Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Ένα σενάριο για την κοινωνία του μέλλοντος λέει πως οι καθημερινές μας δοσοληψίες θα είναι πολύ διαφορετικές, καθώς θα υπάρχει μόνο πλαστικό χρήμα (αν υπάρχει δηλ χρήμα), κάτι που θα διευκολύνει πολύ τις συναλλαγές μας, αλλά και τη διαδικασία παραγγελίας-παράδοσης ενός προϊόντος, με αυτοματοποιημένες μεθόδους. Παράλληλα αναμένεται να απλοποιηθούν οι σχέσεις καθενός από εμάς με το κράτος, η χαρτούρα και το γραφειοκρατικό εθιμοτυπικό, καθώς ένας και μοναδικός αριθμός (πχ το ΑΜΚΑ) αναμένεται να αντικαταστήσει όλα αυτά τα έγγραφα (ταυτότητα, ΑΦΜ, Μητρώο Εργασίας, κτλ) που αντιστοιχούν σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Είμαι το νούμερο 8, με ξέρουν όλοι με αυτό και εγώ κρατά μυστικό ποιο είναι το όνομά μου.
Στον αντίποδα, υπάρχει η (όχι ιδιαίτερα μακρινή) οργουελική δυστοπία του Μεγάλου Αδελφού, όπου η πρόσβαση στις κατάλληλες βάσεις δεδομένων, θα γνωστοποιεί μια σειρά πληροφοριών και ευαίσθητων δεδομένων για την ιδιωτική μας ζωή, από τις καταναλωτικές μας συνήθειες μέχρι τις ερωτικές μας προτιμήσεις. Κάποιες πτυχές αυτής της δυστοπίας εφαρμόζονται ήδη, πχ στις διαδικτυακές μας δραστηριότητες και τις διαφημίσεις, που προτείνονται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανάλογα με τις σελίδες που επισκέπτεται ο κάθε χρήστης.
Στα πλαίσια αυτά έρχεται να συμπεριληφθεί η περιβόητη κάρτα φιλάθλου και η αγορά εισιτηρίων μέσω ΑΜΚΑ και ταυτότητας, που ξεσηκώνει αντιδράσεις από τους οπαδούς όλων των ομάδων και ενδέχεται να τους οδηγήσει στη συγκρότηση ενός ιστορικού «ενιαίου μετώπου», και τη συνεννόηση για την ανάληψη κοινών δράσεων ενάντια στο μέτρο που προωθεί η κυβέρνηση. Εξάλλου, μια πρωτοβουλία των φιλάθλων, πχ να καθίσουν στην ίδια κερκίδα σε ένα μεγάλο ντέρμπι, θα ήταν ένα πολύ πιο σημαντικό βήμα ενάντια στη βία, από οποιαδήποτε κυβερνητική κίνηση. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις φαίνεται να χρησιμοποιούν το φαινόμενο ως πρόσχημα και τα γήπεδα ως Δούρειο Ίππο για την εισαγωγή και τη σταδιακή αποδοχή αντιδραστικών, κατασταλτικών ρυθμίσεων και μεθόδων, όπως πχ οι κάμερες παρακολούθησης. Ενώ την ίδια στιγμή, μένουν στο απυρόβλητο οι κοινωνικές αιτίες που γεννάνε το φαινόμενο και οι μεγαλοπαράγοντες, που το εκτρέφουν και το αναπαράγουν.
Η προσθήκη της «αριστερής κυβέρνησης» σε αυτή την αλυσίδα, δείχνει πως τα φιλολαϊκά της προσωπεία πέφτουν παντού και δεν παραμένουν ούτε καν σε δευτερεύοντα μέτωπα. Πχ στον αθλητισμό, όπου ως τώρα κάθε στοιχειωδώς αριστερή προσέγγιση (όσο προβληματική και αόριστη κι αν είναι η χρήση του όρου) είχε τουλάχιστον κάποιες σταθερές αναφορές: την πρόληψη αντί της πάταξης, την ανάλυση των κοινωνικών αιτιών, κτλ.
Το θέμα προφανώς δεν είναι να πάρει κανείς απλώς το μέρος των οργανωμένων οπαδών και των συνδέσμων τους, ενάντια στην εκάστοτε αθλητική ηγεσία του τόπου –αν και είναι υγιές αντανακλαστικό οπωσδήποτε η κόκκινη κάρτα που βγάζουν οι φίλαθλοι σε αυτό το μέτρο, αρνούμενοι να υποτάξουν το δάσος στο δέντρο και στην καψούρα τους για μια ομάδα- ούτε να αρνηθούμε την προοπτική που διαγράφεται στην πρώτη παράγραφο του κειμένου.
Το ζήτημα είναι ποιος θα θα αξιοποιεί αυτά τα στοιχεία και αν οι πολίτες μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στο κράτος τους, τη σημερινή εξουσία, τους διαχειριστές της και τους σκοπούς που (εξ)υπηρετεί η πολιτική της. ‘Η με άλλα λόγια ποιος θα μας φυλάει από τους φύλακες. Και με αυτήν την έννοια, το θέμα της κάρτας του φιλάθλου, όπως και κάθε άλλο κρούσμα εφαρμογής του Μεγάλου Αδελφού, συνδέεται με την ανάγκη για ευρύτερες, ριζικές αλλαγές στην κοινωνία και σε επίπεδο εξουσίας.