3 Οκτ 2016

Πολλαπλοί κίνδυνοι, «σύννεφα» και αβεβαιότητες οξύνουν τα αντιλαϊκά αντανακλαστικά

Πολλαπλοί κίνδυνοι, «σύννεφα» και αβεβαιότητες οξύνουν τα αντιλαϊκά αντανακλαστικά

Η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρ. Λαγκάρντ, με τον επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι. Τα χαμόγελα δεν μπορούν να κρύψουν τις αβεβαιότητες στην παγκόσμια οικονομία και σ' αυτήν της Ευρωζώνης
Eurokinissi
Η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρ. Λαγκάρντ, με τον επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι. Τα χαμόγελα δεν μπορούν να κρύψουν τις αβεβαιότητες στην παγκόσμια οικονομία και σ' αυτήν της Ευρωζώνης
Σε ένα «ντόμινο» αντιλαϊκών διεργασιών, με φόντο τους «κινδύνους» και τις αβεβαιότητες που εκδηλώνονται γύρω από τις οικονομικές εξελίξεις και τα δεδομένα στην ΕΕ και γενικότερα σε παγκόσμιο επίπεδο, εξελίσσονται οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στη συγκυβέρνηση και τους ιμπεριαλιστικούς Οργανισμούς (Ευρωζώνη - ΕΚΤ - ΔΝΤ - ESM).
Την ίδια ώρα, το αντιλαϊκό χρονοδιάγραμμα στην Ελλάδα προσλαμβάνει το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, με έμφαση στο κλείσιμο του δεύτερου κύκλου αξιολόγησης του μνημονίου και ενόψει του «προσυμφώνου» για τη διαχείριση του κρατικού χρέους, η εφαρμογή του οποίου, σε ορίζοντα μακροπρόθεσμης διαχείρισης, αναμένεται να ξεκινήσει μετά το 2018.
«Ιδιαίτερα υποτονικό» το παγκόσμιο εμπόριο
Εντονους προβληματισμούς για τις υποτονικές ροές στο παγκόσμιο εμπόριο διατυπώνει και η ΕΚΤ: «Το παγκόσμιο εμπόριο είναι ιδιαιτέρως υποτονικό κατά την τελευταία πενταετία», ενώ «οι παγκόσμιες εισαγωγές αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό χαμηλότερο του μακροχρόνιου μέσου όρου από τα μέσα του 2011 και έπειτα, τη μακρότερη περίοδο εδώ και μισό αιώνα κατά την οποία η αύξησή τους υπολείπεται της τάσης».
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «ποικίλοι διαρθρωτικοί παράγοντες που κατά το παρελθόν είχαν ενισχύσει τον ρυθμό αύξησης του εμπορίου, όπως η πτώση του κόστους μεταφοράς και η άρση των φραγμών στις εμπορικές συναλλαγές, φαίνεται να έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους σε μεγάλο βαθμό».
Σύμφωνα με «αποσπασματικά στοιχεία» της ΕΚΤ, τα «αυξανόμενα μέτρα προστατευτισμού (...) ωθούν τις επιχειρήσεις να προμηθεύονται και να παράγουν στις εξαγωγικές αγορές τους, με αποτέλεσμα να υποκαθίστανται παλαιότερες εμπορικές ροές». Αυτό σημαίνει ότι τα μονοπώλια δεν παράγουν στην έδρα τους αλλά στις χώρες που εξάγουν, αφού έχουν και εκεί επιχειρήσεις, άρα μειώνεται το εμπόριο. Επίσης η υποτονικότητα της πρόσφατης περιόδου αποδίδεται εν μέρει στις «σοβαρές δυσμενείς διαταραχές» που αντιμετώπισε μια μικρή μερίδα χωρών, ιδιαίτερα η Ρωσία και η Βραζιλία, το 2015. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική κρίση σε αυτές τις οικονομίες μείωσε δραστικά τις εισαγωγές τους, άρα και το εμπόριο.
Στην έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία (World Economic Outlook), τμήματα της οποίας προδημοσιεύθηκαν, επισημαίνεται ότι τα φαινόμενα μετάδοσης κρίσης είναι σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της πορείας της παγκόσμιας οικονομίας και των κινδύνων που την περιβάλλουν.
Εμφαση δίνεται στη συνεχιζόμενη υποχώρηση του διεθνούς εμπορίου, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος, έκθεση που δημοσιεύθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) επισημαίνει ότι θα πρόκειται «για τον βραδύτερο ρυθμό ανόδου του παγκόσμιου εμπορίου» από την έναρξη της κρίσης, ενώ οι εξελίξεις στις «αναδυόμενες αγορές» δείχνουν ότι τα «οικονομικά σοκ», που ξεκίνησαν στις περιοχές αυτές, παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο σε άλλες περιοχές.
Οι αγωνίες των ιμπεριαλιστικών Οργανισμών «φωτίζονται» από παλιότερη έκθεση του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία οι ροές του παγκόσμιου εμπορίου έχουν μειωθεί επικίνδυνα, κοντά σε επίπεδα που συνήθως συνδέονται με την εμφάνιση παγκόσμιας ύφεσης.
Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται από τον ΟΟΣΑ, ρυθμοί ενίσχυσης της τάξης του 2% στο παγκόσμιο εμπόριο έχουν καταγραφεί μόνο λίγες φορές στις τελευταίες δεκαετίες και αυτό συνέπιπτε με περιόδους ύφεσης: 1975, 1982-83, 2001 και 2009.
Βεβαίως αν θέλει κανείς να προσεγγίσει την ουσία αυτών των φαινομένων, δεν μπορεί παρά να δει ότι: Αφενός υπάρχει μείωση εισαγωγών - εξαγωγών σε άλλες οικονομίες λόγω οικονομικής κρίσης, σε άλλες λόγω επιβράδυνσης, αφετέρου υπερπαραγωγή εμπορευμάτων διεθνώς.
Σε περιβάλλον «κινδύνων» η Ευρωζώνη
Η χαμηλή μάζα των νέων επενδύσεων στην Ευρωζώνη και συνολικά οι υποτονικοί ρυθμοί οικονομικής ανάκαμψης «στοιχειώνουν» τους προβληματισμούς και την ενδοκαπιταλιστική διαπάλη γύρω από τη διαμόρφωση του κατάλληλου μείγματος της αντιλαϊκής πολιτικής.
«Για να αξιοποιηθούν πλήρως τα οφέλη των μέτρων νομισματικής πολιτικής μας θα πρέπει να συμβάλουν πιο αποφασιστικά και άλλες πολιτικές, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο», τόνισε στη χτεσινή ομιλία σε επιτροπή του γερμανικού Κοινοβουλίου ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μ. Ντράγκι.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ΕΚΤ από την πλευρά της, με τα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης, δηλαδή τη διοχέτευση πακτωλού φτηνών κεφαλαίων για την τόνωση των επενδύσεων, έχει συμβάλει στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, αλλά και «στην αντιμετώπιση της απειλής μίας νέας μεγάλης ύφεσης». Ουσιαστικά, υποστηρίζει ότι χωρίς την εφαρμογή «νομισματικής χαλάρωσης», οι οικονομίες της Ευρωζώνης ενδεχομένως να είχαν βρεθεί αντιμέτωπες με νέο κύκλο πτώσης του παραγόμενου ΑΕΠ.
Παράλληλα, αναφερόμενος στο ζήτημα των χαμηλών επιτοκίων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, επισήμανε ότι η διατήρησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να επιφέρει την υπερβολική υπερτίμηση στις αγορές ομολόγων και μετοχών, ως αποτέλεσμα της αναζήτησης υψηλότερων αποδόσεων από τους «επενδυτές». Αυτό, με τη σειρά του, εγκυμονεί νέους κλυδωνισμούς στα χρηματιστήρια. Ωστόσο ο ίδιος, «καθησυχάζοντας» τους Γερμανούς βουλευτές, επισήμανε ότι σε αυτήν τη φάση δεν διαφαίνονται τέτοιοι κίνδυνοι για την Ευρωζώνη και τη γερμανική οικονομία.
Σύμφωνα με τον Μ. Ντράγκι, «τα χαμηλά επιτόκια σήμερα είναι αναγκαία για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον». Επιπλέον, σημείωσε ότι η ΕΚΤ πρέπει να αναπτύξει πλήρως τα μέτρα της «νομισματικής χαλάρωσης», προκειμένου αυτά να αποδώσουν, σε συνδυασμό βέβαια με τις «άλλες πολιτικές», δηλαδή τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις που αποτελούν «ευθύνη» των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης.
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της Eνωσης Γερμανικών Τραπεζών, Μ. Κέμερ, σε συνέντευξή του, τόνισε ότι η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων προκαλεί δυσκολίες στις γερμανικές τράπεζες, οι οποίες λειτουργούν με τον «κλασικό τρόπο», επισημαίνοντας ότι με μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια είναι δύσκολο να είναι κερδοφόρες. «Καθησυχάζοντας» ωστόσο τους επενδυτές, σημείωσε πως οι γερμανικές τράπεζες δεν διατρέχουν κίνδυνο και έχουν προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο μακρόχρονης διατήρησης των χαμηλών επιτοκίων. Παράλληλα, υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι σημαντικές για τις χώρες της νότιας Ευρώπης και η πίεση να τις εφαρμόσουν θα είναι μικρότερη όσο διατηρείται η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων.
Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ στο πρόσφατο «οικονομικό δελτίο» επισημαίνει: «Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προοπτικές ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ εξακολουθούν να είναι καθοδικοί και συνδέονται κυρίως με το εξωτερικό περιβάλλον», εστιάζοντας στα εξής:
  • Σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη, τονίζει: «Οι χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους θα χρειαστεί να καταβάλουν πρόσθετες προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής». Είναι σαφές ότι φωτογραφίζουν την «ανάγκη» εντονότερης κλιμάκωσης της αντιλαϊκής πολιτικής στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, αλλά και σε Ιταλία, Γαλλία και άλλα κράτη με υψηλά χρέη. Εν προκειμένω βλέπουν πρόσθετους κινδύνους, επισημαίνοντας ότι «οι εν λόγω χώρες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε τυχόν επανεμφάνιση αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή εκ νέου αύξηση των επιτοκίων».
Ταυτόχρονα, τα κράτη της Ευρωζώνης που «διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών», καλούνται να τα αξιοποιήσουν π.χ. επεκτείνοντας τις δημόσιες επενδύσεις.
Συνολικά, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης καλούνται να καταβάλουν προσπάθειες ώστε η «σύνθεση» των κρατικών προϋπολογισμών να ενισχύει περισσότερο την «ανάπτυξη», γιατί:
  • Η αύξηση των επενδύσεων επιβραδύνθηκε σημαντικά το β' τρίμηνο του 2016 λόγω της μειωμένης βιομηχανικής παραγωγής κεφαλαιακών αγαθών και της μειωμένης κατασκευαστικής δραστηριότητας.
  • «Η θεσμική και πολιτική αβεβαιότητα» όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ αναμένεται να μετριάσει την εγχώρια ζήτηση, και ιδίως τις επενδύσεις, αν και τα πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι βραχυχρόνιες επιπτώσεις του δημοψηφίσματος υπήρξαν μέχρι στιγμής σχετικά υποτονικές, σύμφωνα με την ΕΚΤ.
  • Το παγκόσμιο εμπόριο«υπήρξε ιδιαίτερα ασθενές το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας εν μέρει έντονες μειώσεις των εισαγωγών λόγω της βαθιάς ύφεσης στη Βραζιλία και τη Ρωσία».
  • Στη Βραζιλία, ο συνδυασμός υψηλών επιπέδων πολιτικής αβεβαιότητας, αυστηρής νομισματικής πολιτικής και συνθηκών χρηματοδότησης, καθώς και τα σχεδιαζόμενα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Εξαπλώνονται οι αβεβαιότητες για την «ανάκαμψη»
Η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρ. Λαγκάρντ, δήλωσε ότι το Ταμείο θα αναθεωρήσει αρνητικά, για μια ακόμη φορά, την πρόβλεψή του για το ρυθμό ανάπτυξης στην οικονομία των ΗΠΑ για το 2016, ενώ χαρακτήρισε τις πολιτικές που περιορίζουν το διεθνές εμπόριο «κακές οικονομικές πρακτικές», που θα εμποδίσουν την ανάπτυξη.
Ενόψει της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυτή τη βδομάδα στην Ουάσιγκτον, η Κρ. Λαγκάρντ είπε ότι η πρόβλεψη για την οικονομία των ΗΠΑ θα αναθεωρηθεί και πάλι προς τα κάτω, λόγω της μεγάλης επιβράδυνσης που υπήρξε στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Το ΔΝΤ είχε εκτιμήσει τον Ιούλη στο 2,2% από 2,4% την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη στις ΗΠΑ.
Οι νέες προβλέψεις του Ταμείου θα ανακοινωθούν την ερχόμενη βδομάδα, με τη νέα έκθεσή του για την παγκόσμια οικονομία.
Ταυτόχρονα, οι ρυθμοί ανάκαμψης στην Ευρωζώνη και την Ιαπωνία είναι κάτω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο, αλλά η εικόνα δεν φαίνεται να επιδεινώνεται, σημείωσε η επικεφαλής του Ταμείου. Η ίδια πρόσθεσε ότι η Κίνα και η Ινδία θα συνεχίσουν να πηγαίνουν σχετικά καλύτερα, αναπτυσσόμενες με ρυθμό περίπου 6% και πάνω από 7%, αντίστοιχα, ενώ οι πληγείσες από την ύφεση Βραζιλία και Ρωσία αρχίζουν να δείχνουν κάποια σημάδια βελτίωσης.
«Αθροίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα ότι η παγκόσμια ανάπτυξη είναι πολύ χαμηλή για πολύ μεγάλο διάστημα, ωφελώντας πολύ λίγους», τόνισε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ