Η ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ
- της Ελένης Μπέλλου
«Το πιο δύσκολο
το πιο βαρύ
είναι να νικάς την απογοήτευση
και να ’ναι πάντα η ψυχή σου
ψυχή μαχητή»[1]
Λόγια
γραμμένα από μάνα κρατούμενη προς το παιδί της. Λόγια επίκαιρα, όχι
μόνο με τη στενή έννοια της επικαιρότητας, αλλά κυρίως με την έννοια της
ιστορικής αναγκαιότητας. Λόγια που αποτυπώνουν με λυρισμό την ουσία της
πρωτοπορίας, την ψυχική δύναμη που απαιτεί τη συνειδητή στάση ζωής.
Στην
πρόσφατη προεκλογική περίοδο, το εκ νέου κυβερνητικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ
ζήτησε ψήφο εργατική, λαϊκή, νεανική, με σύνθημα «να νικηθεί το παλιό
από το νέο», «να μην επιστρέψει το παλιό», διαστρεβλώνοντας τι είναι νέο
και τι παλιό στην πολιτική, στο καπιταλιστικό εποικοδόμημα. Κατάφερε ν’
αποσπάσει το 35,5% όσων ψήφισαν μ’ έγκυρο τρόπο (τα έγκυρα ψηφοδέλτια
ήταν το 55,18% επί των εγγεγραμμένων).
Και
το ΚΚΕ ζήτησε ψήφο εργατική, λαϊκή, νεανική. Ψήφο για «δυνατή λαϊκή
αντιπολίτευση», για «ν’ ανοίξει ο δρόμος της ανατροπής», και
ανταποκρίθηκε το 5,5% όσων ψήφισαν με έγκυρο τρόπο.
Ταυτόχρονα,
εργατική, λαϊκή και νεανική ήταν σε μεγάλο βαθμό και η ψήφος που
συνέβαλε στο 28% της ΝΔ, στο 7% της ναζιστικής εγκληματικής Χρυσής
Αυγής, η ψήφος που σκόρπισε στο ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (6,3%), στο ΠΟΤΑΜΙ (4,1%),
στους ΑΝΕΛ (3,7%), στην Ένωση Κεντρώων (3,4%), αλλά και σε κόμματα που
δεν έπιασαν το φράγμα του 3%, όπως η Λαϊκή Ενότητα (2,86%).
Το
ΚΚΕ, όχι μόνο με τις οργανωμένες δυνάμεις του κι εκείνες της ΚΝΕ, αλλά
και με ιδεολογικούς-πολιτικούς φίλους και φίλες του, με συνεργαζόμενους
στα κινήματα, έδωσε την εκλογική μάχη με μεγάλο βαθμό συσπείρωσης. Σ’
αυτήν τη μάχη, παρά την πολύ περιορισμένη χρονική διάρκειά της, μπήκαν
με μαχητικότητα νέες δυνάμεις, καταβάλλοντας σημαντική
ιδεολογική-πολιτική προσπάθεια για να προβάλουν την πολιτική πρόταση του
ΚΚΕ, καθώς και την αναγκαιότητα μιας ανώτερου τύπου οικονομίας και
κοινωνίας, τις οικονομικές-πολιτικές προϋποθέσεις της, το δρόμο που
οδηγεί σε αυτήν. Ζήτησε ψήφο ως πολιτική πράξη συσπείρωσης με το ΚΚΕ στο
δρόμο υπεράσπισης των εργατικών, λαϊκών συμφερόντων σήμερα, αλλά και
στην προοπτική διαμόρφωσης όλων των απαιτούμενων προϋποθέσεων για να
μπει στην ημερήσια διάταξη η σύγκρουση με στόχο την ανατροπή της
καπιταλιστικής εξουσίας. Δηλαδή το ΚΚΕ έθετε το ταξικό κριτήριο ψήφου,
που βέβαια δεν αφορά μόνο ή κυρίως τις αστικές εκλογές. Στόχος ήταν
και είναι η συσπείρωση, η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για ανέβασμα
της συνειδητής ταξικής πάλης απέναντι στον καπιταλισμό.
Σε
αυτήν την εκλογική μάχη, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι υπήρξε
μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά εκδηλωμένο ενδιαφέρον για την πολιτική
πρόταση του ΚΚΕ, νέο ακροατήριο, δηλώσεις επωνύμων και μη, ότι η
περιπλάνησή τους, ως πολιτική επιλογή, από το ΚΚΕ προς το ΣΥΡΙΖΑ δε
συνιστούσε θετική εμπειρία, οι ανοδικές δημοσκοπικές μετρήσεις, η
συγκριτικά πιο περιορισμένη άμεση επιθετικότητα των ΜΜΕ, δημιούργησαν
ένα θετικό κλίμα αναμονής εκλογικής ανόδου –σε ψήφους και ποσοστό– σε
σχέση με τις εκλογές του Γενάρη 2015.
Έτσι,
το αποτέλεσμα έφερε μια στεναχώρια, ιδιαίτερα σε ανθρώπους που
αγωνίστηκαν για την ψήφιση του ΚΚΕ ή που ψήφιζαν πρώτη φορά ΚΚΕ.
Ιδιαίτερα οι τελευταίοι, κάνοντας οι ίδιοι το βήμα, δεν μπορούσαν να
φανταστούν ότι αυτό δε θα καταγραφόταν ως θετική, ως ανοδική τάση για το
ΚΚΕ. Άλλοι, πάλι, θεώρησαν ότι ήταν εφικτό το ΚΚΕ να καταλάβει την 3η
θέση αντί της εγκληματικής-ναζιστικής Χρυσής Αυγής ή και της
ξαναζεσταμένης πολιτικής σούπας της σύμπραξης ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ.
Πολλοί
απογοητεύτηκαν και από το γεγονός ότι, παρά τη σημαντική απώλεια ψήφων
του ΣΥΡΙΖΑ (325.166 ψήφοι) και της ΝΔ (197.389 ψήφοι) σε σύγκριση με το
Γενάρη του 2015, τα εκλογικά τους ποσοστά παραμένουν σημαντικά,
ξεπερνούν το 60% από κοινού. Αυτό δείχνει ότι τα κόμματα αυτά έχουν
διείσδυση σε εργατικά και λαϊκά στρώματα, κι ας ευθύνονται για τη
συνεχιζόμενη επιδείνωση της ζωής τους, κι ας ήταν πολύ πρόσφατη η
σύμπραξή τους –μαζί με τους ΑΝΕΛ, το ΠΑΣΟΚ, το ΠΟΤΑΜΙ– στην ψήφιση των
αντιλαϊκών «προαπαιτούμενων» και του 3ου μνημονίου της Ελλάδας με
ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Κάποιοι, μάλιστα, θύμωσαν με αυτήν τη στάση εργατοϋπαλλήλων,
που εκ νέου συμβιβάστηκαν με πολιτικές πρακτικές ξένες προς τα
συμφέροντά τους.
Πρόκειται
για συναισθήματα τα οποία είναι δικαιολογημένα, ενώ ταυτόχρονα
τροφοδοτούνται και από την αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα.
Ιδιαίτερα η τελευταία διοχετεύει το δηλητήριό της στη λογική «φταίει η
πολιτική του ΚΚΕ, αφού δεν πείθει». Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα
ζητήματα, έτσι και στο ζήτημα της εκτίμησης του εκλογικού αποτελέσματος
και των παραγόντων που συνέβαλαν σε αυτό, οι οπορτουνιστές υιοθετούν
σχεδόν εξ ολοκλήρου τα εργαλεία της αστικής-κοινοβουλευτικής σκέψης.
Βέβαια,
η πιο ψύχραιμη και βαθιά σκέψη, η διαλεκτική υλιστική ανάλυση του
συνολικού εκλογικού αποτελέσματος ως στοιχείου του υπάρχοντος
κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού συστήματος, η εκτίμηση όλων των
παραγόντων από τους οποίους καθορίζεται ο συσχετισμός μεταξύ των
αντίπαλων τάξεων, όχι μόνο αιτιολογεί, αλλά ερμηνεύει απόλυτα το
συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτή την ερμηνεία επιχειρεί η ΚΕ του
Κόμματος, η οποία στην ανακοίνωσή της στις 21 Σεπτέμβρη εκτιμά: «…Αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα (του ΚΚΕ)
εκφράζει το συνολικό αρνητικό ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, τη γενικότερη
υποχώρηση του εργατικού, λαϊκού κινήματος σε συνθήκες βαθιάς
καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, το επίπεδο της ταξικής πάλης στη χώρα
μας και διεθνώς» (σημείο 1), καθώς και ότι «το γενικό εκλογικό
αποτέλεσμα εκφράζει σταθεροποίηση της αναδίπλωσης, της παθητικής
αναμονής και συντηρητικοποίησης ενός μεγάλου τμήματος του λαού […]
αποτυπώνει συμβιβασμό απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου σε συνθήκες
οικονομικής κρίσης και την απατηλή ελπίδα στην αναδιάρθρωση της
σοσιαλδημοκρατίας από το ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ» (σημείο 3).
Στο
παρόν άρθρο θα επιδιώξουμε την ανάλυση των παραπάνω εκτιμήσεων, καθώς
και την παρουσίαση των καθηκόντων που απορρέουν από αυτά, στο φως και
των ολοκληρωμένων και συλλογικών εκτιμήσεων και συμπερασμάτων που
προέκυψαν από την πρόσφατη συνεδρίαση της ΚΕ που ακολούθησε μετά από τη
συνολική συζήτηση των πρώτων εκτιμήσεων σε όλα τα καθοδηγητικά όργανα
του Κόμματος και της ΚΝΕ, στις ΚΟΒ και ΟΒ. Σε αυτήν την προσπάθεια θα
αξιοποιήσουμε ως αφορμή, αλλά και ως μέσο τεκμηρίωσης αυτών των
συμπερασμάτων, δυο μεγάλες επετείους: Την πρώτη νικηφόρα επικράτηση της
σοσιαλιστικής επανάστασης τον περασμένο αιώνα στη Ρωσία στις 7 Νοέμβρη
1917 και το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΚΚΕ στις 17-23 Νοέμβρη 1918.
Όπως
άλλωστε είναι ήδη γνωστό, και με ανάλογη Διακήρυξη της ΚΕ, το ΚΚΕ
βαδίζει προς την 100ή επέτειό του σε τρία χρόνια, το Νοέμβρη του 2018,
με στόχο «να στρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις για ν’ αποκτήσει το
Κόμμα πιο πλατιούς, πιο βαθιούς και ακόμα πιο γερούς δεσμούς με την
εργατική τάξη, ισχυρές ΚΟΒ, και από πιο προωθημένες θέσεις να δυναμώσει
τον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, για το
σοσιαλισμό».
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Στο
διεθνές επίπεδο της ταξικής πάλης βαραίνουν συντριπτικά και
καταθλιπτικά οι συνέπειες της αντεπαναστατικής νίκης επί της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε σειρά χωρών της Ευρώπης, της Ασίας, της
διακριτής οπισθοχώρησης στην Κούβα. Αυτή η εμπειρική πραγματικότητα
βρίσκεται συχνά πίσω από τα εξής ερωτήματα: «Πού υπάρχει στη Γη αυτή η
οικονομία, αυτή η κοινωνία που υποστηρίζετε;» ή «γιατί δεν επιβίωσε,
αφού είναι ανώτερη της καπιταλιστικής;».
Το
γεγονός ότι τα ερωτήματα αυτά δεν τίθενται πάντα καλοπροαίρετα δεν
αναιρεί την αναγκαιότητα στοιχειοθετημένης απάντησής τους. Το ΚΚΕ
γνωρίζει πολύ καλά, άλλωστε, ότι στις σημερινές συνθήκες οι απαντήσεις
αυτές αποτελούν πρωταρχικό όρο πολιτικοποίησης της εργατικής συνείδησης.
Γι’ αυτό ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 ανέδειξε ως
πρώτο και κύριο καθήκον του τη διερεύνηση των αιτιών αυτής της ήττας,
πρώτ’ απ’ όλα στην ΕΣΣΔ και στη συνέχεια σε άλλες χώρες. Σημαντικά
αποτελέσματα αυτής της έρευνας –η οποία συνεχίζεται κι εμπλουτίζεται–
καταγράφονται σε σχετική απόφαση - εκτίμηση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ.
Καταρχάς,
εννοείται ότι αποδεχόμαστε το ρόλο της ιστορικής εμπειρίας ως
απαραίτητο στοιχείο στη διαμόρφωση της συνείδησης. Την ίδια στιγμή όμως,
γνωρίζουμε ότι η πείρα, θετική ή αρνητική, δεν αποτελεί το μοναδικό
στοιχείο στη διαδικασία γνώσης της αλήθειας, δεν οδηγεί αυτόματα σε
αυτήν. Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε και πρακτικά, αφού τις περισσότερες
φορές η ίδια πείρα οδηγεί σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα. Η άντληση
των σωστών συμπερασμάτων από την πείρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής
ζωής προϋποθέτει την επιστράτευση της σωστής μεθόδου, τη γονιμοποίησή
της από τη σωστή θεωρία. Μόνο αυτή μπορεί ν’ αποκαλύψει την ουσία τους, η
οποία πολλές φορές αποκρύπτεται από το «γυμνό» εμπειρικό μάτι.
Η
κατανόηση της προσωρινής ήττας του σοσιαλισμού δεν αναιρεί την
ανωτερότητά του έναντι του καπιταλισμού. Αν ίσχυε άλλωστε αυτό, τότε και
η προσωρινή υποχώρηση των νέων –τότε– καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής
έναντι των φεουδαρχικών, η οποία έλαβε χώρα σε αρκετά σημεία της Ευρώπης
μεταξύ 14ου και 18ου αιώνα, θα έπρεπε να ερμηνευτεί ως κατωτερότητα του
καπιταλισμού έναντι της φεουδαρχίας.
Προφανώς
ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν λαθεμένο, αφού δε λαμβάνει υπόψη το
γεγονός ότι η μετάβαση από έναν κατώτερο σε έναν ανώτερο
κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό αποτελεί ολόκληρη ιστορική περίοδο η
οποία, παρά τα προσωρινά πισωγυρίσματα (τα οποία απορρέουν από το
γεγονός ότι το «παλιό» δεν παραχωρεί χωρίς αντίσταση τη θέση του στο
«νέο»), δεν μπορεί παρά να προχωράει προς τα μπρος. Πόσο μάλλον που η
μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό δεν αποτελεί
απλώς αλλαγή της μορφής της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά
μετάβαση από την εκμεταλλευτική - ταξική στην αταξική κοινωνία (και γι’
αυτό και τα υλικά της φύτρα δεν αναπτύσσονται μέσα στο πλαίσιο της
παλιάς κοινωνίας) και κατ’ επέκταση συναντά αντικειμενικά πολύ
μεγαλύτερη αντίσταση από τους εκμεταλλευτές.
Έτσι,
από μόνη της η νίκη της αντεπανάστασης δε στοιχειοθετεί την ανωτερότητα
του καπιταλισμού, αλλά την επικράτησή του έναντι του σοσιαλισμού στις
συγκεκριμένες συνθήκες του 20ού αιώνα. Αυτή η ανωτερότητα δε
στοιχειοθετείται ούτε από το γεγονός ότι αυτήν τη στιγμή δεν
οικοδομείται σχεδόν πουθενά η νέα κοινωνία. Αλήθεια, το γεγονός ότι
λίγους αιώνες πριν ήταν ακόμα παντοδύναμη η φεουδαρχία αποδεικνύει ότι
δεν ήταν στις συνθήκες εκείνες ανώτερη και αναγκαία η καπιταλιστική
κοινωνία;
Από
τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι αλλού πρέπει ν’ αναζητήσουμε την
επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Αυτή η επικαιρότητα απορρέει από την ίδια
την οικονομική βάση της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την ίδια τη συνεχή
ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής στον καπιταλισμό, η
οποία έρχεται όλο και περισσότερο σε αντίθεση με τον ατομικό-ομαδικό
(μετοχικό) χαρακτήρα της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων αυτής της
παραγωγής. Ο παράγοντας που καθιστά επίκαιρη την οικοδόμηση των
κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής (αλλά και όλων των υπόλοιπων κοινωνικών
σχέσεων) είναι η αναγκαιότητα αντιστοίχησής τους με τον κοινωνικό
χαρακτήρα που έχει προσδώσει στις παραγωγικές δυνάμεις η ίδια η ανάπτυξη
του καπιταλισμού. Έτσι, το «κλειδί» της κατανόησης της επικαιρότητας
του σοσιαλισμού βρίσκεται στον ίδιο τον καπιταλισμό και όχι στο πόσες
χώρες τον οικοδομούν σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Τα
ερωτήματα που τέθηκαν στη αρχή αυτού του κεφαλαίου ξεχνάνε λοιπόν ότι η
σοσιαλιστική κοινωνία που γνώρισε ο 20ός αιώνας ήταν μια κοινωνία υπό
μετάβαση, όπως ακριβώς ήταν και ο καπιταλισμός πριν λίγους αιώνες. Αυτό
το καθεστώς επαναστατικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό
(αυτή η περίοδος ονομάστηκε συμβατικά σοσιαλισμός) πάντα ενέχει ως
δυνατότητα το ενδεχόμενο της ανατροπής και του πισωγυρίσματος. Αντίθετα,
αυτό το ενδεχόμενο παύει να υπάρχει όταν η νέα κοινωνία «ανθίσει»
πλήρως, όταν όλες οι πλευρές της εκφράζουν πλήρως τον κομμουνιστικό της
χαρακτήρα.
Κομμουνισμός
σημαίνει ότι έχει μπει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας κάθε μορφή
ατομικής ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής, κάθε ίχνος εμπορευματικής
παραγωγής-κατανομής, κάθε μορφή κατανομής πέραν της κατανομής «σύμφωνα
με τις ανάγκες», κάθε διάκριση μεταξύ χειρωνακτικής -πνευματικής
εργασίας, εθνοτικής - γλωσσικής κληρονομιάς, κοινωνικής ανισοτιμίας λόγω
φύλου, καθυστέρησης των οικισμών στην ύπαιθρο σε σχέση με τις
κοινωνικές υπηρεσίες στις πόλεις. Κομμουνισμός σημαίνει επίσης πλήρης
εξάλειψη κάθε μεταφυσικής, σκοταδιστικής επιρροής στην πλειοψηφία των
ανθρώπων. Η επικράτηση των παραπάνω σημαίνει το ανεπίστρεπτο πέρασμα
«απ’ το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας». Μόνο που αυτή
η πλήρης επικράτηση προϋποθέτει την επικράτηση του κομμουνισμού στο
μεγαλύτερο και σημαντικότερο, από την άποψη της ιστορικής κίνησης, μέρος
της ανθρωπότητας.
Η
διαμόρφωση λοιπόν των υλικών –και κατ’ επέκταση και των υποκειμενικών–
προϋποθέσεων για την ανεπίστρεπτη πορεία αυτής της κοινωνίας δεν είχε
πραγματοποιηθεί ούτε στην ΕΣΣΔ, παρά τα ιστορικά άλματά της, ιδιαίτερα
από τη νίκη της Οκτωβριανής (Νοεμβριανής με το σημερινό ημερολόγιο)
Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία έως και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όσο
αναγκαίο είναι να ερευνήσουμε, ν’ αποκαλύψουμε, να διδαχτούμε σε σχέση
με τις αιτίες της αντεπαναστατικής ιστορικής οπισθοχώρησης, άλλο τόσο
αναγκαίο είναι να μην υποτιμήσουμε ή εκμηδενίσουμε τις κατακτήσεις της
νέας κοινωνίας στην επαναστατική ορμή της. Με λόγια της καθημερινότητας
θα λέγαμε «να μην πετάξουμε και το παιδί με τα νερά της γέννας». Να μη
λησμονήσουμε, για παράδειγμα, το χρόνο και τον τρόπο που έγινε
πραγματικότητα η εξάλειψη του αναλφαβητισμού στο σοσιαλισμό, τη στιγμή
που ο καπιταλισμός κατάφερε το ίδιο πράγμα μετά από αιώνες (αν και σε
πλατιά τμήματα του καπιταλιστικού κόσμου δεν το έχει καταφέρει ακόμα
πλήρως) και αξιοποιώντας ακόμα και τη –βαμμένη στο αίμα– παιδική
εργασία.
Κρίνοντας
το σοσιαλισμό κατά τον 20ό αιώνα, να μη λησμονήσουμε τη μαζική είσοδο
της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, την απαλλαγή της από ατομικά
δυσβάστακτες υποχρεώσεις απέναντι στο παιδί, στον άντρα, στους γονείς,
από την αντιπαραγωγική και αποβλακωτική δουλεία του ατομικού νοικοκυριού
ως πυρήνα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Αυτή η είσοδος της
γυναίκας στην κοινωνική εργασία στηρίχτηκε από κοινωνικές υπηρεσίες στη
βάση των επιστημονικών και τεχνολογικών κατακτήσεων της εποχής. Επίσης
συνδυάστηκε με ιδιαίτερα δικαιώματα για τη γυναίκα, όπως άδεια
μητρότητας, διευκόλυνση επιστροφής στην εργασία, εξαιρέσεις ή
ευνοϊκότερες συνθήκες για τη νυχτερινή ή την πιο επιβαρυντική για την
υγεία εργασία, μειωμένο όριο συνταξιοδότησης σε σχέση με τον άντρα και
άλλα.
Να
μη λησμονήσουμε την εξάλειψη της ανεργίας, της πείνας, της έλλειψης
στέγης, το εύρος και την ποιότητα των υπηρεσιών μετακίνησης, ανάπαυσης
από την εργασία, αθλητικής, καλλιτεχνικής δραστηριότητας, γνωριμίας και
απόλαυσης των πολιτιστικών κατακτήσεων. Όλα αυτά, που συνιστούν μια ζωή
πιο ουσιαστικά και πιο δημιουργικά ενταγμένη στην κοινωνία, βασίζονταν
στον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής και των υπηρεσιών με στόχο την
κοινωνική ευημερία και όχι το κέρδος των λίγων, στηριγμένο στην
εκμετάλλευση των πολλών.
Όπως
θα δούμε και στη συνέχεια, οι παραπάνω κατακτήσεις του σοσιαλισμού
μπόλιασαν το περιεχόμενο του αγώνα των εργαζομένων και στις
καπιταλιστικές χώρες και συντέλεσαν στη βελτίωση που γνώρισε η ζωή τους
σε προηγούμενες δεκαετίες. Το γεγονός ότι σε αυτές τις συνθήκες η αστική
εξουσία αξιοποίησε μεταξύ άλλων και το όπλο της πολύμορφης εξαγοράς
ενός πιο διευρυμένου τμήματος των εργαζομένων ως μέσο αποτροπής του
κινδύνου αμφισβήτησης και ανατροπής της δείχνει πόσο σύνθετη είναι η
διεξαγωγή της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο επίπεδο όχι μόνο σε συνθήκες
σαν τις σημερινές, αλλά ακόμα και σε περιόδους όπου οι δυνάμεις του
σοσιαλισμού - κομμουνισμού κερδίζουν έδαφος, όπου ο παγκόσμιος
συσχετισμός δύναμης βελτιώνεται (παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να
παραμένει αρνητικός). Τέτοιες ήταν οι συνθήκες τη δεκαετία του 1920 με
τη σταθεροποίηση της επανάστασης στην ΕΣΣΔ, τη δεκαετία του 1930 με τον
άθλο της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο σε αυτήν, τη
δεκαετία του 1940 με το θρίαμβο της ΕΣΣΔ απέναντι στον ιμπεριαλιστικό
φασιστικό άξονα (με σημείο καμπής τη νίκη του Κόκκινου Στρατού στο
Στάλινγκραντ στις 2 Φλεβάρη 1943), στη συνέχεια ο άθλος της
μεταπολεμικής της ανόρθωσης, καθώς και οι ζηλευτές από εχθρούς και
φίλους μορφωτικές - πολιτιστικές - αθλητικές - επιστημονικές -
τεχνολογικές κατακτήσεις της, που της έδιναν το προβάδισμα σε πάρα
πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η
συνθετότητα της ταξικής πάλης εκφραζόταν ταυτόχρονα και στη διεθνή
πίεση που ασκούνταν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο από το στρατόπεδο του
καπιταλισμού, το οποίο –παρά τη μεταπολεμική επιδείνωση του συσχετισμού
των δυνάμεων γι’ αυτό– παρέμενε πολύ πιο ισχυρό από το πρώτο. Αυτή η
πίεση εκφραζόταν σε μια σειρά οικονομικών πιέσεων μέσω της ισχύος της
κυρίαρχης ακόμα παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, σε μια σειρά πολιτικών
πιέσεων μέσα από τους αντίστοιχους διεθνείς αστικούς θεσμούς, σε μια
σειρά στρατιωτικών πιέσεων που συμπεριελάμβαναν τις στρατιωτικές
θερμοπολεμικές απειλές, καθώς και σε μια σειρά ιδεολογικών πιέσεων στο
κλίμα της πολύ επεξεργασμένης αστικής «ψυχροπολεμικής» παρέμβασης και
προπαγάνδας. Και όλα αυτά, τη στιγμή που στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών
κρατών η ανωριμότητα της νιότης των κομμουνιστικών σχέσεων συνεπαγόταν
την επιβίωση μιας σειράς οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών
επιβιώσεων του καπιταλιστικού παρελθόντος.
Αυτές
οι πιέσεις είχαν ως σκοπό από τη μια την οικονομική αποδυνάμωση του
σοσιαλισμού και από την άλλη την ιδεολογική και πολιτική υποχώρησή του.
Έτσι, για παράδειγμα, η αντικειμενική αναμέτρηση της σοσιαλιστικής
οικονομίας με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά θεωρητικοποιήθηκε
λαθεμένα από τις σοσιαλιστικές χώρες ως οικονομική «άμιλλα» στο πλαίσιο
της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον καπιταλισμό, οδηγώντας αλλά και
εκφράζοντας αντίστοιχες αρνητικές προσαρμογές στη στρατηγική του
διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Η αυταπάτη των δυνάμεων του
σοσιαλισμού ότι μπορούσε να υπάρξει ειρηνική και ομαλή «άμιλλα» μεταξύ
των δύο αντίπαλων συστημάτων οφειλόταν εν μέρει στην υπερτίμηση της
δυναμικής του σοσιαλισμού και στην υποτίμηση της δυναμικής και της
ισχύος του καπιταλισμού, η οποία τροφοδοτήθηκε μεταπολεμικά από την
καλπάζουσα (τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια) οικονομική δυναμική της ΕΣΣΔ,
από την εκτίναξη του κύρους της σε όλο τον κόσμο, καθώς και από το
πέρασμα νέων χωρών στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε Ευρώπη,
Ασία, ακόμα και στην Αμερική (Κούβα). Όπως αποδείχτηκε όμως με τραγικό
τρόπο λίγες δεκαετίες αργότερα, παρά τη βελτίωσή του για το σοσιαλισμό, ο
παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων παρέμενε θεαματικά υπέρ του
καπιταλισμού.
Δεν
μπορούμε να θεωρήσουμε ούτε τυχαία, ούτε μόνο ή κυρίως υποκειμενικού
χαρακτήρα τα προβλήματα στρατηγικής στην οικοδόμηση του κομμουνισμού,
που στη συνέχεια έγιναν καθοριστικά για την ίδια την πορεία προς την
κομμουνιστική οικοδόμηση. Η μελέτη των υποκειμενικών αδυναμιών θα μένει
πάντα λειψή αν δε συνδυάζεται με τη μελέτη των αντικειμενικών παραγόντων
που «έσπρωχναν» προς αυτά τα λάθη, χωρίς βέβαια αυτοί οι τελευταίοι να
αξιοποιούνται για την απόκρυψη των αδυναμιών και τη δικαιολόγησή τους
στο όνομα των συνθηκών της εποχής. Η συνεχής κριτική άλλωστε των
κομμουνιστών στην ίδια την ιστορία του επαναστατικού τους εγχειρήματος
σε καμία περίπτωση δε σημαίνει μηδενισμό, σε καμία περίπτωση δε σημαίνει
υποτίμηση της συνθετότητας της κατάστασης, του ηρωισμού και της
αυτοθυσίας των επαναστατών. Αντίθετα, αποτελεί αναγκαιότητα που απορρέει
ακριβώς από τη δυσκολία και τη συνθετότητα του αγώνα αυτού, από το
γεγονός ότι ένας επαναστατικός «στρατός» που δε διδάσκεται από τα λάθη
του δεν έχει καμία πιθανότητα να επικρατήσει επί του –έτσι κι αλλιώς
πολύ πιο ισχυρού– αντιπάλου του.
Το
Κόμμα μας έχει συνειδητοποιήσει την αξία των παραπάνω. Γι’ αυτό κι έχει
βάλει στο επίκεντρο της μελέτης του ζητήματα που σχετίζονται με τις
συμμαχίες της ΕΣΣΔ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τους στόχους της
οικοδόμησης σε συνάρτηση και με χώρες που μπήκαν σε αυτήν τη διαδικασία
μετά από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ή και αργότερα (Κίνα, Κορέα,
Κούβα, Βιετνάμ). Επίσης, πέραν των πρώτων εκτιμήσεων του ΚΚΕ για
ζητήματα του εποικοδομήματος στην ΕΣΣΔ, παραμένει ως αναγκαιότητα η
βαθύτερη διερεύνηση όλων των παραγόντων που επέδρασαν ώστε να χάσουν τον
εργατικό επαναστατικό χαρακτήρα τους οι δομές των Σοβιέτ, ν’
αποδυναμωθεί ο επαναστατικός χαρακτήρας του ΚΚ, ν’ αναπτυχθεί η
οπορτουνιστική διάβρωσή του μέχρι του σημείου της εκφυλιστικής,
αντεπαναστατικής, προδοτικής μετάλλαξής του.
Από
τη διερεύνηση όλων των παραπάνω προκύπτει –και θα προκύψει ακόμα
περισσότερο στο μέλλον– η αναγκαιότητα ανάπτυξης της επαναστατικής
θεωρίας της κομμουνιστικής επανάστασης ως απαραίτητης προϋπόθεσης για
την αποτελεσματικότητα της επαναστατικής πράξης τόσο στον καπιταλισμό
όσο και κατά την κομμουνιστική οικοδόμηση. Η συνεχής αγωνία του
επαναστατικού κόμματος για την επεξεργασία σύγχρονης –κάθε φορά–
στρατηγικής, η απόκτηση της ικανότητας ενσωμάτωσης σε αυτήν των
συμπερασμάτων της ίδιας της πείρας του επαναστατικού κινήματος αποτελούν
το μόνο τρόπο για να διατηρεί το Κόμμα την επαναστατική του ορμή, να μη
χάνει την «πυξίδα» του, να απεμπολεί την πίεση προς την υποχώρηση και
το συμβιβασμό με τον καπιταλισμό, που σε κρίσιμες καμπές της ταξικής
πάλης οξύνεται.
ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΔΥΣΧΕΡΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η
παραπάνω συνθετότητα της ταξικής πάλης και οι δυσκολίες της δεν
αναφέρθηκαν για ιστορικούς λόγους, αλλά για να εντοπιστεί η επίδρασή
τους στη διαμόρφωση της ταξικής πολιτικής συνείδησης σήμερα. Η προσωρινή
ήττα του σοσιαλισμού, η φαινομενική έλλειψη δυναμικής του σήμερα,
συμβάλλουν αντικειμενικά (αλλά και υποκειμενικά, με την έννοια της
συνειδητής επίδρασης των αστικών ιδεολογικών μηχανισμών) στην πρόταξη
στην εργατική συνείδηση αυτών των δυσκολιών, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν
και στο διαχρονικό ξεθώριασμα του «καρπού» αυτών των θυσιών, στο
ξεθώριασμα της μνήμης της –ατελούς έστω– οικοδόμησης μιας κοινωνίας με
ριζικά διαφορετικά χαρακτηριστικά από τη σημερινή εκμεταλλευτική.
Ακόμα
πιο δύσκολη είναι η κατανόηση του γεγονότος ότι οι ατέλειες και η
οπισθοχώρηση αυτών των νέων χαρακτηριστικών δεν αποτελούσε προϊόν του
ίδιου του κομμουνιστικού «νέου», αλλά της πάλης του με το καπιταλιστικό
«παλιό», ότι όσο θα εδραιώνονται αυτά τα νέα χαρακτηριστικά της
κομμουνιστικής κοινωνίας τόσο περισσότερο θ’ αποκαλύπτονται τα οφέλη της
για την κοινωνική ζωή του ανθρώπου. Η κατανόηση του γεγονότος ότι η νέα
κοινωνία ανατράπηκε ενώ βρισκόταν ακόμα στην παιδική-εφηβική της ηλικία
δεν μπορεί να έρθει μόνο με την ιστορική πείρα, προϋποθέτει τη
γονιμοποίησή της από την επαναστατική θεωρία.
Αυτή
η προσωρινή ήττα αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που
βαραίνουν τις τελευταίες δυόμισι δεκαετίες στην αποφασιστικότητα των
εργαζομένων να κρατήσουν ανοιχτή την προοπτική της οικοδόμησης μιας
ριζικά διαφορετικής κοινωνίας. Ο αυτοπεριορισμός της εργατικής
συνείδησης εντός των ασφυκτικών καπιταλιστικών ορίων αποτελεί μόνιμο
παράγοντα τροφοδότησης της μικροαστικής ανυπομονησίας και απογοήτευσης,
της μοιρολατρίας και της τάσης συμβιβασμού με το υπάρχον. Γεννά τάση
προσαρμογής ακόμα και σε συνθήκες επιδείνωσης της θέσης της εργατικής
τάξης και των λαϊκών στρωμάτων μέσα στο σύστημα, όπως συμβαίνει στις
σημερινές συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης στην
Ελλάδα. Συμβάλλει στην ανάπτυξη τάσεων ενεργητικής εξυπηρέτησης του
σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, ενώ εκφράζεται ιδεολογικά και με την
πρόσδοση αριστερού, σοσιαλδημοκρατικού μανδύα στις θεωρίες περί
εξυγίανσης του καπιταλισμού, σε επίπεδο ενός κράτους, αλλά και σε
επίπεδο διακρατικών ενώσεων, όπως της ΕΕ. Συμβάλλει στην αναπαραγωγή και
τον εκσυγχρονισμό «νεοκομμουνιστικών» θεωριών περί κομμουνιστικής
προσαρμογής στο νέο αρνητικό συσχετισμό της ταξικής πάλης με μεταβατικά
κυβερνητικά προγράμματα, που δήθεν θα συμβάλουν στην αλλαγή του
συσχετισμού και τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων εντός του
καπιταλισμού.
Τα
παραπάνω συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στη μακροχρόνια δυσκολία της
ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, μετατρέπονται σε αιτίες
αναπαραγωγής της κρίσης του. Ωστόσο αυτές οι δυσκολίες δεν πρέπει ν’
αποκρύπτουν την επικαιρότητα της ανώτερης κοινωνίας στην οποία ήδη
αναφερθήκαμε. Για να χρησιμοποιήσουμε μια αλληγορία, δεν καθίσταται ο
ιός ανώτερος οργανισμός από το παιδί, γιατί το εμβόλιο που δοκιμάστηκε
δεν ήταν αποτελεσματικό. Δεν παραιτείται η ανθρωπότητα από την έρευνα
για την καταπολέμησή του. Δεν παραιτείται η εργατική πρωτοπορία, το
κομμουνιστικό κίνημα από το στόχο της καλύτερης ιδεολογικής - πολιτικής -
οργανωτικής προετοιμασίας της για την κατάργηση της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης, αλλά και την ταχύτερη, πιο αποτελεσματική και
ανεπίστρεπτη σοσιαλιστική - κομμουνιστική οικοδόμηση.
Μόνο
που τώρα το καθήκον της πρωτοπορίας είναι πιο βαρύ, πιο σύνθετο,
απαιτεί περισσότερες πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις για ν’ αναπαραχθεί
η «ψυχή» του κομμουνιστή μαχητή και μαχήτριας, όπως αναφέρει ο στίχος
στην προμετωπίδα του παρόντος άρθρου. Και δε γίνεται αυτό το καθήκον πιο
δύσκολο απ’ ό,τι στον 20ό αιώνα εξαιτίας μόνο των αντεπαναστατικών
ανατροπών. Γίνεται πιο δύσκολο κι εξαιτίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης,
εξαιτίας της δυσκολίας να νιώσει ο εργάτης και η εργάτρια ότι «τίποτε
άλλο δεν έχει να χάσει, παρά τις αλυσίδες του».
Στο
σημερινό, σύγχρονο καπιταλισμό, από τη μια όλο και περισσότερο αυξάνει ο
βαθμός εκμετάλλευσης, ενώ από την άλλη έχει επέλθει, σε σύγκριση με
μεγάλες χρονικές περιόδους του παρελθόντος, σχετική βελτίωση στη ζωή των
εργατών λόγω της πολύ μεγάλης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Ο βιομηχανικός εργάτης της μεταποίησης ή της παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας έχει σήμερα ιδιόκτητο σπίτι, αυτοκίνητο, συχνά και εξοχική
κατοικία, δε ζει πλέον στις τρώγλες-γκέτο που τον στοίβαζαν οι
καπιταλιστές στο 19ο, ακόμα και στον 20ό αιώνα. Έζησε πολλά χρόνια με
ορισμένη βελτίωση στις κοινωνικές παροχές που εξασφάλιζε το
καπιταλιστικό κράτος.
Φυσικά,
την ίδια στιγμή ο εργαζόμενος σε ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία βρίσκεται εδώ και
δύο, σχεδόν τρεις δεκαετίες σε μια διαδικασία διαρκούς συρρίκνωσης
εργατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, που τον υποχρεώνουν, όταν έχει
δουλειά, να καλύπτει άμεσα από το εισόδημά του ακόμη και στοιχειώδεις
ανάγκες –υγείας, πρόνοιας, παιδείας, ανάπαυσης, αθλητισμού– μέσω της
αγοράς, ως εμπορεύματα. Η παρέμβαση των κομμουνιστών για τη σύνδεση
αυτής της επιδείνωσης με τις ίδιες τις αναγκαιότητες του καπιταλισμού
στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και η επακόλουθη στοχοποίηση του ίδιου
του καπιταλισμού από το εργατικό κίνημα προϋποθέτει την κατανόηση
καταρχάς από την ίδια την εργατική πρωτοπορία των παραγόντων που
βρίσκονται πίσω της.
Η
περίοδος από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου μέχρι
σήμερα προσφέρεται για την άντληση των σχετικών συμπερασμάτων. Καταρχάς η
παραπάνω βελτίωση εκφράστηκε με τον πιο καθαρό τρόπο την περίοδο από τη
λήξη του πολέμου μέχρι και την καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του
1970 (τη χαρακτηριζόμενη από τους αστούς ως «πετρελαϊκή»). Τα αίτια
αυτής της βελτίωσης μπορούν ν’ ανιχνευτούν σε τρεις βασικούς παράγοντες:
α) Την ταχύτατη καπιταλιστική ανάπτυξη και την –έστω πιο καθυστερημένη
και περιορισμένη– αντανάκλασή της σε μια σχετική άνοδο του πραγματικού
(όχι μόνο του ονομαστικού) μισθού των εργαζομένων. β) Τη μονοπωλιακή
θέση των ΗΠΑ - Μ. Βρετανίας - ΕΟΚ - Ιαπωνίας στην παγκόσμια
καπιταλιστική αγορά. γ) Την πραγματική πίεση που ασκούσε στα
καπιταλιστικά κράτη το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και η μαζικοποίηση του
συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος στο εσωτερικό τους.
Η
δεκαετία του 1970 όμως αποτέλεσε στροφή στην αστική διαχείριση του
μεταπολεμικού καπιταλιστικού κόσμου, και ακόμα πιο διακριτά της
μεταπολεμικής Ευρώπης. Από αυτήν την περίοδο το καπιταλιστικό ποσοστό
κέρδους έχασε την πολύ μεγάλη δυναμική που είχε τις πρώτες τρεις σχεδόν
μεταπολεμικές δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, τα αστικά κράτη και οι
διακρατικές ενώσεις τους έσπευσαν προς υποβοήθησή του με μία εφ’ όλης
της ύλης επίθεση σε εργασιακά, ασφαλιστικά κλπ. δικαιώματα των
εργαζομένων, η οποία κωδικοποιήθηκε στην πολιτική αντιπαράθεση ως
«νεοφιλελευθερισμός» και κυριάρχησε σταδιακά ως μορφή αστικής
διαχείρισης σχεδόν σε όλη την καπιταλιστική Δύση (με εμβληματικές μορφές
τη Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρίγκαν στις ΗΠΑ).
Αυτή
η επίθεση του κεφαλαίου είχε πράγματι κάποια θετικά αποτελέσματα στο
ποσοστό κέρδους (από τη δεκαετία του 1980) χωρίς ποτέ να μπορέσει μέχρι
σήμερα να οδηγήσει στην πλήρη ανάκτηση της δυναμικής των προηγούμενων
δεκαετιών. Επιπλέον πίεση άσκησε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία η
αναρρίχηση νέων δυναμικά αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών κέντρων, όπως η
Κίνα, αλλά και η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ν. Αφρική, που φέρνουν
νέους όρους στο διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό, στην πάλη τους για το
ξαναμοίρασμα των αγορών. Σε αυτές τις συνθήκες γενικεύεται τις
τελευταίες δεκαετίες στα παλιά καπιταλιστικά κέντρα η τάση μείωσης της
αξίας της εργατικής δύναμης. Αυτήν την τάση εκφράζουν και οι πολιτικές
νέας διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου, της μισθοδοσίας, των όρων
συνταξιοδότησης και γενικότερα της περικοπής ή και άρσης μιας σειράς
εργατικών κατακτήσεων.
Εκτός
όμως από τη γνώση των παραπάνω τάσεων, οι πρωτοπόροι εργαζόμενοι πρέπει
να έχουν σωστή αντίληψη και του τρόπου με τον οποίο επιδρούν σήμερα
στην εργατική συνείδηση. Η δυσκολία κατανόησης των πραγματικών αιτιών
χρεοκοπίας της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατικής κρατικής διαχείρισης
τροφοδοτεί μαζικά στους εργαζόμενους αδιέξοδες αυταπάτες περί κομματικής
ανανέωσης της σοσιαλδημοκρατίας, με στόχο την επιστροφή στα δεδομένα
των προηγούμενων δεκαετιών, και δυσκολεύει την ανάπτυξη της
αντικαπιταλιστικής εργατικής συνειδητοποίησης.
Αυτές
οι αυταπάτες βασίζονται στη λαθεμένη αντίληψη ότι η αστική κυβερνητική
διαχείριση εξαρτάται από την πολιτική βούληση και την ικανότητα
διαχείρισης των αστικών κομμάτων και των στελεχών τους, και όχι από τις
ιδιαίτερες κάθε φορά ανάγκες της υποβοήθησης της καπιταλιστικής
κερδοφορίας. Στο βαθμό που υιοθετούνται αυτές οι αντιλήψεις, οι
εργαζόμενοι ενσωματώνονται πιο ισχυρά στο ίδιο το σύστημα, παγιδεύονται
στα αστικά διλήμματα, ωραιοποιούν, μυθοποιούν τις αστικές
κοινοβουλευτικές διαδικασίες ή, αντίθετα, τις απαξιώνουν (αποχή) με
αδιέξοδο τρόπο.
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι, όπως φαίνεται και το τελευταίο διάστημα
(π.χ. οικονομικές κρίσεις, το πρόσφατο δημοψήφισμα), οι εργαζόμενοι
επιμένουν σε αυτές τις αντιλήψεις ακόμα και όταν η πραγματικότητα τις
διαψεύδει με πραγματικά εκκωφαντικό τρόπο. Δυσκολεύονται να ξεπεράσουν
την –πάνω από ενός αιώνα ζωής– ουτοπική θεωρία ότι το κράτος δεν είναι
όργανο εξουσίας της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, αλλά συνισταμένη
διαφορετικών ταξικών συμφερόντων. Σε αυτήν την απατηλή αντίληψη τους
σπρώχνει βέβαια η ίδια η λειτουργία της καπιταλιστικής «δημοκρατίας»,
του αστικού κοινοβουλευτισμού, της τυπικά ισότιμης συμμετοχής σε αυτόν.
Ακόμα όμως και η στέρηση τέτοιων τυπικών αστικών δημοκρατικών
δικαιωμάτων αξιοποιείται από το σύστημα προς όφελος της «κινηματικής»
ενσωμάτωσης των εργαζομένων στο σύστημα, μέσω της πίεσης στο κίνημα για
ιεράρχηση της υπεράσπισης των αστικών δημοκρατικών θεσμών έναντι της
πάλης για την ανατροπή τους.
Ένας
άλλος παράγοντας που δυσχεραίνει αυτήν την πολιτική συνειδητοποίηση των
λαϊκών στρωμάτων είναι η ερμηνεία της επιθετικότητας του κεφαλαίου στην
Ελλάδα ως απόρροιας των –υπαρκτών ή ανύπαρκτων– ιδιαιτεροτήτων της
ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και του ελληνικού αστικού κράτους σε
σχέση με άλλα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Η αντιλαϊκή λαίλαπα
γίνεται αντιληπτή ως αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης, της διαφθοράς,
του κακού «δημόσιου» τομέα, μέχρι και της «φύσης του Έλληνα».
Αυτές
οι αντιλήψεις ερμηνεύουν λαθεμένα τις όποιες ιδιαιτερότητες ως
παρέκκλιση από το σωστό καπιταλιστικό δρόμο και όχι ως τον ιστορικά
συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται αυτός ο καπιταλισμός στην
Ελλάδα στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης του παγκόσμιου
καπιταλισμού. Η κυριαρχία αυτών των λαθεμένων απόψεων ασκεί μόνιμη πίεση
στο κίνημα, αλλά και στο λαό γενικότερα, να υπερασπίζεται τη διόρθωση
αυτής της παρέκκλισης και την υιοθέτηση ενός «σωστού και νοικοκυρεμένου
καπιταλισμού» (πιέζοντας στην κατεύθυνση επιτάχυνσης των καπιταλιστικών
αναδιαρθρώσεων), αντί να στοχοποιεί τον ίδιο τον καπιταλιστικό χαρακτήρα
της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Αυτές οι απόψεις χάνουν επίσης
από το οπτικό τους πεδίο το γεγονός ότι, παρά τις υπαρκτές διαφορές
μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών σε όρους μισθών, κρατικής δομής,
αντιλήψεων κλπ. και παρά τις διαφορετικές ταχύτητες της καπιταλιστικής
ανάπτυξης στην κάθε χώρα, η τάση τσακίσματος των εργατικών, λαϊκών
δικαιωμάτων είναι κοινή σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αφού στις σημερινές
συνθήκες αυτό αποτελεί προϋπόθεση ανάτασης της ασθμαίνουσας
καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Όπως
φαίνεται από τα παραπάνω, και σε αυτόν τον τομέα η πείρα από μόνη της
δεν μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη ταξικής εργατικής συνείδησης. Από
μόνη της μπορεί εύκολα (και πολύ πιο εύκολα σε περιόδους καπιταλιστικής
ανάπτυξης, όπως, π.χ. μέχρι το 2008 στην Ελλάδα) ακόμα και ν’ απομονώσει
την όποια σχετική βελτίωση προκύπτει σε διάφορες περιόδους της
καπιταλιστικής συσσώρευσης και να μην την «ζυγίσει» με μέτρο τις
δυνατότητες που απορρέουν από το σημερινό επίπεδο της παραγωγικότητας
της εργασίας του, από το σημερινό επίπεδο του παραγόμενου πλούτου. Είναι
πολύ εύκολο δηλαδή «να δει το δέντρο και να χάσει το δάσος».
Η
κατανόηση του ιστορικού χαρακτήρα της εργατικής εξαθλίωσης προϋποθέτει
τη συνειδητή, δομημένη σκέψη καταρχάς για την εργατική πρωτοπορία, αλλά
σε κάποιο βαθμό και για τον περίγυρό της. Στις σημερινές συνθήκες
έχει αυξηθεί αντικειμενικά, συγκριτικά με παλιότερα, ο ρόλος της
συνειδητότητας ως όρος της επαναστατικής πολιτικής στράτευσης, ακόμα και
της συμμετοχής στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Πρόκειται για
μια τάση που από τη μία εκφράζει τους αρνητικούς διεθνείς συσχετισμούς
(αφού οι θυσίες των αγωνιστών και η δράση τους «κόντρα στο ρεύμα» –και
πολλές φορές χωρίς άμεση προοπτική– προϋποθέτουν τη βαθιά πίστη στην
επαναστατική προοπτική, που μόνο στο έδαφος της γνώσης μπορεί να
στεριώσει), ενώ από την άλλη απορρέει από την ίδια την ιστορική ανάπτυξη
του γνωστικού επιπέδου της αντικειμενικά πρωτοπόρας εργατικής τάξης
(ιδιαίτερα στους πιο δυναμικούς και πρωτοπόρους κλάδους της
καπιταλιστικής οικονομίας), η οποία αυξάνει αντικειμενικά τη δίψα των
σύγχρονων εργατών για βαθιές απαντήσεις σε μια σειρά σύνθετα ζητήματα.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΣΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Ακόμα
και φίλοι του ΚΚΕ δυσκολεύονται σήμερα να καταλάβουν τι ακριβώς
σημαίνει ιδεολογική-πολιτική χειραγώγηση της εργατικής, λαϊκής
πλειοψηφίας από την καπιταλιστική εξουσία. Νομίζουν ότι το σπάσιμο, η
άρση της χειραγώγησης είναι κυρίως ζήτημα εκλογικό με όρους αστικής
εξουσίας, ζήτημα πειθούς, προπαγάνδας από μέρους του ΚΚΕ.
Δεν
αντιλαμβάνονται εύκολα ότι για την έλλειψη εξεγερμένης θέλησης των
μαζών δεν ευθύνεται το ΚΚΕ. Θα ευθύνεται όμως αν συνταυτιστεί με τις
συμβιβαστικές διαθέσεις των μαζών, π.χ. αν δεχτεί να γίνει κόμμα
διαχείρισης της καπιταλιστικής κυριαρχίας αντί του ΣΥΡΙΖΑ, όπως
αποτυχημένα επιχείρησαν ΚΚ σε χώρες της Ευρώπης κι αλλού. Δυσκολεύονται
να καταλάβουν ότι οι ανατρεπτικές συγκρούσεις γίνονται στο έδαφος
αντικειμενικών διεργασιών που κλονίζουν τη σταθερότητα της
καπιταλιστικής εξουσίας όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά, όχι μόνο
από την άποψη της σταθερότητας των αστικών κομμάτων και της
κοινοβουλευτικής λειτουργίας, αλλά κυρίως από την άποψη της λειτουργίας
των καπιταλιστικών κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών, της
αποσταθεροποίησης όλων των οργάνων εξουσίας. Σε αυτό συνίσταται η
πανεθνική κρίση, η επαναστατική κατάσταση, η τάση εργατικής, λαϊκής
εξέγερσης, «οι πάνω να μην μπορούν και οι κάτω να μη θέλουν», όπως έλεγε
χαρακτηριστικά ο Λένιν.
Αυτές
οι συνθήκες είναι προϋπόθεση για να κερδίσει το ΚΚΕ, το κάθε ΚΚ στη
χώρα του, την εργατική, λαϊκή πλειοψηφία. Αλλά και πάλι η ιστορική πείρα
δείχνει ότι η συνειδητή επαναστατική πρωτοπορία δεν κερδίζει από την
αρχή τις εργατικές, λαϊκές δυνάμεις σε μια τέτοια αλλαγή συσχετισμού
δυνάμεων. Έτσι, το Κόμμα των Μπολσεβίκων, δηλαδή το κόμμα του Λένιν στη
Ρωσία, κέρδισε την εμπιστοσύνη των μαζών σε μια πορεία 9-10 μηνών
επαναστατικής κατάστασης. Δεν κέρδισε την εργατική πλειοψηφία στο
πλαίσιο της Δούμας (αστικοτσιφλικάδικο νομοθετικό όργανο) ή της
Προσωρινής Κυβέρνησης που προέκυψε από την εξέγερση του Φλεβάρη του
1917. Την κέρδισε μέσα στους θεσμούς της επαναστατημένης εργατιάς, των
εξεγερμένων στρατιωτών και αγροτών, στα Σοβιέτ, μετά από σκληρή πάλη με
τους μενσεβίκους (οπορτουνιστές), με τις επιδράσεις των μικροαστών
(εσέροι), όσων απέφευγαν τη ριζική κοινωνική και πολιτική ανατροπή, όσων
επιδίωκαν ταχύτερους και βαθύτερους καπιταλιστικούς εκσυγχρονισμούς.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ένα μήνα μετά από την εξέγερση του
Οκτώβρη οι μπολσεβίκοι ήταν μειοψηφία στις εκλογές (οι οποίες είχαν
προκηρυχτεί πριν τον Οκτώβρη) για το αστικοδημοκρατικό όργανο της
Συντακτικής Συνέλευσης.
Πρόκειται
για πολύ σημαντικά διδάγματα της Ιστορίας που συνειδητά αποσιωπούν οι
σύγχρονοί μας οπορτουνιστές, αυτοί που με ευθεία ή πλάγια βολή πολεμούν
το Κόμμα, την ηγεσία του, που την κατηγορούν ότι δεν προβληματίζεται
γιατί δεν ανεβαίνει η εκλογική του επιρροή σε συνθήκες οικονομικής
κρίσης και απώλειας ψήφων των κυβερνητικών κομμάτων. Συνειδητά
αποσιωπούν, κι ας κάνουν αναφορές στον Λένιν, ότι το κόμμα του Λένιν δεν
είχε κατά το μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου που προηγήθηκε της
επανάστασης την πλειοψηφία ούτε καν μέσα στα Σοβιέτ, ενώ, από την άλλη,
ΚΚ με πολύ μεγάλη εκλογική δύναμη –π.χ. το Ιταλικό ΚΚ για χρόνια με πάνω
από 30%– δεν κατάφεραν κανένα επαναστατικό ρήγμα. Ή και κόμματα που
επέλεξαν να γίνουν κυβερνητικά πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού για να
εξυπηρετήσουν όπως θεωρούσαν με συνέπεια έστω έναν επείγοντα στόχο, π.χ.
εθνικό όπως στην Κύπρο, έκαναν έναν κύκλο χωρίς αποτέλεσμα.
Από
την αντίθετη πλευρά έχουμε –όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και σήμερα–
περιπτώσεις αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας, που βρίσκουν
ανέτοιμες τις επαναστατικές δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, στις μέρες μας
οι περιπτώσεις αυτές με δείγματα σημαντικών οξύνσεων (πόλεμοι, μαζική
μετανάστευση, μαζική πείνα - εξαθλίωση) επικεντρώνονται σε χώρες που
βρίσκονται πιο χαμηλά –και όχι σε χώρες που βρίσκονται ψηλά– στην
πυραμίδα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Βέβαια, σε αυτές τις
χώρες (βλέπε Συρία, Ουκρανία) εμπλέκονται άμεσα τα ισχυρά καπιταλιστικά
κράτη της κορυφής, με τους ανταγωνισμούς τους, με τις οικονομικές -
πολιτικές - στρατιωτικές επεμβάσεις τους. Εμπλέκονται, με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο, και κράτη που βρίσκονται στο μέσο επίπεδο της πυραμίδας,
όπως η Ελλάδα.
Όλοι
αυτοί είναι παράγοντες που αργά ή γρήγορα θα κάνουν πιο αντιληπτή τη
σήψη του καπιταλισμού, αντικειμενικά θα δώσουν ώθηση σε εργατικές,
λαϊκές αντιδράσεις, που από μόνες τους βέβαια δεν μπορούν –και πουθενά
δεν το πέτυχαν– ν’ ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Ενδέχεται όμως, στο βαθμό
που θα προκαλέσουν ουσιαστική πολιτική αστάθεια, να διαμορφώσουν
δυνατότητες απεγκλωβισμού εργατικών, λαϊκών δυνάμεων από το δίχτυ της
καπιταλιστικής ιδεολογικής-πολιτικής χειραγώγησης. Για να γίνουν όμως
αυτές οι δυνατότητες πραγματικότητα, για να επιδιωχτεί η ανατροπή του
καπιταλισμού, όταν συντρέχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις της,
απαιτείται συνειδητά σχεδιασμένη και πραγματοποιούμενη επαναστατική
δράση από το επαναστατικό εργατικό - κομμουνιστικό κόμμα, προϋποτίθεται η
ικανότητά του να καθοδηγεί μάζες, στην προκείμενη περίπτωση εξεγερμένες
μάζες.
Η
ύπαρξη, η ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική ετοιμότητα και ικανότητα
του ΚΚ δεν κατακτιέται σε συνθήκες επαναστατικής εξέγερσης, αν τα
θεμέλιά της δεν έχουν διαμορφωθεί σε προηγούμενη μη επαναστατική
περίοδο. Αυτή είναι και η μεγάλη δυσκολία, το κατεξοχήν πρόβλημα του
κομμουνιστικού κινήματος: Να διατηρήσει τον επαναστατικό του χαρακτήρα
σε μη επαναστατικές συνθήκες. Να μην ενσωματωθεί στο αστικό πολιτικό
σύστημα όπως έχει γίνει ιστορικά με πλήθος εργατικών κομμάτων,
σοσιαλδημοκρατικών μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή κομμουνιστικών μετά
από αυτόν. Να μη γίνει ουρά των συμβιβαστικών διαθέσεων των εργατικών
και λαϊκών μαζών, της αστικής νομιμότητας.
Σήμερα,
παγκόσμια, όλα τα ΚΚ αναμετριούνται με αυτούς τους κινδύνους, ενώ
αρκετά είναι βαθιά χωμένα στην οπορτουνιστική δίνη. Αν και η κρίση του
διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν έχει ξεπεραστεί, οπωσδήποτε είναι
διαφορετική η φάση που βιώνουν σε σχέση με πριν 25 χρόνια, όταν
βρίσκονταν στα πρώτα χρόνια μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές.
Τότε το κομμουνιστικό κίνημα, στην ουσία και όχι στον τίτλο, έδινε τη
μάχη της ύπαρξης ως ιδεολογικής-πολιτικής οργανωμένης πρωτοπορίας του
εργατικού κινήματος. Αυτή η μάχη έχει κερδηθεί σήμερα σε αρκετές χώρες,
και μάλιστα μετά από διάλυση ή πλήρη μετάλλαξη ΚΚ. Η ανασυγκρότηση ή
επανασυγκρότηση ή η εκ νέου ίδρυση ΚΚ σε χώρες της Ευρώπης, της
αμερικανικής ηπείρου, συμβάλλει στη διακριτή παρουσία της επαναστατικής
γραμμής μέσα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, από χρόνια ελεγχόμενο
από τους μηχανισμούς του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού,
στον οποίο πρωτοστάτησαν όχι μόνο τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά
και οπορτουνιστικά ΚΚ. Το ίδιο αφορά και τη σχέση του επαναστατικού
κόμματος με την παρέμβαση στα κινήματα της σπουδάζουσας νεολαίας, στις
γυναικείες οργανώσεις κλπ.
Στη
χώρα μας, αν και εξίσου βασανιστική, η πορεία του κομμουνιστικού
κινήματος ήταν σε καλύτερη θέση, ενώ είχε ως σημαντικό χαρακτηριστικό
της το γεγονός ότι δεν έσπασε η συνέχεια στην Ιστορία του ΚΚΕ. Βασικός
–αν και όχι μοναδικός– παράγοντας γι’ αυτό είναι –όπως πλατύτερα
αναγνωρίζεται– η ιστορική παρακαταθήκη που άφησε στο Κόμμα και το λαό
μας η καθοδήγηση από το Κόμμα μας της ένοπλης αντίστασης του λαού έναντι
της ξένης κατοχής, καθώς και αργότερα, σε συνθήκες πλήρους
αποσταθεροποίησης των δομών της καπιταλιστικής εξουσίας, η καθοδήγηση
του σκληρού ταξικού αγώνα για την εξουσία (ΔΣΕ), που οδήγησε στη
μοναδική μέχρι σήμερα απειλή ανατροπής της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Από αυτήν τη σκληρή ταξική αναμέτρηση και τα συμπεράσματα που προέκυψαν
στην πορεία πηγάζει και η αστείρευτη αναγεννητική επαναστατική
ικανότητά του.
Έτσι,
μέσα στο καμίνι της διεθνούς αντεπανάστασης, το Κόμμα μπόρεσε ν’
ανακάμψει ιδεολογικά-προγραμματικά, οργανωτικά. Μπόρεσε να πρωτοστατήσει
στην ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, με τη
συνδικαλιστική συσπείρωση του ΠΑΜΕ, του κινήματος των μικρομεσαίων
αγροτών, των ΕΒΕ, τον αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό του κινήματος της
ΟΓΕ, των σπουδαστών-φοιτητών κλπ. Σήμερα μπορεί –έστω και περιορισμένα,
αλλά διακριτά– να θέσει τα φύτρα, τις βάσεις της κοινωνικής συμμαχίας
ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση, να προωθήσει την
κοινή αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική δράση ΠΑΜΕ - ΠΑΣΥ - ΠΑΣΕΒΕ -
ΟΓΕ - ΜΑΣ.
Όμως
ο διεθνής συσχετισμός της ταξικής πάλης επηρεάζει και το συσχετισμό της
ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Μερικές φορές αναρωτιούνται φίλοι και μέλη
του Κόμματος: «Πώς και δε βγάζουν συμπεράσματα εργαζόμενοι, συνταξιούχοι
από τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, πώς κι
έδωσαν ξανά την ψήφο τους;». Δυσκολεύονται να δουν ότι, πέραν των
παραπάνω παραγόντων που ασκούν πίεση στην εργατική συνείδηση για
περιορισμό της εντός του πλαισίου της αστικής διαχείρισης, οι δυσκολίες
επιτείνονται στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ λόγω των οπορτουνιστικών
ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών του στο πρόσφατο παρελθόν. Ιδιαίτερα
χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, παράλληλα με τη στήριξη του
κεφαλαίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει και τη στήριξη κομμάτων που καταγράφονται ως
σοσιαλιστικά, αριστερά ή και κομμουνιστικά, έχει τη στήριξη κυβερνήσεων
που υποστηρίζουν ότι αντιπαλεύουν τον καπιταλισμό ή ακόμα και ότι
οικοδομούν το σοσιαλισμό. Όλα αυτά αποτυπώνουν τον ιδιαίτερο αρνητικό
συσχετισμό.
Αυτό
το αντικειμενικό γεγονός συχνά γίνεται μονόπλευρα αντιληπτό,
διατυπώνεται συχνά με το ερώτημα: «Μόνοι μας κόντρα στο διεθνές
κεφάλαιο, τις οργανώσεις, τις συμμαχίες του;». Όμως το καθήκον των
κομμουνιστών σε κάθε χώρα είναι ν’ αντιπαλέψει τον καπιταλισμό και στο
πλαίσιο αυτού του αρνητικού διεθνούς συσχετισμού, να σταθεί όρθια η
κομμουνιστική πρωτοπορία σε κάθε χώρα, και από αυτό θα έλθει και η
ανάκαμψη σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Σήμερα στην Ελλάδα, το
κομμουνιστικό κίνημα είναι σε φάση ανανέωσης και διεύρυνσης των δυνάμεών
του. Αυτό, για παράδειγμα, σημαίνει ότι νεότερες ηλικίες εργατών,
μισθωτών, νέων μισθωτών ή αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων και καλλιτεχνών
μπορούν να τροφοδοτήσουν το ΚΚΕ, δηλαδή να σκεφτούν και να δράσουν ως
πρωτοπορία.
Και
πρωτοπορία σημαίνει: Ναι, αν χρειαστεί, δηλαδή αν διαμορφωθούν ανάλογες
συνθήκες –λόγω και της ανισόμετρης θέσης της Ελλάδας στο φόντο των
γενικότερων αντιθέσεων στην περιοχή– για να μπει στην ημερήσια διάταξη η
επαναστατική κίνηση της ανατροπής, θα πάει αρχικά και μόνη της η Ελλάδα
κόντρα στο διεθνές κεφάλαιο, τις οργανώσεις, τις συμμαχίες του, γιατί
πάντα κάποιος είναι πιο μπροστά, πάντα κάποιος ανοίγει το δρόμο. Έτσι,
εξακολουθεί να ισχύει στο ακέραιο η ανάγκη της πάλης, η πρωτοπορία να
ηγηθεί σε εθνικό πρώτ’ απ’ όλα επίπεδο, σε διαλεκτική διασύνδεση με τη
διεθνική πάλη. Αυτό, βέβαια, όπως αποδεικνύει και η ιστορική πείρα, δε
σημαίνει ότι οι προϋποθέσεις της επαναστατικής σύγκρουσης και ρήξης
διαμορφώνονται σε μια χώρα ενώ υπάρχει πλήρης νηνεμία, πολιτική και
οικονομική σταθερότητα του καπιταλισμού στις γύρω χώρες και παγκόσμια.
Όπως άλλωστε έχει αποδειχτεί και ιστορικά, συνθήκες αποσταθεροποίησης
δημιουργούνται συνήθως σε ευρύτερες γεωγραφικές επικράτειες.
Ωστόσο,
αυτό από το οποίο υπέφερε στο παρελθόν το επαναστατικό εργατικό κίνημα
κάθε ξεχωριστής χώρας δεν ήταν οι αποκλειστικά δικές του επαναστατικές
συνθήκες σε σχέση με μια ομάδα περιφερειακών χωρών, αλλά η έλλειψη
ενιαίας επαναστατικής, ανατρεπτικής γραμμής. Το πρόβλημα της
επαναστατικής πολιτικής γραμμής του κομμουνιστικού κινήματος υπάρχει και
σήμερα και παίρνει προτεραιότητα η εξάλειψή του πριν τη διαμόρφωση
επαναστατικών συνθηκών, όπως απέδειξε η ιστορική πείρα όχι μόνο του
20ού, αλλά και του 21ου αιώνα.
Πολλές
φορές η πείρα του παρελθόντος ή και του παρόντος προκαλεί φόβο, τάση
συμβιβασμού, παθητικής προσαρμογής σε μια δυσμενή οικονομική και
πολιτική κατάσταση για τους εργαζόμενους, π.χ. της Ελλάδας, στη λογική
της αποφυγής μιας χειρότερης κατάστασης. Για παράδειγμα, προεκλογικά
συναντήσαμε ιδιαίτερα γυναίκες αλλά και νέους που εκδήλωσαν φόβο μπροστά
στον κίνδυνο πολέμου, βλέποντας την τραγική κατάσταση προσφύγων
γυναικών, παιδιών από τη Συρία. Συνδύασαν το φόβο με τις εκτιμήσεις του
Κόμματός μας ότι ο πόλεμος είναι παράγοντας που οδηγεί συχνά σε
επαναστατική κατάσταση. Αυτός ο συνειρμικός συνδυασμός των δύο αυτών
γεγονότων προκάλεσε φόβο για απώλειες σε συνθήκες επαναστατικής
ανατροπής, αλλά και διάθεση συμβιβασμού ακόμα και μπροστά στην
επιδείνωση της θέσης των εργατικών, λαϊκών δυνάμεων, ως μικρότερο κακό
σε σχέση με την αποσταθεροποίηση που φέρνει ο πόλεμος. Δυσκολεύονται να
διακρίνουν ότι η αντικειμενική πρόβλεψη δεν προκαλεί το γεγονός, τον
πόλεμο. Οπωσδήποτε χρειάζεται καλύτερη επεξήγηση, εκλαΐκευση της θέσης
μας ότι είναι αντικειμενικός ο συσχετισμός ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο ή γενικότερα στην αστάθεια της αστικής εξουσίας και την
επαναστατική κατάσταση. Χρειάζεται πιο επιχειρηματολογημένη ιδεολογική
παρέμβαση για να συνειδητοποιηθεί ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι
μέσο της πραγματοποίησης του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, της
κεφαλαιακής κερδοφορίας, απαραίτητο συμπλήρωμα της επιδίωξης του
καπιταλιστικού κέρδους.
Τον
πόλεμο στο Ιράκ, στη Συρία, στην Ουκρανία, στο Αφγανιστάν, προηγούμενα
στη Γιουγκοσλαβία κι αλλού, τον προηγούμενο αιώνα στο Βιετνάμ, στην
Κορέα, στην Κούβα, στην Κίνα, τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό
Πόλεμο δεν τους προκάλεσαν τα επαναστατικά κινήματα, αλλά τα
καπιταλιστικά κράτη, οι αντιφάσεις των συμφερόντων τους, των συμμαχιών
τους. Πάνω στο καπιταλιστικό τους έδαφος διαμορφώθηκαν οι
ιμπεριαλιστικές ήττες και νίκες (και οι μεν και οι δε σε βάρος των
λαών), οι συνθήκες αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας, τις οποίες
μπόρεσε με επιτυχία ν’ αξιοποιήσει το επαναστατικό εργατικό κίνημα στη
Ρωσία, στην Κίνα, στην Κούβα, στο Βιετνάμ. Στις μέρες μας δεν μπόρεσε να
τις αξιοποιήσει στην Ουκρανία, στη Συρία, στο Ιράκ, ούτε καν έθεσε
τέτοιο στόχο, αλλά συμπορεύτηκε με τμήμα των εγχώριων αστικών δυνάμεων
και των ξένων συμμάχων τους.
Το
προσφυγικό κύμα από τη Συρία και όχι μόνο, οι κίνδυνοι και οι απώλειες
ανθρώπινης ζωής είναι η πραγματικότητα του καπιταλισμού και των
ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Αυτές δεν είναι απώλειες σε συνθήκες ταξικής
αναμέτρησης που ανοίγουν νέους δρόμους για καλύτερη ζωή σε όλους,
ανεξάρτητα από εθνική προέλευση, φύλο, εθνοτική - πολιτιστική
κληρονομιά, θρησκευτικές παραδόσεις.
Επομένως,
το ζήτημα δεν είναι να θέλεις να ζήσεις καλύτερα χωρίς κινδύνους και
θυσίες, αλλά μπροστά σε νέους κινδύνους και θυσίες για όφελος των
εκμεταλλευτών να επιλέγεις συνειδητά το δρόμο των κινδύνων, των θυσιών
της ταξικής πάλης, που οδηγεί στο ξέφωτο, στην ανώτερου τύπου οικονομία
και κοινωνία, στο φωτεινό, το κομμουνιστικό μέλλον. Αυτό που σήμερα
συνειδητοποιούν λίγοι, αναγκαστικά θα το δουν πολύ περισσότεροι αύριο.
Είναι νόμος της ιστορικής κίνησης.
Ο
φόβος απώλειας της ζωής είναι μια απόλυτα φυσιολογική συναισθηματική
αντίδραση, από την οποία δεν είναι απαλλαγμένος ούτε ο κομμουνιστής, η
κομμουνίστρια, ούτε ο ήρωας, η ηρωίδα, οι αλύγιστοι της ταξικής πάλης. Η
προοπτική απώλειας της ζωής συνυπάρχει με την εμφάνισή της και η
συνειδητοποίηση αυτής της αντιφατικότητας μπορεί να οδηγήσει είτε σε
συλλογικά οργανωμένες μεταφυσικές πλάνες είτε σε ατομική ψυχοπαθολογική
προσαρμογή είτε σε συνειδητή πρωτοπόρα στάση ζωής. Αυτή η τελευταία
είναι και η επιλογή του κομμουνιστή και της κομμουνίστριας, οι οποίοι
παλεύουν για μια ζωή δημιουργική, για μια ζωή που ανοίγει νέους δρόμους
στην ανθρωπότητα, που γεύεται ό,τι δημιουργικό έχει συσσωρευτεί από την
προγενέστερη ανθρώπινη δραστηριότητα. Σε αυτό το έδαφος αντλούν οι
κομμουνιστές την πνευματική, ηθική, σωματική δύναμη και στις πιο
δύσκολες καταστάσεις του πολέμου, των διώξεων, των απειλών, των
εκβιασμών, των κινδύνων στις ταξικές συγκρούσεις.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Όπως
ήδη έχουμε αναφέρει, ο συσχετισμός στην Ελλάδα είναι ανάλογος του
διεθνούς συσχετισμού όπως έχει διαμορφωθεί. Ειδικότερα όμως, από την
άποψη της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ελλάδα, αυτή διατρέχει τον 7ο
χρόνο της φάσης συρρίκνωσης του ΑΕΠ (με μια μικρή ύφεση προς τη
στασιμότητα στον 6ο χρόνο, το 2014), που έχει ξεπεράσει σωρευτικά το
25%, ενώ πολύ μεγαλύτερη είναι η συρρίκνωση του εργατικού, λαϊκού
εισοδήματος (μείωση μισθών, συντάξεων, εισοδήματος του
αυτοαπασχολούμενου αγρότη, βιοτέχνη, μικρέμπορου, μικροεπαγγελματία, με
τάση καταστροφής του, μεγάλη άνοδο της ανεργίας –ύψους της επίσημα
καταγεγραμμένης περίπου 27%– υπερχρέωση με αδυναμία εξυπηρέτησης δανείων
κλπ.).
Η
οικονομική κρίση στην Ελλάδα εκδηλώθηκε στο πλαίσιο της συγχρονισμένης
οικονομικής κρίσης παγκόσμια, που ξεκίνησε το 2007-2008 στις ΗΠΑ,
αγκάλιασε στη συνέχεια την ΕΕ, τη Ρωσία, την Ιαπωνία κλπ. Το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήταν ο συνδυασμός του
μεγάλου βάθους με τη μεγάλη διάρκεια (στην τελευταία 20ετία η Αργεντινή
και η Βραζιλία είχαν μεγάλο βάθος, με μικρότερη όμως διάρκεια, ενώ η
Ιαπωνία είχε οικονομική κρίση που οδήγησε σε παρατεταμένη στασιμότητα,
από την οποία δεν έχει ξεφύγει ουσιαστικά μέχρι σήμερα). Ουσιαστικά, για
την καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα η φάση της κρίσης, αναπόφευκτη
στον κύκλο της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής, περιπλέχτηκε με
τα προβλήματα ανισομετρίας σε καθεστώς ενιαίου νομίσματος εντός της
Ευρωζώνης, προβλήματα που εκδηλώθηκαν με όξυνση προϋπαρχόντων
δημοσιονομικών προβλημάτων (μεγάλο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ).
Περιπλέχτηκε με προγενέστερα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας
στην Ελλάδα, όχι «παραγωγικού μοντέλου» όπως συχνά λέγεται, αλλά
ανισομετρίας (π.χ. πολύ μεγάλο μέγεθος εφοπλιστικού κλάδου, μικρό
μέγεθος της βιομηχανικής μεταποίησης, ιδιαίτερα στον κλάδο παραγωγής
μηχανημάτων).
Τα
παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των όρων δανεισμού της
Ελλάδας από τη λεγόμενη «αγορά κεφαλαίων», των όρων πολιτικής εξάρτησής
της από τα όργανα της Ευρωζώνης, της ΕΕ και του ΔΝΤ (ως άμεσων δανειστών
της Ελλάδας), την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Πάνω απ’ όλα,
επιταχύνθηκαν και θεσμοθετήθηκαν ενιαία (τα γνωστά ως 3 μνημόνια με
τους ανάλογους εφαρμοστικούς νόμους) μεταρρυθμίσεις που στόχευαν στην
ταχύτερη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, σε απελευθέρωση
αγορών, σε απαξίωση της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος, σε μείωση των
κρατικών δαπανών που επέφεραν σημαντική επιδείνωση στους μισθούς και
τις συντάξεις μεγάλου μέρους κρατικών υπαλλήλων, ενώ έπληξαν για μεγάλο
μέρος τους τη μονιμότητα.
Όλες
αυτές οι διαταραχές σε οικονομικό επίπεδο συντέλεσαν καθοριστικά και
στη διατάραξη των μακροχρόνια διαμορφωμένων συμμαχιών της αστικής τάξης
με μικροαστικά και αγροτικά στρώματα, καθώς και των μηχανισμών υλικής
ενσωμάτωσης σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Επίσης, είχαν ως
αποτέλεσμα μια βαθιά κρίση της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), αλλά και
σημαντική κρίση της φιλελεύθερης αστικής παράταξης (ΝΔ). Η ΝΔ αφενός
υπέστη αλλεπάλληλες διασπάσεις εθνικιστικών και φασιστικών τμημάτων της,
αφετέρου δέχτηκε –ως κυβερνώσα πολιτική δύναμη– πλήγματα από
παραδοσιακούς ξένους συμμάχους της εκτός Ευρωζώνης (π.χ. επί κυβέρνησης
Κ. Καραμανλή από τμήματα αμερικανικών συμφερόντων, κυρίως ως αντίδραση
στα ανοίγματα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη Ρωσία για προμήθεια
ενεργειακών, αλλά και στρατιωτικών υλών). Την ίδια στιγμή, τμήματα
αμερικανικού και βρετανικού κεφαλαίου είδαν στην όξυνση της
δημοσιονομικής διαχείρισης μέσα στην Ευρωζώνη την ευκαιρία κερδοφορίας
από την επιστροφή της Ελλάδας σε εθνικό νόμισμα. Σε αυτήν τη βάση, οι
δυνάμεις αυτές προσεταιρίστηκαν δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια του
ΣΥΡΙΖΑ.
Στο
απόγειο της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της, δρομολογήθηκε η
αναδιάρθρωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Η μορφοποίησή του το 2012
(μέσα από δύο βουλευτικές εκλογές) είχε τα εξής δύο βασικά
χαρακτηριστικά: α) Την ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας με φορέα το
ΣΥΡΙΖΑ και β) την πρόσδοση βουλευτικής υπόστασης στο ναζιστικό πολιτικό
ρεύμα με φορέα τη Χρυσή Αυγή. Πρόκειται για δύο διαφορετικά
ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα, που από διαφορετικές κατευθύνσεις έπαιξαν
σημαντικό ρόλο στην οπισθοχώρηση του εργατικού, λαϊκού κινήματος, σε νέα
φάση ενσωμάτωσης στο σύστημα και συμπίεσης της πολιτικής επιρροής του
ΚΚΕ.
Στη
συνέχεια, η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κοινοβουλευτικό κόμμα και η
συγκρότηση κυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ έδωσε τη δυνατότητα εργατικής, λαϊκής
ενσωμάτωσης με νέους όρους. Αυτή η επιχείρηση πολιτικής ενσωμάτωσης του
λαού στους αντιλαϊκούς αστικούς σχεδιασμούς αξιοποίησε και την ελπίδα ή
την ανοχή στην «πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση», που δήθεν έδινε τη μάχη
της διαπραγμάτευσης σ’ έναν αρνητικό συσχετισμό μέσα στην Ευρωζώνη, που
ακόμα και μετά από τις αντιλαϊκές προϋποθέσεις του 3ου μνημονίου δήθεν
παλεύει για αντισταθμιστικά φιλολαϊκά μέτρα, που διαφοροποιείται δήθεν
από τη νεοφιλελεύθερη αστική παράταξη γιατί δεν αφήνεται στην αναλγησία
των αγορών, που αναγνωρίζει στο ρόλο του κράτους τη δυνατότητα
συγκερασμού και της ώθησης της ανταγωνιστικότητας, της υγιούς
επιχειρηματικότητας, της παραγωγικής ανασυγκρότησης, αλλά και της
διαχείρισης των συνεπειών της λεγόμενης «ανθρωπιστικής κρίσης», δηλαδή
της ακραίας φτώχειας κι εξαθλίωσης.
Η
ανανέωση της βουλευτικής πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την αποχώρηση κάποιων
δυνάμεών του (ΛΑΕ), και η εκ νέου συγκρότηση κυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ,
παρά την απώλεια ψήφων και για τα δυο κυβερνητικά κόμματα στις εκλογές
του Σεπτέμβρη του 2015 σε σύγκριση με τις εκλογές του Γενάρη του 2015,
δείχνουν ότι το νέο κύμα ενσωμάτωσης που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται
και μετά από την υπογραφή του 3ου μνημονίου. Από τη σκοπιά του αστικού
πολιτικού συστήματος τίποτε δεν άλλαξε ουσιαστικά με αυτές τις
κυβερνητικές και κοινοβουλευτικές αλλαγές μέσα στο 2015 και ούτε
μπορούσε ν’ αλλάξει, κι ας υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις στη σύνθεση
της σημερινής από την προηγούμενη Βουλή (ανασύνθεση της βουλευτικής
δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ με απαλλαγή του από τους βουλευτές της πρώην
Αριστερής Πλατφόρμας του, μείωση της δύναμης του ΠΟΤΑΜΙΟΥ και αύξηση του
ΠΑΣΟΚ - Δημοκρατικής Συμπαράταξης - είσοδος της Ένωσης Κεντρώων).
Τόσο
η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όσο και οποιασδήποτε
σύνθεσης-συμμαχίας μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (με ΠΟΤΑΜΙ, Ένωση
Κεντρώων, ΠΑΣΟΚ) ή και οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα με πυρήνα τη ΝΔ,
έχουν να υπηρετήσουν καθορισμένους στρατηγικούς στόχους της
καπιταλιστικής εξουσίας. Οι δύο πιο βασικοί από αυτούς, από τους οποίους
εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και οι υπόλοιποι, είναι το πέρασμα της
καπιταλιστικής οικονομίας σε φάση ανάκαμψης και η επιδίωξη
γεωστρατηγικής αναβάθμισης της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή της Ν/Α
Ευρώπης - Ευρασίας. Βέβαια, αυτοί οι στρατηγικοί στόχοι προϋποθέτουν νέα
επίθεση στο εργατικό, λαϊκό εισόδημα, δηλαδή φθηνότερη εργατική δύναμη,
καταμερισμό της ευθύνης της αναπαραγωγής της ανάμεσα σε περισσότερα
μέλη της εργατικής οικογένειας που θα δουλεύουν λιγότερο, αλλά πιο
εντατικά μέσα στον ημερήσιο χρόνο, πιο προσαρμοσμένα εβδομαδιαία -
μηνιαία - ετήσια στις ανάγκες του κεφαλαίου (διευθέτηση εργάσιμου
χρόνου), με λιγότερα ασφαλιστικά κι άλλα δικαιώματα, με απώλεια των
θετικών –υπέρ των γυναικών– διακρίσεων. Αυτό αφορά κι ένα σημαντικό
μέρος των κρατικών υπαλλήλων, ιδιαίτερα στους τομείς κρατικών κοινωνικών
υπηρεσιών (παιδείας, υγείας, πρόνοιας) ή τεχνικών υπηρεσιών στην
Κεντρική, Περιφερειακή και Δημοτική Διοίκηση, αλλά συμπαρασύρει ακόμα
και κρατικούς υπαλλήλους των κεντρικών διοικητικών και κατασταλτικών
μηχανισμών.
Η
επιδείνωση αφορά κι ένα σημαντικό μέρος αυτοαπασχολούμενων, στην
ύπαιθρο ή στην πόλη, αφού η ανάκαμψη απαιτεί μεγαλύτερο βαθμό
συσσώρευσης του κεφαλαίου, άρα επιτάχυνση της συγκέντρωσης και της
συγκεντροποίησής του, που βέβαια γίνεται με όρους καπιταλιστικού
ανταγωνισμού, όπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό».
Επομένως, το
υπόβαθρο των περισσότερων και πιο σημαντικών δεσμεύσεων της Ελλάδας στο
3ο μνημόνιο εκφράζει τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου στην Ελλάδα
και όχι στενά τη δανειοδότηση. Γι’ αυτό, άλλωστε, σύσσωμοι ΣΕΒ,
τραπεζίτες, μεγαλοεισαγωγείς-μεγαλοεξαγωγείς, εφοπλιστές ζητούν το
προχώρημα των μεταρρυθμίσεων (κυρίως στην αγορά εργασίας), αλλά και τον
εκσυγχρονισμό της λειτουργίας κρατικών μηχανισμών εξυπηρέτησης της
λεγόμενης επιχειρηματικότητας (πρόκειται για τα περί άρσης της
γραφειοκρατίας, περαιτέρω μείωσης της φορολογίας κερδών, ευελιξίας στη
χρήση δημόσιας γης, άρσης ορίων σε απολύσεις κ.ά.). Ήδη διαμορφώθηκαν
και προωθούνται στη Βουλή τα πρώτα νομοσχέδια που θα φέρουν νέα λαϊκή
φορολογική αφαίμαξη, νέο κούρεμα μισθών-συντάξεων, όχι μόνο με τον
κλασικό άμεσο τρόπο, αλλά και μέσω της υποχρεωτικής χρήσης πλαστικού
χρήματος στ’ όνομα της «πάταξης» της φοροδιαφυγής.
Όμως
αυτές οι ανάγκες του κεφαλαίου είναι και το έδαφος πάνω στο οποίο θ’
αναπτυχθεί εκ νέου η εργατική, λαϊκή αντίδραση, πολύ περισσότερο που οι
προϋποθέσεις της εγχώριας καπιταλιστικής ανάκαμψης γίνονται ακόμα πιο
σύνθετες, πιο αβέβαιες, λόγω και της διεθνούς συγκυρίας: Η πορεία της
παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας φανερώνει σημάδια στασιμότητας ή
ακόμα και νέας κρίσης. Ο διεθνής ανταγωνισμός, οι ενδοϊμπεριαλιστικές
αντιθέσεις οξύνονται, όχι μόνο όσον αφορά τον άξονα Ουκρανία - Μ.
Ανατολή (κυρίως Συρία) με όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ της Ρωσίας και
των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, με χώρες της ΕΕ να πατάνε και στους δυο πόλους, αλλά και
με την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις της
Ευρωζώνης (Γερμανία-Γαλλία). Τα προβλήματα αυτά φάνηκαν και στο ζήτημα
του οικονομικού εμπάργκο ενάντια στη Ρωσία, αλλά και στην αντίθεση
δυνάμεων της Ευρωζώνης απέναντι στο σχέδιο των ΗΠΑ περί Διατλαντικής
Συμμαχίας.
Όπως
επισημαίνεται στην τελευταία Απόφαση της ΚΕ (Οκτώβρης 2015), η σημερινή
κινητικότητα του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα
αντικατοπτρίζει την όξυνση στο σύνολο των εγχώριων και διεθνών
αντιθέσεων, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη ως προς τη διαμόρφωση νέων
τάσεων. Σημειώνοντας ορισμένα νέα στοιχεία στο μετεκλογικό πολιτικό
σκηνικό:
α)
Το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, μαζί με τις
δεδομένες σχέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση (Δημοκρατικοί των
ΗΠΑ). Αυτές οι σχέσεις εξηγούν και τα –περιορισμένα ακόμα– ανοίγματα
προς τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΠΟΤΑΜΙ. Στη διαδικασία
προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ με το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα φαίνεται ότι
πρωταγωνιστούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα Γαλλίας και Ιταλίας. Η
καθαρή πλέον στήριξη του ευρωμονόδρομου από το ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε την
«αντινεοφιλελεύθερη» επιχειρηματολογία του, επαναφέροντάς την ως τεχνητή
διαχωριστική γραμμή σε αντικατάσταση της αντιμνημονιακής, την οποία
υιοθετούν ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και η Χρυσή Αυγή. Αυτή η νεκρανάσταση
μάλιστα της «νεοφιλελεύθερης» επιχειρηματολογίας από το ΣΥΡΙΖΑ
ξεδιπλώνεται παράλληλα με την ψήφιση κυβερνητικών μέτρων, τα οποία στην
οπορτουνιστική φρασεολογία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «άκρως
νεοφιλελεύθερα».
β)
Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι η αστική τάξη εξακολουθεί να
χρειάζεται ένα εκλογικά δυνατό φιλελεύθερο αστικό κόμμα που θα είναι
ικανό ν’ αντικαταστήσει το σοσιαλδημοκρατικό στη διακυβέρνηση. Από αυτήν
την άποψη, σε εξέλιξη είναι η αναμόρφωση της ΝΔ, οι διεργασίες για την
ανάδειξη νέου προέδρου της, που δεν είναι ζήτημα κυρίως διαπάλης μεταξύ
ηγετικών της προσώπων, αλλά έχει ως βασικό επίδικο το ερώτημα προς τα
πού θα βαρύνει το ιδεολογικό-πολιτικό της στίγμα από ’δώ και πέρα: Προς
το λεγόμενο «κεντροδεξιό» χώρο ή προς τον «εθνικιστικό», τον ανοιχτά και
απροκάλυπτα αντικομμουνιστικό, τον εθνικιστικό - ναζιστικό (με ενίσχυση
διάφορων τάσεων που για χρόνια συνενώνονταν στη ΝΔ, όπως
παλαιοβασιλικών και δικτατορικών); Η διαμόρφωση του λεγόμενου
κεντροδεξιού χώρου σχετίζεται και με εκείνη του λεγόμενου
κεντροαριστερού, στον οποίο επιχειρεί να ηγηθεί η Γεννηματά.
γ)
Ταυτόχρονα συνεχίζει η δοκιμή συσπείρωσης αστικών εκσυγχρονιστικών
πολιτικών, πανεπιστημιακών, τεχνοκρατικών δυνάμεων –ΠΟΤΑΜΙ, Ένωση
Κεντρώων– απαλλαγμένων από προηγούμενους δεσμούς με μεσαία στρώματα που
θίγονται από τους εκσυγχρονισμούς. Ωστόσο, το γεγονός ότι δε διαθέτουν
κομματική βάση δυσκολεύει και την εκλογική τους διείσδυση.
Οπωσδήποτε
χρειάζεται καλύτερη πληροφόρηση για τα κέντρα ή και για
επιχειρηματικούς ομίλους που στήριξαν τέτοιες δυνάμεις. Παράλληλα
ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί η αντικομμουνιστική ρητορική του Λεβέντη από
τα ΜΜΕ κατά την παρουσία του στη Βουλή αυτόν τον πρώτο μήνα μετά από τις
εκλογές.
δ)
Παρόλο που η δίκη της Χρυσής Αυγής βρίσκεται σε εξέλιξη, το εκλογικό
της αποτέλεσμα δείχνει τάση σταθεροποίησης της επιρροής της και μάλιστα
σε εργατικές, λαϊκές περιοχές. Η Χρυσή Αυγή αναπαράγει την εθνικιστική
αντιμνημονιακή γραμμή, χωρίς να απορρίπτει την ΕΕ, επικεντρώνεται
δημαγωγικά στην «επιστροφή στην εθνική παραγωγή», στις «ισότιμες σχέσεις
στην Ευρωζώνη», ενώ διανθίζει τον πολιτικό λόγο της με ορολογία του
εργατικού κινήματος (αγώνες, πρωτοπορία), παρόλο που έρχεται σε αντίθεση
με τους ταξικά προσανατολισμένους εργατικούς αγώνες.
ε)
Σε εξέλιξη βρίσκεται και η αναμόρφωση του οπορτουνιστικού χώρου μετά
από την πλήρη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη συγκρότηση της
ΛΑΕ, όπως ήδη είχαμε προβλέψει. Παρά τη μη είσοδο της ΛΑΕ στη Βουλή,
παρά το σοσιαλδημοκρατικό περιεχόμενο του ιδεολογικοπολιτικού στίγματός
της, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ως φορέας ανασύνθεσης του οπορτουνισμού,
δηλαδή ως φορέας που ενδυναμώνει οπορτουνιστικές δυνάμεις, προερχόμενες
από το κομμουνιστικό κίνημα. Η ΛΑΕ, διαθέτοντας δυνάμεις στο
συνδικαλιστικό κίνημα, αποτελεί πολιτικό φορέα που και από κοινού με
άλλες οπορτουνιστικές δυνάμεις, κυρίως της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και με πρώην
δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, θα επιδιώξει να αναθερμάνει την αντιμνημονιακή -
αντικυβερνητική γραμμή στο συνδικαλιστικό κίνημα, χωρίς ουσιαστικά να
στρέφεται ενάντια στην καπιταλιστική εργοδοσία.
Η
ΛΑΕ υποστηρίζει ένα διαφορετικό δρόμο υποβοήθησης της καπιταλιστικής
κερδοφορίας, με πυρήνα την πιο ενεργή παρέμβαση του αστικού κράτους στην
οικονομία, την αξιοποίηση του ενδεχόμενου της εξόδου από το ευρώ και
της υιοθέτησης εθνικού νομίσματος, με παραμονή στην ΕΕ, θέση που
υιοθετούν και τμήματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτή η
γραμμή περιλαμβάνει μια σειρά μέτρα, από την κρατικοποίηση του
τραπεζικού συστήματος προς όφελος της «“σεισάχθειας” στα χρέη εταιριών»,
μέχρι και την άμεση «στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων» με κρατικό
χρήμα.
Οι
εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα ως ένα βαθμό θα αντανακλαστούν
και στο συσχετισμό στις γραμμές του συνδικαλιστικού εργατικού και του
λαϊκού κινήματος.
ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΠΑΛΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ, ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Η
συνεπής γραμμή ταξικής πάλης μέσα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα θα
αναμετρηθεί όχι μόνο με τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό όπως
αναπτύχθηκε για πολλά χρόνια την προηγούμενη περίοδο (με μορφές εξαγοράς
τη μονιμότητα, τα κοινοτικά κονδύλια κλπ.) ή και την αντίδραση που
προκάλεσαν οι αντεργατικές-αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις. Θα αναμετρηθεί και
με το νέο ρεφορμισμό, κυβερνητικό ή αντιπολιτευτικό, ο οποίος όμως σε
κάθε περίπτωση θα προστατέψει τους καπιταλιστές από το κύριο όπλο των
εργαζομένων, την απεργία. Γι’ αυτό, διόλου τυχαία, ο ΣΥΡΙΖΑ και ως
αντιπολίτευση δεν ενθάρρυνε τη συμμετοχή σε απεργιακές κινητοποιήσεις
στο λεγόμενο ιδιωτικό τομέα.
Ο
κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που συνέπεσε με ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΠΟΤΑΜΙ στην
ψήφιση του 3ου μνημονίου και ό,τι αυτό συνεπάγεται, επιδιώκει να
συντηρεί μια ιδεολογική διαφοροποίηση κυρίως από τη ΝΔ. Την υποχώρηση σε
ιδιωτικοποιήσεις, σε αντιλαϊκά μέτρα την παρουσιάζει ως αποτέλεσμα ενός
δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη, ειδικότερα στην ΕΕ, που τον
υποχρεώνει σε προσωρινούς συμβιβασμούς.
Για
να στηρίξει την τακτική του δε διστάζει να καπηλεύεται ακόμα και την
ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, του
ΚΚΕ. Επιδιώκει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι με το ΚΚΕ βρίσκεται
στην ίδια όχθη υπεράσπισης των κοινωνικών συμφερόντων, αλλά από άλλες
θέσεις και συγκεκριμένα από κυβερνητικές θέσεις ευθύνης. Σε θέματα από
τα οποία δε θίγεται άμεσα η καπιταλιστική σχέση, επιχειρεί ιδεολογική
διαφοροποίηση από το αστικό πολιτικό παρελθόν, π.χ. στην επέτειο της
απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτώβρη). Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι
και σε αυτήν την περίπτωση το περιεχόμενο που προσέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στον
εορτασμό περιορίστηκε –και δε θα γινόταν διαφορετικά– στην επιδίωξη της
εθνικής απελευθέρωσης χωρίς να αναδεικνύει το ρόλο του ΚΚΕ, των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
σε αυτήν. Ακόμα κι όταν γινόταν αυτό, το έκανε με τρόπο που να
αλλοιώνει τον πραγματικό χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τα προβλήματα
στρατηγικής, προσπαθώντας να τα ενσωματώσει με ευθείες αναφορές στην
τακτική υποχώρησης - συμβιβασμού του σήμερα. Εννοείται επίσης ότι αυτές
οι αναφορές δεν άγγιζαν ούτε τα ζητήματα γύρω από τη διεκδίκηση της
εξουσίας που αντικειμενικά τέθηκε σε αυτές τις συνθήκες.
Ταυτόχρονα
ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί τον τεχνητό διαχωρισμό του κομματικού από το
κυβερνητικό του πρόγραμμα, για να διασπάσει περισσότερο την εργατική
τάξη, να στρέψει το ένα τμήμα της ενάντια στο άλλο, χαρακτηρίζει ρετιρέ
μισθούς και συντάξεις που υφίστανται ή θα υποστούν νέες περικοπές για να
εξασφαλιστούν δήθεν τα κονδύλια διαχείρισης της «ανθρωπιστικής κρίσης».
Παράλληλα θα προκαλεί επιφανειακές συγκρούσεις με δυνάμεις που θα
υποστηρίζουν την επιτάχυνση των φιλελεύθερων μέτρων, αλλά και με
δυνάμεις του αντιμνημονιακού ή και εναλλακτικού μετώπου του εθνικού
νομίσματος. Σε αυτό το έδαφος, το συνδικαλιστικό-εργατικό κίνημα
κινδυνεύει από νέα φάση μεγαλύτερων διαστάσεων αποπροσανατολισμού και
κατακερματισμού, συντεχνιασμού. Θα απαιτηθεί μεγαλύτερη ικανότητα
επεξεργασίας της συνδικαλιστικής γραμμής πάλης κατά χώρο και κυρίως κατά
κλάδο, ιδιαίτερα στους κλάδους στρατηγικής σημασίας, ώστε αυτή η
γραμμή, πατώντας στην εμπειρία, να απεγκλωβίζει νέες δυνάμεις από τις
παραλλαγμένες μορφές της καπιταλιστικής χειραγώγησης.
Ας
δούμε ένα παράδειγμα: Σε εξέλιξη βρίσκεται η περαιτέρω απελευθέρωση
δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιωτικοποίησης υποδομών
μεταφορών (λιμάνια, αεροδρόμια) ή απλώς αλλαγής κρατικών/ιδιωτικών
μεριδίων στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Γύρω από αυτά συγκρούονται
συμφέροντα διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου, εγχώριου και ξένου. Σε
κάθε περίπτωση, οι ανάγκες των εργαζομένων σε αυτούς τους χώρους δε
συμπίπτουν με κανένα από τα αντιμαχόμενα κεφαλαιακά συμφέροντα, ενώ
αντίθετα συμπίπτουν με τα γενικά συμφέροντα των εργαζομένων. Δηλαδή, από
την καλύτερη διαχείριση των λιμανιών, αεροδρομίων κι άλλων υποδομών δε
θα γίνει φθηνότερη η χρήση τους για το λαό, δε θα μειωθεί η φορολογία.
Το όφελος θα μοιραστεί ανάμεσα στους καπιταλιστές ως χρήστες και ως
άμεσους επενδυτές. Αλλά και από την άλλη μεριά, πάλι ο εργαζόμενος και ο
συνταξιούχος πλήρωνε το κρατικό μονοπώλιο, όχι μόνο μέσω της άμεσης κι
έμμεσης φορολογίας, αλλά κι ως συσσωρευμένα δάνεια του κράτους, ενώ η
μονιμότητα των εργαζομένων στο κρατικό μονοπώλιο είναι πλέον παρελθόν
είτε έτσι είτε αλλιώς.
Με
άλλα λόγια, η ανεργία και οι απολύσεις εργαζομένων που απορρέουν είτε
από την ορθολογικότερη διαχείριση πρώην κρατικών οργανισμών είτε από την
επιδίωξη οικονομιών κλίμακας μέσω συγχωνεύσεων είτε ως συνέπεια του
τεχνολογικού εκσυγχρονισμού δεν αντιμετωπίζονται με ένα κίνημα
διεκδίκησης επιστροφής στο παρελθόν του καπιταλιστικού κρατικού
μονοπωλίου, δεν αντιμετωπίζονται με τον εφησυχασμό ότι αφορά «παλιούς
προνομιούχους». Αντιμετωπίζονται μόνο σε ενιαία αντικαπιταλιστική -
αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης, πιέζοντας στην κατεύθυνση των μοναδικών
λύσεων που μπορούν να υπάρξουν προς όφελος των εργαζομένων: Την
αμυντικού χαρακτήρα αποζημίωση - επίδομα ανεργίας σε όλους κι όλες. Την
επιθετικού χαρακτήρα διεκδίκηση γενικής μείωσης του χρόνου εργασίας με
αύξηση και όχι μείωση των μισθών, ως μοναδικής ρύθμισης ώστε τα οφέλη
της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων –είτε λέγονται οικονομίες
κλίμακας είτε οτιδήποτε άλλο– να επιφέρουν βελτίωση της ζωής των
εργαζομένων κι όχι νέα συσσώρευση κερδών, πλουτισμού κλπ.
Εκ
των πραγμάτων, όμως, αυτό που φέρνει ως πρόοδο, ως ανάπτυξη το τεχνικό
μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, της επιστήμης –της έρευνας– της
τεχνολογίας, γίνεται στα χέρια των καπιταλιστών μέσο χτυπήματος της ζωής
των εργαζομένων. Οι δυνατότητες που δημιουργεί αυτή η πρόοδος
αναδεικνύουν αντικειμενικά την αναγκαιότητα της κατάργησης της
καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, του κινήτρου του κέρδους, της λειτουργίας
του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Σε αυτό το έδαφος μπορεί και πρέπει να
σφυρηλατείται η εργατική ενότητα, ν’ αποκρούεται ο ρεφορμισμός του
ξεπερασμένου πλέον –από την ίδια την καπιταλιστική εξέλιξη– εκτεταμένου
κρατικού καπιταλισμού. Με αυτήν την έννοια, δεν αδιαφορούμε για τις
άμεσες συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων στις εργασιακές σχέσεις, στους
μισθούς, στις νέες επιβαρύνσεις της λαϊκής οικογένειας, στην προστασία
του περιβάλλοντος, αλλά πρωταγωνιστούμε στην πάλη για όλα αυτά κάτω από
τη σημαία της κοινωνικής ιδιοκτησίας, της εργατικής εξουσίας προς όφελος
της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών.
Αντικειμενικά
η ίδια η εξέλιξη οποιασδήποτε κοινωνικής ανάγκης οδηγεί στη σύγκρουση
με την καπιταλιστική ιδιοκτησία κι εξουσία. Ας αναφερθούμε στην
κοινωνική ασφάλιση, στο σκέλος της σύνταξης και στο σκέλος εξυπηρέτησης
της υγείας-πρόνοιας. Η «αριστερή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προετοιμάζει
νέα μείωση στις συντάξεις των 1.200 ευρώ, με το πρόσχημα των οικονομικών
προβλημάτων των ασφαλιστικών ταμείων και της ανάγκης να χρηματοδοτηθούν
οι κατώτατες συντάξεις της τάξης των 300-400 ευρώ, επιχειρηματολογώντας
με τη στρεβλωμένη λογική της ισότητας. Είναι πολιτική που, εκτός των
άλλων, στοχεύει στη διάσπαση του κινήματος των συνταξιούχων, καθώς και
στην αντιπαράθεσή του με το κίνημα των μισθωτών εργαζομένων. Η κυβέρνηση
επιχειρηματολογεί, συνειδητά παραποιημένα, προβάλλοντας την επιδείνωση
στη σχέση συνταξιούχων - εργαζομένων και στο δημογραφικό πρόβλημα.
Αποσιωπά ότι η επιδείνωση της σχέσης συνταξιούχων - εργαζομένων είναι
αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας, της αδήλωτης εργασίας από τους
καπιταλιστές, τα δε αποθεματικά των Ταμείων συρρικνώθηκαν γιατί οι
κυβερνήσεις για χρόνια τα χρησιμοποίησαν με διάφορους τρόπους υπέρ της
καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το ίδιο επιχειρεί και ο νέος νόμος με τη
συγκέντρωση των αποθεματικών σ’ ένα κρατικό ταμείο.
Το
συνταξιοδοτικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το εργασιακό, με την
ανεργία, με την αναγκαιότητα μείωσης του γενικού εργάσιμου χρόνου, και
δεν μπορεί να λυθεί προς όφελος του λαού στο πλαίσιο της σημερινής
πορείας του καπιταλισμού και του συσχετισμού δυνάμεων. Το ίδιο ισχύει
και για τις λεγόμενες δαπάνες για την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια. Ο
καπιταλισμός τις αντιμετωπίζει στη λογική του «κόστους», που μπορεί ή
όχι να σηκώσει ο κρατικός προϋπολογισμός, ενώ την ίδια στιγμή θεωρεί
δαπάνη άμεσης προτεραιότητας την ενίσχυση (άμεση χρηματοδότηση ή έμμεση
φοροαπαλλαγή) της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Μόνο
η κεντρικά κι επιστημονικά σχεδιασμένη παραγωγή στη βάση της κοινωνικής
ιδιοκτησίας γης, υποδομών, μηχανημάτων, σύγχρονων τεχνολογικών μέσων,
μεταφορών, ενέργειας, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών, κατασκευών, τουριστικών
εγκαταστάσεων, με κρατικό εμπόριο, μπορεί να εξασφαλίσει όλες τις
απαραίτητες δαπάνες εργασίας και υλικού για την παροχή αποκλειστικά
δημόσιων, δωρεάν, ποιοτικά αναβαθμισμένων υπηρεσιών παιδείας, υγείας,
πρόνοιας για όλους και όλες και σ’ όλη τη ζωή τους.
Η
παραγωγή χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν έχει καμία σχέση με την
καπιταλιστική κρατική ιδιοκτησία και παρέμβαση στην οικονομία. Δεν έχει
καμία σχέση με τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις του καπιταλιστικού
κράτους, οι οποίες έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν τους καπιταλιστές μέσω
της παροχής σε αυτούς φθηνού ρεύματος και φθηνών μεταφορών, μέσω της
εξασφάλισης σε αυτούς πελατείας για κέρδη. Τέτοια είναι η σχέση που
έχουν οι κρατικές επιχειρήσεις, τα δημόσια νοσοκομεία, τ’ ασφαλιστικά
ταμεία με τα ιδιωτικά κέντρα υγείας και νοσοκομεία.
Η
πραγματικά κοινωνική ιδιοκτησία δεν έχει επίσης σχέση με τους τσακωμούς
της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ για τα ποσοστά του κράτους στη ΔΕΗ. Η ταξικά
συμφέρουσα γραμμή πάλης μέσα στο εργατικό κίνημα, μέσα στο κίνημα των
εργαζομένων της ΔΕΗ, δεν μπορεί να είναι τα ποσοστά του κράτους στο
μετοχικό κεφάλαιό της ή το δίλημμα ανάμεσα στον κρατικό και τον ιδιωτικό
χαρακτήρα του μονοπωλίου, αλλά η προβολή της αναγκαιότητας του
κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας. Σε τελευταία ανάλυση, το ποσοστό
της συμμετοχής του κρατικού και του ιδιωτικού κεφαλαίου στην παραγωγή
και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζεται από τις γενικές
ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε επίπεδο έθνους-κράτους σε
κάθε ιστορική περίοδο, αλλά και από τον ανταγωνισμό στη διεθνή
καπιταλιστική αγορά μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων, ιμπεριαλιστικών κέντρων
κλπ. Δεν καθορίζεται από το στενότερο ή ευρύτερο κίνημα των εργαζομένων.
Επίσης, υπενθυμίζουμε ότι η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων ξεκίνησε μέσα
στο κρατικό μονοπώλιο, αντικαθιστώντας τους μόνιμους μισθωτούς με μη
μόνιμους, αρχικά μέσω εργολαβιών. Το ίδιο συνέβη και στη δημόσια
εκπαίδευση, στα κρατικά νοσοκομεία, όπου η μονιμότητα όλο και
περισσότερο περιορίζεται, γιατί σήμερα θεωρείται κοστοβόρα ακόμα και για
την αναπαραγωγή της κομματικής εκλογικής πελατείας.
Το
πρόβλημα της μονιμότητας της δουλειάς, ουσιαστικά το πρόβλημα της
εξάλειψης της ανεργίας, της υποαπασχόλησης ή ετεροαπασχόλησης, αφορά
πλέον και κρατικούς υπαλλήλους, όχι μόνο τους μισθωτούς ή τους δυνάμει
μισθωτούς (αγρότες ή αυτοαπασχολούμενους της πόλης που δεν επιβιώνουν ως
τέτοιοι). Και η δυνατότητα επίλυσης του προβλήματος μπορεί να
υπάρξει μόνο με την κατάργηση του καπιταλισμού, αφού απαιτεί ριζικά
διαφορετικό τρόπο συνένωσης της εργατικής δύναμης με τα μέσα παραγωγής,
με όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας. Απαιτεί δηλαδή τη
συνένωσή τους όχι μέσω της αγοράς (με τη διαμεσολάβηση του κινήτρου του
καπιταλιστικού κέρδους), αλλά μέσω της κεντρικής, επιστημονικά
σχεδιασμένης κατανομής με στόχο τη συνεχή βελτίωση της κοινωνικής
ευημερίας στο έδαφος του εκάστοτε επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας.
Είναι άλλο κίνητρο –άλλη σχέση ο στόχος της συσσώρευσης κεφαλαίου και άλλο κίνητρο–
άλλη σχέση ο στόχος παραγωγής προϊόντων ως μέσων που βελτιώνουν τη ζωή,
μειώνουν τον υποχρεωτικό εργάσιμο χρόνο, το μονότονο, το εκτελεστικό ή
βαρύ, χειρωνακτικό χαρακτήρα της εργασίας, δίνουν τη δυνατότητα της
δημιουργικής εργασίας και εναλλαγής του αντικειμένου της.
Δηλαδή
απαιτούνται επαναστατικές ανατροπές στην εξουσία και στην οικονομία για
να διαμορφωθούν νέες κοινωνικές σχέσεις, νέες δομές οργάνωσης της
οικονομίας και της κοινωνίας. Χρειάζεται ν’ αλλάξει ο χαρακτήρας του
κράτους (όχι το κυβερνητικό κόμμα ή ν’ αντικατασταθεί ένας κρατικός
μηχανισμός από έναν άλλο), να γίνει γενικός νόμος οργάνωσης της
οικονομίας και της κοινωνίας ο Κεντρικός Σχεδιασμός, ώστε να κατανέμεται
το εργατικό δυναμικό στους κλάδους, στις περιφέρειες, στις πόλεις. Μόνο
έτσι μπορεί να ικανοποιηθεί η ανάγκη όλοι να έχουν δουλειά, όλοι οι
νέοι και οι νέες ν’ αποκτούν όχι μόνο μια ικανοποιητική γενική μόρφωση,
αλλά και εξειδίκευση τεχνική, επιστημονική ή καλλιτεχνική ανάλογα με τα
ενδιαφέροντά τους, ν’ αναπτύσσονται πολύπλευρα, ανεξάρτητα από την
επιλογή τους στην εξειδίκευση. Η δυνατότητα όλα αυτά να γίνονται σε
αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν σχολεία, σχολές, πανεπιστήμια, η
πρακτική εμπειρία να είναι μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας,
παίρνοντας τα πτυχία τους να είναι ικανοί και ικανές για εργασία.
Το
ίδιο αφορά όλες τις αναγκαίες υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας που θα
παρέχονται αποκλειστικά ως δημόσιες, δωρεάν με βάση τις ανάγκες και όχι
το λεγόμενο κόστος τους.
Επίσης,
χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονου, οξυμμένου κοινωνικού προβλήματος,
που η επίλυσή του απαιτεί αντικειμενικά πολιτικές και κοινωνικές
ανατροπές, είναι ο συνδυασμός της μητρότητας με την κοινωνική εργασία,
με την ανάγκη για χρόνο ικανό για ανάπαυση και άλλη δημιουργική
δραστηριότητα.
Αυτά
τα ζητήματα λοιπόν, δηλαδή η κατάσταση και οι αιτίες των σημερινών
κοινωνικών προβλημάτων, αλλά και η δυνατότητα, οι προϋποθέσεις επίλυσής
τους, είναι ζητήματα διαπάλης μέσα στο εργατικό κίνημα.
Άλλωστε,
η χειραγώγηση της εργατικής συνείδησης δε γίνεται μόνο στο μη
συνδικαλισμένο, στον πιο απόμακρο απ’ οποιαδήποτε μορφή –έστω και
πρωτόλεια– αντίδρασης στην υπάρχουσα εξουσία. Η χειραγώγηση, ο
αποπροσανατολισμός της αντίδρασης κατευθύνεται πρώτ’ απ’ όλα στον ή στην
κοινωνικά πιο ενεργητική, στο συνδικαλισμένο, στον ενταγμένο σε μαζική
οργάνωση, σε αυτόν και σε αυτήν που αντιστέκεται και αντιδρά, όπως κι αν
αντιλαμβάνεται την αντίδραση: Απέναντι στο μεμονωμένο εργοδότη, στη
συγκεκριμένη δημοτική αρχή, σε μια συγκεκριμένη κρατική υπηρεσία, σε μια
συγκεκριμένη κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδιαίτερα μετά από το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμα και αστικά φιλελεύθερα κόμματα προσπάθησαν –και
το κατάφεραν– ν’ αποκτήσουν μέλη, να έχουν οργανώσεις νέων, γυναικών,
συνδικαλιστικές παρατάξεις, προσπαθώντας να τ’ αξιοποιήσουν όλα αυτά
–παράλληλα φυσικά με διάφορους μηχανισμούς εξαγοράς– για τη διεξαγωγή
της ιδεολογικής-πολιτικής παρέμβασής τους. Ακόμα και φασιστικές
οργανώσεις, όπως η Χρυσή Αυγή, επιχειρούν να φτιάξουν παράταξη
συνδικαλιστική.
Βέβαια,
διαχρονικά πλέον, η σοσιαλδημοκρατία, ο παλιός και ο νέος οπορτουνισμός
παρεμβαίνει μέσα στο εργατικό κίνημα, προσαρμοσμένα ανάλογα με τις
καταστάσεις της κάθε περιόδου. Και βέβαια το πρόβλημα με την παρέμβαση
του οπορτουνισμού στο εργατικό κίνημα δεν είναι ότι δεν έχει κάποια
αιτήματα πάλης, αλλά ότι αναπαράγει παντού και πάντοτε τον εγκλωβισμό
του στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων στο έδαφος του υπάρχοντος
συστήματος. Λειτουργεί παντού και πάντοτε ως φράγμα στη
ριζοσπαστικοποίηση των διαθέσεων, στην επαναστατική πολιτικοποίηση.
Παρουσιάζει τις άμεσες διεκδικήσεις εργατικών και λαϊκών δυνάμεων ως
κυβερνητικό πολιτικό πρόγραμμα. Έτσι έκανε, π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ πριν την
ανάδειξή του στη διακυβέρνηση (ζήτησε ψήφο το Γενάρη του 2015
υποσχόμενος επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, κατάργηση του
ΕΝΦΙΑ). Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε το τμήμα που αποσχίστηκε από το
ΣΥΡΙΖΑ, η ΛΑΕ, η οποία συνέδεσε αυτά τα αιτήματα με την απαγκίστρωση από
το μνημόνιο, με το ενδεχόμενο επιστροφής σε εθνικό νόμισμα.
Εκ
των πραγμάτων λοιπόν, μέσα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα
διεξάγεται ιδεολογική-πολιτική πάλη τόσο με τις αστικές όσο και με τις
οπορτουνιστικές αντιλήψεις για την οικονομία (το χαρακτήρα της
παραγωγής, της κατανομής, το ρόλο του νομίσματος, των οικονομικών και
νομισματικών ενώσεων, τη σχέση κρατικού-ιδιωτικού κεφαλαίου κι άλλα).
Ταυτόχρονα διεξάγεται διαπάλη για ζητήματα του εποικοδομήματος (για τα
όργανα της εξουσίας, τη σχέση της λεγόμενης «δημοκρατίας» με αυτά, το
κοινοβούλιο, το αστικό πολιτικό σύστημα, το Σύνταγμα κι άλλα). Αυτή η ιδεολογική-πολιτική πάλη πρέπει να διεξάγεται όσο το δυνατόν περισσότερο με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και κομμουνιστριών.
Πρόκειται
για ζητήματα που αφορούν σήμερα τον εργαζόμενο, το μισθωτό, το
συνδικαλιστικά δραστηριοποιημένο. Η ταξική πολιτική συνειδητοποίηση των
εργαζομένων, που αποτελεί και το μεγάλο ζητούμενο, εξαρτάται από τη
συνειδητοποίηση της ουσίας των παραπάνω ζητημάτων.
Η
κατανόηση, για παράδειγμα, ότι μόνο η παραγωγή που στηρίζεται στην
κοινωνική ιδιοκτησία, στον κεντρικό σχεδιασμό με στόχο τη λαϊκή ευημερία
μπορεί να διαγράψει τα χρέη του καπιταλισμού, ν’ αποδεσμευτεί από την
ΕΕ και από κάθε ένωση καπιταλιστικών κρατών, γενικά ν’ απελευθερωθεί από
τις αγορές κεφαλαίου, δεν είναι μόνο θέση ζύμωσης από το ΚΚΕ στην
αυτοτελή πολιτική του παρέμβαση. Είναι και θέση διαπάλης μέσα στο
εργατικό κίνημα.
Γιατί,
βέβαια, το πρόβλημα για το λαό στην Ελλάδα, γενικότερα για τους λαούς,
δεν είναι αν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις θα δανείζονται από άλλες
κυβερνήσεις, από το Μηχανισμό της ΕΕ και από το ΔΝΤ ή αν θα δανείζονται
απευθείας από τη λεγόμενη αγορά, από τους διεθνείς επενδυτές τύπου
Σόρος.
Είναι
ζήτημα πάλης μέσα στο κίνημα η κατανόηση ότι το κύριο σε μια οικονομία
δεν είναι το νόμισμα, δεν είναι αν ανήκει ή όχι σε μια ένωση συνεργασίας
κρατών, αλλά τι σχέσεις οικονομικές-κοινωνικές αντιπροσωπεύει αυτή η
ένωση, αν είναι σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ή σχέσεις της
κοινωνικής ιδιοκτησίας, του Κεντρικού Σχεδιασμού, του εργατικού ελέγχου.
Σε διεθνές επίπεδο, μόνο η κυριαρχία αυτών των σχέσεων μπορεί να δώσει
ισότιμες σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών, να επιταχύνει
σχεδιασμένα τη σύγκλιση μεταξύ των κρατών, πόλεων ή κλάδων με ιστορικά
διαφορετική πορεία ανάπτυξης.
Είναι
βέβαιο ότι οι αγώνες για την πολιτική και κοινωνική ανατροπή προς την
παραπάνω κατεύθυνση δεν έρχονται μια κι έξω, δεν αναπτύσσονται
αυθόρμητα, αλλά μόνο στη βάση της ιδεολογικής - πολιτικής αποκάλυψης και
διαπάλης, σε συνδυασμό φυσικά με την πείρα που αργά ή γρήγορα θα
συσσωρεύεται από τη ζωή στον καπιταλισμό.
Κι
αυτό ισχύει και για τους κοινωνικούς συμμάχους της εργατικής τάξης, τα
λαϊκά τμήματα των αγροτών, των βιοτεχνών, των μικρεμπόρων,
μικροεπαγγελματιών. Για παράδειγμα, στο κίνημα των αγροτών που βασικά
ζουν από τη δική τους δουλειά και των μελών της οικογένειάς τους, η
προοπτική είναι προδιαγεγραμμένη: Οι περισσότεροι δεν έχουν μέλλον ως
ατομικοί εμπορευματοπαραγωγοί, δεν μπορούν ν’ αναμετρηθούν με την
καπιταλιστική βιομηχανία από την οποία προμηθεύονται ύλες, μηχανήματα,
με τους καπιταλιστές εμπόρους που συγκεντρώνουν την παραγωγή τους, με
τις τράπεζες από τις οποίες δανείζονται για να τα βγάλουν πέρα, με τη
φορολογία του κράτους των καπιταλιστών, με τις φυσικές καταστροφές.
Άλλωστε ο περιορισμός των φυσικών καταστροφών απαιτεί πολύ πιο
εκτεταμένες υποδομές, κεντρικό σχεδιασμό και στην κατανομή της εργατικής
δύναμης κατά εποχή και μήνα, ανάλογα με τις ανάγκες της αγροτικής
καλλιέργειας που παύει πλέον να είναι στενά υπόθεση του ατομικού
νοικοκυριού. Στον καπιταλισμό η παραπάνω πίεση μετατρέπει τις μικρές
ατομικές εκμεταλλεύσεις σε καπιταλιστικές είτε μέσω της άμεσης εξαγοράς
τους από καπιταλιστικές επιχειρήσεις είτε μέσω της μεσολάβησης της
–υποταγμένης στην καπιταλιστική παραγωγή– συνεταιριστικής παραγωγής ή
της ομάδας παραγωγών, της συμβολαιακής σχέσης με επιχειρήσεις της
μεταποίησης κι άλλες μεταβατικές σχέσεις.
Τα
εθνικά - κοινοτικά κονδύλια ενίσχυσης δεν μπορούν να ανατρέψουν την
παραπάνω τάση, έστω κι αν στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν για να την
επιβραδύνουν. Σήμερα, ολοένα και πιο καθαρά χρησιμοποιούνται για να την
επιταχύνουν, γι’ αυτό η ελάχιστη γραμμή πάλης είναι κι εδώ
αντιμονοπωλιακή - αντιευρωενωσιακή - αντιΚΑΠ. Πολύ περισσότερο, σήμερα
αποτελεί αδήριτη ανάγκη η συστράτευση των αυτοαπασχολούμενων αγροτών με
τους εργατοϋπαλλήλους ενάντια στους καπιταλιστές και το κράτος τους με
ελάχιστο σημείο συνένωσης τον αγροτικό παραγωγικό συνεταιρισμό ως
συμπλήρωμα της μεγάλης κοινωνικοποιημένης αγροτικής παραγωγής, του
κρατικού εμπορίου, της κατάργησης της αγοραπωλησίας - κληρονομιάς της
γης.
Επίσης,
αν, όπως ήδη αναφέραμε, η συνειδητοποίηση της σοσιαλιστικής προοπτικής
για τους εργατοϋπαλλήλους δεν είναι μόνο ζήτημα προπαγάνδας - ζύμωσης,
αυτό αφορά πολύ περισσότερο τους αγρότες, τους μεροκαματιάρηδες
αυτοαπασχολούμενους των πόλεων.
Η
μαζική υιοθέτηση της ανατρεπτικής πολιτικής του ΚΚΕ θα έρχεται στο
έδαφος της πείρας της ίδιας της ζωής. Θα έρχεται όταν δε θα υπάρχουν οι
χρηματικοί πόροι για να μπει μπροστά η νέα παραγωγή, όταν τα δάνεια δε
θα μπορούν να ανακυκλωθούν, όταν θα κινδυνεύσει και η γη ως ιδιοκτησία,
ενώ η βιομηχανία, το εμπόριο, ο τουρισμός-επισιτισμός δε θα μπορούν να
απορροφήσουν το νέο, μαζικότερο κύμα κατεστραμμένων αγροτών και
αυτοαπασχολούμενων της πόλης.
ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΚΚΕ
Το
μαζικό ξεσηκωμό θα τον φέρει η ζωή, η εξέλιξη του καπιταλισμού στην
Ελλάδα, στην περιοχή, παγκόσμια, που δεν προδιαγράφεται ρόδινη. Αλλά και
ο μαζικός ξεσηκωμός μπορεί να μην οδηγήσει σ’ ένα φωτεινό μέλλον αν
έγκαιρα δεν ανοίξουν στοές προς αυτήν την κατεύθυνση μέσα στα σημερινά
έγκατα του αρνητικού συσχετισμού. Αυτός είναι ο ρόλος του Κόμματος, της
Νεολαίας του, της ΚΝΕ: Ν’ ανοίγει στοές με σκληρή ιδεολογική-πολιτική
πάλη, με σκληρούς εργατικούς, λαϊκούς αγώνες, πρώτ’ απ’ όλα απέναντι
στην καπιταλιστική εργοδοσία, στον τόπο δουλειάς: Το εργοστάσιο, το
χωροτάξιο, το εμπορικό κέντρο, το ξενοδοχείο, το νοσοκομείο - κέντρο
υγείας, το εκπαιδευτήριο. Να δημιουργήσει εστίες ταξικής διεκδίκησης
απέναντι στον καπιταλιστή (εταιρία) του χώρου εργασίας, αλλά και στον
κλάδο συντονισμένα, καθώς και απέναντι στο κράτος των καπιταλιστών. Με
μεθοδευμένη δουλειά να διαμορφωθούν οι ελάχιστες προϋποθέσεις επιτυχίας
της ταξικής πάλης, της στάσης, της απεργίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση δρα
και σήμερα το ΚΚΕ, στηρίζοντας μικρότερες και μεγαλύτερες εργατικές
διεκδικήσεις, στάσεις εργασίας, απεργίες (συμπεριλαμβανομένης της
πανελλαδικής απεργίας στις 12 Νοέμβρη), συλλαλητήρια βιοπαλαιστών
αγροτών, ΕΒΕ, μαθητών - φοιτητών. Αυτή η δράση είναι μαγιά στην
προοπτική ενός πιο ευνοϊκού κλίματος διαθέσεων, ανασύνταξης του
συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, μαζικοποίησης του αγροτικού
κινήματος με αντιμονοπωλιακό - αντιευρωενωσιακό προσανατολισμό, της
Λαϊκής Συμμαχίας.
Όσο
αναγκαίο είναι οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες να σταθμίζουν τα
βήματά τους ως πρωτοπορία με αντικειμενική εκτίμηση των εργατικών και
λαϊκών διαθέσεων, άλλο τόσο αναγκαίο είναι, στο όνομα της υποχώρησης των
διαθέσεων ν’ ακυρώνουν το ρόλο τους ως πρωτοπορία, να συμβιβάζονται με
την ηττοπάθεια, να μην αναμετριούνται με τις αδυναμίες τους, ν’ αφήνουν
αναξιοποίητες τις δυνατότητες της ταξικής πάλης που πάντα υπάρχουν.
Άλλωστε αυτές τις δυνατότητες επιχειρεί ν’ ακυρώσει το αστικό πολιτικό
κατεστημένο και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Όπως δείχνει η Ιστορία του
ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, η συνειδητά οργανωμένη,
μεθοδευμένη δράση των κομμουνιστών, η υπομονετική κι επίμονη δουλειά των
πρωτοπόρων, αυτών που αντέχουν στις απειλές, στις απολύσεις, στις
διώξεις, ανοίγει στοές που συνδέουν τους σημερινούς αγώνες με την
επιτυχή μελλοντική εξέγερση.
Αυτό
προϋποθέτει την ικανότητα του ΚΚΕ να διατηρεί τον επαναστατικό
χαρακτήρα του σε μη επαναστατικές συνθήκες, να κρατά δηλαδή ζωντανό τον
επαναστατικό, κομμουνιστικό στόχο σε συνθήκες που δεν ευνοούν για να
γίνει αυτός αντιληπτός στις πλατιές μάζες. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει
επιστημονική κοινωνική πρόβλεψη, δουλειά υποδομής με τις μάζες τόσο σε
ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ταξικών αγώνων. Η δράση
της επαναστατικής πρωτοπορίας, του ΚΚΕ στην Ελλάδα, πάντοτε εκ των
υστέρων θα αναγνωρίζεται. Αυτό, άλλωστε, συμβαίνει με οποιαδήποτε
πρωτοπόρα σκέψη-δράση, π.χ. στην επιστήμη, η πρωτοπόρα σκέψη
αναγνωρίζεται μαζικά μόνο όταν περάσει στο στάδιο των πρακτικών
εφαρμογών της.
Ο
πρωτοπόρος ρόλος του ΚΚΕ έγκειται λοιπόν καταρχάς στο ρόλο του για την
επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και όχι στενά στη
συμβολή του στους αγώνες επιβίωσης, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι
–αν αποκτήσουν το ταξικά αναγκαίο περιεχόμενο– γίνονται κανάλι
συγκέντρωσης δυνάμεων για την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτό το στοιχείο
του πρωτοπόρου ρόλου του ΚΚΕ πρέπει να συνειδητοποιηθεί από τους πιο
συνειδητούς εργαζόμενους στους μεγαλύτερους εργασιακούς χώρους, σε
αυτούς που έχουν στρατηγική σημασία για την κοινωνική πρόοδο, άρα και
για την προοπτική της πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης.
Η
ένταξη ή η συσπείρωση τέτοιων δυνάμεων με το ΚΚΕ δε γίνεται αυθόρμητα.
Απαιτεί σκληρή δουλειά, συλλογικά σχεδιασμένη και υλοποιημένη, ν’
αντιμετωπίσουμε τις αδυναμίες μας, τις παραλείψεις ή και τα λάθη μας,
ζήτημα που μας απασχόλησε πιο εξειδικευμένα από τις σελίδες της ΚΟΜΕΠ,
τεύχος 4/2015, και στο οποίο θα επανέλθουμε. Η κομματική οικοδόμηση
απαιτεί πέραν όλων των άλλων σκληρή ιδεολογική δουλειά για να
κατανοήσουν και να κρίνουν οι μάχιμοι εργαζόμενοι τις πραγματικές
αδυναμίες στη δράση του Κόμματός μας και να συμβάλουν στην εξάλειψή τους
και όχι τις ψευδεπίγραφες, όπως η μη επαναστατική λογική ότι «το ΚΚΕ δε
θέλει να κυβερνήσει, ούτε πιστεύει ότι θα μπορούσε να κερδίσει την ψήφο
του λαού για να κυβερνήσει». Αλλά, αλίμονο, αν αυτή η σκέψη και η
διάθεση των εργατικών, λαϊκών μαζών καθόριζε τον κοινωνικό και πολιτικό
στόχο του Κόμματος.
Το
ΚΚΕ είναι ζωντανός οργανισμός. Η επαναστατική του ανανέωση στηρίζεται
στη δυνατότητα ν’ ανανεώνει τους δεσμούς του με τα πιο ταξικά μάχιμα
στοιχεία της εργατικής τάξης, με τη διανόηση που διατηρεί ζωντανή τη
θέλησή της να υπηρετήσει την κοινωνική πρόοδο, με τους απόμαχους της
δουλειάς που δεν αισθάνονται απόμαχοι της πρωτοπόρας ζωής, με τους νέους
και τις νέες που μπορούν να σπάσουν το φράγμα της αναζήτησης λύσεων
περιχαρακωμένοι στα στενά όρια της ατομικότητας, σε συμβιβασμό με το
–φανερά ή καλυμμένα– σάπιο κατεστημένο. Στα χρόνια της αντεπανάστασης,
το ΚΚΕ έδωσε αυτήν τη μάχη, ανανέωσε και ανανεώνει τις
δυνάμεις του, ανοίγει δρόμο για το ξεπέρασμα των απωλειών δεσμών με τις
ηλικίες που πλήγηκαν περισσότερο από τη γενική ιδεολογική, πολιτική και
αγωνιστική υποχώρηση που επέφερε η αντεπανάσταση. Με τις ηλικίες που δεν
είχαν ούτε ιστορική μνήμη των επιτευγμάτων του σοσιαλισμού, ούτε των
εργατικών, λαϊκών αγώνων στο έδαφος του καπιταλισμού, που δεν απέκτησαν
εμπειρία μέσα από μαθητικό, φοιτητικό, σπουδαστικό συνδικαλιστικό
κίνημα.
Το
καθήκον της ανανέωσης και διεύρυνσης των δεσμών του Κόμματος και της
ΚΝΕ παραμένει στόχος προς κατάκτηση, αλλά δεν ξεκινά από το μηδέν.
Στηρίζεται και στη σύγχρονη προσφορά του Κόμματος σε όλα τα πεδία της
ταξικής πάλης και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας: Για τη
μόρφωση, την εργασία, τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, τα δικαιώματα
της γυναίκας, του παιδιού, για τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, για τις
συνθήκες διεξαγωγής της έρευνας, ανάπτυξης των επιστημών κ.ά.
Το
ΚΚΕ έχει γεμάτη Ιστορία πρωτοπόρων αγώνων, ηρωικών πράξεων, θυσιών,
Ιστορία κοντά ενός αιώνα, που αξίζει να γνωρίσουν ιδιαίτερα οι νέοι και
νέες λαϊκής καταγωγής. Όποια λάθη διέπραξε σε περίοδο σκληρής ταξικής
αναμέτρησης δεν ήταν από πρόθεση συνειδητού συμβιβασμού, όπως έδειξαν οι
πράξεις του στη συνέχεια.
Το
ΚΚΕ μελέτησε και μελετά, ερευνά τη δράση του, βγάζει συμπεράσματα, τα
κάνει κτήμα των εργαζομένων, των νέων, με δημόσιο διάλογο, δεν τα κρατά
κρυφά. Κανένας λοιπόν δεν έχει το δικαίωμα να καπηλεύεται την Ιστορία
του ΚΚΕ, να την αξιοποιεί ως όχημα τραβήγματος του ΚΚΕ σε θέσεις αστικού
συμβιβασμού. Και συμβιβασμός είναι η υπεράσπιση του καπιταλισμού με
«ισότητα και δημοκρατία», με στόχο την παραγωγική (βλέπε καπιταλιστική)
ανάπτυξη με ευρώ ή νέα δραχμή, με εκσυγχρονισμούς στο καπιταλιστικό
εποικοδόμημα ή όχι, τα αντιμνημονιακά ή και αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα
που δε θίγουν, δεν οδηγούν σε ρήξη με τον καπιταλισμό.
Η
μαζική συστράτευση με το ΚΚΕ θα έρθει σε συνθήκες πραγματικής
αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής εξουσίας και όχι ως σχετικά
πλειοψηφική εκλογική επιρροή, όπως υπαινίσσονται ή ανοιχτά ισχυρίζονται
ότι είναι εφικτό οι συσπειρωμένοι στις οπορτουνιστικές ομάδες «Εργατικός
Αγώνας», «Νέα Σπορά», «Όμιλος Κορδάτος» κλπ. Αυτοί που χρησιμοποιούν
αναφορές στην Ιστορία του ΚΚΕ, τα πραγματικά μεγάλα επιτεύγματά του στον
αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Κατοχή, λένε τη μισή αλήθεια, συνειδητά
αποσιωπούν την άλλη μισή.
Αποκρύπτουν
ότι η συστράτευση με το ΚΚΕ ήρθε μέσα από μια πορεία ανάπτυξης του
ένοπλου αντιστασιακού αγώνα, σε συνθήκες συνολικότερης ήττας των
δυνάμεων του Άξονα, μετά από την ήττα του στο Στάλινγκραντ. Αποκρύπτουν
ότι σ’ αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκε αντικειμενικά επαναστατική
κατάσταση στην Ελλάδα, συνολική αποδιάρθρωση των αστικών δομών, στην
οικονομία της και στα όργανα εξουσίας, ότι ακριβώς για όλ’ αυτά οξύνθηκε
η ταξική πάλη και οι σχετικές πρωτοβουλίες της αστικής τάξης και των
συμμάχων της: Διαμορφώθηκαν και στηρίχτηκαν από τις δυνάμεις του Άξονα
και από τις βρετανικές –και ας ήταν μεταξύ τους αντιμαχόμενες– τα
Τάγματα Ασφαλείας, ο ΕΔΕΣ, η οργάνωση «Χ» και άλλες ως ένοπλες δυνάμεις
υπεράσπισης της καπιταλιστικής εξουσίας, σε συνθήκες που δεν υπήρχε στη
χώρα «εθνικός» (αστικός) στρατός.
Αποκρύπτουν
ότι όλη αυτή η σκληρή αναμέτρηση από την πλευρά του ΚΚΕ, επομένως και
του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχε αδυναμία έγκαιρης κατανόησης του ταξικού της
στίγματος, ως στρατηγικής αναμέτρησης «ποιος-ποιον». Αυτή η αδυναμία
άλλωστε οδήγησε στις διαπραγματεύσεις και τις Συμφωνίες Λιβάνου-Καζέρτα
και στη συνέχεια στην αντιλαϊκή έκβαση της μάχης της Αθήνας, τα
Δεκεμβριανά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Κάνουν
επιλεκτική αναφορά στην Ιστορία του ΚΚΕ και αποποιούνται τα
συμπεράσματα που βοηθούν στην ικανότητα του ΚΚΕ για μια επιτυχή έκβαση
της ταξικής αναμέτρησης στις κατάλληλες συνθήκες. Ωστόσο, τα
συμπεράσματα που ανέδειξε το ΚΚΕ με την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για το
Β΄ Τόμο της Ιστορίας του, της περιόδου 1949-1968, που εκ των πραγμάτων
επεκτείνονταν σε όλη τη δεκαετία του 1940, επιβεβαιώνονται από νέες
πηγές που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, από ιστορικούς που δεν
ανήκαν ή ανήκουν στο ΚΚΕ.
Από
τα παραπάνω απορρέει ως θεμελιώδες συμπέρασμα ότι η κομμουνιστική
πρωτοπορία οφείλει να μένει αταλάντευτα προσηλωμένη στο στρατηγικό στόχο
της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, στην προετοιμασία του
υποκειμενικού παράγοντα για την εξυπηρέτηση αυτού του στόχου. Ακόμα
και όταν δεν έχουν διαμορφωθεί οι αντικειμενικές συνθήκες, οφείλει να
διεξάγει αγώνα ενάντια στον ταξικό αντίπαλο κι όχι μόνο ενάντια σε μέρος
των πολιτικών εκφραστών του ή μέρος των θεσμών της εξουσίας του με
ενσωμάτωση σε άλλο (π.χ. κυβέρνηση). Σ’ αυτήν την κατεύθυνση έχει
ιδιαίτερη σημασία το περιεχόμενο, το πλαίσιο της πάλης να βοηθά ώστε να
διευρύνονται και ν’ ατσαλώνονται πρωτοπόρες δυνάμεις που αμφισβητούν το
σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το πλαίσιο πάλης πρέπει να
περιλαμβάνει ριζοσπαστικούς στόχους που βοηθάνε να οξυνθεί η
αντιπαράθεση και η σύγκρουση με την εξουσία του κεφαλαίου. Να βοηθά ώστε
να ωριμάζει, να βαθαίνει, να εδραιώνεται ο αντιμονοπωλιακός,
αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός της ταξικής πάλης.
Το ΚΚΕ μελέτησε την ιστορία κι άλλων ΚΚ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, π.χ. τα κόμματα του «ευρωκομμουνισμού»[2]
που συστηματικά φλερτάρανε με τη διακυβέρνηση, που μετέτρεψαν σε
συνεκτική θεωρία τη λαθεμένη αντίληψη ότι η φιλεργατική-φιλολαϊκή αλλαγή
στη σύνθεση ενός κοινοβουλίου και η ανάλογη ανάδειξη κυβέρνησης μπορεί
να φέρει φιλολαϊκές αλλαγές και στην οικονομία. Οι ίδιοι έκαναν σημαία
τους το ιδεολόγημα ότι η κρατική επιχείρηση στον καπιταλισμό δεν
εκφράζει καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά σοσιαλιστική νησίδα. Πρόκειται για
θεωρίες που, αν και καταρρίφθηκαν από την ίδια την καπιταλιστική
κίνηση, στη συνέχεια υιοθετήθηκαν και λόγω της αντεπανάστασης και από ΚΚ
που δεν ανήκαν στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού».
Το
ΚΚΕ έδωσε και δίνει μάχη για να γίνουν συνείδηση επαναστατικής δράσης
κι ορμής τα συμπεράσματα όλης αυτής της πείρας. Σήμερα, παρά τις μεγάλες
δυσκολίες της ταξικής πάλης, έχουμε δείγματα μιας πιο συνειδητής
κομμουνιστικής αφύπνισης εργαζομένων, νέων. Υπάρχει αντικειμενικά αυτή η
δυνατότητα, γιατί το ΚΚΕ έχει προχωρήσει σημαντικά στον ιδεολογικό
τομέα, στην παραγωγή-έκδοση σχετικών βιβλίων, στην αξιοποίηση του
Αρχείου του, στην εκλαΐκευση του Προγράμματός του, στον
ιδεολογικό-πολιτικό αγώνα μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στο
λαϊκό κίνημα, όπου μπορούμε να πετύχουμε μεγαλύτερη συσπείρωση δυνάμεων.
Υπάρχει
το υλικό για να γίνει πιο συστηματική, βαθιά κι εκτεταμένη ιδεολογική
δουλειά, μαρξιστική μόρφωση εργατών-εργατριών, υπαλλήλων, νέων
επιστημόνων, μαθητών-σπουδαστών-φοιτητών, που μαζί με την πείρα της
καθημερινής ταξικής πάλης θα ισχυροποιήσει το Κόμμα και τη Νεολαία του.
Αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας θα παίξει αποφασιστικό ρόλο σε
επαναστατικές συνθήκες για ν’ ανοίξει η λεωφόρος προς την κομμουνιστική
κοινωνία.
Η Ελένη Μπέλλου είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
[1]
Απόπασμα από το Ποίημα «Σου μιλάω για τον παλιό κόσμο», από τη συλλογή
«Ποιήματα αγωνιστριών στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ», διαφυλαγμένα από
τη Μάρθα Ξανθοπούλου - Αντονέν, έκδοση του Ιδρύματος «Σπίτι του
Αγωνιστή», σελ. 52.
[2] Βλ. Κώστα Σκολαρίκου: «“Ευρωκομμουνισμός”: Θεωρία και στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου