Και στο Χαϊμνταλ και στο Γκέτεμποργκη εργασία είναι πηγή δυσφορίας και φυγοπονίας
Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου* //
Ιδιαίτερη δημοσιότητα απέκτησε τις τελευταίες ημέρες στη χώρα μας η πιλοτική «καθιέρωση» του 6αώρου σε υπαλλήλους του Δήμου στο Γκέτεμποργκ (Götenborg) της Σουηδίας. Ωστόσο η ευφορία της πρώτης στιγμής δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε συνάρτηση μάλιστα με την διψήφια άνοδο της ακροδεξιάς σε όλες στις σκανδιναβικές χώρες και τον αρνητικό ταξικό συσχετισμό θα ήταν οξύμωρο να εισάγονται έτσι απλά «σοσιαλιστικά» μέτρα.
Το 6άωρο στο Χαϊμνταλ (Νορβηγία)
Πρώτα απ’ όλα για να κάνει νόημα η μείωση των ωρών εργασίας, ας πούμε από 8 σε 6ώρες, θα πρέπει να μην συνοδεύεται με την εντατικοποίηση της εργασίας. Όμως όπως αναφέρει ο διευθυντής μιας γαλακτοκομικής επιχείρησης στο νορβηγικό Χαϊμνταλ (Heimdal) (εταιρεία της «συνεταιριστικής» Τine), ο Τ. Μeierijer, όχι πολύ μακριά από το Γκέτεμποργκ, η συμφωνία με το σωματείο όριζε ότι οι εργάτες θα παράγουν σε 6 ώρες ότι παρήγαγαν σε 8. Ο ίδιος αναφέρει πως η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατακόρυφα κατά 50%.[1] Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς το «κέρδος» (απλήρωτη εργασία/υπεραξία) για τον καπιταλιστή μπορεί να προκύψει, είτε από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (τεχνολογίες έντασης κεφαλαίου), είτε από το χρόνο εργασίας (έκταση και ένταση). Αλλιώς πώς θα βγει η ίδια δουλειά με λιγότερους εργάτες; Αντίθετα τοσυνδικαλιστικό κίνημα έθετε το ζήτημα της μείωση του χρόνου εργασίας για να προσλαμβάνονται νέοι εργάτες και να μειώνεται η ανεργία. Όμως αυτό, όπως είναι προφανές, είναι περισσότερο ζήτημα ταξικής πάλης(ας πούμε σύνδεσης του μισθού με την παραγωγικότητα της εργασίας κ.ά.) και λιγότερο διοικητική πράξη που μπορεί να επιβληθεί μάλιστα σε συνθήκες υποχώρησης τους εργατικού κινήματος. Προφανές είναι επίσης ότι το αντίστοιχο πιλοτικό πρόγραμμα στο Γκέτεμποργκπου θα εφαρμόζεται περιορισμένα σε υπαλλήλους του Δήμου θα βασίζεται στην εντατικοποίηση της εργασίας.
Στις αιτίες της δυσφορίας και της φυγοπονίας
Μια σοβαρή παράμετρος αυτού του «πιλοτικού» εγχειρήματος, όπως οι ίδιοι οι εργοδότες λένε, είναι ότι μειώνονται οι μεγάλοι χρόνοι παραμονής των εργατών εκτός εργασίας για λόγους «ασθενείας». Αυτός εξάλλου είναι ένας από τους λόγους που αυτοί διάκεινται θετικά έναντι αυτού του «νεωτερισμού». Από την άλλη αυτό αποτελεί και παραδοχή εκ μέρους τους ότι ο χρόνος και ο χώρος εργασίας, -ο γραμμικός χρόνος του κεφαλαίου, ο χρόνος κεφαλαιακής συσσώρευσης, και ο χώρος παραγωγής (εργοστάσιο, επιχείρηση κ.λπ.)-, βιώνεται από τους εργάτες ως καταναγκασμός. Αυτό σημαίνει ότι τοεργοστάσιο, η επιχείρηση κ.λπ. καταπιέζει τις δημιουργικές ικανότητες των ανθρώπων, απωθεί την πρωτοβουλία και την φαντασία διαχωρίζοντας την εργασία σε διευθυντική και εκτελεστική. Η μονοτονία και η βαρεμάρα κυριαρχούν ενώ οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις του σώματος και των χεριών περιορίζουν κρίσιμα την ανθρώπινη εμπειρία. Το φαινόμενο του «νευρωτικού» εργάτη, όπως ανάγλυφα αποτυπώνεται στους Μοντέρνους Καιρούς του Ch. Chaplin, εδώ έχει τις διακλαδώσεις του.
Εξάλλου εδώ απέβλεπε «ο επιστημονικός τρόπος» οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας (τεϊλορισμός, φορντισμός κ.λπ.) που προκάλεσε (εκτός από τον έλεγχο της μαστορικής εργασίας) όμως δυσφορία και φυγοπονία μεταξύ των εργατών με αποτέλεσμα να υποχωρεί η παραγωγικότητα της εργασίας (λούφα, λευκή απεργία κ.λπ). Αυτό το πρόβλημα κλήθηκε να διαχειριστεί ο «έλεγχος ολικής ποιότητας» με τον εργάτη να παρακολουθεί δήθεν το προϊόν από την αρχή ως το τέλος (τογιοτισμός, μεταφορντισμός κ.λπ.). Η κύρια έγνοια των «πιονέρων» ιαπώνων μάνατζερ (1949) ήταν να ενσωματώσουν εκ νέου στην εργασιακή διαδικασία ικανότητες και δεξιότητες των εργαζομένων που ο τεϊλορισμός είχε απωθήσει δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι αίρεται η αλλοτρίωση ανάμεσα στον εργαζόμενο και το δημιούργημά του. Η εισαγωγή της «ομαδικής εργασίας» (Team work) θα ήρε επίσης την αλλοτρίωση μεταξύ των εργατών δημιουργώντας μια αίσθηση «ψευδοσυλλογικότητας». Ως γνωστόν με τους τεϊλορικούς διαχωρισμούς αποειδικεύεται, -παρόλο που η κοινωνικοποίηση της εργασίας οδηγεί στην πολυειδίκευση του «συλλογικού εργάτη»- ο ατομικός εργαζόμενος, ενώ η επιχείρηση ιδιοποιείται σύνθετες δεξιότητες και την αντίστοιχη τεχνογνωσία που έχουν ενσωματωθεί στις μηχανές και στην εργασιακές πρακτικές. Και όμως αυτόν τον χώρο εργασίας που έχει «εξανθρωπιστεί» θέλουν να αφήσουν οι εργαζόμενοι του Χαϊμνταλ και του Γκέτεμποργκ μια ώρα αρχύτερα, έστω και αν δουλέψουν πιο εντατικά. Ουσιαστικά φυγοπονούν και έχουν τους λόγους τους.Μύθος λοιπόν η επιχείρηση που θέλει να εμφανίζεται με την κουλτούρα της CorporateIdentity και μάλιστα στις σκανδιναβικές χώρες, μύθος και η εκστρατεία «εξανθρωπισμού» της εργασίας (humanization of the work place). Σήμερα μάλιστα που η γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας με την συνεπαγόμενη εργασιακή εξατομίκευση (ατομική σύμβαση εργασίας κ.λπ.) τείνουν να γίνουν ο κανόνας στους χώρους εργασίας, γενικεύεται και η εργασιακή επισφάλεια, η υποκειμενική αβεβαιότητα και ο φόβος για το μέλλον. Το γεγονός αυτό καθιστά κάθε άλλο παρά ελκυστική την εργασία και αυξάνει την υποβόσκουσα δυσφορία και τις τάσεις φυγοπονίας. Επομένως, όπως το θέτει ο K. Marx, είναι πολύ φυσιολογικό ο εργάτης την ώρα της εργασίας του να αισθάνεται έξω από τον εαυτό του ενώ έξω από την εργασία να βρίσκει τον εαυτό του (K. Marx, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα).
Επιπρόσθετα μια σοβαρή παράμετρος του «πιλοτικού» προγράμματος μείωσης των ωρών εργασίας, είναι, όπως λένε οι ίδιοι οι εργοδότες είναι πως μαζί μειώνονται και οι μεγάλοι χρόνοι παραμονής των εργατών εκτός εργασίας λόγω ασθένειας. Αντίθετα σε συνθήκες 8αώρου αυτοί «αρρώσταιναν» πιο συχνά, κυρίως εξαιτίας της δυσφορίας στους τεϊλορικούς διαχωρισμούς της εργασίας που υποτίθεται πώς η μεταφορντική (νεοτεϊλορική) οργάνωση της εργασίας θα άμβλυνε. Ενδεχομένως η μείωση των ωρών εργασίας, -εφόσον θα συνοδεύονταν από την αναβάθμιση της εργασίας, όπως διακήρυττε το κίνημα για τον «εξανθρωπισμό» της εργασίας (οι άνθρωποι να επιβεβαιώνονται στην εργασία τους κ.λπ.) και την εμπέδωση της «ομαδικής εργασίας»- να οδηγούσε στην άμβλυνση αυτών των διαχωρισμών και στην εκ νέου υποκειμενικοποίηση της εργασίας. Αλλά και πάλι εκεί που εφαρμόστηκαν αυτοί οι εργασιακοί «νεωτερισμοί» Toyota, Volvo (Uddevalla) κ.α. ούτε η εντατικοποίηση της εργασίας, ούτε η μείωση του ελέγχου αποφεύχθηκε. Χαλάρωσε μεν ο ιεραρχικός (κάθετος έλεγχος), δηλαδή ο έλεγχος από τα πάνω, αλλά αυτός διαχύθηκε για να περάσει στην ομάδα. Ο έλεγχος ασκείται πλέον από τα κάτω (οριζόντιος έλεγχος) με τον ένα εργάτη να ελέγχει τον άλλο «παίζοντας» την «αυτοδιαχείριση».
Από την κατάργηση της μισθωτής εργασίας στον «εκπολιτισμό» του ελεύθερου χρόνου
Aν όμως ο χρόνος εργασίας βιώνεται «ψυχοπλακωτικά», ως χρόνος αγγαρείας, είναι ο ελεύθερος χρόνος, η λύση; Ο «εκπολιτισμός» του ελεύθερου χρόνου αποτελεί σύμφωνα με κάποιους (Gorze, Νegt, Beck κ.ά.) την μοναδική «έξοδο» από την μαζική ανεργία. Στο συγκεκριμένο συγκείμενο παραγωγός υποκειμενικότητας, εν τέλει κοινωνίας δεν είναι η εργασία αλλά ο ελεύθερος χρόνος. Αντίστοιχα οι κεντρικοί πρωταγωνιστές δεν είναι οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου αλλά οι πολίτες που απαλλαγμένοι από τον μόχθο, λαμβάνοντας μάλιστα σχετική αποζημίωση (μισθός πολίτη κ.λπ.),συμμετέχουν(όπως στην αρχαία Αθήνα)στον ελεύθερο χρόνο τους στα κοινά. Στην σημερινή τους μορφή αυτές οι ιδέες επωάστηκαν στο Μάη του ΄68 όταν η «φαντασία βρέθηκε στην εξουσία»και όταν διαφάνηκε ότι η ταξική πάλη είναι «ένα νούμερο μεγαλύτερη» για τα νέα κοινωνικά κινήματα και τα μεσαία και αστικά στρώματα. Αντί να τεθεί το ζήτημα στη σφαίρα παραγωγής με όρους ταξικής δράσης (βλ. μεγάλες απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων κ.λπ.), και να τεθεί το ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, το ζήτημα τέθηκε στη σφαίρα αναπαραγωγής. Εκεί δηλαδή που εμφανίζονταν αυτά τα στρώματα. Οι «μεταϋλιστικές αξίες» που καθοδηγούσαν τον ακτιβισμό των μεσαίων στρωμάτων έπρεπε να συνδυάζουν την προσωπική πραγμάτωση και αυτονομία με την κοινωνική «προσφορά» (φιλάνθρωπη, εναλλακτική, οικολογική κ.ο.κ.), αξίες που εντοπίζονται εν πολλοίς στον «τρίτο τομέα» (πέρα από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα) (βλ. Τρίτος Δρόμος) (A. Giddens), την «εργασία για ένα χαμόγελο» (U. Beck) κοντολογίς την απασχόληση στις ΜΚΟ, στις εθελοντικές οργανώσεις και στα επιδοτούμενα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας.Πρόκειται ουσιαστικά για μη αμειβόμενη εργασία που προσφέρεται εκτός αγοράς και με ένα επισφαλές εργασιακό καθεστώς που συμπιέζει όμως τους μισθούς.
Είναι προφανές ότι αυτή η προσέγγιση ξεκινώντας από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας (μισθωτή εργασία) αποδέχεται τη μαζική ανεργία ως μια αναπότρεπτη εξέλιξη. Αυτή προκύπτει σύμφωνα με τον A. Gorze από την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών ως αυτές να είναι κοινωνικά ουδέτερες και ως να μην έχουν καμία σχέση με τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας για να τεθεί το ζήτημα αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων.Η προσέγγιση αυτή που είναι βαθιά επηρεασμένη από την παράδοση της γερμανικής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας (Heidegger, Arendt, Adorno, Marcuse κ.ά.) καταγγέλλειτην τεχνολογία και την τεχνική ανάπτυξη ως τις αιτίες μιας ανεπανόρθωτης πραγμοποίησης και ανθρωπολογικής έκπτωσης. Αυτή εγκαταλείπει επίσης τον χώρο της μισθωτής εργασίας που είναι χώρος αλλοτρίωσης και ετερονομίας, ως πεδίο αντιπαράθεσης θεωρώντας πως ζητούμενο είναι η απελευθέρωση από την εργασία και όχι η απελευθέρωση από την μισθωτή εργασία, επομένως και η κατάργησή της. Αυτό σημαίνει για να έρθουμε στην ιστορία μας, ο χώρος και οι συνθήκες εργασίας εγκαταλείπονται ως πεδίο διεκδίκησης, ως μέτωπο αντιπαράθεσης. Σημασία έχει οι άνθρωποι να εργάζονται λιγότερο για να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της εργασίας τους αλλά και την κούραση, τη μονοτονία, τη βαρεμάρα που προκαλεί. Και μόνο ότι θα φεύγουν 2 ώρες νωρίτερα «αξίζει τον κόπο» έστω και αν εκπέσουν σε υποκείμενα κατανάλωσης, όπως τους ορίζουν προσεγγίσεις που βλέπουν τα κοινωνικά υποκείμενα να συγκροτούνται στη σφαίρα κατανάλωσης (οι τρόποι κατανάλωσης ως πρακτικές διάκρισης) (M. Weber, Z. Bauman, P. Bourdieuκ.ά).
Πραγματικά για τους εργαζόμενους που εκτίθενται στις διαλυτικές συνέπειες της αλλοτριωμένης και βιοποριστικής εργασία ο ελεύθερος χρόνος βιώνεται, επειδή ο εργάσιμος είναι καταναγκασμός, πραγματικά ως χρόνος ελευθερίας, χρόνος αναζωογόνησης και αναψυχής. Κατά κάποιο τρόπο ο ελεύθερος χρόνος παίρνει αυτό το περιεχόμενο όχι επειδή ο ίδιος προσφέρει όλες αυτές τις δυνατότητες αλλά ως αποζημίωση, ως φυγή, ως αντίδραση στην καταπόνηση του ατόμου (σωματική και ψυχική) στο χώρο και στο χρόνο της αλλοτριωμένης εργασίας. Ξεκινώντας οι προσεγγίσεις που εστιάζουν στον ελεύθερο χρόνο από την εργασία των μεσαίων στρωμάτων, των οποίων ο εργάσιμος χρόνος επικαλύπτεται από τον ελεύθερο χρόνο, καθώς βιώνεται ως συνέχειά του (επειδή προσφέρεται σε (ημι)αυτόνομα περιβάλλοντα), οδηγούνται σε αυθαίρετες γενικεύσεις. Και μόνο ότι οι άνεργοι βιώνουν τον «ελεύθερο χρόνο» ως άδειο από κάθε κοινωνική σχέση (ακόμη και προσωπική), ακόμη χειρότερα και από οποιαδήποτε εργασία με ότι αυτό συνεπάγεται (απαξίωση, εμπαιγμός, έκπτωση σε αντικείμενα φιλανθρωπίας και πρόνοιας κ.λπ) για την κοινωνική τους αναγνώριση λέει πολλά για την αξιοπιστία αυτής της πρότασης. Εδώ η ανεργία βιώνεται ως βιογραφική ρήξη, ως ασυνέχεια, ως «αποταξικοποίηση» με την έννοια ότι οι άνεργοι αποκόβονται από την κοινότητα των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου. Και όμως ο «ελεύθερος» χρόνος των ανέργων, όπως έχει καταδειχτεί σε μια κλασική κοινωνιογραφική μελέτη από τη δεκαετία του ΄30 Οι άνεργοι του Marienthal (P. Lazarsfeld, M.Jahoda), αποδιοργανώνει τον ατομικό ψυχισμό αλλά και την κοινότητα των προσωπικών και διϋποκειμενικών σχέσεων που δοκιμάζονται. Η διολίσθηση στην απόγνωση και την κατάθλιψη γίνεται μέρος της κοινωνικής βιογραφίας των ανέργων. Οι άνθρωποι χωρίς τις κοινωνικές σημαδούρες της εργασίας ολισθαίνουν μέσα στο λαβύρινθο του καθημερινού χρόνου χάνοντας και τις τελευταίες κοινωνικές και πολιτισμικές δεξιότητες (κοινωνικότητα, πολιτιστικά, ανάγνωση κ.λπ.).
Να λοιπόν που τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για να αφήσουμε τον χρόνο και το χώρο εργασίας στις αλλοτριωτικές δυνάμεις του κεφαλαίου. Η «φυγοπονία» από τη μισθωτή εργασία προκύπτει λοιπόν, όπως το έχει θέσει ο K. Marx, επειδή οι άνθρωποι είναι αλλοτριωμένοι από τον εαυτό τους, από αυτό που παράγουν και από τους άλλους. Το άδειασμα της εργασίας από υποκειμενικά στοιχεία (οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν στην εργασία τον εαυτό τους), η απαξίωσή τους ως παραγωγών, η υποπληρωμή της εργασίας, χώρια η εκμετάλλευση (ιδιοποίηση απλήρωτης εργασίας), έχει τραυματικές επιπτώσεις στην υγεία καιστον ψυχισμό των ανθρώπων. Αυτό όμως που «πονάει ακόμη πιο πολύ» είναι η αίσθηση του ανεκπλήρωτου μιας ζωτικής δραστηριότητας. Το άτομο στέκεται εκεί χωρίς ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνει, βιώνοντας από παντού την αίσθηση της απόρριψης. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ηθική ο εργαζόμενος γίνεται «βάρος» στον εργοδότη αφού έχει υπερβολικές απαιτήσεις ενώ η εργασία του παρόλο που συμβάλλει στον Πλούτο των Εθνών δεν αναγνωρίζεται κοινωνικά «επιβαρύνοντας» τη χώρα. Γι’ αυτούς τους λόγους μπαίνει σήμερα, σύμφωνα πάλι με το κυρίαρχο αφήγημα, η κοινωνία σε μνημόνια. Γι’ αυτό εξάλλου μειώνεται ο βασικός μισθός (όπου υπάρχει) κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι θέλουν να δουλέψουν. Αν ρωτήσει κανείς τους άνεργους θα διαπιστώσει ότι αυτοί είναι διατεθειμένοι και «αύριο το πρωί» να πιάσουν δουλειά. Αυτοί αναζητούν μεν στην εργασία τα αναγκαία μέσα για επιβίωση (βιοπορισμός) αποζητούν όμως και την επανασύνδεση με μια κοινωνική σχέση (συλλογικότητα) που παράγει κοινωνία. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να ερμηνευθεί αυτή η «εμμονή», αν δεν υπήρχε εκείνος ο διαλογικός εαυτός που εκφράζεται στην εργασία και ο οποίος δημιουργεί από τη μια και πραγματοποιείται από την άλλη; Οι συνέπειες αυτής της πραγμοποίησης θα ήταν ίσως ανώδυνες για το άτομο, αν σ’ αυτή την διαδικασία ιδιοποίησης της ζωντανής εργασίας δεν τραυματιζόταν ο ίδιος ως ανθρώπινη ύπαρξη και δεν απαξιωνόταν. Αν η εργασία ακόμη και στη μισθωτή της μορφή, ήταν κάτι το οποίο το άτομο ανάλογα με τις συνθήκες θα μπορούσε να διαχειριστεί, ένα κομμάτι από το οποίο το άτομο ανάλογα με τη συγκυρία θα μπορούσε να αποδεσμευτεί, διαφυλάσσοντας τις ζωντανές και δημιουργικές δραστηριότητές του για τον ελεύθερο χρόνο, πως εξηγείται τότε το γεγονός ότι οι συνέπειες για το άτομο είναι τόσο τραυματικές; Ακριβώς επειδή αυτές προέρχονται από την αίσθηση της έκπτωσης ως ανθρώπινης ύπαρξης αποδιοργανώνεται μαζί με τον κοινωνικό και ο ατομικός ψυχισμός. Αυτή τη διαλεκτική σχέση της μισθωτής εργασίας (ως βιοποριστικής και δημιουργικής) έχει υπόψη του ο S. Freud όταν λέει πως η εργασία εκτιμάται λίγο από τους ανθρώπους σαν δρόμος προς την ευτυχία. Επειδή η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων εργάζεται αναγκαστικά «από αυτή τη φυσική φυγοπονία πηγάζουντα δυσκολότερα κοινωνικά προβλήματα» (S. Freud, Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας).
Συμπερασματικά
Αν λοιπόν ο τεϊλορισμός (φέρνοντας τον εργάτη στο αντικείμενο εργασίας) αντιμετώπιζε την «αργοσχολία» των εργατών (F.W. Taylor), και ο φορντισμός (φέρνοντας το αντικείμενο εργασίας στον εργάτη) εκμηδένιζε κάποιους «ελεύθερους» χρόνους που απέμεναν στην αλυσίδα συναρμολόγησης, τώρα κλείνουν πλήρως και μάλιστα με τη «συμμετοχή» των ίδιων των εργαζομένων οι τελευταίoι πόροι στο χώρο και στο χρόνο εργασίας. Με αυτή την έννοια το 6άωρο, όπως πάει να εφαρμοστεί,συνιστά περισσότερο μια παρωδία του 8αώρου που ως γνωστόν κατοχυρώθηκε μετά από σφοδρούς και αιματηρούς εργατικούς αγώνες.
[1]www.spiegel.de/…/schweden-goeteborg-wi…
* Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Ιδιαίτερη δημοσιότητα απέκτησε τις τελευταίες ημέρες στη χώρα μας η πιλοτική «καθιέρωση» του 6αώρου σε υπαλλήλους του Δήμου στο Γκέτεμποργκ (Götenborg) της Σουηδίας. Ωστόσο η ευφορία της πρώτης στιγμής δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε συνάρτηση μάλιστα με την διψήφια άνοδο της ακροδεξιάς σε όλες στις σκανδιναβικές χώρες και τον αρνητικό ταξικό συσχετισμό θα ήταν οξύμωρο να εισάγονται έτσι απλά «σοσιαλιστικά» μέτρα.
Το 6άωρο στο Χαϊμνταλ (Νορβηγία)
Πρώτα απ’ όλα για να κάνει νόημα η μείωση των ωρών εργασίας, ας πούμε από 8 σε 6ώρες, θα πρέπει να μην συνοδεύεται με την εντατικοποίηση της εργασίας. Όμως όπως αναφέρει ο διευθυντής μιας γαλακτοκομικής επιχείρησης στο νορβηγικό Χαϊμνταλ (Heimdal) (εταιρεία της «συνεταιριστικής» Τine), ο Τ. Μeierijer, όχι πολύ μακριά από το Γκέτεμποργκ, η συμφωνία με το σωματείο όριζε ότι οι εργάτες θα παράγουν σε 6 ώρες ότι παρήγαγαν σε 8. Ο ίδιος αναφέρει πως η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατακόρυφα κατά 50%.[1] Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς το «κέρδος» (απλήρωτη εργασία/υπεραξία) για τον καπιταλιστή μπορεί να προκύψει, είτε από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (τεχνολογίες έντασης κεφαλαίου), είτε από το χρόνο εργασίας (έκταση και ένταση). Αλλιώς πώς θα βγει η ίδια δουλειά με λιγότερους εργάτες; Αντίθετα τοσυνδικαλιστικό κίνημα έθετε το ζήτημα της μείωση του χρόνου εργασίας για να προσλαμβάνονται νέοι εργάτες και να μειώνεται η ανεργία. Όμως αυτό, όπως είναι προφανές, είναι περισσότερο ζήτημα ταξικής πάλης(ας πούμε σύνδεσης του μισθού με την παραγωγικότητα της εργασίας κ.ά.) και λιγότερο διοικητική πράξη που μπορεί να επιβληθεί μάλιστα σε συνθήκες υποχώρησης τους εργατικού κινήματος. Προφανές είναι επίσης ότι το αντίστοιχο πιλοτικό πρόγραμμα στο Γκέτεμποργκπου θα εφαρμόζεται περιορισμένα σε υπαλλήλους του Δήμου θα βασίζεται στην εντατικοποίηση της εργασίας.
Στις αιτίες της δυσφορίας και της φυγοπονίας
Μια σοβαρή παράμετρος αυτού του «πιλοτικού» εγχειρήματος, όπως οι ίδιοι οι εργοδότες λένε, είναι ότι μειώνονται οι μεγάλοι χρόνοι παραμονής των εργατών εκτός εργασίας για λόγους «ασθενείας». Αυτός εξάλλου είναι ένας από τους λόγους που αυτοί διάκεινται θετικά έναντι αυτού του «νεωτερισμού». Από την άλλη αυτό αποτελεί και παραδοχή εκ μέρους τους ότι ο χρόνος και ο χώρος εργασίας, -ο γραμμικός χρόνος του κεφαλαίου, ο χρόνος κεφαλαιακής συσσώρευσης, και ο χώρος παραγωγής (εργοστάσιο, επιχείρηση κ.λπ.)-, βιώνεται από τους εργάτες ως καταναγκασμός. Αυτό σημαίνει ότι τοεργοστάσιο, η επιχείρηση κ.λπ. καταπιέζει τις δημιουργικές ικανότητες των ανθρώπων, απωθεί την πρωτοβουλία και την φαντασία διαχωρίζοντας την εργασία σε διευθυντική και εκτελεστική. Η μονοτονία και η βαρεμάρα κυριαρχούν ενώ οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις του σώματος και των χεριών περιορίζουν κρίσιμα την ανθρώπινη εμπειρία. Το φαινόμενο του «νευρωτικού» εργάτη, όπως ανάγλυφα αποτυπώνεται στους Μοντέρνους Καιρούς του Ch. Chaplin, εδώ έχει τις διακλαδώσεις του.
Εξάλλου εδώ απέβλεπε «ο επιστημονικός τρόπος» οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας (τεϊλορισμός, φορντισμός κ.λπ.) που προκάλεσε (εκτός από τον έλεγχο της μαστορικής εργασίας) όμως δυσφορία και φυγοπονία μεταξύ των εργατών με αποτέλεσμα να υποχωρεί η παραγωγικότητα της εργασίας (λούφα, λευκή απεργία κ.λπ). Αυτό το πρόβλημα κλήθηκε να διαχειριστεί ο «έλεγχος ολικής ποιότητας» με τον εργάτη να παρακολουθεί δήθεν το προϊόν από την αρχή ως το τέλος (τογιοτισμός, μεταφορντισμός κ.λπ.). Η κύρια έγνοια των «πιονέρων» ιαπώνων μάνατζερ (1949) ήταν να ενσωματώσουν εκ νέου στην εργασιακή διαδικασία ικανότητες και δεξιότητες των εργαζομένων που ο τεϊλορισμός είχε απωθήσει δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι αίρεται η αλλοτρίωση ανάμεσα στον εργαζόμενο και το δημιούργημά του. Η εισαγωγή της «ομαδικής εργασίας» (Team work) θα ήρε επίσης την αλλοτρίωση μεταξύ των εργατών δημιουργώντας μια αίσθηση «ψευδοσυλλογικότητας». Ως γνωστόν με τους τεϊλορικούς διαχωρισμούς αποειδικεύεται, -παρόλο που η κοινωνικοποίηση της εργασίας οδηγεί στην πολυειδίκευση του «συλλογικού εργάτη»- ο ατομικός εργαζόμενος, ενώ η επιχείρηση ιδιοποιείται σύνθετες δεξιότητες και την αντίστοιχη τεχνογνωσία που έχουν ενσωματωθεί στις μηχανές και στην εργασιακές πρακτικές. Και όμως αυτόν τον χώρο εργασίας που έχει «εξανθρωπιστεί» θέλουν να αφήσουν οι εργαζόμενοι του Χαϊμνταλ και του Γκέτεμποργκ μια ώρα αρχύτερα, έστω και αν δουλέψουν πιο εντατικά. Ουσιαστικά φυγοπονούν και έχουν τους λόγους τους.Μύθος λοιπόν η επιχείρηση που θέλει να εμφανίζεται με την κουλτούρα της CorporateIdentity και μάλιστα στις σκανδιναβικές χώρες, μύθος και η εκστρατεία «εξανθρωπισμού» της εργασίας (humanization of the work place). Σήμερα μάλιστα που η γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας με την συνεπαγόμενη εργασιακή εξατομίκευση (ατομική σύμβαση εργασίας κ.λπ.) τείνουν να γίνουν ο κανόνας στους χώρους εργασίας, γενικεύεται και η εργασιακή επισφάλεια, η υποκειμενική αβεβαιότητα και ο φόβος για το μέλλον. Το γεγονός αυτό καθιστά κάθε άλλο παρά ελκυστική την εργασία και αυξάνει την υποβόσκουσα δυσφορία και τις τάσεις φυγοπονίας. Επομένως, όπως το θέτει ο K. Marx, είναι πολύ φυσιολογικό ο εργάτης την ώρα της εργασίας του να αισθάνεται έξω από τον εαυτό του ενώ έξω από την εργασία να βρίσκει τον εαυτό του (K. Marx, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα).
Επιπρόσθετα μια σοβαρή παράμετρος του «πιλοτικού» προγράμματος μείωσης των ωρών εργασίας, είναι, όπως λένε οι ίδιοι οι εργοδότες είναι πως μαζί μειώνονται και οι μεγάλοι χρόνοι παραμονής των εργατών εκτός εργασίας λόγω ασθένειας. Αντίθετα σε συνθήκες 8αώρου αυτοί «αρρώσταιναν» πιο συχνά, κυρίως εξαιτίας της δυσφορίας στους τεϊλορικούς διαχωρισμούς της εργασίας που υποτίθεται πώς η μεταφορντική (νεοτεϊλορική) οργάνωση της εργασίας θα άμβλυνε. Ενδεχομένως η μείωση των ωρών εργασίας, -εφόσον θα συνοδεύονταν από την αναβάθμιση της εργασίας, όπως διακήρυττε το κίνημα για τον «εξανθρωπισμό» της εργασίας (οι άνθρωποι να επιβεβαιώνονται στην εργασία τους κ.λπ.) και την εμπέδωση της «ομαδικής εργασίας»- να οδηγούσε στην άμβλυνση αυτών των διαχωρισμών και στην εκ νέου υποκειμενικοποίηση της εργασίας. Αλλά και πάλι εκεί που εφαρμόστηκαν αυτοί οι εργασιακοί «νεωτερισμοί» Toyota, Volvo (Uddevalla) κ.α. ούτε η εντατικοποίηση της εργασίας, ούτε η μείωση του ελέγχου αποφεύχθηκε. Χαλάρωσε μεν ο ιεραρχικός (κάθετος έλεγχος), δηλαδή ο έλεγχος από τα πάνω, αλλά αυτός διαχύθηκε για να περάσει στην ομάδα. Ο έλεγχος ασκείται πλέον από τα κάτω (οριζόντιος έλεγχος) με τον ένα εργάτη να ελέγχει τον άλλο «παίζοντας» την «αυτοδιαχείριση».
Από την κατάργηση της μισθωτής εργασίας στον «εκπολιτισμό» του ελεύθερου χρόνου
Aν όμως ο χρόνος εργασίας βιώνεται «ψυχοπλακωτικά», ως χρόνος αγγαρείας, είναι ο ελεύθερος χρόνος, η λύση; Ο «εκπολιτισμός» του ελεύθερου χρόνου αποτελεί σύμφωνα με κάποιους (Gorze, Νegt, Beck κ.ά.) την μοναδική «έξοδο» από την μαζική ανεργία. Στο συγκεκριμένο συγκείμενο παραγωγός υποκειμενικότητας, εν τέλει κοινωνίας δεν είναι η εργασία αλλά ο ελεύθερος χρόνος. Αντίστοιχα οι κεντρικοί πρωταγωνιστές δεν είναι οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου αλλά οι πολίτες που απαλλαγμένοι από τον μόχθο, λαμβάνοντας μάλιστα σχετική αποζημίωση (μισθός πολίτη κ.λπ.),συμμετέχουν(όπως στην αρχαία Αθήνα)στον ελεύθερο χρόνο τους στα κοινά. Στην σημερινή τους μορφή αυτές οι ιδέες επωάστηκαν στο Μάη του ΄68 όταν η «φαντασία βρέθηκε στην εξουσία»και όταν διαφάνηκε ότι η ταξική πάλη είναι «ένα νούμερο μεγαλύτερη» για τα νέα κοινωνικά κινήματα και τα μεσαία και αστικά στρώματα. Αντί να τεθεί το ζήτημα στη σφαίρα παραγωγής με όρους ταξικής δράσης (βλ. μεγάλες απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων κ.λπ.), και να τεθεί το ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, το ζήτημα τέθηκε στη σφαίρα αναπαραγωγής. Εκεί δηλαδή που εμφανίζονταν αυτά τα στρώματα. Οι «μεταϋλιστικές αξίες» που καθοδηγούσαν τον ακτιβισμό των μεσαίων στρωμάτων έπρεπε να συνδυάζουν την προσωπική πραγμάτωση και αυτονομία με την κοινωνική «προσφορά» (φιλάνθρωπη, εναλλακτική, οικολογική κ.ο.κ.), αξίες που εντοπίζονται εν πολλοίς στον «τρίτο τομέα» (πέρα από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα) (βλ. Τρίτος Δρόμος) (A. Giddens), την «εργασία για ένα χαμόγελο» (U. Beck) κοντολογίς την απασχόληση στις ΜΚΟ, στις εθελοντικές οργανώσεις και στα επιδοτούμενα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας.Πρόκειται ουσιαστικά για μη αμειβόμενη εργασία που προσφέρεται εκτός αγοράς και με ένα επισφαλές εργασιακό καθεστώς που συμπιέζει όμως τους μισθούς.
Είναι προφανές ότι αυτή η προσέγγιση ξεκινώντας από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας (μισθωτή εργασία) αποδέχεται τη μαζική ανεργία ως μια αναπότρεπτη εξέλιξη. Αυτή προκύπτει σύμφωνα με τον A. Gorze από την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών ως αυτές να είναι κοινωνικά ουδέτερες και ως να μην έχουν καμία σχέση με τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας για να τεθεί το ζήτημα αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων.Η προσέγγιση αυτή που είναι βαθιά επηρεασμένη από την παράδοση της γερμανικής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας (Heidegger, Arendt, Adorno, Marcuse κ.ά.) καταγγέλλειτην τεχνολογία και την τεχνική ανάπτυξη ως τις αιτίες μιας ανεπανόρθωτης πραγμοποίησης και ανθρωπολογικής έκπτωσης. Αυτή εγκαταλείπει επίσης τον χώρο της μισθωτής εργασίας που είναι χώρος αλλοτρίωσης και ετερονομίας, ως πεδίο αντιπαράθεσης θεωρώντας πως ζητούμενο είναι η απελευθέρωση από την εργασία και όχι η απελευθέρωση από την μισθωτή εργασία, επομένως και η κατάργησή της. Αυτό σημαίνει για να έρθουμε στην ιστορία μας, ο χώρος και οι συνθήκες εργασίας εγκαταλείπονται ως πεδίο διεκδίκησης, ως μέτωπο αντιπαράθεσης. Σημασία έχει οι άνθρωποι να εργάζονται λιγότερο για να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της εργασίας τους αλλά και την κούραση, τη μονοτονία, τη βαρεμάρα που προκαλεί. Και μόνο ότι θα φεύγουν 2 ώρες νωρίτερα «αξίζει τον κόπο» έστω και αν εκπέσουν σε υποκείμενα κατανάλωσης, όπως τους ορίζουν προσεγγίσεις που βλέπουν τα κοινωνικά υποκείμενα να συγκροτούνται στη σφαίρα κατανάλωσης (οι τρόποι κατανάλωσης ως πρακτικές διάκρισης) (M. Weber, Z. Bauman, P. Bourdieuκ.ά).
Πραγματικά για τους εργαζόμενους που εκτίθενται στις διαλυτικές συνέπειες της αλλοτριωμένης και βιοποριστικής εργασία ο ελεύθερος χρόνος βιώνεται, επειδή ο εργάσιμος είναι καταναγκασμός, πραγματικά ως χρόνος ελευθερίας, χρόνος αναζωογόνησης και αναψυχής. Κατά κάποιο τρόπο ο ελεύθερος χρόνος παίρνει αυτό το περιεχόμενο όχι επειδή ο ίδιος προσφέρει όλες αυτές τις δυνατότητες αλλά ως αποζημίωση, ως φυγή, ως αντίδραση στην καταπόνηση του ατόμου (σωματική και ψυχική) στο χώρο και στο χρόνο της αλλοτριωμένης εργασίας. Ξεκινώντας οι προσεγγίσεις που εστιάζουν στον ελεύθερο χρόνο από την εργασία των μεσαίων στρωμάτων, των οποίων ο εργάσιμος χρόνος επικαλύπτεται από τον ελεύθερο χρόνο, καθώς βιώνεται ως συνέχειά του (επειδή προσφέρεται σε (ημι)αυτόνομα περιβάλλοντα), οδηγούνται σε αυθαίρετες γενικεύσεις. Και μόνο ότι οι άνεργοι βιώνουν τον «ελεύθερο χρόνο» ως άδειο από κάθε κοινωνική σχέση (ακόμη και προσωπική), ακόμη χειρότερα και από οποιαδήποτε εργασία με ότι αυτό συνεπάγεται (απαξίωση, εμπαιγμός, έκπτωση σε αντικείμενα φιλανθρωπίας και πρόνοιας κ.λπ) για την κοινωνική τους αναγνώριση λέει πολλά για την αξιοπιστία αυτής της πρότασης. Εδώ η ανεργία βιώνεται ως βιογραφική ρήξη, ως ασυνέχεια, ως «αποταξικοποίηση» με την έννοια ότι οι άνεργοι αποκόβονται από την κοινότητα των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου. Και όμως ο «ελεύθερος» χρόνος των ανέργων, όπως έχει καταδειχτεί σε μια κλασική κοινωνιογραφική μελέτη από τη δεκαετία του ΄30 Οι άνεργοι του Marienthal (P. Lazarsfeld, M.Jahoda), αποδιοργανώνει τον ατομικό ψυχισμό αλλά και την κοινότητα των προσωπικών και διϋποκειμενικών σχέσεων που δοκιμάζονται. Η διολίσθηση στην απόγνωση και την κατάθλιψη γίνεται μέρος της κοινωνικής βιογραφίας των ανέργων. Οι άνθρωποι χωρίς τις κοινωνικές σημαδούρες της εργασίας ολισθαίνουν μέσα στο λαβύρινθο του καθημερινού χρόνου χάνοντας και τις τελευταίες κοινωνικές και πολιτισμικές δεξιότητες (κοινωνικότητα, πολιτιστικά, ανάγνωση κ.λπ.).
Να λοιπόν που τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για να αφήσουμε τον χρόνο και το χώρο εργασίας στις αλλοτριωτικές δυνάμεις του κεφαλαίου. Η «φυγοπονία» από τη μισθωτή εργασία προκύπτει λοιπόν, όπως το έχει θέσει ο K. Marx, επειδή οι άνθρωποι είναι αλλοτριωμένοι από τον εαυτό τους, από αυτό που παράγουν και από τους άλλους. Το άδειασμα της εργασίας από υποκειμενικά στοιχεία (οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν στην εργασία τον εαυτό τους), η απαξίωσή τους ως παραγωγών, η υποπληρωμή της εργασίας, χώρια η εκμετάλλευση (ιδιοποίηση απλήρωτης εργασίας), έχει τραυματικές επιπτώσεις στην υγεία καιστον ψυχισμό των ανθρώπων. Αυτό όμως που «πονάει ακόμη πιο πολύ» είναι η αίσθηση του ανεκπλήρωτου μιας ζωτικής δραστηριότητας. Το άτομο στέκεται εκεί χωρίς ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνει, βιώνοντας από παντού την αίσθηση της απόρριψης. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ηθική ο εργαζόμενος γίνεται «βάρος» στον εργοδότη αφού έχει υπερβολικές απαιτήσεις ενώ η εργασία του παρόλο που συμβάλλει στον Πλούτο των Εθνών δεν αναγνωρίζεται κοινωνικά «επιβαρύνοντας» τη χώρα. Γι’ αυτούς τους λόγους μπαίνει σήμερα, σύμφωνα πάλι με το κυρίαρχο αφήγημα, η κοινωνία σε μνημόνια. Γι’ αυτό εξάλλου μειώνεται ο βασικός μισθός (όπου υπάρχει) κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι θέλουν να δουλέψουν. Αν ρωτήσει κανείς τους άνεργους θα διαπιστώσει ότι αυτοί είναι διατεθειμένοι και «αύριο το πρωί» να πιάσουν δουλειά. Αυτοί αναζητούν μεν στην εργασία τα αναγκαία μέσα για επιβίωση (βιοπορισμός) αποζητούν όμως και την επανασύνδεση με μια κοινωνική σχέση (συλλογικότητα) που παράγει κοινωνία. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να ερμηνευθεί αυτή η «εμμονή», αν δεν υπήρχε εκείνος ο διαλογικός εαυτός που εκφράζεται στην εργασία και ο οποίος δημιουργεί από τη μια και πραγματοποιείται από την άλλη; Οι συνέπειες αυτής της πραγμοποίησης θα ήταν ίσως ανώδυνες για το άτομο, αν σ’ αυτή την διαδικασία ιδιοποίησης της ζωντανής εργασίας δεν τραυματιζόταν ο ίδιος ως ανθρώπινη ύπαρξη και δεν απαξιωνόταν. Αν η εργασία ακόμη και στη μισθωτή της μορφή, ήταν κάτι το οποίο το άτομο ανάλογα με τις συνθήκες θα μπορούσε να διαχειριστεί, ένα κομμάτι από το οποίο το άτομο ανάλογα με τη συγκυρία θα μπορούσε να αποδεσμευτεί, διαφυλάσσοντας τις ζωντανές και δημιουργικές δραστηριότητές του για τον ελεύθερο χρόνο, πως εξηγείται τότε το γεγονός ότι οι συνέπειες για το άτομο είναι τόσο τραυματικές; Ακριβώς επειδή αυτές προέρχονται από την αίσθηση της έκπτωσης ως ανθρώπινης ύπαρξης αποδιοργανώνεται μαζί με τον κοινωνικό και ο ατομικός ψυχισμός. Αυτή τη διαλεκτική σχέση της μισθωτής εργασίας (ως βιοποριστικής και δημιουργικής) έχει υπόψη του ο S. Freud όταν λέει πως η εργασία εκτιμάται λίγο από τους ανθρώπους σαν δρόμος προς την ευτυχία. Επειδή η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων εργάζεται αναγκαστικά «από αυτή τη φυσική φυγοπονία πηγάζουντα δυσκολότερα κοινωνικά προβλήματα» (S. Freud, Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας).
Συμπερασματικά
Αν λοιπόν ο τεϊλορισμός (φέρνοντας τον εργάτη στο αντικείμενο εργασίας) αντιμετώπιζε την «αργοσχολία» των εργατών (F.W. Taylor), και ο φορντισμός (φέρνοντας το αντικείμενο εργασίας στον εργάτη) εκμηδένιζε κάποιους «ελεύθερους» χρόνους που απέμεναν στην αλυσίδα συναρμολόγησης, τώρα κλείνουν πλήρως και μάλιστα με τη «συμμετοχή» των ίδιων των εργαζομένων οι τελευταίoι πόροι στο χώρο και στο χρόνο εργασίας. Με αυτή την έννοια το 6άωρο, όπως πάει να εφαρμοστεί,συνιστά περισσότερο μια παρωδία του 8αώρου που ως γνωστόν κατοχυρώθηκε μετά από σφοδρούς και αιματηρούς εργατικούς αγώνες.
[1]www.spiegel.de/…/schweden-goeteborg-wi…
* Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου