Ως
τον «πρώτο προϋπολογισμό που δεν θα υπάρχουν μέτρα παρά μόνο αντίμετρα»
επιχειρεί να παρουσιάσει η κυβέρνηση τον προϋπολογισμό που έφερε - σε
δύο εξίσου αντιλαϊκές εκδοχές - για την επόμενη χρονιά.
Επιχειρεί έτσι να καλλιεργήσει προσδοκίες χωρίς κανένα αντίκρισμα για τα λαϊκά στρώματα, ότι τάχα «αργά και σταδιακά», με τις «στοχευμένες» της παρεμβάσεις, το «παιχνίδι γυρνάει» για τα ίδια.
Πρόκειται για απάτη στο τετράγωνο.
Αν κάτι επιβεβαιώνεται και από το προσχέδιο του προϋπολογισμού, είναι ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν πρόκειται να πειράξει «ούτε τρίχα» από τους πάνω από 1.000 μνημονιακούς νόμους των περασμένων χρόνων - καλώντας το λαό να τους αποδεχτεί ως δεδομένους - αλλά αντίθετα θα επεκτείνει παραπέρα την αντιλαϊκή επίθεση, όσο και συνολικά την πολιτική που θωρακίζει τα κέρδη του κεφαλαίου.
Αλλωστε, είναι προκλητικό η κυβέρνηση να λέει ότι δεν υπάρχουν νέα μέτρα, όταν αυτά καταγράφονται «χαρτί και καλαμάρι» στις συμφωνίες της με τους ιμπεριαλιστικούς «θεσμούς», που περιλαμβάνουν συνέχιση των αντεργατικών και αντιασφαλιστικών ανατροπών, γενίκευση της φοροληστείας, απαρέγκλιτη «δημοσιονομική πειθαρχία», δηλαδή νέες περικοπές ακόμα και για κονδύλια που αφορούν βασικές κοινωνικές ανάγκες και όλα αυτά με ορίζοντα πολλών δεκαετιών.
Πάνω σε αυτούς και ανάλογους στόχους, η σημερινή και οι επόμενες κυβερνήσεις θα «αξιολογούνται» για τις επιδόσεις τους στη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας από την ΕΕ και τους υπόλοιπους «θεσμούς», όπως δείχνει και η κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού στην Κομισιόν στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού εξαμήνου», και πρώτα απ' όλα βέβαια από το ίδιο το κεφάλαιο και τις «αγορές». Απάτη άρα αποτελούν και τα περί «τέλους της επιτροπείας», αφού μόνιμη είναι η «εποπτεία» σε βάρος των λαϊκών αναγκών.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα λεγόμενα «αντίμετρα», που η κυβέρνηση παρουσιάζει ως το «άπαν» της λεγόμενης «κοινωνικής» πολιτικής της. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα συνονθύλευμα ορισμένων ελάχιστων μέτρων, που θα αναδιανέμουν τη φτώχεια ανάμεσα σε φτωχούς και εξαθλιωμένους και που ούτε κατά διάνοια δεν θα ανακουφίζουν από τη συνολική αντιλαϊκή επίθεση, και μέτρων που αποτελούν καραμπινάτη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων, όπως π.χ. αυτά για την επιδότησή τους, για να «προσλαμβάνουν» εργαζόμενους που θα δουλεύουν τζάμπα.
Μάλιστα, όπως δείχνουν και τα δύο σενάρια του προϋπολογισμού, το πρώτο κομμάτι - αυτό που αφορά τα εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα - θα είναι πάντα «υπό την αίρεση» των δημοσιονομικών στόχων, ενώ το δεύτερο, που αφορά τα μέτρα για τη στήριξη των επιχειρηματιών ομίλων, μόνιμα και σταθερά σε κάθε σενάριο.
Με δυο λόγια, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν νομοθετεί για την ανάκτηση των απωλειών που είχαν τα λαϊκά στρώματα όλα τα προηγούμενα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά αντίθετα νομοθετεί για να επεκτείνει την πολιτική υπέρ του κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες, των αναγκών για αύξηση της ανταγωνιστικότητάς του μέσα από την ένταση της εκμετάλλευσης με αύξηση της παραγωγικότητας, θωράκιση της κερδοφορίας του, προσέλκυση επενδύσεων.
Γι' αυτό και το «κεντρικό πολιτικό δίλημμα» που παρουσίασε από το βήμα της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ο πρωθυπουργός, περί «αέναης λιτότητας ή ανάπτυξης», είναι ψευτοδίλημμα για το λαό, αφού η πολιτική που υπηρετεί την ανάπτυξη για λογαριασμό του κεφαλαίου σημαίνει συνεχές «κουτσούρεμα» των εργατικών - λαϊκών αναγκών.
Το πραγματικό ερώτημα είναι ανάπτυξη για ποιον. Ανάπτυξη προς όφελος του λαού μπορεί να υπάρξει μόνο με ριζικές ανατροπές στην οικονομία και την κοινωνία, σε σύγκρουση με την πολιτική κεφαλαίου, κυβερνήσεων και ιμπεριαλιστικών ενώσεων.
Επιχειρεί έτσι να καλλιεργήσει προσδοκίες χωρίς κανένα αντίκρισμα για τα λαϊκά στρώματα, ότι τάχα «αργά και σταδιακά», με τις «στοχευμένες» της παρεμβάσεις, το «παιχνίδι γυρνάει» για τα ίδια.
Πρόκειται για απάτη στο τετράγωνο.
Αν κάτι επιβεβαιώνεται και από το προσχέδιο του προϋπολογισμού, είναι ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν πρόκειται να πειράξει «ούτε τρίχα» από τους πάνω από 1.000 μνημονιακούς νόμους των περασμένων χρόνων - καλώντας το λαό να τους αποδεχτεί ως δεδομένους - αλλά αντίθετα θα επεκτείνει παραπέρα την αντιλαϊκή επίθεση, όσο και συνολικά την πολιτική που θωρακίζει τα κέρδη του κεφαλαίου.
Αλλωστε, είναι προκλητικό η κυβέρνηση να λέει ότι δεν υπάρχουν νέα μέτρα, όταν αυτά καταγράφονται «χαρτί και καλαμάρι» στις συμφωνίες της με τους ιμπεριαλιστικούς «θεσμούς», που περιλαμβάνουν συνέχιση των αντεργατικών και αντιασφαλιστικών ανατροπών, γενίκευση της φοροληστείας, απαρέγκλιτη «δημοσιονομική πειθαρχία», δηλαδή νέες περικοπές ακόμα και για κονδύλια που αφορούν βασικές κοινωνικές ανάγκες και όλα αυτά με ορίζοντα πολλών δεκαετιών.
Πάνω σε αυτούς και ανάλογους στόχους, η σημερινή και οι επόμενες κυβερνήσεις θα «αξιολογούνται» για τις επιδόσεις τους στη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας από την ΕΕ και τους υπόλοιπους «θεσμούς», όπως δείχνει και η κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού στην Κομισιόν στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού εξαμήνου», και πρώτα απ' όλα βέβαια από το ίδιο το κεφάλαιο και τις «αγορές». Απάτη άρα αποτελούν και τα περί «τέλους της επιτροπείας», αφού μόνιμη είναι η «εποπτεία» σε βάρος των λαϊκών αναγκών.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα λεγόμενα «αντίμετρα», που η κυβέρνηση παρουσιάζει ως το «άπαν» της λεγόμενης «κοινωνικής» πολιτικής της. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα συνονθύλευμα ορισμένων ελάχιστων μέτρων, που θα αναδιανέμουν τη φτώχεια ανάμεσα σε φτωχούς και εξαθλιωμένους και που ούτε κατά διάνοια δεν θα ανακουφίζουν από τη συνολική αντιλαϊκή επίθεση, και μέτρων που αποτελούν καραμπινάτη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων, όπως π.χ. αυτά για την επιδότησή τους, για να «προσλαμβάνουν» εργαζόμενους που θα δουλεύουν τζάμπα.
Μάλιστα, όπως δείχνουν και τα δύο σενάρια του προϋπολογισμού, το πρώτο κομμάτι - αυτό που αφορά τα εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα - θα είναι πάντα «υπό την αίρεση» των δημοσιονομικών στόχων, ενώ το δεύτερο, που αφορά τα μέτρα για τη στήριξη των επιχειρηματιών ομίλων, μόνιμα και σταθερά σε κάθε σενάριο.
Με δυο λόγια, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν νομοθετεί για την ανάκτηση των απωλειών που είχαν τα λαϊκά στρώματα όλα τα προηγούμενα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά αντίθετα νομοθετεί για να επεκτείνει την πολιτική υπέρ του κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες, των αναγκών για αύξηση της ανταγωνιστικότητάς του μέσα από την ένταση της εκμετάλλευσης με αύξηση της παραγωγικότητας, θωράκιση της κερδοφορίας του, προσέλκυση επενδύσεων.
Γι' αυτό και το «κεντρικό πολιτικό δίλημμα» που παρουσίασε από το βήμα της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ο πρωθυπουργός, περί «αέναης λιτότητας ή ανάπτυξης», είναι ψευτοδίλημμα για το λαό, αφού η πολιτική που υπηρετεί την ανάπτυξη για λογαριασμό του κεφαλαίου σημαίνει συνεχές «κουτσούρεμα» των εργατικών - λαϊκών αναγκών.
Το πραγματικό ερώτημα είναι ανάπτυξη για ποιον. Ανάπτυξη προς όφελος του λαού μπορεί να υπάρξει μόνο με ριζικές ανατροπές στην οικονομία και την κοινωνία, σε σύγκρουση με την πολιτική κεφαλαίου, κυβερνήσεων και ιμπεριαλιστικών ενώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου