Ένας Γερμανός αφηγείται πώς προσχώρησε στο ΕΑΜ
Επιμέλεια: ofisofi //Ο συγγραφέας του ιστορήματος αυτού, Gerhard Reihardf, γεννήθηκε στις 4 Μαΐου 1916 στο Werdau κι άρχισε από πολύ μικρός να δουλεύει σε εργοστάσιο, για να γίνει τελικά κλειδαράς. Στα 15 του κιόλας προσχώρησε, το 1930, στην Κομμουνιστική Νεολαία Γερμανίας. Το 1936 πιάστηκε απ’ τη Γκεστάπο για παράνομη δουλειά, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή, ενώ παράλληλα χαρακτηρίστηκε ως «ανάξιος» για το γερμανικό στρατό. Το Νοέμβριο του 1942 επιστρατεύτηκε στην «Πειθαρχική Μεραρχία 999» και μετά τη βασική του εκπαίδευση τοποθετήθηκε στο 961 Σύνταγμα, που προοριζότανε για τη Β. Αφρική, όπου όμως δεν πρόλαβε να πάει, γιατί εν τω μεταξύ είχε συνθηκολογήσει το Άφρικα – Κορπς του στρατηγού Ρόμμελ. Τοποθετήθηκε τότε στο VI Τάγμα Οχυρού και στάλθηκε στην Ελλάδα, όπου διαδραματιστήκανε τα γεγονότα που περιγράφει στο αφήγημα που δημοσιεύουμε.
«Στα 1936, μόλις που είχα κλείσει τα 19, καταδικάστηκα σε τρία χρόνια και δυό μήνες φυλακή με την κατηγορία ότι εσχεδίαζα πράξη «εσχάτης προδοσίας». Όταν απολύθηκα απ’ τις φυλακές του Waldheim, έπιασα δουλειά σαν κλειδαράς στο Werdau. Όσο ο Χίτλερ σημείωνε στρατιωτικές επιτυχίες στον επιθετικό του πόλεμο, δεν επιστρατεύτηκα, γιατί είχα χαρακτηριστεί
«ανάξιος» για τις ένοπλες δυνάμεις. Όταν όμως άρχισε να διαφαίνεται η κάμψη, επιστρατεύτηκα για την «Πειθαρχική Μεραρχία 999» και εκπαιδεύτηκα στο Heuberg.
Στην ίδια διμοιρία με μένα υπηρετούσαν ο σύντροφος Χάουσουλτς καθώς και ο Μαξ Ρέννε και ο Καρλ Χούμαν. Εξακολούθησε η εκπαίδευσή μας, αλλά στο δικό μας τμήμα τα καψόνια και οι προκλήσεις ήταν ακόμα χειρότερα απ’ όσο στ’ άλλα. Πάνω από 600 ξύλινοι σταυροί στο νεκροταφείο Stetten «νομότυπα» εκτελεσμένων ανδρών της 999 φανερώνουν τις μεθόδους με τις οποίες γινόταν η εκπαίδευση για τη νέα μας αποστολή.
Επρόκειτο σύντομα να υποστούμε τη δοκιμασία του μετώπου. Αυτό κι εμείς το επιζητούσαμε, αλλά για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Εκεί θα καθαρίζαμε τους λογαριασμούς μας. Σύνθημά μας ήταν: «Μάθε καλά το όπλο σου, σύντομα θα σου χρειαστεί».
Αρχές Ιούλη ξεκίνησε το « VI Τάγμα Οχυρών», στο οποίο ανήκα κι εγώ, και μέσω των ωραίων περιοχών της Δυτ. Γερμανίας και της Αυστρίας, κατευθυνθήκαμε προς τα Βαλκάνια και τη ζεστή Ελλάδα. Όσο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, οι εικόνες που βλέπαμε απ’ τα παράθυρα του τραίνου αλλάζανε. Τώρα μας συνοδεύανε πεσμένοι τηλεγραφόστυλοι, καμένα βαγόνια και πρόχειρες βοηθητικές γέφυρες. Για μας αυτά όλα σημαίνανε πως βρισκόμασταν σε περιοχές δράσης παρτιζάνων. Όταν το τάγμα μας κινήθηκε στους δρόμους του Πειραιά, είδαμε στους τοίχους των κτιρίων γραμμένα συνθήματα εναντίον των κατακτητών, που αν και δεν μπορούσαμε να τα διαβάσουμε, σημαίνανε για μας τους γερμανούς αντιφασίστες « προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».
Στη διαδρομή ακόμα, είχαμε πάρει την απόφαση να επιδιώξουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα να πάρουμε επαφή με τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Έτσι, και κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ μας, δήλωσα αμέσως ασθένεια, και μεταφέρθηκα για εξέταση στο στρατιωτικό νοσοκομείο Αρσάκειο, με την ένδειξη «υποψία ελονοσίας». Είχα εντολή να επιδιώξω επαφή με έλληνες πατριώτες.
Κάτι τέτοιο όμως ευκολότερο λέγεται, παρά γίνεται. Φόραγα γερμανική στολή, με τα φασιστικά διακριτικά. Πώς θα καταλάβαιναν οι άλλοι, ποιος ήταν τάχα ο πραγματικός σκοπός μου.
Με διαταγή της Κομμαντατούρας, η συνοικία του Γκύζη ήταν απαγορευμένη για τους γερμανούς στρατιώτες, για λόγους «κινδύνου μεταδοτικών νοσημάτων». Η πείρα μου όμως απ’ την παρανομία μού έλεγε πως ασφαλώς κάποια άλλη θα πρέπει να ‘ ταν η πραγματική αιτία. Έτσι αποφάσισα να παραβώ τη διαταγή και μπήκα στη συνοικία.
Ήταν η 1η Αυγούστου 1943, το θυμάμαι σα να ‘ ταν σήμερα. Περπατούσα ολομόναχος στη φτωχογειτονιά κοιτάζοντας συνεχώς γύρω μου. Ξαφνικά βρέθηκα ανάμεσα σε πολλούς νεαρούς που με αναγκάσανε να μπω σε μια ταβέρνα αρχικά κι από κει σε μια αυλή τριγυρισμένη από χαμηλά σπίτια.
Εκεί διαπίστωσα ότι ήμουνα κυκλωμένος από ένοπλους άνδρες. Άρχισε τότε μια συζήτηση που κι απ’ τις δυό πλευρές ήταν πολύ προσεχτική. Αν και είχαν ακουστά για τη μονάδα 999, ήτανε στην αρχή πολύ επιφυλαχτικοί, γιατί υπήρχε φαίνεται κάποια δυσάρεστη σχετική εμπειρία. Πήρα εντολή να ξαναγυρίσω την επόμενη μέρα, πράγμα που έκανα βέβαια. Ένας έλληνας φοιτητής, ο Σταμάτης, μου είπε να βρίσκομαι στις 3 Αυγούστου σε ένα ορισμένο σημείο της Ιπποκράτους, να φέρω όσα όπλα μπορούσα και να επιβιβαστώ σ’ ένα μικρό Φίατ που θα βρισκόταν εκεί.
Εγκατέλειψα κρυφά τη συνοικία του Κολωνακίου, όπου είχα τοποθετηθεί μετά τις ιατρικές εξετάσεις στο νοσοκομείο, και με μια μικρή βαλίτσα όπου είχα τοποθετήσει δύο αυτόματα και τέσσερις γεμιστήρες με πυρομαχικά, έτρεξα προς την κανονισμένη συνάντηση, αλλά και μιαν άγνωστη για μένα τύχη. Στο μυαλό μου περνάγανε διάφορες σκέψεις και βέβαια η πατρίδα μου η Γερμανία. Όλες τους όμως ενισχύανε την απόφαση που είχα πάρει καθώς και την πίστη μου ότι είχα ενεργήσει σωστά. Ξαναθυμόμουνα τα παλιότερα χρόνια, όπου το κόμμα μάς είχε διδάξει ότι ο εχθρός βρισκότανε στην ίδια την πατρίδα μας κι ότι το καθήκον μας ήταν η αλληλεγγύη και βοήθεια προς τους λαούς εκείνους που καταπιέζονταν απ’ τον ιμπεριαλισμό.
Το φιατάκι με οδήγησε στο παράνομο στέκι των παρτιζάνων της Αθήνας. Και άρχισε μια περίοδος αυστηρών αλλά αναγκαίων ελέγχων.
Στις 27 Σεπτεμβρίου, που ήταν και η επέτειος της ίδρυσης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), ήρθε στην κρυψώνα μου ο Σταμάτης και με παρέδωσε σε δύο άλλους φοιτητές, το Σπύρο και την Καίτη. Επρόκειτο για συνεργείο που θα’ γραφε συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας, και που εγώ θα τα συμπλήρωνα με καρικατούρες του Χίτλερ, του Μουσσολίνι και του κουΐσλιγκ πρωθυπουργού Ράλλη. Την ημέρα αυτή κυριαρχόυσε στην πόλη μια ατμόσφαιρα έξαψης. Οι άνθρωποι είχαν βγει στους δρόμους, από μεγάφωνα ακουγόντουσαν αντιστασιακά συνθήματα, ενώ μηχανοκίνητες περιπολίες των Ες – Ες διασχίζανε με αστραπιαία ταχύτητα τις γειτονιές. Ψηλά στην Ακρόπολη είχαν ανάψει τρία τεράστια φωτεινά γράμματα: ΕΑΜ. Έμαθα αργότερα ότι την επιγραφή αυτή την είχε φτιάξει ο Μανόλης Γλέζος, που και παλιότερα είχε κατεβάσει απ’ την Ακρόπολη τη γερμανική στρατιωτική σημαία.
Ακολουθήσανε πράξεις τρομοκρατίας. Στου Γκύζη οι φασίστες κάνανε ομαδικές συλλήψεις. Ύποπτοι ή και τελείως αθώοι τουφεκιστήκανε. Εκατοντάδες φοιτητές βασανιστήκανε μέχρι θανάτου στο Χημείο του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Στα τέλη του 1943 η οργάνωση της Αθήνας μ’ έστειλε στο βουνό να ενταχθώ στο Λαϊκό Στρατό ΕΛΑΣ. Επί τρεις μήνες μετακινιόμασταν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες στην Πίνδο. Το διάστημα αυτό στάθηκε για μένα ένα σκληρό σχολείο εμπειριών και αντοχής. Είδα πολλά φοβερά πράγματα , αφού – όπως πληροφορήθηκα αργότερα – πάνω από 1.800 κατοικημένοι τόποι είχαν καταστραφεί και ισοπεδωθεί από τους Γερμανούς. Οι έλληνες πατριώτες όμως μπορούσανε παρ’ όλα αυτά να κάνουνε τη διάκριση ανάμεσα στους Γερμανούς της μιας και της άλλης πλευράς.
Δεν κατορθώναμε πάντα να περνάμε ανάμεσα στις γραμμές των εχθρών . Έτσι στην περιοχή της Όρθρης, κοντά στο Βόλο, μετά από μια μάχη, κι αφού σχεδόν όλα τα πυρομαχικά μας είχαν εξαντληθεί , ο εχθρός μάς κύκλωσε και βρεθήκαμε σε πραγματικά δύσκολη θέση. Ο καπετάνιος μας, ο καπνεργάτης Σπύρος Κραπίλης , αποφάσισε τότε να μιλήσουμε στους γερμανούς και ιταλούς στρατιώτες και να κάνουμε έκκληση στην ταξική τους συνείδηση, γιατί ήταν η πρωτομαγιά του 1944. Αρχίσαμε να φωνάζουμε συνθήματα με χωνιά. Ζωγραφίσαμε εξάλλου με άσπρη μπογιά μερικά τέτοια συνθήματα πάνω σε κομμάτια αντισκήνων και σε κουβέρτες για να φαίνονται από τον κάμπο. Μιλούσαμε στους Γερμανούς και στους Ιταλούς στη γλώσσα τους και τους καλούσαμε να περάσουνε στις γραμμές μας. Ύστερα περιμέναμε. Περιμέναμε και κοιτάζαμε απ’ τα βράχια όπου βρισκόμαστε προς τον κάμπο, προς μια θαυμάσια στ’ αλήθεια τοποθεσία με την οποία μας είχε εξοικειώσει η μάχη. Στις πλαγιές ένα αρωματισμένο δάσος, στην πεδιάδα το μουντό πράσινο του ελαιώνα, ενώ στο βάθος καθρεφτιζόταν το Αιγαίο. Κοιτάζαμε με ανυπομονησία και περιμέναμε , μέσα σε μια παλλόμενη σιωπή.
Έξαφνα ακούσαμε πυκνούς πυροβολισμούς ενώ βλήματα πυροβόλων αρχίσανε να σκάνε στο εχθρικό στρατόπεδο μαζί και με χειροβομβίδες. Σε λίγο, ένας αντάρτης του 54 Συντάγματος του ΕΛΑΣ μας έφερε την είδηση ότι ο σύνδεσμος που είχαμε στείλει στην ηρωική μας Μεραρχία, στη «Δεκατριάρα μας» όπως τη λέγαμε , είχε φτάσει έγκαιρα και η Μεραρχία είχε σπάσει τον κλοιό των εχθρών. Είχε σημειωθεί μάλιστα και μια μικροανταρσία σε μια ιταλική μονάδα. « Σίγουρα συντελέσανε σ’ αυτό και τα πρωτομαγιάτικα συνθήματά σας», λέγανε οι μαχητές του ΕΛΑΣ που συνδεθήκανε πρώτοι με την ομάδα μας.
Χαρήκαμε για την αποτελεσματικότητα της πρωτοβουλίας μας. Στη συμπλοκή πιαστήκανε και 68 γερμανοί αιχμάλωτοι, που τους γλιτώσαμε εμείς για να ενταχθούν στη « Νέα Γερμανία» μας. Το ίδιο βράδυ ο ιταλός εργάτης μετάλλου Μάριο Αμόντα απ’ το Τουρίνο απηύθυνε χαιρετισμό στα δύο τάγματα των ιταλών στασιαστών. Με θαυμασμό μα και λίγη ντροπή πήραν κι αυτοί μέρος στη διεθνή πρωτομαγιάτικη γιορτή.
Η 13η Μεραρχία του ΕΛΑΣ επρόκειτο να με οδηγήσει στους αντιφασίστες γερμανούς συμπατριώτες μου. Στο Καρπενήσι συνάντησα το δόκτορα Falk Harnack, αδελφό του εκτελεσμένου απ’ τους Γερμανούς γνωστού αντιφασίστα Arvid Harnack. Ο Falk, που στην ελληνική αντίσταση ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο « Ίκταρης», είχε δουλέψει στο ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας, κι έτσι ήταν σε θέση να δώσει στο αντιστασιακό κίνημα πολύτιμες πληροφορίες, σώζοντας έτσι πολλούς πατριώτες. Κι αυτός, όπως εξάλλου κι εγώ – είχα το ψευδώνυμο Μανόλης – είχαμε μάθει όταν ήμαστε στην Αθήνα την ύπαρξη στη Σοβιετική Ένωση του « Εθνικού Κομιτάτου Ελεύθερη Γερμανία» και είχαμε αποφασίσει να δημιουργήσουμε κι εμείς ένα παρόμοιο κομιτάτο για τους γερμανούς αντιφασίστες που βρίσκονταν στις γραμμές του ΕΛΑΣ, για να μπορούμε έτσι να δουλέψουμε καλύτερα στη διαφώτιση του μετώπου. Ακούγαμε τις εκπομπές του σταθμού « Ελεύθερη Γερμανία» της Μόσχας, που το περιεχόμενό τους ανταποκρινόταν εξάλλου στις δικές μας σκέψεις , που επιθυμούσαμε να τις μεταδώσουμε στους γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονταν απέναντί μας. Έτσι λοιπόν καταστρώσαμε ένα πρόγραμμα και συντάξαμε τις πρώτες προκηρύξεις μας.
Το Καρπενήσι βρισκόταν σε μια απελευθερωμένη περιοχή κι εδώ είχε σχηματιστεί η πρώτη λαϊκή κυβέρνηση της Ελλάδας στις 11 Μαρτίου 1944. Διαλέξαμε λοιπόν το Καρπενήσι σαν τόπο συγκέντρωσης όλων των γερμανών αντιφασιστών, κι από δω κάναμε εξορμήσεις στα διάφορα σημεία συγκρούσεων με τον εχθρό. Εδώ εξάλλου θέλαμε να συγκεντρώσουμε μαζί με τους αυτόμολους αντιχιτλερικούς και τους γερμανούς αιχμαλώτους. Και ν’ αρχίσουμε τη διαφωτιστική δουλειά μας, που δεν θα αφορούσε μόνο την τρέχουσα πολεμική κατάσταση, αλλά κυρίως τη μελλοντική δημοκρατική Γερμανία.
Μια μέρα έφτασε σε μας ο σιδηροδρομικός υπάλληλος Rudolf Hermann, εργάτης χριστιανοδημοκρατικής τοποθέτησης απ’ τη μικρή πόλη Neumark της Σαξωνίας, που μια συνταρακτική περιπέτεια τον είχε οδηγήσει στο βουνό απ’ τα τέλη κιόλας του 1942. Εκείνη την εποχή, επιστρατευμένος με το βαθμό του δεκανέα στην υπηρεσία των σιδηροδρόμων, του είχαν αναθέσει τη φροντίδα της συσκευασίας και φόρτωσης πορτοκαλιών και λιγνίτη, σε κάποιο σταθμό κοντά στις Θερμοπύλες. Κάθε τόσο έδινε μερικά φρούτα στα πεινασμένα παιδάκια της περιοχής. Ο διοικητής του όμως δεν έδειχνε κατανόηση γι’ αυτή τη χριστιανική αγάπη προς τον πλησίον γι’ αυτό και τον τιμώρησε με αυστηρή φυλάκιση. Μια φορά μάλιστα τον υποχρεώσανε να παραστεί στον απαγχονισμό ενός χωρικού, μέσα στην αυλή του ίδιου του σπιτιού του. Όμως ο δεκανέας δεν το άντεχε πια, και έτσι παρουσιάστηκε μπροστά μου ο χριστιανοδημοκράτης εργάτης R. Hermann σαν ένας γενιοφόρος βετεράνος παρτιζάνος με σταυρωτά τα φυσεκλίκια του στο στήθος.
Ήρθανε σε λίγο και ο Otto Mirbach, κομμουνιστής από τη Γιένα, και ο σοσιαλδημοκράτης Gerhard Frauz από το Μόναχο. Και οι δυο τους σκοτωθήκανε το 1944, στις σκληρές μάχες που γίνανε όταν οι φασίστες προσπαθήσανε να εκκαθαρίσουνε από τους αντάρτες τις απελευθερωμένες από τον ΕΛΑΣ περιοχές.
Δεν είχαμε καλά καλά αρχίσει τις λίγο πιο συστηματικές προσπάθειες μας για την ίδρυση του κομιτάτου « Ελεύθερη Γερμανία» και έξαφνα μας χωρίσανε. Ο Falk, o Rudolf κι εγώ πήραμε μετάθεση για το 42 Σύνταγμα. Η διαταγή αυτή ήταν για μας ακατανόητη, οι επόμενοι μήνες όμως μάς ανοίξανε τα μάτια. Βέβαια ο ΕΛΑΣ είχε κάθε δίκιο να αξιοποιεί τους πάντες για τον αγώνα, όμως τη δική μας προσπάθεια για την ίδρυση του Κομιτάτου εμποδίζανε σίγουρα άλλοι παράγοντες, που έπρεπε να αναζητηθούν προς την κατεύθυνση της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Τα σχέδια τους όμως αποτύχανε, και κατά τα τέλη Ιουλίου 1944, μετακινηθήκαμε για το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ στην Καστανιά, όπου πήραμε την εντολή απ’ το ΚΚΕ να επισπεύσουμε τη δημιουργία του κομιτάτου «Ελεύθερη Γερμανία».
Στο Καρπενήσι, που το έκαψαν τα χιτλερικά στρατεύματα στις αρχές Αυγούστου ’44, είχα γνωρίσει και τον εθνικό ήρωα Μανόλη Γλέζο, που μετά από 20 σχεδόν χρόνια, είχα τη χαρά να υποδεχθώ στη Λαϊκή Γερμανική Δημοκρατία ως γραμματέας των γερμανών αντιφασιστών. Τότε, σε κείνη την πρώτη συνάντησή μας, ο Γλέζος μου είχε δώσει πολύτιμες συμβουλές για τη δουλειά μας και έδειχνε καλός γνώστης της γερμανικής νοοτροπίας και ψυχής.
Στην Καστανιά μάς πληροφόρησε ο συναγωνιστής Δεσποτόπουλος, νομικός και διπλωματικός σύμβουλος του Γ.Σ του ΕΛΑΣ, για την ύπαρξη του «Μανιφέστου των 25 σημείων για τον τερματισμό του πολέμου» που είχε συντάξει το Εθνικό Κομιτάτο « Ελεύθερη Γερμανία» (NKFD) στη Μόσχα.
Έτσι στις 10 Αυγούστου 1944 ιδρύθηκε τελικά και το Αντιφασιστικό Κομιτάτο « Ελεύθερη Γερμανία» ( AKFD) των γερμανών στρατιωτών της Ελλάδας. Το πρώτο συμβούλιο αποτελέσανε οι K. Pfaderer, P. Fritz, W.Hauzen, Δρ. Falk Harnack, R. Hermann, F. Oberseger, G. Reinhard και S. Schiller. O Falk ήταν ο πολιτικός μας κι εγώ αντικαταστάτης του και υπεύθυνος για τα οργανωτικά. Το Γ.Σ του ΕΛΑΣ μας εφοδίασε με επίσημες ταυτότητες που μας επιτρέπανε να κυκλοφορούμε σ’ ολόκληρη την περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας για την προαγωγή της δουλειάς μας για το AKFD. Την ταυτότητά μου αυτή με αύξοντα αριθμό 2 την έχω φυλάξει σαν ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλιά μου.
Αμέσως μετά την ίδρυση του Αντιφασιστικού Κομιτάτου άρχισε η οργάνωση εκατονταρχιών υπό τη διοίκηση δοκιμασμένων αντιφασιστών.
Θεωρήσαμε εξ αρχής τη διαφώτιση σαν το πρωταρχικό μέλημά μας.Πάνω σε μια παλιά γραφομηχανή, λεία πολέμου κι αυτή, αρχίσαμε να χτυπάμε προκηρύξεις, που θαρραλέοι σύντροφοι σκορπάγανε στις γερμανοκρατούμενες περιοχές της Άμφισσας, στο Λιανοκλάδι, τη Λαμία και τα περίχωρα της Λάρισας. Σε μια τέτοια επιχείρηση σκοτώθηκε στις 29 Αυγούστου ο ανθρακωρύχος Otto Stuck απ’ το Ρουρ.
Μια άλλη φορά, προκηρύξεις μας ριχτήκανε σε μια πανηγυρική εκδήλωση που είχε οργανώσει ο γερμανικός στρατός στο αρχαίο θέατρο του Ηρώδου του Αττικού.
Παντού όπου οι γερμανοί στρατιώτες εξακολουθούσανε τον εγκληματικό τους πόλεμο και σκοτωνόντουσαν γι’ αυτόν, φτάνανε τα συνθήματα της ιδρυτικής διακήρυξης του NKFD της Μόσχας:
«Για το λαό και την πατρίδα. Ενάντια στο Χίτλερ και τον πόλεμό του. Για άμεση ειρήνη. Για τη σωτηρία του γερμανικού λαού. Για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη Γερμανία».
Με ομιλίες και διαφώτιση δουλεύαμε και σε στρατόπεδα γερμανών αιχμαλώτων. Η δουλειά μας δεν ήταν πάντα εύκολη. Προσπαθούσαμε να αξιοποιήσουμε την πείρα μας από την παρανομία. Ευτυχώς βρίσκαμε πρόθυμη συμπαράσταση απ’ τους έλληνες συναγωνιστές μας. Έτσι, ανάμεσα στα άλλα, μας προμηθεύσανε και ένα αντίτυπο σε αγγλική γλώσσα της ιστορίας του ΚΚΣΕ.
Κι όταν το ΚΚΕ, το Δεκέμβρη του 1944, μας ξεπροβόδισε στην περιοχή της Φλώρινας, ο αντιπρόσωπος σύντροφος Δυράσιος, μας ευχαρίστησε στο όνομα του ελληνικού λαού με τα λόγια:
«Αποδείξατε στην πράξη ότι υπάρχει και μια άλλη Γερμανία»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου