11 Οκτ 2016

ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

   ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και πιο συχνές και έντονες οι αναφορές της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, των αστικών κυβερνήσεων, των επιχειρηματικών ομίλων, των επιστημονικών συλλόγων στην αναγκαιότητα προώθησης πολιτικών για την ανάπτυξη της Έρευνας και της Καινοτομίας στην υγειονομική περίθαλψη. Οι παραπάνω τομείς προβάλλονται ως «βασικοί μοχλοί για την οικονομική ανάπτυξη, την παραγωγική ανασυγκρότηση και τη διέξοδο από την κρίση»1.
Η συζήτηση αυτή συνδέεται αναπόφευκτα με τη συζήτηση για το χαρακτήρα και την κατεύθυνση ανάπτυξης του ίδιου του κλάδου της Υγείας, ο οποίος επίσης προβάλλεται ως «βασική και δυναμική συνιστώσα μιας ανοιχτής και ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς»2.
 Άλλωστε, ο κλάδος της Υγείας και του φαρμάκου είχε ανέκαθεν ξεχωριστή θέση στη στρατηγική της ΕΕ, τόσο για τη σημασία του συνολικά στην πορεία και εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας όσο και για τον ιδιαίτερο ρόλο του στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, της διατήρησης της ικανότητάς της να μπορεί να τίθεται σταθερά στην υπηρεσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Στη βάση λοιπόν εξυπηρέτησης των παραπάνω αναγκών, η στρατηγική της ΕΕ για την Υγεία-Πρόνοια προσαρμόστηκε, εμπλουτίστηκε κι εξειδικεύτηκε τα τελευταία χρόνια με ένα σύνολο αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις επιταχύνθηκαν την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, αφού στα καθήκοντα των αστικών επιτελείων προστέθηκε με επιτακτικό τρόπο η υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας τόσο στον κλάδο της Υγείας όσο και στους υπόλοιπους κλάδους.
Οι βασικοί άξονες αυτών των μεταρρυθμίσεων κινούνται στις εξής κατευθύνσεις:
• Ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», δηλ. μείωση των κρατικών και εργοδοτικών δαπανών για παροχές και υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας και φαρμάκου, προκειμένου να επιτυγχάνεται και με αυτόν τον τρόπο η αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
• Εμβάθυνση κι επέκταση του επιχειρηματικού χαρακτήρα της λειτουργίας των κρατικών μονάδων υγείας, με την παραπέρα εμπορευματοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών τους.
• Ενίσχυση της δράσης και της κερδοφορίας των μονοπωλίων της Υγείας μέσα και από τη διεύρυνση των επενδυτικών τους πεδίων.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η προώθηση και ενίσχυση της Έρευνας και Καινοτομίας στην Υγεία, έτσι όπως αποτυπώνεται και στη σχετική ελληνική νομοθεσία (Ν. 4310/2014)3, αποτελεί εργαλείο για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων, ως απαραίτητων και αναγκαίων για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

 Στην αστική βιβλιογραφία και νομοθεσία θα συναντήσουμε πληθώρα ορισμών για την Έρευνα και την Καινοτομία.
Αναφέρουμε ενδεικτικά: «Έρευνα είναι οποιαδήποτε συστηματική και δημιουργική εργασία που αναλαμβάνεται με σκοπό την επαύξηση του αποθέματος της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης γύρω από τον άνθρωπο, τον πολιτισμό και την κοινωνία. Συνήθως ο όρος “έρευνα” χρησιμοποιείται μαζί με τον όρο “πειραματική ανάπτυξη” και αναφέρονται μαζί ως Έρευνα και Ανάπτυξη (Research and Development ή R&D)»4.
«Καινοτομία είναι η αξιοποίηση υφιστάμενης ή/και νέας γνώσης ή/και η μετατροπή μιας ιδέας σε σημαντικά βελτιωμένο προϊόν ή υπηρεσία, λειτουργική μέθοδο παραγωγής ή διανομής, νέα ή βελτιωμένη μέθοδο προώθησης προϊόντων, νέα ή βελτιωμένη οργανωτική μέθοδο στις πρακτικές που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις, στην οργάνωση του χώρου εργασίας και τις εξωτερικές σχέσεις»5.
Η ανάλυση ή και η κριτική τοποθέτηση των παραπάνω ορισμών, καθώς και λοιπών ζητημάτων που άπτονται της Έρευνας, πολλά από τα οποία παραμένουν «ανοιχτά» και στους ίδιους τους κύκλους της αστικής επιστημονικής κοινότητας, συνιστούν από μόνα τους ένα διακριτό θέμα και ξεφεύγουν από το σκοπό του παρόντος άρθρου.

ΠΕΔΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

 Πολύ συχνά, οι αναφορές στην Έρευνα και Καινοτομία στην Ιατρική Επιστήμη εστιάζουν στην κατηγορία των φαρμάκων και των θεραπειών. Παρά το γεγονός ότι αυτά αποτελούν αναμφισβήτητα –και ορθώς– από τα πλέον βασικά ερευνητικά πεδία, ωστόσο η Ιατρική Έρευνα και Καινοτομία αφορούν ένα ευρύτατο φάσμα πεδίων (μηχανήματα, συσκευές και εξοπλισμός, τεχνολογικές εφαρμογές, διαγνωστικές και θεραπευτικές μεθοδολογίες/δείκτες κ.ά.) και ένα σύνολο αλληλοδιαπλεκόμενων κλάδων (προληπτική ιατρική, επιδημιολογία, ιατρική τεχνολογία κ.ά.) που έχουν ως αντικείμενο την προαγωγή, τη διατήρηση και προστασία της ανθρώπινης υγείας, την έγκαιρη διάγνωση των νόσων και την αποκατάσταση της υγείας, τη θεραπεία των νόσων.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η τεράστια πρόοδος που έχει σημειωθεί στον τομέα της Ιατρικής τους τελευταίους δύο κυρίως αιώνες οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην Έρευνα και την αξιοποίηση των ευρημάτων της στην κλινική πράξη.
Έτσι, μέσω των διαγνωστικών εργαλείων και μεθόδων, πολλές «άγνωστες» μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες παθήσεις έχουν διαγνωστεί και μελετηθεί, ενώ πολλές από αυτές είναι πλέον αντιμετωπίσιμες ή και πλήρως ιάσιμες με τη χρήση των κατάλληλων μεθόδων και φαρμάκων. Άλλες προλαμβάνονται ή έχουν πια εξαλειφθεί μέσω των κατάλληλων εμβολίων. Όλα αυτά συνέβαλαν στη σημαντική αύξηση του μέσου όρου ζωής, στη μείωση της θνησιμότητας από ασθένειες όπως το AIDS, τα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, ο καρκίνος, οι παιδικές ασθένειες, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δραστικά6 (παρόλο που οι παραπάνω ασθένειες συνεχίζουν να αποτελούν βασικές αιτίες θανάτου).
Κι όμως, την ίδια στιγμή…
Σε πολλά σημεία του πλανήτη, χιλιάδες άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν από αρρώστιες που η επιστήμη μπορεί να θέσει υπό έλεγχο ή τις έχει ήδη θέσει σε οικονομικά αναπτυγμένα κράτη, να περιορίσει την εξάπλωσή τους ή και να τις αντιμετωπίσει ολοκληρωτικά. Ασθένειες που είχαν εκλείψει επανεμφανίζονται (π.χ. φυματίωση, ελονοσία, άλλα λοιμώδη νοσήματα) ακόμα και σε οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο στερούνται ακόμα και στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας και φαρμάκου. Παιδιά πεθαίνουν επειδή δεν έχουν εμβολιαστεί για συγκεκριμένες παθήσεις, παρόλο που η επίπονη και μακροχρόνια επιστημονική έρευνα έχει οδηγήσει στην ανακάλυψη των κατάλληλων εμβολίων.
Τι είναι λοιπόν αυτό που δεν πάει καλά;

ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΩΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

 Η Έρευνα και η Καινοτομία γίνονται κυρίως με στόχο το πλεονέκτημα εκ μέρους των μονοπωλίων για την κατάκτηση καλύτερης θέσης, την απόσπαση πρόσθετου κέρδους κλπ. στο χώρο της υγείας και του φαρμάκου.
Γι’ αυτό άλλωστε κι ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων μεγάλων φαρμακευτικών επιχειρήσεων (Uni-Pharm, Pharmaten, ΒΙΑΝΕΞ, DEMO, ΕΛΠΕΝ, Specifer, Genepharm, Novartis, Bayer) αφορά αυτούς τους τομείς. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επενδύσεις των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών για Έρευνα και Ανάπτυξη (Research & Development) ανέρχονται –σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ)– στα 30 εκ. ευρώ ετησίως,7 ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ την τελευταία μόνο δεκαετία (η οποία περιλαμβάνει και την καπιταλιστική οικονομική κρίση) αυτές ανήλθαν στα 800 εκ. ευρώ.8
Το κύριο κριτήριο για την προώθηση της Έρευνας και την ανάπτυξη της Καινοτομίας στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας είναι η εξασφάλιση του μέγιστου καπιταλιστικού κέρδους, ανεξάρτητα αν αυτό επιτευχθεί άμεσα ή όχι.
Γι’ αυτό άλλωστε και οι επιχειρηματικοί όμιλοι επενδύουν με στοχευμένο προσανατολισμό σε εκείνους τους τομείς που εμφανίζουν ή προσδοκούν να έχουν μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας.
Φυσικά, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ιατρική έρευνα και η εφαρμογή των πορισμάτων της έχουν συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των όρων ζωής και υγείας του λαού, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Ωστόσο η ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών αποτελεί το μέσο επίτευξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας μέσα από την ερευνητική δραστηριότητα, και όχι τον κύριο σκοπό αυτής.
Αυτό ακριβώς, δηλαδή το κριτήριο του κέρδους, αφενός παρεμποδίζει την άμεση και μαζική αξιοποίηση των επιστημονικών επιτευγμάτων για το λαό, αφετέρου συχνά αποτελεί τροχοπέδη και στην ίδια την ανάπτυξη της έρευνας σε σχέση με τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της διεθνούς εκδήλωσης με τον τίτλο «Επιχειρηματικές Συναντήσεις στον Τομέα Υγείας» που πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία (Νοέμβρης 2015) και στην οποία συμμετείχαν και ελληνικές επιχειρήσεις. Στο σχετικό δελτίο Τύπου του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, το οποίο ήταν συνδιοργανωτής της εκδήλωσης, αναφέρεται: «Η φετινή εκδήλωση εστιάζει στην αποτελεσματική αξιοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων στον τομέα της υγείας, ειδικά όσον αφορά την εμπορική τους εκμετάλλευση και την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων»9.
Ας παρακολουθήσουμε ορισμένα παραδείγματα που τεκμηριώνουν το παραπάνω.

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΝΕΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ

 Οι έρευνες για την ανακάλυψη νέων θεραπειών κατευθύνονται ως επί το πλείστον σε εκείνα τα πεδία από τα οποία αναμένεται το μέγιστο κέρδος.
Για παράδειγμα, η μελέτη και έρευνα των σπάνιων παθήσεων (που σε αρκετές περιπτώσεις είναι αρκετά σοβαρές παθήσεις) για πολλά χρόνια δεν αποτελούσαν προτεραιότητα για το κεφάλαιο, κυρίως γιατί αφορούν μικρό κομμάτι πληθυσμού, άρα και μικρότερη αγορά για την πώληση των αντίστοιχων φαρμάκων για τη θεραπεία τους (ορφανά φάρμακα). Αυτό επιβεβαιώνεται και απ’ όσα χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος ο Επικεφαλής της Επιτροπής Σπάνιων Παθήσεων του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας: «Σήμερα υπάρχουν θεραπείες μόνο για το 5% των σπάνιων παθήσεων […] το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανακάλυψη ορφανών φαρμάκων είναι το γεγονός ότι κάθε τέτοιο φάρμακο απευθύνεται σε ελάχιστους ασθενείς […] με αποτέλεσμα τα ερευνητικά προγράμματα που τα αφορούν να είναι πολύ υψηλού ρίσκου και συμπερασματικά περιορισμένου ερευνητικού ενδιαφέροντος από την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας, δεδομένης της δυσκολίας να γίνει απόσβεση των επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη»10.
Έτσι, το κριτήριο της καπιταλιστικής κερδοφορίας αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη της έρευνας, που ενδεχομένως να οδηγούσε στην έγκαιρη διάγνωση, αντιμετώπιση ή ακόμα και πρόληψή τους.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται ένα μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον από τις φαρμακοβιομηχανίες γι’ αυτό το είδος των παθήσεων, στην προσπάθεια αναζήτησης «νέων προσοδοφόρων επενδύσεων»11 μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και οξύτατου ανταγωνισμού στον κλάδο. Γι’ αυτό άλλωστε και προς αυτήν την κατεύθυνση «πιέζουν» την κυβέρνηση για «ανάπτυξη εθνικής πολιτικής στον τομέα των ορφανών νόσων»12, για αναγνώριση αυτών των παθήσεων13 και κάλυψη της αποζημίωσης των αντίστοιχων φαρμάκων από τον ΕΟΠΥΥ, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους για την πώληση των εμπορευμάτων τους.
Αντίστοιχα, ο τομέας των αντιβιοτικών φαρμάκων συγκεντρώνει σχετικά περιορισμένο επενδυτικό ενδιαφέρον από την πλευρά των μονοπωλίων, επειδή χορηγούνται μόνο σε περιπτώσεις πολυανθεκτικών μικροβίων και για μικρό σχετικά διάστημα, μην εξασφαλίζοντάς τους τα αναμενόμενα υψηλά περιθώρια κέρδους14. Είναι ενδεικτικό ότι τα τελευταία 40 χρόνια δεν έχει παραχθεί ούτε μία νέα ομάδα αντιβιοτικών έναντι των «αρνητικών κατά Gram» βακτηρίων, παρόλο που προκαλούν επικίνδυνες για τη ζωή λοιμώξεις. Μάλιστα, το Γενάρη του 2016 πάνω από 80 φαρμακευτικές και διαγνωστικές εταιρίες απ’ όλο τον κόσμο υπέγραψαν στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός μια διακήρυξη στην οποία ουσιαστικά θέτουν ως όρο για να συνεχίσουν την όποια έρευνα είναι σε εξέλιξη για νέα αντιβιοτικά και για την καταπολέμηση της πολυανθεκτικότητας, την άμεση ή έμμεση (με οικονομικά κίνητρα) χρηματοδότηση από το κράτος15. Πρόκειται για τη διαχρονική στήριξη από το αστικό κράτος στους επιχειρηματικούς ομίλους για οικονομικές δραστηριότητες που δεν έχουν καταστεί ακόμα κερδοφόρες για το κεφάλαιο (όπως παλιότερα, π.χ., ο εξηλεκτρισμός της χώρας).
Άλλο παράδειγμα αποτελεί ο τομέας της προληπτικής ιατρικής, ο οποίος είναι καθοριστικός για την προαγωγή, την προστασία της υγείας, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Ωστόσο δε θεωρείται ως πρώτη προτεραιότητα για τις ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι η πλειοψηφία των ερευνών, αλλά και η κατεύθυνση της ιατρικής, παρά τις θεωρητικές διακηρύξεις, στην πράξη προσανατολίζεται κυρίως στη διαχείριση των νόσων και των συνεπειών τους και όχι στην πρόληψή τους.
Ακόμα όμως και όταν πραγματοποιούνται έρευνες προς αυτήν την κατεύθυνση, αυτές προσανατολίζονται σε εκείνα τα πεδία μέσω των οποίων εξυπηρετείται άμεσα ή έμμεσα η αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Με αυτόν το στόχο, τα τελευταία χρόνια, γίνονται όλο πιο συχνά αναφορές στην αναγκαιότητα εστίασης και προσανατολισμού των ερευνών προς την πρόληψη συγκεκριμένων κατηγοριών ασθενειών, π.χ. διαβήτης, καρκίνος, από τη σκοπιά ότι η πρόληψή τους «σε πολλές περιπτώσεις κρίνεται ως οικονομικά αποδοτικότερη σε σχέση με την αντιμετώπιση ή τη θεραπεία τους»16. Αυτό ισχύει αφενός γιατί η θεραπεία τους προκαλεί σημαντική επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς, αφετέρου γιατί επιδρούν αρνητικά στην ίδια την παραγωγικότητα της εργασίας λόγω «του απουσιασμού από την εργασία», των χαμένων εργατοωρών.
Φυσικά, δεν παραγνωρίζουμε την τεράστια σημασία της πρόληψης τέτοιων σοβαρών νόσων, όπως επίσης και τον αντικειμενικά προοδευτικό χαρακτήρα των πορισμάτων τέτοιων ερευνών. Ωστόσο επισημαίνουμε ότι τα παραπάνω καθοριστικά κριτήρια μπορεί να οδηγούν, για παράδειγμα, ένα πραγματικά κοινωνικά ωφέλιμο φάρμακο ή εμβόλιο να μην παραχθεί έγκαιρα ή ακόμα και καθόλου, μια ιατρική τεχνολογία, μια διαγνωστική μέθοδος να μη χρησιμοποιηθεί ή να καθυστερήσει η εφαρμογή της κ.ο.κ., παρά μόνο αν πληρούνται οι παραπάνω όροι, στερώντας έτσι από το λαό επιστημονικές δυνατότητες που θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν ακόμα περισσότερα και κυρίως ποιοτικότερα χρόνια ζωής.

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΟΡΙΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

 Παρατηρείται συχνά το φαινόμενο μια σειρά από πορίσματα και αποτελέσματα στα οποία έχουν καταλήξει οι έρευνες φαρμακευτικών εταιριών να μη «μετατρέπονται» σε παρεμβάσεις στην κλινική πράξη.
Αυτό φυσικά μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικούς λόγους, π.χ. το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνολογίας σε έναν κλάδο να μην είναι ακόμα αρκετά υψηλό ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα κάποια συγκεκριμένη νεοαποκτηθείσα γνώση. Όμως πολύ συχνά ο λόγος για τον οποίο δε γίνεται κάτι τέτοιο είναι ότι οι φαρμακοβιομηχανίες συνειδητά καθυστερούν τη «μετατροπή» των ερευνητικών αποτελεσμάτων, π.χ. σε νέα φάρμακα –τα οποία μάλιστα θα μπορούσαν να είναι και πιο αποτελεσματικά– διότι δεν προσδοκούν ότι θα πετύχουν το μέγιστο κέρδος τη δεδομένη στιγμή.
Έτσι, η επιστημονική γνώση αντί να τίθεται στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών, προάγοντας την υγεία και την ευημερία του λαού (π.χ. με την έγκαιρη πρόληψη ή και την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση ασθενειών), παραμένει στη «φαρέτρα» των μονοπωλίων για μελλοντική αξιοποίηση όταν θα μπορούν να τους διασφαλίσουν υψηλή κερδοφορία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιδημία Έμπολα που ξέσπασε το 2015 σε χώρες της Αφρικής, η εξάπλωση της οποίας οφειλόταν, εκτός των άλλων παραγόντων, και στην έλλειψη εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού. Τι ήταν αυτό που εμπόδιζε την παρασκευή εμβολίου ή φαρμάκου για το συγκεκριμένο ιό, του οποίου μάλιστα η δομή, η προέλευση και η επικινδυνότητα ήταν γνωστές εδώ και 40 χρόνια περίπου;
Σίγουρα δεν ήταν θέμα μη δυνατότητας (έλλειψη γνώσεων, υλικών μέσων κλπ.) των φαρμακοβιομηχανιών, δεδομένου μάλιστα ότι την ίδια στιγμή έχει παραχθεί από αυτές πλήθος άλλων φαρμάκων, ακόμα κι εξατομικευμένων για κάθε ασθενή, αλλά το ότι ένα τέτοιο εμβόλιο δε θα εξασφάλιζε την πλέον υψηλή κερδοφορία σε εκείνες τις συνθήκες. Αυτό αποδείχτηκε κι από το γεγονός ότι την περίοδο που ξέσπασε η επιδημία του Έμπολα, τα μονοπώλια της φαρμακοβιομηχανίας «θυμήθηκαν» ξαφνικά ότι υπάρχουν κάποια φάρμακα και εμβόλια σε πειραματικό στάδιο, προφανώς επειδή οι συνθήκες διαμόρφωσαν εκείνη τη χρονική περίοδο κατάλληλες κι επικερδείς αγορές για την προώθηση των εμπορευμάτων τους, αφού η επιδημία πήρε μεγάλες διαστάσεις τόσο στις χώρες της Αφρικής όσο και εκτός συνόρων αυτής. Ρόλο έπαιξε επίσης και το γεγονός ότι τα καπιταλιστικά κράτη και οι διακρατικές οργανώσεις τους συνυπολόγισαν ότι η εξάπλωση της επιδημίας θα έθετε ενδεχομένως σε κίνδυνο τόσο τις μεγάλες επενδύσεις που διατηρούν επιχειρηματικοί όμιλοι σε μια σειρά τομείς σε αυτές τις χώρες (που πλήττονταν από την επιδημία) όσο και γενικότερα την καπιταλιστική ανάπτυξη και στις υπόλοιπες χώρες.

Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

 Πολλές φορές, αποσύρονται από την κυκλοφορία φάρμακα γιατί δεν εξασφαλίζονται οι απαραίτητοι όροι κερδοφορίας για τις βιομηχανίες, στερώντας από το λαό τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει παθήσεις που μπορούν να θεραπευτούν.
Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα της εφλορνιθίνης, φαρμάκου που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αφρικανικής τρυπανοσωμίασης (η νόσος που μεταδίδεται με τη μύγα τσε-τσε), όπου λίγο μετά από την αρχική κυκλοφορία του αποσύρθηκε από την εταιρία που το παρήγαγε γιατί δεν απέφερε τα αναμενόμενα κέρδη, αφού οι ασθενείς ήταν κατά βάση πάμφτωχοι Αφρικανοί που δεν μπορούσαν να το αγοράσουν.
Όταν όμως λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε ότι η τοπική χρήση της ουσίας αυτής βοηθάει στην καταπολέμηση της αυξημένης τριχοφυΐας στις γυναίκες, η παραπάνω εταιρία το έβγαλε ξανά στην κυκλοφορία. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο διέθεσε δωρεάν και μεγάλες ποσότητες από το φάρμακο αυτό για την αντιμετώπιση της αφρικανικής τρυπανοσωμίασης μέσω των «Γιατρών χωρίς σύνορα»17, προβάλλοντας έτσι και το «φιλανθρωπικό της προσωπείο», αφού τα κέρδη της επέτρεπαν κάτι τέτοιο (!!!), πιθανόν και ως «αντάλλαγμα» για τις μελέτες που πραγματοποίησε η φαρμακοβιομηχανία αξιοποιώντας τους λαούς της περιοχής.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

 Ακόμα όμως κι όταν τελικά η γνώση «μεταφράζεται» σε κλινική πράξη, π.χ. μέσω της κυκλοφορίας νέων φαρμάκων και σύγχρονου ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, αυτή δεν αξιοποιείται απρόσκοπτα απ’ όλους όσους τα έχουν ανάγκη.
Αντίθετα, ο λαός αναγκάζεται να πληρώνει όλο και περισσότερο για την αγορά φάρμακων, τη χρησιμοποίηση θεραπειών και υπηρεσιών υγείας, ενώ ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού στερείται, λόγω οικονομικής αδυναμίας, καινοτόμα, αλλά ακόμα και πιο απλά φάρμακα, θεραπείες, υπηρεσίες υγείας.
Για παράδειγμα, χιλιάδες άνθρωποι στην Αφρική πεθαίνουν κάθε χρόνο από τη χολέρα, την ίδια στιγμή που έχει ανακαλυφθεί η δοξυκυκλίνη που χορηγείται για τη θεραπεία της, και μάλιστα στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ανήκει στα σχετικά φθηνά φάρμακα, αφού κοστίζει 1-2 ευρώ. Φυσικά, αυτό το κόστος είναι τεράστιο για τους λαούς της Αφρικής, οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στο φάρμακο.
Το ίδιο παρατηρείται –σε διαφορετικό φυσικά βαθμό– και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του υπ. Υγείας, Α. Ξανθού, στην πρόσφατη Άτυπη Σύνοδο υπουργών Υγείας της ΕΕ στο Άμστερνταμ: «Η επιστημονική έρευνα παράγει φαρμακευτική και βιοτεχνολογική καινοτομία που μπορεί να συμβάλλει στην ανακούφιση των ασθενών και να επηρεάσει την πρόγνωση ή ακόμα και να θεραπεύσει σοβαρά και απειλητικά για τη ζωή νοσήματα, αλλά η πρόσβαση των ανθρώπων σε αυτά, ακόμα και σε αναπτυγμένες χώρες, δεν είναι αυτονόητη, ούτε δεδομένη…»18.

Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

 Μια άλλη ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος που αναδεικνύει την αρνητική επίδραση που έχει το κριτήριο του κέρδους στην έρευνα και στην παραγωγή σχετίζεται με την ίδια την ασφάλεια και εγκυρότητα των διάφορων εμπορευμάτων και ιατρικών εργασιών (π.χ. φάρμακα, θεραπευτικές μέθοδοι).
Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, οι απαραίτητοι έλεγχοι για την ασφάλεια, π.χ. ενός φαρμάκου ή μιας τεχνικής αποτελούν ένα σημαντικό κόστος για τις φαρμακοβιομηχανίες. Συνεπώς, είτε αποτελούν παράγοντα καθυστέρησης της κυκλοφορίας ή εφαρμογής τους είτε δε γίνονται πάντα οι απαραίτητοι και επαρκείς έλεγχοι προκειμένου αυτά να τεθούν όσο το δυνατό γρηγορότερα στην κυκλοφορία. Έτσι, προκειμένου να μειωθεί αυτό το κόστος, παρατηρούνται ενίοτε περιπτώσεις όπου έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σχετικά με κάποιο νέο φάρμακο κατά τη φάση που αυτό διεκδικούσε την είσοδό του στην αγορά και ενώ αυτές συνηγορούσαν στη μη κυκλοφορία του (είτε γιατί εντόπισαν ανεπιθύμητες παρενέργειες είτε έδειξαν ότι το φάρμακο αυτό δεν είναι καλύτερο από τα ήδη υπάρχοντα), «αποκρύφτηκαν» προκειμένου το φάρμακο να κυκλοφορήσει κανονικά.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του σκανδάλου που είχε ξεσπάσει τη δεκαετία του 1950 με τη θαλιδομίδη, η οποία χορηγούνταν σε εγκύους για την αντιμετώπιση της ναυτίας της κύησης και τελικά αποδείχτηκε ότι περιείχε τερατογόνο ουσία για τα έμβρυα και αποσύρθηκε, αφού όμως πρώτα είχε προκαλέσει χιλιάδες τερατογενέσεις19. Αντίστοιχα παραδείγματα συνεχίζουν να εμφανίζονται μέχρι και σήμερα με φάρμακα τα οποία, ενώ υποτίθεται ότι είχαν περάσει τους απαραίτητους ελέγχους ασφαλείας, τελικά αποσύρθηκαν μετά από κάποιο διάστημα κυκλοφορίας στην αγορά λόγω ανεπιθύμητων παρενεργειών και αφού είχαν ήδη προξενήσει ανεπίστρεπτες βλάβες σε χιλιάδες ασθενείς.

***

 Με βάση τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο ότι οι αναντίρρητα τεράστιες δυνατότητες της έρευνας, της επιστήμης, της τεχνολογίας δεν αξιοποιούνται καθολικά και απρόσκοπτα για το λαό ή δεν αξιοποιούνται με τον πλέον ενδεδειγμένο και ασφαλή τρόπο ώστε να συμβάλλουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, επειδή μένουν εγκλωβισμένες και υποταγμένες στο κριτήριο του καπιταλιστικού κέρδους,
Παρά τα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα και τη σημαντικότατη πρόοδο που έχει σημειωθεί στον τομέα των επιστημών και της τεχνολογίας, οι όροι και οι προϋποθέσεις με τους οποίους πραγματοποιείται η έρευνα στον καπιταλισμό ουσιαστικά αποτελούν τροχοπέδη για την αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων που υπάρχουν τόσο για την ανακάλυψη νέας γνώσης όσο και για την καλύτερη και πληρέστερη χρησιμοποίησή τους προς όφελος των λαών.
Πέραν όμως των ερευνών που διεξάγονται από τα μονοπώλια, το κριτήριο της προοπτικής επίτευξης καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι αυτό που καθορίζει και την οργάνωση και πραγματοποίηση των ερευνών που χρηματοδοτούνται από το αστικό κράτος και την ΕΕ σε Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Κέντρα κλπ. Φυσικά δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ο ρόλος του αστικού κράτους είναι η λήψη μέτρων που διασφαλίζουν και στηρίζουν με πολλαπλούς τρόπους την καπιταλιστική ανάπτυξη. Στον κλάδο της υγείας, αυτή η στήριξη μπορεί να είναι είτε άμεση (μέσω υλικών κινήτρων και εξασφάλισης υποδομών για την έρευνα των επιχειρήσεων) είτε έμμεση (μέσω του προσανατολισμού της ερευνητικής δραστηριότητας).
Τα παραπάνω αποτυπώνονται στο ύψος της χρηματοδότησης, την επιλογή των ερευνητικών πεδίων, τον τρόπο αξιοποίησης των επιστημονικών αποτελεσμάτων κλπ.

Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ

 Από τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι ο κύριος όγκος της ερευνητικής δραστηριότητας στον καπιταλισμό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συγκεντρώνεται και ελέγχεται από τα μονοπώλια του κλάδου.
Πρώτ’ απ’ όλα, επειδή τα μέσα παραγωγής, δηλαδή τα εργαλεία με τα οποία πραγματοποιείται η Έρευνα, τα κτήρια, οι υποδομές, τα εργαστήρια, τα μηχανήματα, οι πρώτες ύλες, η τεχνογνωσία κλπ. –όλα αποτελέσματα της ανθρώπινης εργασίας– αποτελούν άμεσα ή έμμεσα ιδιοκτησία των καπιταλιστών.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη20, η χρηματοδότηση της Έρευνας και Ανάπτυξης στις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες διαμορφώνεται ως εξής:
 Ygeia1
Και από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των ερευνητικών προγραμμάτων γίνεται από τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Πέραν όμως των παραπάνω, το κύριο είναι ότι τα μονοπώλια και οι ανάγκες τους επιδρούν καθοριστικά στην κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της Έρευνας, ανεξάρτητα από το αν αυτή χρηματοδοτείται από τις επιχειρήσεις ή το αστικό κράτος. Η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων, ακόμα και των αμιγώς κρατικά χρηματοδοτούμενων ερευνών, η μετατροπή τους δηλαδή σε εμπορεύματα και υπηρεσίες στους κλάδους της υγείας και του φαρμάκου, πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου από τις επιχειρήσεις των αντίστοιχων κλάδων.
Ας δούμε ένα τυπικό παράδειγμα διεξαγωγής έρευνας (π.χ. για νέο φάρμακο) που χρηματοδοτείται από το κράτος, για να γίνει καλύτερα αντιληπτός ο καταλυτικός ρόλος που παίζει το κριτήριο του κέρδους της φαρμακοβιομηχανίας:
- Αρχικά ένας ερευνητής/μια ερευνητική ομάδα χρειάζεται ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα (grant) για να μελετήσει μια ασθένεια. Όμως χρηματοδότηση υπάρχει μόνο για συγκεκριμένες ασθένειες ή συγκεκριμένες προσεγγίσεις ασθενειών, οι οποίες καθορίζουν εν τέλει σε μεγάλο βαθμό και το ίδιο το αντικείμενο της έρευνας.
- Αν όλα πάνε καλά και αν στο μεταξύ δεν έχει διακοπεί η χρηματοδότηση του προγράμματος (όπως συχνά γίνεται στη χώρα μας), η έρευνα καταλήγει σε πιθανό νέο θεραπευτικό μέσο (φάρμακο, θεραπεία κλπ.).
- Στη συνέχεια, για να μετατραπεί αυτό το αποτέλεσμα σε θεραπευτικό προϊόν ή υπηρεσία, αναζητά νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα και κάποιο συνεργαζόμενο επιστήμονα (π.χ. κάποιον χημικό για τη σύνθεση ενός υποψήφιου φαρμάκου).
- Αφού αυτό παρασκευαστεί, δοκιμάζεται σε πειραματόζωα. Αν αποδίδει, ο ερευνητής το «πατεντάρει» (δηλαδή κατοχυρώνει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης του), ώστε μόνο αυτός να μπορεί να το αξιοποιήσει.
- Έπειτα ψάχνει κάποια βιομηχανία που ενδιαφέρεται να αγοράσει τα δικαιώματα για την παρασκευή του συγκεκριμένου φαρμάκου.
- Αν η φαρμακοβιομηχανία κρίνει ότι έχει το προσδοκώμενο περιθώριο κέρδους από αυτό το φάρμακο, χρηματοδοτεί τις κλινικές δοκιμές.
Με λίγα λόγια, το αποτέλεσμα της εργασίας χιλιάδων επιστημόνων το ιδιοποιείται, το καρπώνεται η φαρμακοβιομηχανία, εφόσον μπορεί να της εξασφαλίσει τα αναμενόμενα κέρδη, αλλιώς η όλη προσπάθεια μένει αναξιοποίητη…

ΠΑΤΕΝΤΑ: Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ

  Η πατέντα εξασφαλίζει για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την αποκλειστικότητα στην παρασκευή ή/και χρήση μιας συγκεκριμένης ευρεσιτεχνίας (ουσίας, φαρμάκου, τεχνικής κλπ.) από την εταιρία ή τον ερευνητή που την ανακάλυψε. Αποτελεί, όπως άλλωστε και κάθε ατομικός περιορισμός στη χρήση της γνώσης, βασικό μηχανισμό εξασφάλισης και προστασίας του κέρδους, διευκολύνοντας έτσι σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιχειρηματική δραστηριότητα και στον ερευνητικό τομέα.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών, Γρηγόρη Σαραφιανού, στο Ετήσιο Συνέδριο του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας «Health-world 2013», όπου ανάμεσα σε άλλα ανέφερε: «Στην περίπτωση της καινοτομίας προϊόντων, η επιχείρηση έρχεται σε μονοπωλιακή θέση, είτε κατοχυρώνοντας ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είτε κερδίζοντας το χρόνο που περνάει μέχρι να την μιμηθούν οι ανταγωνιστές της. Αυτή η μονοπωλιακή θέση επιτρέπει στην επιχείρηση […] να αποκομίσει επιπλέον κέρδη».
Ένα νέο φάρμακο που συνοδεύεται από πατέντα δεν μπορεί να παρασκευαστεί –για το χρονικό διάστημα ισχύος της πατέντας– από καμία άλλη βιομηχανία, παρά μόνο από αυτήν που κατέχει την πατέντα, ενισχύοντας έτσι τη θέση της έναντι των άλλων βιομηχανιών του κλάδου, εξασφαλίζοντάς της τεράστια κερδοφορία σε σχέση με τις ανταγωνίστριες. Αυτό συνεπάγεται και την επιβολή μονοπωλιακών τιμών στα συγκεκριμένα εμπορεύματα.
Η καθοριστική σημασία της πατέντας για τα μονοπωλιακά κέρδη επιβεβαιώνεται και από την «πρωτοπορία» του φαρμακευτικού κλάδου στον τομέα της καινοτομίας, ο οποίος καταγράφει από τους υψηλότερους δείκτες επενδύσεων σε Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας. Εκτιμάται ότι ο βασικός λόγος στον οποίο οφείλεται αυτό είναι: «Η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η κατοχύρωση της πατέντας για την ανακάλυψη ενός καινούργιου φαρμάκου που παρέχει κίνητρα στις φαρμακευτικές εταιρίες παραγωγής αρχέτυπων σκευασμάτων να επενδύουν σε αντίστοιχες έρευνες και μελέτες»21.
Μάλιστα, προκειμένου να επιτυγχάνεται ποικιλοτρόπως η εξασφάλιση του μέγιστου καπιταλιστικού κέρδους, υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα κατηγοριών και μορφών πατέντας (π.χ. παρασκευής ενός φαρμάκου, χρήσης ενός φαρμάκου σε μια συγκεκριμένη νόσο, χρήσης ενός φαρμάκου σε μια συγκεκριμένη ομάδα νοσημάτων κοκ.).
Πολλές φορές, οι επιχειρηματικοί όμιλοι εκμεταλλεύονται και αξιοποιούν την πατέντα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να πετυχαίνουν ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία, ακόμα και όταν δε διεξάγουν καν οι ίδιοι ολοκληρωμένη έρευνα.
Για παράδειγμα, πολύ συχνά φαρμακευτικές εταιρίες τροποποιούν ελάχιστα ένα ήδη υπάρχον φάρμακο λίγο πριν λήξει η πατέντα του (π.χ. με την προσθήκη μιας υδροξυλομάδας η οποία μπορεί να μην έχει καμία απολύτως επίπτωση στη δομή και τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά του), «βαφτίζοντας» όλη αυτήν τη διαδικασία «έρευνα», αποκτώντας έτσι νέα πατέντα και άρα νέα κέρδη από αυτό.
Άλλες φορές δοκιμάζουν φάρμακα που ήδη κυκλοφορούν στην αγορά για κάποια συγκεκριμένη νόσο, ως θεραπεία και για κάποια άλλη νόσο. Αν «λειτουργούν», πάλι αποκτούν νέα πατέντα για το ήδη υπάρχον φάρμακο και κατά συνέπεια νέα κέρδη (η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως «επανατοποθέτηση φαρμάκων» – drug repurposing).
Η κατοχύρωση της πατέντας αποτελεί ζήτημα γύρω από το οποίο αναπτύσσεται διαπάλη και αντιπαράθεση μεταξύ και των ίδιων των φαρμακοβιομήχανων.
Από τη μία, υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι η πατέντα αποτελεί το ισχυρότερο κίνητρο για την παραγωγή νέων καινοτόμων προϊόντων, αφού αποτελεί το μοναδικό τρόπο για να εξασφαλιστεί αφενός η απόσβεση των εξόδων σχεδιασμού - έρευνας - ελέγχων ασφαλείας -
παρασκευής του προϊόντος και αφετέρου τα πολλαπλάσια κέρδη για την παραγωγό-εταιρία που θα αποτελέσουν το κίνητρο γι’ αυτήν την έρευνα.
Επικαλούνται μάλιστα ότι η όλη διαδικασία παρασκευής ενός νέου φαρμάκου διαρκεί κατά μέσο όρο 12-16 χρόνια, το κόστος αυτής ανέρχεται σε πάνω από 1,2 δισ. δολάρια, ενώ για κάθε 5.000-10.000 χιλιάδες ουσίες που θα δοκιμαστούν στο εργαστήριο και στα πειραματόζωα, μόνο 250 περίπου από αυτές θα μπουν σε κλινικές δοκιμές και από
αυτές μόλις μία θα καταφέρει να βγει στην αγορά22. Έτσι, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, χωρίς την πατέντα, καμία φαρμακοβιομηχα-
νία δε θα είχε ουσιαστικά «συμφέρον» να δαπανήσει κεφάλαια στην έρευνα.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει κι εκείνο το τμήμα των φαρμακοβιομήχανων που εναντιώνεται στην κατοχύρωση της πατέντας, προβάλλοντας επιχειρήματα ουσιαστικά από τη μεριά του πιο αδύνατου στον ανταγωνισμού. Με το δήθεν «αντιμονοπωλιακό» τους λόγο διαμορφώνουν μάλιστα και μια «φιλολαϊκή» επίφαση. Τα επιχειρήματα αυτά είναι κυρίως τα εξής:
- ότι ο θεσμός της πατέντας ευνοεί μόνο τις μεγάλες εταιρίες-βιομηχανίες, αφού μια μικρότερη εταιρία με λιγότερα κεφάλαια, και άρα μικρότερες δυνατότητες στον τομέα της Έρευνας, διατρέχει τον κίνδυνο να πραγματοποιεί έρευνα για ένα προϊόν και αυτή η προσπάθεια να «πηγαίνει χαμένη», εάν κάποια μεγαλύτερη εταιρία με πολύ περισσότερους πόρους προλάβει να βγάλει ένα αντίστοιχο προϊόν. Έτσι, ισχυρίζονται ότι η πατέντα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων.
- ότι τα νέα προϊόντα που προστατεύονται από πατέντα είναι συνήθως πολύ ακριβά και επομένως όχι «εύκολα προσβάσιμα» από την πλειοψηφία των ασθενών.
- ότι κατά τη διάρκεια ισχύος της πατέντας ουσιαστικά αποκρύπτονται σημαντικές πληροφορίες-γνώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα για να προοδεύσει η επιστήμη και να κατακτηθεί νέα γνώση.
Κοινή συνιστώσα αυτών των διαφορετικών θεωρήσεων, είτε υποστηρίζουν την πατέντα είτε όχι, είναι η επιδίωξη του καπιταλιστικού κέρδους. Πρόκειται δηλαδή για υπαρκτές αντιθέσεις που εντάσσονται και εκφράζουν τον ανελέητο ανταγωνισμό μεταξύ των φαρμακοβιομήχανων για τα μερίδια της αγοράς του φαρμάκου.
Ας θυμηθούμε ως προς αυτό την αντίστοιχη αντιπαράθεση μεταξύ των φαρμακοβιομηχάνων για τα πρωτότυπα και τα γενόσημα φάρμακα23, όπου ένα τμήμα τους που παράγει αποκλειστικά γενόσημα φάρμακα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της πατέντας, καθώς κάτι τέτοιο θα τους εξασφάλιζε καλύτερους όρους κερδοφορίας (αφού θα μπορούσαν να βγάλουν πολύ πιο γρήγορα στην κυκλοφορία το δικό τους φάρμακο) και βελτίωση της θέσης τους στην καπιταλιστική πυραμίδα του κλάδου. Αυτή η αντιπαράθεση δε γίνεται από τη σκοπιά υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων, παρά το γεγονός ότι τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών επικαλούνται τις κοινωνικές-λαϊκές ανάγκες.
Αντίθετα, αυτές βρίσκονται –μέσα στη μέγκενη αυτού του οξυμμένου ανταγωνισμού– συνεχώς υπό αναίρεση. Αυτό απορρέει πρωτίστως από τους ίδιους τους όρους παραγωγής και διάθεσης των φαρμάκων στον καπιταλισμό, από την επιχειρηματική δράση. Εντός αυτού του πλαισίου, το φάρμακο, είτε πρόκειται για πρωτότυπο είτε για γενόσημο, αποτελεί ένα όλο και περισσότερο ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα για το λαό.
Επίσης, ο «περιορισμός της χρήσης» της νεοαποκτηθείσας γνώσης που απορρέει από την κατοχύρωση της πατέντας έχει ως αποτέλεσμα τη μη απρόσκοπτη αξιοποίησή της, που σε τελική ανάλυση λειτουργεί ανασταλτικά στην ίδια την προώθηση της έρευνας, την ανακάλυψη νέων επιτευγμάτων και την εφαρμογή τους. Αυτό, σε συνδυασμό με την αναρχία και τον οξυμμένο ανταγωνισμό για το κυνήγι του κέρδους που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής συνολικότερα και εκφράζεται και στον τομέα της έρευνας, έχει ως αποτέλεσμα την «κατασπατάληση» πόρων και παραγωγικών δυνάμεων, αποτελώντας έτσι ουσιαστικά εμπόδιο στην παραπέρα «απελευθέρωση» των παραγωγικών δυνάμεων, σε σχέση με τις δυνατότητες και τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που υπάρχουν.
Για παράδειγμα, στον καπιταλισμό οι ερευνητικές δομές (κρατικές και ιδιωτικές) πολύ συχνά μελετούν το ίδιο αντικείμενο, π.χ. κάποια ασθένεια, η καθεμία «ατομικά», με όρους οξύτατου ανταγωνισμού μεταξύ τους, γιατί αυτό επιτάσσει η νομοτέλεια του καπιταλιστικού κέρδους. Έτσι, αντί η γνώση να διαχέεται, να γίνεται κτήμα και αντικείμενο συνεργασίας και μελέτης πολλών επιστημόνων και να οδηγεί σε νέες ενδεχομένως ανακαλύψεις, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων παραμένει στο οπλοστάσιο της εκάστοτε φαρμακοβιομηχανίας, μέχρις ότου κριθεί ότι μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα κέρδη ή μένει στους τέσσερις τοίχους ενός ερευνητικού ιδρύματος, εργαστηρίου κλπ. προκειμένου να αποτελέσει εργαλείο διεκδίκησης χρηματοδότησης.
Ακόμα και όταν κατά καιρούς γίνονται συνεργασίες μεταξύ εργαστηρίων ή βιομηχανιών, αυτές δεν ξεφεύγουν από το παραπάνω πλαίσιο, στοχεύουν στην εξασφάλιση καλύτερων όρων επίτευξης κερδοφορίας έναντι άλλων ανταγωνιστών.

Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΟΞΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 Ο οξύτατος ανταγωνισμός στην Έρευνα και την Καινοτομία εκφράζεται τόσο μεταξύ των μονοπωλίων, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, όσο και μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών για τα μερίδια και τα κέρδη από αυτήν την αγορά.
Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα πλήθους ευρωενωσιακών εκθέσεων και μελετών στις οποίες αποτυπώνεται ότι το επίπεδο της έρευνας στην ΕΕ καταγράφει υστέρηση σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Επισημαίνεται ότι ένας από τους κύριους λόγους –πέραν της φορολογικής πολιτικής, του «κόστους» εργασίας, του ευνοϊκότερου νομικού πλαισίου (π.χ. διεξαγωγή πειραμάτων σε ανθρώπους)– αποτελεί το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών φαρμακευτικών εταιριών έχουν μεταφέρει τα Τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξής τους, που λειτουργούν ως αυτοτελείς μονάδες, σε ΗΠΑ και Ασία κύρια λόγω των αναπτυγμένων υποδομών (π.χ. εργαστηρίων) που είναι διαθέσιμες σε αυτές τις χώρες. Την ίδια στιγμή, στο «Ευρωπαϊκό Σχέδιο δράσης 2012-2020 για την καινοτομική υγειονομική περίθαλψη για τον 21ο αιώνα» αναφέρεται: «Στόχος είναι να διευρυνθεί η αγορά για καινοτομικά προϊόντα και υπηρεσίες και να αυξηθεί η παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της ΕΕ».
Προς αυτήν την κατεύθυνση και προκειμένου να αρθούν τέτοια εμπόδια, λαμβάνονται και αντίστοιχα μέτρα, π.χ. παραχώρηση προς εκμετάλλευση από τους μονοπωλιακούς ομίλους κρατικών υποδομών, μονάδων, εργαστηρίων κλπ.
Έτσι, το 2008 η ΕΕ εγκαινίασε τη λεγόμενη Κοινή Τεχνολογική Πρωτοβουλία (ΚΤΠ-ITC) στον τομέα των φαρμακευτικών προϊόντων, με στόχο την «ανάπτυξη ενός ανταγωνιστικού φαρμακευτικού κλάδου, ο οποίος θα βασίζεται στην καινοτομία […] Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί βασικό μέτρο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στη βιοφαρμακευτική έρευνα και ανάπτυξη»24. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας συστάθηκε το 2008 Κοινή Κοινοτική Επιχείρηση, η οποία αποτελεί Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), εδρεύει στις Βρυξέλλες και αντικείμενό της είναι «η στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων και η διευκόλυνση της συμμετοχής των επιχειρήσεων στον τομέα της έρευνας για την παρασκευή καινοτόμων φαρμάκων, η επιτάχυνση των ερευνών για νέες θεραπείες»25.
Προς την ίδια κατεύθυνση και με το ίδιο περιεχόμενο προωθείται και ο λεγόμενος «Ενιαίος Χώρος Έρευνας στην Ευρώπη», έχοντας ως στόχο «τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο».
Επίσης μέσω αυτού «επιδιώκεται ένας αποτελεσματικότερα οργανωμένος, διαρθρωμένος και ελεγχόμενος ερευνητικός ιστός […] ένα σύστημα ροής της χρηματοδότησης της έρευνας σε επίπεδο ΕΕ, όπου θα επιταχύνεται ο κύκλος ανάμεσα στη φάση παραγωγής του ερευνητικού αποτελέσματος και της παραγωγής-κυκλοφορίας του προϊόντος εμπορεύματος στο οποίο έχει ενσωματωθεί το ερευνητικό αποτέλεσμα»26.
Δηλαδή η αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα για επέκταση και μαζική χρήση/αξιοποίηση καινοτόμων προϊόντων εξαρτάται από το αν αυτή μπορεί να συβάλλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων έναντι των άλλων κρατών, μέσα από το μοίρασμα και την αναδιανομή των μεριδίων της αγοράς στο έδαφος του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Αυτό ακριβώς το κριτήριο, οι όροι και οι προϋποθέσεις με τις οποίες προωθείται η Καινοτομία, ως εργαλείο στήριξης της δράσης των επιχειρηματικών ομίλων και της καπιταλιστικής οικονομίας γενικότερα, οδηγεί όχι μόνο στο να μη χρησιμοποιείται απρόσκοπτα για την ευημερία των λαών, τη βελτίωση των όρων ζωής και υγείας τους, αλλά τελικά να αποτελεί μέσο για το παραπέρα χτύπημα αυτών.
Ας το δούμε αυτό μέσα από τον τρόπο και το περιεχόμενο της πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα για την προώθηση της Καινοτομίας.

 Η ΑΣΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

 Στο πλαίσιο λοιπόν και των προαναφερθέντων ανταγωνισμών, εκπρόσωποι ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων αναφέρουν ότι υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες και εμπόδια ως προς την προώθηση της καινοτομίας στη χώρα μας, σε σχέση με άλλες χώρες, και ότι πρέπει να παρθούν πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση έτσι ώστε αυτά να αρθούν. Λένε χαρακτηριστικά: «Η φαρμακοβιομηχανία καταγράφει υστέρηση στον τομέα της έρευνας σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, παρά το γεγονός ότι δεν υστερεί σε ανθρώπινο δυναμικό…»27. Ακόμα ότι «…ενώ παρατηρείται αύξηση του αριθμού των κλινικών μελετών, στην Ελλάδα υπάρχει στασιμότητα ή και κάμψη»28, τονίζοντας ότι: «Στην ΕΕ επενδύονται ετησίως 35 δισ. ευρώ και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτό είναι μόλις 0,3%»29.
Ως βασικούς παράγοντες που δυσκολεύουν τις επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα καταδεικνύουν τους εξής:
«- το υπάρχον φορολογικό καθεστώς της χώρας μας, το οποίο είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικό για τις εταιρίες. Στην Ελλάδα το ποσοστό φορολογικής έκπτωσης είναι 100%, όταν σε άλλες χώρες (τόσο στην Ευρώπη όσο και παγκόσμια) κυμαίνεται από 150% έως και 300%.
- μια σειρά εμποδίων γραφειοκρατικής φύσεως που καθυστερούν την έγκριση για τη διενέργεια κλινικών μελετών»30.
Σε αυτό το πλαίσιο, εντείνεται ο προβληματισμός στην ελληνική κυβέρνηση, στους φαρμακοβιομήχανους για την αντιστροφή αυτής της κατάστασης. Βασικό ρόλο σε αυτό φαίνεται ότι θα διαδραματίσει μεταξύ άλλων κι ένα μέρος του εμπορευματοποιημένου κρατικού τομέα υγείας, μέσα και από τη συνεργασία και τη σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα.
Έτσι, μεταξύ των βημάτων που προτείνονται –τόσο από την κυβέρνηση όσο και τους επιχειρηματίες του χώρου- για το ξεπέρασμα αυτής της «υστέρησης» είναι η ανάπτυξη κι ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ φαρμακευτικών εταιριών και κρατικών ακαδημαϊκών, ερευνητικών και νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται τόσο οι κυβερνητικές εξαγγελίες για «δημιουργία ειδικής επιτροπής κλινικών μελετών και διαμόρφωσης κατάλληλου θεσμικού πλαισίου που θα δίνει κίνητρα σε εταιρίες, επιστήμονες και νοσοκομεία, προκειμένου να αναπτύσσουν κλινικές μελέτες»31 όσο και το πρόσφατα κατατεθέν νομοσχέδιο για την Έρευνα, το οποίο σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Έρευνας και Καινοτομίας «θα διορθώσει τη φετιχιστική αντίληψη για τη σύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματικότητα […] στηρίζοντας την υγιή επιχειρηματικότητα και σε αυτόν τον τομέα»32. Η παραπάνω κατεύθυνση αποτυπώνεται σε σχετικά ευρωενωσιακά κείμενα όπου αναφέρεται:
«Για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας πρέπει να παράγεται επιστήμη» και, για να γίνει αυτό, «απαιτείται να απομακρυνθούν τα εμπόδια που υπάρχουν στον τομέα της καινοτομίας, να διευκολυνθεί η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στη διάχυση της Καινοτομίας».33
Τα παραπάνω αναδεικνύουν την απαίτηση –από την πλευρά της αστικής τάξης και του κράτους της– ακόμα μεγαλύτερης σύνδεσης των κρατικών νοσοκομείων, πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και ινστιτούτων με τις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ήδη μια σειρά από πρωτοβουλίες που έχουν αυτό το περιεχόμενο λαμβάνουν χώρα εδώ και χρόνια στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Για παράδειγμα, το Σεπτέμβρη του 2013 ξεκίνησε η σύμπραξη μεταξύ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της φαρμακευτικής εταιρίας MSD με στόχο «την προώθηση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας», ενώ αντίστοιχου περιεχομένου δράσεις πραγμα-
τοποιούνται εδώ και μία 5ετία στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ).34
Ωστόσο, η Έρευνα και η Καινοτομία, εκτός από επικερδή πεδία επενδύσεων για τα μονοπώλια, προβάλλονται και ως επενδυτικοί τομείς που μπορεί να αποφέρουν σημαντικό οικονομικό όφελος και για τις κρατικές μονάδες υγείας (κατά κύριο λόγο νοσοκομεία), κυρίως μέσω των συμπράξεων των νοσοκομείων με τις βιομηχανίες φαρμάκου (κυρίως για τη διενέργεια κλινικών μελετών). Αυτές οι συμπράξεις υποτάσσονται στο κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους. Γι’ αυτό και τα αποτελέσματα της όποιας συνεργασίας και σχεδιασμού επιτυγχάνονται μέσω αυτών υπηρετούν –άμεσα ή έμμεσα– τους στόχους του κεφαλαίου και δεν τίθενται απρόσκοπτα για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών. Έτσι, με τον παραπάνω τρόπο από τη μία διευκολύνεται περαιτέρω η δράση των επιχειρηματικών ομίλων του φαρμάκου και της υγείας διότι εξασφαλίζουν τις αναγκαίες γι’ αυτούς υποδομές, προσωπικό κλπ. Από την άλλη, τα νοσοκομεία επιδιώκουν την αύξηση των εσόδων τους (μέσω των αμοιβών για την παραχώρηση των υποδομών τους για ερευνητικές δραστηριότητες) και τον περιορισμό των εξόδων τους (αφού τα φάρμακα και οι εξετάσεις των ασθενών-συμμετεχόντων σε κλινική έρευνα καλύπτονται από την εταιρία που εκπονεί τη μελέτη), προσπαθώντας να αντισταθμίσουν ως ένα βαθμό τις συνέπειες από τη δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησής τους. Έτσι ενισχύονται παραπέρα οι επιχειρηματικοί όροι λειτουργίας των κρατικών μονάδων υγείας, η βαθύτερη εμπορευματοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών τους προς το λαό.
Τα παραπάνω τονίστηκαν και στο πρόσφατο Συνέδριο για το Νοσοκομειακό Φάρμακο (Φλέβαρης 2016), όπου αναφέρθηκε ως πρότυπο το παράδειγμα των κρατικών νοσοκομείων της Ισπανίας, τα οποία έχουν καταγράψει τα τελευταία τέσσερα χρόνια αύξηση στη διενέργεια των κλινικών μελετών «κι έτσι έχουν καταφέρει να μειώσουν αισθητά τις καθυστερήσεις στις πληρωμές των προμηθευτών τους, αφού βελτίωσαν με αυτόν τον τρόπο τα έσοδά τους»35.
Ταυτόχρονα, προβάλλεται ότι η Έρευνα και η Καινοτομία συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου για «εξοικονόμηση κρατικών πόρων και κονδυλίων», «συγκράτηση του κρατικού κόστους για δαπάνες υγείας».36
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από άρθρο του Διευθύνοντος Συμβούλου της φαρμακευτικής εταιρίας Genesis Pharma: «Σε μια στιγμή που το στοίχημα για τις δημόσιες δομές υγείας είναι ο εξορθολογισμός των δαπανών, τα καινοτόμα φάρμακα μπορεί να έχουν οικονομικά οφέλη και για το σύστημα υγείας […] μειώνουν σε πολλές περιπτώσεις τις ανάγκες νοσηλείας και τη χρήση των υποδομών υγείας, επομένως μακροπρόθεσμα μειώνουν τα κόστη περίθαλψης, αλλά και τη συνολική οικονομική και κοινωνική επιβάρυνση που σχετίζεται με τη νόσο»37.
Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΕΟΠΠΥ δήλωσε επίσης ότι «η καινοτομία θα μειώσει τις ανάγκες για νοσηλεία, θα συμβάλλει στον περιορισμό της πολυφαρμακίας, προσφέροντας λύση στη χρηματοδοτική ασφυξία του Οργανισμού»38. Αντιστοίχως σε πρόσφατη έκδοση της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, διαβάζουμε: «Η φαρμακευτική καινοτομία μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της σχέσης κόστους-αποτελέσματος […] στη διάσωση πόρων από την ασφάλιση υγείας…»39.
Το γεγονός ότι η προώθηση της καινοτομίας εξαρτάται από το κατά πόσο συμβάλλει στην επίτευξη των παραπάνω στόχων αποτυπώνεται και στα κριτήρια που τίθενται για να χαρακτηριστεί ένα φάρμακο ή μια θεραπεία ως καινοτόμα, που μεταξύ άλλων είναι και «η σχέση του με τις προτεραιότητες της πολιτικής υγείας»40. Δηλαδή το κατά πόσο υπηρετεί την πολιτική περικοπών κρατικών δαπανών. Αυτό μπορεί ενδεχομένως να οδηγεί μια αναγκαία και αποτελεσματική θεραπεία, διαγνωστικό εργαλείο ή μέθοδο να μη χρησιμοποιείται, αν κρίνεται ως ιδιαίτερα κοστοβόρα για τους καπιταλιστές και το κράτος τους.
Για παράδειγμα, ενώ έχει αποδειχτεί επιστημονικά ότι μια αξονική τομογραφία είναι αρκετά επιβαρυντική για τον ανθρώπινο οργανισμό (λόγω της ακτινοβολίας που χρησιμοποιείται) και υπάρχουν περιπτώσεις που επιστημονικά θα μπορούσε να αντικατασταθεί από μια μαγνητική ή ψηφιακή τομογραφία η οποία είναι πολύ πιο ασφαλής, κάτι τέτοιο δε γίνεται γιατί το κόστος της μαγνητικής είναι για το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία πολύ μεγαλύτερο από αυτό της αξονικής.
 Δηλαδή η προώθηση της Καινοτομίας προβάλλεται από τη σκοπιά του σημαντικού άμεσου οικονομικού οφέλους για το σύστημα υγείας και τα ασφαλιστικά ταμεία, εννοώντας τις δαπάνες του κράτους και των εργοδοτών και όχι τις άμεσες και έμμεσες πληρωμές του λαού για υπηρεσίες ιατρικής, νοσηλευτικής και φαρμακευτικής περίθαλψης. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την πείρα των τελευταίων χρόνων, όπου όλες οι κυβερνήσεις πήραν μέτρα και κατάφεραν δραστική μείωση των κρατικών δαπανών για την Υγεία και το Φάρμακο, που όμως αυτά όχι μόνο δεν οδήγησαν στη μείωση των πληρωμών των ασθενών, αλλά αντίθετα αυτές αυξήθηκαν ραγδαία.
Έτσι λοιπόν, και στην περίπτωση των καινοτομικών προϊόντων, φαρμάκων και θεραπειών αναμφίβολα η μαζική χρήση τους μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του κρατικού κόστους, σε βάρος όμως των ίδιων των ασθενών που έχουν ανάγκη από τέτοια προϊόντα και υπηρεσίες, οι οποίοι θα επωμιστούν το δυσβάστακτο κόστος για να τις εξασφαλίζουν ή σε διαφορετική περίπτωση θα αποκλείονται από αυτές, όπως άλλωστε ήδη συμβαίνει για ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων.
Επιπλέον η Έρευνα και η Καινοτομία προβάλλονται και από τη σκοπιά του «έμμεσου οικονομικού οφέλους» για την καπιταλιστική οικονομία γενικότερα, δηλαδή από το μακροπρόθεσμο όφελος και τη συμβολή της στην πορεία και στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αναφέρεται ενδεικτικά: «Η καινοτομία οδηγεί στην αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας εξαιτίας της μείωσης απουσιασμού από την εργασία»41.
Δηλαδή η παροχή καινοτόμων θεραπειών και φαρμάκων γίνεται στο βαθμό και στο επίπεδο εκείνο που εξυπηρετεί την καπιταλιστική ανάπτυξη. Έτσι, ουσιαστικά επιτυγχάνεται η διατήρηση της υγείας σε εκείνο το επίπεδο που εξασφαλίζει τη στοιχειώδη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, έτσι ώστε αυτή να μπορεί να τίθεται στην υπηρεσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, να εξασφαλίζονται όσο το δυνατόν πιο «παραγωγικοί» εργάτες για το κεφάλαιο. Αυτό το κριτήριο έχει τελικά ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην εξασφαλίζεται –με βάση τις υπαρκτές και μεγάλες δυνατότητες του σημερινού επιπέδου ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας– η ολοένα και μεγαλύτερη ευημερία και προαγωγή της υγείας του λαού, αλλά ακόμα κι αυτό το ελάχιστο επίπεδο υγείας να βρίσκεται –ακριβώς επειδή εξαρτάται από τα «όρια και της καπιταλιστικής οικονομίας»– συνεχώς υπό αναίρεση, τα όριά του να «κατεβαίνουν» συνεχώς, για να μη διακινδυνεύουν τα κέρδη των καπιταλιστών.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΤΗΛΕΪΑΤΡΙΚΗΣ

 Οι εφαρμογές της τηλεϊατρικής42 αποτελούν άλλο ένα παράδειγμα όπου οι όροι εφαρμογής και αξιοποίησης χρήσιμων, σύγχρονων επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας, καθορίζονται από το κριτήριο του «κόστους» και το κίνητρο του κέρδους κι έτσι δεν μπορούν να αξιοποιηθούν με μαζικό, απρόσκοπτο και ουσιαστικό τρόπο υπέρ του λαού.
Ας δούμε, για παράδειγμα, τον τρόπο εφαρμογής της τηλεϊατρικής τεχνολογίας στη χώρα μας. Αυτό που γίνεται είναι η εγκατάσταση μηχανημάτων τηλεϊατρικής σε μονάδες υγείας, κυρίως απομακρυσμένων περιοχών, οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις, κυρίως ειδικευμένων γιατρών, ακόμα και βασικών ειδικοτήτων όπως καρδιολόγων. Μέσω αυτών των μηχανημάτων καταγράφονται μια σειρά από δείκτες υγείας οι οποίοι αποστέλλονται ηλεκτρονικά συνήθως σε ένα κεντρικό, δημόσιο ή ιδιωτικό νοσοκομείο για να τις δει ο ειδικευμένος γιατρός, να κάνει διάγνωση και να δώσει οδηγίες ή και φαρμακευτική αγωγή, αν χρειάζεται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής που ξεκίνησε να εφαρμόζεται πρόσφατα (Μάρτης 2016) από τη 2η Υγειονομική Περιφέρεια και αφορά την εγκατάσταση μονάδων τηλεϊατρικής από τον ιδιωτικοποιημένο ΟΤΕ σε 30 Κέντρα Υγείας νησιών του Αιγαίου, οι οποίες είναι διασυνδεδεμένες με κεντρικά ή περιφερειακά νοσοκομεία.
Επίσης το πολυδιαφημιζόμενο δίκτυο τηλεϊατρικής της Vodafone, το οποίο λειτουργεί εδώ και χρόνια, με την εγκατάσταση μονάδων τηλεϊατρικής σε διάφορους δήμους, και το οποίο αφορά στοιχειώδεις και ανεπαρκέστατες υπηρεσίες (π.χ. μέτρηση δεικτών όπως χοληστερόλη, σάκχαρο, πίεση), που αφορούν συγκεκριμένο αριθμό και κατηγορίες πληθυσμού (κυρίως ηλικιωμένους με χρόνια νοσήματα).
Ουσιαστικά, στο όνομα των υπαρκτών και τραγικών ελλείψεων των κρατικών μονάδων υγείας σε ειδικευμένους γιατρούς και εξοπλισμό αξιοποιούνται οι δυνατότητες της τεχνολογίας και της επιστήμης για να βοηθήσουν στην καλύτερη περίπτωση τον ανειδίκευτο, πρόσφατα απόφοιτο Ιατρικής, αγροτικό γιατρό να διαχειριστεί από τα πιο απλά έως τα πιο σοβαρά επείγοντα προβλήματα υγείας των κατοίκων των απομακρυσμένων περιοχών.
Στο έδαφος αυτών των ελλείψεων η υλοποίηση τηλεϊατρικών εφαρμογών μπορεί να γίνεται με ανορθόδοξο, πολλές φορές κι επικίνδυνο τρόπο. Για παράδειγμα, αρκετές φορές η παροχή υπηρεσιών υγείας και η αντιμετώπιση ιατρικών περιστατικών να μη γίνεται ούτε καν μέσω του αγροτικού γιατρού, αλλά μέσω διάφορων άλλων «επαγγελματιών υγείας» (νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας κ.ά.), κάποιες δε φορές ακόμα και «μη επαγγελματιών υγείας», όπως προκύπτει και από την εμπειρία εφαρμογής της τηλεϊατρικής σε δομές της Τοπικής Διοίκησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συλλογή, καταγραφή και μετάδοση των δεδομένων πραγματοποιείται από το διοικητικό προσωπικό των δήμων. Γίνεται εύκολα αντιληπτή η επικινδυνότητα μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι συνέπειες που μπορεί να υπάρχουν για έναν ασθενή από ένα τεχνικό λάθος που πολύ πιθανά μπορεί να συμβεί από εργαζόμενους που δε διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις.
Επίσης, πώς ακριβώς θα αντιμετωπίζονται, για παράδειγμα, ασθενείς οι οποίοι «διαγιγνώσκονται από μακριά» ότι χρήζουν άμεσης ή και επείγουσας παρέμβασης, όταν δεν υπάρχει η φυσική παρουσία ειδικευμένου γιατρού κατάλληλης ειδικότητας, όταν δεν υπάρχει ή δε λειτουργεί το απαραίτητο ιατρικό μηχάνημα, όταν δεν υπάρχουν στο ιατρείο τα κατάλληλα φάρμακα, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμο ασθενοφόρο ή και ελικόπτερο του ΕΚΑΒ για τη μεταφορά του ασθενούς;
Από αυτήν τη σκοπιά όχι μόνο δεν αναβαθμίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας, αλλά αντίθετα διατηρείται και εδραιώνεται –και μάλιστα «με τη βούλα και της επιστήμης», όπως αυτή αξιοποιείται στον καπιταλισμό– το υπάρχον απαράδεκτο και πολλές φορές επικίνδυνο καθεστώς λειτουργίας των κρατικών μονάδων υγείας, με τις σοβαρές ελλείψεις σε γιατρούς και προσωπικό, ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού κ.ά.
Η τηλεϊατρική, μια κατάκτηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, αξιοποιείται ως εργαλείο φθηνής υποκατάστασης των ελλείψεων σε προσωπικό και υποδομές στην υγεία, υλοποίησης της πολιτικής των δραστικών περικοπών των κρατικών δαπανών και εμπέδωσης στο λαό των μειωμένων απαιτήσεων. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται και σε όλη τη σχετική βιβλιογραφία αλλά και σε πληθώρα εκθέσεων και ερευνητικών προγραμμάτων της ΕΕ43, όπου μεταξύ των διακηρυγμένων στόχων ανάπτυξης αυτού του τομέα είναι: «…Η μείωση του κόστους και ο έλεγχος των κρατικών δαπανών υπηρεσιών υγείας […] η κάλυψη ελλείψεων σε προσωπικό και υποδομές».
Την ίδια στιγμή φυσικά η τηλεϊατρική αποτελεί άλλο ένα κερδοφόρο πεδίο των επιχειρηματιών τόσο στον τομέα της έρευνας όσο και της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ. εταιρίες τηλεπικοινωνιών), μέσω του οποίου βρίσκουν διεξόδους σε νέα πεδία κερδοφόρων επενδύσεων (Intracom,Vodafone).
Και από αυτού του είδους τις εφαρμογές, αναδεικνύεται ότι το καθοριστικό κριτήριο για την ανάπτυξη κι εφαρμογή τους είναι το κέρδος. Για παράδειγμα, στο Ερευνητικό Πρόγραμμα «ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ», που εκπονείται από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναφέρεται: «...Οικονομικοί παράγοντες (αύξηση πελατών, μεγάλα έσοδα, οικονομίες κλίμακας) και συγκεκριμένα η κερδοφορία έχουν άμεση συσχέτιση με την έννοια της καταλληλότητας μιας εφαρμογής τηλεϊατρικής στην Ελλάδα...».

Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ

 Απ’ όλα τα παραπάνω αναδεικνύεται η τεράστια διάσταση που υπάρχει μεταξύ των δυνατοτήτων που παρέχει η επιστημονική γνώση, ο κοινωνικά παραγόμενος και συσσωρευμένος πλούτος, τα τεχνολογικά μέσα για την επίλυση μιας σειράς οξυμμένων λαϊκών προβλημάτων και του βαθμού αξιοποίησής τους από το λαό.
Αυτό απορρέει από το γεγονός ότι η έρευνα και τα αποτελέσματά της αποτελούν ιδιοκτησία των μονοπωλίων. Επιπλέον, οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι συνθήκες πραγματοποίησης και σε ποιους τομείς θα κατευθυνθεί η έρευνα καθορίζονται πρωτίστως με βάση τις ανάγκες της κερδοφορίας τους και όχι με κριτήριο την κάλυψη των λαϊκών αναγκών.
Αυτά ακριβώς τα πλαίσια θέτουν εμπόδια, αποτελούν ουσιαστικά τροχοπέδη τόσο για την ίδια την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, πολύ περισσότερο για τη φιλολαϊκή αξιοποίηση των αποτελεσμάτων τους.
Και από αυτό το ζήτημα έρχεται στην επιφάνεια για ακόμα μια φορά η αναγκαιότητα του άλλου δρόμου ανάπτυξης, όπου η οικονομία και η παραγωγή θα οργανώνεται και θα σχεδιάζεται με κίνητρο την πλήρη ικανοποίηση των σύγχρονων και διευρυμένων λαϊκών αναγκών και όχι την καπιταλιστική κερδοφορία.
Η θέση του ΚΚΕ για την Έρευνα και την Καινοτομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρότασή του, όπως αυτή είναι επεξεργασμένη στο Πρόγραμμά του, για μια άλλη ριζικά διαφορετική οργάνωση του τρόπου παραγωγής και της οικονομίας συνολικά και, στο πλαίσιο αυτής, μιας επίσης ριζικά διαφορετικής οργάνωσης και παροχής υπηρεσιών Υγείας.
Σήμερα υπάρχουν όλες οι υλικές προϋποθέσεις (επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες, παραγωγικότητα της εργασίας, συσσωρευμένος κοινωνικός πλούτος κ.ά.) που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις σύγχρονες, κοινωνικές ανάγκες. Να εξασφαλίσουν σε πολύ ανώτερα επίπεδα τη λαϊκή ευημερία, βελτιώνοντας καθοριστικά το επίπεδο υγείας και το σύνολο των όρων ζωής του λαού.
 Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να «φύγει από τη μέση» η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το κίνητρο του κέρδους, να κοινωνικοποιηθούν όλα τα μέσα παραγωγής που σχετίζονται με μηχανήματα, πρώτες ύλες, φάρμακα κ.ά., να καταργηθεί η «πατέντα» και κάθε είδους επιχειρηματική δράση στον τομέα της Υγείας, και βέβαια στον κλάδο της Έρευνας.
Στο πλαίσιο αυτό, το εργατικό-λαϊκό κράτος οργανώνει την Έρευνα στη βάση του κεντρικού, επιστημονικού, σοσιαλιστικού σχεδιασμού, της ανάπτυξης κλαδικής πολιτικής, αξιοποιώντας οργανωμένα το σύνολο των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας, του επιστημονικού δυναμικού, των υποδομών, των τεχνικών μέσων, οτιδήποτε έχει δημιουργήσει η ανθρώπινη δραστηριότητα σε Επιστήμη και Τεχνολογία, με μοναδικό και αποκλειστικό κίνητρο τη συνεχώς διευρυμένη κάλυψη των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, την επιδίωξη της μέγιστης δυνατής λαϊκής ευημερίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τομέας της πρόληψης.
Αναφέρεται στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια: «Η Σοβιετική Ιατρική Επιστήμη θεωρεί ότι η πραγματική πηγή της ασθένειας πρέπει να αναζητείται στις αρνητικές επιδράσεις που εμφανίζουν διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες –φυσικοί, βιολογικοί και κοινωνικοί. Επιπλέον θεωρεί ότι η επίδραση διαφορετικών αιτιών των ασθενειών εξαρτάται από τις συνθήκες ζωής και εργασίας, το χαρακτήρα των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων και την κατάσταση του ανθρώπινου σώματος αυτού καθεαυτού, το οποίο αντιδρά ενεργά και όχι παθητικά στις εξωτερικές επιδράσεις»44.
Στη βάση λοιπόν αυτής της ριζικά διαφορετικής αντίληψης, ο τομέας της πρόληψης αποτελεί πρωτεύον και βασικό αντικείμενο της σοσιαλιστικής έρευνας. Στην αντίληψη του ΚΚΕ, η πρόληψη δε σχετίζεται μόνο με την ανάπτυξη ενός εμβολίου το οποίο προλαμβάνει την εμφάνιση μιας νόσου, αλλά με ένα σύνολο ποικίλων και διαφορετικών παραγόντων οι οποίοι βρίσκονται σε μια διαρκή διαλεκτική αλληλεπίδραση τόσο μεταξύ τους όσο και με τον άνθρωπο και μπορούν να οδηγήσουν στη νόσο. Η σχεδιασμένη και ολοκληρωμένη παρέμβαση στο σύνολο αυτών των παραγόντων (περιβάλλον, διατροφή, κατοικία, ελεύθερος χρόνος για ψυχαγωγία, πολιτισμό και άθληση), μέσω και της άμεσης διασύνδεσης των πολλών και διαφορετικών κλάδων που χρειάζεται να αξιοποιηθούν για να προσεγγιστούν ολόπλευρα τα ζητήματα της υγείας και της πρόληψης (π.χ. κρατικοί οργανισμοί, εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά ινστιτούτα), μπορεί να οδηγήσει στην αποτροπή εμφάνισης νόσων, στην ουσιαστική βελτίωση του επιπέδου υγείας και ζωής του λαού, στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης όπως αποδεικνύει και η πείρα από τις χώρες που οικοδομούσαν στο σοσιαλισμό.
Για παράδειγμα, στην ΕΣΣΔ υπήρχαν 50 περίπου επιστημονικά ερευνητικά ινστιτούτα υγιεινής και προστασίας της εργασίας, μητρότητας και παιδικής ηλικίας, μαιευτικής και γυναικολογίας τα οποία βρίσκονταν σε άμεση συνεργασία μεταξύ τους, εκπονώντας πληθώρα μελετών για την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών εργασίας των γυναικών και προφύλαξης της υγείας τους45. Στη βάση αυτής της συνεργασίας που στηριζόταν στο κίνητρο της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, επιτύγχαναν τα βέλτιστα αποτελέσματα.
 Λαμβάνονταν τα απαραίτητα μέτρα υγείας και ασφάλειας στους εργασιακούς χώρους, μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος (π.χ. κατάλληλα φίλτρα για τον καθαρισμό των εκπομπών αερίων στις βιομηχανίες), γίνονταν οι αντίστοιχες νομοθετικές παρεμβάσεις κ.ά. Είναι ενδεικτικό ότι στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 τα εργατικά ατυχήματα και οι επαγγελματικές ασθένειες είχαν μειωθεί κατά 20%.
Επίσης, σε συνθήκες σοσιαλιστικής οργάνωσης της οικονομίας και της παραγωγής, τα ερευνητικά αποτελέσματα, τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα αξιοποιούνται άμεσα για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, τίθενται απρόσκοπτα στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων, εξασφαλίζοντας σύγχρονες, ασφαλείς και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες και παροχές υγείας-πρόνοιας και φαρμάκου για όλο το λαό, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, στο πλαίσιο ενός αποκλειστικά κρατικού-λαϊκού, δωρεάν και πλήρως αναπτυγμένου συστήματος υγείας.
Κι εδώ τα παραδείγματα από χώρες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό είναι αποκαλυπτικά:
Η προεπαναστατική Ρωσία κατείχε την πρώτη θέση στον κόσμο στις μεταδοτικές ασθένειες. Μετά από τη σοσιαλιστική επανάσταση, οι επιδημίες είχαν περιοριστεί σημαντικά, ενώ η θνησιμότητα μειώθηκε δραστικά κατά 300%. Κι όλα αυτά σχεδόν έναν αιώνα πριν, το 1924! Την ίδια στιγμή, στην καπιταλιστική Ρωσία, πολλά χρόνια αργότερα, μετά τις ανατροπές των σοσιαλιστικών καθεστώτων αυξήθηκαν τα κρούσματα ενεργητικής φυματίωσης, και μάλιστα στον παιδικό πληθυσμό η αύξηση αυτή άγγιξε το 33%.
Επίσης, στην Κούβα, παρά το μακροχρόνιο εμπάργκο και τις μεγάλες δυσκολίες, έγινε από πολύ νωρίς κατορθωτή η σύνδεση της έρευνας με τη δημόσια υγεία. Μέσω της βιοτεχνολογίας τα αποτελέσματα των μελετών «μετατρέπονταν» άμεσα σε νέα φάρμακα και νέες παρεμβάσεις στην κλινική πράξη, κάτι το οποίο είχε και άμεση αντανάκλαση στους διάφορους δείκτες, π.χ. νοσηρότητας, παιδικής θνησιμότητας, εξάλειψης νοσημάτων κλπ.46, ενώ κατάφερε να φτάσει στο σημείο να παράγει και να εξάγει φάρμακα και εμβόλια σε πάνω από 50 χώρες παγκοσμίως.47
 Ενδεικτικό του ριζικά διαφορετικού τρόπου αξιοποίησης των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων είναι και το παράδειγμα της τηλεϊατρικής.
Σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικονομίας που λειτουργεί με κριτήριο την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών μπορεί να αναπτυχθεί ο τομέας της τηλεϊατρικής, ενταγμένος σε αποκλειστικά κρατικές και δωρεάν υπηρεσίες υγείας-πρόνοιας, μέσω Κέντρων Υγείας, Περιφερειακών Ιατρείων, Νοσοκομείων και μονάδων πρόνοιας. Μπορούν να λειτουργήσουν και να υποστηριχτούν με την επαρκή στελέχωση όλων των κρατικών μονάδων υγείας-πρόνοιας με ιατρικό, νοσηλευτικό και άλλο εξειδικευμένο προσωπικό. Με την εγκατάσταση συστημάτων και μονάδων τηλεϊατρικής σε εργασιακούς χώρους, σε σχολεία, σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, σε κατοικίες χρόνιων πασχόντων κλπ., που θα αποτελούν μέρος του αναπτυγμένου συνόλου των κρατικών μονάδων υγείας πρωτοβάθμιας (Κέντρα Υγείας) και δευτεροβάθμιας περίθαλψης (Νοσοκομεία). Με ιδιαίτερο προσανατολισμό στον τομέα της επείγουσας ιατρικής, σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων, φυσικών καταστροφών (πυρκαγιές, σεισμούς), σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές, σε πλοία.
 Και από τον τομέα της Υγείας επιβεβαιώνεται η φιλολαϊκή κοινωνική, οικονομική και πολτική πρόταση του ΚΚΕ, η θέση του ότι για την ικανοποίηση των σύγχρονων και διευρυμένων λαϊκών αναγκών σε υγεία-φάρμακο, για την απρόσκοπτη ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας, την αξιοποίησή τους προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων, απαιτούνται ριζικά διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας και παραγωγής, δηλαδή σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, επιστημονικού, κεντρικού σχεδιασμού με αποκλειστικό κίνητρο και οδηγό την πλήρη και καθολική ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.
Μέσα από αυτόν το δρόμο θα απελευθερωθούν ακόμα περισσότερο οι δυνατότητες της έρευνας, οδηγώντας σε νέα επιστημονικά επιτεύγματα που θα καρπώνονται απρόσκοπτα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου.
Σε αυτόν τον αγώνα οι εργαζόμενοι, οι νέοι επιστήμονες αξίζει να καταθέσουν κάθε θυσία και προσπάθεια.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Ο Αιμίλιος Κακλαμάνος είναι υποψήφιος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και συνεργάτης του Τμήματος Υγείας-Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ.   Η Χριστίνα Ματσιακά είναι μέλος του Τμήματος Υγείας-Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Καινοτομία «European Innovation Scoreboard 2010».
2. «Τάσεις και Προοπτικές Φαρμακευτικής Αγοράς», Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Φαρμακευτικής, Φλεβάρης 2012.
3. Ο νόμος αυτός έχει τίτλο: «Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία και άλλες διατάξεις».
4. Εγχειρίδιο Frascati του ΟΟΣΑ: «Frascati Manual - Proposed Standard Practice for Surveys on Research and Experimental Development», 6η έκδοση, 2002, σελ. 30.
5. Εγχειρίδιο Oslo του ΟΟΣΑ: «Oslo Manual – Guidelines for Collecting and Interpreting Innovation Data», 3η έκδοση, 2005, σελ. 46-47.
6. «Η απόδοση των Επενδύσεων σε Καινοτόμες Τεχνολογίες και Υλικά», Ετήσιο Συνέδριο ΣΦΕΕ «Health World 2013».
7. «Φαρμακευτική Πολιτική και Ανάπτυξη: Μια χαμένη ευκαιρία» - Θ. Τρύφων, Πρόεδρος της ΠΕΦ, Δεκέμβρης 2015.
8. Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ (Α΄ Τρίμηνο 2014).
10. «Σπάνιες Παθήσεις: Επιτακτική Ανάγκη η Εθνική Πολιτική», Χ. Δάκας, ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ, 28 Φλεβάρη 2016.
11. «Τάσεις και Προοπτικές Φαρμακευτικής Αγοράς», Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Φαρμακευτικής, Φλεβάρης 2012.
12. «Σπάνιες Παθήσεις: Επιτακτική Ανάγκη η Εθνική Πολιτική», Χ. Δάκας, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 28 Φλεβάρη 2016.
13. Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Σπάνιων Νοσημάτων: «Ενώ στην Ελλάδα υπάρχουν κρούσματα από 600 σπάνιες παθήσεις και διεθνώς οι καταγεγραμμένες τέτοιου είδους νόσοι είναι 7.500, ωστόσο αναγνωρισμένες είναι μόλις 43».
14. Βλ. άρθρο «To Fight “Superbugs”, Drug Makers Call for Incentives to Develop Antibiotics», στην ιστοσελίδα www.nytimes.com
15. «Declaration by the Pharmaceutical, Biotechnology and Diagnostics Industries on Combating Antimicrobial Resistance», Γενάρης 2016.
16. Ψήφισμα Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2013/2044 (ΙΝΙ).
17. Βλ. άρθρο με τίτλο «Drug firm wakes up to sleeping sickness», στην ιστοσελίδα www.theguardian.com
18. Δελτίο Τύπου υπουργείου Υγείας (19 Απρίλη 2016).
19. Βλ. άρθρο με τίτλο «The development and sale of thalidomide», στην ιστοσελίδα www.sciencemuseum.org.uk
20. «Research and Development Expenditures 2008-2013», στην ιστοσελίδα www.ec. europa.eu/eurostat/statistics
21. «Τάσεις και Προοπτικές Φαρμακευτικής Αγοράς», Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Φαρμακευτικής, Φλεβάρης 2012.
22. Bruce N. Kuhlik: «The Assault on Pharmaceutical Intellectual Property», 71 U. CHI. L. REV. 93,96 (2004).
23. Πρόκειται για αντίγραφα φάρμακα που αρχίζουν να παράγονται μόλις λήξει η πατέντα του πρωτότυπου, έχοντας την ίδια δραστική ουσία, αλλά διαφορετικά έκδοχα (φαρμακευτικές ουσίες που προστίθενται στην παρασκευή ενός φαρμάκου και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση κι επίδραση της δραστικής ουσίας στον ανθρώπινο οργανισμό). Μετά από τη λήξη της πατέντας, η τιμή του πρωτότυπου μειώνεται, το ίδιο και τα κέρδη της φαρμακοβιομηχανίας που το παρήγαγε.
24. www.imi-europe.org
25. Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 73/2008 για τη σύσταση της κοινής επιχείρησης της Πρωτοβουλίας για τα Καινοτόμα Φάρμακα.
27. «Τάσεις και Προοπτικές Φαρμακευτικής Αγοράς», Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Φαρμακευτικής, Φλεβάρης 2012.
28. «Η Κλινική Έρευνα χρειάζεται ευνοϊκό και σταθερό περιβάλλον», Σ. Φιλιώτης, Δεκέμβρης 2015.
29. Ό.π.
30. Ό.π.
31. «Έχουμε προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη κλινικών μελετών στη χώρα μας», Γ. Μπασκόζος, Δεκέμβρης 2015.
32. «Ο οδικός χάρτης για την αναβάθμιση της Έρευνας», Κ. Φωτάκης, εφημερίδα «Αυγή», 6 Μάρτη 2016.
33. Horizon 2020.
34. «Ιδεολογική προπαγάνδα από φοιτητές για φοιτητές», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 18 Μάρτη 2016.
35. Ομιλία Javier Urzay, επικεφαλής της Farmaindustria Espana (Ισπανική Φαρμακοβιομηχανία).
36. Τ. Ανταχοπούλου: «Η Βιοϊατρική καινοτομία ως κοινωνικό αγαθό», Δεκέμβρης 2015.
37. «Η καινοτομία έχει αλλάξει ριζικά το θεραπευτικό τοπίο στις σοβαρές ασθένειες», Κ. Ευρυπίδης, εφημερίδα «Ημερησία», 28-29 Μάρτη 2015.
38. «Η Καινοτομία εργαλείο χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ», Σ. Μπερσίμης, εφημερίδα «Ναυτεμπορική», 17 Νοέμβρη 2015.
39. «Διαχείριση και αξιολόγηση της φαρμακευτικής καινοτομίας στην Ελλάδα», Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Δεκέμβρης 2015.
40. «Ναι στην καινοτομία υπό προϋποθέσεις», K. Σουλιώτης, ΤΑ ΝΕΑ, 4.5.2015.
41. «Διαχείριση και αξιολόγηση της φαρμακευτικής καινοτομίας στην Ελλάδα», Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Δεκέμβρης 2015.
42. Παροχή υπηρεσιών ιατρικής από απόσταση μέσω τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ορισμός του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας).
43. FEST-GEHR/Αim Exploratory Phase AIM Community/3rd-4th Framework Pro-gramme EU/ 7th Framework Programme EU/ C-MEDIS.
44. «Medicine», Great Soviet Encyclopedia (New York: MacMillan, 1997), σελ. 649 (μετάφραση της 3ης έκδοσης, Μόσχα 1974).
45. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 29 Γενάρη 2006.
46. Lage A., Nature Immunology, vol. 9, 109-112 (2008).
47. Βλ. άρθρο «Cuba-Battling Cancer with biotechnology» στην ιστοσελίδα www.who.int


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ