Σαν χτιζόταν ο κόσμος, κανείς δεν σκέφτηκε τον κόκορα να σφάξει.
Να πιάσουν τα θεμέλια. Να δέσουν. Γερά να γίνουν.
Και τώρα, ανασκουμπώνονται οι σοφοί, ξύνοντας τάχα το κεφάλι.
Σκέφτονται: «Τι φταίει;»
…-«Φταίει που γίναμε πολλοί» θ’ αποφασίσει ο ένας, ενώ ο άλλος, ακόμη ξύνεται.
Δύσκολο θέμα. Θα πρέπει μες στις σκέψεις του να βυθισθεί, όπως οφείλει στα πτυχία του και στην κυρία την μαμά του.
Ο τρίτος, θα ξεροβήξει. Θα κοιτάξει ψηλά. Μετά, χαμηλά. Έτσι σκέφτεται αυτός..
Ύστερα, θα τινάξει την σκόνη του μυαλού του απ’ το πέτο, θα τρίξει τα λουστρίνια του κι αφού κοιτάξει ίσια μπρός, θ’ αποφανθεί:
-« Δεν είναι τίποτα. Το βάρος φταίει» θα εξηγήσει σε γλώσσα… επιστημονική.
Η γη όμως τρίζει.
Συθέμελα κουνιέται.
Ο λαουτζίκος πάει κι έρχεται σαν σβούρα.
Όπως η γη.
….-«Εγώ είμαι αμόρφωτος» θα ψιθυρίσει κάποιος απ’ το πλήθος, ντροπαλά.
-«Κι εγώ δεν τους κατάλαβα» θα σχολιάσει άλλος.
_-«Τα λένε επιστημονικά» θα πει ο τρίτος που ‘χε χαρτί απ ‘το σχολαρχείο..
-« Ε, τότε, πες τα και σε μας, να καταλάβουμε, πετάχτηκε ένας άλλος, που στεκόταν παράμερα, από σεβασμό στους μορφωμένους.
-« Να, … δηλαδή… ας πούμε… που λέει ο λόγος, δηλαδή, είπανε, πως βαρύναμε. Λιγότερο να τρώμε και τότε η γη, φτερά θα βγάλει και δεν θα τρίζουν τα θεμέλια» και πήγε να κρυφτεί, γιατί ήξερε πως όλο αυτό, ήτανε ψέμμα.
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Και βάλανε τα γέλια. Πετσί και κόκκαλο ήτανε όλοι τους.
Κι ύστερα κλάψανε. Θυμήθηκαν το τρίξιμο απ’ τα λουστρίνια του χοντρού. Του σοφού. Του επιστήμονα..
Σκύψανε τα κεφάλια. Κατάλαβαν, ότι η γη έτριζε απ’ τους σωτήρες.
Γιατί, τον «κόκορα» αντί να τονε σφάξουν στα θεμέλια, τον φάγανε.
Τηγανιτό; Ψητό, Κρασάτο;; Κανείς δεν έμαθε κι ούτε θα μάθει ποτέ κανένας..
Να πιάσουν τα θεμέλια. Να δέσουν. Γερά να γίνουν.
Και τώρα, ανασκουμπώνονται οι σοφοί, ξύνοντας τάχα το κεφάλι.
Σκέφτονται: «Τι φταίει;»
…-«Φταίει που γίναμε πολλοί» θ’ αποφασίσει ο ένας, ενώ ο άλλος, ακόμη ξύνεται.
Δύσκολο θέμα. Θα πρέπει μες στις σκέψεις του να βυθισθεί, όπως οφείλει στα πτυχία του και στην κυρία την μαμά του.
Ο τρίτος, θα ξεροβήξει. Θα κοιτάξει ψηλά. Μετά, χαμηλά. Έτσι σκέφτεται αυτός..
Ύστερα, θα τινάξει την σκόνη του μυαλού του απ’ το πέτο, θα τρίξει τα λουστρίνια του κι αφού κοιτάξει ίσια μπρός, θ’ αποφανθεί:
-« Δεν είναι τίποτα. Το βάρος φταίει» θα εξηγήσει σε γλώσσα… επιστημονική.
Η γη όμως τρίζει.
Συθέμελα κουνιέται.
Ο λαουτζίκος πάει κι έρχεται σαν σβούρα.
Όπως η γη.
….-«Εγώ είμαι αμόρφωτος» θα ψιθυρίσει κάποιος απ’ το πλήθος, ντροπαλά.
-«Κι εγώ δεν τους κατάλαβα» θα σχολιάσει άλλος.
_-«Τα λένε επιστημονικά» θα πει ο τρίτος που ‘χε χαρτί απ ‘το σχολαρχείο..
-« Ε, τότε, πες τα και σε μας, να καταλάβουμε, πετάχτηκε ένας άλλος, που στεκόταν παράμερα, από σεβασμό στους μορφωμένους.
-« Να, … δηλαδή… ας πούμε… που λέει ο λόγος, δηλαδή, είπανε, πως βαρύναμε. Λιγότερο να τρώμε και τότε η γη, φτερά θα βγάλει και δεν θα τρίζουν τα θεμέλια» και πήγε να κρυφτεί, γιατί ήξερε πως όλο αυτό, ήτανε ψέμμα.
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Και βάλανε τα γέλια. Πετσί και κόκκαλο ήτανε όλοι τους.
Κι ύστερα κλάψανε. Θυμήθηκαν το τρίξιμο απ’ τα λουστρίνια του χοντρού. Του σοφού. Του επιστήμονα..
Σκύψανε τα κεφάλια. Κατάλαβαν, ότι η γη έτριζε απ’ τους σωτήρες.
Γιατί, τον «κόκορα» αντί να τονε σφάξουν στα θεμέλια, τον φάγανε.
Τηγανιτό; Ψητό, Κρασάτο;; Κανείς δεν έμαθε κι ούτε θα μάθει ποτέ κανένας..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου