20 Νοε 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΜΙΑ «ΚΡΙΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ

   ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΜΙΑ «ΚΡΙΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ

«Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται»
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συντελέστηκαν αρνητικές αλλαγές και εξελίξεις, που συγκλόνισαν τον κόσμο. Στην πρώην Σοβιετική Ενωση και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, ανατράπηκαν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα και δημιουργήθηκαν εκείνες οι προϋποθέσεις που έκαναν δυνατή την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Κορυφαία γεγονότα σε αυτή τη δραματική διαδικασία της αντεπανάστασης ήταν το ξεπούλημα και η προσάρτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣΟΑ) και της ΕΣΣΔ, το 1991.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της αντεπαναστατικής διαδικασίας και της δημιουργίας της «Νέας Τάξης Πραγμάτων» εμφανίστηκαν μια σειρά κρίσιμα ερωτήματα και προέκυψαν πολύ σοβαρά προβλήματα μπροστά στη θεωρία μας και στους κομμουνιστές για παραπέρα έρευνα και μελέτη.
Η αναζήτηση όλων εκείνων των αιτίων και παραγόντων που οδήγησαν στην αντεπανάσταση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, οι εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα από αυτήν είναι σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, επιτακτική ανάγκη και για το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα.
Είναι αλήθεια ότι το Κόμμα μας είναι ένα από τα πρώτα κομμουνιστικά κόμματα που προσπάθησε να μελετήσει ορισμένα προβλήματα, τα οποία θεωρεί ιδιαίτερα σοβαρά και κρίσιμα, και να βγάλει συμπεράσματα, ενώ άλλα παραμένουν για παραπέρα έρευνα και μελέτη[1]. Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν, για όλους τους επιστήμονες μαρξιστές.

Ι. ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ «ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ»

Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με το λεγόμενο «Σοβιετικό Σχηματισμό».
Το πρόβλημα αυτό ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα με την έκδοση του βιβλίου του Κ. Κάππου με τον τίτλο: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», από το εκδοτικό «Αλφειός», 2000, που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Θα αναφερθούμε στο παρόν άρθρο εκτενώς σε αυτή την έκδοση, γιατί οι ιδέες που υιοθετούνται από το συγγραφέα, χωρίς να είναι νέες και πρωτότυπες, έχουν μια ορισμένη απήχηση σε προοδευτικούς ανθρώπους, αξιοποιούμενες -δυστυχώς- κατάλληλα και από τους αστούς δημοσιολόγους και προπαγανδιστές.
Κατ’ αρχήν θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο για να δούμε ποιες είναι οι θέσεις και τα επιχειρήματα, περί ύπαρξης κάποιου ιδιαίτερου «Σοβιετικού Σχηματισμού».
Στην εργασία αναφέρονται συγκεκριμένα οι παρακάτω απόψεις:
«Σαν αποτέλεσμα το σύστημα των Σοβιέτ, ήδη στην αρχή της δεκαετίας του ’20 έχασε το στήριγμα των οργάνων του στις εργατικές κολεκτίβες. Δημιουργήθηκε η προϋπόθεση για το πισωγύρισμα στο μισθωτό χαρακτήρα της κολλεκτιβίστικης εργασίας».
«... Ετσι τα όργανα εξουσίας, που διαμορφώθηκαν στις αγροτικές περιοχές στην ουσία δεν ήταν τελείως Σοβιετικά»[2].
«Το 1936. - Η πολιτική εξουσία έφυγε και τυπικά πλέον από τον έλεγχο των εργατικών κολεκτίβων.
Αρα, από το 1936 και μετά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στη Σοβιετική Ενωση δημιουργήθηκε ένας νέος σχηματισμός ο σοβιετικός, στον οποίο η κυριότητα των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων ανήκε στο κράτος και η κατοχή, διαχείριση ανήκε στη διευθύνουσα τάξη»[3].
Κατά το συγγραφέα, τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «Σοβιετικού Σχηματισμού» είναι: «Πρώτα-πρώτα, οι τάξεις διευθύνουσα και εκτελούσα είχαν διαμορφωθεί. Δεύτερον, οι παραγωγικές σχέσεις (κυριότητα των μέσων παραγωγής από το κράτος και κατοχή, διαχείριση από τη διευθύνουσα τάξη) είχαν ολοκληρωθεί. Ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας είχε εκμηδενιστεί. Τρίτο, το εποικοδόμημα είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να στηρίζει τις συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις, να παρουσιάζει το συγκεκριμένο σχηματισμό παραγωγής ως σοσιαλισμό και μάλιστα αναπτυγμένο.
Ετσι, είμαι της γνώμης ότι είχε διαμορφωθεί ένας καινούργιος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός, ο σοβιετικός»[4].
«Θεωρούμε ότι ήταν μια μεταβατική περίοδος που κατέληξε σε ένα νέο τρόπο παραγωγής, με αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά που πρόσφερε πολλά στους λαούς των χωρών αυτών στο αντιιμπεριαλιστικό και εργατικό κίνημα»[5].
«Η Σοβιετική Ενωση έτσι ήταν αντιιμπεριαλιστική, αντικαπιταλιστική δύναμη που έπαιξε σοβαρό ρόλο στην αντιαποικιακή και αντιιμπεριαλιστική πάλη. Το σοβιετικό καθεστώς ήταν λοιπόν αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό-προοδευτικό. Και αυτό γιατί προήλθε από μια προλεταριακή επανάσταση...»[6].
Και ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρχε ένας ιδιαίτερος κοινωνικός σχηματισμός, με δικές του σχέσεις παραγωγής, με δικό του εποικοδόμημα, με ανταγωνιστικές τάξεις, (διευθύνουσα - εκτελούσα). Υπήρχε ένας αντιιμπεριαλιστικός-αντικαπιταλιστικός σχηματισμός που τον ονομάζουμε σοβιετικό»[7].
«Αυτός ο σχηματισμός δεν είναι το πρότυπό μας»[8].
Ζητώ την κατανόηση του κοινού για το γεγονός ότι παραθέσαμε αρκετά και μακροσκελή αποσπάσματα από το βιβλίο, με ένα και μοναδικό σκοπό: από τη μια μεριά να πληροφορηθεί πληρέστερα ο αναγνώστης για τις απόψεις που σχετίζονται με το συγκεκριμένο θέμα που εξετάζουμε και, από την άλλη μεριά να είμαι αντικειμενικός, όσο αυτό είναι δυνατόν, στην κριτική των ίδιων των απόψεων.
Δυστυχώς, το λέω με μεγάλη μου λύπη, είμαι υποχρεωμένος εξ αντικειμένου, να ασχοληθώ και να δώσω επιχειρήματα σε γνωστά και αυταπόδεικτα πράγματα.
Ακόμα από την αρχή πρέπει να σημειώσω ότι η έννοια σοβιετικός σχηματισμός, στην καθημερινά ομιλούμενη γλώσσα, ήταν ταυτόσημος με τον όρο σοσιαλιστικός. Ιστορικά, η έννοια σοβιετικός προέρχεται από τη λέξη Σοβιέτ (συμβούλιο). Τα Σοβιέτ γεννήθηκαν από την επαναστατική πείρα της εργατικής τάξης στη Ρωσία σαν όργανα της επανάστασης και μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, εδραιώθηκαν σαν κρατικά όργανα της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης. Δηλαδή ήταν μια από τις συγκεκριμένες μορφές της δικτατορίας του προλεταριάτου - της σοβιετικής εξουσίας[9].
Με την ευκαιρία ας αναφέρουμε ότι: Η ιστορία μέχρι τώρα γνώρισε μερικές μορφές της δικτατορίας του προλεταριάτου. Τέτιες ήταν η Κομμούνα του Παρισιού το 1871, τα Σοβιέτ που γεννήθηκαν στην επανάσταση του 1905 και εδραιώθηκαν το 1917 και μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η μορφή της λαϊκής δημοκρατίας. Ολες αυτές οι μορφές της δικτατορίας του προλεταριάτου ως προς το περιεχόμενο και το σκοπό τους δε διαφέρουν μεταξύ τους. Ταυτόχρονα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η κάθε μια από αυτές τις μορφές της εξουσίας του προλεταριάτου έχει και τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονεύσουμε τη θέση του Λένιν που λέει ότι: «Ολα τα έθνη θα φτάσουν στο σοσιαλισμό, αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά δεν θα φτάσουν όλα εντελώς με τον ίδιο τρόπο. Το καθένα θα εισάγει μια ιδιομορφία στη μια ή την άλλη μορφή δημοκρατίας, στη μια ή την άλλη ποικιλομορφία της δικτατορίας του προλεταριάτου, στον ένα ή τον άλλο ρυθμό των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών των διαφόρων πλευρών της κοινωνικής ζωής»[10].
Ο Β. Ι. Λένιν εκτιμούσε την εμφάνιση των Σοβιέτ και τα θεωρούσε πολύ μεγάλη κατάκτηση του επαναστατικού κινήματος της Ρωσίας. Γι’ αυτό και σε όλα τα διατάγματα της Σοβιετικής εξουσίας, αμέσως μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, ο Λένιν τονίζει τι είναι τα Σοβιέτ και τι αντιπροσωπεύουν. Μεταξύ των άλλων υπογράμμιζε και τα εξής: «1. Η Ρωσία - έγραφε ο Λένιν - ανακηρύσσεται Δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών. Ολη η εξουσία στο κέντρο και κατά τόπους ανήκει σε αυτά τα Σοβιέτ. 2. Η Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας ιδρύεται με βάση την ελεύθερη ένωση ελεύθερων εθνών, σαν Ομοσπονδία των Εθνικών Σοβιετικών Δημοκρατιών»[11]. «Η εξουσία πρέπει να ανήκει στο ακέραιο και αποκλειστικά στις εργαζόμενες μάζες και στον πληρεξούσιο αντιπρόσωπό τους - στα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών»[12].
«Με βάση όλες τις κατακτήσεις της επανάστασης του Οκτώβρη και σύμφωνα με τη Διακήρυξη του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού που ψηφίστηκε στη συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, στις 3 του Γενάρη αυτού του χρόνου, όλη η εξουσία στη Ρωσική Δημοκρατία ανήκει στα Σοβιέτ και στα σοβιετικά όργανα»[13].
«Η ανάπτυξη της ρωσικής επανάστασης, στην πορεία της πάλης και του συμβιβασμού εξάλειψε τον κοινοβουλευτισμό της αστικής τάξης και δημιούργησε τη Σοβιετική δημοκρατία σαν μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς»[14].
«Η επανάσταση της Ρωσίας από την αρχή της ακόμη πρόβαλε τα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών σαν μαζική οργάνωση όλων των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων μαζών, που είναι η μοναδική ικανή να καθοδηγήσει τον αγώνα αυτών των τάξεων για την πλήρη πολιτική και οικονομική τους απελευθέρωση»[15].
«Δημιουργήσαμε το σοβιετικό τύπο κράτους, εγκαινιάσαμε έτσι μια νέα κοσμοϊστορική εποχή, την εποχή της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, που διαδέχτηκε την εποχή της κυριαρχίας της αστικής τάξης»[16].
«Το Σοβιετικό καθεστώς είναι ακριβώς μια από τις χειροπιαστές επιβεβαιώσεις ή εκδηλώσεις της μετεξέλιξης της μιας επανάστασης στην άλλη. Το Σοβιετικό καθεστώς είναι το ανώτατο όριο του δημοκρατισμού για τους εργάτες και τους αγρότες και ταυτόχρονα σημαίνει ρήξη με τον αστικό δημοκρατισμό και εμφάνιση νέου κοσμοϊστορικού τύπου δημοκρατίας, δηλαδή του προλεταριακού δημοκρατισμού ή της δικτατορίας του προλεταριάτου»[17].
«Οταν ακούω τους αντιπάλους της επανάστασης του Οκτώβρη - γράφει ο Λένιν - να κραυγάζουν πως οι ιδέες του σοσιαλισμού είναι ανεφάρμοστες και ουτοπικές, τους υποβάλλω συνήθως σε τέτιες περιπτώσεις ένα απλό και ξεκάθαρο ερώτημα: Τι φαινόμενο είναι τα Σοβιέτ; Ποιοι παράγοντες γεννάνε αυτές τις λαϊκές οργανώσεις, τις άγνωστες ως τα σήμερα στην ιστορία της εξέλιξης της παγκόσμιας επανάστασης; Και σε αυτό το συγκεκριμένο ερώτημα δεν πήρα από κανένα και δεν μπορούσα να πάρω συγκεκριμένη απάντηση»[18].
Η μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία διδάσκει και η κοινωνική πράξη της ανθρωπότητας την επιβεβαίωσε: ότι ο κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός είναι ένας ιστορικά καθορισμένος τύπος της κοινωνίας, που από μόνος του αποτελεί μια ιδιαίτερη βαθμίδα της ανάπτυξής της.
Στη βάση του κάθε κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού βρίσκεται ένας συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής, που αποτελεί μια διαλεκτική ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Το σύνολο των σχέσεων παραγωγής σε όλες τις φάσεις της αναπαραγωγικής διαδικασίας -παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή και κατανάλωση- αποτελούν την οικονομική βάση της κοινωνίας[19]. Στο κάθε κοινωνικό σύστημα των σχέσεων παραγωγής αντιστοιχεί ένα ορισμένο νομικό, πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα. Εκτός από την άμεση αλληλεξάρτηση των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, και το εποικοδόμημα συνδέεται με τις παραγωγικές δυνάμεις, όχι όμως άμεσα, αλλά έμμεσα μέσω της οικονομικής βάσης. Σε αλληλεξάρτηση βρίσκονται και τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος. Λόγου χάρη, η πολιτική επηρεάζει την τέχνη, την ηθική, τη φιλοσοφία και όλες τις άλλες μορφές της πνευματικής ζωής των ανθρώπων. Συνεπώς, ο κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός είναι ο τρόπος παραγωγής και το αντίστοιχο σε αυτόν εποικοδόμημα.
Ο τρόπος παραγωγής και το εποικοδόμημα βάζουν τη σφραγίδα τους στις οικογενειακές σχέσεις, στη ζωή των ανθρώπων. Οπως φαίνεται ο κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός είναι ένα σύνολο αλληλοεξαρτήσεων και αλληλοσχέσεων των πιο διαφορετικών κοινωνικών φαινομένων. Θεμελιακή αρχή όλων αυτών των αλληλοεξαρτήσεων είναι η υλική παραγωγή, η οποία καθορίζει τη θέση και τη σημασία του καθένα από αυτά τα φαινόμενα, τα υποτάσσει και τα μεταμορφώνει ανάλογα με τη δική της φύση.
Η μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία για τον κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό έθεσε τέρμα και στις διάφορες εξωραϊστικές, αφηρημένες αντιλήψεις για την κοινωνική ζωή, αποδείχνοντας ότι δεν υπάρχει κοινωνία[20] γενικά, αλλά υπάρχει μόνο συγκεκριμένη ιστορική κοινωνία, δηλαδή μια κοινωνία που βρίσκεται σε «...μια ορισμένη ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης, μια κοινωνία με δικό της διαφορετικό χαρακτήρα»[21].
Κάθε σχηματισμός έχει τις δικές του παραγωγικές δυνάμεις, έναν ορισμένο τύπο σχέσεων παραγωγής, μια ιδιότυπη πνευματική ζωή κλπ. Αν και υποτάσσεται στις γενικές νομοτέλειες της ιστορικής εξέλιξης, ο κάθε σχηματισμός έχει και τις δικές του ιδιαίτερες νομοτέλειες που προσιδιάζουν μόνο σε αυτόν. Στο σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό σχηματισμό, παραδείγματος χάριν, προσιδιάζει ο νόμος της σχεδιασμένης ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας.
Ο κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός μας επιτρέπει να βρούμε κάποια άκρη μέσα στον κυκεώνα των ιστορικών σχηματισμών και γεγονότων. Ταυτόχρονα, αποδείχνεται ότι ο ιστορικά καθορισμένος τύπος σχέσεων παραγωγής αντιστοιχεί πάντα στον καθορισμένο χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων.
«Μόνον η αναγωγή των κοινωνικών σχέσεων στις σχέσεις παραγωγής και αυτών των τελευταίων στο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έδωσε μια στέρεη βάση για να βλέπουμε την εξέλιξη των κοινωνικών σχηματισμών σαν ένα φυσικό-ιστορικό προτσές»[22].
Η ανθρωπότητα στην ιστορική της εξέλιξη γνώρισε τους παρακάτω κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς, που αποτελούν τις βαθμίδες της ιστορικής προόδου: Το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, το δουλοκτητικό, το φεουδαρχικό, το καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό. Το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα ήταν ο πρώτος μη ανταγωνιστικός κοινωνικός σχηματισμός, από τον οποίο πέρασαν όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι λαοί. Με την αποσύνθεσή του πραγματοποιήθηκε το πέρασμα στους ταξικούς ανταγωνιστικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς (δουλοκτητικό σύστημα, φεουδαρχισμός και καπιταλισμός).
«Οι αστικές σχέσεις παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή του κοινωνικού προτσές της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά ενός ανταγωνισμού που ξεπηδά από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων, οι παραγωγικές δυνάμεις όμως που αναπτύσσονται στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μαζί με αυτόν τον κοινωνικό σχηματισμό κλείνει επομένως η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας»[23].
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των ιδρυτών της κοσμοθεωρίας μας - των Κ. Μαρξ, Φρ. Ενγκελς και του Β. Ι. Λένιν - στη θέση του καπιταλιστικού συστήματος νομοτελειακά έρχεται το κομμουνιστικό σύστημα, με το οποίο αρχίζει η πραγματική ιστορία της ανθρωπότητας.
Η διαδοχική αλλαγή των κοινωνικο-οιοκονομικών σχηματισμών εξηγείται πρώτα απ’ όλα, από τις ανταγωνιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στις καινούριες παραγωγικές δυνάμεις και τις παλιές σχέσεις παραγωγής.
«Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής - ή ό,τι αποτελεί μονάχα τη νομική έκφραση αυτού του πράγματος - με τις σχέσεις ιδιοκτησίας[24] μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε επέρχεται η εποχή της κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται με περισσότερο ή λιγότερο γρήγορους ρυθμούς ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα»[25]. Διότι το πέρασμα από τον έναν κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό στον άλλο πραγματοποιείται με την κοινωνική επανάσταση η οποία λύνει τις ανταγωνιστικές αντιθέσεις μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής.
Ενα γενικό ερώτημα που προκύπτει, με βάση τα παραπάνω στοιχειώδη για ένα μαρξιστή, είναι: Κατά πόσο ο «Σοβιετικός Σχηματισμός» κλείνει μέσα του όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κοινωνικού σχηματισμού με τα οποία η κοσμοθεωρία μας προσδιορίζει, το τι είναι κοινωνικός σχηματισμός;
Δεν μπορούμε να μιλούμε για την ύπαρξη ενός ξεχωριστού και ιδιαίτερου κοινωνικού σχηματισμού, που ιστορικά βρίσκεται ανάμεσα στον καπιταλιστικό και στον κομμουνιστικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό. Μια τέτια αντίληψη - η οποία είναι σε ευθεία αντίθεση με τη μαρξιστική θέση για τη διαδοχή του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού από τον κομμουνιστικό σχηματισμό -δεν είναι ούτε καινούργια, ούτε και πρωτότυπη.
Η χρησιμοποίηση της έννοιας «Σοβιετικός Σχηματισμός» ως ξεχωριστού και ιδιαίτερου κοινωνικού σχηματισμού είναι μια επινόηση και χοντροκομμένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας των ευρωπαϊκών χωρών του σοσιαλισμού.
Στην προκειμένη περίπτωση η αλήθεια παρουσιάζεται αναποδογυρισμένη, στέκεται με το κεφάλι κάτω. Κάτι παραπάνω. Είναι σαφές ότι η κριτική του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε για τις όποιες αδυναμίες, ελλείψεις και λάθη του είναι και επιθυμητή και αναγκαία. Αλλά η κριτική του μέσω της «Κριτικής του Σοβιετικού Σχηματισμού» είναι μια μορφή άρνησης του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός κυοφορεί μέσα του μόνο το σοσιαλισμό: Στις σημερινές συνθήκες της κρατικομονοπωλιακής βαθμίδας ανάπτυξης του καπιταλισμού, η ανθρωπότητα μπορεί να πραγματοποιήσει αμέσως τη μετάβασή της (αφού δημιουργηθούν και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις), από τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό στον κομμουνιστικό σχηματισμό (στην πρώτη φάση του - το σοσιαλισμό) και όχι σε κάποιο ανύπαρκτο κοινωνικό σχηματισμό. Οποιος έχει πειστεί ότι η επόμενη μετάβαση της ανθρωπότητας θα είναι από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αυτός δε μπορεί να μην παραδεχτεί τη μαρξιστικο-λενινιστική θέση ότι αντικειμενικά, νομοτελειακά η ανθρωπότητα δε μπορεί να ακολουθήσει την ανοδική της ιστορική πορεία, χωρίς να βαδίζει μπροστά προς το σοσιαλισμό. «Εδώ τρίτος δρόμος δεν υπάρχει»[26]. Το να στριμώχνεις ένα δήθεν νέο, «σοβιετικό σχηματισμό» ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, μόνο ερευνητική αμηχανία δείχνει και μη σωστή κατανόηση της μαρξιστικής θεωρίας για τους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς, εκφράζει.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει δημιουργήσει όλες εκείνες τις υλικές προϋποθέσεις, τονίζω μόνο τις υλικές προϋποθέσεις και με την έννοια αυτή έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Μένει να ωριμάσουν και οι υποκειμενικές συνθήκες γι’ αυτό.
Βέβαια και ο σοσιαλισμός δε θα έρθει από μόνος του, ούτε και καμιά εξέγερση θα τον δημιουργήσει, αν δεν έχει ωριμάσει οικονομικά.
«Η κυριαρχία του καπιταλισμού υποσκάπτεται όχι επειδή κάποιος θέλει να αρπάξει την εξουσία. Η «αρπαγή» της εξουσίας θα ήταν παραλογισμός. Θα ήταν αδύνατο να βάλει κανείς τέρμα στην κυριαρχία του καπιταλισμού, αν δεν οδηγούσε σε αυτό όλη η οικονομική ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών... Καμιά δύναμη δεν θα γκρέμιζε τον καπιταλισμό, αν δεν τον είχε διαβρώσει και υποσκάψει η ιστορία»[27]. Και με άλλη ευκαιρία τονίζει ότι: «Εμείς εκτιμούμε τον κομμουνισμό μόνο τότε, όταν είναι θεμελιωμένος οικονομικά»[28].
Και γενικεύοντας τα συμπεράσματα από τις διάφορες μελέτες του για την κρατικο-μονοπωλιακή βαθμίδα του ιμπεριαλισμού, ο Λένιν γράφει: «Ο κρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σε αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπατάκια»[29].
Συνεπώς, μετά τον καπιταλισμό κανένας άλλος κοινωνικός σχηματισμός δεν έπεται νομοτελειακά, εκτός από τον κομμουνιστικό σχηματισμό. Και όλα όσα λέγονται και γράφονται περί ύπαρξης κάποιου «Σοβιετικού σχηματισμού» δεν ευσταθούν. Αρα, και ο τίτλος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού» δεν είναι μόνο ένας αδόκιμος και λαθεμένος όρος. Είναι και μια κριτική στο κενό, είναι μια κριτική σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ.
Ολες, ως τώρα, οι απόπειρες που έγιναν και γίνονται τις τελευταίες δεκαετίες από επιστήμονες διαφορετικών ιδεολογικών κατευθύνσεων και πολιτικές δυνάμεις για να αποδείξουν τη δυνατότητα ύπαρξης, δήθεν, ενός άλλου κοινωνικού συστήματος ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό, το οποίο, όπως μας βεβαιώνουν θα δώσει τάχα την ευτυχία στην ανθρωπότητα, δεν είναι μόνο ουτοπικές, αλλά είναι και απολογητικές υπέρ του καπιταλισμού. Οι απόψεις αυτές εντάσσονται στη λεγόμενη θεωρία της «σύγκλισης» των δύο κοινωνικών συστημάτων.
Βέβαια, όσο και αν προσπάθησαν να περιγράψουν αυτό το «νέο» σύστημα, απέτυχαν οικτρά. Ανεξάρτητα από όποια «καπρίτσια» και ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας, η αντικειμενική τάση εξέλιξης της ανθρωπότητας είναι ο σοσιαλιστικός - ο κομμουνιστικός σχηματισμός.

ΙΙ. ΗΤΑΝ ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα για να αναδειχθούν οι βασικές θέσεις - απόψεις που είναι χρήσιμες για τον αναγνώστη να διαμορφώσει μια πληρέστερη και σφαιρική αντίληψη για τις απόψεις που αναπτύσσονται για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και συμπυκνώνονται στη θέση ότι, αυτό που οικοδομούνταν στην πρώην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης:
- «Δεν ήταν σοσιαλισμός»[30].
- «Τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν ήταν σοσιαλιστικά»[31].
Για τη «θεμελίωση» αυτών των απόψεων χρησιμοποιούνται διάφορα επιχειρήματα, όπως:
- Οτι σοσιαλισμός ως ανολοκλήρωτος κομμουνισμός, σημαίνει «απονέκρωση» του κράτους, μοίρασμα του κοινωνικού προϊόντος με βάση την προσφερόμενη εργασία, χωρίς παρέμβαση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.
- Οτι οι κλασικοί του μαρξισμού προέβλεπαν ότι στο σοσιαλισμό δεν θα υπάρχουν εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και χρήμα.
Οι παραπάνω απόψεις, αλλά και τα επιχειρήματα είναι αβάσιμα και δεν τεκμηριώνονται επιστημονικά.
Πράγματι ο σοσιαλισμός, που είναι η κατώτερη φάση του κομμουνισμού, δεν μπορούσε και δεν ήταν η ώριμη κομμουνιστική κοινωνία. Γι’ αυτό και το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου συνέχιζε να υπάρχει, γιατί ήταν μια αντικειμενική αναγκαιότητα για την εξασφάλιση των προϋποθέσεων οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τους ιδρυτές της κοσμοθεωρίας μας το κράτος αυτό θα «απονεκρωθεί», μόνο στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού.
Η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος γινόταν με βάση τη σοσιαλιστική αρχή «στον καθένα ανάλογα με την εργασία» στην οποία αξιοποιούνται οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και ο νόμος της αξίας.
Σύμφωνα με τη λενινιστική διδασκαλία, η ανθρωπότητα από τον καπιταλισμό μπορεί να περάσει μόνο στο σοσιαλισμό. «Γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος, πέρα από τον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό»[32].
Η αντικατάσταση αυτή του καπιταλιστικού συστήματος από το σοσιαλιστικό σύστημα διαφέρει πολύ από τη διαδοχική αντικατάσταση όλων των άλλων κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών, μετά την εμφάνιση των ταξικών ανταγωνιστικών κοινωνιών. Σε όλες αυτές τις κοινωνίες αλλάζει η μία μορφή εκμετάλλευσης με την άλλη, η μία μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας με την άλλη. Στο σοσιαλισμό καταργείται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Υστερα από μακρόχρονες μελέτες το συμπέρασμα του Κ. Μαρξ για τον σοσιαλισμό είναι ότι «εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, με μια κομμουνιστική κοινωνία, λοιπόν, που από κάθε άποψη οικονομικά, ηθικά, πνευματικά είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας που από τους κόλπους της βγήκε»[33].
Ο σοσιαλισμός σαν κατώτερη φάση του κομμουνιστικού σχηματισμού κρύβει μέσα του μια σειρά ελλείψεις, οι οποίες: «Δεν μπορούν ν’ αποφευχθούν στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως έχει ακριβώς βγει ύστερα από μακρόχρονα κοιλοπονήματα, από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία»[34]. Επομένως το σοσιαλισμό πρέπει να τον βλέπουμε σαν κοινωνία υπό συνεχή αλλαγή, κίνηση προς τα μπρος, που συντελείται μέσα από αντιφάσεις, διαπάλη του «παλιού» με το «νέο». Για το ζήτημα των αντιθέσεων στο σοσιαλισμό ο Λένιν σημείωνε ότι: «Ανταγωνισμός και αντιθέσεις δεν είναι εξ ολοκλήρου το ίδιο. Ο πρώτος θα εξαφανιστεί, οι δεύτερες διατηρούνται στο σοσιαλισμό»[35]. Η πείρα έδειξε ότι εάν αυτές δεν επιλύονται έγκαιρα και με τον κατάλληλο τρόπο, είναι δυνατόν να αποκτήσουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Να εκδηλωθούν με μορφή κρίσης, να καλλιεργήσουν κλίμα παθητικότητας, δυσφορίας, διαμαρτυρίας. Ακόμα, να καλλιεργήσουν το έδαφος για την ανάπτυξη αντισοσιαλιστικών στοιχείων, κάτω από τη συνεχή επίδραση της δράσης του ιμπεριαλισμού, που τους προσφέρει πλήρη στήριξη[36].
Στην πρώην Σοβιετική Ενωση και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης αυτό που οικοδομούνταν ήταν ο σοσιαλισμός με τη συγκεκριμένη μορφή του υπαρκτού σοσιαλισμού[37]. Το ότι ήταν σοσιαλιστικά τα καθεστώτα[38] σε αυτές τις χώρες αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι, παρόλες τις ελλείψεις, αδυναμίες, παρεκκλίσεις που προκάλεσαν την απώλεια της δυναμικής ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες, από την οποία επωφελήθηκε η αντεπανάσταση, διέθεταν κατά βάση τα στοιχεία χωρίς τα οποία δε μπορεί να νοηθεί σοσιαλισμός: Πρώτον: Η πολιτική εξουσία ήταν στα χέρια της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που καθοδηγούνται από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεύτερον: Είχε καταργηθεί η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία και εγκαθιδρυθεί η κοινωνική σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής. Τρίτον: Το σοσιαλιστικό σύστημα βασιζόταν στον αντικειμενικό νόμο της σχεδιασμένης και αναλογικής ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας. Με βάση το σχεδιασμό το σοσιαλιστικό κράτος είχε τη δυνατότητα απασχόλησης όλου του ικανού για εργασία πληθυσμού. Καθόριζε εκ των προτέρων όχι μόνο τον όγκο της παραγωγής, αλλά και την απαραίτητη γι’ αυτόν αριθμητική και επαγγελματική σύνθεση της εργατικής δύναμης. Η σχεδιασμένη και αναλογική ανάπτυξη ολόκληρης της οικονομίας είναι ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό. «Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να νοηθεί... χωρίς τη σχεδιομετρική κρατική οργάνωση που υποτάσσει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, στην αυστηρότατη τήρηση ενιαίου κανόνα στην παραγωγή και στην κατανομή των προϊόντων. Γι’ αυτό μιλούσαμε πάντα εμείς οι μαρξιστές και δεν αξίζει τον κόπο να χάσουμε ούτε δυο δευτερόλεπτα για συζήτηση με ανθρώπους που δεν κατάλαβαν ακόμη και αυτό το πράγμα»[39]. Τέταρτον: Σκοπός του σοσιαλισμού είναι ο ίδιος ο άνθρωπος με τις ανάγκες του. Ολα γίνονται για το καλό και την ευτυχία του ανθρώπου της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Και όλα αυτά είναι εναρμονισμένα με τις απαιτήσεις του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού. Δηλαδή την ολοένα και πληρέστερη ικανοποίηση των συνεχώς αυξανομένων υλικών και πολιτιστικών αναγκών του λαού, στη βάση της αδιάκοπης ανάπτυξης και τελειοποίησης της κοινωνικής παραγωγής. Το θεμελιακό αυτό στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης υπήρχε στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και αναδείχτηκε η παγκόσμια δυναμική του, πιέζοντας σε παροχές και τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το ότι στην πορεία δεν έγινε δυνατό να αναπτύσσεται συνεχώς, σε όλο και ανώτερα επίπεδα και με επιταχυνόμενους ρυθμούς είναι θέμα που χρειάζεται παραπέρα διερεύνηση στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Oμως αυτό δεν αναιρεί το σοσιαλιστικό χαρακτήρα των κοινωνιών αυτών. Πέμπτον: Απελευθέρωσε τους ανθρώπους από το άγχος και την ανασφάλεια για το αύριο. Εκτον: Πραγματοποιήθηκε η πολιτιστική επανάσταση, και μάλιστα σε μια χώρα όπως η ΕΣΣΔ, με τεράστια καθυστέρηση στον πολιτιστικό τομέα κατά την έναρξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού είναι μια ιστορική αλήθεια και μια αντικειμενική πραγματικότητα και δε μπορεί να τη σβήσει κανείς. Οι χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας προηγούνταν κατά πολύ στη φροντίδα για τον άνθρωπο, σε σχέση και με το επίπεδο ανάπτυξης που είχε επιτευχθεί από τις καπιταλιστικές και τις άλλες χώρες με βάση ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα. Είχαν μεγάλα επιτεύγματα στην κοινωνικο-οικονομική τους ανάπτυξη, τα οποία παραδέχονται ακόμα και αστοί, αλλά ο υποκειμενικός παράγοντας, η συνείδηση των ανθρώπων που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό καθυστερούσε, έμεινε πίσω. Αυτό είναι ένα ακόμα πρόβλημα που περιμένει την απάντησή του.
«Η ιστορική αλήθεια, όμως, δεν μπορεί να παραχαραχτεί. Παρά τα όποια προβλήματα των σοσιαλιστικών χωρών, το διαμορφωμένο σοσιαλιστικό σύστημα του 20ού αιώνα επιχείρησε ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του πολιτισμού, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Απέδειξε την ανωτερότητά του από τον καπιταλισμό και τα τεράστια πλεονεκτήματα που παρέχει για την εργασία και τη ζωή των εργαζομένων»[40].
Επομένως, αυτό που οικοδομούνταν πάνω από 70 χρόνια στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας της Ευρώπης, ήταν σοσιαλισμός[41]. Το να ισχυρίζεται κανείς το αντίθετο αυτό αποδεικνύει ότι δεν καταλαβαίνει «τι ακριβώς είναι αυτό το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, που μας δίνει το δικαίωμα και τη βάση να λεγόμαστε σοσιαλιστική Δημοκρατία των Σοβιέτ»[42]. (Η υπογράμμιση του ΓΠ).

1. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ

Είναι λαθεμένη η θέση-αντίληψη ότι στο σοσιαλισμό το κράτος πρέπει να «καταργηθεί» και ότι από τη στιγμή που αυτό δε γίνεται, σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει και σοσιαλισμός. Ενα τέτιο συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο το Μαρξ.
Η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι μια από τις βασικές νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η θεωρία μας διδάσκει για το ζήτημα αυτό και η πείρα το επιβεβαιώνει ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό γίνεται μόνο με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, η οποία φέρνει στην εξουσία τους εργαζόμενους με επικεφαλής την εργατική τάξη. Η αστική τάξη, όμως, παρά την απομάκρυνσή της από την πολιτική εξουσία δεν εξαφανίζεται ακόμα από το στίβο της ταξικής πάλης.
Με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης αρχίζει ο επαναστατικός μετασχηματισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική. Η μόνη δύναμη που μπορεί να πραγματοποιήσει αυτόν το μετασχηματισμό είναι η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. Τι είναι λοιπόν, αυτή η δικτατορία του προλεταριάτου; Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η κυριαρχία της εργατικής τάξης, είναι η κρατική καθοδήγηση της κοινωνίας από την εργατική τάξη. Είναι αναγκαία και επιβεβλημένη η καθυπόταξη, αλλά στην περίπτωση αυτή πρόκειται πια για καθυπόταξη της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών από την πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων.
Συνεπώς, «ο ιδιαίτερος μηχανισμός, η ιδιαίτερη μηχανή καταπίεσης, το «κράτος» είναι ακόμη αναγκαίο, αλλά πρόκειται πια για κράτος μεταβατικό, δεν είναι πια κράτος με την καθαυτό έννοιά του»[43].
Βασικό καθήκον του προλεταριακού κράτους είναι η κατάργηση κάθε είδους εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Η αστική τάξη που για πολλά χρόνια και χωρίς κανένα έλεγχο απολάμβανε όλα τα προνόμια που δίνει η εξουσία (πλούτο, μόρφωση κλπ.) συνήθισε τόσο πολύ στη θέση αυτή που πίστευε ότι η κυριαρχία της είναι αιώνια. Γι’ αυτό και δεν είχε όρια η μανία των αντιδραστικών τάξεων, όταν η εξουσία περάσει στα χέρια των εργαζομένων.
Γι’ αυτό ο Β. Ι. Λένιν προειδοποιούσε ότι: «Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι το τέλος της ταξικής πάλης, αλλά η συνέχισή της με νέες μορφές. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η ταξική πάλη του προλεταριάτου που νίκησε και πήρε την πολιτική εξουσία στα χέρια του ενάντια στην αστική τάξη που ηττήθηκε, μα δεν εξοντώθηκε, δεν εξαφανίστηκε, δεν έπαψε να αντιστέκεται, την αστική τάξη που δυναμώνει την αντίστασή της»[44]. Και επίσης, «Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωμένη κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας. Αυτό είναι ένα έργο πολύ μακρόχρονο. Για να συντελεστεί χρειάζεται ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, χρειάζεται να υπερνικηθεί η αντίσταση (συχνά παθητική που είναι εξαιρετικά πεισματάρικη και υπερνικιέται εξαιρετικά δύσκολα) των πολυάριθμων υπολειμμάτων της μικροπαραγωγής, πρέπει να υπερνικηθεί η τεράστια δύναμη της συνήθειας και της αδράνειας που συνδέεται με αυτά τα υπολέιμματα»[45].
Το κράτος του προλεταριάτου συντρίβει την αντίσταση των εκμεταλλευτριών τάξεων που ανατράπηκαν και που προσπαθούν να παλινορθώσουν τον καπιταλισμό. Η δικτατορία του προλεταριάτου χρησιμοποιεί την κρατική εξουσία για να υπερασπιστεί και κατοχυρώσει τις κατακτήσεις της επανάστασης, από τις απόπειρες παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Γι’ αυτό είναι αναγκαία παντού η ύπαρξη ισχυρής και αποφασιστικής εξουσίας που δε θα διστάσει, σε περίπτωση ανάγκης, να χρησιμοποιήσει και τη βία. Ωστόσο, η δύναμη της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως έδειξε ο Λένιν, δε συνίσταται τόσο και μόνο στη βία, αλλά στην οργάνωση της εργατικής τάξης.
Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει άλλο ζήτημα, γύρω από το οποίο οι εχθροί του μαρξισμού να χρησιμοποίησαν τόσα πολλά ψέματα και τόσες πολλές επινοήσεις, όσο στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Και αυτό γίνεται με ένα πολύ καταστρωμένο σχέδιο. Προσπαθώντας να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους, ποντάροντας στους δημοκρατικούς πόθους και στις ευαισθησίες τους, παρουσιάζουν τη δικτατορία του προλεταριάτου σαν άρνηση της δημοκρατίας, σαν «δικτατορία χωριστών ομάδων ή προσώπων», σαν «ολοκληρωτισμό» και σαν πολιτική αυθαιρεσία. Προσπαθούν να παρουσιάσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου σαν μια αδιάκοπη βία που απορρέει, τάχα, από την ίδια τη φύση της ιδεολογίας της εργατικής τάξης. Και όλα αυτά λέγονταν και λέγονται, παρά και ενάντια στη λενινιστική θέση ότι: «Στο ιδανικό μας δεν έχει θέση η βία πάνω στους ανθρώπους»[46].
Η εργατική τάξη παίρνει την εξουσία, για να οικοδομήσει την καινούρια κοινωνία που απελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αν, η εργατική τάξη αναγκάζεται να καταφύγει στη βία, αυτή προκαλείται από την αντίσταση της αστικής τάξης, κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν ευθύνεται το προλεταριάτο.
Η δικτατορία του προλεταριάτου έχει τρία βασικά καθήκοντα που απορρέουν από τις ανάγκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτό σημαίνει ότι το προλεταριάτο χρησιμοποιεί την εξουσία του: Πρώτον, για να κρατά σε υποταγή τους εκμεταλλευτές, για την άμυνα της χώρας και για τη στερέωση των δεσμών με τους προλετάριους των άλλων χωρών. Δεύτερον, για την οριστική απόσπαση των εργαζομένων και εκμεταλλευόμενων μαζών από την επιρροή της αστικής τάξης, για το τράβηγμα αυτών των μαζών στο έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Τρίτον, για την οργάνωση και καθοδήγηση της οικοδόμησης της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Συνοψίζοντας, πρέπει να παρατηρήσουμε ακόμα με ιδιαίτερη έμφαση ότι παρά και ενάντια στη διδασκαλία του Κ. Μαρξ, του Φρ. Ενγκελς και του Β. Ι. Λένιν, αλλά και τις οδυνηρές εμπειρίες από την αντεπανάσταση στην πρώην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της Λαϊκής Δημοκρατίας στην Ευρώπη, για τα πεπρωμένα του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου, η παραπάνω θέση του επιφυλάσσει την πρόωρη «απονέκρωσή» του, ήδη στην κατώτερη φάση ανάπτυξης του κομμουνισμού. Αν και η θεωρία μας διδάσκει ότι «μόνο ο κομμουνισμός κάνει εντελώς περιττό το κράτος»[47]. «Για την ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους χρειάζεται ο ολοκληρωμένος κομμουνισμός»[48].
Δυστυχώς, όλα αυτά τα διδάγματα της θεωρίας μας και οι υποδείξεις των ιδρυτών της, ξεχάστηκαν.

2. Η «ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ» ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της ύπαρξης της «εκμετάλλευσης» ανθρώπου από άνθρωπο και στις συνθήκες του σοσιαλισμού, στο βιβλίο αναφέρονται τρεις διαφορετικές θέσεις-απόψεις, που αλληλοαποκλείονται.
«Οποιος μελετήσει την οικονομία του υπαρκτού σοσιαλισμού αντιλαμβάνεται ότι δεν ίσχυε ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού, δηλαδή ο νόμος της υπεραξίας που καθορίζει τους άλλους νόμους και τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού»[49].
«Τα μέσα παραγωγής που κρατικοποιούνται μετά τη νίκη της επανάστασης... δε λειτουργούν ως κεφάλαιο. Παύουν βασικά να είναι μέσο εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο»[50].
Παρ’ όλο που αναγνωρίζεται το αντικειμενικό γεγονός ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχουν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που κάνουν δυνατή την ύπαρξη του συστήματος της μισθωτής εργασίας, ωστόσο, υιοθετείται η άποψη ότι: «Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε μια μορφή εκμετάλλευσης. Δηλαδή η εργατική δύναμη είχε και από αυτή την άποψη αξία χρήσης»[51]. Και σε άλλο σημείο διαβάζουμε ότι: «Υπήρχε μια μορφή εκμετάλλευσης»[52]. (Οι υπογραμμίσεις του ΓΠ).
Η απάντηση σε αυτούς τους ισχυρισμούς είναι:
Πρώτον: Και εδώ έχουμε μια διαστρέβλωση της αντικειμενικής πραγματικότητας των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σε τι συνίσταται αυτή η διαστρέβλωση; Είναι αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια ότι η εκμετάλλευση εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην περίοδο της αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος και το πέρασμα στη δουλοκτητική κοινωνία. Γεννήθηκε σαν αποτέλεσμα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και του χωρισμού της ανθρώπινης κοινωνίας σε ανταγωνιστικές τάξεις. Γι’ αυτό και η εκμετάλλευση της ξένης εργατικής δύναμης είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ανταγωνιστικών ταξικών τρόπων παραγωγής που στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Παραδείγματος χάρη, η εκμετάλλευση στη δουλοκτητική κοινωνία στηριζόταν στην ατομική ιδιοκτησία του δουλοκτήτη στα μέσα παραγωγής και στον εργάτη-δούλο. Στη φεουδαρχική κοινωνία στηρίζεται στην ιδιοκτησία του φεουδάρχη - γαιοκτήμονα πάνω στη γη και στην προσωπική εξάρτηση του δουλοπάροικου αγρότη και, στον καπιταλισμό στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στη μισθωτή εργασία.
Η κοσμοθεωρία μας θεμελίωσε επιστημονικά και η πείρα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού επιβεβαίωσε στην πράξη με τον καλύτερο τρόπο τη μαρξιστική θέση, ότι ο καπιταλισμός είναι το τελευταίο ανταγωνιστικό κοινωνικό σύστημα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ομως ορισμένοι ανακαλύπτουν ένα ακόμα εκμεταλλευτικό σύστημα.
Δεύτερον: Με τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και την εγκαθίδρυση της εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, με τη σοσιαλιστική κοινωνικοποίηση, καταργείται κάθε μορφή καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, δημιουργείται η κοινωνική σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής και εξαφανίζεται έτσι, μια για πάντα, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Κοινωνική σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο αλληλοαποκλείονται.
Τρίτον: Στο σοσιαλισμό με την κατάργηση της κοινωνικο-οικονομικής βάσης της μισθωτής εργασίας, η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα. Παύει να είναι εμπόρευμα γιατί χάνει την ιδιότητα του εμπορεύματος. Η εργασία χάνει το χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας και μετατρέπεται σε εργασία για τον εαυτό της και για την κοινωνία. Ο μισθός εργασίας δεν είναι ούτε η αξία, ούτε η τιμή της εργατικής δύναμης. Γι’ αυτό άλλωστε, η εργατική δύναμη δεν είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας.
Με την έννοια αυτή δεν υπήρχε ούτε μπορούσε να υπάρχει καμιά μορφή εκμετάλλευσης ξένης μισθωτής εργασίας στο σοσιαλισμό. Συνεπώς, ο σοσιαλισμός δε μπορεί να νοηθεί, χωρίς την κατάργηση μια για πάντα της κάθε μορφής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
«Στην πρώτη φάση του κομμουνισμού... δε θα μπορεί να γίνεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, γιατί θα είναι αδύνατο να γίνουν ατομική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής, τα εργοστάσια, οι μηχανές, η γη, κλπ.»[53]. Αλλωστε, αυτό είναι και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του σοσιαλισμού, που τον διακρίνει από τον καπιταλισμό.
Τέταρτον: Για τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες είναι χαρακτηριστικό και ένα άλλο γνώρισμα, που πηγάζει από την κατοχή και τη μονοπώληση των μέσων παραγωγής. Και αυτό είναι το κληρονομικό δικαίωμα στη μεταβίβαση των μέσων παραγωγής.
Ενα τέτιο δικαίωμα, ασφαλώς, στις συνθήκες του σοσιαλισμού, ως προς τα βασικά μέσα παραγωγής, δεν είχε κανένας, μα κανένας. Στο σοσιαλισμό με την κοινωνικοποίηση, τα βασικά μέσα παραγωγής πέρασαν στα χέρια ολόκληρου του λαού. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα και δεν μπορούσε να τα ιδιοποιηθεί και να τα χρησιμοποιήσει σαν μέσο εκμετάλλευσης ξένης μισθωτής εργασίας.

3. ΤΑ ΠΕΡΙ «ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ»

Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι στο σοσιαλισμό: «Υπάρχει καθολική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, της εργατικής δύναμης και των αποτελεσμάτων της παραγωγής»[54], πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι στις συνθήκες του σοσιαλισμού αυτό δεν μπορεί να γίνει. Κυρίως για δύο λόγους: Πρώτον, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η κοινωνική παραγωγή και η παραγωγικότητα της εργασίας δε φτάνουν ακόμα σε εκείνο το ύψος που να μπορεί να εξασφαλιστεί αφθονία ειδών κατανάλωσης και να γίνεται η διανομή «ανάλογα με τις ανάγκες». Ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι η ικανοποίηση των αναγκών ολόκληρης της κοινωνίας. Γι’ αυτό και απαιτείται η συνεχής ανάπτυξη και τελειοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνικής γενικότερα. Η παλιά τεχνική πρέπει ν’ αντικατασταθεί με νέα και η νέα με νεότατη. Από εδώ και η ανάγκη των μεγάλων επενδύσεων και η σχεδιασμένη εισαγωγή της καινούριας τεχνικής σε όλους τους κλάδους της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Δεύτερον, σε όλες τις προσοσιαλιστικές ανταγωνιστικές, ταξικές κοινωνίες, όπου κυριαρχούσε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, οι οικονομικές σχέσεις του καινούριου κοινωνικού συστήματος γεννιούνται μέσα στα σπλάχνα της παλιάς κοινωνίας. Λόγου χάρη, οι καπιταλιστικές σχέσεις στα πλαίσια του φεουδαρχικού κοινωνικού συστήματος. Εντελώς διαφορετικά είναι τα πράγματα με την εμφάνιση των σοσιαλιστικών σχέσεων, οι οποίες δεν μπορούν και δεν εμφανίζονται μέσα στους κόλπους του καπιταλισμού, γιατί ο σοσιαλισμός απαιτεί και σημαίνει αντικατάσταση της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με τη σοσιαλιστική ιδιοκτησία. Αυτή η αντικατάσταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με τις σοσιαλιστικές είναι βαθιά ριζική και επαναστατική. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, χωρίς να καταργηθεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Στον καπιταλισμό δημιουργούνται μόνο οι υλικο-οικονομικές και οι κοινωνικο-πολιτικές προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή την επαναστατική εμφάνιση του σοσιαλισμού.
Η διαμόρφωση της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας σε όλους τους τομείς της λαϊκής οικονομίας απαιτεί κρατικοποίηση από το σοσιαλιστικό κράτος των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και μετασχηματισμό της μικρής ιδιοκτησίας σε σοσιαλιστική. Η μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία παίρνοντας υπόψη της την ύπαρξη στο χωριό πολυάριθμης μάζας μικρών και μεσαίων αγροτών, θεμελίωσε τον ιδιαίτερο τρόπο κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και στην αγροτική οικονομία. Ο δρόμος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στο χωριό καθορίζεται πριν απ’ όλα από την οικονομική κατάσταση των αγροτών και από τα συμφέροντα της εργατοαγροτικής συμμαχίας.
Ο Β. Ι. Λένιν αναπτύσσοντας τη μαρξιστική θεωρία για το αγροτικό ζήτημα, επεξεργάστηκε το πρόβλημα των επαναστατικών μεθόδων λύσης του.
Η πρώτη μέθοδος είναι η εθνικοποίηση όλης της γης και η μετατροπή της σε ιδιοκτησία ολόκληρου του λαού στο πρόσωπο του κράτους των εργατών και αγροτών. (Αυτό έγινε στην ΕΣΣΔ και στην Μογγολία).
Η δεύτερη μέθοδος είναι το μοίρασμα της γης και το πέρασμά της σε ατομική ιδιοκτησία των εργαζομένων αγροτών σύμφωνα με την αρχή «η γη σε αυτούς που την καλλιεργούν». Αυτή η μέθοδος ακολουθήθηκε στις άλλες χώρες της Λαϊκής Δημοκρατίας, όπου το πρόβλημα λύθηκε με τη χρησιμοποίηση και των δύο μεθόδων.
Στην Κούβα, σαν αποτέλεσμα της εθνικοποίησης των μεγάλων κτημάτων που ανήκαν στους ξένους και ντόπιους γαιοκτήμονες (1959), καθώς και των κτημάτων των πλουσίων αγροτών και των καπιταλιστών επιχειρηματιών (1963), το 70% όλης της γης μετατράπηκε σε κρατική, παλλαϊκή ιδιοκτησία.
Η πιο απλή μορφή για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της αγροτικής οικονομίας είναι ο συνεταιρισμός. Η παραγωγική συνεταιριστική οργάνωση των αγροτών πρέπει να γίνεται με την πιο αυστηρή τήρηση των λενινιστικών αρχών: εθελοντική και βαθμιαία μετάβαση των αγροτών στο συνεταιρισμό, η καθοδήγηση και η ολόπλευρη υλική και οικονομική βοήθεια του σοσιαλιστικού κράτους στην συνεταιριστικοποίηση των αγροτικών νοικοκυριών.
Συμπερασματικά, μπορούμε να τονίσουμε ότι το σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και ο διαφορετικός βαθμός ωρίμανσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής (κρατική, παλλαϊκή) και συνεταιριστική (ομαδική) ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής δεν επιτρέπουν την «καθολική κοινωνικοποίηση» στο σοσιαλισμό. Αλλωστε, γι’ αυτό και δεν εφαρμόζεται η κομμουνιστική αρχή κατανομής των υλικών αγαθών, αλλά η σοσιαλιστική: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με την εργασία του».

4. ΤΑ ΠΕΡΙ «ΠΛΗΡΟΥΣ ΕΞΙΣΩΣΗΣ»

Με την προηγούμενη άποψη περί «καθολικής κοινωνικοποίησης», συνδέεται άμεσα και η άποψη ότι: «Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού προϋποθέτει βαθιές αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις, πλήρη εξίσωση των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών και των συνθηκών της καθημερινής ζωής και δραστηριότητας των εργαζομένων της πόλης και του χωριού»[55].
Πρώτον, είναι γεγονός ότι στο σοσιαλισμό γίνονται βαθιές και ριζικές αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις. Κατ’ αρχήν, καταργείται η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και δημιουργείται η κοινωνική σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής (κρατική και συνεταιριστική).
Δεύτερον, η εργατική τάξη από καταπιεζόμενη και εκμεταλλευόμενη μετατρέπεται σε κυρίαρχη. Σαν συνέπεια αυτών των αλλαγών παύει να είναι πια προλεταριάτο.
Η αγροτιά, από σκόρπιοι μικροπαραγωγοί μετατρέπεται σε μια τάξη απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση, που στηρίζει τη δουλιά της κυρίως στην κοινωνική, συνεταιριστική (ομαδική) ιδιοκτησία. Η εργατική τάξη και η συνεταιρισμένη αγροτιά, είναι οι δύο βασικές τάξεις που μαζί με την εργαζόμενη διανόηση, ως στρώμα στο σοσιαλισμό, δεν έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα, αλλά αντιθέσεις που μπορούν να επιλυθούν προς τα μπρος με τη σωστή πολιτική του σοσιαλιστικού κράτους. Η συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά αποτελεί την ουσία της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Τρίτον, σύμφωνα με τη θεωρία μας, αλλά και την πείρα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ευρώπη, στην πρώτη φάση του κομμουνισμού δεν υπάρχουν όλες εκείνες οι προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για να γίνει δυνατή η «πλήρης εξίσωση των συνθηκών ζωής και δραστηριότητας της πόλης και του χωριού». Δηλαδή, να εφαρμοστεί στην πράξη η κομμουνιστική αρχή: «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Στο σοσιαλισμό, παρά το ότι κοινωνικοποιούνται τα βασικά μέσα παραγωγής[56] και καταργείται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αναπόφευκτα συνεχίζουν να υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων ορισμένες διαφορές. Δηλαδή, διατηρείται ως ένα βαθμό η οικονομική ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι έχουν διαφορετική ειδίκευση, είναι άνισα προικισμένοι και ικανοί για εργασία, είναι διαφορετική η σύνθεση της οικογένειάς τους, πράγμα που σημαίνει ότι παίρνουν άνισα εισοδήματα για την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών τους.
Στο σοσιαλισμό συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα οι ταξικές διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους αγρότες, ουσιαστικές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό, και στην πνευματική και στη χειρωνακτική εργασία.
Επομένως, με όλα αυτά επιβεβαιώνεται η ορθότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής θέσης ότι στην κατώτερη φάση του κομμουνισμού διατηρούνται: «Οι διαφορές στον πλούτο και μάλιστα διαφορές άδικες»[57]. Με άλλα λόγια, εδώ το «αστικό δίκαιο» δεν καταργείται ολοκληρωτικά αλλά εν μέρει, μόνο στο βαθμό που τα βασικά μέσα παραγωγής μετατρέπονται σε κοινωνική, σοσιαλιστική ιδιοκτησία. Το «αστικό δίκαιο», όμως, συνεχίζει να ισχύει εν μέρει, ως προς το άλλο μέρος της κατανομής των προϊόντων και της εργασίας ανάμεσα στα μέλη της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι σε θέση να καταργήσει μονομιάς το «αστικό δίκαιο», την αδικία στην κατανομή των καταναλωτικών αγαθών που πραγματοποιείται με την εφαρμογή της αρχής «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του». Είναι σαφές ότι αυτή η αρχή, σαν μέτρο της κατανομής των προϊόντων και της εργασίας, δεν είναι ακόμα κομμουνισμός και με αυτήν την έννοια δε μπορεί να καταργηθεί το «αστικό δίκαιο» που δίνει ίση ποσότητα προϊόντων σε άνισα άτομα, για άνιση ποσότητα εργασίας. Αφού, λοιπόν, το ίδιο μέτρο εφαρμόζεται σε σχέση με όλους τους ανθρώπους ως μέτρο της εργασίας και της κατανομής των προϊόντων, αναπόφευκτα περικλείνει μέσα του και στοιχεία ανισότητας και αδικίας. «Αυτό είναι «ελάττωμα», λέει ο Μαρξ, αλλά είναι αναπόφευκτο στην πρώτη φάση του κομμουνισμού»[58].
Επίσης ο Λένιν τόνιζε ότι «Ο κομμουνισμός στην πρώτη του φάση, στην πρώτη του βαθμίδα δεν μπορεί ακόμη να είναι οικονομικά εντελώς ώριμος, εντελώς απαλλαγμένος από τις παραδόσεις ή τα ίχνη του καπιταλισμού»[59]. Γι’ αυτό το λόγο δε μπορεί να εφαρμοστεί η κομμουνιστική αρχή: «Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Η σοσιαλιστική αρχή της κατανομής ανάλογα με την εργασία ξεκινάει από την αναγνώριση της μαρξιστικής αλήθειας, ότι είναι αδύνατη η εξίσωση της κατανομής, γιατί, στην περίπτωση αυτή θα εξαφανιζόταν για τους ανθρώπους της σοσιαλιστικής κοινωνίας κάθε υλικό κίνητρο για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, για τη βελτίωση της παραγωγής των προϊόντων, για την τελειοποίηση της τεχνικής και της παραγωγής.
Για τους περισσότερους ανθρώπους στο σοσιαλισμό η εργασία γίνεται κιόλας ζωτική ανάγκη, ζήτημα τιμής και δόξας και ηθικό καθήκον. Αν και γίνονται πολλά σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, ωστόσο υπάρχει μεγάλη απόσταση ώσπου να αναπτυχθεί σε όλους τους ανθρώπους η κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Στο σοσιαλισμό, που διαδέχεται και αντικαθιστά τον καπιταλισμό και διατηρεί πολλές επιβιώσεις του, οι άνθρωποι δεν είναι ακόμα έτοιμοι να εργαστούν με όλες τους τις δυνάμεις και τις ικανότητες, χωρίς ένα συγκεκριμένο κοινωνικό έλεγχο πάνω στο μέτρο της εργασίας και στο μέτρο της κατανάλωσης.
Ο Β. Ι. Λένιν έγραφε:
«Ως που να έλθει η «ανώτερη» φάση του κομμουνισμού, οι σοσιαλιστές απαιτούν αυστηρότατο έλεγχο από την κοινωνία και από το κράτος πάνω στο μέτρο της εργασίας και της κατανάλωσης»[60].
Για όλους αυτούς τους λόγους που αναφέρουμε, είναι φανερό ότι αντικειμενικά αποκλείεται η πραγματοποίηση της παραπάνω αντίληψης, η οποία δεν είναι μόνο ουτοπική, αλλά και είναι επιστημονικά λαθεμένη και επικίνδυνη. Για τους ίδιους λόγους τα υλικά κίνητρα δεν είναι ξένα και ασυμβίβαστα με τη φύση του σοσιαλισμού. «Ετσι είναι καθαρό ότι τα υλικά κίνητρα δε συμβιβάζονται με το σοσιαλισμό»[61]. Στο σοσιαλισμό μεγάλη σημασία έχει η αρχή του υλικού ενδιαφέροντος του εργαζόμενου για τα αποτελέσματα της εργασίας του και για την ανάπτυξη της παραγωγής. Αυτό το ενδιαφέρον εξασφαλίζεται χάρη στο γεγονός ότι η θέση του κάθε εργαζόμενου στο σοσιαλισμό καθορίζεται από τα αποτελέσματα της εργασίας, από τα αποτελέσματα της παραγωγικής του δραστηριότητας. Η αρχή του υλικού ενδιαφέροντος είναι μια από τις θεμελιακές αρχές της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ο Λένιν, που καταλάβαινε πολύ καλά το ρόλο και τη σημασία των κινήτρων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, συνεχώς υποδείχνει στα κομματικά και στα Σοβιετικά όργανα την ανάγκη της ολόπλευρης και με συνέπεια χρήσης του υλικού ενδιαφέροντος. Θεμελίωσε επιστημονικά την ανάγκη υποστήριξης του επαναστατικού ενθουσιασμού με το προσωπικό ενδιαφέρον, συνδυάζοντας τα ηθικά και τα υλικά κίνητρα προς την εργασία. Σχετικά με όλα αυτά να τι έγραφε: «Οχι άμεσα με τον ενθουσιασμό, αλλά με τη βοήθεια του ενθουσιασμού που γέννησε η μεγάλη επανάσταση, στηριζόμενοι στο προσωπικό συμφέρον, στο προσωπικό ενδιαφέρον, στην ιδιοσυντήρηση...»[62]. «Αυτά μας είπε η ζωή. Αυτά μας είπε η αντικειμενική πορεία της ανάπτυξης της επανάστασης»[63].

ΙΙΙ. ΟΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Γύρω από το πρόβλημα των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό υπάρχουν πολλές και διάφορες απόψεις. Είναι αλήθεια ότι η τύχη της εμπορευματικής παραγωγής και ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό ήταν αντικείμενο συζητήσεων ακόμα από τα πρώτα χρόνια στη Σοβιετική Ενωση. Υπάρχει και σήμερα η άποψη ότι από τη στιγμή που η εξουσία περνάει στα χέρια του προλεταριάτου και τα βασικά μέσα παραγωγής μετατραπούν σε κοινωνική σοσιαλιστική ιδιοκτησία, η εμπορευματική παραγωγή πρέπει να καταργηθεί.
Ποια είναι η άποψη:
«Επίσης διατηρήθηκαν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, κάτι που είναι ξένο προς το σοσιαλισμό»[64].

1. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟ-ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Πρώτον: Σημαντικός ζήτημα στη μελέτη του σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος, των χαρακτηριστικών του σχέσεων παραγωγής και των νόμων ανάπτυξής του, είναι η ανάλυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και του νόμου της αξίας. Το πρόβλημα κατείχε πάντα μια σημαντική θέση στην προλεταριακή Πολιτική Οικονομία. Η αντιμετώπισή του στο σοσιαλισμό σαν πρώτη φάση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής δεν ήταν αμετάβλητη. Από τη σχετική μαρξιστική βιβλιογραφία γίνεται σαφές ότι όλες οι αντιλήψεις των οπαδών της κατάργησης των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό στηρίζονται και επικαλούνται τη σκέψη του Φρ. Ενγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ». Και πράγματι, πρόκειται για τη θέση ότι, μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, η εμπορευματική παραγωγή καταργείται.
«Από τη στιγμή» - γράφει ο Ενγκελς - «που η κοινωνία θα πάρει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής παραμερίζεται η εμπορευματική παραγωγή και, συνεπώς, η κυριαρχία των προϊόντων πάνω στους παραγωγούς»[65]. Θεωρούμε ότι η απολυτοποίηση της θέσης αυτής του Ενγκελς το λιγότερο είναι παράξενη, παίρνοντας υπόψη ότι:
Πρώτον, από το απόσπασμα αυτό δε φαίνεται καθαρά για ποια από τις δύο φάσεις του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής αναφέρεται. Διαβάζοντας και εμβαθύνοντας περισσότερο στο νόημα της σκέψης αυτής του Ενγκελς, βλέπει κανείς ότι δεν είναι πολύ ξεκάθαρο, αν πρόκειται για την κατώτερη φάση του κομμουνισμού η οποία παίρνει στην κατοχή της μόνο τα βασικά μέσα παραγωγής ή για την ανώτερη φάση του κομμουνισμού η οποία παίρνει στα χέρια της όλα τα μέσα παραγωγής[66].
Η παραπάνω διατύπωση του Ενγκελς σχετίζεται με το ερώτημα: «Ποια είναι η τύχη της εμπορευματικής παραγωγής όταν θα έχουν κοινωνικοποιηθεί όλα τα μέσα παραγωγής;».[67] Ο Κ. Μαρξ, στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» που αφορά την εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό, γράφει: «Οτι στην κοινωνία αυτή, ο κάθε ατομικός παραγωγός παίρνει πίσω ακριβώς ό,τι της δίνει»[68]. Και διευκρινίζει: «Την ίδια ποσότητα εργασίας που έδωσε στην κοινωνία με μια μορφή, την παίρνει πίσω με άλλη μορφή».[69] Στην προκειμένη περίπτωση ο Μαρξ μας δίνει έναν από τους πιο εκλαϊκευτικούς ορισμούς του νόμου της αξίας. Και δεν αφήνει καμιά δυνατότητα αμφισβήτησης γι’ αυτό, υπογραμμίζοντας εκ νέου ότι: «Οσο για τη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους ξεχωριστούς παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων, ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μια μορφή, με ίση εργασία σε άλλη μορφή».[70]
Ο Κ. Μαρξ και ο Φρ. Ενγκελς δικαιώθηκαν ως προς την πρόβλεψη της τελικής ιστορικής τύχης των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων, δηλαδή της απονέκρωσής τους στον κομμουνισμό. Είχαν δίκιο επίσης για το ότι οι αυθόρμητα αναπτυσσόμενες εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις που βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με το σοσιαλισμό.
Δεύτερον: Εξαιρετικά μεγάλη ήταν η συμβολή του Λένιν στην επεξεργασία της μαρξιστικής θεωρίας για την αξιοποίηση των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό. Ο Λένιν ήταν εκείνος που στηριζόμενος στη θεωρία του Μαρξ, έβαλε τις βάσεις της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, στις οποίες περιέλαβε και τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις. Οι απόψεις του για τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις διαμορφώθηκαν οριστικά το φθινόπωρο του 1921 και εκφράστηκαν στις εργασίες του: «Για την τέταρτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης», «Για τη σημασία του χρυσού τώρα και μετά τη ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλισμού», στην «εισήγηση και στον τελικό λόγο στην VII Κομματική Συνδιάσκεψη της περιοχής της Μόσχας», κ.ά..
Το συμπέρασμα του Λένιν για την ύπαρξη και χρησιμοποίηση των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση έγινε στη βάση της γενίκευσης της πείρας - της πρακτικής. Η πείρα του υπαρκτού σοσιαλισμού έδειξε ότι οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις σαν οργανικό συστατικό στοιχείο του συστήματος των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, αποκτούν ένα καινούργιο ποιοτικά κοινωνικο-οικονομικό περιεχόμενο. Δεν είναι πια εκείνες οι σχέσεις που διαμορφώνονταν αυθόρμητα και πίσω από τις πλάτες των εμπορευματοπαραγωγών, οι οποίοι ήταν απομονωμένοι μεταξύ τους από την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Το πεδίο δράσης και ο ρόλος του νόμου της αξίας καθορίζονται από τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής.
Στις συνθήκες του σοσιαλισμού ο νόμος της αξίας δρα μέσα στις συνθήκες της σχεδιασμένης, αναλογικής ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας δεν είναι αυθόρμητος ρυθμιστής της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας, η σφαίρα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων είναι περιορισμένη. Στον περιορισμό της δράσης του νόμου της αξίας συμβάλλουν: Η κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, η περιορισμένη σφαίρα της εμπορευματικής παραγωγής και της εμπορευματικής κυκλοφορίας, η δράση του συστήματος των οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού και πρώτ’ απ’ όλα ο νόμος της σχεδιασμένης αναλογικής ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις δεν είναι κυρίαρχες, αλλά εντάσσονται και υποτάσσονται στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Δεν αρνούμαστε ωστόσο την ανάγκη παραπέρα διερεύνηση των σχέσεων σχεδίου-αγοράς.
Η μεγάλη προσοχή του Λένιν για τις εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις στο σοσιαλισμό δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε πρόσκαιρη. Στα σχέδια της μπροσούρας «Για το φόρο σε είδος» αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η: «ανταλλαγή προϊόντων της μεγάλης («σοσιαλιστικοποιημένης») βιομηχανίας με αγροτικά προϊόντα, αυτή είναι η οικονομική ουσία του σοσιαλισμού»[71].
Η εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό είναι εμπορευματική παραγωγή ιδιαίτερου είδους, πρόκειται για μια εμπορευματική παραγωγή, όπου δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής. Δεν υπάρχουν καπιταλιστές. Η παραγωγή γίνεται βασικά από τους ενωμένους σοσιαλιστικούς παραγωγούς (κράτος, κολχόζ, συνεταιρισμοί). Με τη δημιουργία της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, η εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό μπαίνει μέσα σε ορισμένα πλαίσια.
Στη σοσιαλιστική κοινωνία η εμπορευματική παραγωγή είναι περιορισμένη και δεν έχει καθολικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό. Στο σοσιαλισμό οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις περιορίζονται κυρίως στη σφαίρα των ειδών ατομικής κατανάλωσης, αλλά ακόμη και εδώ ένα μεγάλο μέρος δεν παράγεται και δεν πραγματοποιείται ως εμπόρευμα (π.χ. υπηρεσίες παιδείας, υγείας, πρόνοιας κλπ.). Δεν είναι εμπόρευμα η εργατική δύναμη. Η γη με το υπέδαφος δε μπορεί να γίνει αντικείμενο αγοραπωλησίας. Οι κρατικές επιχειρήσεις - εργοστάσια, ανθρακωρυχεία, ηλεκτρικοί σταθμοί με τα εργαλεία παραγωγής, τα κτίρια, εγκαταστάσεις κλπ. δεν είναι εμπορεύματα. Μπορούν, όμως, να μεταβιβάζονται από ένα κρατικό οργανισμό σε άλλον μόνο ύστερα από ειδική άδεια και συνεπώς δεν είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας.
Στα σχέδια της σοσιαλιστικής οικονομίας προβλέπεται η χορήγηση στην κάθε κρατική επιχείρηση ορισμένων υλικών μέσων σύμφωνα με το παραγωγικό πρόγραμμά της. Στην περίπτωση αυτή, όταν τα μέσα παραγωγής περνούν από την μια στην άλλη επιχείρηση, το σοσιαλιστικό κράτος παραμένει ολοκληρωτικά και απόλυτα ιδιοκτήτης αυτών των μέσων παραγωγής. Και οι διευθυντές των επιχειρήσεων που παίρνουν από το σοσιαλιστικό κράτος τα μέσα παραγωγής, δε γίνονται σε καμιά περίπτωση ιδιοκτήτες τους, αλλά είναι πληρεξούσιοι του κράτους για τη χρησιμοποίηση των μέσων παραγωγής σύμφωνα με τα κρατικά σχέδια προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας. Τα μέσα παραγωγής που κατανέμει το κράτος στις κρατικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό της χώρας, στην ουσία δεν είναι, παύουν να είναι εμπορεύματα. Ωστόσο, γίνονται οικονομικοί υπολογισμοί και χρηματική εκτίμηση, πράγμα που είναι απαραίτητο για την καταγραφή, για τους υπολογισμούς και τον έλεγχο. Ο ρόλος και η σημασία της μεγάλης σοσιαλιστικής βιομηχανίας στη συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας εκφράστηκε με τους μηχανο-τραχτερικούς σταθμούς (ΜΤΣ). Οι ΜΤΣ ήταν κρατικές σοσιαλιστικές επιχειρήσεις της αγροτικής οικονομίας που συγκέντρωναν τα τραχτέρ, τα κομπάιν, καθώς και τις άλλες σύνθετες αγροτικές μηχανές, οι οποίες εξυπηρετούσαν τη συνεταιριστική παραγωγή βάση συμβολαίων.
Βέβαια, στο εξωτερικό εμπόριο τα μέσα παραγωγής είναι εμπορεύματα. Εδώ είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας και αλλάζουν ιδιοκτήτες.

2. «Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ» ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΙΚΟ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟ

Ξεκινώντας από την προαναφερόμενη θέση του Φρ. Ενγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ» προβάλλεται η αντίληψη ότι: «οι κατηγορίες «αξία» και «τιμή» δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στους υπολογισμούς που απαιτούνται για τη σοσιαλιστική σχεδιοποίηση. Αυτοί οι υπολογισμοί πρέπει να βασίζονται στη σύγκριση της κοινωνικής ωφελιμότητας των αντικειμένων χρήσης, όπως θα προκύπτει από το μεταξύ τους συσχετισμό και τη σχέση τους με την απαιτούμενη για την κατασκευή τους ποσότητα εργασίας»[72].
«Οι προτάσεις αυτές δεν εφαρμόστηκαν σε καμμιά από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, σε καμμιά οι υπολογισμοί δεν γίνονταν άμεσα σε «χρόνο εργασίας»[73].
Πρώτον, ό,τι αφορά την κατάργηση της «αξίας» και της «τιμής» του εμπορεύματος στις συνθήκες του σοσιαλισμού συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα της ύπαρξης των εμπορευματικο-χρηματικών σχέσεων.
Δεύτερον, ο ισχυρισμός για την κατάργηση της «αξίας» και της «τιμής» αντίστοιχα του εμπορεύματος ουσιαστικά σημαίνει κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής και εμπορευματικής κυκλοφορίας στο σοσιαλισμό. Η κατάργηση αυτή αντικειμενικά είναι αδύνατον να γίνει. Πρόκειται για μια καθαρή ουτοπία. Η χρηματική μορφή έκφρασης της αξίας είναι ένα νομοτελειακό αποτέλεσμα της ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας γενικά και της σοσιαλιστικής ειδικότερα. Οπως γράφει ο Κ. Μαρξ: «Ο καθένας ξέρει, κι αν ακόμα δεν ξέρει τίποτα άλλο, ότι τα εμπορεύματα έχουν μια κοινή μορφή αξίας (...) την χρηματική μορφή»[74].
Τρίτον, το όλο πρόβλημα δεν είναι καθόλου υποκειμενικό. Το πρόβλημα αυτό έχει άμεση σχέση με μια σειρά από αντικειμενικούς παράγοντες όπως είναι: το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ο βαθμός ωρίμανσης των σχέσεων παραγωγής, η έκταση και το βάθος της σοσιαλιστικής κοινωνικοποίησης της εργασίας, της παραγωγής και των βασικών μέσων παραγωγής. Προαναφέραμε ήδη ότι τα καταναλωτικά προϊόντων παράγονται και πραγματοποιούνται σαν εμπορεύματα, ότι είναι εμπορευματικοί οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ του κρατικού τομέα της οικονομίας και του συνεταιριστικοποιημένου.
Στο σοσιαλισμό υπάρχουν διαφορές μεταξύ της άμεσα κοινωνικής εργασίας στις κρατικές επιχειρήσεις, όπου η εργασία είναι κοινωνικοποιημένη σε παλλαϊκή κλίμακα, και στην άμεσα κοινωνική εργασία των συνεταιρισμών, όπου η εργασία είναι κοινωνικοποιημένη μόνο μέσα στα πλαίσια του κάθε συνεταιρισμού.
Εκτός αυτού, οι συνεταιρισμένοι αγρότες χρησιμοποιούν την εργασία τους και στο ατομικό επικουρικό νοικοκυριό τους, το οποίο έχει δευτερεύουσα σημασία.
Διαφορά υπάρχει και ανάμεσα στην σωματική και την πνευματική εργασία, όπως και ανάμεσα στη σύνθετη (ειδικευμένη) και στην απλή (ανειδίκευτη) εργασία. Στην εκπόνηση του σχεδίου εργασίας όλες αυτές οι διαφορές παίρνονται υπόψη από τα αρμόδια όργανα του σοσιαλιστικού σχεδιασμού για να καθορίσουν τη συνολική παραγωγή, το συνολικό εργατικό δυναμικό και το συνολικό κονδύλι του μισθού εργασίας. Από τις διαφορές αυτές γίνεται σαφές ότι υπάρχει ανομοιογένεια, κοινωνικο-οικονομική ανισότητα της εργασίας. Από εδώ και η ανάγκη της έμμεσης σύγκρισης της κοινωνικής εργασίας με τη χρησιμοποίηση της αξίας και της χρηματικής της έκφρασης - της τιμής. Η σύγκριση αυτή στηρίζεται στην αναγωγή όλων των διαφόρων συγκεκριμένων μορφών εργασίας των εργατών και των συνεταιρισμένων αγροτών σε αφηρημένη εργασία, η οποία δημιουργεί την αξία του εμπορεύματος. Με άλλα λόγια, στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί να γίνει ο κοινωνικός υπολογισμός της συγκεκριμένης εργασίας άμεσα σε ώρες χρόνου εργασίας. Ο χρόνος εργασίας είναι το φυσικό μέτρο της ανθρώπινης εργασίας και σαν τέτιο δεν επιτρέπει στη σοσιαλιστική κοινωνία να συγκρίνει, να εξισώσει και να ανταλλάσσει την μια μορφή εργασίας με την άλλη, την πνευματική και τη σωματική, την ειδικευμένη και ανειδίκευτη, την απλή και τη σύνθετη, την εργασία με υψηλή και χαμηλή παραγωγικότητα κτλ.
Τέταρτον, από τη στιγμή, λοιπόν, που παρατηρούνται ποιοτικές διαφορές στις εργασίες που πρέπει να συγκριθούν για την ανταλλαγή το φυσικό μέτρο της εργασίας - ο χρόνος εργασίας, δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξίσωση της εργασίας. Ο χρόνος εργασίας δεν είναι και δε μπορεί να παίξει το ρόλο του γενικού ισοδύναμου του χρήματος. Με αυτά τα δεδομένα και στη σοσιαλιστική κοινωνία κανένας δε μπορεί προκαταβολικά να κάνει κοινωνική εκτίμηση της εργασίας με τη βοήθεια του χρόνου εργασίας. Αφού υπάρχει κοινωνικο-οικονομική ανομοιογένεια στην εργασία, οι υπολογισμοί γι’ αυτήν δε μπορούν να γίνουν άμεσα σε χρόνο εργασίας.[75]
Πέμπτον, ο Κ. Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» γράφει: «Το χρήμα σαν μέτρο της αξίας είναι αναγκαία μορφή εμφάνισης του μέτρου της αξίας, του χρόνου εργασίας, που ενυπάρχει στο εμπόρευμα»[76]. Και στην υποσημείωση 50, ο Κ. Μαρξ εξηγεί γιατί το «χρήμα-εργασία» δε μπορεί να είναι γενικό ισοδύναμο ή να είναι χρήμα. «Το ερώτημα γιατί το χρήμα να μην εκπροσωπεί άμεσα τον ίδιο χρόνο εργασίας, έτσι, που λ.χ. ένα χαρτονόμισμα να παρασταίνει χ - ώρες εργασίας, καταλήγει στο ερώτημα, γιατί πάνω στη βάση της εμπορευματικής παραγωγής τα προϊόντα εργασίας είναι υποχρεωμένα να παίρνουν τη μορφή εμπορευμάτων, μια και η μορφή του εμπορεύματος περικλείει το διχασμό τους σε εμπορεύματα και σε χρηματικό εμπόρευμα.
Ή, στο ερώτημα γιατί η ατομική εργασία να μη μπορεί να θεωρείται άμεσα κοινωνική εργασία, δηλαδή, το αντίθετό της ... Εδώ ας σημειωθεί ακόμα ότι λ.χ. το «χρήμα- εργασία» του Οουεν είναι τόσο λίγο «χρήμα», όσο λ.χ. ένα εισιτήριο θεάτρου»[77].

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στις μέρες μας ο ημερήσιος και ο περιοδικός τύπος, αλλά και όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που είναι στην υπηρεσία της χρηματιστικής ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού, προσπαθούν με τη συκοφαντία και τη διαστρέβλωση να δώσουν τη χαριστική βολή στο σοσιαλισμό. Να αφαιρέσουν κάθε ελπίδα από τους ανθρώπους της δουλιάς. Καθήκον των κομμουνιστών είναι η υπεράσπιση της αλήθειας, της μεγάλης προσφοράς του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανθρωπότητα, η παραπέρα έρευνα και μελέτη για τα αίτια της επικράτησης της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η δημιουργική, έτσι, ανάπτυξη της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας.
Οι καπιταλιστές ξεχνούν ή θέλουν να ξεχνούν ότι, οι αλλαγές στην πρώην ΕΣΣΔ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης είναι ένα πρόσκαιρο φαινόμενο. Και παρά τα όποια ζιγκ-ζαγκ ο τροχός της Ιστορίας δε γυρίζει πίσω. Ιστορικά το μέλλον ανήκει στο σοσιαλισμό. Γιατί ο σοσιαλισμός είναι μέσα στο χρόνο και ο χρόνος δουλεύει για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.


Ο Γιώργος Πολυμερίδης είναι μέλος της ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού». Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, 15 - 16 Ιούλη 1995.
[2] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 65.
[3] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 67.
[4] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 67.
[5] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 70.
[6] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 81.
[7] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ.317.
[8] Στο ίδιο.
[9] Στις θυελλώδικες μέρες της πολιτικής απεργίας του Οκτώβρη του 1905, μέσα στη φωτιά της πάλης με τον τσαρισμό, η επαναστατική δημιουργικότητα των εργατικών μαζών ανακάλυψε ένα καινούργιο ισχυρό όπλο - τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών. Τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών, που αποτελούσαν συνέλευση των αντιπροσώπων από όλες τις επιχειρήσεις, ήταν μια πρωτοφανέρωτη στον κόσμο μαζική πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Τα Σοβιέτ που πρωτογεννήθηκαν το 1905 στάθηκαν το πρόπλασμα της εξουσίας των Σοβιέτ που το προλεταριάτο δημιούργησε το 1917 με την καθοδήγηση του Κόμματος των Μπολσεβίκων με επικεφαλής το Ι. Β. Λένιν. Τα Σοβιέτ ήταν καινούρια επαναστατική μορφή της λαϊκής δημιουργικότητας. Δημιουργήθηκαν αποκλειστικά από τα επαναστατικά στρώματα του πληθυσμού σπάζοντας κάθε νόμο και κάθε κανόνα του τσαρισμού (Ιστορία του ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης (μπ), σελ. 84).
Με βάση τη μελέτη της πείρας των δύο ρωσικών επαναστάσεων, ο Λένιν, ξεκινώντας από τη θεωρία του μαρξισμού, έφτασε στο συμπέρασμα πως η καλύτερη πολιτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, δεν είναι η κοινοβουλευτική λαοκρατική δημοκρατία, αλλά η δημοκρατία των Σοβιέτ. Πάνω σε αυτή τη βάση, τον Απρίλη του 1917, στο πέρασμα από την αστική στη σοσιαλιστική επανάσταση, ο Λένιν έριξε το σύνθημα της οργάνωσης της δημοκρατίας των Σοβιέτ, σαν την καλύτερη πολιτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. (Στο ίδιο, σελ. 370).
[10] Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού». Απαντα, τ. 30, σελ. 123.
[11] Β. Ι. Λένιν: «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού». Απαντα, τ. 35, σελ. 221.
[12] Β. Ι. Λένιν: «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού». Απαντα, τ. 35, σελ. 223.
[13] Β. Ι. Λένιν: Απόφαση της ΠΚΕΕ 3/16/του Γενάρη 1918. Απαντα, τ. 35, σελ. 226.
[14] Β. Ι. Λένιν: Απόφαση της ΠΚΕΕ 3/16/ του Γενάρη 1918. Απαντα, τ. 35, σελ. 234-235.
[15] Β. Ι. Λένιν: «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού». Απαντα, τ. 35, σελ. 235.
[16] Β. Ι. Λένιν: «Σημειώσεις ενός δημοσιογράφου». Απαντα, τ. 44, σελ. 417.
[17] Β. Ι. Λένιν: «Η τέταρτη επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης». Απαντα, τ. 44, σελ. 147.
[18] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 35, σελ. 238-239.
[19] «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις-σε σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης». Β. Ι. Λένιν: «Καρλ Μαρξ». Απαντα, τ. 26, σελ. 56.
[20] «Τι είναι η κοινωνία, οποιαδήποτε κι αν είναι η μορφή της; Το προϊόν της αμοιβαίας δράσης των ανθρώπων». Κ. Μαρξ: «Γράμμα στον Ανένκοφ». Διαλεκτά Εργα, τ. 2, σελ. 517.
[21] Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς: «Διαλεκτά Εργα», τ. 1, σελ. 89, εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1951.
[22] Β. Ι. Λένιν: Τι είναι οι «φίλοι του λαού». Απαντα, τ. 1, σελ. 137.
[23] Κ. Μαρξ: «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας». Διαλεκτά Εργα, τ. 1, σελ. 425.
[24] Ακόμα ο Κ. Μαρξ εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στη νομική μορφή της ιδιοκτησίας και της λειτουργίας της σαν πραγματική σχέση παραγωγής. (Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς. «Διαλεκτά γράμματα», Μ, 1948, σελ. 153, στα ρωσικά).
[25] Β. Ι. Λένιν: «Καρλ Μαρξ». Απαντα, τ. 26, σελ. 56.
[26] Β. Ι. Λένιν: «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς θα πρέπει να την καταπολεμήσουμε». Απαντα, τ. 34, σελ. 192.
[27] Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση». Απαντα, τ. 32, σελ. 98.
[28] Β. Ι. Λένιν: «Το VΙΙΙ Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ). Απαντα, τ. 38, σελ. 179.
[29] Β. Ι. Λένιν: «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς θα πρέπει να την καταπολεμήσουμε». Απαντα, τ. 34, σελ. 193.
[30] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδοτικό «Αλφειός», 2000, σελ. 32.
[31] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδοτικό «Αλφειός», 2000, σελ. 53.
[32] Β. Ι. Λένιν: «Για τα «Αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό». Απαντα, τ. 36, σελ. 302.
[33] Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1974, σελ. 13.
[34] Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1974, σελ. 14.
[35] Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν. Ι. Μπουχάριν «Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1999, σελ. 25.
[36] «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού», Υλικά Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, 15 -16 Ιούλη 1995, σελ. 100.
[37] Σωστότερο και ακριβέστερο θα ήταν αν είχε καθιερωθεί όρος σαν «πραγματικός σοσιαλισμός». Στις άλλες χώρες, είχε πολιτογραφηθεί σαν «πραγματικός σοσιαλισμός». Πάντως ο όρος «υπαρκτός σοσιαλισμός» επιβλήθηκε από τις ανάγκες της ίδιας της ζωής. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός είναι εκείνο το κοινωνικό σύστημα που ενσάρκωσε στην πράξη τον επιστημονικό σοσιαλισμό του Κ. Μαρξ, του Φρ. Ενγκελς και του Β. Ι. Λένιν. Ως προς την ουσία του, ήταν το καθεστώς που αντικατέστησε με επαναστατικό τρόπο τον καπιταλισμό και τις προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ονομάστηκε έτσι, γιατί υπήρχε στην πράξη κάμποσες δεκαετίες και όχι μόνο στη θεωρία στις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες. Ο όρος υπαρκτός σοσιαλισμός εμφανίστηκε ακόμα, γιατί, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στις διάφορες χώρες του κόσμου αποστρέφονταν τον καπιταλισμό και συνειδητοποιούσαν την αναγκαιότητα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας σαν τον τελικό σκοπό της πάλης τους. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός καθιερώθηκε έτσι και για έναν επιπλέον λόγο. Οι άνθρωποι που αγωνίζονταν για τον πραγματικό σοσιαλισμό, έπρεπε να μπορούν να τον ξεχωρίζουν από τους διάφορους άλλους «σοσιαλισμούς», όπως είναι: Ο αντιδραστικός σοσιαλισμός, ο συντηρητικός ή αστικός σοσιαλισμός, ο κριτικός ουτοπικός σοσιαλισμός, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, κ.ά.
[38] «Η Οκτωβριανή επανάσταση, που επιτέλεσαν οι εργάτες, οι αγρότες και στρατιώτες, είναι χωρίς αμφιβολία σοσιαλιστική» (Β. Ι. Λένιν. Απαντα, τ. 35, σελ. 167). «Οφείλουμε όμως, να πούμε ότι η δημοκρατία μας των Σοβιέτ είναι σοσιαλιστική, γιατί μπήκαμε σε αυτό το δρόμο». (Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 35, σελ. 271). «Μα η θέση σας θα είναι σωστή αν πείτε ότι το κράτος μας είναι σοσιαλιστική δημοκρατία». (Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 35, σελ. 271).
[39] Β. Ι. Λένιν: «Για το φόρο σε είδος». Απαντα, τ. 43, σελ. 210-211.
[40] «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού». Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης. 15-16 Ιούλη 1995, σελ. 15.
[41] «Αυτή λοιπόν την κομμουνιστική κοινωνία, η οποία τώρα μόλις έχει βγει στο φως της ημέρας από τα σπλάχνα του καπιταλισμού, που από κάθε άποψη φέρνει τη σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, ο Μαρξ την ονομάζει «πρώτη» ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας». Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 92.
[42] Β. Ι. Λένιν: «Για τα «αριστερά» παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό». Απαντα, τ.36, σελ. 295.
[43] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 90.
[44] Β. Ι. Λένιν: Πρόλογος στο λόγο, «Για την εξαπάτηση του λαού». Απαντα, τ. 38, σελ. 377.
[45] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 39, σελ. 15.
[46] Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού». Απαντα, τ. 30, σελ. 122.
[47] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 90.
[48] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση», Απαντα, τ. 33, σελ. 91.
[49] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδ. «Αλφειός», 2000, σελ. 194.
[50] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδ. «Αλφειός», 2000, σελ. 208.
[51] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδ. «Αλφειός», 2000, σελ. 204.
[52] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδ. «Αλφειός», 2000, σελ. 317.
[53] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 93.
[54] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδ. «Αλφειός», 2000, σελ. 319-320.
[55] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδ. «Αλφειός», 2000, σελ. 319.
[56] Στη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, διατηρείται ακόμα η μικρή ιδιοκτησία - κυρίως στην αγροτική οικονομία, όπου η παραγωγή σε ατομικό νοικοκυριό με εμπορευματοποίηση του προϊόντος επιβιώνει επί μεγάλο διάστημα, - όπως και η προσωπική ιδιοκτησία που αφορά τα βασικά είδη κατανάλωσης.
[57] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 93.
[58] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 94.
[59] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 98.
[60] Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και Επανάσταση». Απαντα, τ. 33, σελ. 97.
[61] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού». Εκδόσεις, «Αλφειός», 2000, σελ. 202.
[62] Β. Ι. Λένιν: «Η τέταρτη επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης». Απαντα, τ. 44, σελ. 151.
[63] Β. Ι. Λένιν: «Η τέταρτη επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης». Απαντα, τ. 44, σελ. 151.
[64] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 69.
[65] Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδόσεις «Αναγνωστίδη», σελ. 420.
[66] «Τη διατύπωση του Ενγκελς δεν μπορούμε να τη θεωρούμε πέρα για πέρα καθαρή και ακριβολογημένη, γιατί σε αυτή δεν αναφέρεται αν γίνεται λόγος για την ανάληψη όλων των μέσων παραγωγής στην κατοχή της κοινωνίας ή μόνο ενός μέρους των μέσων παραγωγής, δηλαδή αν όλα τα μέσα παραγωγής έχουν περάσει στην ιδιοκτησία όλου του λαού ή μόνο ένα μέρος των μέσων παραγωγής. Συνεπώς, αυτή τη διατύπωση του Ενγκελς μπορούμε να την καταλάβουμε και έτσι και αλλοιώς. Σε ένα άλλο σημείο του «Αντι-Ντύρινγκ», ο Ενγκελς μιλά για κατοχή «όλων των μέσων παραγωγής», για κατοχή «του συνόλου των μέσων παραγωγής». Συνεπώς, ο Ενγκελς στη διατύπωσή του έχει υπόψη του την εθνικοποίηση όχι ενός μέρους των μέσων παραγωγής, αλλά όλων των μέσων παραγωγής, δηλαδή τη «μετατροπή των μέσων παραγωγής σε παλλαϊκή περιουσία όχι μόνο στη βιομηχανία, αλλά και στην αγροτική οικονομία» (Ι. Β. Στάλιν: «Τα Οικονομικά Προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδοτικό ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, σελ. 31-32).
[67] Ι. Β. Στάλιν: «Τα Οικονομικά Προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδοτικό ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, σελ. 35.
[68] Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1979, σελ. 13.
[69] Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1979, σελ. 13.
[70] Κ. Μαρξ: «Κριτική του προγράμματος της Γκότα». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1979, σελ. 13.
[71] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 43, σελ. 381.
[72] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 133.
[73] Κ. Κάππος: «Κριτική του Σοβιετικού Σχηματισμού», εκδόσεις «Αλφειός», 2000, σελ. 134.
[74] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1, σελ. 62.
[75] «Στη δεύτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας η ποσότητα της εργασίας, που θα ξοδεύεται για την παραγωγή των προϊόντων, δε θα μετριέται με πλάγιο τρόπο, μέσω της αξίας και των μορφών της, όπως γίνεται στην εμπορευματική παραγωγή, αλλά κατευθείαν και άμεσα, με βάση τη διάρκεια του χρόνου, με τις ώρες εργασίας, που θα καταναλώνονται για την παραγωγή των προϊόντων». Ι. Β. Στάλιν, Τα οικονομικά προβλήματα στην ΕΣΣΔ, εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, σελ. 58.
[76] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1, σελ. 107.



[77] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1, σελ. 107.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ