηλαδή έστω και τότε να γλιτώσει την εκτέλεση αν δήλωνε
ότι αποκηρύσσει τον αγώνα και την ιδεολογία του.– Μάλιστα κύριε πρόεδρε! Απάντησε το παλικάρι και σηκώθηκε ορθό.
Αυτό ξάφνιασε το ακροατήριο. Πολλοί άρχισαν να ψιθυρίζουν. Φοβήθηκε «θα κάνει δήλωση». «Θα αποκηρύξει». «Αμ είναι γλυκιά η ζωή»…
Κι ο πρόεδρος κάτι τέτοιο περίμενε. Γιατί αυτό ήξερε από πείρα. Απαντούσαν πως κάτι έχουν να πουν όσοι θέλανε να γλιτώσουν το κεφάλι τους. Ενώ οι άλλοι, οι «αμετανόητοι», συνήθως αδιαφορούσαν και για την απόφαση και για την ερώτηση του.
– Ορίστε: Λέγε παιδί μου. Πρόφερε ο πρόεδρος μειδιώντας με χαρά.
Ο καταδικασμένος σήκωσε ψηλά το κεφάλι, τον κάρφωσε με τα μάτια του. Και τούδωσε μια απάντηση Καραϊσκακική.
– Άμα με σκοτώσουν κ. πρόεδρε σου χαρίζω… τ’ απαυτά μ’ να τα κάνεις καπνοσακούλα!…
Τον έκαναν αρπαχτόν οι χωροφύλακες τον οδήγησαν στη φυλακή και σε λίγες μέρες αντιμετώπισε περήφανα το εκτελεστικό απόσπασμα.
* Σημ.: Το γεγονός αυτό και το όνομα του αγωνιστή κάπου είχε δημοσιευτεί. Αλλά δεν το θυμάμαι.
5) Τι είναι κομμινισμός! (Το κατά Παπαλεβέντην Α’ Ευαγγέλιο)
Στον Άη-Βλάση –τη μια απ’ τις τρεις εκκλησιές του Δαδιού
(Αμφίκλειας)- λειτουργούσε ένας ψηλός ξερακιανός μαυρογένης κι αλέγρος
πάπαρος, από κείνους που «τα 12 βαγγέλια τα βγάζαν 13», ο Παπαλεβέντης
με τ’ όνομα, ο παπά Κωστής. Μια Κυριακή στα χρόνια της 4ης Αυγούστους, ο
παπάς ερμηνεύοντας το Βαγγέλιο ξαπόλυσε τους μύδρους του ενάντια στον
κομμουνισμό. Η διχτατορία του Μεταξά, πιο πολύ από πριν, τότε
χρησιμοποιούσε ακόμα τον άμβωνα για να κατακεραυνώνει τους
«αντίχριστους» κουκουέδες.Πούθε ν’ αρχίσει όμως και πώς να πείσει ο δόλιος ο Παπαλεβέντης τους «χοντροκέφαλους» Δαδιώτες ή μάλλον τις Δαδιώτισσες. Έπρεπε να τα κάνει λιανά και φυσικά να αρχίσει από τον «ορισμό» του κομμουνισμού. Σκέφτηκε λίγο – ήταν δα πανέξυπνος – και το βρήκε. Έβαλε πρώτα το ερώτημα με ύφος Μαγδαληνής και με χαμηλό αλλά ειρωνικό τόνο. Η προφορά του ήταν ιδιόμορφή:
Ξέ(ρ)ετε αγαπητοί Χ(ρ)ιστιανοί τι είναι ο κομινισμόοος;
Ύψωσε τη φωνή του για να απαντήσει. Βίαιος, ορμητικός σα χείμαρρος. Άστραψε και βρόντηξε. Με στόμφο, μορφασμός και χειρονομίες.
Κοοομιιινιισμόοοος, αγαπητοί χ(ρ)ιστιανοί είναι τούτο το πράμα: ο Γιάνν(η)ς τ(η)ς αφ(τη)νης, να πιάν(ει) τη Μαρία τ(η)ς αλλ(η)νής, να ντη κάν(ει) ό,τι θέλ(ει)!
Το ποίμνιό του, που είχε κοκαλώσει, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Κι ο παπάς ικανοποιημένος χάιδεψε απαλά τη γενειάδα του και κορδώθηκε. Τέτοια «διάνα» δεν είχε πετύχει άλλη φορά.
6) …Το «δελτίο» άντρα
Ήταν στα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής, σε μια πόλη. Ο άντρας
ήταν άνεργος. Δω-κει σταύρωνε κάνα μισό μεροκάματο. Στο σπίτι πείνα και
των γονέων! Η γυναίκα του όμως όλο και τα βόλευε. Ήταν κι ομορφούλα…
Βέβαια στην κατοχή υπήρχε το σύστημα των δελτίων. Η γυναίκα άρχιζε να
φέρνει στο σπίτι όχι μόνο το λίγο αλεύρι των διανομών ή το κομματάκι
ψωμί αλλά και κονσέρβες. Μια, δυο, τρεις το πράγμα δε σοκάριζε. Ύστερα
όμως…Ο άντρας ψυλλιάστηκε. Οι κονσέρβες δε σταματούσαν να μπαίνουν στο φτωχόσπιτο.
– Πού τις βρίσκεις γυναίκα;
– Μα σου είπα άντρα, το δελτίο μας!
Ο άντρας κρυφογελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Μα δεν προχωρούσε πιο πέρα. Μια μέρα ξαναρώτησε:
– Πού τις βρίσκεις τις κονσέρβες, γυναίκα;
– Ε, δεν τρώγεσαι! Απάντησε εκείνη νευριασμένα. Φάε και μη μιλάς…
Ο ταλαίπωρος ο σύζυγος της άτιμης κατοχής δεν ξαναμίλησε. “Φως φανάρι”. Η σύζυγος πήγαινε με Ιταλούς.
Ήρθε ο χειμώνας. Κάτι καρβουνάκια στο μαγκάλι πού να ζεστάνουν την κάμαρα; Η κακομοίρα η γυναίκα ένα βραδάκι γυρίζοντας απ’ τη βίζιτα παγωμένη, το καβάλησε. Κάθισε στην καρέκλα, άνοιξε τα σκέλια και ζεσταινότανε στο μαγκάλι. Τα πόδια της αρχίζανε να παρδαλίζουν.
Δεν βάσταξε πια ο σύζυγος. Τα λόγια του ειπώθηκαν σοβαρά σοβαρά. Στο τέλος όμως του ξέφυγε ένα χαχάνισμα.
– Τραβήξου απ’ το μαγκάλι γυναίκα. Θα κάψεις το δελτίο!
Και χαθήκαμε…
7) Το πάθημα του χωροφύλακα
Ένας χωροφύλακας μόλις τέλειωσε τη σχολή, διορίστηκε στην
Ακροναυπλία. Φαίνεται όμως πως στη σχολή δεν είχε μάθει καλά το μάθημα
και την έπαθε.Μια μέρα εκεί που έκαναν βόλτα, πλησίασε δυο κρατούμενους. Άνοιξε κουβέντα και στα πολλά στα λίγα τους πέταξε το γνωστό τροπάρι.
– Ε, εσείς θέλετε και είστε φυλακή!
– Πώς θέλουμε, υπάρχουν άνθρωποι που να θέλουν να μένουν στα κάτεργα; Είπε ο ένας.
– Αν θέλετε μπορείτε αμέσως να απολυθείτε! Δήλωσε σοβαρά ο χωροφύλακας.
Οι άλλοι έκαναν πως ξαφνιάστηκαν. Απ’ την αρχή τον έκοψαν και πήγαν να του κάνουν «ψιλό γαζί».
– Τι; Πρώτη φορά τ’ ακούμε αυτό.
– Να, άμα κάνετε μια δήλωση φεύγετε…
– Τι; Τι δήλωση είναι αυτή και δεν τη ξέρουμε.
– Να, μόλις υπογράψετε ένα χαρτί…
– Τι λες βρε παιδάκι μου, για κανόνισέ τα…
– Θα πάω αμέσως στον κ. Διοικητή.
Τρέχει, λοιπόν, χαρούμενος στο διοικητή της φρουράς. Σαν τα κατάφερνε να αποσπάσει «δήλωση» από δυο κρατούμενους μπορεί να έπαιρνε και κανένα γαλόνι. Και τι κρατούμενους. Μεγάλα στελέχια του φάνηκαν! Μπήκε στο γραφείο του διοικητή κατακόκκινος και λαχανιασμένος.
– Κύριε διοικητά! Δύο κρατούμενοι θέλουν να κάνουν δήλωση!
– Τι λες βρε παιδί μου. Πού τους ανακάλυψες; Μπράβο! Μπράβο!
Στην αρχή σα να τον πίστεψε ο διοικητής.
– Ποιοι είναι; Ρώτησε. Πώς τους λένε;
– Δεν ξέρω. Να σας τους δείξω.
Τον τράβηξε στο παράθυρο. Κάτω στο προαύλιο ο Αραμπατζής με το Γεωργίου έκαναν βόλτες και γέλουσαν.
– Αυτοί;
Ο διοικητής γύρισε απότομα, τούδωσε μια μούτζα κι έσκασε στα γέλια.
– Βρε βλάκα. Βρε ανόητε. Βρε μ…. Ου να χαθείς βρε. Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί… «Παλιές καραβάνες». Σε δούλεψαν. Χάσου από δω κι άλλη φορά να προσέχεις.
Ύστερα μουρμούριζε μόνος του στο γραφείο του:
– Βρε τους δαιμόνιους… Τι μου σκάρωσαν. Βρε ρεζιλίκι!
* Σημ.: Αυτό είναι από τον Παντελή Κιουρτσή
8) Οι ποιητές!…
Προπολεμικά στην Ακροναυπλία ορισμένοι πολιτικοί κρατούμενοι
καταγίνονταν με την «κατασκευή» στίχων. Τάχουν αυτά οι φυλακές. Μάλιστα
σχηματίσανε και ολόκληρο όμιλο. Αλλά δυο απ’ αυτούς «έπιαναν πουλιά στον
αέρα».Ο Κεφαλλονίτης ο Μεμάς κι ένας στενός φίλος του, καλή τους ώρα. Κάποτε ο Μεμάς έδωσε μερικά ποιήματά του στον μεγάλο Δάσκαλο, Δημήτρη Γληνό να τα δει και να του πει η γνώμη του. Με κρύα καρδιά περίμενε την απάντηση. Οι μέρες περνούσαν κι ο δάσκαλος δεν έβγαζε λέξη, λες και ήθελε να βασανίσει τον «ποιητή». Μια μέρα όμως πλησίασε το Μεμά και του είπε:
– Τα διάβασα. Καλά είναι. Τα καταφέρνεις…
Καμάρι, λοιπόν, ο Μεμάς. Ψήλωσε ακόμα ένα μπόι. Τι καλά αν σταματούσε εκεί η συζήτηση. Μα ο δάσκαλος τον άφησε να ανασάνει και συνέχισε:
Αλλά… Καλύτερα να ασχοληθείς με καμιά άλλη δουλειά.
«Νταμπλάς» βάρεσε το Μεμά. Όνειρα και σχέδια για μια θέση στο στερέωμα των ποιητών κατάρρευσαν. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε. Συνέχισε να θητεύει στη μούσα. Έλεγε αργότερα: Άμα την «ψωνίσεις» δεν είναι εύκολο να ξεκόψεις.
Όσο για το φίλο του δεν ξέρουμε τι είπε ο δάσκαλος. Αλλά κ’ εκείνος συνέχισε τη δουλειά με πάθος. Είχε μια κλίση στη «σατυρική» ποίηση!…
*Σημείωση: Με τον Μεμά (Γεράσιμο Ποδαρά) ήμασταν στη φυλακή της Αίγινας. Μας το αφηγήθηκε ο ίδιος.
9) Οι «λυρικοί» φεύγουν!
Πάλι για τους ποιητές. Μια μέρα φέραν στο κάτεργο της Ακροναυπλίας
δυο νέα ταλέντα. Βρήκαν το «σινάφι» και πιάσανε γνωριμία. Φαίνονταν σα
δυο αστέρια λαμπερά, με λυρική φλέβα και υπόσχονταν πολλά. Η πρώτη
βδομάδα κύλησε καλά. Μα ύστερα… «Βαριά η καλογερική». Όχι βέβαια η
ποίηση -μη γίνει καμιά παρεξήγηση- «θεός φυλάξει». Αυτήν την έπαιζαν στα
δάχτυλα οι νεαροί. Η φυλακή! Η καταραμένη η κλεισούρα μέσα στους
τέσσερις τοίχους!Τα παιδιά ζορίστηκαν. «Δεν είναι ζωή τούτη». «Δεν υποφέρεται»… Θόλωσε το μυαλό τους. Στέρεψε κι η ποιητική φλέβα τους. Και μια ωραία πρωία μην τους είδατε μην τους απαντήσατε. Υπογράψανε μια «δηλωσούλα» και αποφυλακίστηκαν αμέσως.
– Τι έγιναν τα παιδιά; Δεν τα βλέπω. Γιατί δεν κατέβηκαν ακόμα απ’ το θάλαμο; Ρώτησε ο Μεμάς. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του γιατί οι νεαροί φαίνονταν νάχουν μέσα τους όχι μόνο ποιητική μα και επαναστατική φλόγα. Κάτι λόγια παχιά και μεγάλα που έλεγαν!…
Έκαναν δυο βόλτες στο προαύλιο σιωπηλοί. Ύστερα ο Μεμάς μουρμούρισε:
– Λες να πάθουμε κ’ εμείς κανά χνέρι με το ψώνιο που κολλήσαμε;
Ο φίλος του όμως τον καθησύχασε γελώντας.
– Δεν έχουμε φόβο εμείς συνάδελφε… Αυτοί ήταν λυρικοί!… Εμείς είμαστε σατυρικοί!
* Σημ.: Κι αυτό από αφήγηση του Μεμά.
10) Ο καπετάν Μπάφας!
Στο Ζέλι της Λοκρίδας πήγε ένα συγκρότημα ανταρτών να συγκροτήσει
στην Κατοχή οργανώσεις. Καπετάνιος ήταν ένας παλιός φυγόδικος με τη
φουστανέλα του, τα τσαπράζια του, τη γενειάδα του και μια μακριά σπάθα.
Από πολιτική γρι δε σκάμπαζε. Αλλά μια που έπρεπε να οργανώσει το λαό τι
να έκανε; Και τι λαό είχε αυτό το χωριό; Όλοι κτηνοτρόφοι. Αγρίμια!
Χάνονταν στους λόγγους και άντε να τους βρεις. Μόνο τις Κυριακές
μπορούσε να τους καλιάσεις. Και η αποστολή του καπετάν Μπάφα ήταν
δύσκολη. Οργανώσεις θέλετε; Θα τις έχετε! Μη σας νοιάζει, είπε, στην
καθοδήγηση. Και ξεκίνησε.Ξημερώνοντας Κυριακή έφεξε στο Ζέλι. Πρώτη φορά πατούσαν αντάρτες στο χωριό κι ο κόσμος ανάκατα άντρες, γυναίκες παιδιά, γέροι γριές μαζεύτηκαν στο προαύλιο της εκκλησιάς. Να τους δουν και να τους καμαρώσουν!
Εκεί ο Μπάφας τους μίλησε. «Ο Θεός και η ψυχή του» τι είπε. Ύστερα τους διέταξε να μπουν σε μια γραμμή όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Αφού έγινε η γραμμή πηδάει στην κορφή, τραβάει τη σπάθα και χαράζει τα «σύνορα» κάθε οργάνωσης. Και διατάζει:
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο ΕΑΜ!
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο εφεδρικό ΕΛΑΣ!
-Εσείς από δω ίσαμε δω θα είσαστε στο ΕΠΟΝ!*
Προχωράει.
-Εσείς από δω μέχρι δω θα είσαστε στην Αλληλεγγύη.
Και τραβά κορδόνι.
Έγιναν όλες οι οργανώσεις, αλλά περίσσεψε κ’ ένα φτερό. Γυρίζει ο Μπάφας στον πολιτικό. Και τον ρωτάει:
-Αυτούνους τι να τους κάμουμε; Μην αστοχήσαμε τίποτις;
Ο άλλος γελούσε. Και κούναε το κεφάλι. Πάμε χαμένοι!
-Ξεχάσαμε το… Κουκουέ!
-Τι ’πες ορέ!… Λέει ο Μπάφας. Ωχ μάνα μ’! Καήκαμαν!…
Αλλά δεν τα χάνει. Σηκώνει ψηλά τη σπάθα, την κραδαίνει και φωνάζει:
-Εσείς ούλοι από δω και πίσω, θα είσαστε στο Κάπα Κάπα!
Έ, τι έγινε! Όταν μαθεύτηκαν αυτά στα Αρχηγεία και στα χωριά. Δεν περιγράφεται.
*Πρέπει να διευκρινίσουμε: Στην ΕΠΟΝ κατατάχτηκαν και γριές εξηντάρες και στο ΕΑΜ και παιδαρέλια. Όλα ισοπεδώθηκαν, φύλο, ηλικία «πλήρης ισότη»!
***
Ο Γιώργης Μωραΐτης,
του Νίκου και της Ρήνας, γεννήθηκε το 1927 στη Βοδονίτσα της Λοκρίδας. Η
καταγωγή του εργατοαγροτική. Σπουδές γυμνασιακές σε Λαμία, Λάρισα,
Αμφίκλεια. Το 1942 οργανώθηκε στην ΕΝΑΡ (Ένωση Νέων Αγωνιστών
Ρούμελης). Το 1943 πέρασε στην ΕΠΟΝ και έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1944
κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και το 1947 στον ΔΣΕ. Το 1950 βρέθηκε πρόσφυγας
στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Το 1954 επέστρεψε παράνομα στην Αθήνα. Το 1955
συνελήφθη και τον επόμενο χρόνο με το Γ´ Ψήφισμα καταδικάστηκε σε 20 συν
12 χρόνια. Το 1957 με τον Ν. 375 καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Ήταν
έγκλειστος στις φυλακές Ιτζεδίν, Κέρκυρας, Αλικαρνασσού, Αίγινας κ.ά.
για 11 χρόνια.Αποφυλακίστηκε το 1966 και δούλεψε στην ΕΔΑ, ως μέλος του Γραφείου Αθήνας. Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, πέρασε στην παρανομία. Δούλεψε στην Κομματική Οργάνωση Αθήνας του ΚΚΕ, ως μέλος του Γραφείου της. Είχε την ευθύνη για την έκδοση του «Ριζοσπάστη», της «Αδούλωτης Αθήνας», του «Οδηγητή» και άλλων εντύπων. Τον Νοέμβρη του 1968 συνελήφθη και τον Μάη του 1969 καταδικάστηκε από το χουντικό στρατοδικείο σε 24ετή κάθειρξη. Έμεινε στις φυλακές Κορυδαλλού, Ιτζεδίν και Χαλκίδας για άλλα 5 χρόνια. Το 1973 αποφυλακίστηκε προσωρινά για λόγους υγείας και έφυγε παράνομα στο εξωτερικό, όπου δούλεψε στο ραδιοσταθμό «Φωνή της Αλήθειας». Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ τοποθετήθηκε στον «Ριζοσπάστη» ως μέλος της διεύθυνσης και της αρχισυνταξίας του. Από το 9ο μέχρι και το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ ήταν μέλος της ΚΕ.
Είναι μέλος των ΕΣΗΕΑ, ΠΣΔΑΕΑ, ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ και ΣΦΕΑ. Επίσης μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Άλλα βιβλία του: Με κομμένη ανάσα, Βοδονίτσα – Κάστρο των Θερμοπυλών, Ρεπορτάζ κάτω απ’ τις ερπύστριες, Εκάς οι βέβηλοι, Κόντρα στη Χούντα, Πίσω απ’ τα Σίδερα, Με τους ανθρώπους του μόχθου, Ατζέντα Ιτζεδίν. Έργα του από τις Εκδόσεις Καστανιώτη: Αναμνήσεις ενός αντάρτη Α´ (1989), Αναμνήσεις ενός αντάρτη Β´ (1999), Ο γερο-Τζιμ [Made in USA], Η βίβλος ενός αγίου (2005).
Διακρίσεις: Μετάλλιο από το Ανώτατο Σοβιέτ στα σαραντάχρονα της Αντιφασιστικής Νίκης το 1985• μετάλλιο της FIR από το Συνέδριο Βιέννης το 2011• μετάλλιο από τη Διεθνή Οργάνωση Δημοσιογράφων, Πράγα 1971• βραβείο από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών για το Αναμνήσεις ενός Αντάρτη το 1991• μετάλλιο από το ίδρυμα Δημητρόφ, Σόφια 2012.
-Το βιογραφικό σημείωμα του Γιώργη Μωραΐτη από τον ιστότοπο των εκδόσεων Καστανιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου