ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ
Ενας από τους πρόδρομους της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας
***
Η
λογοτεχνία στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, καθώς σ' αυτήν αντικατοπτρίζονται, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε
έμμεσα, οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, τόσο στην
Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αλλά και διάφορα νέα λογοτεχνικά ρεύματα
(νατουραλισμός, κριτικός ρεαλισμός, παρνασσισμός, συμβολισμός κ.ά.). Η
γέννηση και η ανάπτυξη του εργατικού καθώς και του σοσιαλιστικού και
πρώιμου κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, ο πόλεμος του 1897, οι
Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και φυσικά η μεγάλη
Οχτωβριανή Επανάσταση δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστους
σπουδαίους λογοτέχνες.Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο οποίος μάλιστα πέρα από το έργο του, ήταν και ο ιδρυτής μιας σοσιαλιστικής κίνησης στην Κέρκυρα, το 1911. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1898, μέσα από τις στήλες του περιοδικού «Τέχνη», του Κ. Χατζόπουλου. Στη συνέχεια, δημοσίευσε διηγήματα στο «Διόνυσο» και στο «Νουμά», που είναι εμπνευσμένα από τη ζωή στην Κέρκυρα και από διάφορα ιστορικά γεγονότα.
Γενικότερα, η Κέρκυρα, τόπος γέννησης του ποιητή, είναι σχεδόν πάντα το φόντο στα έργα του. Οπως αναφέρει ο Τάκης Αδάμος, στόχος του Θεοτόκη ήταν να δώσει τον άνθρωπο στις κοινωνικές του σχέσεις και με το έργο του να ξεσκεπάσει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας, που δεν ήταν άλλες από την οικονομική ανισότητα και τη σκληρή εκμετάλλευση που κυριαρχεί στην ταξική κοινωνία. «Κι από την άποψη αυτή, η κοινωνική σύνθεση της Κέρκυρας ήταν εξαιρετικά πρόσφορη. Στην Κέρκυρα υπήρχε ακόμα το φεουδαρχικό αρχοντολόι, που στην πλειοψηφία του ζούσε με την ανάμνηση των περασμένων μεγαλείων του και που έφθινε καθημερινά, ανίκανο να συλλάβει την ιστορική εξέλιξη και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Δίπλα τους, υπήρχε η αστική τάξη, που διαμορφώνονταν στην πόλη και στο χωριό, παραμέριζε όλο και πιο πολύ το αρχοντολόγι από την οικονομική και κοινωνική ζωή κι εκμεταλλεύονταν το ίδιο σκληρά το μόχθο των εργατών στις φάμπρικες των αγροτών στον κάμπο, με τη βοήθεια του αντιλαϊκού, διεφθαρμένου κι ανήθικου κράτους και των πολιτικών εκπροσώπων της. Κι ανάμεσα σ' αυτούς ο εργαζόμενος λαός βουτηγμένος στην αθλιότητα, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, την καθυστέρηση...». Παράλληλα, όμως, με το έργο του αναδείκνυε και περιπτώσεις λαϊκών ανθρώπων με ολοφάνερη τη θέληση να παλέψουν, για να ανοίξουν καινούργιους δρόμους στη ζωή της κοινωνίας...
«Η τιμή της αγάπης» και «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους»
Το διήγημα ξετυλίγεται στο Μαντούκι, εργατικό προάστιο της Κέρκυρας. Επίκεντρο της ιστορίας είναι το αίσθημα ανάμεσα στον πολιτικό παράγοντα και ξεπεσμένο οικονομικά Αντρέα με τη νεαρή εργάτρια Ρήνη. Εμπόδιο στην αγάπη τους θα σταθούν τα χρήματα, αλλά και η νοοτροπία του Αντρέα, που λογαριάζει να μπορέσει να ξανασταθεί οικονομικά μέσα από το γάμο και την προίκα. Παράλληλα, μέσα στο έργο αναδεικνύονται κι άλλες πλευρές, όπως η διαφθορά, που είναι σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα, που κίνητρό του έχει το κέρδος. «Μωρέ καμία κυβέρνηση δεν το κυνηάει το λαθρεμπόριο... Εμπόριο είναι κι αυτό, τόσο τίμιο όσο και τ' άλλο». Σημαντική πλευρά του έργου είναι και η αναφορά στη θέση της γυναίκας, που άλλωστε ήταν κοινό θέμα σε πολλούς λογοτέχνες της περιόδου, και η συνειδητή προσπάθειά της για χειραφέτηση. Το κυριότερο, όμως, είναι η τελική απόφαση της Ρήνης στο τέλος του έργου... «"Οχι!", του 'πε μ' απόφαση, "εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους. Θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να βρω αλλού εργασία. Θα τα πάρει από τες κυράδες της. Οχι δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;"». Μια απόφαση συνειδητή, που φανερώνει και τη νέα τάξη που ανατέλλει, με διαφορετική ηθική, την ηθική της εργατικής τάξης.
Στην πραγματικότητα, με το έργο αυτό ο Θεοτόκης μετουσιώνει καλλιτεχνικά το νομοτελειακό ιστορικά φαινόμενο της εξέλιξης της κοινωνίας, το πέρασμά της από ένα κατώτερο σ' ένα ανώτερο κοινωνικό σύστημα. Με επίκεντρο την οικογένεια του ξεπεσμένου αριστοκράτη Αλέξανδρου Οφιομάχου, περιγράφεται η κατάρρευση της φεουδαρχίας, η αμείλικτη εκτόπισή της από την αστική τάξη σε όλους τους τομείς της ζωής: οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό. Μα, την ίδια στιγμή που η τάξη αυτή ανεβαίνει στο προσκήνιο, προδιαγράφεται κιόλας στο βάθος ο αναπότρεπτος χαμός της... «Τόσο οπίσω ο τόπος τούτος δεν ημπορεί να μένει για πάντα κι ούτε μπορεί να περιμένει το φυσικό και αργό ξετύλιγμα για τούτο το ξύπνημα. Πρέπει να 'ναι σύντομο και γρήγορο... Σε μια στιγμή σαν τούτη, όταν σύγνεφα τρικυμίας σηκώνονται σ' όλα τα μέρη, πάνωθε από έναν γερασμένο κόσμο, πώς θα μπορέσει να μείνει ο τόπος τούτος αδιάφορος;»...
Στο έργο του προβάλλει την ανάγκη μιας νέας κοινωνίας
Ο
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, μαζί με τον Κώστα Παρορίτη, με το έργο τους
ανοίγουν το δρόμο στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, πολύ πριν ακόμα την
καθιέρωση του όρου. Χαρακτηριστικά είναι αυτά που γράφει ο Τ. Αδάμος:«Μπόρεσε να συλλάβει και να εκφράσει το βαθύτερο νόημα της εποχής, την ουσία των κοινωνικών σχέσεων και των φαινομένων της ελληνικής ζωής. Δεν στέκεται στην επιφάνεια... Πίσω από την ηθογραφική μορφή υπάρχει το κοινωνικό υπόβαθρο. Η επίμονη αναζήτηση των νόμων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, των αιτιών που προκαλούν την κοινωνική ανισότητα, τις κοινωνικές συγκρούσεις.
Ο Θεοτόκης δεν σταματάει στις θέσεις του κριτικού ρεαλισμού. Δεν τον φτάνει να επισημάνει και να στιγματίσει μόνο την κοινωνική αδικία και ανισότητα. Προχωρεί πολύ περισσότερο. Στο έργο του προβάλλει μια κοινωνία καινούργια, ανώτερη, πιο δίκαιη και ανθρώπινη. Γενική είναι η εκτίμηση ότι με το έργο του η ελληνική πεζογραφία ανεβαίνει στο σκαλοπάτι της ωριμότητάς της κι ο ρεαλισμός στη βαθιά κι ουσιαστική του έννοια, αποχτάει τις πρώτες λογοτεχνικές περγαμηνές ελληνικής ιθαγένειας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου