-
της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
Η
δυνατότητα του αστικού πολιτικού συστήματος να ενσωματώνει και να
χειραγωγεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις
αυταπάτες, στις απατηλές προσδοκίες πλατιών λαϊκών στρωμάτων από την
αλλαγή κι εναλλαγή των πολιτικών δυνάμεων στη διακυβέρνηση του αστικού
κράτους. Γι’ αυτό και η κατανόηση του ρόλου που αντικειμενικά παίζει η
κυβέρνηση στο πλαίσιο του αστικού κράτους έχει ιδιαίτερη σημασία.
Οι
καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής γεννήθηκαν, στις συνθήκες της
φεουδαρχίας, από τη μανιφακτούρα (το χειροτεχνικό εργοστάσιο) και την
εξάπλωση του εμπορίου. Αναπτύχθηκαν και κυριάρχησαν στο δυτικό τμήμα της
ευρωπαϊκής ηπείρου πρώτα και αργότερα στο ανατολικό και νοτιοανατολικό
τμήμα. Όσο ενισχυόταν η αστική τάξη τόσο εξασθένιζε η τάξη των
γαιοκτημόνων, της φεουδαλικής αριστοκρατίας. Έτσι συγκροτήθηκε το αστικό
κράτος, διαμορφώνοντας και την ενιαία εθνική αγορά.
Το
αστικό κράτος αποτελεί όργανο της κυριαρχίας της αστικής τάξης,
ανεξάρτητα από τις μορφές διακυβέρνησης με τις οποίες εμφανίζεται. Σε
όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, παρά τις διαφορές που υπάρχουν στη μορφή
διακυβέρνησης ή σε κάποια όργανα και θεσμούς του αστικού κράτους,
εμφανίζονται τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά και οι ίδιες τάσεις εξέλιξής
του: Ενιαιοποιούνται, σύμφωνα με τον αστικό ταξικό χαρακτήρα του, όλες
τις λειτουργίες του, οικονομικές, κατασταλτικές, ιδεολογικές,
στρατιωτικές, διαδικασία που επιταχύνεται με τη δραστηριότητα
διακρατικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών και τη δημιουργία νέων στο
πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η δράση αυτών των
οργανισμών επεκτείνεται πέρα από τα κράτη-μέλη, στο σύνολο των
καπιταλιστικών κρατών, που τυπικά δεν είναι ενταγμένα σ’ αυτές τις
ενώσεις. Η ουσία της ενιαιοποίησης βρίσκεται στη στρατηγική και τα
συμφέροντα της αστικής τάξης σε συνθήκες όλο και πιο εντεινόμενης
καπιταλιστικής διεθνοποίησης και έντασης των ενδοκαπιταλιστικών
αντιθέσεων.
Ο Λένιν στο έργο του «Κράτος και Επανάσταση» συμπυκνώνει τη διδασκαλία των Μαρξ - Ένγκελς σχετικά με το ζήτημα του κράτους.1
Αναπτύσσει παραπέρα τις θέσεις τους με βάση τις οικονομικές και
γενικότερες εξελίξεις στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού.
Αναφέρει
χαρακτηριστικά ένα απόσπασμα για το κράτος από το πιο διαδεδομένο έργο
του Φρ. Ένγκελς «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας
και του κράτους»: «Το κράτος δεν είναι καθόλου μια δύναμη που
επιβλήθηκε στην κοινωνία από τα έξω. Το κράτος δεν είναι επίσης “η
πραγματοποίηση της ηθικής ιδέας”, “η εικόνα και η πραγματοποίηση του
ορθού λόγου”, όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της
κοινωνίας σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής της. Το κράτος είναι η
ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μιαν αξεδιάλυτη αντίφαση με
τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε “ασυμφιλίωτες” αντιθέσεις,
από τις οποίες δεν έχει τη δύναμη να απαλλαγεί. Και για να μη φθείρουν
αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με αντιμαχόμενα συμφέροντα, τον εαυτό
τους και την κοινωνία σ’ έναν άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη
που φαινομενικά στέκεται πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τη
σύγκρουση, για να την κρατά στα όρια της “τάξεως”. Και η δύναμη αυτή,
που βγήκε από την κοινωνία, μα που τοποθετήθηκε πάνω από αυτή, που όλο
και περισσότερο αποξενώνεται από αυτή, είναι το κράτος»2.
Ο Λένιν επίσης αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, «το κράτος δε θα μπορούσε ούτε να εμφανιστεί, ούτε να κρατηθεί, αν ήταν δυνατή μια συμφιλίωση των τάξεων […]
το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης
από μια άλλη, είναι η δημιουργία του “κατεστημένου” εκείνου που
νομιμοποιεί και στερεώνει αυτήν την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση
των τάξεων»3.
Η
φράση «μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων» ερμηνεύτηκε από τους
οπορτουνιστές ως δυνατότητα και πιθανότητα ταξικής συμφιλίωσης, ενώ οι
θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού και ο ίδιος ο Λένιν ξεκαθάριζαν
ότι ο μετριασμός αφορά τα μέσα και τους τρόπους πάλης που το κράτος
χρησιμοποιεί «για να αφαιρέσει από τους καταπιεζόμενους τη δυνατότητα να
ανατρέψουν τους καταπιεστές», πράγμα το οποίο βεβαίως δεν απέτρεψε κατά
τον 20ό αιώνα και δε θα το αποτρέψει κατά τον 21ο.4
«Ο
Ένγκελς αναπτύσσει την έννοια της “δύναμης” που ονομάζεται κράτος, της
δύναμης που προήλθε από την κοινωνία, μα που τοποθετείται πάνω από αυτή
και που όλο περισσότερο αποξενώνεται από αυτή. Σε τι συνίσταται κυρίως η
δύναμη αυτή; Στους ιδιαίτερους σχηματισμούς των ένοπλων ανθρώπων, που
έχουν στη διάθεσή τους τις φυλακές κλπ. […] Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, αλλά μήπως μπορεί να γίνει διαφορετικά;»5.
Ο
Λένιν, συμβάλλοντας στη μελέτη του κρίσιμου αυτού ζητήματος, ανέδειξε
το ρόλο που άσκησε στην ενίσχυση και συνεχή αντιδραστικοποίηση του
αστικού κράτους, το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του
στάδιο, η εξέλιξη δηλαδή από τον ελεύθερο ανταγωνισμό στο μονοπωλιακό
καπιταλισμό. Η εμφάνιση και η κυριαρχία των μονοπωλίων ήρθε ως
αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, μέσω της
όξυνσης του ανταγωνισμού. Ο Λένιν φώτισε συγκεκριμένα αυτήν την εξέλιξη
στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με την απόλυτη κυριαρχία των
τραστ, με την παντοδυναμία των τραπεζών και τη μεγαλεπήβολη αποικιακή
πολιτική, τον «ανταγωνισμό για κατακτήσεις», δηλαδή, ανάμεσα στις
μεγάλες ισχυρές Δυνάμεις, όπως χαρακτηριστικά έγραψε. Υπογραμμίζει ότι
οι «στρατιωτικοί και ναυτικοί εξοπλισμοί από τότε που αυξήθηκαν σε
απίστευτο βαθμό και ο ληστρικός πόλεμος του 1914-1917 για το ποιος θα
κυριαρχήσει στον κόσμο, η Αγγλία ή η Γερμανία, για το μοίρασμα της
λείας, έφεραν κοντά την ολοκληρωτική καταστροφή με την “καταβρόχθιση”
όλων των δυνάμεων της κοινωνίας από τη ληστρική κρατική εξουσία»6.
Ο
Μαρξ, γενικεύοντας την πείρα της Παρισινής Κομμούνας η οποία απαιτούσε
αναπροσαρμογές στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο στο ζήτημα του κράτους,
έγραψε ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει «την έτοιμη
κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψή της. Σ’ αυτήν
τη βάση ασκούσε και κριτική στην Κομμούνα, που δεν είχε ξεκάθαρη
αντίληψη για τη στάση απέναντι στο αστικό κράτος. Αντίθετα, αναφερόμενος
στη δικτατορία του προλεταριάτου, ξεκαθάρισε ότι αυτή θα απονεκρωθεί
στην πορεία προς τον κομμουνισμό.
Δηλαδή
χρησιμοποίησε δύο διαφορετικούς όρους προκειμένου να προσδιορίσει την
κατάργηση δύο θεμελιακά διαφορετικών κρατών, που αντιστοιχούν στην
καπιταλιστική οικονομία και στη φάση που διαρκεί η σοσιαλιστική
οικοδόμηση ως φάση μετάβασης στον κομμουνισμό. Τις θέσεις του Καρλ Μαρξ
υποστήριξε με σταθερότητα και συνέπεια ο Λένιν, γενικεύοντας βεβαίως και
όλη τη νέα πείρα που προστέθηκε.
Ο Λένιν υποστήριξε ότι «η
ουσία του ζητήματος είναι αν διατηρείται η παλιά κρατική μηχανή (που
χιλιάδες νήματα την συνδέουν με την αστική τάξη και που είναι πέρα για
πέρα διαποτισμένη από τη ρουτίνα και το συντηρητισμό) ή αν καταστρέφεται
και αντικαθίσταται με μια καινούργια»7.
Πολέμησε με δριμύτητα τις οπορτουνιστικές αντιλήψεις περί μετεξέλιξης,
δηλαδή μεταρρύθμισης του αστικού κράτους σε σοσιαλιστικό χωρίς
επαναστατική ανατροπή, όπως και την αναρχική αντίληψη περί άμεσης
κατάργησης γενικά του κράτους και όχι συγκεκριμένα του αστικού κράτους.
Οι απόψεις αυτές αρνούνταν επί της ουσίας την ίδια τη σοσιαλιστική
επανάσταση.
Αταλάντευτα
και ξεκάθαρα καθόρισε το χαρακτήρα του εργατικού κράτους, δηλαδή της
δικτατορίας του προλεταριάτου, με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο
σοσιαλισμό: «Τώρα το ζήτημα μπαίνει διαφορετικά: Το πέρασμα από την
καπιταλιστική κοινωνία, που εξελίσσεται προς τον κομμουνισμό, προς την
κομμουνιστική κοινωνία είναι ακατόρθωτο χωρίς μια “πολιτική μεταβατική
περίοδο” και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι τίποτε
άλλο, παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. […] Στην καπιταλιστική κοινωνία […] ο δημοκρατισμός [...]
συμπιέζεται πάντοτε από τα στενά πλαίσια της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης και έτσι μένει πάντα στην ουσία δημοκρατισμός για τη
μειοψηφία, μόνο για τις εύπορες τάξεις, για τους πλούσιους»8.
Σύμφωνα
με τις παραπάνω βασικές θεωρητικές θέσεις του μαρξισμού-λενινισμού, δεν
μπορεί να μιλά κανείς για το αστικό κράτος αποσπώντας το από την ίδια
του την ουσία, από το ότι πρόκειται για το κράτος της κυρίαρχης αστικής
τάξης και το σύνολο των λειτουργιών του είναι υποταγμένο στη δική της
εξουσία. Πρόκειται για το κράτος εκείνο που ανταποκρίνεται στον τρόπο με
τον οποίο είναι οργανωμένη η παραγωγή και τον υπηρετεί.
Αποτελεί
απαράδεκτη και αντιεπιστημονική απόσπαση της οικονομίας από την
πολιτική, σε συνθήκες καπιταλισμού, η παραδοχή ότι τα όργανα, οι θεσμοί
και οι λειτουργίες του αστικού κράτους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για
την ανατροπή του ταξικού του χαρακτήρα.
Ανεξάρτητα
από τις μορφές που μπορεί να πάρει η αστική διακυβέρνηση, ο χαρακτήρας
του αστικού κράτους δεν αλλάζει. Η μορφή της αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας είναι η πιο αποτελεσματική για τις ανάγκες του αστικού
κράτους, όμως ανάλογα με τις εξελίξεις και τα αστικά συμφέροντα, κατά
περίπτωση, επιλέγεται και η προσωρινή άρση της λειτουργίας της αστικής
δημοκρατίας με συνταγματικά ή στρατιωτικά πραξικοπήματα, ακόμα και με
απαγορεύσεις της δράσης αστικών κομμάτων.
Η
εναλλαγή πολιτικών δυνάμεων στη διακυβέρνηση, με οποιαδήποτε παραλλαγή
εμφανίζονται, δεν αλλοιώνει στο παραμικρό τον ταξικό χαρακτήρα του
κράτους ως οργάνου της δικτατορίας των μονοπωλίων, δεν επηρεάζει ούτε
κατ’ ελάχιστον την κυριαρχία της αστικής τάξης. Η ιστορική πείρα δείχνει
ότι αναδιοργάνωση διάφορων λειτουργιών και πλευρών του κράτους γινόταν ή
επιχειρούνταν να γίνει στην πορεία διαμόρφωσης και εξέλιξής του, αλλά
το αστικό κράτος παρέμενε ταξικό, καταπιεστικό, κατασταλτικό, όργανο
χειραγώγησης και αναστολής της ανόδου του εργατικού κινήματος, όργανο
έκφρασης των γενικών, συνολικών συμφερόντων της αστικής τάξης. Τέτοιες
εξελίξεις έχουμε γνωρίσει, για παράδειγμα, στη διάρκεια του 20ού αιώνα,
με τις κρατικοποιήσεις ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά
και στον 21ο με τις αποκρατικοποιήσεις, τις αλλαγές στις κρατικές
ρυθμίσεις, αλλά και σε όργανα και θεσμούς του κράτους όπως είναι η
αστική Δικαιοσύνη, η τοπική διοίκηση, αλλαγές στη δομή των ενόπλων
δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας κλπ.
Το
συγκεκριμένο «έργο» του αστικού κράτους και της κυβέρνησης που
συγκροτείται με βάση τη δεδηλωμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που
προκύπτει μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος, του αστικού
κοινοβουλίου, αποτελεί σύνθετη υπόθεση, καθώς οι ενδοαστικές αντιθέσεις
είναι υπαρκτές και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των καπιταλιστικών
επιχειρήσεων κατά κλάδο ή ανάμεσα σε κλάδους οξύνονται (π.χ., διεκδίκηση
κρατικών επιχορηγήσεων, ανάληψη δημόσιων έργων, αλλά και φοροαπαλλαγών ή
απαλλαγών από ασφαλιστικές εισφορές κλπ.).
Πρόσφατα,
στην Ελλάδα, ζήσαμε την πίεση που άσκησαν και ασκούν οι ενεργοβόρες
καπιταλιστικές επιχειρήσεις στη δικομματική κυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για
τη δραστική μείωση των τιμολογίων της ΔΕΗ ώστε να αντιμετωπίσουν τις
συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα. Ανάλογη είναι η στάση
των μεγάλων τουριστικών επιχειρήσεων στην αύξηση του ΦΠΑ που ζητά η
τρόικα.
Στους
διαγωνισμούς που διενεργούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις καθώς και η
σημερινή για τις κρατικές προμήθειες, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις που
αποκλείονταν υπέρ άλλων, κατά κανόνα προσέβαλλαν νομικά αυτήν τη
διαδικασία, με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι κρατικές προμήθειες και να
κατηγορούνται οι κυβερνήσεις για καθυστερήσεις έργων, απορρόφησης
κοινοτικών κονδυλίων κλπ. Έτσι, πολλές αποκαλύψεις και καταγγελίες για
χρηματισμό και απάτες που γίνονται προέρχονται από καπιταλιστές
ανταγωνιστές, όχι γιατί θέλουν να εξορθολογήσουν τις διαδικασίες, αλλά
γιατί έμειναν έξω από τη συγκεκριμένη κατανομή της πίτας των κερδών.
Τα
ιδιαίτερα συμφέροντα των καπιταλιστών διάφορων κλάδων στις συνθήκες της
εσωτερικής άναρχης και ανισόμετρης ανάπτυξης (φαινόμενα σύμφυτα του
καπιταλισμού) τελικά υποτάσσονται στο συνολικό συμφέρον της αστικής
τάξης και της εξουσίας της. Σε τέτοιες συνθήκες δεν είναι καθόλου
παράξενο ή ασύμβατο η εκάστοτε αστική κυβέρνηση να έρχεται σε αντίθεση
με ένα τμήμα του κεφαλαίου ή με ξεχωριστούς καπιταλιστές, επομένως
πρέπει να δράσει με ικανότητα διαχείρισης των μονοπωλιακών ανταγωνισμών,
προκειμένου οι ανταγωνισμοί αυτοί να μην περάσουν μια ορισμένη γραμμή
αντίθεσης πέρα από την οποία μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα στη
διαχείριση της κρίσης ή ακόμα και κάποια πολιτική αστάθεια.
Το
ΚΚΕ, σε όλες τις περιπτώσεις, με συγκεκριμένα στοιχεία απέδειξε τη φύση
της αντίθεσης και το χαρακτήρα της κριτικής που ασκήθηκε στις αστικές
κυβερνήσεις από ομάδα επιχειρηματιών, αποκάλυψε τη στάση των άλλων
κομμάτων της αντιπολίτευσης που χρησιμοποιούν την κριτική αυτή,
στηρίζοντας τα συμφέροντα ενός μονοπωλίου ή και ιμπεριαλιστικού κέντρου
εναντίον κάποιου άλλου. Ο ΣΥΡΙΖΑ συστηματικά πριν, κυρίως όμως μετά από
το 2012, κινείται σε κατεύθυνση αξιοποίησης των ενδομονοπωλιακών
ανταγωνισμών, των αντιθέσεων τμημάτων του κεφαλαίου με την ακολουθουμένη
συνταγή διαχείρισης, προκειμένου, εκτός των άλλων, να αποκτήσει ισχυρά
στηρίγματα για την αναρρίχησή του στη διακυβέρνηση. Αυτή η στάση τελικά
αποτελεί σοβαρό παράγοντα ενίσχυσης της κυριαρχίας της αστικής τάξης,
του ίδιου του αστικού κράτους.
ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Η
νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης με το τσάκισμα του αστικού κράτους
και των οργάνων του συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα και τη βασικότερη
προϋπόθεση προκειμένου να συγκροτηθεί το σοσιαλιστικό κράτος ως όργανο
της ταξικής πάλης, στις νέες συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η
εργατική εξουσία αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την οικοδόμηση της
νέας κοινωνίας, για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τον
κεντρικό σχεδιασμό και τον εργατικό-λαϊκό έλεγχο, προκειμένου να γίνουν
κυρίαρχες οι νέες κοινωνικές σχέσεις και να οδηγηθεί η κοινωνία στην
κατάργηση κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Η δυνατότητα ανατροπής του καπιταλισμού και νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης δίνεται σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.9
Δηλαδή σε συνθήκες που η αστική τάξη δε θα μπορεί πια να ασκεί την
εξουσία και κυριαρχία της όπως πριν. Σε τέτοιες συνθήκες, το απότομο
ανέβασμα της ταξικής πάλης αποκτά τη δύναμη να προχωρήσει στο τσάκισμα
του αστικού κράτους και των οργάνων του, στη δημιουργία του νέου
εργατικού κράτους από το επαναστατικό εργατικό μέτωπο και τους
συμμάχους, με βάση τα επαναστατικά εργατικά όργανα που θα έχουν
αναδειχτεί στην πορεία της ταξικής πάλης.
Βεβαίως
το σοσιαλιστικό κράτος δεν έχει μόνο αμυντική και κατασταλτική
λειτουργία, αλλά αναπτύσσει δημιουργική, οικονομική, πολιτιστική,
διαπαιδαγωγητική λειτουργία υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού
Κόμματος. Εκφράζει ανώτερη μορφή δημοκρατίας, καθώς βασικό του
χαρακτηριστικό αποτελεί η ενεργητική συμμετοχή της εργατικής τάξης και
γενικότερα του λαού στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, δηλαδή
του νέου τρόπου παραγωγής, που πρέπει να πάρει πλήρως τον κομμουνιστικό
του χαρακτήρα, να έχει πλήρη ισχύ η αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις
δυνατότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Από
τον καπιταλισμό η εργατική εξουσία παίρνει τις παραγωγικές δυνάμεις:
Την εργατική ικανότητα, το μεγάλο απόθεμα επιστημονικών κατακτήσεων και
γνώσεων, τα σύγχρονα παραγωγικά μέσα, τα εργοστάσια, τα μαζικά μέσα
μεταφοράς, τις εγκαταστάσεις που έχουν σχέση με την παιδεία και την
προστασία του παιδιού, των ηλικιωμένων, τη φυσική αγωγή και τον
αθλητισμό –που ήταν ιδιωτική καπιταλιστική ιδιοκτησία– ό,τι τελοσπάντων
είναι έργο των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έχει παραχθεί
σε συνθήκες εντεινόμενης ταξικής εκμετάλλευσης, ότι πληρώθηκε με
διάφορους τρόπους από το λαό και προσπόρισε κέρδη στους καπιταλιστές.
Μπορεί να πάρει ό,τι δημιούργησε ο πολιτισμός στη μακρόχρονη ιστορική
του πορεία. Μπορεί να πάρει ό,τι θετικό έχει αποκρυσταλλωθεί στη λαϊκή
πείρα, απαλλαγμένο από τη σκουριά, τη μισαλλοδοξία, την προκατάληψη, τον
εθνικισμό, το σοβινισμό, το ρατσισμό.
Η
νέα εξουσία πρέπει να τσακίσει, να καταστρέψει το αστικό κράτος. Κανένα
όργανο και μηχανισμός του δεν μπορεί να μετασχηματιστεί και να
μεταφερθεί στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που έτσι κι
αλλιώς θα συνοδεύονται από την όξυνση της ταξικής πάλης και σε διεθνές
επίπεδο. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία
και άλλες μορφές οργάνωσης βίας και καταστολής, που βρίσκονται σε πλήρη
αντίθεση με την ανάγκη του εξοπλισμένου λαού στις συνθήκες του
σοσιαλισμού, αλλά και για άλλα στοιχεία του αστικού κράτους, όπως είναι η
δικαιοσύνη, ο τρόπος οργάνωσης της παιδείας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
και προπαγάνδας, η Εκκλησία ως θεσμός που στηρίζει το κράτος κλπ. Το
ίδιο ισχύει για το αστικό κοινοβούλιο, την τοπική διοίκηση και άλλα
θεσμοθετημένα όργανα, της δικαιοσύνης, των λεγόμενων ανεξάρτητων αρχών
κλπ. Το αστικό κράτος ως όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης καθορίζει
και το ρόλο και τα όρια του κοινοβουλίου, της κυβέρνησης, και όχι το
αντίθετο που κατά κόρον προπαγανδίζεται. Τα όργανα αυτά, εκτός από το
αντιλαϊκό πλαίσιό τους, τη σύνθεσή τους, είναι δομημένα με βάση την
αντίληψη της αστικής δημοκρατίας, ανταποκρίνονται στις ανάγκες της
καπιταλιστικής ανάπτυξης, της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, αλλά και της
χειραγώγησης των εργατικών, λαϊκών μαζών, της περιθωριοποίησής τους, της
κρατικής και ιδιωτικής καταστολής και βίας.
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΚΕ
Στο
Πρόγραμμα του ΚΚΕ ξεκαθαρίζονται οι αρχές συγκρότησης και λειτουργίας
της επαναστατικής εργατικής εξουσίας. Παρατίθενται ορισμένα
χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Οι
θεμελιακές αρχές της επαναστατικής εργατικής εξουσίας προκύπτουν από
την αντικειμενική θέση της εργατικής τάξης στην κοινωνικοποιημένη
παραγωγή, η οποία όμως δεν έχει κατακτήσει ενιαία συνείδηση του
κοινωνικού της ρόλου.
Οι
θεμελιακές αρχές της νέας εξουσίας βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την
παλιά, την αστική εξουσία, επειδή η κοινωνικοποιημένη εργασία καθιστά
άχρηστη την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Η
έκταση και οι μορφές που χρησιμοποιεί η επαναστατική εργατική εξουσία
για την καταστολή της αντεπαναστατικής δράσης εξαρτώνται από τη στάση
πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων απέναντι στις δύο αντιμαχόμενες
δυνάμεις, την εργατική και την καπιταλιστική.
Θεμέλιο
της εργατικής εξουσίας είναι η παραγωγική μονάδα, η κοινωνική υπηρεσία,
η διοικητική μονάδα, ο παραγωγικός συνεταιρισμός.
Στη
Συνέλευση των εργαζομένων θεμελιώνεται η άμεση και έμμεση εργατική
δημοκρατία, η αρχή του ελέγχου, της απόδοσης ευθύνης και της
ανακλητότητας.
Το
εκλογικό δικαίωμα στη σοσιαλιστική εξουσία σημαίνει ο εργαζόμενος να
εκλέγει και να εκλέγεται σε όλα τα όργανα εξουσίας, να ελέγχει και να
ανακαλεί συμβούλους και αντιπροσώπους, δικαίωμα που μπορεί να στερηθεί
μόνο ως εφαρμογή του ποινικού - πειθαρχικού Δικαίου».
«Η
δομή των οργάνων εξουσίας περιλαμβάνει: Το Εργατικό Συμβούλιο, το
Περιφερειακό Συμβούλιο και το Ανώτατο Όργανο της Εργατικής Εξουσίας.
Το
Ανώτατο Όργανο της Εργατικής Εξουσίας έχει την ευθύνη του Κεντρικού
Σχεδιασμού, του δημιουργικού έργου στην οικονομία και σε όλες τις
κοινωνικές σχέσεις, της περιφρούρησης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, των
διακρατικών σχέσεων. Έχει πλήρεις εξουσίες, νομοθετικές, εκτελεστικές,
δικαστικές, τις οποίες οργανώνει αντίστοιχα με επιτελικές δομές.
Κρατικό
όργανο ιδιαίτερης σημασίας είναι η Ανώτατη Διεύθυνση Κεντρικού
Σχεδιασμού, που περιλαμβάνει και επιτροπές για ειδικά ζητήματα, όπως για
τις ιδιαίτερες ανάγκες των γυναικών, των νέων, των ατόμων με ειδικές
ανάγκες κλπ.
Όλα
τα όργανα διέπονται από την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, η
οποία εξασφαλίζει το ενιαίο του Κεντρικού Σχεδιασμού και την εξειδίκευση
στην υλοποίησή του».
«Και
στα τρία επίπεδα των οργάνων εξουσίας –Εργασιακό, Περιφερειακό,
Πανελλαδικό– ιεραρχικά ανήκει η οργάνωση της περιφρούρησης της
επανάστασης, της Λαϊκής Δικαιοσύνης, ο ελεγκτικός μηχανισμός.
Σε
όλα τα ειδικά όργανα –δικαστικά, ελεγκτικά, περιφρούρησης– συμμετέχουν
αντιπρόσωποι των εργαζομένων, αλλά και εξειδικευμένο προσωπικό.
Στη
θέση του αστικού Στρατού και των Σωμάτων καταστολής, που έχουν διαλυθεί
εξολοκλήρου, δημιουργούνται νέοι θεσμοί της σοσιαλιστικής εξουσίας, στη
βάση της επαναστατικής πάλης για τη συντριβή της αντίστασης των
εκμεταλλευτών και την υπεράσπιση της Επανάστασης. Διαμορφώνεται νέο
στελεχικό δυναμικό, διαπαιδαγωγημένο με τις αρχές της νέας εξουσίας, από
νέους με εργατική καταγωγή. Αξιοποιείται η θετική πείρα της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπου τα καθήκοντα περιφρούρησης των
επαναστατικών κατακτήσεων δεν εκτελούνταν μόνο από τα μόνιμα ειδικά
Σώματα, αλλά και από επιτροπές εργατών.
Το
επαναστατικό Εργατικό Σύνταγμα και η ανάλογη νομοθεσία συγκροτούν το
νέο Δίκαιο που αντιστοιχεί στις νέες οικονομικές σχέσεις.
Η
εργατική εξουσία αξιοποιεί όλα τα νέα τεχνικά μέσα, ώστε να πετυχαίνει
όχι μόνο την αποτελεσματικότητα στην άμυνα απέναντι στο διεθνή
ιμπεριαλισμό, αλλά και τη συνεχή άνοδο της παραγωγικότητας, τη μείωση
του εργάσιμου χρόνου, ειδικότερα την αύξηση της ικανότητας στην οργάνωση
και στον έλεγχο της παραγωγής, την κατάργηση περιττών διοικητικών
εργασιών».
«Η
εργατική εξουσία εκφράζει τη συμμαχία της με τους μεμονωμένους
αυτοαπασχολούμενους και τους συνεταιρισμένους αγρότες, δίνοντας τη
δυνατότητα της ξεχωριστής αντιπροσώπευσής τους μέσω των Συμβουλίων τους,
για τα οποία ψηφίζουν αντίστοιχα και οι συνταξιούχοι. Τα συμβούλια αυτά
έχουν μεταβατικό χαρακτήρα, αφού αντιστοιχούν σε μεταβατικές μορφές
ιδιοκτησίας, με προοπτική την ένταξη αυτών των στρωμάτων στην άμεσα
κοινωνική παραγωγή.
Ο
εργατικός χαρακτήρας της εξουσίας διασφαλίζεται στη σύνθεση των
περιφερειακών και κεντρικών οργάνων, στα οποία εκπροσωπούνται οι
αυτοαπασχολούμενοι και οι συνεταιρισμένοι αγρότες».
ΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Συχνά
χρησιμοποιούνται από τα κόμματα της αστικής διαχείρισης όροι όπως το
κράτος της «Δεξιάς», το «ΠΑΣΟΚικό» κράτος, το «σπάταλο», το
«διογκωμένο», το «διεφθαρμένο», το «αυταρχικό» κράτος, κράτος των
«κολλητών» κλπ. Αυτοί οι προσδιορισμοί, πέραν του ότι είναι
αντιεπιστημονικοί και συνειδητά αταξικοί, αποβλέπουν να δημιουργήσουν
την εντύπωση ότι η αλλαγή κυβέρνησης στις συνθήκες του καπιταλισμού
μπορεί να μετασχηματίσει ένα αντιδραστικό κράτος σε προοδευτικό ή να
ιδρύσει ένα νέο κράτος που τάχα θα είναι υπεράνω ταξικών συμφερόντων ή
θα εξισορροπεί τα αντιπαρατιθέμενα ταξικά συμφέροντα, θα αμβλύνει τις
ταξικές αντιθέσεις και θα καταργήσει όλα τα φαινόμενα διαφθοράς, θα
καθιερώσει τάχα τη διαφάνεια.
Επίσης
κατά κόρον γίνεται χρήση του όρου «κοινωνικό κράτος» απ’ όλα
ανεξαιρέτως τα κόμματα που στηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Ο όρος
αυτός χρησιμοποιείται είτε από σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά
κόμματα με την έννοια της «υπεράσπισης του πολίτη» είτε από την πλευρά
των φιλελεύθερων πολιτικών κομμάτων ως παράγοντας που ευθύνεται, δήθεν,
για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και την κρίση.
Οι
όποιες όμως κοινωνικές παροχές έγιναν, ιδιαίτερα μετά από το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, αντανακλούν παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη
προκειμένου να ανέβει η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα για την
καπιταλιστική κερδοφορία, σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση και χειραγώγησή
της, σε συγκεκριμένες συνθήκες που το κύρος του σοσιαλιστικού
συστήματος ασκούσε επιρροή και η ταξική πάλη εμφάνιζε ανοδική πορεία.
Αυτές οι παραχωρήσεις είχαν παροδικό χαρακτήρα, καθώς παγκόσμια, εκεί
που υπήρξαν, αναιρέθηκαν είτε είναι σε πορεία αναίρεσης και κατάργησής
τους. Αυτές οι παραχωρήσεις (μισθολογικές αυξήσεις, διάφορα επιδόματα,
δίκτυο παιδικών σταθμών, βελτίωση του μεριδίου παιδιών με εργατική
καταγωγή που φοιτούσαν στα πανεπιστήμια και άλλα ανώτερα μορφωτικά
ιδρύματα, διανομή μετοχών με το σύνθημα του «λαϊκού καπιταλισμού»,
διάφορα προγράμματα της ΕΕ κλπ.) όχι μόνο δεν καταργούσαν τις ταξικές
αντιθέσεις, άλλα αντίθετα τις αναπαρήγαγαν με αύξηση της εντατικοποίησης
και του βαθμού εκμετάλλευσης. Βέβαια οι παραχωρήσεις αυτές δεν
αφορούσαν στο σύνολό τους ολόκληρη την εργατική τάξη και τα λαϊκά
στρώματα, άλλα ορισμένους κλάδους και τομείς του δημόσιου και του
ιδιωτικού τομέα. Σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν στην ενίσχυση και
διεύρυνση της εργατικής αριστοκρατίας τόσο στο δημόσιο όσο και στον
ιδιωτικό τομέα, η οποία ενισχύθηκε από τον εργοδοτικό και κυβερνητικό
συνδικαλισμό και τις δυνάμεις του οπορτουνισμού.
Το
αστικό κοινοβούλιο και η κυβέρνηση στην οποία αυτό δίνει την έγκρισή
του συχνά εμφανίζει αλλαγές και διαφοροποιήσεις στη σύνθεσή του, όπως
αυτές που γνωρίσαμε και γνωρίζουμε στην Ελλάδα με την κυριαρχία του
συστήματος της αστικής δικομματικής εναλλαγής ή κυβερνήσεων αστικής
συνεργασίας, ανάλογα με τις εκλογικές ανακατατάξεις ανάμεσα στα αστικά
κόμματα, στα κόμματα αστικής διαχείρισης.
Ακόμα
και όταν εμφανίζονται προβλήματα δυσλειτουργίας στο πολιτικό σύστημα,
σε μη επαναστατικές συνθήκες, αυτά δεν οδηγούν σε κλονισμό και αδυναμία
των οργάνων της καπιταλιστικής εξουσίας, παραμένει ο συσχετισμός
δυνάμεων υπέρ του καπιταλισμού και σε βάρος της εργατικής τάξης.
Άλλωστε
ο συσχετισμός ανάμεσα στις δύο αντίπαλες τάξεις καθορίζεται όχι μόνο
από τις αντικειμενικές αδυναμίες της κυρίαρχης τάξης, αλλά και από τη
συνολική πορεία της ταξικής πάλης και όχι από μεμονωμένα στοιχεία ή μόνο
από τα εκλογικά αποτελέσματα.
Η
εγχώρια αστική τάξη διαθέτει δυνατότητες και εφεδρείες για την
αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος και άλλες εφεδρείες καταστολής, ενώ
μπορεί να αξιοποιήσει τις διεθνείς της συμμαχίες, έστω και αν δεν είναι
στον ηγετικό πυρήνα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Το
αστικό πολιτικό σύστημα προβάλλει κατά κόρον ότι στην Ελλάδα η λαϊκή
κυριαρχία κατοχυρώνεται με το γενικό εκλογικό δικαίωμα, που μάλιστα
ασκείται χωρίς τα μέτρα και τα μέσα βίας και νοθείας που
χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν. Η βία και νοθεία υπάρχουν και σήμερα,
μόνο που διαμορφώνονται με νέα μέσα «πλύσης εγκεφάλου» σε συνδυασμό με
αφόρητους εκβιασμούς, απειλές και τρομοκρατικά διλήμματα, τα οποία έχουν
μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε περίοδο υποχώρησης του εργατικού
κινήματος, νίκης της αντεπανάστασης.
Σε
όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ακόμα και στα τέλη του 19ου,
αποδείχτηκε ότι το γενικό εκλογικό δικαίωμα –που σωστά αποτέλεσε
εργατικό και λαϊκό αίτημα– δεν έβαλε στο παραμικρό σε κίνδυνο το αστικό
πολιτικό σύστημα, τη δικτατορία της αστικής τάξης, αντίθετα αξιοποιείται
ως μέσο νομιμοποίησης αυτού του συστήματος ακόμα και σε φάσεις που αυτό
περνάει ορισμένες αντικειμενικές δυσκολίες, δέχεται στον έναν ή στον
άλλο βαθμό ρήγματα από την άνοδο της ταξικής πάλης. Η αστική εξουσία,
όταν εξασφαλίζει τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων,
τότε αποκτά την ικανότητα να τους καταπιέζει και να τους «τσαλαπατά»
χωρίς να υπάρχουν σοβαρές αντιδράσεις. Η αστική κοινοβουλευτική εξουσία,
που αποτελεί τη σχετικά αποτελεσματικότερη εκδοχή της αστικής εξουσίας
σε σύγκριση με άλλες μορφές όπως είναι ο φασισμός, η στρατιωτική
δικτατορία, το συνταγματικό πραξικόπημα κλπ., έχει τη δυνατότητα να
ενσωματώνει και να χειραγωγεί με πιο «ειρηνικό» τρόπο το λαϊκό κίνημα,
να δικαιολογεί μάλιστα ακόμα και αυταρχικά μέτρα και να ενισχύει τον
κατασταλτικό μηχανισμό, στο όνομα της εθνικής προστασίας.
Η
αστική εξουσία, ανάλογα με την πορεία της ταξικής πάλης, χρειάζεται την
αυταπάτη που καλλιεργεί στο λαό η εναλλαγή των κυβερνήσεων, ότι δηλαδή ο
ίδιος αποφασίζει ποιος θα τον κυβερνήσει, ότι ο λαός διαμορφώνει το
πολιτικό σύστημα, ενώ στην πραγματικότητα σε συνηθισμένες, μη
επαναστατικές συνθήκες οι εναλλακτικές επιλογές του λαού αντικειμενικά
οριοθετούνται στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το
γεγονός ότι η μείωση της εκλογικής επιρροής συγκεκριμένων αστικών
κομμάτων που εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση μπορεί να είναι σημαντική ή
να τείνει να γίνει σημαντική δε σημαίνει ότι εκφράζει αντίστοιχο
αδυνάτισμα της κυρίαρχης ιδεολογίας, συνολικά του αστικού κράτους. Η
πτώση της επιρροής συγκεκριμένων αστικών μορφωμάτων, η συχνή εναλλαγή
κομμάτων στη διακυβέρνηση δεν αποτυπώνει κρίση του πολιτικού συστήματος,
αλλά μιας έκφρασής του. Πρόκειται για μια ζημιά που μπορεί να την
περιορίσει η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της σε συνθήκες υποχώρησης
του κινήματος. Το ζήτημα είναι αν οι μετακινούμενες εκλογικά μάζες
ωθούνται σε έναν πραγματικά ταξικό δρόμο πάλης και όχι στην υπεράσπιση
μιας προηγούμενης φάσης της καπιταλιστικής εξέλιξης ή μιας μελλοντικής
ουτοπίας. Δηλαδή το κύριο κριτήριο είναι η ανάπτυξη της ταξικής
πολιτικής συνείδησης και όχι η μεταπήδηση σε αλλά αστικά κόμματα -
«κομήτες», σε κόμματα της αστικής διαχείρισης, που καλλιεργούν
αυταπάτες, παθητικοποιούν τις εργατικές-λαϊκές μάζες με σενάρια σωτηρίας
μέσω των εκλογών, χωρίς να θιγεί η κυριαρχία της αστικής τάξης σε
ασυμφιλίωτη σύγκρουση του εργατικού κινήματος με αυτήν.
Η
σύνθεση της κυβέρνησης είναι το «παραβάν» που κρύβει κατά κάποιον τρόπο
την ταξική αποστολή της, δίνει την εντύπωση διαχωρισμού της από τους
μηχανισμούς καταστολής και χειραγώγησης που διαθέτει το αστικό κράτος,
όργανα που διαμορφώνονται σταδιακά σε ένα μεγάλο χρονικό ορίζοντα που δε
συμπίπτει με την εναλλαγή κομμάτων στη διακυβέρνηση.
ΝΕΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Τα
αστικά κόμματα και το αστικό κράτος έριξαν μεγάλο βάρος να αξιοποιηθεί η
αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας στη διαμόρφωση νέων μηχανισμών
παρακολούθησης της πολιτικής δράσης και της προσωπικής ζωής «των
υπόπτων» και «επικίνδυνων» για το καπιταλιστικό σύστημα αγωνιστών, στην
ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα σε ελληνικές και ξένες υπηρεσίες. Το
ηλεκτρονικό φακέλωμα υπάρχει και επεκτείνεται.
Το
βασικό πάντως συμπέρασμα είναι ότι το αστικό κράτος στην Ελλάδα
απέκτησε μεγαλύτερη δύναμη με το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και
σε συνθήκες ένταξης σε καπιταλιστικές διακρατικές ενώσεις, όπως είναι η
ΕΟΚ/ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ανεξάρτητα και από το γεγονός ότι στην πορεία της
καπιταλιστικής διεθνοποίησης δυναμώνει η ανισόμετρη ανάπτυξη και
αλληλεξάρτηση, προωθείται η αναγκαία εκχώρηση αρμοδιοτήτων, ακόμα και
μέρους κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών-μελών της διακρατικής ένωσης.
Η
ενίσχυση του ρόλου του αστικού κράτους ακόμα και σε συνθήκες εκχώρησης
κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί αντίφαση. Στόχος είναι η ενίσχυση
των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών λαϊκής χειραγώγησης του
κράτους σε εθνικό επίπεδο. Είναι επικίνδυνη για τους λαούς η ταξική
αλληλεγγύη ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις των κρατών-μελών με την
ενίσχυση του θεωρούμενου ως αυτονόητου δικαιώματος η συμμαχία να
επεμβαίνει στο εσωτερικό της κάθε χώρας όταν απειλείται το καπιταλιστικό
σύστημα ή όταν διαφαίνεται άνοδος του εργατικού-λαϊκού κινήματος,
ιδιαίτερα σε συνθήκες διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.
Τα
όργανα του κράτους είναι ενταγμένα στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά διακρατικά
όργανα στο όνομα του «ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου», καθώς και στο ΝΑΤΟ.
Επηρεάζονται επίσης και από τις άλλες διεθνείς συμφωνίες της χώρας, όπως
για παράδειγμα η ελληνοαμερικανική συμφωνία στρατηγικής σημασίας. Η
διασύνδεση ή και ενσωμάτωση σε ορισμένες περιπτώσεις του κρατικού στα
διακρατικά ιμπεριαλιστικά όργανα του προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη
σταθερότητα. Είναι περιττό να απαριθμήσουμε πόσοι μηχανισμοί έχουν
στηθεί και επεκταθεί. Μηχανισμοί καταστολής, παρακολούθησης, εκβιασμού,
και μάλιστα ως πρόληψη, καθώς η προληπτική πλευρά είναι ακόμα
περισσότερο γενικευμένη, αλλά αθέατη.
Ενδεικτικά
και μόνο αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, παραλείποντας
πολλά στοιχεία και πληροφορίες εξαιτίας της στενότητας ενός άρθρου που
δεν έχει ειδικό θέμα τους κρατικούς και διακρατικούς φανερούς και
αφανείς μηχανισμούς.10 Τέτοια είναι τα
προγράμματα δράσης για την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας» και της
«ριζοσπαστικοποίησης», που επικαιροποιούνται σε τακτά χρονικά
διαστήματα, τα οποία περιλαμβάνουν άξονες δράσης για πρόληψη, προστασία,
καταδίωξη, απάντηση. Εδώ εντάσσεται η εισαγωγή βιομετρικών δεδομένων σε
διαβατήρια και ταυτότητες, η επιβολή καθεστώτος γενικευμένης
παρακολούθησης στις λεγόμενες Υποδομές Ζωτικής Σημασίας και τις
μεταφορές, η αξιοποίηση και στρατιωτικοποίηση του Μηχανισμού Πολιτικής
Προστασίας, η επίσπευση μέτρων ενίσχυσης των εξουσιών επέμβασης και
καταστολής της Ευρωπόλ, Ευρωτζάστ, η «διαλειτουργικότητα» όλων των
αρχείων πληροφοριών της ΕΕ και των κρατών-μελών, η μεγαλύτερη εμπλοκή
των στρατιωτικών υποδομών και αρχείων στην εσωτερική ασφάλεια, η
στενότερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Στην ίδια κατεύθυνση
κινείται η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Ακαδημίας (Σεπόλ - Cepol)
και της Ευρωεισαγγελίας (Ευρωτζάστ - Eurojust) και η δημιουργία της
Δύναμης Αντίδρασης του ΝΑΤΟ (NATO Response Force - NRF).
Οι
αλλαγές στη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων με βάση το ΝΑΤΟϊκό σχεδιασμό και
καταμερισμό υπηρετούν σύγχρονες ανάγκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου και
της ιμπεριαλιστικής ειρήνης. Η μείωση του αριθμού των στρατιωτικών
βάσεων στην Ελλάδα, κυρίως των αμερικανικών, δε συνιστούσε μέτρο
αντίστασης, αλλά απαλλαγή από βάσεις αχρείαστες πια για τις ΗΠΑ, αφού
έλυναν και λύνουν το θέμα των βάσεων με τη Σούδα και το Άκτιο και επίσης
με τη μεταφορά συστημάτων παρακολούθησης, παρενόχλησης και επίθεσης σε
πολεμικά πλοία που κινούνται στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο.
Η
μείωση της στρατιωτικής θητείας σε συνθήκες αυξανόμενων πολεμικών
εστιών δεν είναι καθόλου άσχετη με την τάση μεταφοράς στρατιωτικών
πολεμικών αρμοδιοτήτων σε υπαλλήλους μισθοφόρους.
Η
επιλογή μετατροπής του στρατού στο σύνολό του σε επαγγελματικό, αλλά
και ανάθεσης στρατιωτικών επιχειρήσεων σε ιδιωτικές εταιρίες (βλ.
Blackwater) ξεκίνησε στις ΗΠΑ και επεκτείνεται παγκόσμια. Οι ιδιωτικές
εταιρίες κέρδισαν έδαφος μετά από τον πόλεμο του Ιράκ, όταν η
αμερικανική κοινή γνώμη διαμαρτυρόταν για τα χιλιάδες φέρετρα των
Αμερικανών στρατιωτών, για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά αμάχων.
Το
ιδιωτικό στρατιωτικό σώμα μπορεί να κάνει ό,τι «αντικανονικό», σε
αντίθεση δηλαδή και με αυτούς τους νόμους που έχουν ψηφιστεί και ισχύουν
για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (π.χ., αφορά αμάχους, αιχμαλώτους,
ομήρους κλπ.), αν γίνει θέμα, το φορτώνεται ο ιδιώτης εργοδότης και όχι
το αμερικανικό επιτελείο ή ακόμα και η αμερικανική κυβέρνηση. Οι
επαγγελματίες στρατιώτες που είχαν προσληφθεί από την ιδιωτική
επιχείρηση, ως νεκροί, θάβονται μακριά από τη στρατιωτική τελετουργία,
την έπαρση σημαίας, τις στρατιωτικές τιμές που προβλέπονται. Ούτε τον
αριθμό των θυμάτων δεν είναι υποχρεωμένες οι επιχειρήσεις να
ανακοινώνουν. Σημειώνουμε επίσης ότι οι ιδιωτικές εταιρίες στρατιωτικών
επιχειρήσεων στήνονται από Αμερικανούς συνταξιούχους ανώτερους
στρατιωτικούς και όχι βεβαίως από τον καθένα.
Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Από
το 1981 και μετά διεξάγεται ένας αμείλικτος πόλεμος μεταξύ ΝΔ και
ΠΑΣΟΚ, ενώ εδώ και δύο χρόνια ανάμεσα στη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ. Ο πόλεμος
αυτός γινόταν και γίνεται για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα της
διακυβέρνησης, κυρίως για έλεγχο της κρατικής υπαλληλίας, όχι μόνο για
ψηφοθηρικούς λόγους, αλλά πιο ουσιαστικούς: Είναι ζήτημα ζωής και
θανάτου για τα κόμματα που ενδιαφέρονται να διαχειριστούν την τύχη και
την προοπτική του καπιταλιστικού συστήματος να έχουν τη στήριξη του
κράτους, ιδιαίτερα όταν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ισχυρό
εργατικό-λαϊκό κίνημα. Δεν αρκεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τη
χειραγώγηση και ποδηγέτηση του λαού, για την προληπτική τρομοκράτησή του
είναι απολύτως αναγκαία τόσο τα ειδικά κατασταλτικά μέτρα όσο κι αυτά
που αφορούν τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, όπως είναι ο τομέας
της παιδείας, του πολιτισμού, του αθλητισμού κλπ.
Οι
οπορτουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες διαχρονικά έκαναν και κάνουν
αυστηρή κριτική στο κράτος, αντιμετωπίζοντάς το όμως όχι ως όργανο της
αστικής τάξης, αλλά ως όργανο των δεξιών κομμάτων και των αντίστοιχων
κυβερνήσεών τους, ως όργανο ρουσφετολογίας, κομματισμού κλπ. Έτσι, δεν
«τσιγκουνεύονται» καθόλου υποσχέσεις και μεγάλα λόγια περί του
εκδημοκρατισμού του κράτους, περί της αξιοκρατικής σύνθεσής του κλπ.,
υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό αφού η πλειοψηφία της
κρατικής υπαλληλίας προέρχεται από την εργατική τάξη και λαϊκά στρώματα.
Το
αστικό κράτος παραμένει όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης ανεξάρτητα
από τις όποιες θετικές διεργασίες γίνουν στη συνείδηση ενός τμήματος της
κρατικής υπαλληλίας. Η συνείδηση του κρατικού υπαλλήλου διαμορφώνεται
κυρίως από το χαρακτήρα και τη λειτουργία του κράτους, στοιχείο των
οποίων είναι οι κανόνες περί συμμόρφωσης, πειθαρχίας κλπ. Η μονιμότητα
του δημόσιου υπαλλήλου και ορισμένες παροχές που δόθηκαν κατά καιρούς
απέβλεπαν ακριβώς να διευκολύνουν και να βαθύνουν την πρόσδεσή του στο
αστικό κράτος, στη διατήρηση μιας στάσης απόστασης από την εργατική
τάξη, γενικότερα τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Με
τη σχετική άρση της μονιμότητας που ίσχυε στο δημοσιοϋπαλληλικό τομέα,
με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, τις μεγάλες μειώσεις μισθών,
επιδομάτων, του εφάπαξ κλπ. είναι δυνατές μεγαλύτερες διεργασίες
συνείδησης ιδιαίτερα στα πιο χαμηλόμισθα δημοσιοϋπαλληλικά στρώματα ή
στους απολυμένους δημόσιους υπαλλήλους. Παρόλ’ αυτά, πρόκειται για μια
διαδικασία που παρεμποδίζεται από τη μακροχρόνια διαπαιδαγώγησή τους στα
κρατικά όργανα και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο χώρος είναι ιδιαίτερα
ευάλωτος στον οπορτουνισμό, ρεφορμισμό, συντεχνιασμό.
Η
ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική συνείδηση δεν μπορεί να κατακτηθεί και
να πάρει μαζικό χαρακτήρα μόνο μέσα από διεκδικήσεις μισθολογικές, με τη
διεκδίκηση της «χαμένης» μονιμότητας, πολύ περισσότερο με την
υπεράσπιση προνομίων της εργατικής αριστοκρατίας στον ευρύτερο δημόσιο
και ιδιωτικό τομέα, χωρίς να συνειδητοποιείται το γενικό πολιτικό ζήτημα
που συνδέεται με το κράτος ως όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Σ’
αυτήν την κατεύθυνση το ΚΚΕ ενδιαφέρεται για τις διεργασίες στην
κρατική υπαλληλία. Επιδιώκει να διαδίδει την ιδεολογία και την πολιτική
του, να επιδρά στο κίνημά τους η γενικότερη πορεία της ταξικής πάλης,
ιδιαίτερα σε εκείνα τα τμήματα της κρατικής υπαλληλίας που προέρχονται
από την εργατική τάξη και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες, που για ένα
σημαντικό μέρος τους έχουν απότομα επιδεινωθεί οι όροι ζωής λόγω των
καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Το ΚΚΕ παρεμβαίνει ιδεολογικά-πολιτικά
στο κίνημα χωρίς να υποτιμά ότι η πρόσληψη ή η παραμονή στον κρατικό
τομέα απαιτεί απόλυτη πειθαρχία στα κρατικά όργανα, στο όνομα της
περιφρούρησης του ίδιου του κράτους.
Όπως
ήδη αναφέρθηκε, οι κοινωνικές παροχές - ελιγμοί της αστικής τάξης στις
ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες και ως ένα βαθμό και στην Ελλάδα μετά
από το 1974 ως το 1986 εντάσσονταν στο στόχο της αστικής τάξης που ο
Μαρξ ονόμασε «μετριασμό της σύγκρουσης των τάξεων». Με τη συμβολή του
ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού καλλιεργήθηκε μεταπολεμικά, ως
θεωρητική άποψη, η σημασία της μεταρρύθμισης σε αντίθεση με την
αναγκαιότητα της επανάστασης. Η δυνατότητα μετεξέλιξης δηλαδή του
καπιταλισμού σε σοσιαλισμό μέσα από μια μεταβατική κυβέρνηση, που
αναδεικνύεται μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος και χρησιμοποιεί το
αστικό κράτος προς όφελος τάχα των εργαζομένων. Πρόκειται δηλαδή για
αντίληψη που αποσπά την οικονομία από την πολιτική, αγνοώντας τους
νόμους της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυρίως προσπερνώντας το γεγονός
ότι η αστική τάξη είναι κυρίαρχη και έχει στα χέρια της τα «κλειδιά» της
οικονομίας. Πολύ παραστατικά πρόβαλε αυτήν την αντιεπιστημονική και
ανορθολογική αντίληψη ο Αλέξης Τσίπρας πρόσφατα στην Κρήτη στις 14
Δεκέμβρη 2014, αναφέροντας πως, όταν γίνει κυβέρνηση, τότε θα παίζουν τα
νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν στο δικό του ρυθμό.
Οι
σχέσεις ιδιοκτησίας, η οικονομική βάση, καθορίζουν το εποικοδόμημα,
στοιχείο του οποίου είναι και οι πολιτικές σχέσεις. Τέτοιο παράδειγμα
αντιπροσωπεύει η περίοδος της 7χρονης δικτατορίας στην Ελλάδα που, ενώ
ανέστειλε τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, ενώ γέμισε τα
στρατόπεδα και τους χώρους βασανιστηρίων με κομμουνιστές και άλλους
αγωνιστές, δε σταμάτησε την καπιταλιστική κερδοφορία, αν και
επιβραδύνθηκε η βιομηχανική ανάπτυξη. Ίσως στους πρώτους μήνες ένα τμήμα
μόνο της αστικής τάξης, των κεφαλαιοκρατών που κέρδιζαν κυρίως με
επενδύσεις στην Ελλάδα, ένιωσαν μια σχετική ανασφάλεια, καθώς δεν
μπορούσαν να σταθμίσουν ποια ήταν η ετοιμότητα του εργατικού κινήματος
να γίνει ο πυρήνας μιας εξέγερσης κατά της Χούντας. Όταν είδαν ότι
τέτοια ετοιμότητα δεν υπήρχε, συνέχισαν τις επενδύσεις, αξιοποιούσαν
μάλιστα τις χουντικές απαγορεύσεις στο δικαίωμα της απεργίας, της
πραγματοποίησης συγκεντρώσεων και συλλαλητηρίων. Η ανεργία τότε
κυμαινόταν ανάμεσα στο 2%-5%, ενώ σε ορισμένους κλάδους δόθηκαν
σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις.
Το
1981, όταν το ΠΑΣΟΚ με ριζοσπαστικά αιτήματα απέσπασε τη διακυβέρνηση
από τη ΝΔ, το πρωτότοκο παιδί της αστικής τάξης, για πολύ μικρό χρονικό
διάστημα οι βιομήχανοι και άλλα τμήματα της πλουτοκρατίας αισθάνθηκαν
φόβο και ανασφάλεια. Το ίδιο συμβαίνει τώρα, με μια ορισμένη ανασφάλεια
που νιώθουν τμήματα της αστικής τάξης στο ενδεχόμενο να κυβερνήσει ο
ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φροντίζει ήδη, παρά τις περί μνημονίου ρητορείες του,
να δίνει εγγυήσεις περί σωτηρίας του συστήματος.
Το
αστικό κράτος με τη βοήθεια των αστικών κομμάτων και κυβερνήσεων μπορεί
να τα βγάλει πέρα, ακόμα και σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, αν
το εργατικό επαναστατικό κίνημα διστάσει την αποφασιστική στιγμή, αν το
Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ανεπαρκές να ασκήσει καθοδηγητικό ρόλο στην
πολιτική επανάσταση, γιατί είναι κατώτερο των αναγκών και κυρίως γιατί
δεν έχει επεξεργασμένη επαναστατική γραμμή, άρα τραβά τις
εργατικές-λαϊκές μάζες προς τα πίσω αντί να συμβάλλει να πάνε προς τα
εμπρός και ως το τέλος. Υπάρχουν παλιά και σχετικά πρόσφατα
παραδείγματα, που δείχνουν ανεπάρκεια και λαθεμένη πολιτική γραμμή
σχετικά με τη στάση απέναντι στο αστικό κράτος, στην αστική κυβέρνηση
και τον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Ολόκληρος
ο 20ός και 21ος αιώνας προσφέρουν πολλές αποδείξεις για τα μυθεύματα
των θέσεων ότι υπάρχει ένας διαφορετικός, μη επαναστατικός δρόμος για το
σοσιαλισμό, μέσω του γενικού εκλογικού δικαιώματος και του αστικού
κοινοβουλίου, μέσω κάποιων επιλεκτικών κρατικοποιήσεων ή με αλλαγές
συμφωνιών με ντόπιους ή ξένους καπιταλιστές, με αναδιανομή της μεγάλης
αγροτικής ιδιοκτησίας ώστε να αυξηθούν οι μικροϊδιοκτήτες, με μέτρα
αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας και σε συμμαχία με τμήματα της
αστικής τάξης που υποστηρίζουν την τυπική-κλασική αστική δημοκρατία,
όπου όλα επιτρέπονται αρκεί να μην υπάρχει κίνδυνος για την
καπιταλιστική ιδιοκτησία. Τα παραδείγματα αφορούν και τη νίκη και
ανατροπή της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή το 1973, τις σύγχρονες εξελίξεις
στις Βενεζουέλα, Βολιβία, Εκουαδόρ, Ισημερινό, αλλά και Βραζιλία,
Αργεντινή, καθώς και στην Κύπρο, την περίοδο προεδρίας του Δημήτρη
Χριστόφια από το ΑΚΕΛ.
Η
πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν της Χιλής, με τη νίκη της Λαϊκής
Ενότητας, η οποία είχε ιδρυθεί στις 17 Δεκέμβρη 1969 με συμφωνία ανάμεσα
στο Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αλιέντε και
άλλα αστικά πολιτικά κόμματα. Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας εξέφραζε
αυταπάτες όσον αφορά τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και των
αντιπροσωπευτικών θεσμών του.11
Επίσης
αυταπάτες καλλιεργήθηκαν και όσον αφορούσε τη δυνατότητα αλλαγής του
χαρακτήρα των μηχανισμών καταστολής, του στρατού και της αστυνομίας. Ενώ
ο στόχος ήταν η απαλλαγή από τις συνέπειες της συνεργασίας με τις ΗΠΑ,
δε θιγόταν καν το πιο απλό ζήτημα, η διακοπή των κοινών στρατιωτικών
γυμνασίων με τις ΗΠΑ, ούτε βεβαίως οι επίσημες διασυνδέσεις του
αμερικανικού στρατού με το χιλιανό κράτος. Η αντικατάσταση της Βουλής
και της Γερουσίας από τη «Λαϊκή Συνέλευση» που προβαλλόταν ως στόχος
πάλης δεν άλλαζε το χαρακτήρα ούτε του κράτους, ούτε του θεσμού της
Προεδρικής Δημοκρατίας. Δεν επιβεβαιώθηκε η αντίληψη ότι μπορεί να
αλλάξει χαρακτήρα το αστικό κράτος και οι δομές του με τις αλλαγές
κάποιων προσώπων, και μάλιστα με την αντίληψη της «νέας οικονομίας» στην
οποία θα συνυπήρχε ο κρατικός και ο ιδιωτικός τομέας. Η κυβέρνηση της
Λαϊκής Ενότητας αναγνώρισε το χρέος που είναι προϊόν της καπιταλιστικής
ανάπτυξης και της συσσώρευσης κεφαλαίων, ανέλαβε την υποχρέωση να το
εξοφλήσει, χρέος που αυξήθηκε με γρήγορους ρυθμούς, καθώς η νέα
κυβέρνηση στην ουσία πλήρωσε ακριβά τις κρατικοποιήσεις που έκανε. Η
κατάληξη της Λαϊκής Ενότητας είναι γνωστή· η αστική τάξη με την ανοιχτή
συνεργασία και επέμβαση των ΗΠΑ κινητοποίησε τις φιλομονοπωλιακές
κοινωνικές δυνάμεις και μεσαία στρώματα και μετέτρεψε, με τη βοήθεια του
στρατού, τη νίκη της Λαϊκής Ενότητας σε στρατιωτική δικτατορία του
Πινοσέτ.
Το
γενικό κοινό χαρακτηριστικό στις λατινοαμερικανικές χώρες είναι η
επιδίωξη ανατροπής μέσω των εκλογών για το κοινοβούλιο της
νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και της μονόπλευρης, όπως λένε, εξάρτησης
από τις ΗΠΑ. Βλέπουν συχνά με διαφορετικό μάτι την ΕΕ και προσβλέπουν σε
στενότερες οικονομικές σχέσεις μαζί της, ως δήθεν αντίβαρο στην ισχύ
των μονοπωλιακών ομίλων των ΗΠΑ.
Για
τις χώρες της Λατινικής Αμερικής δεν αρκεί σε καμία περίπτωση ν’
αποτελεί κριτήριο συσπείρωσης δυνάμεων η αντίθεση σε μια μορφή
διαχείρισης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της φιλελεύθερης. Δεν μπορεί
να θεωρηθεί ως εναλλακτική λύση, και μάλιστα πολιτική επαναστατική,
ανατρεπτική, η αλλαγή συμφωνίας με τις ιδιωτικές καπιταλιστικές
επιχειρήσεις σε στρατηγικούς τομείς (ενέργεια, ορυκτός πλούτος κλπ.) με
ολική ή μερική κρατικοποίηση ή μεταφορά σε εγχώριους καπιταλιστές.
Βεβαίως ορισμένες κρατικοποιήσεις (δηλαδή πέρασμα στην επιχειρηματική
δράση του πιο ισχυρού συλλογικού καπιταλιστή που είναι το αστικό κράτος)
και αλλαγές συμφωνιών έφεραν χρήματα στα κρατικά ταμεία, που έδωσε τη
δυνατότητα να αμβλυνθούν οι πιο ακραίες μορφές της εξαθλίωσης. Όμως αυτά
τα προγράμματα μόνο προσωρινά μπορούν να αποδώσουν, χάνουν την όποια
χρησιμότητα, καλλιεργούν τις μειωμένες απαιτήσεις, αν δεν υπάρξει
ανατροπή στο χαρακτήρα της εξουσίας για να δρομολογηθεί άλλος δρόμος
ανάπτυξης στον αντίποδα του καπιταλισμού, δηλαδή αν δε συνδεθεί η πάλη
ενάντια στο φιλελευθερισμό με την πάλη για την εργατική εξουσία, το
σοσιαλισμό.
Σημαντική
επίσης πείρα παρέχει η μελέτη της αποκαλούμενης «επανάστασης των
γαριφάλων» στη Πορτογαλία στις 25 Απρίλη 1974, που οργάνωσε το Κίνημα
Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΕΔ). Το ΚΕΔ ήταν μυστικό στρατιωτικό σώμα το οποίο
κατάργησε το δικτατορικό πολιτικό καθεστώς που ασκούσε διακυβέρνηση στη
χώρα αυτή για 48 ολόκληρα χρόνια. Στην πρωτομαγιάτικη διαδήλωση που,
σύμφωνα με τον Τύπο της περιόδου εκείνης, συγκεντρώθηκαν πάνω από 1
εκατομμύριο λαού, ο πρώτος ομιλητής, Φρ. Περέιρα ντε Μούρε (ανήκε στη
CDE, δηλαδή Δημοκρατική Εκλογική Επιτροπή), τόνισε: «Η βάση του φασισμού
είναι ο καπιταλισμός κι αυτός είναι άθικτος. Η νίκη μας θα κατοχυρωθεί
μονάχα με την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας». Σε μία βδομάδα
σχηματίστηκε η πρώτη προσωρινή κυβέρνηση με τη συμμετοχή σοσιαλιστών και
κομμουνιστών, ενώ ως πρώτος προσωρινός Πρόεδρος ορίστηκε ο Σπίνολα, που
ήταν όμως μέτοχος σε γνωστά βιομηχανικά μονοπώλια και ο οποίος στη
συνέχεια οργάνωσε δύο αντιδραστικά πραξικοπήματα. Τα δύο χρόνια που
ακολούθησαν απέδειξαν πολλά πράγματα, με επίκεντρο ένα μείζον ζήτημα
διαμάχης ανάμεσα στην κομμουνιστική και οπορτουνιστική αντίληψη, ανάμεσα
στην επαναστατική και σοσιαλιστική-σοσιαλδημοκρατική στρατηγική γύρω
από το ζήτημα μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Αποτελεί την επιβεβαίωση ότι
δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στον
καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, επιβεβαίωσε την ουτοπία της μετεξέλιξης
του λεγόμενου «αντιμονοπωλιακού» σταδίου σε σοσιαλιστικό.
Βεβαίως
θα ήταν παράλογο ν’ απαιτήσει κανείς από τα αστικά και μικροαστικά
κόμματα ν’ ασπαστούν το δρόμο της αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής
συσπείρωσης, την ένταξη της πάλης για τα καθημερινά και οξυμένα
προβλήματα στη συγκέντρωση και προετοιμασία των δυνάμεων, σε συνθήκες
επαναστατικής κατάστασης, να πραγματοποιήσουν τη σοσιαλιστική
επανάσταση.
Το ζήτημα είναι η αντίληψη και η πρακτική των κομμουνιστικών κόμματων.
Το
ΚΚΕ πολύ έγκαιρα, από το 1995, οπότε πραγματοποιήθηκε η Πανελλαδική
Συνδιάσκεψη του Κόμματος με θέμα τις αιτίες ανατροπής του σοσιαλιστικού
συστήματος στην Ευρώπη, αναφέρθηκε στην καλλιέργεια θεωρητικών απόψεων ή
επιλογών που συνιστούσαν παρεκκλίσεις στη θεωρία μας και αφορούσαν τη
μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Συγκεκριμένα τόνισε ότι «οι
κατευθύνσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ για “ποικιλία μορφών μετάβασης
των διάφορων χωρών στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις”
αξιοποιήθηκαν από ηγεσίες κομμουνιστικών κομμάτων ως θεωρητικό υπόβαθρο
επίθεσης σε βάρος της επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού».
Ένα
από τα προβλήματα που διαδραμάτισε αρνητικό ρόλο στον προσανατολισμό
και τη στρατηγική του εργατικού κινήματος σε χώρες της Λατινικής
Αμερικής ήταν η λαθεμένη αντίληψη για το χαρακτήρα της καπιταλιστικής
ανάπτυξης, για τις αιτίες της σχετικής καθυστέρησής της, με
χαρακτηριστικό το ότι στις χώρες αυτές στην αγροτική παραγωγή υπήρχαν
ακόμα φεουδαρχικές σχέσεις ιδιοκτησίας ή υπολείμματά τους. Κι όμως όλα
τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι παλιοί γαιοκτήμονες από φεουδάρχες
έγιναν καπιταλιστές, η συσσώρευση κεφαλαίου που πραγματοποιούσαν ήταν
στη βάση των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, ανεξάρτητα αν οι
μορφές εκμετάλλευσης της αγροτιάς φαινομενικά θύμιζαν ορισμένες
φεουδαλικού τύπου σχέσεις. Ουσιαστικά η αγροτιά εργαζόταν με τους
χειρότερους όρους καλυμμένης μισθωτής εργασίας. Η διανομή της αγροτικής
γης στους αγρότες δε συνιστούσε ένα επαναστατικού τύπου μέτρο,
ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αρχικά ενθουσίασε τους φτωχούς αγρότες,
καθώς ενίσχυε τη δίψα τους για ατομική ιδιοκτησία, για άνοδο στην ταξική
διαστρωμάτωση, που κατά συνέπεια εγκλωβίζει στον καπιταλιστικό δρόμο
ανάπτυξης. Ήταν αδύνατο στις συνθήκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και
μάλιστα σε συνθήκες διεθνοποίησης της δράσης του κεφαλαίου, κυριαρχίας
των μονοπωλίων, να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της αγροτιάς και της
εργατικής τάξης σε θέματα διαβίωσης κλπ. Πολύ γρήγορα οι μικροϊδιοκτήτες
αγρότες εξαναγκάστηκαν –με τη μορφή της εξαγοράς– στην επιστροφή της
αγροτικής γης στους καπιταλιστές. Αυτή η τάση είναι αναπότρεπτη. Άλλωστε
είναι γενική τάση σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα από την
ταχύτητα πραγματοποίησης της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης.
Βεβαίως
σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η ανάλυση της σύγχρονης
λατινοαμερικανικής πείρας, της πείρας άλλων χωρών σε Ασία και Αφρική,
αλλά η ανάδειξη του προβλήματος ότι, όποιες αλλαγές και αν γίνουν στο
σύστημα διακυβέρνησης, δεν αλλάζει η ουσία, ότι διατηρείται η δικτατορία
της αστικής τάξης, ο αστικός χαρακτήρας του κράτους, των οργάνων και
των θεσμών του, δηλαδή της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου.
Η
αντι-νεοφιλελεύθερη και αντι-ΗΠΑ συμπαράταξη που αναδείχτηκε στη
Λατινική Αμερική ως αριστερή εναλλακτική λύση, όταν μάλιστα προβάλλεται
ως δρόμος μετάβασης στο σοσιαλισμό, το μόνο που πετυχαίνει είναι να
δίνει ανάσα στην αστική τάξη να ανασυνταχτεί και ν’ αντεπιτεθεί.
Με
βάση τη διεθνή πείρα, η συμμετοχή ΚΚ στην αστική διαχείριση, ανεξάρτητα
από προθέσεις, όχι μόνο δεν αποτελεί εφαλτήριο για την άνοδο του
επαναστατικού κινήματος, αντίθετα, συμβάλλει στην ενίσχυση
κοινοβουλευτικών αυταπατών, οδηγεί σε παραίτηση από την επαναστατική
στρατηγική και αναστέλλει την ανάπτυξη του επαναστατικού εργατικού
κινήματος.
Η
επαναστατική κατάσταση, ως προϋπόθεση της επανάστασης, έχει
αντικειμενικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν προγραμματίζεται χρονικά η
εκδήλωσή της από το Κόμμα και το επαναστατικό εργατικό κίνημα, ούτε
προκαλείται με στημένα και τεχνητά γεγονότα στην κεντρική πολιτική
σκηνή. Αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι ο υποκειμενικός
παράγοντας δεν παίζει ρόλο και το εργατικό κίνημα και το Κόμμα απλά
περιμένει να έλθει η επαναστατική κατάσταση ως αντικειμενικό γεγονός,
για να ανατρέψει την εξουσία της αστικής τάξης. Είναι γνωστό το σχήμα
που χρησιμοποίησε ο Λένιν για να περιγράψει συνοπτικά την επαναστατική
κατάσταση ως αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να ασκούν εξουσία, ως
επιδείνωση των προβλημάτων της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών
στρωμάτων –επιδείνωση μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη– ως σημαντικό και
απότομο ανέβασμα της ταξικής πάλης, της σύγκρουσης της εργατικής τάξης
και των συμμάχων της με την αστική εξουσία.
Είναι
φανερό ότι, για να οδηγηθεί η επαναστατική κατάσταση σε επανάσταση,
αποφασιστικό ρόλο παίζει η ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή
του εργατικού κινήματος και ειδικότερα του ΚΚ. Αυτός ο παράγοντας
εξαρτάται από την προηγούμενη συνολική δραστηριότητα της εργατικής τάξης
και των συμμάχων της, πριν απ’ όλα του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς
τα αποτελέσματα αυτής της δράσης υπεισέρχονται σε όλες τις πτυχές της
επαναστατικής κατάστασης. Στην ουσία η επαναστατική κατάσταση προκύπτει
από ραγδαίες αλλαγές στην καπιταλιστική κοινωνία που ευνοούν την άνοδο
της ταξικής πάλης και την επαναστατική αλλαγή. Όμως αποφασιστικό ρόλο
στη συνολική κατάσταση και εξέλιξη που διαμορφώνεται διαχρονικά και
σωρευτικά παίζει η ύπαρξη ενός επαναστατικού ΚΚ ως οργανωμένης
πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. «Σε μη επαναστατικές συνθήκες,
δηλαδή σε συνθήκες που η αστική εξουσία δεν έχει κλονιστεί λόγω της
όξυνσης των εσωτερικών της αντιφάσεων, αλλά και των αντιφάσεων σε ένα
ευρύτερο μέρος καπιταλιστικών κρατών, είναι αδύνατο να διαμορφωθεί
πλειοψηφούσα αντικαπιταλιστική, κομμουνιστική συνείδηση. Αυτό που έχει
σημασία είναι να διαμορφώνεται μια όσο γίνεται πιο ισχυρή επαναστατική
πρωτοπορία με ισχυρούς δεσμούς επιρροής και επίδρασης σε ένα όσο γίνεται
μεγαλύτερο μέρος των εργατοϋπαλλήλων, των εργαζομένων, κατά χώρο
δουλειάς, κλάδο, εργατική-λαϊκή γειτονιά, στην ύπαιθρο που
συγκεντρώνεται η φτωχή αγροτιά»12.
Συμμετέχοντας
ένα κομμουνιστικό κόμμα σε μια αστική κυβέρνηση, κλείνει την πόρτα στη
συγκέντρωση και προετοιμασία δυνάμεων για την επαναστατική αλλαγή,
αφοπλίζεται μπροστά στην κρατική βία και καταστολή. Είναι σαφές ότι «η επαναστατική πλειοψηφία μπορεί να διαμορφωθεί μόνο έξω από τους θεσμούς αυτής της δημοκρατίας (σ.σ.: της αστικής)
και μόνο όταν ωριμάζει η αμφισβήτησή τους, όταν γκρεμίζονται οι
αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις για λύσεις προς όφελος του λαού από
αυτούς τους θεσμούς, μόνο στο βαθμό που η εργατική τάξη οργανώνεται μέσα
στις παραγωγικές μονάδες όχι μόνο σε οικονομική βάση, αλλά σε πολιτική
κατεύθυνση, δηλαδή στην πάλη για τη δική της εξουσία»13.
Γι’
αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι στη σύγχρονη περίοδο
το ΚΚΕ, με βάση τα πολύτιμα συμπεράσματα από τη μελέτη της Ιστορίας του,
την ωρίμανση και την τόλμη του να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, κατάφερε
να ξεπεράσει τον πιο, ίσως, μεγάλο σκόπελο της μακρόχρονης ζωής του, το
σκόπελο της αντεπανάστασης του 1989-1990, όταν πολλά άλλα κόμματα στον
κόσμο δυστυχώς δεν τα κατάφεραν. Δε νιώθουμε εγωιστική αυτοϊκανοποίηση,
κάναμε το καθήκον μας, και αυτό το καθήκον προσθέτει νέες υποχρεώσεις σε
μια περίοδο πρωτοφανούς ήττας και υποχώρησης του κινήματος, προκειμένου
να βάλουμε τις βάσεις της μεγάλης νίκης στην Ελλάδα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Το «Κράτος και Επανάσταση» γράφτηκε τον Αύγουστο με Σεπτέμβρη του 1917 έως νωρίτερα από τις 17 Δεκέμβρη του 1918.
2. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 7.
3. Ό.π.
4. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ.7.
5. Ό.π., σελ. 9.
6. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 11.
7. Ό.π., σελ. 114.
8. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 86-87.
9. ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 80-91.
10. Γ. Μαρίνου: «ΝΑΤΟ: Το οπλισμένο χέρι του ευρω-αμερικάνικου ιμπεριαλισμού κατά των λαών», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2014.
11. Τ. Τραβασάρου: «Το ΚΚ Χιλής στην κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας. Διδάγματα για το σήμερα», ΚΟΜΕΠ, τ. 5/2013.
12. ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Κόμμα παντός καιρού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 26-27.
13. ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ: «Θεωρητικά ζητήματα στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 77-78.