Συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη ρήξη Γιουγκοσλαβίας-Κομινφόρμ, του
πρώτου μεγάλου ρήγματος εντός σοσιαλιστικού στρατοπέδου, πριν το
σινοσοβιετικό σχίσμα της δεκαετίας του ’60, που προκάλεσε τεκτονικές
αναταράξεις, ιδιαίτερα στο κομμουνιστικό κίνημα των Βαλκανίων, αλλά και
διεθνώς, καθορίζοντας παράλληλα και την εσωτερική κι εξωτερική πολιτική
της Γιουγκοσλαβίας, που έμελλε να πάρει το δικό της, ιδιότυπο δρόμο για
τις επόμενες δεκαετίες. Φαινομενικά, ένα χρόνο πριν τη ρήξη τίποτε δεν
προμήνυε τη σύγκρουση των δύο πλευρών. Η έδρα της Κομινφόρμ, άτυπης
διαδόχου -με σημαντικά μικρότερη στοχοθεσία κι εμβέλεια -της
αυτοδιαλυθείσας Κομιντέρν, είχε οριστεί στο Βελιγράδι. Κατά την πρώτη
συνάντηση της Κομινφόρμ μάλιστα, οι Γιουγκοσλάβοι αντιπρόσωποι ήταν οι
πλέον λάβροι κατά του Ιταλικού και Γαλλικού Κόμματος για την πολιτική
συμμαχιών που ασκούσαν στις χώρες τους, απηχώντας πλήρως τις σοβιετικές
θέσεις.
Κάτω από την επιφάνεια ωστόσο, οι πρώτες τριβές μεταξύ των δύο χωρών ήταν ήδη ορατές. Αφενός υπήρχε το θέμα των κοινών γιουγκοσλαβοσοβιετικών επιχειρήσεων, που οι Γιουγκοσλάβοι έκριναν ότι δεν ήταν αποτελεσματικές για τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας, θέση που ουσιαστικά προμήνυε το ιδεολόγημα περί ξεχωριστού γιουγκοσλαβικού δρόμου προς το σοσιαλισμό. Αφετέρου η εξωτερική πολιτική του Τίτο στα Βαλκάνια θορυβούσε την ΕΣΣΔ, καθώς γινόταν με μονομερείς ενέργειες της γιουγκοσλαβικής πλευράς, η οποία, ενισχυμένη από το κύρος που της επέφερε ο επικός αγώνας των κομμουνιστών παρτιζάνων στη χώρα, διέβλεπε μια μοναδική ευκαιρία για την επέκταση της επιρροής της στην περιοχή, δίχως να νιώθει την ανάγκη συνεννόησης με την ΕΣΣΔ ή οποιονδήποτε πλην των συμβαλλόμενων μερών. Το βασικότερο μήλο της έριδος ήταν η ιδέα μιας νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας, καταρχάς με τη Βουλγαρία, ιδέα που αρχικά η ΕΣΣΔ χαιρέτιζε ως θετική, αργότερα όμως μεταστράφηκε, όταν αντιλήφθηκε ότι η πρακτική της υλοποίηση γινόταν χωρίς πρότερη συνεννόηση ή ενημέρωση με τη σοβιετική πλευρά.
Η πρώτη σοβιετική αντίδραση ήρθε τον Αύγουστο του 1947, όταν η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία μονόγραψαν στο Μπλεντ σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας, χωρίς να το γνωρίζει η ΕΣΣΔ και πριν ακόμα τεθεί σε ισχύ η συνθήκη ειρήνης με τη Βουλγαρία. Τις αντιδράσεις επέτειναν δηλώσεις του Δημητρόφ στη Ρουμανία το Γενάρη του 1948, περί ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας χωρών στην Νοτιανατολική Ευρώπη, στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί και μια “Λαϊκή Δημοκρατία”, σε μια εποχή που η έκβαση του ελληνικού εμφυλίου δεν είχε κριθεί και η ΕΣΣΔ για διπλωματικούς λόγους προσπαθούσε επισήμως να μη δίνει αφορμή στους δυτικούς να την κατηγορούν για υπόθαλψη ή και υποκίνηση του αγώνα του ΔΣΕ. Μετά την επίπληξη που δέχτηκε, ο Δημητρόφ προχώρησε σε διορθωτική δήλωση: «Το ζήτημα της ομοσπονδίας ή της συνομοσπονδίας μάς φαίνεται πρόωρο. Δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη και δεν υπήρξε θέμα συζήτησης στις συνδιασκέψεις μας. Οταν το ζήτημα ωριμάσει -πράγμα που αναμφισβήτητα μια μέρα θα συμβεί- θα το λύσουν οι λαοί μας και συγκεκριμένα τα έθνη των Λαϊκών Δημοκρατιών -της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Ελλάδας- σημειώστε επίσης της Ελλάδας…». Έντονη δυσαρέσκεια προκάλεσε και η αποστολή γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία στα τέλη του 1947, όταν εκκρεμούσε ακόμα το επεισόδιο της Κέρκυρας και η Αλβανία, μη διεθνώς αναγνωρισμένη ακόμα, κινδύνευε ανά πάσα στιγμή από αγγλοαμερικανική εισβολή.
Της οριστικής ρήξης προηγήθηκε μια σειρά επιστολών μεταξύ Σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος και Γιουγκοσλαβικού ΚΚ, όπου τίθονταν ανοιχτά η αμοιβαία δυσαρέσκεια. Η πρώτη σοβιετική επιστολή το Μάρτη του 1948 κατηγορούσε τους Γιουγκοσλάβους πως υπονόμευαν στο σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ μέσω δηλώσεων όπως ότι “ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ έπαψε να είναι επαναστατικός”, ενώ το γιουγκοσλαβικό κόμμα κατηγορούνταν για έλλειψη δημοκρατίας στο εσωτερικό του και παραμέληση του ρόλου του ως εργατικής πρωτοπορίας στο δρόμο για το σοσιαλισμό. Όπως σημείωνε ο Στάλιν “δε μπορούμε να θεωρήσουμε αυτό τον τρόπο οργάνωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος πραγματικά μαρξιστικό-λενινιστικό ή μπολσεβικικό. Δεν μπορεί να αντιληφθεί κανείς οποιαδήποτε πολιτική ταξικής πάλης στο γιουγκοσλαβικό κόμμα”.
Οι Γιουγκοσλάβοι απάντησαν στις 13 Απρίλη αρνούμενοι όλες τις μομφές των Σοβιετικών και υπογραμμίζοντας πως “όσο κι αν αγαπά καθένας από μας τη χώρα το σοσιαλισμού, την ΕΣΣΔ, δε γίνεται να αγαπά λιγότερο τη χώρα του”. Οι γραπτές αντεγκλήσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες εβδομάδες, με τους Γιουγκοσλάβους να προτείνουν επίλυση των διαφορών στη δεύτερη συνάντηση της Κομινφόρμ τον ερχόμενο Ιούνη. Στην πραγματικότητα, ο Τίτο δεν εμφανίστηκε καν, μη θέλοντας να αντιμετωπίσει την κριτική της ΕΣΣΔ και των υπόλοιπων χωρών. Στις 28 Ιούνη οι χώρες-μέλη απέπέμψαν τη Γιουγκοσλαβία από τους κόλπους της, με αιτιολογία την αναρρίχηση “εθνικιστικών στοιχείων” στην ηγεσία του γιουγκοσλαβικού κόμματος τους τελευταίους πέντε ή έξι μήνες. Προειδοποιούσε επίσης ότι η χώρα βρισκόταν σε πορεία καπιταλιστικής παλινόρθωσης αν συνέχιζε την εθνικιστική πολιτική της.
Την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας συνόδευσε μια εκτεταμένη και συχνά βίαιη εκκαθάριση των “κομινφορμιστών”, όπως ονομάστηκαν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές που υποστήριξαν την απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών, πολλοί από τους οποίους εξορίστηκαν στο διαβόητο νησί Γκόλι Οτόκ. Μικρότερης, συνήθως, κλίμακας απομακρύνσεις στοιχείων ύποπτων για τιτοϊκές συμπάθειες, σημειώθηκαν και στα υπόλοιπα ΚΚ, μεταξύ των οποίων και του ΚΚΕ, που πλήρωσε ίσως το βαρύτερο τίμημα της ρήξης, χάνοντας ένα ασφαλές καταφύγιο για τους αντάρτες κι ένα σημαντικό δίαυλο ανεφοδιασμού, που δεν μπορούσε να αναπληρώσει, παρά τις εργώδεις της προσπάθειες η Αλβανία του Χότζα.
Αρχικά το ΚΚΕ, παρά την ευθυγράμμισή του με την απόφαση της Κομινφόρμ, στην οποία ωστόσο δεν ανήκε για ευνόητους λόγους, τήρησε αρχικά συγκρατημένη στάση έναντι των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι από την πλευρά τους σταδιακά κι όχι απότομα έκλειναν τη στρόφιγγα της βοήθειας. Τα σύνορα παρέμεναν ανοιχτά και η περίθαλψη τραυματιών του ΔΣΕ στη Γιουγκοσλαβία συνεχίζονταν, παράλληλα όμως ήδη ο κύριος όγκος της στρατιωτικής βοήθειας ερχόταν από την ΕΣΣΔ μέσω Βουλγαρίας, ενώ στα πλαίσια της Κομινφόρμ για πρώτη φορά συστάθηκε ειδική συντονιστική επιτροπή βοήθειας στο ΔΣΕ. Το ρήγμα Γιουγκοσλάβων και ΚΚΕ άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αισθητό, καθώς οι επαφές σε υψηλό επίπεδο διακόπηκαν, ενώ η συνεννόηση περιοριζόταν σε κατώτερα στελέχη κι αφορούσε τεχνικά κυρίως ζητήματα.
Σημαντικό πρόβλημα συνιστούσε η ανοιχτή εκδήλωση της από χρόνια λανθάνουσας έντασης μεταξύ ΚΚΕ και ισχυρού τμήματος του σλαβομακεδονικού ΝΟΦ. Η ομάδα των Ηλία Δημάκη, Μιχάλη Κεραμιτζή και Βαγγέλη Αγιάννη, που βρισκόταν σε ανοιχτό δίαυλο με τον Τίτο, εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, οργανώνοντας λιποταξίες Σλαβομακεδόνων από το ΔΣΕ και προπαγανδίζοντας πως το ΚΚΕ είχε “προδώσει τον αγώνα του μακεδονικού λαού”, άρα δεν είχε νόημα πλέον να πολεμά για εκείνο. Την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί περιέγραφε σε έκθεσή την 1η Οκτώβρη 1952 προς την ΚΕ του ΚΚΕ ο Σταύρος Κωστόπουλος, νέος πρόεδρος του ΝΟΦ: «Από το 1948 δημιουργούν μυστικές οργανώσεις και γιάφκες και σαμποτάρουν τον ΔΣΕ. Σπέρνουν την ηττοπάθεια, λέγοντας ότι χάσαμε τον αγώνα, οι μοναρχοφασίστες είναι πιο δυνατοί και θα καταλάβουν το Βίτσι. Τζάμπα σκοτώθηκαν τα παιδιά μας και πρέπει να φύγουμε στη Γιουγκοσλαβία. Σε όλες αυτές τις προσπάθειες κεντρική τους επιδίωξη ήταν η διάσπαση της ενότητας του σλαβομακεδονικού και του ελληνικού λαού, το αδυνάτισμα του κινήματος. Για την επιτυχία τους εκμεταλλεύονταν τον πατριωτισμό του σλαβομακεδονικού λαού και όλες τις αδυναμίες του κινήματος». Στην προσπάθεια του κόμματος για ανακοπή της επιρροής των Γιουγκοσλάβων στους Σλαβομακεδόνες μαχητές, το ΚΚΕ άλλαξε την προηγούμενη θέση του περί “πλέριας ισοτιμίας” όλων των μειονοτήτων, υιοθετώντας για σύντομο χρονικό διάστημα την πολυσυζητημένη κι έντονα αμφιλεγόμενη θέση της 5ης Ολομέλειας του 1949 περί αυτοδιάθεσης των Σλαβομακεδόνων: “Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως το θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα με το αίμα του για να την αποχτήσει. Αυτή η απόφαση, που -όπως κι αν κριθεί ως προς τις συνέπειές της- σαφέστατα είχε ως στόχο να να ανακόψει τη γιουγκοσλαβική αποσχιστική προπαγάνδα μεταξύ των Σλαβομακεδόνων, έδωσε το πρόσχημα που επιζητούσε η γιουγκοσλαβική πλευρά για το κλείσιμο των συνόρων τον Ιούλιο του 1949. Αν και η ήττα του ΔΣΕ δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυτό το “πισώπλατο χτύπημα” όπως το χαρακτήριζε τότε ο Νίκος Ζαχαριάδης, είναι σαφές ότι επιτάχυνε την τελική έκβαση του εμφυλίου και δυσκόλεψε αφάνταστα τους εναπομείναντες μαχητές, που διοχετεύτηκαν τελικά μέσω Αλβανίας σε μια σειρά σοσιαλιστικών χωρών.
Σημαντική συνέπεια της ρήξης υπήρξε η προσέγγισης Γιουγκοσλαβίας Δύσης, οι απαρχές της οποίας ξεκίνησαν μόλις δυο μέρες μετά την αποπομπή από την Κομινφόρμ. Μέσω ενός επίσημα εξουσιοδοτημένου από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ατόμου, φίλου του Μίλοβαν Τζίλας, υπήρξε βολιδοσκόπηση της Αμερικανικής πρεσβείας για δυναότητα ένταξης της Γιουγκοσλαβίας στο Σχέδιο Μάρσαλ. Οι Δυτικοί σαφώς δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία, κινήθηκαν ωστόσο με πολύ αργά και προσεκτικά βήματα, ώστε να μην ενισχύσουν με επιχειρήματα τη φιλοσοβιετική αντιπολίτευση εντός Γιουγκοσλαβίας, αλλά και την ίδια την Κομινφόρμ. Την επιδίωξη αυτή συμμεριζόταν εξάλλου ο ίδιος ο Τίτο, λόγος για τον οποίο εξάλλου δε διέρρηξε αρχικά πλήρως τις σχέσεις του με το ΚΚΕ.
Το φθινόπωρο του 1948, στα πλαίσια Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η στροφή προς τη δύση έγινε πιο φανερή, καθώς ο Άλες Μπέμπλερ, υφυπουργός εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, δήλωσε στο Βρετανό ομόλογό του πως χρειαζόταν επειγόντως δυτική υποστήριξη για να επιβιώσει. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπέβιν ανταποκρίθηκε, με υπογραφή βρετανογιουγκοσλαβικής συμφωνίας μονοετούς διάρκειας. Παράλληλα οι Βρετανοί προωθούσαν μια ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση, την οποία για τους δικούς της εσωπολιτικούς λόγους που σχετίζονταν κυρίως με την παρουσία Σλαβομακεδόνων προσφύγων στη ΛΔ Μακεδονίας, η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν ακόμα έτοιμη να δεχτεί. Παράλληλα όμως διεμήνυε ότι μεσοπρόθεσμα την ενδιέφερε μια τέτοια προοπτική και επιθυμούσε να απαλλαγεί από το “συρφετό Ελλήνων προσφύγων”.
Το Φλεβάρη του 1949 ήρθε η σειρά των ΗΠΑ να ενισχύσουν το φιλοδυτικό προσανατολισμό της χώρας, με την απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ να χαλαρώσουν οι αμερικανικοί έλεγχοι απαγόρευσης εξαγωγών στη Γιουγκοσλαβία, με απώτερο στόχο ο Τίτο να πειστεί για οριστική αναστολή της βοήθειας προς το ΔΣΕ.
Πράγματι η προσέγγιση με το δυτικό στρατόπεδο επιταχύνθηκε, ενώ στο παιχνίδι μπήκε δυναμικά και η κυβέρνηση των Αθηνών, η οποία όμως άφησε να διαρρεύσει στον τύπο την πρωτοβουλία των Γιουγκοσλάβων για συνάντηση στο Βελιγράδι, ματαιώνοντας το σχέδιο, πιθανότατα διότι επιδίωκε η συμφωνία των δύο χωρών να γίνει με καλύτερους για την ίδια όρους. Η γιουγκοσλαβική στροφή ολοκληρώθηκε επίσημα το Μάη του 1949, όταν ο Φιτζρόρι Μακλήν, προσωπικός φίλος του Τίτο από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ως επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία, επισκέφτηκε το Βελιγράδι. Στόχος του Μακλήν ήταν να αποσπάσει από τον Τίτο εγγυήσεις για διακοπή της βοήθειας στο ΔΣΕ με αντάλλαγμα οικονομική βοήθεια από τη δύση. Ο γιουγκοσλάβος ηγέτης τον διαβεβαίωσε πως δε θα έδινε άλλη βοήθεια στους αντάρτες, ούτε θα επέτρεπε στους πρόσφυγες να γυρίζουν στο ΔΣΕ. Οι Βρετανοί υποσχέθηκαν εχεμύθεια στον Τίτο, γνωστοποιώντας τις δεσμεύσεις του τελευταίου μόνο στις ΗΠΑ, ώστε να συντονίσουν από κοινού τα επόμενα βήματά τους στο θέμα των πιστώσεων στη Γιουγκοσλαβία και το ελληνικό ζήτημα.
Λίγες μέρες αργότερα ο Αμερικανός πρέσβης στο Βελιγράδι ανέφερε στους ανωτέρους του ότι οι Γιουγκοσκλάβοι ανταποκρίνονταν στις υποσχέσεις τους και έπαυαν πλέον να χορηγούν “ακόμη και ηθική, ανθρωπιστική” βοήθεια στο ΔΣΕ. Στις 11 Ιουλίου 1949 ο Τίτο εξήγγειλε κι επίσημα το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων από την Πόλα της Κροατίας, επικαλούμενος “συκοφαντίες” του ΔΣΕ πως κυβερνητικά στρατεύματα διήλθαν από γιουγκοσλαβικό έδαφος για να χτυπήσουν αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, ισχυριζόμενος μάλιστα πως την καταγγελία “δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Ελληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού”, δηλαδή η Κομινφόρμ και η ΕΣΣΔ. Ο χρόνος για το ΔΣΕ πλέον μετρούσε αντίστροφα, ενώ οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις έμπαιναν σε μια νέα τροχιά, που θα έβρισκε το αποκορύφωμά της στο Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας-Τουρκίας το 1953.
Κάτω από την επιφάνεια ωστόσο, οι πρώτες τριβές μεταξύ των δύο χωρών ήταν ήδη ορατές. Αφενός υπήρχε το θέμα των κοινών γιουγκοσλαβοσοβιετικών επιχειρήσεων, που οι Γιουγκοσλάβοι έκριναν ότι δεν ήταν αποτελεσματικές για τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας, θέση που ουσιαστικά προμήνυε το ιδεολόγημα περί ξεχωριστού γιουγκοσλαβικού δρόμου προς το σοσιαλισμό. Αφετέρου η εξωτερική πολιτική του Τίτο στα Βαλκάνια θορυβούσε την ΕΣΣΔ, καθώς γινόταν με μονομερείς ενέργειες της γιουγκοσλαβικής πλευράς, η οποία, ενισχυμένη από το κύρος που της επέφερε ο επικός αγώνας των κομμουνιστών παρτιζάνων στη χώρα, διέβλεπε μια μοναδική ευκαιρία για την επέκταση της επιρροής της στην περιοχή, δίχως να νιώθει την ανάγκη συνεννόησης με την ΕΣΣΔ ή οποιονδήποτε πλην των συμβαλλόμενων μερών. Το βασικότερο μήλο της έριδος ήταν η ιδέα μιας νοτιοσλαβικής ομοσπονδίας, καταρχάς με τη Βουλγαρία, ιδέα που αρχικά η ΕΣΣΔ χαιρέτιζε ως θετική, αργότερα όμως μεταστράφηκε, όταν αντιλήφθηκε ότι η πρακτική της υλοποίηση γινόταν χωρίς πρότερη συνεννόηση ή ενημέρωση με τη σοβιετική πλευρά.
Η πρώτη σοβιετική αντίδραση ήρθε τον Αύγουστο του 1947, όταν η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία μονόγραψαν στο Μπλεντ σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας, χωρίς να το γνωρίζει η ΕΣΣΔ και πριν ακόμα τεθεί σε ισχύ η συνθήκη ειρήνης με τη Βουλγαρία. Τις αντιδράσεις επέτειναν δηλώσεις του Δημητρόφ στη Ρουμανία το Γενάρη του 1948, περί ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας χωρών στην Νοτιανατολική Ευρώπη, στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί και μια “Λαϊκή Δημοκρατία”, σε μια εποχή που η έκβαση του ελληνικού εμφυλίου δεν είχε κριθεί και η ΕΣΣΔ για διπλωματικούς λόγους προσπαθούσε επισήμως να μη δίνει αφορμή στους δυτικούς να την κατηγορούν για υπόθαλψη ή και υποκίνηση του αγώνα του ΔΣΕ. Μετά την επίπληξη που δέχτηκε, ο Δημητρόφ προχώρησε σε διορθωτική δήλωση: «Το ζήτημα της ομοσπονδίας ή της συνομοσπονδίας μάς φαίνεται πρόωρο. Δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη και δεν υπήρξε θέμα συζήτησης στις συνδιασκέψεις μας. Οταν το ζήτημα ωριμάσει -πράγμα που αναμφισβήτητα μια μέρα θα συμβεί- θα το λύσουν οι λαοί μας και συγκεκριμένα τα έθνη των Λαϊκών Δημοκρατιών -της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Ελλάδας- σημειώστε επίσης της Ελλάδας…». Έντονη δυσαρέσκεια προκάλεσε και η αποστολή γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία στα τέλη του 1947, όταν εκκρεμούσε ακόμα το επεισόδιο της Κέρκυρας και η Αλβανία, μη διεθνώς αναγνωρισμένη ακόμα, κινδύνευε ανά πάσα στιγμή από αγγλοαμερικανική εισβολή.
Της οριστικής ρήξης προηγήθηκε μια σειρά επιστολών μεταξύ Σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος και Γιουγκοσλαβικού ΚΚ, όπου τίθονταν ανοιχτά η αμοιβαία δυσαρέσκεια. Η πρώτη σοβιετική επιστολή το Μάρτη του 1948 κατηγορούσε τους Γιουγκοσλάβους πως υπονόμευαν στο σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ μέσω δηλώσεων όπως ότι “ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ έπαψε να είναι επαναστατικός”, ενώ το γιουγκοσλαβικό κόμμα κατηγορούνταν για έλλειψη δημοκρατίας στο εσωτερικό του και παραμέληση του ρόλου του ως εργατικής πρωτοπορίας στο δρόμο για το σοσιαλισμό. Όπως σημείωνε ο Στάλιν “δε μπορούμε να θεωρήσουμε αυτό τον τρόπο οργάνωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος πραγματικά μαρξιστικό-λενινιστικό ή μπολσεβικικό. Δεν μπορεί να αντιληφθεί κανείς οποιαδήποτε πολιτική ταξικής πάλης στο γιουγκοσλαβικό κόμμα”.
Οι Γιουγκοσλάβοι απάντησαν στις 13 Απρίλη αρνούμενοι όλες τις μομφές των Σοβιετικών και υπογραμμίζοντας πως “όσο κι αν αγαπά καθένας από μας τη χώρα το σοσιαλισμού, την ΕΣΣΔ, δε γίνεται να αγαπά λιγότερο τη χώρα του”. Οι γραπτές αντεγκλήσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες εβδομάδες, με τους Γιουγκοσλάβους να προτείνουν επίλυση των διαφορών στη δεύτερη συνάντηση της Κομινφόρμ τον ερχόμενο Ιούνη. Στην πραγματικότητα, ο Τίτο δεν εμφανίστηκε καν, μη θέλοντας να αντιμετωπίσει την κριτική της ΕΣΣΔ και των υπόλοιπων χωρών. Στις 28 Ιούνη οι χώρες-μέλη απέπέμψαν τη Γιουγκοσλαβία από τους κόλπους της, με αιτιολογία την αναρρίχηση “εθνικιστικών στοιχείων” στην ηγεσία του γιουγκοσλαβικού κόμματος τους τελευταίους πέντε ή έξι μήνες. Προειδοποιούσε επίσης ότι η χώρα βρισκόταν σε πορεία καπιταλιστικής παλινόρθωσης αν συνέχιζε την εθνικιστική πολιτική της.
Την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας συνόδευσε μια εκτεταμένη και συχνά βίαιη εκκαθάριση των “κομινφορμιστών”, όπως ονομάστηκαν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές που υποστήριξαν την απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών, πολλοί από τους οποίους εξορίστηκαν στο διαβόητο νησί Γκόλι Οτόκ. Μικρότερης, συνήθως, κλίμακας απομακρύνσεις στοιχείων ύποπτων για τιτοϊκές συμπάθειες, σημειώθηκαν και στα υπόλοιπα ΚΚ, μεταξύ των οποίων και του ΚΚΕ, που πλήρωσε ίσως το βαρύτερο τίμημα της ρήξης, χάνοντας ένα ασφαλές καταφύγιο για τους αντάρτες κι ένα σημαντικό δίαυλο ανεφοδιασμού, που δεν μπορούσε να αναπληρώσει, παρά τις εργώδεις της προσπάθειες η Αλβανία του Χότζα.
Αρχικά το ΚΚΕ, παρά την ευθυγράμμισή του με την απόφαση της Κομινφόρμ, στην οποία ωστόσο δεν ανήκε για ευνόητους λόγους, τήρησε αρχικά συγκρατημένη στάση έναντι των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι από την πλευρά τους σταδιακά κι όχι απότομα έκλειναν τη στρόφιγγα της βοήθειας. Τα σύνορα παρέμεναν ανοιχτά και η περίθαλψη τραυματιών του ΔΣΕ στη Γιουγκοσλαβία συνεχίζονταν, παράλληλα όμως ήδη ο κύριος όγκος της στρατιωτικής βοήθειας ερχόταν από την ΕΣΣΔ μέσω Βουλγαρίας, ενώ στα πλαίσια της Κομινφόρμ για πρώτη φορά συστάθηκε ειδική συντονιστική επιτροπή βοήθειας στο ΔΣΕ. Το ρήγμα Γιουγκοσλάβων και ΚΚΕ άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αισθητό, καθώς οι επαφές σε υψηλό επίπεδο διακόπηκαν, ενώ η συνεννόηση περιοριζόταν σε κατώτερα στελέχη κι αφορούσε τεχνικά κυρίως ζητήματα.
Σημαντικό πρόβλημα συνιστούσε η ανοιχτή εκδήλωση της από χρόνια λανθάνουσας έντασης μεταξύ ΚΚΕ και ισχυρού τμήματος του σλαβομακεδονικού ΝΟΦ. Η ομάδα των Ηλία Δημάκη, Μιχάλη Κεραμιτζή και Βαγγέλη Αγιάννη, που βρισκόταν σε ανοιχτό δίαυλο με τον Τίτο, εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, οργανώνοντας λιποταξίες Σλαβομακεδόνων από το ΔΣΕ και προπαγανδίζοντας πως το ΚΚΕ είχε “προδώσει τον αγώνα του μακεδονικού λαού”, άρα δεν είχε νόημα πλέον να πολεμά για εκείνο. Την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί περιέγραφε σε έκθεσή την 1η Οκτώβρη 1952 προς την ΚΕ του ΚΚΕ ο Σταύρος Κωστόπουλος, νέος πρόεδρος του ΝΟΦ: «Από το 1948 δημιουργούν μυστικές οργανώσεις και γιάφκες και σαμποτάρουν τον ΔΣΕ. Σπέρνουν την ηττοπάθεια, λέγοντας ότι χάσαμε τον αγώνα, οι μοναρχοφασίστες είναι πιο δυνατοί και θα καταλάβουν το Βίτσι. Τζάμπα σκοτώθηκαν τα παιδιά μας και πρέπει να φύγουμε στη Γιουγκοσλαβία. Σε όλες αυτές τις προσπάθειες κεντρική τους επιδίωξη ήταν η διάσπαση της ενότητας του σλαβομακεδονικού και του ελληνικού λαού, το αδυνάτισμα του κινήματος. Για την επιτυχία τους εκμεταλλεύονταν τον πατριωτισμό του σλαβομακεδονικού λαού και όλες τις αδυναμίες του κινήματος». Στην προσπάθεια του κόμματος για ανακοπή της επιρροής των Γιουγκοσλάβων στους Σλαβομακεδόνες μαχητές, το ΚΚΕ άλλαξε την προηγούμενη θέση του περί “πλέριας ισοτιμίας” όλων των μειονοτήτων, υιοθετώντας για σύντομο χρονικό διάστημα την πολυσυζητημένη κι έντονα αμφιλεγόμενη θέση της 5ης Ολομέλειας του 1949 περί αυτοδιάθεσης των Σλαβομακεδόνων: “Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως το θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα με το αίμα του για να την αποχτήσει. Αυτή η απόφαση, που -όπως κι αν κριθεί ως προς τις συνέπειές της- σαφέστατα είχε ως στόχο να να ανακόψει τη γιουγκοσλαβική αποσχιστική προπαγάνδα μεταξύ των Σλαβομακεδόνων, έδωσε το πρόσχημα που επιζητούσε η γιουγκοσλαβική πλευρά για το κλείσιμο των συνόρων τον Ιούλιο του 1949. Αν και η ήττα του ΔΣΕ δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυτό το “πισώπλατο χτύπημα” όπως το χαρακτήριζε τότε ο Νίκος Ζαχαριάδης, είναι σαφές ότι επιτάχυνε την τελική έκβαση του εμφυλίου και δυσκόλεψε αφάνταστα τους εναπομείναντες μαχητές, που διοχετεύτηκαν τελικά μέσω Αλβανίας σε μια σειρά σοσιαλιστικών χωρών.
Σημαντική συνέπεια της ρήξης υπήρξε η προσέγγισης Γιουγκοσλαβίας Δύσης, οι απαρχές της οποίας ξεκίνησαν μόλις δυο μέρες μετά την αποπομπή από την Κομινφόρμ. Μέσω ενός επίσημα εξουσιοδοτημένου από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ατόμου, φίλου του Μίλοβαν Τζίλας, υπήρξε βολιδοσκόπηση της Αμερικανικής πρεσβείας για δυναότητα ένταξης της Γιουγκοσλαβίας στο Σχέδιο Μάρσαλ. Οι Δυτικοί σαφώς δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία, κινήθηκαν ωστόσο με πολύ αργά και προσεκτικά βήματα, ώστε να μην ενισχύσουν με επιχειρήματα τη φιλοσοβιετική αντιπολίτευση εντός Γιουγκοσλαβίας, αλλά και την ίδια την Κομινφόρμ. Την επιδίωξη αυτή συμμεριζόταν εξάλλου ο ίδιος ο Τίτο, λόγος για τον οποίο εξάλλου δε διέρρηξε αρχικά πλήρως τις σχέσεις του με το ΚΚΕ.
Το φθινόπωρο του 1948, στα πλαίσια Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η στροφή προς τη δύση έγινε πιο φανερή, καθώς ο Άλες Μπέμπλερ, υφυπουργός εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, δήλωσε στο Βρετανό ομόλογό του πως χρειαζόταν επειγόντως δυτική υποστήριξη για να επιβιώσει. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπέβιν ανταποκρίθηκε, με υπογραφή βρετανογιουγκοσλαβικής συμφωνίας μονοετούς διάρκειας. Παράλληλα οι Βρετανοί προωθούσαν μια ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση, την οποία για τους δικούς της εσωπολιτικούς λόγους που σχετίζονταν κυρίως με την παρουσία Σλαβομακεδόνων προσφύγων στη ΛΔ Μακεδονίας, η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν ακόμα έτοιμη να δεχτεί. Παράλληλα όμως διεμήνυε ότι μεσοπρόθεσμα την ενδιέφερε μια τέτοια προοπτική και επιθυμούσε να απαλλαγεί από το “συρφετό Ελλήνων προσφύγων”.
Το Φλεβάρη του 1949 ήρθε η σειρά των ΗΠΑ να ενισχύσουν το φιλοδυτικό προσανατολισμό της χώρας, με την απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ να χαλαρώσουν οι αμερικανικοί έλεγχοι απαγόρευσης εξαγωγών στη Γιουγκοσλαβία, με απώτερο στόχο ο Τίτο να πειστεί για οριστική αναστολή της βοήθειας προς το ΔΣΕ.
Πράγματι η προσέγγιση με το δυτικό στρατόπεδο επιταχύνθηκε, ενώ στο παιχνίδι μπήκε δυναμικά και η κυβέρνηση των Αθηνών, η οποία όμως άφησε να διαρρεύσει στον τύπο την πρωτοβουλία των Γιουγκοσλάβων για συνάντηση στο Βελιγράδι, ματαιώνοντας το σχέδιο, πιθανότατα διότι επιδίωκε η συμφωνία των δύο χωρών να γίνει με καλύτερους για την ίδια όρους. Η γιουγκοσλαβική στροφή ολοκληρώθηκε επίσημα το Μάη του 1949, όταν ο Φιτζρόρι Μακλήν, προσωπικός φίλος του Τίτο από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ως επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία, επισκέφτηκε το Βελιγράδι. Στόχος του Μακλήν ήταν να αποσπάσει από τον Τίτο εγγυήσεις για διακοπή της βοήθειας στο ΔΣΕ με αντάλλαγμα οικονομική βοήθεια από τη δύση. Ο γιουγκοσλάβος ηγέτης τον διαβεβαίωσε πως δε θα έδινε άλλη βοήθεια στους αντάρτες, ούτε θα επέτρεπε στους πρόσφυγες να γυρίζουν στο ΔΣΕ. Οι Βρετανοί υποσχέθηκαν εχεμύθεια στον Τίτο, γνωστοποιώντας τις δεσμεύσεις του τελευταίου μόνο στις ΗΠΑ, ώστε να συντονίσουν από κοινού τα επόμενα βήματά τους στο θέμα των πιστώσεων στη Γιουγκοσλαβία και το ελληνικό ζήτημα.
Λίγες μέρες αργότερα ο Αμερικανός πρέσβης στο Βελιγράδι ανέφερε στους ανωτέρους του ότι οι Γιουγκοσκλάβοι ανταποκρίνονταν στις υποσχέσεις τους και έπαυαν πλέον να χορηγούν “ακόμη και ηθική, ανθρωπιστική” βοήθεια στο ΔΣΕ. Στις 11 Ιουλίου 1949 ο Τίτο εξήγγειλε κι επίσημα το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων από την Πόλα της Κροατίας, επικαλούμενος “συκοφαντίες” του ΔΣΕ πως κυβερνητικά στρατεύματα διήλθαν από γιουγκοσλαβικό έδαφος για να χτυπήσουν αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, ισχυριζόμενος μάλιστα πως την καταγγελία “δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Ελληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού”, δηλαδή η Κομινφόρμ και η ΕΣΣΔ. Ο χρόνος για το ΔΣΕ πλέον μετρούσε αντίστροφα, ενώ οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις έμπαιναν σε μια νέα τροχιά, που θα έβρισκε το αποκορύφωμά της στο Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας-Τουρκίας το 1953.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου